' ἡμων ἀντιλαμβανοντες ; λεωφορου γαρ δημοσιας της προς ἀνατολην ἀγουσης ἀπο της δυσεως δια μεσου τησδε χωρουσης της πολεως
χρονον , ἐφασκον , της χωρας ἀμαθεστερον τα περι διαιταν ἀγουσης , ὁ ἀνηρ οὑτος τοις κοινοις ἐπιστας οὐ μονον
9999986 ὑπαρχουσης
ὁ Ἀριστοτελης ἐκ της μειζονος ἀναγκαιας της δ ' ἐλαττονος ὑπαρχουσης ἀναγκαιον φησιν συναγεσθαι την ἐλαττονα προς τῳ ἀναγκαιῳ λαμβανων
κωδιου και δυειν προσκεφαλαιων . τοιαυτης δε της σκληροτατης στρωμνης ὑπαρχουσης , ἐξεστι λογιζεσθαι την κατα τον λοιπον βιον τρυφην
9999986 μουσης
και λογοι μετρων ἀφειμενοι πολλοι , τα μεν ἀλλα ὁπως μουσης τε και ᾠδης ἐχει εἰπειν οὐκ οἰδα : πεπιστευται
δε Ἀχελῳος ῥει μεσον Αἰτωλιας και Ἀκαρνανιας . Τερψιχορης της μουσης και Ἀχελωου του ποταμου θυγατερας ἐφημεν τας σειρηνας .
9999985 συνεργουσης
προσλαμβανον θεραπειαν ὡσπερ χωραν οἰκειαν μη μαλλον εὐσθενει και καλλικαρπει συνεργουσης τῃ φυσει της τεχνης : ἀλλ ' οὐκ ἐστιν
ἐκ των ὀπισθεν μερων παρισταμενοι προεωθουν , πολλα της τεχνης συνεργουσης εἰς την κινησιν . κατεσκευασε δε και χελωνας τας
9999985 διδουσης
, των δωρεων δ ' ἀναγκασθεις γενεσθαι κριτης , και διδουσης Ἡρας μεν την της Ἀσιας ἀρχην , το δ
Ἀγαθοκλεους γοητειας παραλογισθεντες και της των ἐγχειρουμενων ὀξυτητος ἀναθεωρησιν οὐ διδουσης παντες συγκατετιθεντο τοις πραττομενοις : του δε χρονου τον
9999985 ἀρκουσης
μεγα . Πολυαρκεος : της πολλας ἐχουσης ἀρκυς ἠ πολλα ἀρκουσης , ὁ ἐστι ῥωννυουσα , πολυδικτυου . Χαραδραις :
και βραχυπεψιαις γινεσθαι . Της τοινυν θρεπτικης δυναμεως ὑλης μεν ἀρκουσης ἀπορουσης , τα κρειττω δε ταυτης προσλαμβανομενης τα χειρω
9999984 πεσουσης
γαρ ἡ κοπρος οὐσα βοηθει : εὐλογως δε και χιονος πεσουσης και ἐαν ἀναζυμωμενης της γης ἐπιγενηται ψυχη και παχνη
φλασθεν πηρωθηναι της μητρος πληγεισης κατα το ἐμβρυον , ἠ πεσουσης , ἠ ἀλλου τινος βιαιου παθηματος προσγενομενου τῃ μητρι
9999984 μεσουσης
. ἐσιασι δε πριν μεν ἡλιον ἀνισχειν συμβαλουντες δρομεας , μεσουσης δε της ἡμερας ἐπι το πενταθλον και ὁσα βαρεα
λεγοντος εἰναι το ῥηθεν μνημης ἐτυχε , το δε δευτερον μεσουσης αὐτης και της ἀποφασεως ἀρχομενης , οἱον Πιττακου του
9999981 κατεσκευασμενην
Σφιγγα την ὠμοσιτον ἐνωμα και ἐκινει και ἐφερε προσμεμηχανημενην και κατεσκευασμενην ἐν σακει χαλκηλατῳ γομφοις , ἠτοι διαπεπερονημενῳ τοις ἡλοις
, ἠ το μελαιναν θηκην ἐχον , ὡς ἐκ δερματος κατεσκευασμενην , ἠ το ἐκ μελανος σιδηρου δεδεμενον . Ὁ
9999981 ἐφαινοντο
και ἐκ των ταξεων ὁσοι ἐς φυλακην της χωρας ἱκανοι ἐφαινοντο , πολιν τε ἐνταυθα κτισαι ἐκελευσεν ἐπ ' αὐτῃ
δε ἀντιπραττειν οὐδεν , ἀλλ ' ἀτρεμειν , ὡς ἐκεινοις ἐφαινοντο , ἐπει δ ' αὐτοι προσῃεσαν , πρηστηρες αὐτους
9999981 λαμπροτερα
ἐκλαμποντα και γενομενοι της μεγαλοπρεπειας ἡγεμονες πολλους ἐσχον τους ἀκολουθησαντας λαμπροτερα της δυναμεως βεβουλευμενους . ἐνταυθοι γαρ ὁ μεν οὐκ
Σικελοις , προμυθηκτρια . Εἰλαπηνη : ἐστι θυσια και παρασκευη λαμπροτερα τις . Δαιτυμονες και δαιταλεις : οἱ θοινομενοι .
9999981 κατειχοντο
τας μικρας των νησων Καρας ἐξελαυνων , ὑφ ' ὡν κατειχοντο , και μισθος της συμμαχιας αὐτῳ μοιρα της Λημνου
ταυτας ἐν τοις σωμασιν οἱονει ἐν φρουρᾳ τινι , και κατειχοντο ὑπο των σωματων , ἐφοβουντο δε μεταχειρισασθαι τι προς
9999981 ἀνεκαθεν
και ὁτι Ἀγησιας ἐπολιτευετο ἐν Συρακουσαις : ἠν δε το ἀνεκαθεν Στυμφηλιος ἐξ Ἀρκαδιας . ἡντινα , φησι , την
ἐκεινων ὁμως : και γαρ εἰ μιγαδες , Ἑλληνες ὁμως ἀνεκαθεν ἠσαν και ἐμεμνηντο του κοινου των Ἑλληνων ἐθους :
9999981 ἐβασιλευσαν
και κατ ' Ἀσιαν ἁπασαν , νειμαμενοι κατα χωρας , ἐβασιλευσαν . ἐκεινων δε προς ἀλληλους διαφερομενων , πολεμοις τε
ἀφαιρω λʹ , λοιπα ιʹ Σεβηρου και Ἀντωνινου . και ἐβασιλευσαν κεʹ , γινεται λεʹ : ἐξ ὡν ἀφαιρω λʹ
9999981 γλυκυτατον
τον Δια τον σωτηρα , κεχαρισαι γε μοι , ὠ γλυκυτατον , την γραυν ἀπαλλαξασα μου . ὡστ ' ἀντι
ἀντι των φιληματων τα δακρυων χευματα . οἱαν , ὠ γλυκυτατον τεκνον , ὡς φασιν , ἀπο του ἀστεος πομπην
9999981 βλεπουσι
ἐρασμιου και θειου ὑδατος τουτου παν νοσημα θεραπευεται . Ὀφθαλμοι βλεπουσι τυφλων , ὠτα ἀκουουσι κωφων , μογιλαλοι τρανως λαλουσιν
πανυ σαφεστατων λεγομενη : τα γαρ τοις τυφλοις δηλα τοις βλεπουσι σαφεστατα σφοδρα . λεγει δε , ὡς ὁ κελευσας
9999981 ἐστεφανουν
τουτοις οἱ παρεστωτες παντες των ἐλλογιμων και στρατιωτων τον Ὁμηρον ἐστεφανουν , ὁ δε Πανηδης ἐκρινε νικαν Ἡσιοδον ὡς εἰρηνην
ἀγγελιαν εὐθυς μεταβαλλομενους της ὀργης και στεφανουντας τον ἀπαγγειλαντα . ἐστεφανουν μ ' εὐαγγελια : τους εὐαγγελιζομενους τι ἀγαθον στεφανοις
9999981 κελευομενα
προς τα πραγματα και ἡ των πατρικιων νεοτης ἑτοιμος τα κελευομενα ποιειν : μεγιστον δε παντων ὁπλον και δυσκαταγωνιστον ,
των ἀλλοτριων ἐσθητων ἑκαστος οὐ φειδομενος ἑτοιμοτερος ἠν πραττειν τα κελευομενα . Χαρης ἀπηγε στρατοπεδον ἐκ Θρᾳκης : ἐπεκειντο οἱ
9999980 χαρακτηριστικον
βαρυτονως , τοτε το Ἰωνικον ἐχει προ του αται το χαρακτηριστικον συμφωνον του μεσου παρακειμενου , οἱον πεφρασται πεφραδαται ,
ὁ ἐχεσον , ἐξενεχθεντες δια του σ , ὁπερ ἐστι χαρακτηριστικον του πρωτου ἀοριστου , κατα δε ἀντιπαθειαν εὑρεθη .
9999980 παρεστησεν
παρασχων ἱκανος : δια του ἱκανος το ἀξιοπιστον του ποιητου παρεστησεν . οὐκ ἀν οὐν νησων κτἑ . : συλλογισμος
Βρισηιδα . . ὡς γενομενον λεγει , γινομενον δε οὐ παρεστησεν . . . . . Β Κ Λ .
9999980 διαιρεθεισης
οὐσαν την στιγμην και οἱον λανθανουσαν ὑστερον ἀναφαινεσθαι το και διαιρεθεισης γραμμης δυο σημεια γιγνεσθαι ποιειται : οὐ γαρ δη
και τεταρτου Νισου , και της Ἀττικης εἰς τετταρα μερη διαιρεθεισης , ὁ Νισος την Μεγαριδα λαχοι και κτισαι την
9999980 συμπασης
. . . . καλλη διαφορα . ἐτι δε της συμπασης πολεως ἐν ἑορταις τε και μεθαις . . .
συνεχη παραλιαν μεχρι του Κρισαιου κολπου και της Μεγαριδος και συμπασης της Ἀττικης : νομιζει δ ' οὐδ ' ἀν
9999980 δριμυτερων
τινες ἀλγηδονες ἀλλοιωθηναι μη δυναμεναι , εἰ μη τι των δριμυτερων αὐταις προσενεγκοις . ὁ γουν λογος οὐτε θαυμαζει τουτων
χολην μετα μελιτοϲ . παραιτειϲθαι μεντοι την ϲυνεχη χρηϲιν των δριμυτερων φαρμακων , ϲυνεχωϲ δε κεχρηϲθαι τῳ παλαιοτατῳ ἐλαιῳ .
9999980 ὑπερβαλλουσα
ἑο μνησασθαι ἀναγκῃ και μαλα τειρομενον και ἐνιπλησθηναι ἀνωγει . ὑπερβαλλουσα γαρ ἐν τουτοις φαινεται αὐτου λαιμαργια μετα του μηδε
το ἐπισκυνιον , ὀδοντες λευκοι και καθαρωτατοι , σκελων ὠκυτης ὑπερβαλλουσα και προς αὐτον συγκρινομενη τον ζεφυρον , ὁν οἱ
9999980 κατεθεντο
ἐμεναι : τωι παντ ' ὀνομα ἐσται , ὁσσα βροτοι κατεθεντο πεποιθοτες εἰναι ἀληθη , γιγνεσθαι τε και ὀλλυσθαι ,
ἐκινδυνευσε παρ ' ὀλιγον πολις εἰναι : ἐν ταυτῃ γαρ κατεθεντο της πολεως την κτισιν οἱ της ἀποικιας ἡγεμονες .
9999980 λειπουσης
ἡ στροφη και ἀντιστροφος κωλων θʹ . το αʹ ἰαμβελεγος λειπουσης της πρωτης συλλαβης [ ἠ του τελους μετακειμενου ἐπι
, οὑτως οὐδε εἰ ἐστιν ἀλλα τινα αἰσθητα εἰσομεθα , λειπουσης ἡμιν της κριτικης αὐτων αἰσθησεως . ὁτι δε οὐκ
9999980 συναχθεισης
τιμαις παραπεμποντες εἰς την πολιν . ἐκκλησιας δε μετα τουτο συναχθεισης , ἐν ᾑ διηνεγκαν ὑπερ αὐτου τας ψηφους αἱ
πειθομενων δε αὐτων ἀπειλουντες πολεμησειν αὐτοις μετα των συμμαχων . συναχθεισης οὐν περι τουτων ἐκκλησιας , ὁ Περικλης , δεινοτητι
9999980 συμπτωσεως
κυκλου περιφερειας δυο εὐθειαι ἐφαπτομεναι συμπιπτωσιν , ἡ ἀπο της συμπτωσεως ἀγομενη διαμετρος διχα τεμει την τας ἁφας ἐπιζευγνυουσαν εὐθειαν
προσεισιν : ἐκ γαρ της [ δια ] των τοπων συμπτωσεως προδηλα κρινειν των γενομενων τα πραγματα . και το
9999980 κατεπιεν
, ὀρος Ἀρκαδιας , ἐν ᾡ τον λιθον ὁ Κρονος κατεπιεν . οἱ ἐνοικουντες Θαυμασιοι . Θαψακος , πολις Συριας
ἀνασπασας την βοτανην ταυτην , τον μεν χυλον αὐτης διαμασησαμενος κατεπιεν ὡς ἀποκρουστικον του ἰου , το δε μασημα ἐπεθηκε
9999980 ἐνδεχομενα
. συναγουσι δε συμπερασματα αἱ μεν την μειζονα ἐχουσαι ἐνδεχομενην ἐνδεχομενα : αἱ δε την μειζονα ὑπαρχουσαν ἐχουσαι οὐ συναγουσι
ἑκατερας τροπος της ὑποληψεως . ὁτι μεν οὐν περι τα ἐνδεχομενα ἀλλως ἐχειν ἡ δοξα , δηλον ἐκειθεν : οὐτε
9999980 χαλεπους
ἠ τους κυνας ποιουσι : τους μεν γαρ κυνας τους χαλεπους τας μεν ἡμερας διδεασι , τας δε νυκτας ἀφιασι
προθυμιᾳ χρησαμενος . ὁθεν ἐν τῃ πολιτειᾳ περιβοητος ἐγενετο και χαλεπους ἐφ ' ἑαυτῳ τους ἐχθρους ἐπεσπασατο τους τε μεγαλων
9999980 ἀντιστραφεισης
. εἰ δε ἀποφατικη και ἡ μειζων ᾐ , παλιν ἀντιστραφεισης της ἐλαττονος εἰς την καταφατικην το συμπερασμα ἑξουσιν ,
το δεινον λελυσθαι του παροτρυναντος την πρωτην αἰσθησιν φασκει , ἀντιστραφεισης αὐθις της χολης προς τα κατω . Των γε
9999980 τετταρακοντα
Διονυσιον ὠνησασθαι παρα των συγγενων του Φιλολαου ἀργυριου Ἀλεξανδρινων μνων τετταρακοντα και ἐντευθεν μεταγεγραφεναι τον Τιμαιον . : τελευτᾳ δ
γαρ δη δει πρωτον ἀναλαβειν ἡμας τον των πεντακισχιλιων και τετταρακοντα , ὁσας εἰχεν τε και ἐχει τομας προσφορους ὁ
9999980 ἐποιησεν
ἀνθρωπος τῃ φυσει ὑστερος ἡμιν δε πρωτος : πρωτον γαρ ἐποιησεν ὁ θεος το πυρ το ὑδωρ και τα λοιπα
, σιτησιν , εἰκονας , πατριδ ' ἡ ζηλωτον αὐτον ἐποιησεν , ὀλιγου δεω λεγειν πανθ ' ὡν ἀνευ ζην
9999980 μιγνυσθαι
Ἀσελγαινειν : σημαινει μεν κυριως το παρα φυσιν ταις γυναιξι μιγνυσθαι : καταχρηστικως δε το ὁπωσδηποτε ἀκολασταινειν . εἰρηται δε
μετα το ἐπιφανηναι ἐπιμεινασαν , ὁκοταν ἠδη ξηρη ᾐ , μιγνυσθαι . Ἡ | τινι ἀν ἡ μητρη ἐμπυος γενηται
9999980 ἀπρακτοι
, και πολλας μηχανας ποιησαντες , μετα μηνας ἑπτα ἀνεχωρησαν ἀπρακτοι , πολλους στρατιωτας ἀποβαλοντες . Ἀμιλκας δε τοις Ῥωμαιοις
Μακεδονικων πολεων ἁπασων ἐκχωρησωσιν Ἰλλυριοι , οἱ μεν πρεσβεις ἐπανηλθον ἀπρακτοι , ὁ δε Βαρδυλις πιστευων ταις τε προγεγενημεναις νικαις
9999980 συνεστρατευοντο
τον υἱον ἐκελευεν αὐτου ἡγεισθαι . προθυμως δ ' αὐτῳ συνεστρατευοντο Τεγεαται : ἐτι γαρ ἐζων οἱ περι Στασιππον ,
παντας και τους λοχαγους . και ἐπει παντες ἐπεισθησαν , συνεστρατευοντο και ἀφικνουνται ἐν δεξιᾳ ἐχοντες τον Ποντον δια των
9999979 μαχομενα
μερος αὐτο εἰναι των ἐναντιων δεκτικον . εἰ οὐν τα μαχομενα περι ἑν ὑποκειμενον μαχονται , ὡς φησιν ὁ Πλωτινος
κατακλινομενοι χειμεριον . Και ὠτα κρουων ὀνος χειμεριον : και μαχομενα προβατα και ὀρνιθες περι σιτου παρα το ἐθος :
9999979 χρονιζουσης
ἐπισχυοντες πολλους ἀνῃρουν των Περσων και κατεθαρρουν των πολεμιων . χρονιζουσης δε της περι το πολισματιον τουτο στρατειας , και
ἐνδιαλυσασα τῃ προσαφῃ χαριν του ἀσκυλτον γενεσθαι την ἐκκρισιν . χρονιζουσης δε της ἐμπνευματωσεως ἐν μεν τοις παροξυσμοις τα ἀνετικωτερα
9999979 ἀφαιρεσεις
μαθειν τι προτερον . Διδασκουσι μεν οὐν ἀναλογιαι τε και ἀφαιρεσεις και γνωσεις των ἐξ αὐτου και ἀναβασμοι τινες ,
λαμβανοντα οὐκ ἀναγκαιας ὡς προς τον νουν , τοτε δε ἀφαιρεσεις ἀτελη ποιουσας την διανοιαν , ἁς οὐκ ἀλλου τινος
9999979 κατηντησεν
ἐτους ἐκεινου , ἀλλ ' ὁρωμεν το ζῳδιον ἐν ᾡ κατηντησεν ὁ περιπατος ἀπο του ἀφετου εἰτε αὐτος ὁ Ἡλιος
, οὐκ ὀλιγην δε ἐρημον διελθων ἐπι τα Ὠρειτιδος ὁρια κατηντησεν . εἰς τρια δε μερη την δυναμιν διελομενος του
9999979 διακοσια
πολεμον ] τον περι Ἀμφιπολιν λεγει , εἰς ὁν χιλια διακοσια ταλαντα ἀνηλωθη . προσεσθ ' ] τῃ ζημιᾳ περιφρονησις
: μιλια δ ' ἐστι , φησι Πολυβιος , ταυτα διακοσια ἑξηκοντα ἑπτα . ταυτην δη την ὁδον ἐκ των
9999979 τετρακοσιους
θυρωμασι και πετροις , ἐξεβιβασε δ ' εἰς αὐτον στρατιωτας τετρακοσιους και βελων πληθος παντοδαπων , ἀπεχοντος ἀπο των τειχων
ἐδεξατο ἐρετας πλειους των τετρακισχιλιων , εἰς δε τας ὑπηρεσιας τετρακοσιους : εἰς δε το καταστρωμα ἐπιβατας τρισχιλιους ἀποδεοντας ἑκατον
9999979 κατηγορησεν
ἐπι το ἀρχειον αὑτων . και ὁ Καισαρ οὐκετι ἐνεγκων κατηγορησεν ἐπι της βουλης των περι τον Μαρυλλον ὡς ἐπιβουλευοντων
τῃ φωνῃ , ὡσπερ και νυν , μαρτυρα μεν ὡν κατηγορησεν οὐδενα παρασχομενος οὐτε των δημοτων οὐτε των ἀλλων πολιτων
9999979 μακαριους
δε και ὁ αὐτος ἑτερον : νοσησας μεν γαρ τις μακαριους κρινει τους ὑγιαινοντας , και κρειττον παντων ἀποφαινεται την
αὑτον μαλιστα ἐθαυμαζε και ἐξεπληττετο , σοφους ἀν ἡγεισθαι και μακαριους : ὁμως δε προλεγω ὑμιν ὁτι ἐσπουδακατε ἀνδρος ἀκουσαι
9999979 Τριτωνιδος
ἰκμαδος ἐστι ἐν αὐτῃ οὐδεν . Οὑτω μεν μεχρι της Τριτωνιδος λιμνης ἀπ ' Αἰγυπτου νομαδες εἰσι κρεοφαγοι τε και
δε κατιδεσθαι γην , ἐν τοισι βραχεσι γενεσθαι λιμνης της Τριτωνιδος . Και οἱ ἀπορεοντι την ἐξαγωγην λογος ἐστι φανηναι
9999979 κοιλιακους
ὀξυακανθου ὁ καρπος ἐσθιομενος τε και πινομενος . ἀκανθα λευκη κοιλιακους και στομαχικους ὠφελει . μορεας ὁ ἀωρος καρπος ξηρανθεις
ἐντερα αὐτου ἑφθα μετα ἁλατος βρωθεντα , πονον κοιλιας και κοιλιακους ἀκρως ἰωνται . συν δε τουτοις και ἡ κοιλια
9999979 ἀρχουσης
' ἑκαστης νεως συχνους ἀνδρας ἐκβιβασας εἰς ἐνεδραν ἀπεκρυψεν , ἀρχουσης δε ἡμερας κατα τους ἐνεδρευοντας ταις ναυσιν ἀνεκωχευεν ,
δη του ἐτυφθη , προσθεσει της σομαι και συστολῃ της ἀρχουσης . Ὁ παθητικος μελλων δευτερος ὁ τυπησομαι ἀπο του
9999979 γονης
σπερματικον φυσι - κως ἁπασι κινειται , ἀρρεσι μεν δια γονης , θηλειαις δε δι ' ἐμμηνου καθαρσεως : διοπερ
ἀπολλυται το γεννητικον , προθυμιας μεν εἰς συνουσιαν γινομενης , γονης δε οὐδολως ἐκκρινομενης , και ἐστιν ἀνιατος ἡ διαθεσις
9999978 ἐνεργητικων
μονη ἐστιν των παθητικων ἡ συνταξις : των γε μην ἐνεργητικων ἐστιν και γενικη , οὐ συνουσης της ὑπο προθεσεως
μαι και την παραληγουσαν συστελλοντα προς την παραληγουσαν των πληθυντικων ἐνεργητικων παθητικα γινεται , τιθημι τιθεμαι , διδωμι διδομαι ,
9999978 Πεισανδρον
Εὐρυαδην δ ' ἀρα Τηλεμαχος , Ἐλατον δε συβωτης , Πεισανδρον δ ' ἀρ ' ἐπεφνε βοων ἐπιβουκολος ἀνηρ .
δη του πατρος ἀεικεα τισετε λωβην . Ἠ , και Πεισανδρον μεν ἀφ ' ἱππων ὠσε χαμαζε δουρι βαλων προς
9999978 Ἰσοκρατης
Καλλιστρατος , λαμπρος δ ' ὁ καταλογος , Ἀλκιδαμας , Ἰσοκρατης , Ἰσαιος , Εὐβουλιδης . μυριων μεν ἐφελκομενων Ἀθηνησι
και ἀναθρεψαντες και οὐ πολυ ἀποσχοντες του τελειωσαι ῥητορων μεν Ἰσοκρατης ὁ Ἀθηναιος ἐγενετο , φιλοσοφων δε Πλατων ὁ Σωκρατικος
9999978 λαβομενη
μη τι ἀρα δεινον αὑτην ἐργασηται . Καλλιροη δε ἠρεμιας λαβομενη , χαμαι καθεσθεισα και κονιν της κεφαλης καταχεασα ,
. “ Ταυτα ἀκουσας Χαιρεας ἀνεθορε : Καλλιροη δε αὐτου λαβομενη ” που σπευδεις “ εἰπε ” πριν βουλευσασθαι περι
9999978 κρατουσαν
το φως συναιτιον της ἐμφασεως : την δε χροαν την κρατουσαν μαλλον εἰς την ἑτεραν ἐμφαινεσθαι ἀει . τον αὐτον
ἐν τῃ ἀτελει και σωματικῃ , και την συνεχουσαν και κρατουσαν ἐν τῃ ἐχομενῃ και ἀρχομενῃ , ὡσπερ ἀν εἰ
9999978 παρεστησατο
ἀλλ ' ἑωρα την των Σικελιωτων ὁρμην ἀκατασχετον οὐσαν , παρεστησατο κηρυκας τους μετα βοης δηλωσοντας τοις Μοτυαιοις φυγειν εἰς
ἀριστως ἐξεθετο , και πρωτα μεν την εἰς Α καταληξιν παρεστησατο δι ' ἑνος κανονος του βηματος , ἐπειδη και
9999978 πιστευων
τοις τας εὐθυνας διαφυγουσιν : ἀν δε τις τουτων , πιστευων τῳ κεκρισθαι , την ἀνθρωπινην φυσιν ἐπιδειξῃ κακος γενομενος
πιστον γενεσθαι , και ᾡ Κυρος ἀνεβη ξενικῳ δια μισθοδοσιας πιστευων τουτῳ ἐμε καταβηναι δι ' εὐεργεσιαν ἰσχυρον . ὁσα
9999978 ἀφοριζειν
ὡς ἐν τῳ προ τουτου λογῳ εἰρηται , γενεσθαι , ἀφοριζειν ἀπο ἑνος και δευτερου βανδου ἠ και προς το
γ κυκλων παραλληλων συνεστηκεν , ὡν οἱ μεν το πλατος ἀφοριζειν Λεγονται του ζῳδιακου κυκλου , ὁ δε δια μεσων
9999978 Κορινθιον
Ἡσιοδος δε Ἰδυιαν . . . . Ἐπιμενιδης δε φησι Κορινθιον τωι γενει τον Αἰητην , μητερα δε αὐτου Ἐφυραν
οἰκειων ἐχειν ἁρματων θεις περας του δρομου ἐπαθλον γαμου τον Κορινθιον ἰσθμον εἰ δυνηθειεν ἀφικεσθαι μεχρι τουτου . αὐτος δε
9999978 πινομενοϲ
οὐτε πυκνοϲ ἐϲτιν οὐτε καρτεροϲ και δυναται μετ ' οἰνου πινομενοϲ ἀκρατου αἱμοπτυικουϲ ὠφελειν . ὁ δε ἐκλευκοϲ και ϲποδιζων
ὀξυκρατου διδοαϲιν . Ἀκτηϲ του φλοιου τηϲ ῥιζηϲ ὁ χυλοϲ πινομενοϲ ὁϲον # β ϲυν οἰνῳ ὑδωρ ἀγει . Κολοκυνθιδοϲ
9999978 Συρακουσιους
στρατευσαντες ἐπι την Ἑλλαδα : ἑτερον δε , τῳ μονους Συρακουσιους , ἀν κατορθωσωσι , δοκειν νενικηκεναι τους Ἀθηναιους ,
Φιλιστον : και πρωτον μεν ἀποδυσαντας αὐτου τον θωρακα τους Συρακουσιους , και γυμνον ἐπιδειξαμενους το σωμα , προπηλακιζειν ,
9999978 ὑπερβαλλουσης
ἀνδρων , ἐνδοξου δε και μεγαλοπρεπους προαιρεσεως ἡς προειλοντο , ὑπερβαλλουσης ? ? ? δε ἀρετης και ἀνδραγαθιας ? ?
, και οὑτως ἀν ἐχοι την ἐνδειξιν της ἀπορου και ὑπερβαλλουσης . Ἐκεινο μην οὐκ ἀξιον παρελθειν ἀνεπισημαντον ὁτι ἡ
9999978 παραλαβουσα
δεδωκοτι την χαριν . Τι γαρ ἐλευθεριας σεμνοτερον , ἡ παραλαβουσα θεον τον ἀνθρωπον ἀπεργαζεται ; Ἀρ ' οὐν οὐκ
, ἀγονα τε ἐστι και ἀνεμιαια και οὐ ταμιευεται αὐτα παραλαβουσα ἡ μνημη , ἀλλα δεχεται ἐκπιπτοντα παραχρημα ὁ της
9999978 μεσουρανουσης
ὁταν ἡ διαστασις των μοιρων της τε ὡροσκοπουσης και της μεσουρανουσης ἐλαττων ᾐ των Ϙ μοιρων , ἡ διαστασις της
” . ταυτης γαρ „ ὑψι μαλα „ φερομενης και μεσουρανουσης , οὐχ ὁ Τοξοτης ἀνατελλει , ἀλλ ' ὁ
9999978 τετελευτηκοτας
αὐτον εὐνοιαν . Ἀλεξανδρος δε μετα την νικην θαψας τους τετελευτηκοτας ἐπεβαλε τοις Ἀρβηλοις και πολλην μεν εὑρεν ἀφθονιαν της
τους δισμυριους . μετα δε την μαχην ὁ βασιλευς τους τετελευτηκοτας ἐθαψε μεγαλοπρεπως , σπευδων δια ταυτης της τιμης τους
9999978 ἀνες
. ἐπειτ ' ἀκουσον , του ταχους δε τουδ ' ἀνες : εἰς μεν γαρ ἀλλο παν ἁμαρτανειν χρεων ,
προσηκοντα τῃ ἀρχῃ πραττε , ἐμε δε τον καιρον τουτον ἀνες τῳ Ἡλιῳ , δει γαρ με την εἰθισμενην εὐχην
9999978 Ἀπολλοφανης
τι οὐ ποιησει , εἰπειν φασιν αὐτον ὁτι ἠν αὐτῳ Ἀπολλοφανης ὁ Πυδναιος ξενος και φιλος , ἐπειδη δε δολοφονηθεις
δε . Ἀρτεμιδωρος δ ' ὁ Ἀριστοφανειος ποτηριον ποιον . Ἀπολλοφανης δε Κρησι : και λεπαστα μ ' ἁδυοινος εὐφρανει
9999978 συλλογιστικαι
ὁμοιως του τε ἀναγκαιου και του ὑπαρχοντος τιθεμενων αἱ συζυγιαι συλλογιστικαι : και γαρ ὁτε το ὑπαρχον καθολου ἀποφατικον ,
, οὑτως ἐχουσι και αὑται : αἱτινες γαρ ἐκει ἠσαν συλλογιστικαι , αὑται και ἐνταυθα γινονται : ὁμοιως και αἱ
9999978 κλυσμος
, σκεπη : προς το νεφριτικον , ἐκ της σικυης κλυσμος . Τῳ Παρμενισκου παιδι , κωφωσις : ξυνηνεγκε μη
ἐν ἀρχῃ δια φλεβοτομιας και σικυας , ἀφαιρεσις δε και κλυσμος και ἀποσιτια ἁρμοδιος . ἐνσταντος δε του παθους ἐπιβροχαι
9999978 Λεοντινοι
των ἀει τοις αὐτοις ἐγκειμενων . Οἱ γαρ ἐν Σικελιᾳ Λεοντινοι περι τους ποτους ἐσχολαζον . Φαλαρις δ ' αὐτους
ἐς Θηβην τε και ἐς Δια . ἰδιᾳ δε ἀνδρες Λεοντινοι και οὐκ ἀπο του κοινου Δια ἀνεστησαν : μεγεθος
9999978 στεφανωσας
Κεκροπιδαν [ ] δυναμιν , Λυσανδρος Λακεδαιμονα [ ] ἀπορθητον στεφανωσας [ ] , Ἑλλαδος ἀκροπολιν [ , καλλιχορομ ]
πολεμιων ἐμεινεν ὁ ὑπατος , τῃ δ ' ἑξης ἡμερᾳ στεφανωσας τους ἀριστευσαντας ἐν ταις μαχαις ταις ἐκπρεπεσταταις δωρεαις ,
9999978 κυριευσαντες
Αἰγιου τους Ἀριστοδημου μισθοφορους μεταπεμψαμενοι παλιν ἐπεθεντο τῃ φρουρᾳ και κυριευσαντες της ἀκρας την μεν πολιν ἠλευθερωσαν , των δε
ἀδοξως βιουντες . χρηματων γαρ ἐξ ἀσεβειας και παρα φυσιν κυριευσαντες δια γοητειαν νυν εἰσιν περιβλεπτοι . και Ξενοκρατης δε
9999978 πεντακισχιλιους
δε ταυτα ὁ μεν Ἱκετας ἀναλαβων των στρατιωτων τους ἀριστους πεντακισχιλιους ἐστρατευσεν ἐπι τους Ἀδρανιτας ἀντιπραττοντας αὐτῳ και πλησιον της
ἐπανοδον των πρεσβευτων Καρχηδονιοι μεν τοις Αἰγεσταιοις ἀπεστειλαν Λιβυας τε πεντακισχιλιους και των Καμπανων ὀκτακοσιους . οὑτοι δ ' ἠσαν
9999978 μακαριζειν
μακαριζειν τους ἀχρηματους , ἐνηλλαξε , και ἀντι του εἰπειν μακαριζειν λαμπειν εἰπεν . . ταυτα μοι διπλη μεριμν '
και ζητωμεν , εἰ οὐ δει ζωντας ἀλλα μετα τελευτην μακαριζειν : ταχα γαρ ἀν ἐξ ἐκεινης θεωρηθειη και το
9999978 ἐπηγοντο
γην δ ' ἐκ της Θαψου οἱ Ἀθηναιοι τα ἐπιτηδεια ἐπηγοντο . ἐπειδη δε τοις Συρακοσιοις ἀρκουντως ἐδοκει ἐχειν ὁσα
των τε ἀλλων χρηματων , ὡν ἐκ της Τυσκλανων λειας ἐπηγοντο πολλων πανυ ὀντων . ὡς δ ' ἁπαντα ὑπο
9999978 κρινοι
προστατευων , Φωκιδος ἠ Βοιωτιας , χρηστος και ἡμερος και κρινοι τας δικας μη σκολιως . τα δε ἡμετερα τι
ἀπολεμους . σεβιζουσα δε , προκρινασα προτιμωσα : ἀλλως : κρινοι τα λεκτρα των γυναικων . ἠ οὑτως : σεβιζουσα
9999978 ἐλεγοντο
συνημμενα και τα διεζευγμενα . προς δη ταυτα τοιουτοι τινες ἐλεγοντο λογοι : καθολου ταυτα εἰναι συστηματα συνεχη ὡν οἱ
ἐδυνατο , ἀπεθνῃσκε δε δυσωδιας τινος τῳ τραυματι ἐγγινομενης : ἐλεγοντο δε χριειν τα βελη μαλαχης ἰῳ . ἐχομενοι δε
9999978 τυγχανειν
γαρ ἐνεστι λεγειν μη πασαν ἀκαταληπτον φαντασιαν ἰσην πασῃ ἀκαταληπτῳ τυγχανειν φαντασιᾳ , ἀλλα την μεν μαλλον εἰναι ἀκαταληπτον την
περι των σπονδων οὑτως ἐσπεισαντο , ὡστε μη βεβαιους αὐτας τυγχανειν , ἀλλ ' ἀποτεινεται προς Ἀλκιβιαδην τε και Κλεοβουλον
9999978 φοβερωτατον
ὑπαρξασα προσοδος το ἐπιτηδειον συγκατασκευαζοι ἀν . ὁ δε ἰσως φοβερωτατον δοκει πασιν εἰναι , μη , εἰ ἀγαν πολλα
ὑμιν και τρυφαν μη μιαινομενοις . ἡμας δε σκυθρωποτατον και φοβερωτατον ἐδεξατο βιου και χρονου μερος , εἰς πολλην και
9999978 πλημμυριδος
λοιμον ἐπεμψε , Ποσει - δων δε κητος ἀναφερομενον ὑπο πλημμυριδος , ὁ τους ἐν τῳ πεδιῳ συνηρπαζεν ἀνθρωπους .
ἐτι ἐλασσων , και κατα το ἑξης ἡ ἀνοιδησις της πλημμυριδος ἐτι μαλλον μειουται μεχρι της ἑβδομης , ἡτις διχοτομον
9999978 ἀφαιρεθεντες
αἰσχιστον παθωμεν , ἐν ᾡ των ἀποντων ἐφιεμεθα τα παροντα ἀφαιρεθεντες . ἀλλα χρη τον ἐνθαδε ὑπομενοντα ἠδη τειχη τ
ἐπαθον , αἰσχρως και κακως τας ψυχας ὑπο των δημαρχων ἀφαιρεθεντες : πολλοι δ ' αὐθαδεις και τυραννικοι τους τροπους
9999978 Ἀρισταρχου
ἀντικρυς , τους δε γραμματικους μηδε λεγοντος ἐκεινου αἰσθανεσθαι ἀπο Ἀρισταρχου και Κρατητος των κορυφαιων ἐν τῃ ἐπιστημῃ ταυτῃ .
ἐν τε γαρ τῳ Περι ἐνιαυσιου μεγεθους συγκρινας την ὑπο Ἀρισταρχου τετηρημενην θερινην τροπην τῳ νʹ ἐτει ληγοντι της πρωτης
9999978 ἐπιτυγχανει
οὐδεποτε κακοβολει ὁ Θηραμενης ὡς ἐν ἀστραγαλοις , ἀλλ ' ἐπιτυγχανει . ἐπιπληττει δε αὐτῳ ὁ Δημητριος , ὡς τελεως
: ὁ δε ἀραται τον υἱον διαφθαρηναι Ἱππολυτον , και ἐπιτυγχανει . οὑτος γαρ ὀχουμενος ἁρματι , ὑπο ταυρου των
9999978 Σικελικον
εἰναι τα περι τον Ποντον , το δε Κρητικον και Σικελικον και Σαρδῳον πελαγος σφοδρα βαθεα : των γαρ ποταμων
της των Ἀθηναιων δυναμεως παραπλευσαντες εἰς Αἰγεσταν , Ὑκκαρα μεν Σικελικον πολισματιον ἑλοντες ἐκ των λαφυρων συνηγαγον ἑκατον ταλαντα :
9999978 ἀνηγαγεν
και ἀνασχων τον οὐρανον αὐτος , και τον Κερβερον ὡς ἀνηγαγεν ἐξ Ἁιδου και μετ ' αὐτου Θησεα τον των
ἁμα τῃ ἑῳ τον μαντιν ὁ Βαλακης παραλαβων ἐπι γεωλοφον ἀνηγαγεν , ἐνθα και στηλην συνεβαινεν ἱδρυσθαι δαιμονιου τινος ,
9999977 συμπιπτει
ἐμπνευματωσεις καταμηνυειν τε τῳ ἰατρῳ : παρασιωπησαντων γαρ τα χαλεπωτατα συμπιπτει , οἱον ἐστι και το φυσωδες καλουμενον παθος ,
στρεφο - μενων : ὁ δε λοιμος ἐκ του λιμου συμπιπτει , μοχθηριᾳ διαιτης , ᾑ χρησθαι ἀναγκαζονται λιμωττοντες οἱ
9999977 δραστηριος
τε και παρασκευασαμενων , οὑς ἠγε Λευκιος Μαμιλιος , ἀνηρ δραστηριος , ἐχων την μεγιστην ἐν τῃ πολει τοτε ἀρχην
πραγματα μεν συνιδειν ἱκανος , ἐξικεσθαι δε προς τα συνεωραμενα δραστηριος , οἰκτιρμων τε το ἠθος και χρηστος , και
9999977 ἐθελουσι
ποιησαμενοι . εἰ δε και κατα στοιχειον , ὡς τινες ἐθελουσι , τουτο ποιησωμεν . Α . Ἀντι ἀκανθιου σπερματος
εἰς μεσον προαγαγων παγκαλον και θεοειδες ἐργον ἐστησε παραδειγμα τοις ἐθελουσι μιμεισθαι . εὐδαιμονες δ ' ὁσοι τον τυπον ταις
9999977 κατεθηκεν
ἀπο στομαχους ἀρνων ταμε νηλει χαλκῳ , και τους μεν κατεθηκεν ἐπι χθονος ἀσπαιροντας θυμου δευομενους : ἀπο γαρ μενος
διεγνωσαν . και ἡ μεν νυκτερις ἀργυριον δανεισαμενη εἰς μεσον κατεθηκεν , ἡ δε βατος ἐσθητα ἐνεβαλετο , ἡ δε
9999977 ἐποιησαντο
περι τον Ἑλλησποντον . και λιθινην ἑδραν αὐτῳ ὑψηλην ἐκει ἐποιησαντο , ἐν ᾑπερ ἐφιδρυνθεις ὑστερον , ὁταν παρεγεγονει ,
ὑπο Φιλιππου και πρεσβεις Ἀθηναζε πεμψασιν οἱ Ἀθηναιοι συμμαχιαν τε ἐποιησαντο * * * και βοηθειαν ἐπεμψαν πελταστας δισχιλιους ,
9999977 συλλογισασθαι
ἐκ των ὑποκειμενων ταις ἑξεσι λαμβανεται . ἐστι δε οὑτω συλλογισασθαι το προκειμενον : του φρονιμου μαλιστα ἐργον φαμεν το
τις ἀνατεταλκος , δυνατον ἐστιν ἀκριβως την ὡραν της νυκτος συλλογισασθαι κατα τον προειρημενον τροπον . εἰ μεν γαρ ἑκαστον
9999977 Κλεισθενης
εἱπετο δε αὐτῳ μειρακιον των ἐν Σικελιᾳ εὐ γεγονοτων , Κλεισθενης τοὐνομα , και παντων μετειχε των Ἱπποθοου κτηματων ,
μεν εὐνουχοιν τον ἑτερον τουτονι ἐγᾠδ ' ὁς ἐστι , Κλεισθενης ὁ Σιβυρτιου . Ὠ θερμοβουλον πρωκτον ἐξυρημενε . Τοιονδε
9999977 τεταμενη
λουτρα τα μεν τετελεσμενα , τα δε ἀνιοντα , στοα τεταμενη τε εἰς μηκος και εἰς ὡραν ἀνθουσα τοσουτον ἐχουσα
δε ἀπορραγεν τουτο ὀφρυς ἠν ὡρας εἱνεκα ὑπερ της θυρας τεταμενη λιθου του στιλβοντος ἐγκειμενου τῳ μη τοιουτῳ : ὁν
9999977 ἀποκαθαιρει
. και ὁ χυλοϲ δε του καρπου τα ἐν ὀφθαλμοιϲ ἀποκαθαιρει . Δρυοϲ ἁπαντα τα μορια ϲτυφουϲηϲ μετεχει ποιοτητοϲ ,
, χρηϲιμον δε ἐϲτι προϲ πιτυρα και ἀχωραϲ και ἐφηλειϲ ἀποκαθαιρει και το προϲωπον λευκαινει και ἀποϲμηχει και προϲφατον ποιει
9999977 κακοδαιμονες
ἁρπαζουσιν , ἐπιορκουσιν , τοκογλυφουσιν , ὀβολοστατουσιν . Ἀθλιοι και κακοδαιμονες : οὐ γαρ ἰσασιν οἱα ἐναγχος κεκυρωται παρα τοις
οἰκειοι και συγγενεις . Τελευταιον δε ἀνενεγκων ὁ Ἁβροκομης ὠ κακοδαιμονες ἐφησεν ἡμεις , τι ἀρα πεισομεθα ἐν γῃ βαρβαρῳ
9999977 πιστευομεν
εἰσιν ἡμιν συγγνωμην νεμειν , εἰ περι των δοκουντων Πλατωνι πιστευομεν οἱς αὐτος Ἑλλην ὠν , προς Ἑλληνας ἡμας ,
ὁτι δε ὁ σπουδαιος φιλος ἀλλος ὁ φιλων ἐστι , πιστευομεν ἐκ των ὁσημεραι . ἀν γαρ τις σφοδρα φιλῃ
9999977 μετουσιᾳ
δε τε νεικεϊ λυγρῳ , ἐμφαινων ὡς γην μεν καταλαμβανομεθα μετουσιᾳ γης , ὑδωρ δε κατα μετοχην ὑδατος , ἀερα
θειας ἀποδοχης ἠξιωμενος ὡς το της φυσεως ἰσον τῃ κρειττονι μετουσιᾳ κοσμησας . προσηκει γαρ τιμαν τῳ ἐραστῃ του θεου
9999977 ἀναισθησια
ἀνωνυμος δια το μη γινεσθαι ἐλλειποντας τινας , λεγεσθω δε ἀναισθησια . Ἐπει δε ὁ ἐλευθεριος περι δοσιν και ληψιν
: σχεδον γαρ ἐξω της ἀνθρωπινης φυσεως ἐστιν ἡ τοιαυτη ἀναισθησια . καιτοι και τα ἀλογα ζῳα διακρινει τα βρωματα
9999977 Ἐρατοσθενης
τετραχη αὐ τεμνομενης μεγιστην μεν μοιραν των Ἰνδων γην ποιει Ἐρατοσθενης τε και Μεγασθενης , ὁς ξυνην μεν Σιβυρτιῳ τῳ
εἰη συναπτων πως ἠδη τῃ ἀοικητῳ . φησι δ ' Ἐρατοσθενης τον ὑπο των Ἑλληνων γνωριζομενον περιπλουν της θαλαττης ταυτης
9999977 συνεστησεν
που τινα αὐτην καθ ' αὑτην αἰσθησεων ἑνεκα σαρκα οὑτω συνεστησεν , οἱον το της γλωττης εἰδος τα δε πλειστα
τοις κατ ' Αἰσχινου λογοις ἐξισαζοντος του ὁτι ἀμφοτεροι πολιτευονται συνεστησεν αὐτο εἰπων συ μεν γαρ ὑπερ των ἐχθρων ἐγω
9999977 εὐτρεπιζειν
δε εὐτρεπισῃς , φρυγανων φακελον μαλθακων ἠ τι τῳδε ἐοικος εὐτρεπιζειν ὁσον την κλινην οὐ περιοψεται ἐπι την γην ῥιπτευμενην
παλιν . μελει : δια φροντιδος ὑπαρχει . ἐντυνεσθαι : εὐτρεπιζειν , κατασκευαζειν , ὁπλιζειν εἰς ἀγραν . Των :
9999977 βακτηριας
ἐστιν ἀκανθα λευκη τριοζος , ἐξ ἡς και σκυταλια και βακτηριας ποιουσιν : ὀπωδης δε και μανη : ταυτην δε
, την δε βασιν προς τῳ ὁρωμενῳ : ὡς δια βακτηριας οὐν του ταθεντος ἀερος το βλεπομενον ἀναγγελλεσθαι . Ἀκουειν

Back