: ὁ λογος ἐπαμφοτεριζει . ἠτοι γαρ την ἐμαυτου κεφαλην ἁρμοσας τοις στεφανοις ᾀσομαι τον ἐπινικον , ἠ οὑτως :
δε χερσιν ἡνιας ἀπ ' ἀντυγος , αὐταις ἐν ἀρβυλαισιν ἁρμοσας ποδας . και πρωτα μεν θεοις εἰπ ' ἀναπτυξας
9999975 Ἀλεξανδρεις
Διονυσιος δε ὁ Θρᾳξ και Ἀπολλωνιος ὁ τους Ἀργοναυτας ποιησας Ἀλεξανδρεις μεν , ἐκαλουντο δε Ῥοδιοι . περι μεν Ῥοδου
ἀρρητον ἀγαλμα του Αἰωνος ὑπο του θεου κατεχομενον , ὁν Ἀλεξανδρεις ἐτιμησαν , Ὀσιριν ὀντα και Ἀδωνιν ὁμου κατα μυστικην
9999975 ἁρμοστης
συνταξας ἠγεν αὐτους ἐπι Μηθυμναν . Θηριμαχος μεντοι , ὁς ἁρμοστης ἐτυγχανεν ὠν των Λακεδαιμονιων , ὡς ἠκουσε τον Θρασυβουλον
σθαι , ἀκουσας του Χειρισοφου ὁτι Κλεανδρος ὁ ἐν Βυζαντιῳ ἁρμοστης φαιη τριηρεις ἐχων ἡξειν εἰς Καλπης λιμενα : ὁπως
9999974 θαυμαστου
πολλαπλασιεπιμοριον και το πολλαπλα - σιεπιμερες , νυν ἐξ ἑτερου θαυμαστου προσταγματος δεικνυσι την ταξιν , ἀναφαινονται οὐν εὐτακτως τα
ἐπειδαν ἐκγραψῃ . Και περι της ἀνωθεν προς ἡμας του θαυμαστου Θαλασσιου φιλιας και περι των πονων , οὑς ὑπεμεινεν
9999973 ἀπενεγκασθαι
τε και ἱκανως : ὡστε τα πρωτεια της ἰατρικης εὐκλειας ἀπενεγκασθαι των καθ ' ἑαυτον ἰατρων , παραβαλλεσθαι δε ἠδη
τα πρωτ ' ἐσεσθαι : ἀντι του : τα πρωτεια ἀπενεγκασθαι και βασιλευσειν κατα την Κορινθιαν ἁμα τοις ἐκ Γλαυκης
9999973 τετρακοσιων
. περι δε τουτους τους χρονους Ἀθηναιοι την ἐκ των τετρακοσιων ὀλιγαρχιαν κατελυσαν και το συστημα της πολιτειας ἐκ των
πολεμιων ὑπερ τους πεντακοσιους , ἐζωγρησαν δε οὐκ ἐλαττους των τετρακοσιων . ὀλιγαις δ ' ὑστερον ἡμεραις γενομενης μαχης περι
9999973 κιθαριστης
ὁ οἰκοδομος οἰκοδομει , οὐχ ἡ τεχνη , και ὁ κιθαριστης κιθαριζει , οὐχ ἡ μουσικη , καιτοι ὁ μεν
εἱλετε . Ὁθεν εἰς παροιμιαν ὁ λογος περιεστη . Ἀσπενδιος κιθαριστης : Ζηνων ὁ Μυνδιος ἐπι των φιλοχρηματων φησι τεταχθαι
9999973 αἰσθητας
οἱ προ ἡμων . ἀδηλον δε ἡμιν ἐστι ποτερον τας αἰσθητας μονον εἰναι ἐλεγον οὐσιας , και τουτων ἀρα πασας
το ἀκρον της του γνωμονος σκιας ἀπο του ἰσημερινου κυκλου αἰσθητας καθ ' ἡμεραν τας ἀποστασεις ποιειται . Αἰτια δε
9999973 Λεπιδος
δ ' ὁ μεν Καισαρ ἐκ Δικαιαρχειας , ὁ δε Λεπιδος ἐκ Λιβυης , Ταυρος δ ' ἐκ Ταραντος ἐπιπλευσεισθαι
πυρινον ἀλευρον ἠ ἀλφιτα . Προς τα Χειρωνεια ἑλκη . Λεπιδος χαλκου ⋖ ι , κηρου ⋖ ι , στυπτηριας
9999973 φυλαξεις
. Ταξον τινα ἠδη χαρακτηρα σαυτῳ και τυπον , ὁν φυλαξεις ἐπι τε σεαυτου ὠν και ἀνθρωποις ἐντυγχανων . και
φυλαξεις και περι αὐτην μενεις ἀτερπη ] ἀηδη φρουρησεις ] φυλαξεις ὀρθοσταδην ] ὀρθος ἱσταμενος ὀδυρμους ] φωνας γοερας ἀνωφελεις
9999972 ἐκλειπτικων
τον ὁριζοντα . τουτων δ ' ἑκατερον ἐν ἑκαστῳ των ἐκλειπτικων χρονων πλειστην ἀν και ἀπεριληπτον παρασχοι περι τας μετα
μειζων ἡ κατα πλατος μηνιαια παροδος γινηται της ὑπο των ἐκλειπτικων ὁρων του ἡλιου περιεχομενης , κἀν ἀδιαφορως ταις τε
9999972 ὡροσκοπον
δε ἡ Σεληνη καλως σχηματιζομενη κληρωσηται τον κληρον ἠ τον ὡροσκοπον ἐπι του ζῳδιου τυχουσα συν τῳ οἰκοδεσποτῃ αὐτης ,
και τῃ προικι : κατα πολυ κακον γαρ . τον ὡροσκοπον ἐχοντες και τον μεσουρανουντα ἀστερες ἀγαθωτατοι τεκνοποιϊαν δηλουσιν ,
9999972 βραχυκαταληκτον
τεταρτον χοριαμβικον , του δευτερου ποδος ὀντος διτροχαιου , τριμετρον βραχυκαταληκτον . το εʹ ἀναπαιστικον διμετρον ἀκαταληκτον . το Ϛʹ
το ιαʹ χοριαμβικον τριμετρον καταληκτικον . το ιβʹ ἰαμβικον διμετρον βραχυκαταληκτον . το ιγʹ Πινδαρικον , δια το πολλακις τον
9999972 δεικνυμενα
τα γιγνομενα οἰκειοτητος και του γνωριζειν ἑκαστον των ὁρωντων τα δεικνυμενα το και δακρυειν πολλακις τους θεατας , ὁποταν τι
ἀποδειξεως ἑτερον , και ἑτερα ἀλληλων τα ὑφ ' ἑκατερας δεικνυμενα , και προς τουτοις ὁτι οὐκ ἐστι τον ὁρισμον
9999972 χαλεπωτερον
, προς Ἱμεραιους καταψευσομαι σου , κἀν ἐτι παραστῃ . χαλεπωτερον δε σοι οἰμαι και τουθ ' , ὁπερ προπεμπειν
, ἀλλα χαλεπωτερον γε ἐκεινου και ποικιλωτερον : πως δε χαλεπωτερον και ποσαχως συμβαινει και πως προς αὐτο ἐνστατεον ,
9999972 ἐξαιρετος
τῃ χωρᾳ . των μεν αὐτοφυων , ἀηρ τε οὑτος ἐξαιρετος του πολλου και λιμενες τοσουτοι , ὡν εἱς ἑκαστος
ἁπαντας , το δ ' ἀληθες , των ἀνδρων τουτων ἐξαιρετος . οἱ μεν γαρ τους ἀλλους ἐπαινειν σπουδαζοντες ,
9999972 ἀποχρωσαν
ἐξαψαι τας ὁρμας ἀνεχαιτισαν αὐτων : οὑ γενομενου , ἐδοκει ἀποχρωσαν φυλακην ἐγγιστα των τειχων της πολεως καταλειφθηναι , μη
και ἀστεϊσμων . , . . ἐνεβη ἐνεβη δε ναυν ἀποχρωσαν τοις ἑταιροις . εἰς Ἀθηνας και Προκλον ἀπαιρει ἐτι
9999972 γραμματεις
διαγοντες , ἀλλοτριων χειρισται , πιστικοι , ἀγαθοι οἰκονομοι , γραμματεις ἀπο λογων ἠ ψηφων ἀναγομενοι , ὑποκριτικοι , περιεργοι
εὐφυεις κεκινημενους : εἰ δε ἐνδοξοτερα εἰη ἡ γενεσις , γραμματεις βασιλεων ποιει ἠ πολεων ἠ χωρων ἀρχοντας , φιλολογους
9999972 τυγχανειν
γαρ ἐνεστι λεγειν μη πασαν ἀκαταληπτον φαντασιαν ἰσην πασῃ ἀκαταληπτῳ τυγχανειν φαντασιᾳ , ἀλλα την μεν μαλλον εἰναι ἀκαταληπτον την
περι των σπονδων οὑτως ἐσπεισαντο , ὡστε μη βεβαιους αὐτας τυγχανειν , ἀλλ ' ἀποτεινεται προς Ἀλκιβιαδην τε και Κλεοβουλον
9999972 βιβλιοις
Πρωταγορου των σταδιων ἀναμετρησεως , ἡν τοις οἰκειοις της γεωγραφιας βιβλιοις προστεθεικεν , ἐτι μην και ἑτερων πλειστων ἀρχαιων ἀνδρων
ἐμπυρισμον ἠ καταληψιν ἀκρας , και οὑτως ἐγεγραπτο ἐν πλειοσι βιβλιοις . ὁ δ ' ἐμπρησας ταχ ' ἀν πυρκαευς
9999972 ἐλλειψεις
αἱρεισθαι μεν τουτο , φευγειν δε τας ὑπερβολας και τας ἐλλειψεις . ἐν δε τῳ περι ἀρετης λογῳ δηλον φησιν
ΑΒ , ΔΓ παραλληλοι ὠσιν , ἐσονται μεν αἱ τομαι ἐλλειψεις ἠ κυκλου περιφερεια . τετμησθωσαν αἱ ΑΒ , ΓΔ
9999972 ἐκλειπτικοις
ὡς ἑκαστου δακτυλου περιεχοντος , καθαπερ και ἐν αὐτοις τοις ἐκλειπτικοις κανονιοις , το ιβʹ της διαμετρου ἑκατερου των φωτων
γαρ ἐριν τε διχοστασιην τε τιτυσκειν . μητε ἐν τοις ἐκλειπτικοις μητε κατα μηκος ἠ πλατος τοις ἀριθμοις ἀφαιρουσα μητε
9999972 ἀπαλλαξεις
σκευαζε ὡς ἐπιθεμα και καταπλασσε ὁν θελεις , και ταχεως ἀπαλλαξεις της νοσου . Ἐαν δε ποιησῃς το καταπλασμα ἡμεραν
χυλῳ αὐτης ἐαν μετα ῥοδινου συγχρισῃς τριταιζοντας και τεταρταιζοντας , ἀπαλλαξεις του παθους . εἰ δε τις ὑπο δαιμονιου κρατειται
9999972 αἰτιοι
τους φαυλους ἀδικησονται , οἱ δ ' ἀναξιοι συμφορας ἑτεροις αἰτιοι γενησονται , δικην δ ' οὐδ ' ἡντινουν αὐτοι
' ἀξιους ὀντας ὀργης , οἱ τῳ τα ψευδη μαρτυρειν αἰτιοι τουτων ἐγενοντο . περι μεν δη των ἀλλων των
9999971 ἀγοραζεις
ἀρτι α βλαπτῃ μεγαλως β γαμεις και καταγνωσῃ σαυτου γ ἀγοραζεις το προκειμενον δ εὐτυχησεις ἐξ ἀλλοτριων ε συναλλασσεις και
μη σπευσῃς ? ? ? ? ? ? ? Ϛ ἀγοραζεις χωριον και οἰκιαν ζ οὐ παραμενει σου ὁ πλουτος
9999971 Πολυευκτος
, ἀλλ ' ὑπολειφθεισων χιλιων δραχμων και ὁμολογηθεισων ἀπολαβειν ὁταν Πολυευκτος ἀποθανῃ , ἑως μεν ὁ Λεωκρατης ἠν κληρονομος των
της Ἑστιας ; ποτερον καταφαγων την πατρῳαν οὐσιαν , ὡσπερ Πολυευκτος ὁ καλος ; οὐ δητ ' , ἀλλ '
9999971 συνισταμενη
δε ξηρα και καπνωδης . και ἡ πλεοναζουσα ὑγρα και συνισταμενη νεφη ποιει και κατα μεταβολην ὑετους και ὀμβρους και
ἐπει δε ἀποδειξις προηγουμενως μεν ἡ ἐκ πρωτων και ἀμεσων συνισταμενη , λεγομεν δε ἀποδειξιν κἀκεινην την ἐκ τοιουτων συνισταμενην
9999971 θαυμασιων
καταρρυτον εἰναι , και Ὀφιουσσα . Ἀριστοτελης ἐν τῳ περι θαυμασιων ἀκουσματων φησιν ὁτι ἐν Τηνῳ τῃ νησῳ φασιν εἰναι
, ὁ την ἡμεραν οὐ βλεπει , ὡς Ἀριστοτελης περι θαυμασιων , τους δε Λωτοφαγους καθευδειν ἑξαμηνον . Γερμη ,
9999971 ἐξαιρετον
ἀναξ , Ἀτρεως φιλος παις , τησδ ' ἐρωτ ' ἐξαιρετον μαιναδος ὑπεστη : και πενης μεν εἰμ ' ἐγω
φωσι το ὑγιαζειν κοινον ἰατρου τε και οὐκ ἰατρου καθεστηκος ἐξαιρετον γινεσθαι του τεχνιτου , ἐπειδαν ἰατρικως ἀποτελεσθῃ , τοτε
9999971 ἐποιουν
ἐπεισαν ἐν τῃ βουλῃ κατηγορειν των στρατηγων . ἐντευθεν ἐκκλησιαν ἐποιουν , εἰς ἡν ἡ βουλη εἰσηνεγκε την ἑαυτης γνωμην
, εἰ μη ἐδυναντο ταυτα ποιειν , οὐκ ἀν ποτε ἐποιουν ; Δηλον δη . Ἀλλα μεντοι δυναμει γε δυνανται
9999971 συστρεφων
παρα το ἀποθεν εἰναι ἐλεους : ἠ παρα το ἀπειλλειν συστρεφων το δεον , ἠ λογος ἀπειργων των ἁμαρτηματων .
διαῤῥεον . κουφα : ἡσυχως , ἐλαφρως . κυλινδων : συστρεφων . Λαβρους : σφοδρους , ὁρμητικους . τρομεουσι :
9999971 θαυμασιος
ῥωμῃ γενναιας φυσεως και θεων ἀγχισπορου ἐν ταις ἐξηγησεσιν ἠν θαυμασιος . , . . ἀμηχανον ποθῳ τε ἀμηχανῳ της
παμφαγον δοκιμαστηριον των ἁμαρτωλων . και ὁ μεν ἀνηρ ὁ θαυμασιος ὁ καθημενος ἐπι του θρονου , αὐτος ἐκρινεν και
9999971 Τελαμωνιος
. Ὡς ἐφατ ' , ὠρτο δ ' ἐπειτα μεγας Τελαμωνιος Αἰας , ἀν δ ' ἀρα Τυδεϊδης ὠρτο ,
τοιουτον γαρ ἐστιν το ὁλον , Αἰας δ ' ὁ Τελαμωνιος , Αἰας δ ' ὁ μεγας , Αἰας δ
9999971 ἀδιαιρετα
οἱον το ἀνθρωπος ἠ το Σωκρατης , ταυτα τοινυν τα ἀδιαιρετα τῳ εἰδει και ἐν χρονῳ ἀδιαιρετῳ νοει και νοησει
, οὐ μεντοι συγκεισθαι ἐξ ἀδιαιρετων οὐδ ' ἀναλυεσθαι εἰς ἀδιαιρετα εἰ μη ἀρα τῳ λογῳ . Ἡ μεν ἀγωγη
9999971 ἀγανακτουντας
πλουσιοις των τε κινδυνων και των ἀναλωματων , ὡς εἰδεν ἀγανακτουντας αὐτους , δι ' ἑτερου τροπου την τ '
αὐτο και ἐπι των ῥυθμων γινομενον ἐθεασαμην , ἁμα παντας ἀγανακτουντας και δυσαρεστουμενους , ὁτε τις ἠ κρουσιν ἠ κινησιν
9999971 αἰτιατικης
ἐπει τινα ὀξυτονως φαμεν ἐπι της ἀποφασεως , καιτοι μηδεμιας αἰτιατικης εἰς α ληγουσης και ὀξυτονουμενηςΠως . δε οὐχι κἀκεινο
στεφανους . ὁρμοισι των χερας : ὁρμους : ἀντι της αἰτιατικης τῃ δοτικῃ ἐχρησατο . ὁρμοις [ οὐν ] λεγει
9999971 ὑπερβαλλουσα
ἑο μνησασθαι ἀναγκῃ και μαλα τειρομενον και ἐνιπλησθηναι ἀνωγει . ὑπερβαλλουσα γαρ ἐν τουτοις φαινεται αὐτου λαιμαργια μετα του μηδε
το ἐπισκυνιον , ὀδοντες λευκοι και καθαρωτατοι , σκελων ὠκυτης ὑπερβαλλουσα και προς αὐτον συγκρινομενη τον ζεφυρον , ὁν οἱ
9999971 συμμετροι
μηκει ἀσυμμετροι οὐ παντως και δυναμει , ἐπειδηπερ αἱ δυναμει συμμετροι δυνανται λογον μη ἐχειν , ὁν τετραγωνος ἀριθμος προς
ὁ κ του λ δυο δεκατα . πασαι οὐν αἱ συμμετροι εὐθειαι εἰτε μηκει εἰτε και μηκει και δυναμει προς
9999970 ἡγεμονικους
ἐστι : των ποδων ἑκαστος ὁλοις ὀνομασιν περιειλημμενος παντας ὁμοιως ἡγεμονικους και ἀκολουθητικους ἐχει τους † ποδας † , οἱον
Ζευς και Ἡλιος ὁμοσε ἰοντες λαμπρους ἐπιδοξους ἀποτελουσιν , ἀρχικους ἡγεμονικους τυραννικους πρακτικους ὑπο ὀχλων τιμωμενους και εὐφημουμενους , εὐπορους
9999970 μνημονευεις
και Γοργιαν ἐτυγχανον λεγων . ἐλεγον γαρ αὐ , εἰ μνημονευεις , ὁτι εἰεν παρασκευαι αἱ μεν μεχρι ἡδονης ,
μηδ ' εἰδεναι ὡς ἐστιν ἑτερῳ ῥᾳδιον παραινεσαι . εἰ μνημονευεις εὐ παθων φιλεις τε με , ἀπεχω παλιν ,
9999970 τυγχανομεν
των ἐν τοις μεταξυ τουτων ἀποστημασιν ὑπεροχων , περι ὡν τυγχανομεν προδιειληφοτες ἐπι της ἐν τοις των ἀνωμαλιων κανοσιν των
χαριν δουναι τῳ ἑταιρῳ ἠ τῳ εὐεργετῃ , και ᾡ τυγχανομεν ὀφειλοντες , ἐαν γε ἀμφοτερους εὐ ποιησαι οὐκ ἐνδεχηται
9999970 κατεβαλεν
ἐπιστρεφεται , ἀλλα φευγουσι παντες κἀν τις δυνηται , πληξας κατεβαλεν . συ κεντρον ἐχεις τοιουτον , ὡστε ὁν ἀν
δαπιδα , και πρῳην δυο μνας , και το ἐνοικιον κατεβαλεν ὑπερ ἡμων , οὐ σανδαλα Παταρικα και τυρον Γυθιακον
9999970 ἐπορευομην
την γην . ἐπειδη δε Κυρος ἐκαλει , λαβων ὑμας ἐπορευομην , ἱνα εἰ τι δεοιτο ὠφελοιην αὐτον ἀνθ '
λογισμος ἐξηγαγε με των περιβολων , τουτῳ παραδους ἐμαυτον ἀφοβως ἐπορευομην οὐ σχολαζουσης μοι ταραττεσθαι της φαντασιας ὑπο της περι
9999970 ἀφροδισιαζειν
ἀλλας διαθεσεις του σωματος : και γαρ ἐπι πονοις πονηρον ἀφροδισιαζειν , καιτοι διαλυειν πεπιστευται τους πονους : οὐ μην
τξεʹ δοσεις . παραφυλαττεσθω δε ὁ παραλαμβανων μη χολαν μηδε ἀφροδισιαζειν μηδε πινειν οἰνους στυφοντας ἠ πανυ γλυκεις και παντα
9999970 μεσουρανουσης
ὁταν ἡ διαστασις των μοιρων της τε ὡροσκοπουσης και της μεσουρανουσης ἐλαττων ᾐ των Ϙ μοιρων , ἡ διαστασις της
” . ταυτης γαρ „ ὑψι μαλα „ φερομενης και μεσουρανουσης , οὐχ ὁ Τοξοτης ἀνατελλει , ἀλλ ' ὁ
9999970 Ἀγαμεμνονος
αὐτην δια το ἰσως την κορην μετα την κοιτην του Ἀγαμεμνονος καθαρμου χαριν ἑωθεν εἰς την θαλασσαν ἀπεληλυθεναι παλιν ἐξελθειν
δ ' ἀλλων ἁ μοι ἐστι . , παρ ' Ἀγαμεμνονος ἐξαιρετον : Ι . ἠιε συν τε Μενοιτιαδῃ και
9999970 ὡροσκοπουντος
μαρτυρουντων συγγενης ἐσται ὁ πεισας και φανησεται ἐλευθερος ὠν . ὡροσκοπουντος Ταυρου ἠ Διδυμων ἠ Καρκινου ἠ Λεοντος ἠ Παρθενου
ταχιον τρεπεσθαι , οὑτως και την των ἀρρενικων ἀπο του ὡροσκοπουντος δια το ἀπηλιωτικωτερον : και οἱ μεν ὁμοιως παρ
9999970 ὁποτεροι
δητ ' ἐγνωκας ὡς οὐδεν λεγεις ; και των θεατων ὁποτεροι πλειους σκοπει . και δη σκοπω . τι δηθ
ἐκεινοις οὐ ξυμμαχησειν και σφισι προσιεναι και οὐ διαμελλησειν περισκοπουντας ὁποτεροι κρατησουσιν . ναυσταθμον δε ἐπανα - χωρησαντας και ἐφορμηθεντας
9999970 ὁποτερα
τα δε ἀδικα , ἐχεις εἰπειν ὁποτερα τα δικαια και ὁποτερα τα ἀδικα ; Ἐμοι μεν τοινυν δοκει ἐν μεν
ἀττα ζητητεα πλην ὀνοματων , ἁ ἡμιν ἐμφανιει ἀνευ ὀνοματων ὁποτερα τουτων ἐστι τἀληθη , δειξαντα δηλον ὁτι την ἀληθειαν
9999970 σπογγιας
ἀν μη ποιησω πεπονα μαστιγων ὁλον , ἀν μη ποιησω σπογγιας μαλακωτερον το προσωπον ἁρετη και το καλον αὐτ '
Κολαξι φρουδον το χειρονιπτρον . οἱς ἐπακτεον και σπογγους και σπογγιας . ἐπι δε τουτοις κανα και κανητα και κανητια
9999970 ἀκουουσι
ποι : την μεγαλην του Ἀρκεσιλαου ἀρετην τοις ποιημασιν ἐπικοσμουμενην ἀκουουσι που τῃ χθονιᾳ αὐτων φρενι . χθονιᾳ δε φρενι
ἀσχημον ᾐ το συν ἡδονῃ και βλαβερον αὐτῳ ἠ τοις ἀκουουσι , πειρασεται λυπειν μαλλον . του γαρ καλου ἑνεκεν
9999970 κουφοτερα
των ἀκουσιων κατορθωματα , τον αὐτον τροπον ἐν τοις ἁμαρτημασι κουφοτερα των ἑκουσιων τα ἀκουσια . τον μεν οὐν Καιν
ποταμον δικην ἱδρωτος κατα τον καιρον του καυματος ἐπι τα κουφοτερα και ἀραιοτερα καταρρειν . . , . : Ἐφορος
9999970 ὁρισμου
του ὁρισμου ὁρισμον ἐργασαμενος . Ἀλλ ' ἐπειδη τον του ὁρισμου ὁρισμον προεθεμεθα , φερε και ποθεν ὁρισμος παρωνομασται εἰπωμεν
συμβεβηκοτος γινεται . Ταυτα ἐν μεσῳ εἰρηκεν ἐνδεικνυμενος περι του ὁρισμου , ὁτι λογον εἰναι ἑνα δει οὐ συνδεσμῳ ἀλλα
9999970 ἐπιφανες
παρεκαλει τε γραψαντα και τα των ἀλλων Ἀλβανων ὀνοματα των ἐπιφανες τι κατα την μαχην διαπραξαμενων φερειν ὡς αὐτον ,
βασιλεων ἱεροπρεπως το τεμενος ναῳ τε και στοαις λευκολιθοις : ἐπιφανες δ ' ἐποιησαν Ῥωμαιοι το ἱερον , ἀφιδρυμα ἐνθενδε
9999970 μανιωδεις
θηρας και χρησιμωτατας , ἀναγωγους δε γιγνομενας ματαιους τε και μανιωδεις και δυσπειθεστατας . ὁμοιως δε και των ἀνθρωπων τους
ἐπιθυμιαν λαβρῳ χρωμενοι τῳ ποτῳ και μεθυσθεντες εἰς ὑπνον ἠ μανιωδεις διαθεσεις τρεπονται . διο και πολλοι των Ἰταλικων ἐμπορων
9999970 μεσουσης
. ἐσιασι δε πριν μεν ἡλιον ἀνισχειν συμβαλουντες δρομεας , μεσουσης δε της ἡμερας ἐπι το πενταθλον και ὁσα βαρεα
λεγοντος εἰναι το ῥηθεν μνημης ἐτυχε , το δε δευτερον μεσουσης αὐτης και της ἀποφασεως ἀρχομενης , οἱον Πιττακου του
9999970 Συρακουσιους
στρατευσαντες ἐπι την Ἑλλαδα : ἑτερον δε , τῳ μονους Συρακουσιους , ἀν κατορθωσωσι , δοκειν νενικηκεναι τους Ἀθηναιους ,
Φιλιστον : και πρωτον μεν ἀποδυσαντας αὐτου τον θωρακα τους Συρακουσιους , και γυμνον ἐπιδειξαμενους το σωμα , προπηλακιζειν ,
9999970 κλησις
δε ὁ και ᾀδων . κλησις και προσκλησις διαφερει . κλησις μεν γαρ ἐστιν ἡ εἰς ὁτιουν των δικαστηριων γινομενη
καθ ' αὑτον την προσηγοριαν ἐδεξατο , αὐθις δε ἡ κλησις παρα τοις ἐξ αὐτου γιγνομενοις των ἐργων ἐλεγχος γιγνεται
9999970 λαβομενη
μη τι ἀρα δεινον αὑτην ἐργασηται . Καλλιροη δε ἠρεμιας λαβομενη , χαμαι καθεσθεισα και κονιν της κεφαλης καταχεασα ,
. “ Ταυτα ἀκουσας Χαιρεας ἀνεθορε : Καλλιροη δε αὐτου λαβομενη ” που σπευδεις “ εἰπε ” πριν βουλευσασθαι περι
9999970 παραφροσυνης
. πεμφιγωδεις οὐν φασι , τους ἁπτομενους την ψυχην μετα παραφροσυνης . πεμφιγας δε λεγει τας φλυκταινας τας ἀπο παχυτερου
χειλος το κατω σειεται . Ταυτα δε ἐν ἀρχῃσιν ἐπιφαινομενα παραφροσυνης δηλωτικα ἐστι σφοδρης , και ὡς ἐπιτοπολυ ἀποθνησκουσιν :
9999970 Ἀλεξανδρον
ἀποπλουν ὁλοκληρῳ χρονῳ εἰς Τροιαν κατηρεν . ὀνειδιζει δε τον Ἀλεξανδρον ὡς ἀντι της εὐεργεσιας κακα διαπραξαμενον τῳ Μενελαῳ .
ηὐξατο τῳ Ἡλιῳ τας χειρας ἀνατεινας ἠ αὐτον βασιλευειν ἠ Ἀλεξανδρον . Ῥαδαμανθυος δε του δικαιου Ἰβυκος ἐραστην φησι γενεσθαι
9999970 συλλογισασθαι
ἐκ των ὑποκειμενων ταις ἑξεσι λαμβανεται . ἐστι δε οὑτω συλλογισασθαι το προκειμενον : του φρονιμου μαλιστα ἐργον φαμεν το
τις ἀνατεταλκος , δυνατον ἐστιν ἀκριβως την ὡραν της νυκτος συλλογισασθαι κατα τον προειρημενον τροπον . εἰ μεν γαρ ἑκαστον
9999970 φαραγγος
την σκολιοτητα και την ἐκ τοσουτου συναγωγην και το της φαραγγος βαθος εὐθυς τοις πορρωθεν προσιουσιν ὁ ψοφος βροντῃ προσπιπτει
! ! ! ! ! ! ] ν αἰγα της φαραγγος [ ] ἐξειλκον ! ! ! ! ! καλου
9999970 παρες
προς το εἰρημενον φησιν ὁτι παρες αὐτῳ διαρραγηναι . Γ παρες ] παιζων τουτο φησι . τῳ και πεποιθως ]
Βλεπης Ἐλευσινιοςἐπεστην ὀχλον ἰδων προς τοις προπυλαιοις , και ” παρες μ ' “ εἰπων ὁρω καθημενην παιδ ' εἱς
9999970 νομιζομενα
μεν ἐχωρισθη της ἐν ταὐτῳ ἡμιν συνουσιας , τα δε νομιζομενα συνετελεσαμεν και κοινῃ και ἰδιᾳ τιμωντες ἐκεινον , ἐχωριζομεθα
τα καλα και τα αἰσχρα ἀρτεον ὡς ? ψευδως ? νομιζομενα ? , ὁτι οὐ ? ? πασι ταὐτα ἐστιν
9999970 ὑπαρχουσης
ὁ Ἀριστοτελης ἐκ της μειζονος ἀναγκαιας της δ ' ἐλαττονος ὑπαρχουσης ἀναγκαιον φησιν συναγεσθαι την ἐλαττονα προς τῳ ἀναγκαιῳ λαμβανων
κωδιου και δυειν προσκεφαλαιων . τοιαυτης δε της σκληροτατης στρωμνης ὑπαρχουσης , ἐξεστι λογιζεσθαι την κατα τον λοιπον βιον τρυφην
9999970 ἐντευθεν
δαιμονα “ . ἐγγαστριται ⌈ δε Γ και Εὐρυκλειδαι ἐκαλουντο ἐντευθεν παντες οἱ μαντευομενοι , Γ ἐντευθεν και παντες οἱ
. Ἀπο της Φαιας εἰς τον Διονυσον σταδιοι Ϙʹ : ἐντευθεν [ ἐν ] ἀριστερᾳ καταγου . Ἀπο του Διονυσου
9999969 κατεθηκεν
ἀπο στομαχους ἀρνων ταμε νηλει χαλκῳ , και τους μεν κατεθηκεν ἐπι χθονος ἀσπαιροντας θυμου δευομενους : ἀπο γαρ μενος
διεγνωσαν . και ἡ μεν νυκτερις ἀργυριον δανεισαμενη εἰς μεσον κατεθηκεν , ἡ δε βατος ἐσθητα ἐνεβαλετο , ἡ δε
9999969 χρονικως
ὑπερ το μετρον . πελας . τουτο τοπικως τασσεται και χρονικως και ἐπι συγγενειας . Θουκυδιδης γουν ἐπι Κερκυραιων εἰρηκεν
Ἀλλο ἐπιληπτικοις και τοις περιοδικως σπωμενοις ἠ εἰλεωδεως ὀχλουμενοις ἠ χρονικως κεφαλαλγουσιν . Καστοριου , ἀβροτονου , πανακος , πυρεθρου
9999969 Συρακουσιων
διαθεσθαι περι της ἀνθρωπου . και γαρ , ὡς πυνθανομαι Συρακουσιων , πασαν τε την ἀλλην ἀρετην , προς δε
Δημοσθενην δε και Νικιαν ἀποθανειν Τιμαιος οὐ φησιν ὑπο των Συρακουσιων καταλευσθεντας , ὡς Φιλιστος ἐγραψε και Θουκυδιδης , ἀλλ
9999969 παρεστη
οὑτω και φρονησις ἐν λογοις . “ [ οὐ γαρ παρεστη μοι ὡς πολλακις συνχρομενη , ἀλλα τον λογον ἀκουσαι
Νυκτωρ ἐφ ' ὑμας δολιος ὁρμαται μονος . Ἠ και παρεστη κἀπι τερμ ' ἀφικετο ; Και δη ' πι
9999969 βορειοτεροι
ἐν τῃ κεφαλῃ τοινυν του Κριου τριων οἱ δυο οἱ βορειοτεροι και ὁ ἐν τῳ νοτιῳ γονατι του Περσεως λαμπρος
Νωρικι ' ἀστε ' ἐρεμνα , Παννονιοι Μυσοι τε , βορειοτεροι Θρηϊκων , αὐτοι τε Θρηϊκες , ἀπειρονα γαιαν ἐχοντες
9999969 ἐξαμαρτανειν
παντων οἰομαι των εἰρημενων χρησιμωτατον ἐσεσθαι και του μη πολλα ἐξαμαρτανειν τους παραληψομενους την ἀρχην αἰτιωτατον , μη δια βιου
οἰνον ἠ δι ' ὀργην ἠ τιν ' ἀλλην αἰτιαν ἐξαμαρτανειν ἐπιχειρουντας αὐτοι παροξυνουσιν , οὐδεμι ' ἐστιν ἐλπις σωτηριας
9999969 κρατηρας
και ταλαντα δια μνημης ἐχεις ; Και τους δυο δε κρατηρας , εἰ βουλει , προσθησω οὑς ἐλαβον ἀποκτεινας Κλεοκριτον
πενταρραβδωι χορδαν ἀρθμωι χερα καμψιδιαυλον ἀναστρωφων ταχος . πρωτοι παρα κρατηρας Ἑλλανων ἐν αὐλοις συνοπαδοι Πελοπος Ματρος ὀρειας Φρυγιον ἀεισαν
9999969 στερεαν
και γης την μεν ὑγραν , την δ ' αὐ στερεαν οὐσιαν , διαλυομενας και φθειρομενας , ἀνακερασαμενος τριτον μεθοριον
δεικνυεν πατρωϊων : συν δ ' ἐλαιῳ φαρμακωσαις ' ἀντιτομα στερεαν ὀδυναν δωκε χριεσθαι . καταινησαν τε κοινον γαμον γλυκυν
9999969 λινοσπερμου
, τηλεως ἀφεψημα , χονδρου , τραγου , συκων , λινοσπερμου , μαλαχης , χυλος πτισανης ἠ πυρων , ἀνδραχνης
δε του βρεφους τοις δια στροβιλιων και ἀμυγδαλων φρυκτων και λινοσπερμου και γλυκυρριζης χυλου και πιτυϊδων και τραγακανθης και μελιτος
9999969 αἰσθομενη
αὐτομολιας . Ῥοδος μεν ἠδη δεδουλωται Κασσιῳ , πολις αὐθαδεστερον αἰσθομενη της οἰκειας ἰσχυος ἠ βεβαιοτερον , Λυκια δε ἡμιν
μη ἡ βουλη ἡ ἐξ Ἀρειου παγου το πραγμ ' αἰσθομενη και την ὑμετεραν ἀγνοιαν ἐν οὐ δεοντι συμβεβηκυιαν ἰδουσα
9999969 καταφρονητικως
το χαλεπως ἐχειν προς ἀτιμιαν , ἐκ τουτων δε το καταφρονητικως ἐχειν της τυχης . οὑτοι μεν οὐν των ἀτομων
δε της ἑαυτων εὐγενειας ὑπομνησθεντες και φραξαμενοι δυνατωτερᾳ χειρι μαλα καταφρονητικως ᾐεσαν ὡς αὐτοβοει περιεσομενοι και συμπλακεντες τους μεν εὐθυς
9999969 ἀπερισκεπτως
ἡδυ . ἐπειτα οὐχ ὡς ἐτυχεν ἀξιοι ταυτα τιθεναι οὐδε ἀπερισκεπτως συναρμοττειν θατερα τοις ἑτεροις , ἀλλα διακρινουσα τα ποια
ἀλλ ' υἱωνους αὐτου γραφοντα τους παιδας . πανταπασι γαρ ἀπερισκεπτως και ῥᾳθυμως οἱ συγγραφεις περι αὐτων ταυτην ἐξενηνοχασι την
9999969 παραφροσυνην
ἀνακεκλισθαι τους ἀνθρωπους ἐν τῳ ὑγιαινειν : δηλοι γαρ ἠ παραφροσυνην ἠ μεγιστην ὀδυνην των περι την γαστερα χωριων ,
και σφυγμος ἐνειη ἐν τῳ ὑποχονδριῳ , θορυβον σημαινει ἠ παραφροσυνην [ . . ] : τινα των ἀντιγραφων “
9999969 λογισμοις
, ἐκστασιν ἡμιν ἐνεποιει και φρικην . Πλην ὁτι τοις λογισμοις θατερου τουτων παλαιοντες , οὑτω τας ἐφεξης ἡμερας διετελουμεν
. και ταυτα μεν περι τουτων . τοις δε ὀρθοις λογισμοις ἐξ ἀναγκης ἑπεται και περι των δοκουντων ἀτακτως κατα
9999969 ἀθροιζειν
βασιλικην ἐσθητα περιετιθει της συνηθους οὐκ ἐλαττουμενην , και λαον ἀθροιζειν συνεβουλευεν , ἐχων και αὐτος δυναμιν οὐκ ὀλιγην ,
μεγαλῃ δυναμει στρατευσουσιν ἐπι τους Φωκεις ὁ Φιλομηλος ἐκρινε μισθοφορων ἀθροιζειν πληθος . προσδεομενου δε του πολεμου χρηματων πλειονων ἠναγκαζετο
9999969 μισθοις
κακων ἀποσωσαι , τα δε ἀγωγιμα σφισιν ἀνασωσασθαι . ἁδροις μισθοις προαγαγων ἐς το τολμημα τουτον ἀναιρει . ἑκαστου την
Σιμωνιδην δε τον Κειον ἀει περι αὑτον εἰχεν , μεγαλοις μισθοις και δωροις πειθων : ταυτα δ ' ἐποιει βουλομενος
9999969 κρειττονως
ἠ κρειττον ἐστι το γινωσκον του γινωσκομενου πραγματος , και κρειττονως ἠ κατα την φυσιν αὐτου γινωσκει , οἱον ἡνικα
προ αὐτου ἀρχων ἀνεφυγεν ἑκατερα εἰς το μη εἰναι , κρειττονως ἡ μεν δευτερα εἰς την του πληθους ἀχανειαν ,
9999969 γαληνην
, και ἡμερας δια την ἐν ταις νησοις ἡσυχιαν και γαληνην ἀφικομεναι κοιμωνται , και τουτο ποιουσι προς τον ἡλιον
μεν τα των ἐπερχομενων κορυφουμενα κυματα , ἰθυναι δε προς γαληνην και σωτηριαν χαρισασθαι και δουναι πρυμναν κρουσασθαι του λοιπου
9999968 ἀσφαραγος
δε Ἡρωδιανος λεγει πραα το σφαραγειν κατα πλεονασμον του α ἀσφαραγος . λεγεται δε και το ἀκανθων ἀποφυομενον βλαστημα .
Των ἀκανθικων δη τα μεν ἁπλως εἰσιν ἀκανθαι , ὡσπερ ἀσφαραγος και σκορπιος : οὐ γαρ ἐχουσι φυλλον οὐδεν παρα
9999968 ἐγκρατως
, ἀρκουνται δε τοις παρουσι . ἀδυνατων δε μη ἐρωντες ἐγκρατως φερουσι τα νενομοθετημενα και πασης ἡδονης ἠ κολακειας ἀλλοτριωθεντες
, και μεντοι και δακων ὁ κυων ἐχεται και μαλα ἐγκρατως : κἀν προσελθων μαχαιρᾳ το σκελος ἀποκοπτῃς του κυνος
9999968 Αἰγυπτιας
τας τε γυναικας ἐσθ ' ὁτε και τετραδυμα τικτειν τας Αἰγυπτιας : Ἀριστοτελης δε τινα και ἑπταδυμα ἱστορει τετοκεναι ,
και οἱ τα διαπυρα χωρια οἰκουντες και μαλιστα περι τας Αἰγυπτιας θηβας . και ἀναγνωσις δε ἀτενεστερα ἐπιτηδεια προς το
9999968 γυναικεια
: Σαρρᾳ γουν οὐ διαλεξεται , πριν ἐκλιπειν ἐκεινην τα γυναικεια παντα και ἀναδραμειν εἰς ἁγνευουσης παρθενου ταξιν . ἀλλ
ὡσπερ ἀπο δακτυλων ῥοδοδακτυλος . και δακτυλιος και δακτυλιδια τα γυναικεια , και δακτυλιογλυφος και δακτυλιογλυφια παρα Πλατωνι . και
9999968 κατεβαινεν
Δια μυθολογουσιν οἱ Κρητες ὑπο των Κουρητων νεογνον ὀντα , κατεβαινεν εἰς το ἱερον ἀντρον και τους νομους ἐκει συντιθεις
τῃ στρατιᾳ ὁρων Θιβρων το ἱππικον εἰς το πεδιον οὐ κατεβαινεν , ἠγαπα δε εἰ ὁπου τυγχανοι ὠν , δυναιτο
9999968 ὑπηρετουσι
φαμεν , ὁποιαν δουλοι δεσποταις το κελευομενον ἀοκνως ποιειν ἐγνωκοτες ὑπηρετουσι . διοισει δε παλιν , ὁτι οἱ μεν δεσποται
παντες ἐλπιζοντες ὠφεληθησεσθαι ἠ των προτερων εὐεργεσιων χαριν ἀποδιδοντες . ὑπηρετουσι δε παντες κερδους ἑνεκεν ἠ τιμης ἠ ἡδονης ἠ
9999968 κυαμοις
. μετα δε το ἁλωναι κακουργουντα Ξενοτιμον ὑπηρετην ἐν τοις κυαμοις , οὑτως ἡ των φυλλων χρησις ἐπε - νοηθη
των ἀρτιων ἠ και περιττων . ταὐτον δε τουτο και κυαμοις ἠ καρυοις ἠ ἀμυγδαλαις , οἱ δε και ἀργυριῳ
9999968 ἀμφισβητουντας
ἐχοντας δε αὐτους ἀποκρινασθαι θανατῳ ζημιουν , ἁτε οὐ προσηκοντως ἀμφισβητουντας γενους τε και ἀρχης . Οἰδιπους δε ἀρα ἀφικετο
δυναστειων κατεσκευασεν , ἐπιεικως προσφερομενος τοις κρατηθεισιν . Ἀθηναιους γαρ ἀμφισβητουντας της ἡγεμονιας νικησας ἐπιφανει μαχῃ , τους μεν τετελευτηκοτας
9999968 ἐπεκαλειτο
οἱ ὑπηρεται . ὁ δε Θηραμενης ὡσπερ εἰκος και θεους ἐπεκαλειτο και ἀνθρωπους καθοραν τα γιγνομενα . ἡ δε βουλη
μετ ' οὐ πολυν χρονον μαχην ἐχων προς ταυρον ἀγριον ἐπεκαλειτο τον δελφινα ἐπι βοηθειαν . ὡς δε ἐκεινος καιπερ
9999968 κρατησας
αὐτοις κατα κρατος , αὐτους νικησας και των ἐλεφαντων ἑξηκοντα κρατησας , εἰς Ῥωμην ἀπεστειλε . και θαυμα Ῥωμαιοι ἐσχον
ἀγωνισται ; Οὐδαμως , ἀλλα εἱς ἐξ ἁπαντων , ὁ κρατησας αὐτων . Εἰτα , ὠ Σολων , ἐπι τῳ
9999968 τελεαν
Χαριτων ἑκας ἁ δικαιοπολις ἀρεταις κλειναισιν Αἰακιδαν θιγοισα νασος : τελεαν δ ' ἐχει δοξαν ἀπ ' ἀρχας . πολλοισι
ἀγαθοι [ δε ] και συναγωνιζεσθαι ὠφελιμοι και ἐπιμαχομενοι ἱκανοι τελεαν την ἡτταν τοις βαρβαροις τοις προς των πεζων τραπεισι
9999968 λειπουσης
ἡ στροφη και ἀντιστροφος κωλων θʹ . το αʹ ἰαμβελεγος λειπουσης της πρωτης συλλαβης [ ἠ του τελους μετακειμενου ἐπι
, οὑτως οὐδε εἰ ἐστιν ἀλλα τινα αἰσθητα εἰσομεθα , λειπουσης ἡμιν της κριτικης αὐτων αἰσθησεως . ὁτι δε οὐκ
9999968 ἐκκλησιων
ὁπερ εἰπον , εἰρηκει προτερον , ἀναστας τῃ προτερᾳ των ἐκκλησιων ἐν αἱς περι της εἰρηνης ἐβουλευεσθε , ἠρξατ '
ἠδη βεβουλευσθαι . Εἰρηκε δε ὡς ἐν τῃ προτερᾳ των ἐκκλησιων δημηγορησαντος Φιλοκρατους , ὑστερον ἀναβας ἐγω κατεμεμψαμην ἡν εἰσηγειτο
9999968 κρεμασας
πληγας ἐντειναι , πληγας ἐμβαλειν . Ὑπερειδης δ ' ἐφη κρεμασας ἐκ του κιονος ἐξεδειρεν , ὁθεν και μωλωπων ἐτι
γαρ ἀν ποτε ἐξηυρον ὀρθως τα μετεωρα πραγματα εἰ μη κρεμασας το νοημα και την φροντιδα , λεπτην καταμειξας εἰς
9999968 θεραπευομεν
ἡμεις δ ' ὑπερ ἡμων αὐτων λεγοντες και το σον θεραπευομεν . μαλλον δε της μεν σης ἀπολογιας και ἡμεις
ἐχειν οἰκειοτερον : ἐπει και του σωματος ἀει το καμνον θεραπευομεν και πλειονα ποιουμεθα προνοιαν ποδων ἠ ὀφθαλμων , ὁταν
9999968 παραδειγματικως
ὡς ἀδικουντες παρωξυναν , την συνηθη πολιτειαν ζητησαντες ; εἰτα παραδειγματικως τουτο εἰπε : δια τουτο προς Δαρειον ἡμεις παρεταξαμεθα
Πολιτειᾳ γραμμης εἰκονας μεν εἰναι των νοητων , προεσταναι δε παραδειγματικως των αἰσθητων : ἐν δε Φαιδωνι της ἀναμνησεως ἡμιν

Back