Τιμαιος ὁ συγγραφευς , ὁτι Κορινθιοις ὁπηνικα μαχουμενοι προς Καρχηδονιους ἐβαδιζον ὑπερ της Σικελιας , ἐνεβαλον ἡμιονοι σελινα κομιζοντες :
ἠδη ἐθαδες τῃ διατριβῃ ἐγενομεθα , λαβων ἑπτα των ἑταιρων ἐβαδιζον ἐς την ὑλην περισκοπησασθαι τα παντα βουλομενος . οὐπω
9999975 θελουσαν
ἐρωτευομενας νεανισκος ξενοδοχησας προς τους παιδας αὐτου ἐφη : Την θελουσαν κερασατε και την θελουσαν ἀφροδισιασατε . κἀκειναι εἰπον :
γαμων γενεσθαι . ὁ δε μη λογοισι πειθων τοτε μη θελουσαν ἀγχει : μετα γαρ νεων ὁ Βακχος μεθυων ἀτακτα
9999974 γραμματεις
διαγοντες , ἀλλοτριων χειρισται , πιστικοι , ἀγαθοι οἰκονομοι , γραμματεις ἀπο λογων ἠ ψηφων ἀναγομενοι , ὑποκριτικοι , περιεργοι
εὐφυεις κεκινημενους : εἰ δε ἐνδοξοτερα εἰη ἡ γενεσις , γραμματεις βασιλεων ποιει ἠ πολεων ἠ χωρων ἀρχοντας , φιλολογους
9999974 ἐνεργουσαν
το εἰναι τα ἐμβρυα , μηδεμιαν ἀλλην δυναμιν ἠ ταυτην ἐνεργουσαν ἐν αὐτοις κεκτημενα , ἐφ ' ὁσον εἰσιν ὡς
! ! ] ἀπολαμβανειν [ ? ] κινησιν [ ] ἐνεργουσαν ἐν τηι κειμ ? [ ! ! ! !
9999974 Παναθηναιοις
' Ἀθηναιοις εἰναι μεγιστην προειρηται . ἐπει οὐν ἐν τοις Παναθηναιοις πασαι αἱ ἀπο των Ἀθηνων ἀποικισθεισαι πολεις βουν τυθησομενον
' ὀργης ἀλλα τε ἀμφοτερους προὐπηλακισεν , και ἀδελφην Ἁρμοδιου Παναθηναιοις ἡκουσαν ἐπι την πομπην κανηφορουσαν ἐξηλασεν ἐπ ' ἀτιμιᾳ
9999973 συνεργουσης
προσλαμβανον θεραπειαν ὡσπερ χωραν οἰκειαν μη μαλλον εὐσθενει και καλλικαρπει συνεργουσης τῃ φυσει της τεχνης : ἀλλ ' οὐκ ἐστιν
ἐκ των ὀπισθεν μερων παρισταμενοι προεωθουν , πολλα της τεχνης συνεργουσης εἰς την κινησιν . κατεσκευασε δε και χελωνας τας
9999973 τετρακοσιων
. περι δε τουτους τους χρονους Ἀθηναιοι την ἐκ των τετρακοσιων ὀλιγαρχιαν κατελυσαν και το συστημα της πολιτειας ἐκ των
πολεμιων ὑπερ τους πεντακοσιους , ἐζωγρησαν δε οὐκ ἐλαττους των τετρακοσιων . ὀλιγαις δ ' ὑστερον ἡμεραις γενομενης μαχης περι
9999973 παραφροσυνης
. πεμφιγωδεις οὐν φασι , τους ἁπτομενους την ψυχην μετα παραφροσυνης . πεμφιγας δε λεγει τας φλυκταινας τας ἀπο παχυτερου
χειλος το κατω σειεται . Ταυτα δε ἐν ἀρχῃσιν ἐπιφαινομενα παραφροσυνης δηλωτικα ἐστι σφοδρης , και ὡς ἐπιτοπολυ ἀποθνησκουσιν :
9999973 ὁποτερα
τα δε ἀδικα , ἐχεις εἰπειν ὁποτερα τα δικαια και ὁποτερα τα ἀδικα ; Ἐμοι μεν τοινυν δοκει ἐν μεν
ἀττα ζητητεα πλην ὀνοματων , ἁ ἡμιν ἐμφανιει ἀνευ ὀνοματων ὁποτερα τουτων ἐστι τἀληθη , δειξαντα δηλον ὁτι την ἀληθειαν
9999973 λυπηθηναι
πως ] κατα πολυ . ὀρεχθειν ] ταραχθηναι . , λυπηθηναι , ἐκταθηναι προς λυπην ἠ θυμον , διεγερθηναι κατα
ὀρθον λογον , ὡς οἰονται τινες , ἀλλ ' ἐστι λυπηθηναι και ὡς δει , τουτεστιν εὐλογως . οὐδεν δε
9999972 εὐποριαν
δια τιμην , ἠ φιλαρχιαν , ἠ κερδος , ἠ εὐποριαν . Καταλυεσθαι δε τας πολιτειας δια δυο αἰτιας ,
χηρᾳ διαβολην . Ὁ μεγας ἀγαθα σημαινει μεγιστα : δουλῳ εὐποριαν , παρθενῳ γαμον , χηρᾳ ὠφελειαν . Ὀνυχες ἀριστερου
9999972 ὁποτεροι
δητ ' ἐγνωκας ὡς οὐδεν λεγεις ; και των θεατων ὁποτεροι πλειους σκοπει . και δη σκοπω . τι δηθ
ἐκεινοις οὐ ξυμμαχησειν και σφισι προσιεναι και οὐ διαμελλησειν περισκοπουντας ὁποτεροι κρατησουσιν . ναυσταθμον δε ἐπανα - χωρησαντας και ἐφορμηθεντας
9999972 Τερπανδρον
υἱον Μαρσυαν , εἰτ ' Ὀλυμπον : ἐζηλωκεναι δε τον Τερπανδρον Ὁμηρου μεν τα ἐπη , Ὀρφεως δε τα μελη
προ Τερπανδρου τιθεις Λεσχην τον Λεσβιον Ἀρχιλοχου νεωτερον φερει τον Τερπανδρον , διημιλλησθαι δε τον Λεσχην Ἀρκτινῳ και νενικηκεναι .
9999972 θαυμαζεσθαι
ἀπο τυχης : μακαριζω : ἀντι του : ἀξιους κρινω θαυμαζεσθαι : ἀντι του ἐχοντας : ἐπιλεκτοις ἐκκριτοις : την
μαντικης δε εἰς ἐξουσιαν παριουσης , λογων δε εἰς το θαυμαζεσθαι , Ῥωμαιων δε εἰς το θαρρειν , βαρβαρων δε
9999972 ἐθελουσι
ποιησαμενοι . εἰ δε και κατα στοιχειον , ὡς τινες ἐθελουσι , τουτο ποιησωμεν . Α . Ἀντι ἀκανθιου σπερματος
εἰς μεσον προαγαγων παγκαλον και θεοειδες ἐργον ἐστησε παραδειγμα τοις ἐθελουσι μιμεισθαι . εὐδαιμονες δ ' ὁσοι τον τυπον ταις
9999972 θεραπευομεν
ἡμεις δ ' ὑπερ ἡμων αὐτων λεγοντες και το σον θεραπευομεν . μαλλον δε της μεν σης ἀπολογιας και ἡμεις
ἐχειν οἰκειοτερον : ἐπει και του σωματος ἀει το καμνον θεραπευομεν και πλειονα ποιουμεθα προνοιαν ποδων ἠ ὀφθαλμων , ὁταν
9999971 ἀμετοχος
: μεγαλοφωνον τελλεται : γινεται ἀναλκιν : ἀδυνατον ἀμοιρος : ἀμετοχος ἀγαλλων : καλλωπιζων λαγετας : ἡγεμονας μεμαοτας : προθυμους
την οἰκειαν της φυσεως ληξιν ἀνακαμπτειν . ὁ δε κοσμος ἀμετοχος της ἐν τοις λεχθεισιν ἀταξιας ἐστιν . ἐπει ,
9999971 εὐπρεπειαν
διακρινεται και τα μεν ἀρτια και την φυσιν ἐχοντα προς εὐπρεπειαν και ἰσχυν εὐθετον τρεφεται , τα δε καταδεη τοις
] φονευσω . δομων ] των . ἀγαλμα ] την εὐπρεπειαν . μιαινων ] μολυνων . παρθενοσφαγοισι ] παρθενικοις .
9999971 Συρακουσιων
διαθεσθαι περι της ἀνθρωπου . και γαρ , ὡς πυνθανομαι Συρακουσιων , πασαν τε την ἀλλην ἀρετην , προς δε
Δημοσθενην δε και Νικιαν ἀποθανειν Τιμαιος οὐ φησιν ὑπο των Συρακουσιων καταλευσθεντας , ὡς Φιλιστος ἐγραψε και Θουκυδιδης , ἀλλ
9999971 Σικυωνιους
και εὑροντες τεταγμενους Λακεδαιμονιους μεν ἐπι τῳ δεξιῳ ἑαυτων , Σικυωνιους δε ἐχομενους , Κορινθιων δε τους φυγαδας ὡς πεντηκοντα
. τοιαυτα δε και Μακεδονας ἐπι Ὀλυμπιαδι και ἐπι Ἀριστοδαμᾳ Σικυωνιους οἰδα εἰρηκοτας , διαφορα δε τοσονδε ἠν : Μεσσηνιοι
9999971 ἀνιουσα
τας ἀναποδεικτους και ἀμεσους προτασεις , ἡ δε ἐξ ὑποθεσεως ἀνιουσα ἐπι τας ἀνυποθετους ἀρχας . Ἡ μεν δη πρωτη
ῥαχις ταπεινη κατα μικρον προσαυξανεται μεχρι των κατα το ἀκρωμιον ἀνιουσα χωριων : συναρθρουται δ ' αὐτῃ κατα τουτο ἡ
9999971 φυσαν
γαρ αὐτοις διποδια καλως . τους αὐλους , ἀπο του φυσαν . . ὁρμαον : Ἀρχεται τῃ ἰδιᾳ διαλεκτῳ τους
. . ὁρμαον : Ἀρχεται τῃ ἰδιᾳ διαλεκτῳ τους αὐλους φυσαν ὁ Λακων . ὁ δε νους : ὁρμησον ,
9999971 νομιζουσι
! ! ! και οἱ Πυθαγορειοι δε ἑνα ἀριθμον εἰναι νομιζουσι : και τινα τουτον ; τον μαθηματικον , πλην
στασιν , και ταυτην ἐν μιᾳ ὡρᾳ ποιησαμενοι , εἰσκρινειν νομιζουσι τι πνευμα : καιτοι τι ἀν γενοιτο ἀπο τουτων
9999971 βορειοτερα
μια δε διακεκαυμενη . των δε εὐκρατων ἡ μεν ἐστι βορειοτερα , ἡ δε νοτιωτερα . και ἐστιν ἡ βορειοτερα
Τουτο δε γενοιτ ' ἀν , εἰ γραφοιτο τα τε βορειοτερα προτερα των νοτιωτερων και τα δυσμικωτερα των ἀπηλιωτικωτερων ,
9999971 Ἑλλανικος
τους δ ' ἀλλους μοι ἐτικτον ἐνι μεγαροισι γυναικες ] Ἑλλανικος νϚ . . * . . Ε : Μηριονης
ὑπ ' ἐμου λεγομενοις , Ἡσιοδος τε και Ἑκαταιος και Ἑλλανικος και Ἀκουσιλαος και προς τουτοις Ἐφορος και Νικολαος ἱστορουσι
9999971 βορειοτεροι
ἐν τῃ κεφαλῃ τοινυν του Κριου τριων οἱ δυο οἱ βορειοτεροι και ὁ ἐν τῳ νοτιῳ γονατι του Περσεως λαμπρος
Νωρικι ' ἀστε ' ἐρεμνα , Παννονιοι Μυσοι τε , βορειοτεροι Θρηϊκων , αὐτοι τε Θρηϊκες , ἀπειρονα γαιαν ἐχοντες
9999971 Σικυωνιοις
, ἐν ᾡ οἱ οἰκουντες Ἀκρωρειται . Οὑτω δε παρα Σικυωνιοις ἐτιματο [ ὁ Διονυσος ] . Ἐκαλειτο δε παρα
και Μεγαλοπολιτων Λυδιαδης και Λεωκυδης : Ἀρατῳ δε ἐπετετραπτο και Σικυωνιοις τε και Ἀχαιοις το μεσον . Λακεδαιμονιοι δε και
9999971 εὐδαιμονει
. το γαρ ἀληθως ἀγαθον , δι ' οὑ τις εὐδαιμονει , ἐν αὐτῳ δει εἰναι : ἡ δε τιμη
δυστυχει , κατα δε το ἀπολελυσθαι της των παιδων φροντιδος εὐδαιμονει : ἠλεησα : ἀλλοτριος : τυχῃ : περιστρεψαντες περιδησαντες
9999971 κληθηναι
τουτῳ γαρ τῳ ἀγωνι Ἀθηναια ὀνομα ἠν , Παναθηναια δε κληθηναι φασιν ἐπι Θησεως , ὁτι ὑπο Ἀθηναιων ἐτεθη συνειλεγμενων
ὀκτω . Μερος Ἰλλυρικιανων βανδα ὑπερκερασται βανδα ἡμισεος δευτερου Λεγει κληθηναι ὡς ἑκαστον μερος του ἐν αὐτῳ στρατου εἰς τα
9999970 κομιζοντα
Λυκιαν προς τον πενθερον Ἰοβατην , ἀδοκητως καθ ' ἑαυτου κομιζοντα γραμματα . Ὁ δε πολλοις αὐτον ἐγγυμνασας ἀθλοις ,
σκευωρουσι κατ ' αὐτου . λαβοντες γαρ Φρυγα αἰχμαλωτον χρυσιον κομιζοντα Σαρπηδονι ἠναγκασαν γραψαι Φρυγιοις γραμμασι περι προδοσιας ὡς παρα
9999970 παρεχῃ
και τον τυφον καταπαυσει , κἀν ποταμος χρυσου ναματα σοι παρεχῃ . οὐ θρυον , οὐ μαλαχην ἀνεμος ποτε ,
τους πελας οἱα δη συγγενης , ἀλλ ' ἱνα γελωτα παρεχῃ τοις μειρακιοις λεγων τ ' ἀνοητα πολλα και πραττων
9999970 κρατουσαν
το φως συναιτιον της ἐμφασεως : την δε χροαν την κρατουσαν μαλλον εἰς την ἑτεραν ἐμφαινεσθαι ἀει . τον αὐτον
ἐν τῃ ἀτελει και σωματικῃ , και την συνεχουσαν και κρατουσαν ἐν τῃ ἐχομενῃ και ἀρχομενῃ , ὡσπερ ἀν εἰ
9999970 Ἀλεξανδρον
ἀποπλουν ὁλοκληρῳ χρονῳ εἰς Τροιαν κατηρεν . ὀνειδιζει δε τον Ἀλεξανδρον ὡς ἀντι της εὐεργεσιας κακα διαπραξαμενον τῳ Μενελαῳ .
ηὐξατο τῳ Ἡλιῳ τας χειρας ἀνατεινας ἠ αὐτον βασιλευειν ἠ Ἀλεξανδρον . Ῥαδαμανθυος δε του δικαιου Ἰβυκος ἐραστην φησι γενεσθαι
9999970 ἐξαιρετον
ἀναξ , Ἀτρεως φιλος παις , τησδ ' ἐρωτ ' ἐξαιρετον μαιναδος ὑπεστη : και πενης μεν εἰμ ' ἐγω
φωσι το ὑγιαζειν κοινον ἰατρου τε και οὐκ ἰατρου καθεστηκος ἐξαιρετον γινεσθαι του τεχνιτου , ἐπειδαν ἰατρικως ἀποτελεσθῃ , τοτε
9999970 παραταξεσι
, μετ ' ὀλιγον δε τον Ἀννιβιακον κληθεντα πολεμον συστησαμενη παραταξεσι και ναυμαχιαις και πολλαις περιβοητοις πραξεσι νικησασα , στρατηγον
δ ' ἐξ ἐπιλεκτων ἀνθρωπων μεγαλας ποιειται ῥοπας ἐν ταις παραταξεσι και κατα το πλειστον αἰτιος γινεται της νικης .
9999970 Κυπριους
: ἀπεκτεινε δε και ἀλλον ἀδελφον γεγονοτα ἐξ Εὐρυδικης , Κυπριους ἀφισταντα αἰσθομενος . Μαγας δε ἀδελφος ὁμομητριος Πτολεμαιου παρα
διαφορων ἐν Ὀρθαννῃ δια τουτων : δεινον μεν ἰδοντα παριππευσαι Κυπριους ἀρτους : Μαγνητις γαρ λιθος ὡς ἑλκει τους πεινωντας
9999970 ἐγρηγοροτων
ἠ μεταξυ του ἐγρηγορεναι και καθευδειν ὀντων ἠ και παντελως ἐγρηγοροτων αἱ φωναι ἀκουονται . Και ποτε μεν ἀναφες και
σοι και δοξαν , ὁσην δικαιον , και πληθος ὁμιλητων ἐγρηγοροτων . ἐν δ ' αὐ τοις πολλοις ἀγαθοις ἑνος
9999970 χαιρουσαν
καχαλω καγχαλω . παρα το ἐν χαλασματι εἰναι την ψυχην χαιρουσαν , εἰ γε το ἐναντιον ἐν τῃ λυπῃ συνεσταλται
με παρα το εἰωθος και τῳ προσωπῳ και τοις ὀφθαλμοις χαιρουσαν ὠ Γλυκεριον ἠροντο , τι σοι τηλικουτον γεγονεν ἀγαθον
9999970 θαυμαζοντων
των δε Λατμιων προελθοντων και την εὐσεβειαν αὐτης θεωμενων και θαυμαζοντων οἱ ἀποκεκρυμμενοι ἐξανασταντες κατελαβοντο την πολιν κρατησαντες αὐλοις και
της πραξεως γενομενης καθ ' ὁλην την Ἑλλαδα και παντων θαυμαζοντων το παραδοξον , ὁ μεν βασιλευς Κρεων θαυμασας την
9999970 ὑγραινουσι
ἀγριοι ἀμεινους . ὀρτυγες και κορυδαλοι κακιστοι : και γαρ ὑγραινουσι τε και οὐ πεττονται . των δε τιθα -
και καππαρεως . δει οὐν μη παντοτε τοις ἐμψυχουσι και ὑγραινουσι κεχρησθαι , ἀλλα διορισαντας ἀκριβως και διεγνωκοτας οὑτω κεχρησθαι
9999970 Λευκανους
πολεμον . ἠλπιζε γαρ ὁ Διονυσιος των Ἰταλιωτων πολεμουντων προς Λευκανους ἐπελθων ῥᾳδιως ἀν κρατησαι των κατ ' Ἰταλιαν πραγματων
και κουφοτητι διωσαμενων το πυρ , Φ . μεν εἰς Λευκανους φυγων ἐκειθεν ἀνεσωθη προς τους ἀλλους φιλους ἠδη παλιν
9999970 μικτης
διαφορειται δε το περιττον δια των ξηραινοντων : τοιαυτης δε μικτης δυναμεως ἐστι το ὑποκειμενον φαρμακον και τα τουτῳ παραπλησια
τε του σωματος ἐπιτιθεμενα και εἰσω λαμβανομενα . Μελι πικρον μικτης ἐστι δυναμεως , ὡς εἰ και ἡμων τις ἐμιξεν
9999970 συμπληρουσι
, ὁτι ἐπειδη το σημαινομενον ἑν ἐστι , ταυτα δε συμπληρουσι την οὐσιαν του σημαινομενου πραγματος , δια τουτο εἱς
: τα γενη και τα εἰδη των ἀτομων οὐσιων οὐσιαν συμπληρουσι , τα δε οὐσιαν συμπληρουντα οὐσιαι εἰσι , τα
9999970 συλλογισασθαι
ἐκ των ὑποκειμενων ταις ἑξεσι λαμβανεται . ἐστι δε οὑτω συλλογισασθαι το προκειμενον : του φρονιμου μαλιστα ἐργον φαμεν το
τις ἀνατεταλκος , δυνατον ἐστιν ἀκριβως την ὡραν της νυκτος συλλογισασθαι κατα τον προειρημενον τροπον . εἰ μεν γαρ ἑκαστον
9999970 σχολαστικος
οἱ Σαμιοι ἀνεβοησαν εὐφημουντες αὐτον και θαυμαζοντες . ὁ δε σχολαστικος προσπεσων τηνικαυτα τῳ Ξανθῳ , νενικησθαι τε ὡμολογει και
, οἱον ὁλος ὁ φορος ἠλθε και ὁ δεινα ὁ σχολαστικος . Παρονομασια δε ἐστι παραποιησις ὀνοματος προς παραπλησιον ἐγγυς
9999970 ἐπικινδυνως
τῃ αʹ ἡμερᾳ ἀβλαβως ἀπαλλαξει , ἐν δε τῃ δευτερᾳ ἐπικινδυνως νοσησει . Σεληνης Τοξοτῃ : ὁ κατακλιθεις και εὐφορως
ἐνεχθησονται , αἱ δε γυναικες ἐν αἱμαγμοις ἠ ἐκτρωσεσι γινομενοι ἐπικινδυνως διαγουσιν . Ἀρης Ἑρμῃ παραδιδους ἐπιταραχον το ἐτος δηλοι
9999970 ἁρπαζοντων
τουτεστι της φυσεως ἡμων δεηθεισης αὐτων ἐπενοηθησαν : οἱον πολλων ἁρπαζοντων και φονων ἐκ τουτων γινομενων ὁ νομοι της ἁρπαγης
ἀναιδεια ὑμιν ἐμποδων γενηται τους καδισκους ἀνατρεποντων ἠ τας ψηφους ἁρπαζοντων ἠ ἀλλο τι περι την ψηφοφοριαν ἀκοσμουντων , δειξατε
9999970 μαθουσι
θησαυρος ἐστιν και βεβαιος [ ἡ ] μουσικη ἁπασι τοις μαθουσι παιδευθεισι τε . και γαρ τα ἠθη παιδευει και
τριμετροι ἀκαταληκτοι ληʹ , ὡν τελευταιος : μαθουσιν αὐδω κοὐ μαθουσι ληθομαι . μετα δε τον κδʹ κωλον ἰαμβικον μονομετρον
9999970 κρατουσι
ὑπο ἡγεμονι Ὑλλῳ τῳ Ἡρακλεους Ἀχαιοι περι ἰσθμον τον Κορινθιων κρατουσι μαχῃ , και Ἐχεμος ἀποκτιννυσιν Ὑλλον μονομαχησαντα οἱ κατα
' εὐρυνωτοι φωτες ἀσφαλεστατοι , ἀλλ ' οἱ φρονουντες εὐ κρατουσι πανταχου . Μεγας δε πλευρα βους ὑπο σμικρας ὁμως
9999970 δριμυτατον
' αὐτους χρη μεθ ' ἁλων ἐπι πλειστον . Ἀδαρκιον δριμυτατον ἐστι και θερμαντικωτατον : διο και καθ ' αὑτο
παντι καιρῳ προϲ ἀχωραϲ τεμνον και διαφορουν και ἀποκρουομενον , δριμυτατον δε ἐϲτι . διαφορει δε καλλιϲτα και κρινου ῥιζα
9999970 συμπρεσβεις
τα γε δη καταγελαστα παντελως , ἐφ ' οἱς οἱ συμπρεσβεις ἐνεκαλυψαντο , ὡς ἐξενισε τους πρεσβεις τους Φιλιππου ,
. Ὁτι δ ' ἀληθη λεγω , καλει μοι τους συμπρεσβεις και την μαρτυριαν αὐτων λεγε . Ἐπειδη τοινυν ,
9999969 ἐκτροπας
Την ἀμειβουσαν και ἀλλαττουσαν την πορειαν : ἐχει γαρ πολλας ἐκτροπας ἡ τριοδος . Το δε τεον εἰ μισθῳ ]
, λιμενας , ἀρτοπωλια , πορνει ' , ἀναπαυλας , ἐκτροπας , κρηνας , ὁδους , πολεις , διαιτας ,
9999969 ὑπερβαλλουσα
ἑο μνησασθαι ἀναγκῃ και μαλα τειρομενον και ἐνιπλησθηναι ἀνωγει . ὑπερβαλλουσα γαρ ἐν τουτοις φαινεται αὐτου λαιμαργια μετα του μηδε
το ἐπισκυνιον , ὀδοντες λευκοι και καθαρωτατοι , σκελων ὠκυτης ὑπερβαλλουσα και προς αὐτον συγκρινομενη τον ζεφυρον , ὁν οἱ
9999969 προσεφερετο
και ταυτῃ μαλιστα ἐψευσθησαν : τα μεν γαρ εὐθυς ὡς προσεφερετο κατηκοντισαν οἱ τε Ἀγριανες και οἱ ξυν Βαλακρῳ ἀκοντισται
μαλιστα μεν δια τας των χρηματων ἐπιδοσεις , αἱς ἀφειδως προσεφερετο αὐτοις , ὁτι τε παν ὡς στρατιωτης ἐπραττεν ,
9999969 Σικυωνιων
τῳ ἑαυτου στρατευματι εἰς την ἀκρο - πολιν συγκαλει των Σικυωνιων των τε ἐνδον ὀντων τους κρατιστους και τους ἀνευ
τῳ Ἀπολλωνι εὐξαντο , εἰ ἀπωσαιντο ἐκ της πατριδος των Σικυωνιων τον στρατον , πομπην τε ἐν Δελφοις αὐτῳ στελειν
9999969 δυσι
∠ ʹ και δʹ ἐγγιστα , περιδρομαις δε του ἀστερος δυσι και μοιρᾳ α και διμοιρῳ και εἰκοστῳ , ἐπειδηπερ
των ἐν τῃ κεφαλῃ . Ἀνατελλει δε ὁ Ἀετος ἐν δυσι πεμπτημοριοις της ὡρας . Του δε Δελφινος ἀνατελλοντος συνανατελλει
9999969 ἐγχειριδιον
πολιτειας . ‖ Τι ἐστι : Το [ γαρ ] ἐγχειριδιον σου [ , και τα ἑξης ] ‖ ;
. εἰ γαρ ἐγω ἐν ἀγορᾳ πληθουσῃ λαβων ὑπο μαλης ἐγχειριδιον λεγοιμι προς σε ὁτι ” Ὠ Πωλε , ἐμοι
9999969 ἀνηκεν
Σιληνον και Σατυρον ἐπιφανεις της Ἡρακλειας ἀνδρας , και οὐκ ἀνηκεν ἑως ἀν ἐπεισε λαβειν πεντε τριηρεις συμμαχιδας εἰς τον
ἑκαστα νηας ἐπι γλαφυρας ; ἠ ς ' αὐτον θυμος ἀνηκεν ; ἠ τινα συλησων νεκυων κατατεθνηωτων ; [ ἡ
9999969 καταφρονητικως
το χαλεπως ἐχειν προς ἀτιμιαν , ἐκ τουτων δε το καταφρονητικως ἐχειν της τυχης . οὑτοι μεν οὐν των ἀτομων
δε της ἑαυτων εὐγενειας ὑπομνησθεντες και φραξαμενοι δυνατωτερᾳ χειρι μαλα καταφρονητικως ᾐεσαν ὡς αὐτοβοει περιεσομενοι και συμπλακεντες τους μεν εὐθυς
9999969 ἀπομνημονευσαι
προς σε εἰπειν Πολυστρατου ἑνεκα τουτου παυσομαι , ἱνα και ἀπομνημονευσαι δυνηθῃ τα εἰρημενα . Οὐκ οἰδα εἰ μοι τουτο
, ἀλλ ' , εἰπερ τις , ἀγαθος χαριτος τε ἀπομνημονευσαι και τηρησαι καιρον ἀμοιβων και σπευσαι λαμπροτερον ἀποδουναι .
9999969 Μενανδρον
των χρηματων αὐθις ἐταχθη Ἁρπαλος . ἐς Λυδιαν δε σατραπην Μενανδρον ἐκπεμπει των ἑταιρων : ἐπι δε τοις ξενοις ,
πολλοι μη εἰρησθαι , λεγοντες μη δειν εἰς χρησιν δεχεσθαι Μενανδρον . Εὑρισκομεν δε ὁμως αὐτο και παρα Δημοσθενει κειμενον
9999969 ἐξαιρετος
τῃ χωρᾳ . των μεν αὐτοφυων , ἀηρ τε οὑτος ἐξαιρετος του πολλου και λιμενες τοσουτοι , ὡν εἱς ἑκαστος
ἁπαντας , το δ ' ἀληθες , των ἀνδρων τουτων ἐξαιρετος . οἱ μεν γαρ τους ἀλλους ἐπαινειν σπουδαζοντες ,
9999969 ἀλωπεκος
προσιασιν ὡς προς ὀρνιν ὁμοφυλον , εἰτα πλησιον γενομεναι της ἀλωπεκος ἁλισκονται ῥᾳστα ἐπιστραφεισης και ἐπιθεμενης κατα το καρτερον .
μεν τον της ἀηδονος εἰπων , Ἀρχιλοχος δε τον της ἀλωπεκος . Ὀνομαζονται δε ἀπο των εὑροντων οἱ μεν Κυπριοι
9999969 παραφροσυνην
ἀνακεκλισθαι τους ἀνθρωπους ἐν τῳ ὑγιαινειν : δηλοι γαρ ἠ παραφροσυνην ἠ μεγιστην ὀδυνην των περι την γαστερα χωριων ,
και σφυγμος ἐνειη ἐν τῳ ὑποχονδριῳ , θορυβον σημαινει ἠ παραφροσυνην [ . . ] : τινα των ἀντιγραφων “
9999968 πιθανοτητος
' αὐ κακουργειν ἀσεβεια : το δε μετα λογου και πιθανοτητος ἐπιχειρειν τι και πραττειν κακον οὐχ ἁπλη ἐστιν ἀσεβεια
γενεσθαι δια το μελειν αὐτῳ καλλους μαλλον και ἐπιμελειας ἠ πιθανοτητος και ἀληθειας . ταις μεντοι καθ ' ὁλον κωλον
9999968 οἰκουσι
τοις ἐν τῃ Ἀσιᾳ και Κυπρῳ και τοις προς νοτον οἰκουσι σημαινει , ἐτι δε νοσους και φθορας καρπων και
ἡμιν μεν χειμωνα βορειοτεροις οὐσι , τοις δε την νοτιον οἰκουσι θερος ποιει . και παλιν των ἰσημεριων δισσων οὐσων
9999968 ψηφισασθαι
. φησι δ ' Ἀμφιπολιν ἑαυτου εἰναι : ὑμας γαρ ψηφισασθαι ἐκεινου εἰναι , ὁτ ' ἐψηφιζεσθε ἐχειν αὐτον ἁ
† μαθων τα ὑπο των ἐφορων ἐπεσταλμενα , μηδεν ἀλλο ψηφισασθαι ἠπερ ταυτα ἁπερ οἱ μαθοντες ἐκ Λακεδαιμονος παραινουσιν ἀντεστη
9999968 θαυμασιων
καταρρυτον εἰναι , και Ὀφιουσσα . Ἀριστοτελης ἐν τῳ περι θαυμασιων ἀκουσματων φησιν ὁτι ἐν Τηνῳ τῃ νησῳ φασιν εἰναι
, ὁ την ἡμεραν οὐ βλεπει , ὡς Ἀριστοτελης περι θαυμασιων , τους δε Λωτοφαγους καθευδειν ἑξαμηνον . Γερμη ,
9999968 Κερκυραιους
: εἰς το ἐμπροσθεν της ὁδου . αὐτους : τους Κερκυραιους . βιαζεσθαι : μετα βιας ἐσερχεσθαι . οἱ δε
ναυμαχιαν και τον ὑστερον οἱ Κορινθιοι ὀργῃ φεροντες τον προς Κερκυραιους πολεμον ἐναυπηγουντο και παρεσκευαζοντο τα κρατιστα νεων στολον ,
9999968 χρειωδης
αὐτα κοιλη , οἱα ἐστιν ἡ ΒΖΗ , ἡ και χρειωδης εἰναι δοκει προς το τῳ δοθεντι κυκλῳ τετραγωνον ἰσον
δι ' ὁ και μονως αἱ συνθετοι ὀρθοτονουμεναι εἰσιν : χρειωδης γαρ ἠν ἡ ἐξ αὐτων διαστολη . παρον οὐν
9999968 Ἀργοναυτας
διδουσαν τοις μελλουσι ποιεισθαι την ἐπιθεσιν . διο και τους Ἀργοναυτας ἀπο της σκοπης καταμαθοντας το πυρ , και νομισαντας
ἑκαστου προαιρεσεις . 〛 την δε Μηδειαν ἱστορουσι καθηγησασθαι τους Ἀργοναυτας προς το του Ἀρεος τεμενος , ἀπεχον ἑβδομηκοντα σταδιους
9999968 σφοδροτητος
ἐπιφοραν φησι την καταφοραν , οἱ δε καταφορικοι των λογων σφοδροτητος οἰκειοι . [ , ] τι γαρ δηποτε ,
ἐμβαλοντα . ἐμβεβληκοτα ] ἐπαγαγοντα . θΞ ἐμβεβληκοτα ] μετα σφοδροτητος . Ξ εἰ και δικαιως προς τον πολεμον ὡρμησας
9999968 συνεστωσης
οἱς λεγει : ἐπειδη γαρ ἐστιν προς ἀνδρα και οὐχι συνεστωσης πολεως ἰσχυν ὁ πολεμος . . . . ἐγραψαςΦορμιωνι
μη ζοφος και ὀμβρος και βρονται βαρειαι της μαχης ἐτι συνεστωσης ἐπιπεσουσαι διεστησαν αὐτους ἀπ ' ἀλληλων και ὁ ἀγων
9999968 ἀγανακτων
λαβοντα ἀποχωρειν . και μηδεις νομισῃ ὡς ἐγω ὑπερ ἐμαυτου ἀγανακτων ταυτα εἰρηκα μαλλον ἠ ὑπερ ὑμων δεδιως μηποτε ἀρα
ἐπι τῃ τυραννιδι αἰτιαν σχων και φυγῃ ἀιδιῳ ἐλασθεις , ἀγανακτων τ ' ἐπι τῃ συμφορᾳ και τιμωριαν παρα των
9999968 κατεσκευαζον
τον χρυσον , αἱ δε δη Πραξιτελειοι χειρες ζωτικα διολου κατεσκευαζον τα τεχνηματα . ἀλσος ἠν και Διο - νυσος
τα ἐν ἐρημιᾳ μηχανηματα , ἑφθον τῃ ῥυμῃ το ᾠον κατεσκευαζον . . , Οὐκ ἐπαναλωσαμεν τῳ πολεμῳ χρονον ,
9999968 ἡσυχαζοντων
ποτον οὐκ εἰσεφερετο , των [ δ ' ] ἀλλων ἡσυχαζοντων , μισοπονηρως διατιθεις ἐκελευσεν εἰσφερειν : ὁ δε κεκληκως
ἰσως τας γενομενας ὑμιν σπονδας ἐχειν τι βεβαιον , αἱ ἡσυχαζοντων μεν ὑμων ὀνοματι σπονδαι ἐσονται , σφαλεντων δε που
9999968 συμπτωσεως
κυκλου περιφερειας δυο εὐθειαι ἐφαπτομεναι συμπιπτωσιν , ἡ ἀπο της συμπτωσεως ἀγομενη διαμετρος διχα τεμει την τας ἁφας ἐπιζευγνυουσαν εὐθειαν
προσεισιν : ἐκ γαρ της [ δια ] των τοπων συμπτωσεως προδηλα κρινειν των γενομενων τα πραγματα . και το
9999968 παραλλαγην
ἡ δε δευτερα δυο , ἐπι τετραγωνον ἐγηγερμενη , μιαν παραλλαγην ἐχουσα παρα της ἐπι της βασεως γωνιας , ὑπο
γαρ τον ἰχθυν ἐγχυλον , μικραν ἐχοντα των ὠμων την παραλλαγην , οὐχ οἱον ὑγραν τροφην ἐπιζητουσιν , ἀλλ '
9999968 Πεισανδρον
Εὐρυαδην δ ' ἀρα Τηλεμαχος , Ἐλατον δε συβωτης , Πεισανδρον δ ' ἀρ ' ἐπεφνε βοων ἐπιβουκολος ἀνηρ .
δη του πατρος ἀεικεα τισετε λωβην . Ἠ , και Πεισανδρον μεν ἀφ ' ἱππων ὠσε χαμαζε δουρι βαλων προς
9999968 ἀνελπιστως
ἁμα και χαιρει . Κινδυνευει . Τι δ ' ὁταν ἀνελπιστως ἐχῃ κενουμενος τευξεσθαι πληρωσεως ; ἀρ ' οὐ τοτε
της ὡρας συγκλειουσης παντες μεν ἀπεγινωσκον , ὁ δε Φιντιας ἀνελπιστως ἐπι της ἐσχατης του χρονου ῥοπης δρομαιος ἠλθε ,
9999968 ἀγανακτουντας
πλουσιοις των τε κινδυνων και των ἀναλωματων , ὡς εἰδεν ἀγανακτουντας αὐτους , δι ' ἑτερου τροπου την τ '
αὐτο και ἐπι των ῥυθμων γινομενον ἐθεασαμην , ἁμα παντας ἀγανακτουντας και δυσαρεστουμενους , ὁτε τις ἠ κρουσιν ἠ κινησιν
9999968 Ἀρχιδαμον
δοκειν το Θηβαιων . Θεοπομπος δε ὁ Δαμασιστρατου τον τε Ἀρχιδαμον μετασχειν των χρηματων αὐτον και ἐτι Δεινιχαν την Ἀρχιδαμου
δυνατος εἰναι καθαπερ λεγειν . ὡσπερ οὐν οἱ παλαιοι φασιν Ἀρχιδαμον , εἰ Περικλεους εἰη δυνατωτερος ἐρωτωμενον “ ἀλλα κἀν
9999968 χιτωνισκους
τους παλμους , εἰ σωτηριοι : πολλακις δε και τους χιτωνισκους ἀναστειλαντες , εἰ περιπληθης ἐσθ ' ἡ γαστηρ ἐξεταζουσιν
ἐδειτο γαρ Χαιρεας ἐρανον συνεφηβοις ἀπενεγκειν . ὀθονας γαρ και χιτωνισκους τι ἀν λεγοιμι ; και ὁλως ἑρμαιον τι ἡμιν
9999968 κονις
πυρσον τον φανοτατον της ἐμης δοξης ἀπεσβεσε ; τις κατεχει κονις τας ἱερας ἐκεινας κομας , ἁς Διονυσῳ μετα την
. οὐδ ' εἰ μοι τοσα δοιη ὁσα ψαμαθος τε κονις τε : ἡ διπλη προς την διαφοραν της ψαμαθου
9999968 μανιωδεις
θηρας και χρησιμωτατας , ἀναγωγους δε γιγνομενας ματαιους τε και μανιωδεις και δυσπειθεστατας . ὁμοιως δε και των ἀνθρωπων τους
ἐπιθυμιαν λαβρῳ χρωμενοι τῳ ποτῳ και μεθυσθεντες εἰς ὑπνον ἠ μανιωδεις διαθεσεις τρεπονται . διο και πολλοι των Ἰταλικων ἐμπορων
9999968 συνελεγοντο
δη ἀλλο Ἀρκαδικον οὐτε τι παρελυε του κοινου δογματος και συνελεγοντο ἐς την Μεγαλην πολιν σπουδῃ : Λυκαιαται δε και
γαρ ταγματων ὀντων ἑκαστου ταγματος οἱ πεσοντες εἰς ἰδιαν πυρκαϊαν συνελεγοντο : εἰπεν ἐν ταις Θηβαις ὁ υἱος του Ταλαου
9999968 δοκουσαν
ἰστεον δε ὁτι το ἐμμεναι ὁ Ἡρακλειδης οὐ κατα την δοκουσαν τοις πλειοσιν ἀκολουθιαν παραγει , ἀλλα την προπαραληγουσαν αὐτου
και λεγοντας οἱς λεγεις ἐκαλυψας . ὁς γε και την δοκουσαν ὡραν των ἐμων ἐπιστολων παρελη - λυθας . ἀλλ
9999968 σπουδαιους
ἐπειπερ ὀνοματων οἰκειων ἠμοιρησεν , ἐασωμεν τους περι τα τοιαυτα σπουδαιους ταις ἐπινοιαις μανθανειν . Των οὐν ἐπι σηψει αἱματος
κατανοειν . κατασκοπους ἐπιλεκτεον σταθερους , ὀξεις , πιστους , σπουδαιους , δοξης μαλλον ἠ χρηματων ἐρωντας : οὑτοι μεν
9999968 εὑρισκομενης
ἀνισου τε και ἀνωμαλου και της ἀκριβους ὁμοιοτητος οὐδε παμπαν εὑρισκομενης , οὐπω λεγω κατα τα προσωπα , ἀλλα κατα
ἐστι , και της διαιρεσεως των κεφαλαιων φανερως ἐκ τουτων εὑρισκομενης : εἰ γαρ το πολιτικον ζητημα περι προσωπα και
9999968 νοσουσι
χωριον του Ἀγριππα ἐνεγκαι ὀλιγα συκα , ἱνα διδωμεν τοις νοσουσι του λαου ; Και ἀπελθων ἠνεγκον αὐτα , και
. γινονται δε τινες θηριωδεις και δια νοσον εἰ μανιαν νοσουσι και μαινονται και δια πηρωσιν . εἰσι γαρ τινες
9999968 κατειχοντο
τας μικρας των νησων Καρας ἐξελαυνων , ὑφ ' ὡν κατειχοντο , και μισθος της συμμαχιας αὐτῳ μοιρα της Λημνου
ταυτας ἐν τοις σωμασιν οἱονει ἐν φρουρᾳ τινι , και κατειχοντο ὑπο των σωματων , ἐφοβουντο δε μεταχειρισασθαι τι προς
9999968 ῥηθεισαις
δεικνυται : ἐπι δε ταις τρισι ταυταις φαυλαις ὑποστασεσι ταις ῥηθεισαις χειριστη και ταυταις ὑπερβαλλουσα φαινεται ἡ κριμνωδης , τοσουτον
λιμῳ διαλυθεντων ἠ ἐν ταις μαχαις . Προς δε ταις ῥηθεισαις ἐτι και αὑται Καμπαναι πολεις εἰσιν ὡν ἐμνησθημεν προτερον
9999968 ἐδιδασκον
ἰσχυν ἁνηρ συνεκερασε σαφηνειᾳ . Εἰ μεν ἠγνοεις Θεοφιλον , ἐδιδασκον ἀν σε ὁτι οὑτος ἐν καιρῳ παρεχοντι παροινειν μετριος
ὁ τε Δ . και ὁ Πλατων ἀντιλεγοντες τωι Πρωταγοραι ἐδιδασκον . εἰ γαρ πασα φαντασια ἐστιν ἀληθης , και
9999968 πλειονες
' ἐπι τεσσαρων μεν εὐθειων εἰρηται μονων , ὡν οὐ πλειονες ἠ δυο δια του αὐτου σημειου εἰσιν , ἀγνοειται
οὐδεν ἑτερον ἀλλ ' ἠ φλεψ και ἀρτηρια μια ἠ πλειονες ἐν ἐλυτρῳ δερματικῳ . αὑται οὐν αἱ φλεβες οἱον
9999968 πολυτελεσι
των ναυτων και ταις ὑπηρεσιαις και τἀλλα σημειοις και κατασκευαις πολυτελεσι χρησαμενων , και ἐς τα μακροτατα προθυμηθεντος ἑνος ἑκαστου
αὐτος δε ἐπιλεξαμενος τετρακοσιους Περσων τους μεγιστους , ἐσθησι τε πολυτελεσι και χρυσῳ κεκοσμημενους ἱππων τε και τοξων παρασκευῃ ,
9999968 φυλαξασθαι
κυλικα , ἐν τουτῳ δε Ἀλεξανδρῳ δοθηναι ἐπιστολην παρα Παρμενιωνος φυλαξασθαι Φιλιππον : ἀκουειν γαρ διεφθαρθαι ὑπο Δαρειου χρημασιν ὡστε
. φυλακτεον ] δει φυλαξασθαι . φυλακτεον ] ἀξιον ἐστι φυλαξασθαι και σκοπησαι ἱνα ἀρκουντα τινα ἀντιταξῃς αὐτῳ . θ
9999968 κυαμους
μελικρατου παλαιου ἐνσταζουσαν ἠ κροκον μετα του οἰνου τριψασαν ἠ κυαμους τους Αἰγυπτιους . ὑγραινονται δε τοις τοιουτοις του γαλακτος
και εὐτελη τα τοιαυτα γινεται . Ἡ ὀροβακχη φθειρει τους κυαμους και τους ἐρεβινθους περιπλεκομενη . το ζιζανιον , το
9999968 ῥαφανιδος
πολλοισιν ἐργοις τουτο σοις τεκμαιρομαι . τις γαρ ἀν ἀντι ῥαφανιδος ὀξυθυμι ' εἰσορων ἐλθοι προς ἡμας ; ἁτερος προς
καυλωδες . κεφαλαιον : το μετα των φυλλων τμημα της ῥαφανιδος . φησι την κεφαλην . οὐκ ἐτεμνον κατα μηκος
9999968 Αἰγυπτου
Πυρωναιαι ναπαι „ . Πωλις και Σηνος , πολεις [ Αἰγυπτου ] ἐν νησοις . ὁ μεν Πωλιτης , ὁ
τε ὁποια ἐπραξαν και ὡς ἐς τους πατερας αὐτων περιεχωρησεν Αἰγυπτου και ἡ Μυσων και των προσοικων ἀρχη . Πτολεμαιον
9999968 Συρακουσιος
δεξαιτο ὁ Ἱερων . οἰκοθεν οἰκαδε : ὁτι Ἀρκας και Συρακουσιος ὁ Ἀγησιας . ὁ δε νους : οἰκειον ὀντα
, συνετους δε τινας και νομοθετικους . Ἀρχετιμος δε ὁ Συρακουσιος [ ] ὁμιλιαν αὐτων ἀναγεγραφε παρα Κυψελωι , ἡι
9999968 ὀρθογωνιου
εἰδων παραλαμβανομενων , ὡς φασιν οἱ ἀπο των μαθηματων , ὀρθογωνιου τριγωνου : αἱ γαρ τουδε πλευραι ἐκ τριων οὐσαι
ὑποτεινουσης και καθετου πολλαπλασιον εἰναι κατα τον ὑποτεινουσης και καθετου ὀρθογωνιου τινος . ἐστω το ἑν των ὀρθογωνιον γ .

Back