ἀραρυιαι : την Ὀδυσευς φραζεσθαι ἀνωγει διον ὑφορβον ἑσταοτ ' ἀγχ ' αὐτης : μια δ ' οἰη γινετ '
. . , ὡς ὁ πατηρ αὐτου εἱσατο δ ' ἀγχ ' Ἑλικωνος ὀιζυρῃ ἐνι κωμῃ Ἀσκρῃ , χειμα κακῃ
9999732 ἐνετελλετο
ἐθελωσι χωρην ἀσινεας . Ἐπιλεγων δε τον λογον τονδε ταυτα ἐνετελλετο , ὡς εἰ μεν ἀπωλοντο οἱ κατασκοποι , οὐτ
και γνωμας οὑτω λυσιτελεις δεδωκοτων ; Και μην οὐ μονος ἐνετελλετο σοι Πηλευς ἡμερον εἰναι και πρᾳον , ἀλλα παιδιον
9999725 εὑρες
, μεγα χαιρε διαμπερες : ἀξιον εὑρες νυμφιον , ἀξιον εὑρες , ὁμοφροσυνην δ ' ὀπασειεν ? ? [ ]
ἐπιστημης τον τροπον τουτον : ” τι τουτο ὁ ταχυ εὑρες , τεκνον ” ; ἀποκρινεται και φησιν : „
9999724 κροταφοισι
ἀλλα κωμα μιν ἐχει , και αἱ φλεβες ἐν τοισι κροταφοισι σφυζουσι , και πυρετος βλη - χρος ἐχει ,
κουραις ὑπο βαρβιτωι χορευων βιον ἡσυχον φεροιμην . Στεφανους μεν κροταφοισι ῥοδινους συναρμοσαντες μεθυωμεν ἁβρα γελωντες . ὑπο βαρβιτωι δε
9999722 ποτηριῳ
χλωρα Κυθνιου παρατεμων , βοτρυδιον τι , χοριον , ἐν ποτηριῳ γλυκυν : το τοιουτον γαρ ἀει πως μερος ἐπιπαιζεται
το μεγεθος παιζοντες οἱ ποιηται και συγγραφεις πλειν αὐτον ἐν ποτηριῳ ἐμυθολογησαν . Πανυασις δ ' ἐν πρωτῳ Ἡρακλειας παρα
9999721 ἀναπνοηϲ
ἀναπνοην μη παραποδιζεϲθαι : ὁπερ οὐκ ἀναγκαιον δια ϲτοματοϲ τηϲ ἀναπνοηϲ γινομενηϲ . εἰ δε φλεγμαινοι ἡ ῥιϲ , των
μην ἐνδακοντοϲ , λυϲϲᾳ ὁ ἀνθρωποϲ . τοιηνδε ὠν τηϲ ἀναπνοηϲ την τροπην οὐκ ἀδυνατον γιγνεϲθαι ἐνδοθεν : ἐπει και
9999721 κρασεσι
ἐπειδη τουτοις ὁσα οἰκεια ταις ὡραις και ταις ἡλικιαις και κρασεσι και ταις των νοσηματων καταστασεσι φαινεται μετριωτερα δει νομιζειν
ἀγαθος ἁπασι τοις θερ - μαινεσθαι δεομενοις φλεγματωδεσι και ψυχραις κρασεσι , και ψυχρων χυμων πληθος ἠθροικοσιν , ἀργως βιουσιν
9999719 πλεονακιϲ
Ἀϲϲιαϲ πετραϲ το ἀνθοϲ ταϲ πλαδαραϲ ϲαρκαϲ ἐκτηκει . πομφολυξ πλεονακιϲ πλυθειϲα τιτανοϲ γενναιωϲ , ὠου το λευκον και λεπτον
ἐμπλαϲτρων λογῳ . ταυτα παντα και διϲ και τριϲ και πλεονακιϲ παραληπτεον προϲ ταϲ ἀπειθεϲτεραϲ διαθεϲειϲ . Περι πταρμικων .
9999719 γνωστικη
ἑξεως εἰναι την γνωσιν των ἀρχων . κρειττων δε ἐπιστημης γνωστικη ἑξις οὐκ ἐστιν ἀλλη ἠ νους : νους ἀρα
τον αὐτον λογον διαιρει , ἐπειδη δι ' ὁλου ἡ γνωστικη δυναμις ὁμοειδης ἐστι προς ἑαυτην , τας τε διαφορας
9999717 ἀσφαλες
και γυναικων και παιδιων , ἐνταυθα συγκαταπεφευγος ἠν δια το ἀσφαλες του χωριου . τουτο δ ' ἠν αὐτοις ὀλεθρος
ἐστιν ἐπιμελως ἀναπυνθανου : και εἰ μη παρ ' αὐτων ἀσφαλες εἰη σοι πυνθανεσθαι , το παρον ὑπερθεμενος παρ '
9999716 θελωσι
: ἐνταυθα γαρ και σχηματοποιειν ἐπι των δενδρων οἱον ἀν θελωσι : και ταχα τουτο γε οὐκ ἀπιθανον : ἐνδεχεται
περι φυγης ἐν ἐπινικιοις : νικωμεν γαρ , ἀν θεοι θελωσι , και οὐ μονον Τυρον ἑξομεν , ἀλλα και
9999716 διορισμῳ
το ὀν παντα κατα το ἡνωμενον , ὡς παντα ἐν διορισμῳ κατα το διακεκριμενον . Ἐστιν ἀρα ἐν παντι ἑκαστῳ
, οὐ μην διωρισμενον : οὐδε γαρ το διακεκριμενον ἐν διορισμῳ : οὐδε γαρ αὐτο ὀν ὡς τι παρα την
9999716 ἐπρεσβευσα
: οὐδε ἐγραψα μεν , οὐκ ἐπρεσβευσα δε : οὐδε ἐπρεσβευσα μεν , οὐκ ἐπεισα δε Θηβαιους ; Ἀλλα μην
οὐκ ἐγραψα δε , οὐδ ' ἐγραψα μεν , οὐκ ἐπρεσβευσα δε , οὐδ ' ἐπρεσβευσα μεν , οὐκ ἐπεισα
9999716 γεννητικη
γαρ τροφη ἡ τε ξηρα και ἡ ὑγρα αἱματος ἐστι γεννητικη . τουτο δε τρεφει μεν το σωμα , πλεονασαν
ἐφιεται και ἀγαθου , και δια τουτο τοις ἐμψυχοις ἡ γεννητικη ἐνεσπαρται δυναμις , πως ἐπι των ἀψυχων ὁ λογος
9999716 ὑγιες
' εὐθυς ἀπ ' ἀρχης ἀρξαμενοι ἐκακοτεχνουν και ἐπεβουλευον μηδεν ὑγιες ποιειν , ὑπο τε των μαρτυριων και αὐτοι ὑφ
νευρας , ὑπ ' ἀνδρος τουδε συνθηρωμεναι . Ὠ μηδεν ὑγιες μηδ ' ἐλευθερον φρονων , οἱ ' αὐ μ
9999716 δοτικη
, ὡς Ξ Αἰαντι δαϊφρονι θυμον ὀρινε . Τριτη ἡ δοτικη , και προτετακται της αἰτιατικης δια την προς την
, οἱον Ἀρισταρχῳ διδωμι , Ἀρισταρχον ἐτιμησα . Ἡ δε δοτικη προτετακται της αἰτιατικης , ἐπειδη και αὐτη ἐστιν ὁτε
9999715 οἰχοιτο
αὐτομολοι και οἱ ἁλισκομενοι ταὐτ ' ἐλεγον ὁτι ὁ Ἀσσυριος οἰχοιτο ἐπι Λυδιας , πολλα ταλαντα χρυσιου και ἀργυριου ἀγων
, κἀπειθ ' ἡμιν οὑτως ὁ λογος ὡσπερ μυθος ἀπολομενος οἰχοιτο , αὐτοι δε σῳζοιμεθα ἐπι τινος ἀλογιας ; Ἀλλ
9999715 ἠγωνιζετο
και ἀνακρινας εἰσηγαγεν εἰς το δικαστηριον . και οὑτοσι Ὀλυμπιοδωρος ἠγωνιζετο πρωτος , και ἐλεγεν ὁ τι ἐβουλετο , και
δη . τι δ ' ἐστι ; μων τι κεδνον ἠγωνιζετο ; νεος μεθεστηκ ' ἐκ γεροντος αὐθις αὐ .
9999714 αἱματωδες
του πλευμονος , το πτυσμα λεπτον πτυει , ἐνιοτε δε αἱματωδες , ἀφρονεει τε και πυρετος ἰσχει , και ὀδυνη
τι πιῃ ἠ φαγῃ ὁ ἀνθρωπος , ὁ τι ἐστιν αἱματωδες , ἑλκει μεν και το σωμα ἁπαν ἐς ἑωυτο
9999714 θειᾳ
μη προσδεισθαι ἀλλων , διαγωγης μη ἀπορειν : ἐφιστανειν τῃ θειᾳ διοικησει , τῃ αὑτων προς τἀλλα σχεσει : ἐπιβλεπειν
δυνατωτερῳ της ἑαυτων σοφιας : αὐτος δε ἀμαχῳ τινι και θειᾳ δυναμει ἀπεδωκε τῳ σκηνει την κεφαλην , και την
9999714 ἀπεπεμψεν
προκλησιν των Θρᾳκων διηγησαμενον ἀπελθειν : ὁς και προσδους δυναμιν ἀπεπεμψεν , ἡσθεις ὁτι μεγα δυναμενος ἀνηρ ἐξεισι των Ἀθηνων
, και μηδαμως ἀλλως ποιειν . ὁ δε συνωμολογησεν και ἀπεπεμψεν ἐφοδια δους , των Διωνος δε χρηματων οὐτ '
9999713 ἀκαθαρτα
ἀνωμολογηται . νομου δε και παιδειας ἰδιον βεβηλα ἁγιων και ἀκαθαρτα καθαρων διαστελλειν , ὡς ἐμπαλιν ἀνομιας και ἀπαιδευσιας εἰς
ἀναγραφηϲομενοιϲ , κολλυρια δε προϲαγειν ἀδηκτοτατα , εἰ δε και ἀκαθαρτα φαινηται τα ἑλκη . χρηϲτεον οὐν τῳ τε ϲποδιακῳ
9999712 τριποδα
τυραννῳ , καθα φησι Μινυης . Τα δε περι τον τριποδα φανερα τον εὑρεθεντα ὑπο των ἁλιεων και διαπεμφθεντα τοις
μονος ἀνευρηκως τεχνην , ὁ τα κεφαλαια συγγραφων Εὐριπιδῃ . τριποδα και καδον παραθεμενος ψυκτηρα τ ' οἰνου . .
9999711 διδασκαλιᾳ
ταυτ ' ἀφιησιν ἀνεξεταστα , ἁρμοδια ὀντα τῃ ἐνταυθα προτεθεισῃ διδασκαλιᾳ , ἱνα μη ὁ προκειμενος λογος λειποιτο τινος των
ν : και την αἰτιαν ἐν τῃ 〛 περι ἀντωνυμιων διδασκαλιᾳ εἰ θεῳ φιλον μαθησομεθα . Τω χαριεντε , τοιν
9999711 κυβερνητικην
[ οἱον ] εἰ ἐμψυχος ὁ οἰαξ ἠν , ὡστε κυβερνητικην εἰναι ἐνδον την κινουσαν τεχνικως ; Νυν δε τουτο
ἀν μοι ἀπεκρινω ; τινα αὐτην εἰναι ; ἀρα οὐ κυβερνητικην ; Ναι . Εἰ δε ἐπιθυμων ταυτην την σοφιαν
9999711 κρατηρες
και κυλιξ αἰχμη , κομη δε τοξα , δηιοι δε κρατηρες , ἱπποι δ ' ἀκρητος και ἀλαλη μυρον .
σχημα της στρατειας Ἐγεσταιοι και Λεοντινοι παρειχον , οἱ δε κρατηρες ἀλλο τι βουλομενων ἠσαν και ἡ μεχρι Αἰγινης ἁμιλλα
9999711 ἀγαθα
ἀνωρυξαν λυθεντες . Ἐπι τουτοις ηὐχοντο μεν αὐτῳ παντα τα ἀγαθα Λαμων και Μυρταλη : Δαφνις δε δωρα προσεκομισεν ἐριφους
ἑκαστον το συνηδεσθαι , το συναλγειν ἑαυτῳ , το ἐλπιζειν ἀγαθα , το χαιρειν ἐπι τοις πεπραγμενοις . εἰ δε
9999710 ἐφυετο
τοις ὀρεσιν δ ' αὐτοματ ' αὐτοις τα μιμαικυλ ' ἐφυετο πολλα . πολφους δ ' οὐχ ἡψον ὁμου βολβοις
. και ἐν αὐτῳ κηποι τε πολλοι και ἀκροδρυα παντοια ἐφυετο : ὀνομα τῳ χωρῳ Μεσαμβριη . ἐκ Μεσαμβριης δε
9999710 Αἰγυπτιοι
και ὁ Ὑδασπης οἱ ποταμοι ὀρυγας τρεφουσιν . ὁτι οἱ Αἰγυπτιοι ἱερεις σεβουσι τους ὀρυγας , ἐπειδη αὐτοι τον Σειριον
ὁ των δακτυλων ἐστι κροτος . προτεινουσι δε ἀρα οἱ Αἰγυπτιοι και ξενια αὐταις . ἐπαν γαρ ἀπο δειπνου γενωνται
9999710 τετρακισχιλια
, ἡ δε Ζ ξδ και το ἀπ ' αὐτης τετρακισχιλια ϘϚ . Δηλον , ὁτι ὡς ἑν το Α
διδωμι , ταλαντον : βους δε ἑξακοσιους και προβατα εἰς τετρακισχιλια και ἀνδραποδα εἰς εἰκοσι και ἑκατον . ταυτα λαβων
9999708 νηες
τοις ἰδιοις και τοις ἱεροις ἀποκειμενα ἠν ὁπλα τε και νηες και βελη τα τε ἀλλα παντα καλως αὐτῃ παρεσκευαστο
, ὁτι οὐ χρη αἱ ναυς λεγειν , ἀλλα αἱ νηες , ᾠηθη δειν λεγειν και την αἰτιατικην ὁμοιως ,
9999707 ἀγαθοποιῳ
ἀγαθοποιου ἐπιμεριζοντος ἀγαθοποιου και παραδουναι τον ἐπιμεριζοντα ἀγαθοποιον ὀντα ἑτερῳ ἀγαθοποιῳ ἐν ὁριοις ἀγαθοποιου : δηλοι γαρ ἐν ἐκεινῳ τῳ
ὁριων κακοποιων ἐπι ὁρια ἀγαθοποιων ἐπιμεριζοντος ἀγαθοποιου ἠ παραδουναι κακοποιον ἀγαθοποιῳ ἐν ὁριοις ἀγαθοποιου : δηλοι δε ἐν τῳ τοιουτῳ
9999707 Ἀπολλωνιῳ
μετριου προελθοντες ἀνεζευξαν ἀποβαλοντες το ἀκουειν . προϊοντι δε τῳ Ἀπολλωνιῳ και τοις ἀμφ ' αὐτον μαστοι ὀρων ἐφαινοντο παρεχομενοι
και ἐκειθεν ἡ κλισις , οἱον Ἀπολλωνιου ὑπερ Ἀπολλωνιου , Ἀπολλωνιῳ συν Ἀπολλωνιῳ , Ἀπολλωνιον προς Ἀπολλωνιον , ἐμου ὑπ
9999707 οὐλη
ἐνδοτερω εἰεν , ταϲϲομεν την ὑποτομην , ἱνα ἡ ἐπιγιγνομενη οὐλη κωλυϲῃ αὐταϲ παλιν φυηναι . οὐδεν δε κωλυει και
δυο ἐχει γομφιους . νεων δε γυναικων προσωπα λεκτικη , οὐλη , κορη , ψευδοκορη , ἑτερα ψευδοκορη , σπαρτοπολιος
9999707 ὀρεσι
ἐκ του κυριωτερου την ἀροσιμον ἐκαλεσε γην . Ἐν τοις ὀρεσι δε και τοις ἀγεωργητοις της γης μερεσιν αἱ δρυς
ὁμου και νεμομενα : και γαρ ἐκεινον ἐν τε τοις ὀρεσι και περι τας ναπας τα πολλα διατριβειν : ἀποθανοντος
9999707 χαμαιλεοντοϲ
ἑλενιου ἀνα # δ ἁρμαλα ὁ καλουϲι βηϲαϲα # β χαμαιλεοντοϲ μελανοϲ ῥιζηϲ # β καρποβαλϲαμου # α ϲχοινου ἀνθουϲ
λευκην ἠ ἀμφοτεραϲ μιξαϲ . ἐϲτι δε ἡ μεν δια χαμαιλεοντοϲ ἡδε : λιθαργυρου # α # β , ἁλοϲ
9999706 στεφη
την τεχνην , οἰωνον ἐθεμην , φησι , καλλινικα σα στεφη : ἐν γαρ κλυδωνι κειμεθ ' , ὡσπερ οἰσθα
δομους . που νυν [ ἀν ] εἰη καλλινικα ἐχων στεφη ; παν ἀστυ πληροι Τρωικον γαυρουμενος . [ ]
9999706 εὐδαιμονι
οὑτω και τα ἐξωθεν ἀγαθα , προστιθεμενα τῳ καλῳ και εὐδαιμονι , συνεπικοσμει αὐτου τον βιον , και την χρησιν
ἠ ἑαυτους και τα ἑαυτων , χρεια δια τουτο τῳ εὐδαιμονι φιλων , ὁπως ὁρων τας του φιλου πραξεις και
9999706 χαρακτηριζει
ῥηματων το προ του ἐσχατου : οὐ γαρ το ω χαρακτηριζει την συζυγιαν , ἀλλα το προ αὐτου : πολλα
ἀσυμπτωτοι , το δ ' εἰς ἀπειρον ἐκβαλλομενας μη συμπιπτειν χαρακτηριζει τας παραλληλους , και οὐδε τουτο ἁπλως , ἀλλα
9999706 ῥητινη
, ἰρεως φυλλα και πρασιου , ἰξος , πιττα , ῥητινη , θειον ἀπυρον , ἑκαστῳ των εἰρημενων μιγνυμενον .
και φυσεις ἀνθρωπων τε και μοριων , οὑτως ὑπερβαλλουσι βραχυ ῥητινη και πιττα , και δια τουτο μιγνυμενα ταυτι παντα
9999706 εὐδαιμονιᾳ
σημειον δε , ὁτι ἡ εὐτυχια δοκει ταὐτον εἰναι τῃ εὐδαιμονιᾳ , ἡ δε εὐδαιμονια εὐπραξια τις και περι πραξιν
οἰονται εἰναι ἡδυν : και εὐλογως την ἡδονην συμπλεκουσι τῃ εὐδαιμονιᾳ , ὡς ἑτεραν μεν οὐσαν την ἡδονην της εὐδαιμονιας
9999705 ἐφθειρετο
μεταβαλλει ψυχη : δοξασα δ ' εἰπον , ὁτι οὐδεποτε ἐφθειρετο : των γαρ ἀκουσιων οὐδεν του πασχοντος προς ἀληθειαν
σπηλαιον τουτο ἐλθουσαν ἐπι χρονον ἀπειναι πολυν . ὡς δε ἐφθειρετο μεν παντα ὁσα ἡ γη τρεφει , το δε
9999705 δωδεκατημορια
ποικιλαι του διτονου διαιρεσεις : πρωτη μεν ἡ εἰς κδ δωδεκατημορια , δευτερα δε ἡ εἰς διεσεις ἠ τονου τεταρτημορια
και ὁσα τετραγωνιζειν λεγεται , περιεχοντα μιαν ὀρθην και τρια δωδεκατημορια και μοιρας Ϙʹ , και ἐτι ὁσα ἑξαγωνον ποιειται
9999705 κυνες
. . ἐκ δ ' ἀρα κολπων γαιης θρῳσκουσιν χθονιοι κυνες οὐποτ ' ἀληθες σημα βροτῳ δεικνυντες . ἠεριων ἐλατειρα
χονδρωδη δ ' οὑτω λεγεται : πολυποδες , γαλεοι τε κυνες . μαλακια δε καλειται τα τευθιδωδη . σελαχια δε
9999705 ἐκομισεν
ἡν ἁρπασας ὁ Ἀπολλων , κατα Φιλοστεφανον , ἀπο Βοιωτιας ἐκομισεν εἰς τον Ποντον , και μιγεις αὐτῃ , ἐσχε
της Ἀσωπου θυγατρος Σινωπης , ἡν ἁρπασας Ἀπολλων ἀπο Ὑριας ἐκομισεν εἰς Ποντον , και μιγεις αὐτῃ ἐσχε Συρον ,
9999705 ἐνεργα
, τα δε ὀργανικα : και των ὁμοιομερων τα μεν ἐνεργα , τα δε χρειωδη . και παλιν των ὀργανικων
ἀν δοκεις πλειονας γιγνεσθαι , εἰ τα σα ἰδια μονον ἐνεργα ἐχοις ἠ εἰ τα παντων των πολιτων μεμηχανημενος εἰης
9999705 δριμεια
ἑλκων πραϋνει . Ὀνομα ἠ ὀνομιϲ ἠ φλομιτιϲ ἠ ὀνωνιϲ δριμεια και πικρα ἐϲτιν : ὁθεν τα φυλλα αὐτηϲ πινομενα
ὁ δε καρποϲ ἰϲχυροτεροϲ ἐϲτιν . Δρυοπτεριϲ γλυκεια τε και δριμεια και ὑποπικροϲ ἐϲτι , κατα δε την ῥιζαν και
9999702 συμπληρωτικα
οἱον λευκον μελαν καθησθαι ἑσταναι . τουτων οὐν τα μεν συμπληρωτικα ἐστι της οὐσιας ἠγουν της ὑπαρξεως , το γενος
λεγειν τον τραχηλον ἠ την κεφαλην μη του ἐκτος ἀνθρωπου συμπληρωτικα εἰναι μερη , ἀλλα της ἡμετερας συμμνημονευσεως . εἰ
9999702 βοηθειᾳ
μετα Τρωεσσιν ὁμιλει . ὁμιλιᾳ οὐν ἀντι του συμμαχιᾳ , βοηθειᾳ , τουτεστι : συμμαχων τῃ πατριδι και βοηθων ἐξευρε
ἰουσαι : πορευθεισαι . Μεν : μην . ἐπαρωγῃ : βοηθειᾳ . Κεντροφορων : κεντρα ἐχοντων , των κεντρινων λεγει
9999701 ἀνθορισμῳ
δε πολλακις ὁρικαι τε και στοχαστικαι ἐμπιπτουσιν ἀντιθεσεις αἱ μεν ἀνθορισμῳ τε και συλλογισμῳ αἱ δε βουλησει τε και δυναμει
ἰδιωτην σχημα μονον ἐχοντα : και δια δυο ὁρων και ἀνθορισμῳ : και το μεν κατα ἀξιωσιν και ἀμφισβητησιν ,
9999700 Μιτυληνη
βασιλει . Λεσβος μεν οὐν οὑτως ὑπο βασιλεως ἑαλω και Μιτυληνη χρονους ἠδη πεντηκοντα και ἑκατον ἐν τοις καθ '
γραμματα , . . . . παρα τοσουτον κινδυνου ἡ Μιτυληνη ἠλθεν . ἀπο ταυτης οὐν φησιν αὐτον ἐπιδειξειν το
9999699 ἀπωλετο
πληγῃ ] ἐν ἑνι πολεμῳ . κατεφθαρται ] ἐφθαρη , ἀπωλετο . ὀλβος ] εὐδαιμονια . ἀνθος ] το ἐξαιρετον
δυστυχιαν ἐλεησας : περιπαθεις ἀγαν αἱ Φοινισσαι τῃ τραγῳδιᾳ . ἀπωλετο γαρ ὁ Κρεοντος υἱος ἀπο του τειχους ὑπερ της
9999699 τοὐνεκα
χρυσειον ἀλεισον . ἐχρην ὀρθοτονειν την σοι . Ζηνοδοτος δε τοὐνεκα τοι γραφει , [ ἀγνοων ] ὁτι ἐπι της
πολλον ἀπωθε : πονον δ ' ἐς μεσσον ἐλασσαν : τοὐνεκα ῥηιδιη μεν ἐς ἀργαλεην κακοτητα αἰζηοισι κελευθος , ἀνιηρη
9999699 θαμινα
, και οὐκ ἐτι οὐδεν ἐγραφεν , την δε κεφαλην θαμινα ἐπεσειεν . Ἐγω δε , ὑμεις μεν , ἐφην
παλαιῳ , χλιαροισι δε κλυζειν , και πυριᾳν την κεφαλην θαμινα μαλθακῃσι πυριῃσι και εὐοδμοισιν , ἱνα θασσον καθαιρηται ὁ
9999699 ἐθεασατο
καθα φησι Διοδωρος ἐν Ἀπομνημονευματων πρωτῳ , ἐν τοις μαθημασιν ἐθεασατο το κοινον και συνῳκειωσε καθ ' ὁσον ἠν δυνατον
μελι και τα κηρια ἀφειλετο . ὁ δε ἐπανελθων ἐπειδη ἐθεασατο ἐρημους τας κυψελας , εἱστηκει ταυτας διερευνων . αἱ
9999699 κωματωδεες
ἀναυδιαι , κακον . Κοπιωδεες , ἀχλυωδεες , ἀγρυπνοι , κωματωδεες , ἐφιδρουντες , ἀναθερμαινομενοι , κακον . Οἱ κοπιωδεες
και σφοδρως [ και ] παλμος ἐν αὐτῳ γινομενος . κωματωδεες : οἱ μετα κωματος καταφερομενοι . κωμα γαρ ὁ
9999698 εὑρωσι
οὐτε ἀδικουσιν οὐτε ἀποκτεννυουσιν ἀνθρωπων οὐδενα : ἐαν δε τι εὑρωσι ἐν τηι ὁδωι χρυσιον ἠ ἱματιον ἠ ἀργυριον ἠ
ἐκεινων ψυχης ὑπεραγωνισωνται , εἰ δε τον θανατον ἀποφυγοιεν , εὑρωσι τε και χρησωνται προς ἐλευθεριαν . Οἱ δε της
9999698 πλεα
ἡ φωνη τοις λαλουσι πονηρως ἐχει , τα μεν ἱερα πλεα ἠν ἱκετευοντων τους θεους , ἐπει διῳδηκει την φαρυγγα
δ ' ὑστατη που ' σθ ' ; ἡδε Κυζικος πλεα στατηρων . ἐν τῃδε τοινυν τῃ πολει φρουρων ἐγω
9999698 βουλευομεθα
το προκριναι ὁ δεον γενεσθαι , οὐκετι περι του πραγματος βουλευομεθα , ἀλλα γινωσκομεν ὡρισμενως ὡς δει ποιειν : ἀναγομεν
Λακεδαιμονιοι πως ἀν Σκυθαι καλως πολιτευσαιντο , ἀλλα παντες ἀνθρωποι βουλευομεθα πρωτον περι των ἐφ ' ἡμιν : ταυτα δε
9999698 ἐθαρρουν
διεπορθμευεν , και ἐς τοδε το στρατοπεδον οἱ Λιβυες ἀφορωντες ἐθαρρουν . τοτε δ ' αὐτου ληφθεντος και τα λοιπα
ἀνεχωρουν : συνεσκοταζε γαρ ἠδη , και κεκμηκοτες ἀκμησιν οὐκ ἐθαρρουν συμπλεκεσθαι . Τουτο μεν δη συγκυρημα τοις ὑπολοιποις ἐκ
9999698 ἐλατηρ
παρα το βω βεβοται βοτης και βοτηρ , ὡς ἐλατης ἐλατηρ , και ἐν ἐπεκτασει βωτωρ , ὡς Μεντης Μεντωρ
χρωμενων των ἡρωων : και γαρ λεγει τον δ ' ἐλατηρ ' ἀφιει ἀκαχημενον ἱππων . ἐνδεχεται δε δυω συνωριδας
9999698 ἐπαιδευσε
. ιθʹ . Ἀπολλωνιος δε ὁ Ναυκρατιτης Ἡρακλειδῃ μεν ἐναντια ἐπαιδευσε τον Ἀθηνησι θρονον κατειληφοτι , λογου δε ἐπεμεληθη πολιτικου
φρονων . Ὁμηρος ὁ θειος ποιητης τα τε ἀλλα ἡμας ἐπαιδευσε και το της μονῳδιας εἰδος οὐ παραλελοιπε : και
9999698 τυχωσι
κρασεως οἱ την κυρειαν λαβοντες ὁμοιως , ἐαν μεν συνοικειουμενοι τυχωσι τοις διατιθεμενοις ἠ καθυπερτερηθωσιν ὑπο της των ἐναντιων αἱρεσεως
ἐξον οὐκ ἠθελησατε , ἀλλ ' ἱν ' οἱ ἀλλοι τυχωσι των δικαιων , τα ὑμετερ ' αὐτων ἀνηλισκετ '
9999698 μνηστηρες
του τοιουτου . τον γαρ Ὀδυσσεα και τον Ἰρον οἱ μνηστηρες συνεβαλον δια το σχημα ὡς οὐδεν διαφεροντας . ἐφη
ἰαλλον . αὐταρ ἐπει ποσιος και ἐδητυος ἐξ ἐρον ἑντο μνηστηρες , τοισιν μεν ἐνι φρεσιν ἀλλα μεμηλει , μολπη
9999698 κατεσκευασθη
ὁ ἡλιος ὀργανον ἐπι τοις μεταβαλλομενοις τουτοις σωμασι τῳ δημιουργῳ κατεσκευασθη . Και ταις αὐξομειωσεσι δε ἡ σεληνη , τας
δε και τα λοιπα μερη της νεως ἐν μησι ἑξ κατεσκευασθη και τοις χαλκοις ἡλοις πασα περιεληφθη , ὡν οἱ
9999698 τραγικη
. . . σικιννις : σατυρικη ὀρχησις , ἐμμελεια δε τραγικη , κορδαξ δε κωμικη , ὡς Ἀριστοξενος ἐν πρωτῳ
καταχρηστικως νυν την εὐρυθμιαν . κυριως γαρ ἡ μετα μελους τραγικη ὀρχησις . οἱ δε , ἡ προς τας ῥησεις
9999698 κρατηρα
τας ἀγορας και τους στενωπους νεκρων , και μεγαν αἱματος κρατηρα πολιτικου στησαντες οὑτως ἀν ἐδεξαμεθα την ὀφειλομενην μοιραν .
ἐν νυκτομαχιᾳ προτερον πολεμουντες , και εἰρηνη συχνη . ἀλλα κρατηρα στησαντες οἱον ἐν εἰρηνῃ σπονδας ποιησωμεθα θεων μεν Ἑρμῃ
9999697 ἀναγωγηϲ
. ἠν δε ἀπο τηϲ δευτερηϲ ἑβδομαδοϲ ἡ ἀρχη τηϲ ἀναγωγηϲ των πτυελων γιγνηται και των ξυντεινοντων κακων , ἐϲ
δ ' ἡκιϲτα : νεοι δε μεχρι ἀκμηϲ ἀπο αἱματοϲ ἀναγωγηϲ φθινωδεεϲ γιγνονται , και ὑγιαζονται μεν , οὐ ῥηϊδιωϲ
9999697 ἐκομισατο
και ταχυ του Σοφακος ὁ Σκιπιων της εἰς αὐτον ἐπιεικειας ἐκομισατο χαριν . Ὁτι Σοφονβα ἡ προτερον μεν Μασανασσῃ ,
τουτων Εὐμενης μεν ἀρτι την ἐκ του φρουριου πεποιημενος ἀποχωρησιν ἐκομισατο τας ἐπιστολας τας ἀποσταλεισας ὑπο Πολυπερχοντος , ἐν αἱς
9999697 Θουκυδιδου
πραγματων , ὡς ἐχει το [ πολλα ἠν ἑτερα περι Θουκυδιδου διεξελθειν , εἰ μη το παντα ἐρειν το των
Θουριοις κατῳκισθησαν . ἐν δε τῳ περι Ἀνδρειας Μελησιαν τον Θουκυδιδου του ἀντιπολιτευσαμενου Περικλει και Λυσιμαχον τον Ἀριστειδου του δικαιου
9999697 τριϲ
και ϲικυα μεγαλη χωριϲ ἀμυχων περι τον ὀμφαλον διϲ ἠ τριϲ τεθειϲα διεφορηϲεν . των μυων δε δια θλαϲιν ,
και παντων των πτηνων αἱ κοιλιαι , κοχλιαι και μαλλον τριϲ ἑψηθεντεϲ . των ὀϲτρακοδερμων τα ϲκληροϲαρκα , οἱον πορφυραι
9999697 μανα
τελειως εἰναι ξηρα ἱνα μη εἰς αὑτα ἑλκῃ , μητε μανα ἱνα μη διιῃ : ταυτα δε και ἐνικμα και
γυμνον . Τα δε χεδροπα παχεα μεν τοις κελυφεσιν ἀλλα μανα και γλυκυτητα τινα ἐχοντα φαινεται : οὐχ ἡττον δ
9999697 ἀνηγαγε
και προς τα τοιαυτα ἀσυγγνωστος , κατειπε , κατηγορησεν , ἀνηγαγε τῳ πατρι : εἰτ ' ἐκεινος καταγνους ἀπεκηρυξε ,
Ἑλληνικας λεξεις ἀπειρους οὐσας εἰς τα ὀκτω μερη του λογου ἀνηγαγε και ὁ φιλοσοφος τας σημαντικας λεξεις εἰς δεκα τινα
9999697 δυνηθειη
την ἰδιαν οὐσιαν : ὁ γαρ ἀνεπιστημων ἑαυτου πως ἀν δυνηθειη καταλαβειν την ἀνωτατω και πανθ ' ὑπερβαλλουσαν θεου δυναμιν
, τουτους τε ἀποπαυσει της κραυγης και τοὐντευθεν ἀνετως κοιμησεσθαι δυνηθειη , ὡς πολλακις τουτο ποιησας ὠφεληθη μηδεν , μετ
9999697 ἀπωλειᾳ
του Λουκουλλου πυθομενος τε και Λουκουλλον ἐλπισας ἐπι τοσῃδε ἱππεων ἀπωλειᾳ αὐτικα οἱ προσπεσεισθαι , φυγην ὑπ ' ἐκπληξεως ἐπενοει
ἀταφων γεγονοτων , παντες χαλεπως ἐφερον ἐπι τῃ των ἀνδρων ἀπωλειᾳ τε και στερησει της ταφης . ὁ δε Σκιπιων
9999696 μαχοιτο
ξεινος γαρ μοι ὁδ ' ἐστι : τις ἀν φιλεοντι μαχοιτο ; ἀφρων δη κεινος γε και οὐτιδανος πελει ἀνηρ
: βρυκει γαρ ἁπαν το παρον , τριγλῃ δε κἀν μαχοιτο . Πανδιονιδα πολεως βασιλευ της ἐριβωλακος , οἰσθ '
9999695 εὐφυες
πλανωμενων κινησεις ἀποβλεποντες , μακροις χρονοις ταυτας τηρησαντες δια το εὐφυες της χωρας αὐτων , Βαβυλωνιοι και Χαλδαιοι και Αἰγυπτιοι
ταραχῃ ἐζων . * : ἐφυρον εἰκη παντα : Πανυ εὐφυες το ἐφυρον , ἐκ μεταφορας της γυναικος της ὁταν
9999695 ναες
τυχην φησι και τας ἐν ἀνθρωποις ἐλπιδας ἐκκλειεσθαι . θοαι ναες : ἐπει και αἱ νηες τυχῃ τινι κινουνται .
και θαλασσιους ὁμοπτεροι κυανωπιδες ναες μεν ἀγαγον , ποποι , ναες δ ' ἀπωλεσαν , τοτοι , ναες πανωλεθροισιν ἐμβολαις
9999695 ἐμεμψατο
του πατρος αὐτου του γενναιου Μοδεστου , ὁς ἀλλῳ μεν ἐμεμψατο ἀν ἰσως , ἀλλῳ δε οὐκ ἀν ἐδωκεν ἑαυτον
. και τινα πωποτε ἠ ὑμεις ἠ ἀλλος τις ἀνθρωπων ἐμεμψατο ἐν ἀγρῳ αὑτου οἰκιαν οἰκοδομουντα ; ἠ παρα τουθ
9999695 ἠνυετο
ὡς ἀν δια τουτων νυκτος λαθωσιν εἰσελθοντες ὁπλιται . και ἠνυετο το ἐργον : ἀλλα τουτο μεν ὑστερον περιττον ἐδοξε
πασαις αὐτον κολακειαις μετατρεπειν ἐμηχανατο . ὡς δ ' οὐδεν ἠνυετο τουτοις πλεον αὐτῳ , μαλλον ἐκεινου τῳ θυμῳ διεγειρομενου
9999695 πανακοϲ
καρπον ἑφθον μετ ' οἰνου λευκου κοτυληϲ ἡμιϲυ , ἠ πανακοϲ ῥιζαν ὁμοιωϲ ϲυμμετρον μετ ' οἰνου διδου : ϲυμφερει
, ϲτυπτηριαϲ ϲχιϲτηϲ και ϲτρογγυληϲ και ὑγραϲ και πλινθιτιδοϲ , πανακοϲ ῥιζηϲ , ἀριϲτολοχιαϲ μακραϲ και ϲτρογγυληϲ , ϲιδιων ,
9999695 κλημα
μετρον , και της ἐντεριωνης ἐξελοντες , ἐμβαλλομεν εἰς το κλημα της ἀντιδοτου , εἰτα παπυρῳ περιελιξαντες το σχισθεν μερος
ἠ τριων ὀφθαλμων . Εἰ δε μειζον εἰη πανυ το κλημα , ὡς και δευτεραν καταχωσιν ὑποστηναι , ποιησεις ἐκ
9999695 κεκληκεν
ὁ κωμικος αὐχμᾳς ἐφη . τον δε τοιουτον αὐχμηρον Ξενοφων κεκληκεν , ὡς Πλατων αὐχμηροτατον . ἐπι δε του ἐναντιου
τουτων γενη θηρατων περιφροσυνη διετεκμηρατο . Και τον μεν τοξευτηρα κεκληκεν : ξουθον ἐκεινῳ το εἰδος , περιφερη τα μελη
9999695 δαιμονιῳ
ᾠδας καλουσι Ῥωμαιοι καρμινα , την δε γυναικα ταυτην ὁμολογουσι δαιμονιῳ πνευματι κατασχετον γενομενην τα μελλοντα συμβαινειν τῳ πληθει δι
και χειρας ὑπερθεν . Ὁρας το πληθος των συγγιγνομενων τῳ δαιμονιῳ Βουλει τοινυν , τον Σωκρατην ἐασας , Ὁμηρου πυθεσθαι
9999695 θερμοτητι
του ἡλιου πνειν οὐδεν κωλυει μαλλον οἱον ὁσα κατεχεται τῃ θερμοτητι και ὡσπερ ἀναξηραινεται και ἐκκαιεται . Δια τουτο γαρ
Ἐμπεδοκλεους λογον , ὁς διοριζει το θηλυ προς το ἀρρεν θερμοτητι και ψυχροτητι της ὑστερας . ̈ . , Ἐ
9999694 ἐβουλευετο
κατα στεινον , ὡστε και ὀλιγους σφεας ἀνθρωπους ἰσχειν : ἐβουλευετο ὠν ἐπαναχωρησας ἐς τας Θηβας συμβαλειν προς πολι τε
ἡ των ὁρωμενων περιπαθησις . ἐπεξαναστας δε μετα των συνεδρων ἐβουλευετο τα πρακτεα και ἑωρα τους μεν προ μικρου πανταπασιν
9999694 οὐροιϲ
διδοται ἐπωφελωϲ και τριταϊζουϲιν , ὁταν πεψιϲ χρηϲτη ἐν τοιϲ οὐροιϲ φανῃ . και φλεγμα δε κενοι μετριωϲ . χρω
ϲφυγμῳ το τηϲ ϲηψεωϲ ϲημειον , ὡϲπερ οὐδε ἐν τοιϲ οὐροιϲ τα τηϲ ἀπεψιαϲ . μηκυνομενηϲ μεντοι τηϲ παρακμηϲ και
9999694 δοτηρες
και ὑπο ἀγαθοποιων ἠ κακοποιων μαρτυρουμενοι ἐσονται ἀγαθων ἠ κακων δοτηρες , καθως ἐαν πλεονασωσιν : ἐαν δε ὁμου ,
ἀγαθοποιοι ἐπωσιν ἠ και προσμαρτυρωσιν , ἀγαθων προδηλοι και ὑπαρχοντων δοτηρες εἰσιν : εἰ δε φθοροποιοι , ἀποβολας ὑπαρχοντων και
9999694 ἐπαινῳ
τα γραμματα σου λογοις . ὡν ἐν τοις παρουσιν ἀναγινωσκομενων ἐπαινῳ πολλῳ συ τε ἐτιμω και βασιλευς ὁ μεγας ,
τῳ μεν ἐγκωμιῳ δοξαι και εὐδοξιαι , τῳ δ ' ἐπαινῳ κλεος και εὐκλεια : δοξα μεν γαρ ἐστι το
9999694 διενοηθη
ἑβδομαδος , ἡν ἀρχην και πηγην ἀνθρωποις ἀγαθων ἁπαντων εἰναι διενοηθη . των δε ἑπτα ἡμερων δυο , την πρωτην
της κατα τον βιον ἐν ἁπασι τοις πραττομενοις ἀρετης πολλα διενοηθη και ἀπεφθεγξατο μνημης ἀξια . [ . . .
9999694 ἀδικα
προς μεν τα δικαια ἐργα συναιρεται , διακωλυει δε τα ἀδικα , πολλους τε των ἐπιχειρουντων ἀφαιρεισθαι τι των ἀλλοτριων
κρατων νομος : νομωι γαρ τους θεους ἡγουμεθα και ζωμεν ἀδικα και δικαι ' ὡρισμενοι : ὁς ἐς ς '
9999693 σῳζοιτο
Σικελιαν , στρατηγος δε ἀποδειχθεις ὑπο Πομπηιου ἐσημηνεν , ὁτι σῳζοιτο και στρατηγοιη . ἡ δ ' , ὁποι γης
ταυτα τε και τα τουτοις ἐπικουρουντα , οὑτω μεν ἀν σῳζοιτο ὁ τοιουτος , ἀλλως δε οὐκ ἀν διαμενοι :
9999693 φαιδρα
ἡ τοιαυτη δοξα ἀρεσκειν . θυμῳ δ ' οὐ τις φαιδρα χορευει ταρβους θυγατηρ , φησι Σοφοκλης . Πλατων φησι
και Δωριδος , πρηστηρα δαϊου μαχης , και μητε χρυσῳ φαιδρα καλλυνειν ῥεθη μηθ ' ἁβροπηνους ἀμφιβαλλεσθαι πεπλους καλχῃ φορυκτους
9999693 βατιδες
ἑφθαι , βατραχοι , περκαι , συνοδοντες , ὀνοι , βατιδες , ψητται , γαλεος , κοκκυξ , θρισσαι ,
δερματος , οὐ λεπισιν , ἀλλ ' οἱον ἐχουσιν αἱ βατιδες και ῥιναι . ταυτα δε παντα ἐστι μεν εὐθρυπτα
9999693 Μιλτιαδης
δε φιλοσοφων και ἐν Κυνοσαργει διαλεγομενος ἰσχυσεν αἱρετιστης ἀκουσαι . Μιλτιαδης οὐν και Διφιλος Ἀριστωνειοι προσηγορευοντο . ἠν δε τις
Ἐμπεδος , Τιμασιος , Πολεμαιος , Ἐνδιος , Τυρσηνος Καρχηδονιοι Μιλτιαδης , Ἀνθης , Ὁδιος , Λεωκριτος Παριοι Αἰητιος ,
9999693 κολοκυνθιδος
σωμα ἐλαιῳ ἀνηθινῳ . εἰ δε μη πυρεττοιεν , εἰς κολοκυνθιδος κελυφος ἐμβαλων οἰνον και θερμανας διδου πιειν . ἀλλο
την ὑστεραν χρη κενουν τοις φλεγμαγωγοις ὁμοιως πεσσοις τοις δια κολοκυνθιδος σκευαζομενοις , οἱτινες ἀναγραφησονται προς τας μη συλλαμβανουσας δι
9999693 ἐπαιδευθη
αἰδοι τιμησει την συνοικον : ὁ γαρ ἀνηρ ἀρχεσθαι καλως ἐπαιδευθη και τους ἀρχοντας οἰδεν ἐρυθριαν . ταυτα γαρ αὐτῳ
παιδευθεις την παιδειαν ἐπι τουτι το βημα ἀνηλθες , ἡν ἐπαιδευθη Κυρος ἐν Περσαις , ἡν Φιλιππος ἐν Μακεδοσιν ,
9999693 ἐμερισε
του Βυζαντιου παντων των προς τον πολεμον χρησιμων ἑτοιμως χορηγουμενων ἐμερισε τας δυναμεις εἰς δυο μερη και τους μεν ἡμισεις
. Δια τι οὐν , ὠ πατερ , οὐ πασιν ἐμερισε τον νουν ὁ θεος ; Ἠθελησεν , ὠ τεκνον
9999693 Ἀναξανδριδης
κεχρηνται . τον γαρ οἰακα στρεφει δαιμων ἑκαστῳ , φησιν Ἀναξανδριδης . Ποσειδωνιος ὁ ἀπο της στοας φησι πολλους τινας
ἑρπυλλινῳ δε το γονυ και τον αὐχενα . . . Ἀναξανδριδης δε ἐν Πρωτεσιλαῳ : μυρῳ δε παρα Περωνος ,
9999692 θαλασσιῳ
λευκανῃς δε αὐτην , ἁλμῃ και στυπτηριᾳ σχιστῃ ἐν ὑδατι θαλασσιῳ , ἠ χυλῳ , κιτρῳ λεγω , ἠ θειου
ἐβασιλευε Κηφευς , εὑρε την τουτου θυγατερα Ἀνδρομεδαν παρακειμενην βοραν θαλασσιῳ κητει . Κασσιεπεια γαρ ἡ Κηφεως γυνη Νηρηισιν ἠρισε
9999692 πρῳ
. . . . . ὁς δε πρωτος ἐξευρεν το πρῳ ' πιπινειν ; πολλην γε λακκοπρωκτιαν ἡμιν ἐπιστας '
ἡξων . ὁ δ ' ἐλεγεν : Ἠν αὐριον ἰῃς πρῳ , τῃ ἑτερᾳ ἀν αὐλιζοιο παρ ' ἡμιν .

Back