οἰδαμεν δε και τους ἡμιοπους καλουμενους , περι ὡν φησιν Ἀνακρεων : τις ἐρασμιην τρεψας θυμον ἐς ἡβην τερενων ἡμιοπων
οὐτε των ἐλευθερων ἐφηβος μεχρι τριακοντα ἐτων . ἀτοπος δε Ἀνακρεων ὁ πασαν αὐτου την ποιησιν ἐξαρτησας μεθης . τῃ
9999980 εἰκονες
και ἐχει τεχνης εὐ προς το μεγεθος ὁρωσιν , ἐνταυθα εἰκονες Ἀδριανου δυο μεν εἰσι Θασιου λιθου , δυο δε
κατοπτροις , το δ ' ἑτερον μερος , ὡν ταυτα εἰκονες , φυτα και ζῳα : τω δε νοατω το
9999980 κυριωτατων
, ἡλιῳ καθαρῳ τον ἰδιον βιον ἀνταυγασοντες και δια των κυριωτατων αἰσθησεων τους συλλογους ὀνησοντες , ὁρωντας μεν ἡδιστας ὁμου
ἐκει - νως σημαινει , περι δε των μεγιστων και κυριωτατων δια καλλιστου ἀγγελου σημαινει ; τι ἐστιν ἀλλο ,
9999978 πιστευτεον
ἀταραξια ἀφοβια ἐλευθερια . οὐ γαρ τοις πολλοις περι τουτων πιστευτεον , οἱ λεγουσιν μονοις ἐξειναι παιδευεσθαι τοις ἐλευθεροις ,
Διδυμων ὁμοιως το ὑπερ γην ἡμισφαιριον της ἡμερας ἐστιν . πιστευτεον οὐν ἐν τῳ Ὑδροχοῳ μονον πιπτειν τον ὡροσκοπον .
9999978 τετταρακοντα
Διονυσιον ὠνησασθαι παρα των συγγενων του Φιλολαου ἀργυριου Ἀλεξανδρινων μνων τετταρακοντα και ἐντευθεν μεταγεγραφεναι τον Τιμαιον . : τελευτᾳ δ
γαρ δη δει πρωτον ἀναλαβειν ἡμας τον των πεντακισχιλιων και τετταρακοντα , ὁσας εἰχεν τε και ἐχει τομας προσφορους ὁ
9999978 κατειχοντο
τας μικρας των νησων Καρας ἐξελαυνων , ὑφ ' ὡν κατειχοντο , και μισθος της συμμαχιας αὐτῳ μοιρα της Λημνου
ταυτας ἐν τοις σωμασιν οἱονει ἐν φρουρᾳ τινι , και κατειχοντο ὑπο των σωματων , ἐφοβουντο δε μεταχειρισασθαι τι προς
9999977 παρεστησατο
ἀλλ ' ἑωρα την των Σικελιωτων ὁρμην ἀκατασχετον οὐσαν , παρεστησατο κηρυκας τους μετα βοης δηλωσοντας τοις Μοτυαιοις φυγειν εἰς
ἀριστως ἐξεθετο , και πρωτα μεν την εἰς Α καταληξιν παρεστησατο δι ' ἑνος κανονος του βηματος , ἐπειδη και
9999977 παραυτικα
συμβαινει δε των διδυμων το μεν ζην , το δε παραυτικα θνῃσκειν ἠ μετ ' ὀλιγον τινα χρονον . Λεγει
τουτων γαρ ὁ καρπος και ἀποθησαυρισθεις ἀσηπτος μενει , και παραυτικα ἐσθιομενος προς τῳ τροφιμῳ και το οἰνωδες ἐχει .
9999977 Σικελικον
εἰναι τα περι τον Ποντον , το δε Κρητικον και Σικελικον και Σαρδῳον πελαγος σφοδρα βαθεα : των γαρ ποταμων
της των Ἀθηναιων δυναμεως παραπλευσαντες εἰς Αἰγεσταν , Ὑκκαρα μεν Σικελικον πολισματιον ἑλοντες ἐκ των λαφυρων συνηγαγον ἑκατον ταλαντα :
9999977 πινομενοϲ
οὐτε πυκνοϲ ἐϲτιν οὐτε καρτεροϲ και δυναται μετ ' οἰνου πινομενοϲ ἀκρατου αἱμοπτυικουϲ ὠφελειν . ὁ δε ἐκλευκοϲ και ϲποδιζων
ὀξυκρατου διδοαϲιν . Ἀκτηϲ του φλοιου τηϲ ῥιζηϲ ὁ χυλοϲ πινομενοϲ ὁϲον # β ϲυν οἰνῳ ὑδωρ ἀγει . Κολοκυνθιδοϲ
9999977 συλλογισασθαι
ἐκ των ὑποκειμενων ταις ἑξεσι λαμβανεται . ἐστι δε οὑτω συλλογισασθαι το προκειμενον : του φρονιμου μαλιστα ἐργον φαμεν το
τις ἀνατεταλκος , δυνατον ἐστιν ἀκριβως την ὡραν της νυκτος συλλογισασθαι κατα τον προειρημενον τροπον . εἰ μεν γαρ ἑκαστον
9999977 κανονες
πλατος και το ὑψος ἡμιποδιαιον : εἰτα ἑτεροι δυο παραλληλοι κανονες συμπεπηγοτες τοις πρωτοις οἱ ΓΓ , ἐχοντες το μεν
ἑτεροις . ἠδη δε και οἱ των δικαιων ὁροι και κανονες , αὐτοι οἱ νομοθεται , προς δοξαν μαλλον ἠ
9999977 πιστευομεν
εἰσιν ἡμιν συγγνωμην νεμειν , εἰ περι των δοκουντων Πλατωνι πιστευομεν οἱς αὐτος Ἑλλην ὠν , προς Ἑλληνας ἡμας ,
ὁτι δε ὁ σπουδαιος φιλος ἀλλος ὁ φιλων ἐστι , πιστευομεν ἐκ των ὁσημεραι . ἀν γαρ τις σφοδρα φιλῃ
9999977 παρεσκευασμενα
πλασαι οἱον βουλεται , εἰ μη ἐξ ὡν γε πλαττοιτο παρεσκευασμενα εἰη ὡς πειθεσθαι τῃ του χειροτεχνου γνωμῃ : οὐδε
του καθαρου και ποτιμου ὑδατος ῥυσιν , ὑπολαμβανουσιν εἰς ἀγγεια παρεσκευασμενα ὁσον ἀν δεῃ , και πορθμευουσιν εἰς την πολιν
9999977 σπουδαιος
κατηγορειται ἡ ποιοτης ὡς ἀρετη και σπουδαιος : ὁ γαρ σπουδαιος οὐχ ὡς ἀπο της σπουδης : ἡ γαρ σπουδη
ὁ σπουδαιος ἀλλ ' οὐχ ὡς ὁ Σαρδαναπαλος , ὁ σπουδαιος ἀρα ἑαυτῳ βουλεται τα ἀγαθα και τα ὀντως ἀγαθα
9999977 κομισασθαι
ἑτερωσε ὁρωσαν λαβειν ζητει και τους εἰωθοτας μισθους των εὐεργεσιων κομισασθαι . δια ταυτα οἱ Φωκεις και το Τιλφωσσαιον ὑμνειται
μεν Ποτιδαιαν και τας ἀποικιας , Αἰγινηται δε την αὑτων κομισασθαι , Μεγαρεις δε ἀγοραις και λιμεσι χρησθαι τοις Ἀθηναιων
9999976 παρεστησεν
παρασχων ἱκανος : δια του ἱκανος το ἀξιοπιστον του ποιητου παρεστησεν . οὐκ ἀν οὐν νησων κτἑ . : συλλογισμος
Βρισηιδα . . ὡς γενομενον λεγει , γινομενον δε οὐ παρεστησεν . . . . . Β Κ Λ .
9999976 Ἀνακρεοντα
τους νεους τοις μελεσι διαφθειροντας παρεδειξεν τον Ἰβυκον και τον Ἀνακρεοντα και τους ὁμοιους , ἀλλα τοις διανοημασι : και
ἀνθρωπους , και μαλιστα τους ἡγεμονας , και δια τουτο Ἀνακρεοντα μεν οὑτως εἰπειν ” ἐγωγ ' οὐτ ' ἀν
9999976 τετρακοσιους
θυρωμασι και πετροις , ἐξεβιβασε δ ' εἰς αὐτον στρατιωτας τετρακοσιους και βελων πληθος παντοδαπων , ἀπεχοντος ἀπο των τειχων
ἐδεξατο ἐρετας πλειους των τετρακισχιλιων , εἰς δε τας ὑπηρεσιας τετρακοσιους : εἰς δε το καταστρωμα ἐπιβατας τρισχιλιους ἀποδεοντας ἑκατον
9999976 πιστευων
τοις τας εὐθυνας διαφυγουσιν : ἀν δε τις τουτων , πιστευων τῳ κεκρισθαι , την ἀνθρωπινην φυσιν ἐπιδειξῃ κακος γενομενος
πιστον γενεσθαι , και ᾡ Κυρος ἀνεβη ξενικῳ δια μισθοδοσιας πιστευων τουτῳ ἐμε καταβηναι δι ' εὐεργεσιαν ἰσχυρον . ὁσα
9999975 πιστει
ἀναγκασας συνθεσθαι ? ? ? [ ] οὐκ ἐμμεινας τηι πιστει Ὀκταουιον ἀπεκτεινεν , Συλλας δ ' ἐπι της Ἀττικης
φανερως λογχῃ φονιοις ἐν ἀγωσι κρατησας , ἀλλ ' ἀνδρος πιστει χρησαμενος δολιου . Ἐνταυθα δη πιων ἀκονιτον ἐτελευτησεν ,
9999975 ῥητορικος
ἀπο ταὐτοματου δεθηναι την γλωτταν . ἠν δε ὁ ἀνηρ ῥητορικος , φησι , και συμβουλευσασθαι δυναμενος . ταττεται ἡ
περι πασαν ὑλην ὁμοιως τῃ δυναμει χρηται , ὁ δε ῥητορικος εἰ και αὐτος περι των προτεθεντων λεγει , εἰτε
9999975 Συρακουσιους
στρατευσαντες ἐπι την Ἑλλαδα : ἑτερον δε , τῳ μονους Συρακουσιους , ἀν κατορθωσωσι , δοκειν νενικηκεναι τους Ἀθηναιους ,
Φιλιστον : και πρωτον μεν ἀποδυσαντας αὐτου τον θωρακα τους Συρακουσιους , και γυμνον ἐπιδειξαμενους το σωμα , προπηλακιζειν ,
9999975 παραλαβουσα
δεδωκοτι την χαριν . Τι γαρ ἐλευθεριας σεμνοτερον , ἡ παραλαβουσα θεον τον ἀνθρωπον ἀπεργαζεται ; Ἀρ ' οὐν οὐκ
, ἀγονα τε ἐστι και ἀνεμιαια και οὐ ταμιευεται αὐτα παραλαβουσα ἡ μνημη , ἀλλα δεχεται ἐκπιπτοντα παραχρημα ὁ της
9999975 Λακεδαιμονιων
. Λακεδαιμονιοι δε κτἑ . : ἀρχη της διαφορας των Λακεδαιμονιων και Ἀθηναιων οἱ δ ' ἠλθον κτἑ . :
και Ἀπολλωνος Καρνειου ξοανα ἐστι κατα ταὐτα καθα δη και Λακεδαιμονιων νομιζουσιν οἱ Σπαρτην ἐχοντες . ἐπι δε της ἀκροπολεως
9999975 συλλογιστικαι
ὁμοιως του τε ἀναγκαιου και του ὑπαρχοντος τιθεμενων αἱ συζυγιαι συλλογιστικαι : και γαρ ὁτε το ὑπαρχον καθολου ἀποφατικον ,
, οὑτως ἐχουσι και αὑται : αἱτινες γαρ ἐκει ἠσαν συλλογιστικαι , αὑται και ἐνταυθα γινονται : ὁμοιως και αἱ
9999975 παρες
προς το εἰρημενον φησιν ὁτι παρες αὐτῳ διαρραγηναι . Γ παρες ] παιζων τουτο φησι . τῳ και πεποιθως ]
Βλεπης Ἐλευσινιοςἐπεστην ὀχλον ἰδων προς τοις προπυλαιοις , και ” παρες μ ' “ εἰπων ὁρω καθημενην παιδ ' εἱς
9999975 θεωρητικων
το λογικον ὑπο ποιων λογων εὐφραινεται , ὁτι ὑπο των θεωρητικων : το δε ἐπιθυμητικον ὑπο τοιωνδε και τα τοιαυτα
[ ] , ἐν βιῳ ὁ ἀπαιδευτος . Ἐπι των θεωρητικων φαντασιων παντες σχεδον το ἀγαθον και το κακον ἐν
9999975 μεταφορικως
. : ἡμιοπος : αὐλος ὁ ὑποτεταγμενος τωι τελειωι . μεταφορικως δε ἡμιοπος † θρασος † . . Ὀνομαστ .
“ κυτταρον ” δε “ οὐρανου ” λεγοι ἀν νυνι μεταφορικως το κοιλοτατον και μυχαιτατον : μεταφορικως δε το κοιλοτατον
9999975 κρατουσαν
το φως συναιτιον της ἐμφασεως : την δε χροαν την κρατουσαν μαλλον εἰς την ἑτεραν ἐμφαινεσθαι ἀει . τον αὐτον
ἐν τῃ ἀτελει και σωματικῃ , και την συνεχουσαν και κρατουσαν ἐν τῃ ἐχομενῃ και ἀρχομενῃ , ὡσπερ ἀν εἰ
9999975 ἀκολουθιαν
[ ἡλους οὐκ ἐχον ] , εἰτα χλανιδα , παιδων ἀκολουθιαν , οἰκιαν μεγαλην , εἰς το συνδειπνον ὁπως ἀρτοι
: το δε ὑστερος ἐπι του Ὁμηρου λεγομενον ἐχει την ἀκολουθιαν του λογου σαφη . οὐδαμου κτἑ . : το
9999975 σεληνην
δυσεων , και ἀπο της ἁλω της γινομενης περι την σεληνην , και ἀπο των διαϊσσοντων ἀστερων , και ἀπο
σεληνης τας προσηγοριας των ἡμερων κατωνομασθαι . Του δε κατα σεληνην ἀγειν ἀκριβως τας ἡμερας παραδειγμα ἐστι το τας μεν
9999975 αἰσχυνας
λευκος μυελος γλυκερος , λεπτοις ἀραχνας ἐναλιγκιοισι πεπλοις συγκαλυπτων ὀψιν αἰσχυνας ὑπο , μη κατιδῃ τις μηλογενες . . .
προς τῳ τους ἀφ ' αἱματος διαφθειρειν βλαβας ἁμα και αἰσχυνας προδηλοι . Ἡ περι ὀδοντων κρισις πολλην ἐπιδεχομενη διαιρεσιν
9999975 εὐποριαν
δια τιμην , ἠ φιλαρχιαν , ἠ κερδος , ἠ εὐποριαν . Καταλυεσθαι δε τας πολιτειας δια δυο αἰτιας ,
χηρᾳ διαβολην . Ὁ μεγας ἀγαθα σημαινει μεγιστα : δουλῳ εὐποριαν , παρθενῳ γαμον , χηρᾳ ὠφελειαν . Ὀνυχες ἀριστερου
9999975 γνωμην
διχα των ἀνδρων εἰς ἑν χωριον και λογον ἑαυταις δουσαι γνωμην ἐποιησαντο συμβατηριων ἀρξαι προς ἀμφοτερους αὐται λογων . ἡ
δ ' ἐνην ; Οὐ ταυτ ' ἀβουλου και κακου γνωμην πατρος ; δοκω μεν , εἰ και σης διχα
9999975 παραφροσυνης
. πεμφιγωδεις οὐν φασι , τους ἁπτομενους την ψυχην μετα παραφροσυνης . πεμφιγας δε λεγει τας φλυκταινας τας ἀπο παχυτερου
χειλος το κατω σειεται . Ταυτα δε ἐν ἀρχῃσιν ἐπιφαινομενα παραφροσυνης δηλωτικα ἐστι σφοδρης , και ὡς ἐπιτοπολυ ἀποθνησκουσιν :
9999975 κατεσκευασμενην
Σφιγγα την ὠμοσιτον ἐνωμα και ἐκινει και ἐφερε προσμεμηχανημενην και κατεσκευασμενην ἐν σακει χαλκηλατῳ γομφοις , ἠτοι διαπεπερονημενῳ τοις ἡλοις
, ἠ το μελαιναν θηκην ἐχον , ὡς ἐκ δερματος κατεσκευασμενην , ἠ το ἐκ μελανος σιδηρου δεδεμενον . Ὁ
9999975 συμφωνως
Ὠριων καταδυνει . Τα δε περι του Κηφεως λεγομενα ὁτι συμφωνως τοις φαινομενοις Ἀρατος λεγει , και οὐ διαφωνως ,
, καθως και τα πρωτα ἀπηρτισται . Και πρωτον μεν συμφωνως ἐδιδαξαν ἡμας , ὁτι ἐξ οὐκ ὀντων τα παντα
9999975 σμικροτητος
ὡς ἐοικε , και ἰσοτητος ἀν μετειη και μεγεθους και σμικροτητος . Ἐοικεν . Και μην και οὐσιας γε δει
[ εἰπειν ] , οἱον πρωτον ἡ του μεγεθους και σμικροτητος , και ψυχροτητος και θερμοτητος , και πληθους και
9999975 δριμυτερων
τινες ἀλγηδονες ἀλλοιωθηναι μη δυναμεναι , εἰ μη τι των δριμυτερων αὐταις προσενεγκοις . ὁ γουν λογος οὐτε θαυμαζει τουτων
χολην μετα μελιτοϲ . παραιτειϲθαι μεντοι την ϲυνεχη χρηϲιν των δριμυτερων φαρμακων , ϲυνεχωϲ δε κεχρηϲθαι τῳ παλαιοτατῳ ἐλαιῳ .
9999975 κατεστησαντο
μεθ ' ὁπλων διαπραττονται , ἠ και προ τουτου φοβησαντες κατεστησαντο την τοιαυτην πολιτειαν . ἠ οὐχ οὑτως ; Οὑτω
των παλαιοτερων οὐδεμιαν ἡκει μνημην , αὐτοι δε ἀρεσαν σφισι κατεστησαντο Ἠλειοι . δρομου μεν δη και παλης ἐτεθη παισιν
9999974 πιστευσαντα
τουτοις ἐπειτα παντων ἀμνηστιαν λαβων και κακος φανεις περι τον πιστευσαντα ἐπανεστη κατα του βασιλεως . και πρωτα μεν λαθρᾳ
εἰκοτ ' , ἀλλ ' ὁμως σε βουλομαι θεοις τε πιστευσαντα τοις τ ' ἐμοις λογοις φιλου μετ ' ἀνδρος
9999974 ἐκπεπληγμενοι
ἐνοχους . και ἡμεις ἐπειδη ταχιστα ἐπυθομεθα το γεγονος , ἐκπεπληγμενοι τῳ πραγματι προσῃμεν τουτῳ τῳ ἀρχιτεκτονι της ὁλης ἐπιβουλης
ἀναρσιοι πολεμιοι , ἀπο του συνηρμοσθαι τοις ἠθεσιν . ἀνεῳ ἐκπεπληγμενοι , και οἱον ἀνωϊοι , ἀφωνοι δι ' ἐκπληξιν
9999974 τελεωτερα
κοινως τοις ζῳοις ἐνυπαρχουσης , ὁδῳ προεισιν ἐπι τε τα τελεωτερα των ζῳων και τας τελεωτερας των γνωσεων , δεικνυων
μυθου ὡς εὐχερεστερου και ἁπλουστερου ὀντος ἀρχομενοι καταντωμεν ἐπι τα τελεωτερα : δει γαρ ἀφελει οὐσῃ τῃ του νεου ψυχῃ
9999974 παραλλαγην
ἡ δε δευτερα δυο , ἐπι τετραγωνον ἐγηγερμενη , μιαν παραλλαγην ἐχουσα παρα της ἐπι της βασεως γωνιας , ὑπο
γαρ τον ἰχθυν ἐγχυλον , μικραν ἐχοντα των ὠμων την παραλλαγην , οὐχ οἱον ὑγραν τροφην ἐπιζητουσιν , ἀλλ '
9999974 ἐποιησαντο
περι τον Ἑλλησποντον . και λιθινην ἑδραν αὐτῳ ὑψηλην ἐκει ἐποιησαντο , ἐν ᾑπερ ἐφιδρυνθεις ὑστερον , ὁταν παρεγεγονει ,
ὑπο Φιλιππου και πρεσβεις Ἀθηναζε πεμψασιν οἱ Ἀθηναιοι συμμαχιαν τε ἐποιησαντο * * * και βοηθειαν ἐπεμψαν πελταστας δισχιλιους ,
9999974 ἀποδεδωκως
τουτου του μερους πιστεις ἐν τοις περι της συνθεσεως γραφεισιν ἀποδεδωκως οὐκ ἀναγκαιον ἡγουμαι κἀνταυθα λεγειν . τριτον ἐτι και
μεν οὐν προαιρεσις τυπῳ . προσεθηκε το τυπῳ οὐχ ὡς ἀποδεδωκως τον λογον της προαιρεσεως , ἀλλ ' ἀντι του
9999974 Ἀρισταρχου
ἀντικρυς , τους δε γραμματικους μηδε λεγοντος ἐκεινου αἰσθανεσθαι ἀπο Ἀρισταρχου και Κρατητος των κορυφαιων ἐν τῃ ἐπιστημῃ ταυτῃ .
ἐν τε γαρ τῳ Περι ἐνιαυσιου μεγεθους συγκρινας την ὑπο Ἀρισταρχου τετηρημενην θερινην τροπην τῳ νʹ ἐτει ληγοντι της πρωτης
9999974 κρατησαι
κρινομαι : εἰ δε της πολιορκιας ἀπαλλαξαι , και του κρατησαι των πολεμιων , οὐ κρισεως οὐδε μεμψεως τα κατ
και παντι τροπῳ ἀποβαντας των τε ἀνδρων και του χωριου κρατησαι . και ὁ μεν τους τε ἀλλους τοιαυτα ἐπεσπερχε
9999974 κατηγορησεν
ἐπι το ἀρχειον αὑτων . και ὁ Καισαρ οὐκετι ἐνεγκων κατηγορησεν ἐπι της βουλης των περι τον Μαρυλλον ὡς ἐπιβουλευοντων
τῃ φωνῃ , ὡσπερ και νυν , μαρτυρα μεν ὡν κατηγορησεν οὐδενα παρασχομενος οὐτε των δημοτων οὐτε των ἀλλων πολιτων
9999974 βλαστησεως
οὐδεν περιττον οὐδε παροχετευομενον ἐκπιπτει της τροφης ὡστε μη εἰναι βλαστησεως ἀρχην : ὁταν οὐν παντα ταυθ ' ὑπαρχῃ πασι
χρονων . ἡ δ ' ὑπο του ψυχους κωλυσις της βλαστησεως ἀληθης μεν οὐκ ἐτι δε ποιει μερισμον φυσικον .
9999974 κοιλιαν
: διαγνωσις δ ' αὐτων πριν μεν ἐσθιειν ἀναπτυξαντι την κοιλιαν , ἐσθιοντι δε κατα την πρωτην εὐθεως ὀδμην τε
τουϲ ἐπιληπτουϲ . ὁ δε Ἀρμενιακοϲ καθαιρει μεν κατω την κοιλιαν , ἐϲτι δε κακοϲτομαχοϲ . Λιθοϲπερμον , οἱ δε
9999974 ἐκπεφευγεναι
παρων και ἀκουων συνοιδα , τα πλειω των πραγματων ἡμας ἐκπεφευγεναι τῳ μη βουλεσθαι τα δεοντα ποιειν ἠ τῳ μη
των χειρων . πλην ἀλλα ὠνησας γε : οἰομενος γαρ ἐκπεφευγεναι ἐς τον αὐτον κυρτον ἐμπεπτωκας . Πως τουτο ἐφης
9999974 συνεστρατευοντο
τον υἱον ἐκελευεν αὐτου ἡγεισθαι . προθυμως δ ' αὐτῳ συνεστρατευοντο Τεγεαται : ἐτι γαρ ἐζων οἱ περι Στασιππον ,
παντας και τους λοχαγους . και ἐπει παντες ἐπεισθησαν , συνεστρατευοντο και ἀφικνουνται ἐν δεξιᾳ ἐχοντες τον Ποντον δια των
9999974 σχολαστικων
, ὁν ἠγορασεν Ξανθος ἡμων παροντων . ” εἱς των σχολαστικων εἰπεν “ ἐμε ποτε εἰπεν θαλασσιον προβατον εἰναι .
τι φαυλοτατον τε και χειριστον ὀψωνησαι κελευει , ὡς των σχολαστικων συν αὐτῳ δειπνησοντων . ὁ δε μηδεν διατραπεις παλιν
9999974 θαυμασιωτατος
ἐκ της Μιλητου ἐκεινην Ἀσπασιαν , ᾑ και ὁ Ὀλυμπιος θαυμασιωτατος γε αὐτος συνην , οὐ φαυλον συνεσεως παραδειγμα προθεμενοι
Σωφρων δε στρουθωτα ἑλιγματα φησιν ἐντετιμημενα . Ὁμηρος δε ὁ θαυμασιωτατος των στρωματων τα μεν κατωτερα λιτα εἰναι φασκει ἠτοι
9999974 χαρακτηριστικον
βαρυτονως , τοτε το Ἰωνικον ἐχει προ του αται το χαρακτηριστικον συμφωνον του μεσου παρακειμενου , οἱον πεφρασται πεφραδαται ,
ὁ ἐχεσον , ἐξενεχθεντες δια του σ , ὁπερ ἐστι χαρακτηριστικον του πρωτου ἀοριστου , κατα δε ἀντιπαθειαν εὑρεθη .
9999974 παρεσκευασαν
θεοι τε και τυχη το της γνωμης ἀνοσιον κατιδοντες φωραθηναι παρεσκευασαν , ἀπο δε ἀγνοιας ὁτι συνεργον την ἐρημιαν της
ἐντος του πλεγματος περιβαλοντες ἱερεια προς την ἐπιθυμιαν , οὑτω παρεσκευασαν χειροηθη και πρᾳον τον ἀγριον , ὡστε μηθεν των
9999974 γλυκιων
Ὁμηρος [ Β ] : τοισι δ ' ἀφαρ πολεμος γλυκιων γενετο τοις δ ' ἐν ἡλικιᾳ : ἀπο κοινου
ἐκτεταμενον αὐτο ἐχει : καλλιων , ἡδιων , βελτιων , γλυκιων , κακιων . Ἀριστοφανης δε ἐν Ἀττικαις διαλεξεσιν Ἀττικους
9999974 λαμπροτερα
ἐκλαμποντα και γενομενοι της μεγαλοπρεπειας ἡγεμονες πολλους ἐσχον τους ἀκολουθησαντας λαμπροτερα της δυναμεως βεβουλευμενους . ἐνταυθοι γαρ ὁ μεν οὐκ
Σικελοις , προμυθηκτρια . Εἰλαπηνη : ἐστι θυσια και παρασκευη λαμπροτερα τις . Δαιτυμονες και δαιταλεις : οἱ θοινομενοι .
9999974 ἐκειτο
Ὀλυμπιῳ Διι , λογος δε ὁ ποιηθεις εἰς την πανηγυριν ἐκειτο , ἐμε δε τα τε ἀλλα ἐτηκε και ἀγρυπνια
χορευτης ἠν λαβων ἀκοντιῳ : ἀλλος στερηθεις της κεκαρμενης καρας ἐκειτο πρηνης σταυρικως ἡπλωμενος και τους ἑαυτου δυστυχως κινων ποδας
9999974 δραπετου
των Χιων τα ἐπικηρυχθεντα χρηματα και θαψας το σωμα του δραπετου εἰς την ἰδιαν ἐχωρησε . και οἱ Χιοι παλιν
το Ϛʹ περι τετραποδων , το ζʹ περι ἀηδιας ἠ δραπετου , το ηʹ περι κλεμματος ἠ ἀποβολης , το
9999974 κατεληξεν
οἱον τε ἀνθρωπον ἀγαθον ἀποτελουσα . εἰς τουτο γαρ και κατεληξεν ὁ λογος μελλων μεταβαινειν ἐπι τα θεοποια παραγγελματα .
ζῳδιῳ παρειχον μοιρας λ : και ὁπου δ ' ἀν κατεληξεν , ἐκεινο ἐλεγον εἰναι το δωδεκατημοριον . οὑτω και
9999974 σπουδαιοις
δεινοι τινες εἰναι της ἀληθειας καταστοχαζομενοι και του ἀγαθου τοις σπουδαιοις ἡδεις γινονται : οἱ μεν οὐν οὑτω φιλουμενοι οὐ
. Ἀχρειογελως ἀνθρωπος : ὁ ἐπι τοις ἀχρηστοις και μη σπουδαιοις γελων και χαιρων . Ἀχειρ νιφθηναι βουλεται : ἐπι
9999974 πλειονες
' ἐπι τεσσαρων μεν εὐθειων εἰρηται μονων , ὡν οὐ πλειονες ἠ δυο δια του αὐτου σημειου εἰσιν , ἀγνοειται
οὐδεν ἑτερον ἀλλ ' ἠ φλεψ και ἀρτηρια μια ἠ πλειονες ἐν ἐλυτρῳ δερματικῳ . αὑται οὐν αἱ φλεβες οἱον
9999974 δακρυον
, το δ ' ἐπιπολης ὑδατωδες ὡσπερ το φλεγμα και δακρυον . Ταχα δε ταυτα μεν εὐλογως , το μεν
το στελεχος και τιτρανας ὁσον τε παλαιστιαιον το πανταχοθεν ἀπορρεον δακρυον ἐπι ταὐτο ἐᾳ καταρρειν . τουτο μεν οὐν ἀν
9999974 πιστευσομεν
ἀποδειξιν και ἀλλον διδαξειν , οὐκ αὐτικα , οἰμαι , πιστευσομεν αὐτῳ , ἀλλα τινα ζητησομεν τον κριναι δυναμενον ,
μεταχειριζεσθαι δωσομεν : και ὡν νηφοντων κατεγνωκαμεν , τουτοις μεθυουσι πιστευσομεν ; Και μην οὐδ ' ὁ καιρος παιδευοντων ,
9999974 συλλαβαις
χρωμενος , ὡσπερ ἐχρησατο ἰσαις ταις γε κατα το τελος συλλαβαις ἐν τῳ ἁμα τῃ τε πολει βοηθειν ᾠετο δειν
τι δηποτε το μεν ηὐτε και ἠϋτε λεγεται ἐν τρισι συλλαβαις , ἠϋτε περ κλαγγη γερανων πελει , παλιν ἀναγκαιως
9999974 λειπουσης
ἡ στροφη και ἀντιστροφος κωλων θʹ . το αʹ ἰαμβελεγος λειπουσης της πρωτης συλλαβης [ ἠ του τελους μετακειμενου ἐπι
, οὑτως οὐδε εἰ ἐστιν ἀλλα τινα αἰσθητα εἰσομεθα , λειπουσης ἡμιν της κριτικης αὐτων αἰσθησεως . ὁτι δε οὐκ
9999974 ἐνεργητικων
μονη ἐστιν των παθητικων ἡ συνταξις : των γε μην ἐνεργητικων ἐστιν και γενικη , οὐ συνουσης της ὑπο προθεσεως
μαι και την παραληγουσαν συστελλοντα προς την παραληγουσαν των πληθυντικων ἐνεργητικων παθητικα γινεται , τιθημι τιθεμαι , διδωμι διδομαι ,
9999974 κοσμουσι
ὑμων τους Ἀθηναιους ἀνενεγκοντες , οὑς αἱ μεν ἀλλαι συγγραφαι κοσμουσι σχεδον ὡς εἰπειν ἁπασαι , μονη δε ἡ κωμῳδια
λυμαινεται πονων ἀτελειαν ἐχουσα , ἀλλα μαλλον τας τεχνας αὑται κοσμουσι προθυμοτερους ποιουσαι τους μετιοντας , ὡσπερ τους μακραν πορευομενους
9999974 ἐσπουδακεναι
και εἰποντος Μη γενοιτο : Οὐ προσηκει περι το κρατιστον ἐσπουδακεναι ; Παντων μαλιστα προσηκει . Τι οὐν κρεισσον ἐχομεν
και νομισας οὐκ ἀνευ θειας ἐπιφροσυνης περι το τοιουτον ἐργον ἐσπουδακεναι τον βασιλεα , σκεψαμενος τους παρ ' αὑτῳ δοκιμωτατους
9999974 διεφθειροντο
. Θουκυδιδης ἑβδομῃ : εἰ δ ' οὐδεν ὑπεκρινοντο , διεφθειροντο . και οἱ Ἰωνες οὑτως , ὡς Ἡροδοτος :
, οἱ μεν ἐρριπτεον ἑωυτους κατα του τειχεος κατω και διεφθειροντο , οἱ δε ἐς το μεγαρον κατεφευγον . Των
9999974 τυραννιδος
την πολιν ἐλευθεροι , τιμην αὑτῳ και γενει ἀϊδιον ἀντι τυραννιδος ἐφη - μερου και ἀδικου κτωμενος . τριτον δε
κατεχομενον , μετα ταυτα ἐκεινος ἐτυραννησεν ἀφεθεις : καταλυθεισης της τυραννιδος κρινεται συνειδοτος ὁ στρατηγος : ἐνταυθα γαρ ἐν τῃ
9999973 πηδαλιων
γαρ φασαν ἰδριν ἁπαντες ναυτιλιης σφετερῃσι δαημοσυνῃσι κεκασθαι . Αὐταρ πηδαλιων οἰηια λαζετο χειρι νηα κατιθυνων ἐπι Παρθενιοιο ῥεεθρα ,
τα πηδαλια : ἐστι δε το δια στομα προς το πηδαλιων , οὐ προς το χαλινων ὡς οἰονται τινες .
9999973 ἐστεφανουτο
ἡς ἠρχεν ὑπευθυνος ἠν , ἐφ ' οἱς δ ' ἐστεφανουτο οὐχ ὑπευθυνος . οὐκουν οὐδ ' ἐγω : ταὐτα
ἐνταυθα δηλουν ὁτι ὁ στεφανουμενος προ του ἀγωνισασθαι τους τραγῳδους ἐστεφανουτο . . . . μετα γαρ τον στεφανον ἠγωνιζοντο
9999973 ἀμφισβητουντων
διπλους ὁρος γινεται , ἀλλα και ἀλλως ὡς ἐπι των ἀμφισβητουντων περι της ἱερωσυνης : ἐνταυθα γαρ οὐκ ὀντος κατορθωματος
ἐπι των δυο ἰατρων των ἀνελοντων φαρμακῳ τον τυραννον και ἀμφισβητουντων ἀλληλοις της δωρεας , ἐν δε τῳ ὁρῳ ἐκ
9999973 θαυμαζοντες
λεως , ἐπῃνουν και δια τιμης ἠγον , αἰδουμενοι και θαυμαζοντες με και μονονουχι προσκυνουντες , εἰ και μη σφοδρα
παυσωνται οἱ ἀνθρωποι προς σε μονον ὁρωντες και σε μονον θαυμαζοντες . δια τουτο ἀν μεν τινα αἰσθῃ καταγελαστον και
9999973 θαυμασιος
ῥωμῃ γενναιας φυσεως και θεων ἀγχισπορου ἐν ταις ἐξηγησεσιν ἠν θαυμασιος . , . . ἀμηχανον ποθῳ τε ἀμηχανῳ της
παμφαγον δοκιμαστηριον των ἁμαρτωλων . και ὁ μεν ἀνηρ ὁ θαυμασιος ὁ καθημενος ἐπι του θρονου , αὐτος ἐκρινεν και
9999973 ἀδιδακτον
, ἁπερ συλληβδην ὀτταν καλουμεν , το δε ἀτεχνον και ἀδιδακτον , τουτεστιν ἐνυπνια και ἐνθουσιασμους . οὐδε ταυτα οὐν
αὐτων ψυχης ἐνεργειας : ἐαν δε μεχρι παντος ἀπαιδαγωγητον και ἀδιδακτον ἐασῃς σεαυτον , δουλευσεις τον αἰωνα χαλεπαις δεσποιναις ,
9999973 κατηντησεν
ἐτους ἐκεινου , ἀλλ ' ὁρωμεν το ζῳδιον ἐν ᾡ κατηντησεν ὁ περιπατος ἀπο του ἀφετου εἰτε αὐτος ὁ Ἡλιος
, οὐκ ὀλιγην δε ἐρημον διελθων ἐπι τα Ὠρειτιδος ὁρια κατηντησεν . εἰς τρια δε μερη την δυναμιν διελομενος του
9999973 τριαιναν
καθεξεις τἀν τῃ πολει των συμμαχων τ ' ἀρξεις ἐχων τριαιναν , ᾑ πολλα χρηματ ' ἐργασει σειων τε και
ἐν δωμασιν ] ? ? παλαι ? βακχευων . αὐδω τριαιναν τησδ ' ἀποστρεφειν ? ? ? ? ? ?
9999973 ῥητινης
ἐπι των πετρων , πισσα μιγνυμενη κηρωτῃ , θειον μετα ῥητινης , σιαλον ἀνθρωπου ἐπι παιδος , κροκοδειλου χερσαιου κοπρος
. κολοφωνιας της λιβανιζουσης και πιτυινης και της ῥυπαρας ξυλωδους ῥητινης της ἐν τοις κεραμιοις κομιζομενης ἀποχυματος πισσης ξηρας πισσης
9999973 βελτιον
, ὡστε και το χειρον προς το χειρον ὡς το βελτιον προς το βελτιον , οἱον ὡς ὀμμα προς ὀμμα
ἀναμφισβητητως ἀγαθον ἐστι : ποιον γαρ ἀν τις πραγμα οὐ βελτιον πραττοι σοφος ὠν ἠ ἀμαθης ; Τι δε ;
9999973 ἀρκουσης
μεγα . Πολυαρκεος : της πολλας ἐχουσης ἀρκυς ἠ πολλα ἀρκουσης , ὁ ἐστι ῥωννυουσα , πολυδικτυου . Χαραδραις :
και βραχυπεψιαις γινεσθαι . Της τοινυν θρεπτικης δυναμεως ὑλης μεν ἀρκουσης ἀπορουσης , τα κρειττω δε ταυτης προσλαμβανομενης τα χειρω
9999973 καταρχη
και κλιμακτηριωδης , ἐαν δε ἐμπαλιν ᾐ καλλιστη γινεται ἡ καταρχη ἐκεινη και ἐπιτευκτικη , ἐαν δε μεμιγμενα ᾐ ἐν
και του φιλεισθαι , εἰ δε ἀπο Διος ἀθεωρητος ἡ καταρχη γενηται εὐεπηρεαστος ἐσται , οὐδεμιας φροντιδος ἠ κηδεμονιας μετεχουσα
9999973 ὡροσκοπουντος
μαρτυρουντων συγγενης ἐσται ὁ πεισας και φανησεται ἐλευθερος ὠν . ὡροσκοπουντος Ταυρου ἠ Διδυμων ἠ Καρκινου ἠ Λεοντος ἠ Παρθενου
ταχιον τρεπεσθαι , οὑτως και την των ἀρρενικων ἀπο του ὡροσκοπουντος δια το ἀπηλιωτικωτερον : και οἱ μεν ὁμοιως παρ
9999973 πεντασυλλαβου
και κρητικου . το γʹ ὁμοιον διμετρον ὑπερκαταληκτον ἐκ παιωνος πεντασυλλαβου , διτροχαιου και συλλαβης . το δʹ ὁμοιον τῳ
διαλελυμενων χοριαμβων , του αʹ ἑξασυλλαβου , του δε δευτερου πεντασυλλαβου . το ιβʹ τροχαϊκον διμετρον ἀκαταληκτον . το ιγʹ
9999973 ὑπερβαλλουσα
ἑο μνησασθαι ἀναγκῃ και μαλα τειρομενον και ἐνιπλησθηναι ἀνωγει . ὑπερβαλλουσα γαρ ἐν τουτοις φαινεται αὐτου λαιμαργια μετα του μηδε
το ἐπισκυνιον , ὀδοντες λευκοι και καθαρωτατοι , σκελων ὠκυτης ὑπερβαλλουσα και προς αὐτον συγκρινομενη τον ζεφυρον , ὁν οἱ
9999973 μακροτερα
την ῥαβδον , καρυᾳ βασιλικῃ ὁμοια , βαρυοσμα δε και μακροτερα , ἐπ ' ἀκρων δε των καυλων σκιαδεια περιφερη
. Βολβος ὁ ἐμετικος ἐχει τα φυλλα ἱμαντωδεστερα και πολλῳ μακροτερα του ἐδωδιμου : ῥιζαν δ ' ἐοικυιαν , περι
9999973 Ἐρατοσθενης
τετραχη αὐ τεμνομενης μεγιστην μεν μοιραν των Ἰνδων γην ποιει Ἐρατοσθενης τε και Μεγασθενης , ὁς ξυνην μεν Σιβυρτιῳ τῳ
εἰη συναπτων πως ἠδη τῃ ἀοικητῳ . φησι δ ' Ἐρατοσθενης τον ὑπο των Ἑλληνων γνωριζομενον περιπλουν της θαλαττης ταυτης
9999973 Ὀλυμπιον
τεως την Ἀθηναν την ἐν πολει ἠ τον Δια τον Ὀλυμπιον , και σοι ταυτα ἀποχρησει προς το Φειδιαν θαυμασαι
αἰνησα , τον εἰδον κρατεοντα χερος ἀλκᾳ βωμον παρ ' Ὀλυμπιον κεινον κατα χˈρονον ἰδεᾳ τε καλον ὡρᾳ τε κεκραμενον
9999973 μονογενης
ἡ τον μεγιστον κυκλον ἐχουσα ὀρθον προς τον ἀξονα : μονογενης δε αὑτη ἐστιν ἡ θεσις , ὡς ἐφημεν ,
της μονοτητος αὐτου δια τουτου παρισταμενης : εἱς γαρ και μονογενης ὁ κοσμος ἐστι . τας δε Νυμφας διωκειν ,
9999973 μαχομενα
μερος αὐτο εἰναι των ἐναντιων δεκτικον . εἰ οὐν τα μαχομενα περι ἑν ὑποκειμενον μαχονται , ὡς φησιν ὁ Πλωτινος
κατακλινομενοι χειμεριον . Και ὠτα κρουων ὀνος χειμεριον : και μαχομενα προβατα και ὀρνιθες περι σιτου παρα το ἐθος :
9999973 τετραχως
και ὁτι ὁρισμος ἀποδειξει ταὐτον τῃ θεσει διαφερων . Ὁτι τετραχως του αἰτιου λεγομενου , εἰδικου , ὑλικου , ποιητικου
και ὁ σπερματικος και ἀλλοι πλειονες . κατα δε Πλατωνα τετραχως λεγεται λογος , ἡ τε διανοια ἀνευ φθογγου και
9999973 ἐπηγοντο
γην δ ' ἐκ της Θαψου οἱ Ἀθηναιοι τα ἐπιτηδεια ἐπηγοντο . ἐπειδη δε τοις Συρακοσιοις ἀρκουντως ἐδοκει ἐχειν ὁσα
των τε ἀλλων χρηματων , ὡν ἐκ της Τυσκλανων λειας ἐπηγοντο πολλων πανυ ὀντων . ὡς δ ' ἁπαντα ὑπο
9999973 μιγνυσθαι
Ἀσελγαινειν : σημαινει μεν κυριως το παρα φυσιν ταις γυναιξι μιγνυσθαι : καταχρηστικως δε το ὁπωσδηποτε ἀκολασταινειν . εἰρηται δε
μετα το ἐπιφανηναι ἐπιμεινασαν , ὁκοταν ἠδη ξηρη ᾐ , μιγνυσθαι . Ἡ | τινι ἀν ἡ μητρη ἐμπυος γενηται
9999973 τελεαν
Χαριτων ἑκας ἁ δικαιοπολις ἀρεταις κλειναισιν Αἰακιδαν θιγοισα νασος : τελεαν δ ' ἐχει δοξαν ἀπ ' ἀρχας . πολλοισι
ἀγαθοι [ δε ] και συναγωνιζεσθαι ὠφελιμοι και ἐπιμαχομενοι ἱκανοι τελεαν την ἡτταν τοις βαρβαροις τοις προς των πεζων τραπεισι
9999973 μετουσιᾳ
δε τε νεικεϊ λυγρῳ , ἐμφαινων ὡς γην μεν καταλαμβανομεθα μετουσιᾳ γης , ὑδωρ δε κατα μετοχην ὑδατος , ἀερα
θειας ἀποδοχης ἠξιωμενος ὡς το της φυσεως ἰσον τῃ κρειττονι μετουσιᾳ κοσμησας . προσηκει γαρ τιμαν τῳ ἐραστῃ του θεου
9999973 ἱκετευομεν
ἡν ὑπεσχου σωαν ἡμιν ἀποδωσειν . και νυν τουθ ' ἱκετευομεν , οὐχ ἱνα της σαυτου φυσεως ἀναξιον τι φρονησῃς
, ῥεθος ἀελιωι δειξον . βαρος ἀντιπαλον δακρυοις συναμιλλαται : ἱκετευομεν ἀμφι γενειαδα και γονυ και χερα σαν προπιτνων πολιον
9999973 γραμματεις
διαγοντες , ἀλλοτριων χειρισται , πιστικοι , ἀγαθοι οἰκονομοι , γραμματεις ἀπο λογων ἠ ψηφων ἀναγομενοι , ὑποκριτικοι , περιεργοι
εὐφυεις κεκινημενους : εἰ δε ἐνδοξοτερα εἰη ἡ γενεσις , γραμματεις βασιλεων ποιει ἠ πολεων ἠ χωρων ἀρχοντας , φιλολογους

Back