ἀναρπάζειν ἀπὸ τῆς γῆς λίθους χειροπληθιαίους τοῖς μεγέθεσι καὶ τῶν ψηφίδων ἁδρομερῆ κονιορτόν : καθόλου δὲ καταιγίζοντες λάβρως ἁρπάζουσιν ἀπὸ
μέντοι ἀκριβῶς οὐκ ἂν εἰδείην ὥστε λέγειν τὸν ἀριθμὸν τῶν ψηφίδων τῶν παραθαλασσίων , ἤγουν τῆς ψάμμου , ἀντὶ τοῦ
6788283 ἀθερων
τοῦ καὶ τοῖς θρέμμασι χιλὸν τεταμιεῦσθαι , τῶν ἀχύρων καὶ ἀθέρων ἐκ τῆς τοῦ καρποῦ καθάρσεως διακρινομένων . ἐπιμελητὴν δὲ
: αἶπος γὰρ τὸ ἀκρώρειον . Ἀθερίζειν , ἀπὸ τῶν ἀθέρων , ἢ ἀπὸ τῶν θερίζεσθαι μὴ δυναμένων καρπῶν διὰ
6425005 δινον
, ἀλλ ' ἐγὼ τοῦτ ' ᾠόμην διὰ τουτονὶ τὸν δῖνον . ὤμοι δείλαιος , ὅτε καὶ σὲ χυτρεοῦν ὄντα
πείθονται . Ὅταν ἀλοητὸς ᾖ , καὶ στρέφωνται περὶ τὸν δῖνον οἱ βόες , καὶ πεπληρωμένη τῶν δραγμάτων ἡ ἅλως
6237337 δερματων
† διαφέρει . σισύρα μὲν γὰρ τὸ ἐκ τῶν τετριχωμένων δερμάτων ἀναποίητον στέγαστρον , † σίσυρμα † δὲ τὸ ἐκ
ἅπαξ εἰρημένων . κυνέη κυρίως ἡ περικεφαλαία ἡ ἐκ κυνείων δερμάτων , καταχρηστικῶς δὲ ἡ ἐξ ἄλλων . ὅταν οὖν
6105681 κρατιϲτον
τε μεταφρένου καὶ τῆϲ γαϲτρόϲ . ἐπὶ δὲ τῶν κεχρονιϲμένων κράτιϲτον βοήθημα καὶ ἡ διὰ τοῦ ἐλλεβόρου δι ' ἐμέτων
: ἄκρωϲ γὰρ ποιεῖ , ὅθεν πολλάκιϲ αὐτῷ χρηϲτέον . κράτιϲτον δὲ καὶ γλήχωνοϲ ἀφεψήματοϲ πίνειν ϲυνεχῶϲ καὶ πρὸ τῶν
6081383 κνωσσειν
τῶν κυνῶν κυνόδαλα καὶ κνώδαλα , τὰ πτηνὰ ἀπὸ τοῦ κνώσσειν ἐν τοῖς δάλοις καὶ τοῖς συνδένδροις τόποις : κνώδαλα
νώτου , ἐφ ' οὗ ἐξικνεῖται τὰ ζῷα κνήσασθαι . κνώσσειν καθεύδειν . κνῆμαι ἐπὶ μὲν τοῦ ἡμετέρου “ ὑπὸ
6065428 φακων
τοῦ χρώματος ὅλου , πτίλοις λευκοῖς καὶ πυκνοῖς διειλημμένου μείζοσι φακῶν . οὗτοι δ ' εἰσὶν ἐν ῥόμβοις οἱ κυλίσκοι
. Οὗτος ἔπιεν ἐλλέβορον ἐπὶ φακῶν χυλῷ , καὶ ἐπέπιε φακῶν χυλὸν ἕτερον ὅσον ἠδύνατο , καὶ ἔπειτα ἐπήμεσε ,
6042299 σκωληκων
ἐπιβόλαια ὑφαίνουσιν . ἐκ δὲ τῶν ἐν τοῖς ξύλοις καταδεδυκότων σκωλήκων οἱ λεγόμενοι καράμβιοι γίνονται , ἐκ δὲ τῶν σίμβλων
ὀλίγον πρὸς τὸ τελειωθῆναι περιῄει , Μελάμπους ἀκούει ὕπερθέν τινων σκωλήκων διαλεγομένων , ὅτι καταβεβρώκοιεν τὴν δοκόν . Καὶ τοῦτο
5971478 δριμυτητοϲ
ἀγαθὸϲ διαμαϲηθεὶϲ πρῶτον μὲν γλυκύτητοϲ ἔμφαϲιν παρέχει , αὖθιϲ δὲ δριμύτητοϲ βραχείαϲ : μετὰ δὲ τοῦτο πύρωϲιν ἰϲχυρὰν ἐμποιεῖ περὶ
δύναμιν μετά τινοϲ γλυκύτητοϲ , ἐπὶ πλέον δὲ μαϲωμένη καὶ δριμύτητοϲ ὑποπίκρου . ταῦτ ' ἄρα καταμήνια κινεῖ , ὅϲον
5923191 δινευεις
ἀποτελεῖν : † οὕτως συντάξεις τὸ ὅλον χωρίον : οὐ δινεύεις καὶ στρέφεις μώνυχα πῶλον μετὰ νεβρίδων καὶ ἐλαφείων δερμάτων
ἔχων καὶ θύρσους , ὥσπερ οἱ τοῦ Διονύσου χοροὶ , δινεύεις καὶ περιχορεύεις , ἀλλ ' ἅρμασι καὶ ἵπποις ἐπιβαίνεις
5920199 φακοι
: ὅπου μὲν γὰρ κατὰ τὸν τοῦ κοσκίνου δῖνον διακριτικῶς φακοὶ μετὰ φακῶν τάσσονται καὶ κριθαὶ μετὰ κριθῶν καὶ πυροὶ
, ὑπέρινον ἰσχναίνει καὶ ὕπνος πουλύς . Ψυχρότατον βρῶμα , φακοὶ , κέγχροι , κολοκύνται . Ἕλκεα ἐκφύουσιν , ἢν
5915713 σητανιων
, μέλιτος ὀξύβαφον τῶν πλατέων , ἔλαιον ἴσον , πυρῶν σητανίων χυλὸς , νίτρου ἀφρὸς , ὠὰ ἑπτά : κοτύλαι
ἐλλεβόρῳ ἀντισπάσαι : ἢν δὲ μὴ , ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν παχὺς , ψυχρὸς , καὶ τὸ φάκινον ἔτνος
5908319 ἠχου
γενέσθαι σβέσιν τοῦ ἐν αὐτῆι πυρός : ἀπὸ δὲ τοῦ ἤχου τοὺς ἐν τῆι ἠπείρωι φυγεῖν ἐκ τῆς παραλίας εἰς
τὸ βρῶμος ἐπὶ τοῦ χόρτου βαρύτονον , ἐπὶ γὰρ τοῦ ἤχου διὰ τοῦ ο μικροῦ βαρύτονον : παρὰ γὰρ τὸ
5908199 πετεινων
τούτων ὁ ποιητής : ἐν τοῖσιν Αἰσώπου λόγοις ἐξηυρέθη μόνος πετεινῶν εἰς θεοὺς ἀφιγμένος . ἐκεῖ δὲ τὰ εἰκότα λεχθήσεται
ζώων Αἰγύπτιοι , ἑρπετῶν τε καὶ κτηνῶν καὶ θηρίων καὶ πετεινῶν καὶ ἐνύδρων νηκτῶν , ἔτι δὲ καὶ ποδόνιπτρα καὶ
5866892 θυμιηματων
τῇ ἐκ τῶν μαράθρων , ἔπειτα δὲ τῇ ἐκ τῶν θυμιημάτων . Τὰς δὲ πυρίας ποιέεσθαι καὶ τὰς προσθέσιας τεκμαιρόμενον
φυτεύειν , τὸν ἀριστερὸν ἀποδῆσαι . Στόμαχος μήτρης ἀπὸ μὲν θυμιημάτων ξυμμεμυκὼς ἀναχάσκει : ἀπὸ δὲ τῶν μαλθακτηρίων μαλθάσσεται .
5858685 ὑγραινοντων
προσφορὰ βλάψαι τι μέγα δυνήσεται καὶ προσέτι μᾶλλον ὑπὸ τῶν ὑγραινόντων εὔλυτος γενηθήσεται , δυσκίνητος ὢν φύσει καὶ ξηρότερος ,
ἐμέτους καὶ τὰ ἐνέματα πυριᾷν τὸ πάσχον μόριον διὰ τῶν ὑγραινόντων καὶ χαλώντων ἔστ ' ἂν ὁ λίθος ἐν τῷ
5828167 λιμναιων
ἐνάριθμοι δὲ τοῖς καθαριωτέροις θαλαττίοις . Τῶν δὲ ποταμίων καὶ λιμναίων φέρει μὲν ὁ Νεῖλος κητώδεις σίμους τε καὶ φάγρους
, καὶ νῦν εἰσιν εὔοψοι , μεσταὶ δὲ καὶ τῶν λιμναίων ὀρνέων . ἐτμήθη δὲ ἡ διῶρυξ κατ ' ἀρχὰς
5819576 πινοντων
δύω καὶ πεντήκοντα πρὸς τὰ δύο , καὶ τὸ οἶνον πινόντων ἀντὶ τοῦ πινέτωσαν Ἀττικόν ἐστιΤί . οὖν οὐχὶ καὶ
χοῒ χρυσῇ , καὶ γευόμενον τῶν κρατήρων πρότερον μεθύειν τῶν πινόντων . αὐλεῖν δ ' αὐτοῖς Ἀντιγενείδαν , Ἀργᾶν δ
5798426 ὀβελισκου
κρέας ὀπτὸν ἑκάστῳ , θερμόν , ἁπλῶς ἁλίπαστον , ἀφαρπάζων ὀβελίσκου μικρὸν ἐνωμότερον . μὴ λυπείτω δέ ς ' ὁρῶντα
κρέας ὀπτὸν ἑκάστῳ , θερμόν , ἁπλῶς ἁλίπαστον , ἀφαρπάζων ὀβελίσκου μικρὸν ἐνωμότερον . μὴ λυπείτω δέ ς ' ὁρῶντα
5795015 λειμωνων
νεκρῶν οὐδὲν ἄμεινον ἔχοντες . Ἄρτι δὲ διαγελῶντος ἔαρος καὶ λειμώνων στεφομένων τοῖς ἄνθεσιν ὡς ἐκ τάφων ἀναστάντες τῶν αὐτοῦ
τὰ πρῶτα φέροντι τῶν ὁμοτέχνων . ἐδρεψάμην κἀγὼ τῶν τοῦδε λειμώνων , ὅσα χωρεῖν ἠδυνάμην . ἀπὸ τοιούτων οὖν πηγῶν
5790589 ζεματος
μαρσίποις διὰ τῶν πιτύρων τῶν σιτίνων , μάλιστα καὶ τοῦ ζέματος τῆς χαμαιμήλου καὶ ἀλθαίας καὶ μελιλώτων καὶ ἐλαίου χαμαιμηλίνου
δίδου ἐκ τοῦ ξηρίου γρ . αʹ μετὰ χρυσαττικοῦ ἢ ζέματος ἠρυγγίου καὶ ἀγρώστεως καὶ σικύου σπέρματος καὶ ἀτρακτυλίδος βοτάνης
5782626 νεβριδων
σύν : σὺν θυρσομανεῖ Διονύσῳ : ὅπερ καὶ ἄμεινον : νεβρίδων μέτα : νεβρίς ἐστι δέρμα ἐλάφου κατάστικτον ὃ φοροῦσιν
μαινομένας ὑπὸ μέλους καὶ Σατύρους : οὐκοῦν ὑμῖν τὰ τῶν νεβρίδων τε καὶ θύρσων ἐνδεῖ καὶ τὸ λέοντας φέρειν ἐν
5779085 βαλανειων
, ὡς ἐκείνους κήρυγμα ποιήσασθαι δημοσίᾳ τήν τε πίτταν τῶν βαλανείων ἐξαιροῦντας καὶ τὰς παρατιλτρίας ἐξελαύνοντας ἐς τὸ ἀρχαῖόν τε
δραμεῖν εἰς τὰς θόλους [ ἢ τὰς καμίνους ] τῶν βαλανείων . ἀλλ ' οὐδὲ ἐκεῖσε συνεχώρουν οἱ τῶν ὁμοτέχνων
5778552 φρυγανικων
, εἴτε ἐκ τῶν χεδροπῶν , εἴτε τῶν λαχανοδῶν ἢ φρυγανικῶν τυγχάνοι . μεσοχλόου δὲ τῆς μήτε λίαν σκληρᾶς ,
ἔστι γάρ τι μικρὸν ὃ οὐ δενδροῦται . τῶν δὲ φρυγανικῶν καὶ ποιωδῶν πήγανον ῥάφανος ῥοδωνία ἰωνία ἀβρότονον ἀμάρακον ἕρπυλλος
5775021 Ζηνοδοτῳ
τὴν πατρίδα . καὶ παρὰ Ἀριστοφάνει δὲ ἠθετοῦντο , παρὰ Ζηνοδότῳ δὲ οὐδὲ ἦσαν . . ἐν δ ' αὐτὸς
ᾕρει . * ) οἱ [ ἕξ ] καὶ παρὰ Ζηνοδότῳ καὶ Ἀριστοφάνει [ προ ] ἠθετοῦντο ὡς ἀσύμφωνοι πρὸς
5768272 θυρσομανει
σχῆμα : δινεύεις : οὐδὲ χορεύεις , φησὶν , ὑπὸ θυρσομανεῖ , τῷ κώμῳ , μετὰ νεβρίδων , ἐν ἅρμασι
τε προπάσας . ἀντὶ τοῦ κωμάζεις : οὐδ ' ὑπὸ θυρσομανεῖ : οἷον : οὐ χορεύεις μετὰ κλάδων καὶ δερμάτων
5767192 ζειων
καὶ εἰ δὴ πάλιν τῶν αἰρῶν εἰς πυροὺς καὶ τῶν ζειῶν εἰς βρόμον ἄτοπον αὐτῷ τε τῷ συμβαίνοντι καὶ τῷ
παχυμερὲϲ οὕτωϲ ὀνομάζεται τοῦ τε πυρίνου καὶ τοῦ ἐκ τῶν ζειῶν ἀλεύρου , τροφιμώτερον μὲν ἀλφίτου , δυϲπεπτότερον δέ .
5761962 τελματων
ἀείζῳόν τε καὶ ἀνδράχνη καὶ ψύλλιον ὅ τε ἀπὸ τῶν τελμάτων φακὸς καὶ τὸ στρύχνον καὶ ἡ κοτυληδὼν ὅ τε
[ Πρὸς πυρώδεις φλεγμονάς . ] Φακὸν τὸν ἐπὶ τῶν τελμάτων ὄξει καὶ ῥοδίνῳ κατάπλασσε . ἄλλο . πτελέας φύλλα
5758948 πλεῳ
δ ' Ἀνακρέων φησίν : οὐ φιλέω ὃς κρητῆρι παρὰ πλέῳ οἰνοποτάζων νείκεα καὶ πόλεμον δακρυόεντα λέγῃ , ἀλλ '
τὸ τυχόν Ἕλληνες . πέδη Ἀττικοί , περισκελίς Ἕλληνες . πλέῳ [ ἀντὶ τοῦ πλήρεις ] Ἀττικοί , πλήρεις Ἕλληνες
5758362 χλιαρων
νῆστιν , ἢ δέλφακος ὀπωρινῆς ἠτριαίαν φέρετε δεῦρο μετὰ κολλάβων χλιαρῶν . Μηδὲ τὰ Φαληρικὰ τὰ μικρὰ τάδ ' ἀφύδια
ἡ δύναμιϲ εὐκράτων μὲν ὄντων , ὑγρὰ καὶ θερμή , χλιαρῶν δὲ γενομένων ὑγρὰ καὶ ψυχρά , θερμοτέρων δὲ τοῦ
5753817 ῥιγων
βαίνων , κατὰ βῆμα πορευόμενος καὶ παπταίνων . βαμβαλύζων δὲ ῥιγῶν , ἀπολλύμενος . βασανίζειν : οὐ τὸ αἰκίζεσθαι καὶ
παρήχθη δὲ ἴσως ἐκ τοῦ ἐπιφέρεσθαι , πάντως δέ μοι ῥιγῶν : Ὡς μὴ ἀρκουμένου αὐτοῦ μόνῃ τῇ σπολάδι ὁ
5747439 δυσεντεριης
δέονται . Προσδέχεσθαι δὲ χρὴ τοὺς τοιούτους ἀνὰ χρόνον ὑπὸ δυσεντερίης πιέζεσθαι : καὶ γὰρ ἐπὶ τοῖσι μελαινομένοισι τοῖσι πλείστοισιν
Δυσεντερικοῖσιν ἔμετος χολώδης ἐν ἀρχῇ , κακόν . Οἷσιν ἐκ δυσεντερίης ὀξείης ἐς πυώδεα ἥκει τὸ ὑγρὸν , τὸ ἐφιστάμενον
5725773 πτισανη
πτίσσεσθαι δέ ἐστι τὸ δίκην πτισάνης τύπτεσθαι , ἔνθεν καὶ πτισάνη παρὰ τὸ πτίσσεσθαι . πτισσόμενος δὲ τοῦτο ἔφη :
ἑορτή ὁρτή , ἐκεῖνος κεῖνος : στοιχείου δέ , οἷον πτισάνη * τισάνη , γαῖα αἶα , λείβω εἴβω .
5724394 βορον
ἡ δὲ ἐπὶ πολὺ ἀνατομὴ τοῦ στό - ματος πάνυ βορόν , ὠμόφρονα καὶ ἀνόσιον ἄνδρα δηλοῖ . τοιαῦτα γὰρ
εἰς τὰς ὁλκάδας . Μιαρὸν τὸ χρῆμα καὶ κάκοσμον καὶ βορόν , χὤτου ποτ ' ἐστὶ δαιμόνων ἡ προσβολὴ οὐκ
5723795 χελιδονων
τοῖς εἰρημένοις ἡμῖν ἔμπροσθεν διαχρίσμασι καρτερήτωσαν τῷ τε διὰ τῶν χελιδόνων καὶ τῷ λαμβάνοντι τὸν ῥοῦν θαυμασίῳ ὄντι βοηθήματι .
τὸ ὕδωρ μέχρι γλοιῶδες γίνηται , ἑψήσας μέλιτι . ἢ χελιδόνων κεκαυμένων μετὰ μέλιτος διάχριε . [ Πρὸς κιονίδας φλεγμαινούσας
5715197 ῥοφηματος
τουτέοισι παραπλήσιοι ποιητέαι , ὁκοῖαι εἴρηνται . Περὶ μὲν οὖν ῥοφήματος προσάρσιος οὕτω γιγνώσκω : ἀτὰρ καὶ περὶ ποτοῦ ,
ὅταν μὲν οἱ πόδες ψυχροὶ ἔωσιν , ἐπισχεῖν χρὴ τοῦ ῥοφήματος τὴν δόσιν , μάλιστα δὲ καὶ τοῦ ποτοῦ ἀπέχεσθαι
5714744 πιθων
τραχήλοις τῶν ἀγγείων περιθῶμεν . τινὲς δὲ τὰ ἔσω τῶν πίθων περὶ τὰ χείλη τῇ . . . . .
μὲν σοφὸς , τῷ δὲ πράγματι ἄσοφος , ὥσπερ ὁ πίθων . ταῦτα δὲ ἔνιοι τείνειν αὐτὸν εἰς Βακχυλίδην :
5713401 ὑελος
παρὰ Κενταύροισι . ὕαλος : διὰ τοῦ α , οὐχὶ ὕελος , καὶ θηλυκῶς ἡ ὕαλος , καὶ ὑάλινον .
κεκαυμένος , κήρυκες , τὰ ὀστρεώδη πάντα , πορφύραι , ὕελος , κίσηρις , σπεκλάριον , γύψος κεκαυμένη , ψιμύθιον
5711500 καττυματων
καὶ χοίρειος καὶ αἴγειος ποιεῖ . δέρμα παλαιὸν ἀπὸ τῶν καττυμάτων καυθὲν τὰ φλεγμαίνοντα μὲν οὐκ ὠφελεῖ , παυσάμενα δὲ
τε καὶ χοίρειος καὶ αἴγειος ποιεῖ . τὸ ἀπὸ τῶν καττυμάτων δέρμα καυθὲν φλεγμαίνοντα μὲν οὐκ ὠφελεῖ , παυσάμενα δὲ
5708414 τριβολος
φύλλα ὥσπερ ἐπινέοντα καὶ κρύπτοντα τὸν τρίβολον , ὁ δὲ τρίβολος αὐτὸς ἐν τῷ ὕδατι νεύων εἰς βυθόν . τὸ
αἱμορροΐδας ἀναστομοῖ . Ὕδωρ ψυχρόν , ἀείζῳον , ἀνδράχνη , τρίβολος χλωρός , ψύλλιον , φακὸς ὁ ἀπὸ τῶν τελμάτων
5701477 κρυσταλλων
ὑπεροχῇ νόμος . φέρει δὲ καὶ λιθείαν ἡ χώρα πολυτελῆ κρυστάλλων καὶ ἀνθράκων παντοίων , καθάπερ τῶν μαργαριτῶν . Τῆς
οἱ αὐχμοὶ νιτρωδέστερα . ὅσα δ ' ἀπὸ χιόνων καὶ κρυστάλλων ῥεῖ ὕδατα πάντα σκληρὰ μὲν καὶ ψύξει ὑπερβάλλοντα ,
5696052 θαλασσιοισι
κράμβης τὸν χυλὸν ῥοφεέτω , καὶ σιτίοισι μαλθακοῖσι χρήσθω , θαλασσίοισι δὲ μᾶλλον , καὶ λουέσθω θερμῷ : τῶν δὲ
τὸ πόμα : σιτίοισι δὲ χρήσθω λιπαροῖσι καὶ ἁλμυροῖσι καὶ θαλασσίοισι μᾶλλον ἢ κρέασι : λούσθω δὲ θερμῷ , τὴν
5688724 χυτροποδων
πρᾴως πλημμέλειαν : . τοῦ αὐτοῦ . Μηδ ' ἀπὸ χυτροπόδων ἀνεπιῤῥίπτειν ἀνελόντα ἐσθίειν : . Ἡσιόδου . Μηδὲ δίκην
καὶ οὕτω τὸ λοιπὸν εἰς τὴν ἀναγκαίαν χρείαν παραλαμβάνειν . χυτροπόδων : τῶν ἐσχαρῶν τῶν μαγείρων : περιφραστικῶς δὲ χύτραν
5686910 δριμυτατα
ἢ κατὰ τοὺς ἄλλους ἵππους . οὐκοῦν ἐρᾷ τοῦ δεσπότου δριμύτατα , καὶ προσιόντος ἐφριμάττετο καὶ ἐπικροτοῦντος ἐφρυάττετο , καὶ
ἀλλ ' ἕνα τῶν Ἀθήνησι παιδαγωγῶν ἐξ ὧν ἔχω , δριμύτατα μὲν βλέποντα , ὀξύτατα δὲ βαδίζοντα , σκύτος δὲ
5679597 σκιη
ἐμπειρίαν . “ τούτου ἐστὶ καὶ τὸ ” λόγος ἔργου σκιή . “ Δημήτριος δὲ ὁ Φαληρεὺς ἐν τῇ Σωκράτους
πέδον μαλακαί τ ' ἔπι ποῖαι καὶ λασίαις πτελέῃσιν ὕπο σκιή : ἄγχι δ ' ἄρ ' αὐτῶν ὕδωρ ἀέναον
5677550 σβεννυμεναων
ὃ τὸ γάλα ἀμέλγουσι : τὸ δὲ γάλα τῶν αἰγῶν σβεννυμενάων ἔχει τι διαφέρον , ὡς μήτε ὀρῶδες μήτε πνευματῶδες
βίβλινος οἶνος μάζα τ ' ἀμολγαίη γάλα τ ' αἰγῶν σβεννυμενάων καὶ βοὸς ὑλοφάγοιο κρέας μή πω τετοκυίης πρωτογόνων τ
5671216 δασους
Τὸ μελαμφύλοις λέγει ἢ ταῖς δασείαις καὶ σκιὰν ὑπὸ τοῦ δάσους ποιούσαις , ἢ ταῖς μέλανα φύλλα ἐχούσαις ὑπὸ τοῦ
ἐκεῖ μυθεύουσι . τοὔνομα δὲ τῷ τόπῳ γεγονέναι ἀπὸ τοῦ δάσους : δαυλοὺς γὰρ καλοῦσι τὰ δάση . Ὅμηρος μὲν
5649125 μαλλου
ἐπὶ τὰ νῶτα τῶν προβάτων ἱζάνει , καὶ ἀποσπᾷ τοῦ μαλλοῦ , καὶ ἐντεῦθεν τοῖς ἑαυτῆς βρέφεσι τὸ λέχος μαλακὸν
τοῦ μαλλοῦ γευσάμενος . εὑρήσεις μέντοι τὸ ἀποπιεσθὲν ἐκ τοῦ μαλλοῦ , γλυκύτερον τῆς πηγῆς διὰ τὸ τὸ λεπτομερέστατον καὶ
5648126 πετραιων
ἥ γε μὴν σὰρξ τῶν κωβιῶν ὥσπερ σκληροτέρα τῆς τῶν πετραίων ἐστίν , οὕτω μαλακωτέρα τῆς τῶν τριγλῶν : ἀνάλογον
ἀτταγήνων τε καὶ τῶν μικρῶν ϲτρουθίων ἁπάντων , ἔτι τε πετραίων ἰχθύων αἰγιαλείων τε καὶ πελαγίων , κωβιῶν τε καὶ
5645735 πελλας
εἰς ὃ ἔμελγον τὸ γάλα . Ὅμηρος : εὐγλαγέας κατὰ πέλλας . παρ ' Ἱππώνακτι δὲ πελλίς : ἐκ πελλίδος
αὐτὴν εὗρε πέλλη τὸ χρῶμα : καὶ Πελίας ὄνομα . πέλλας καὶ κισσύβια , ποιμενικὰ ἀγγεῖα . κισσύβιον : τὸ
5641469 εὐτροφοι
' ὑπαλύξει , λέγοντες ὅτι οἱ πίονες τῶν ἰχθύων καὶ εὔτροφοι τὸ ψῦχος ὑπομένουσι καὶ οὐ φθείρονται . ὁ δὲ
αἱ δὲ πίνναι τόπων μὲν ἕνεκεν ἐπιτήδειοι αἱ ἁπαλαί , εὔτροφοι , ἐκ τῶν τεναγωδῶν λαμβανόμεναι καὶ ἐκ τῶν ἐπικιρναμένων
5628444 κυφωμα
γινομένηϲ τῆϲ κατατάϲεωϲ αὐτοὶ τοῖϲ τῶν χειρῶν ἡμῶν θέναρϲιν τὸ κύφωμα πιλήϲομεν : εἰ δὲ χρεία , καὶ ἐπικαθεϲθῶμεν αὐτῷ
ὡς μάλιστα ἔστω τῇ ἐντομῇ τῇ εἰς τὸν τοῖχον τὸ κύφωμα , ὡς ἡ σανίς , ᾗ μάλιστα ἐξέστηκεν ,
5621332 νεβρων
παίδων κρατεῖν δεῖ τῶν νεωτέρων σοφούς γῆρας λεόντων κρεῖσσον ἀκμαίων νεβρῶν γάμος κράτιστός ἐστιν ἀνδρὶ σώφρονι , τρόπον γυναικὸς χρηστὸν
ἅ τε ξυνεθέμην πρέσβυς ὢν γεραιτέρωι , θύρσους ἀνάπτειν καὶ νεβρῶν δορὰς ἔχειν στεφανοῦν τε κρᾶτα κισσίνοις βλαστήμασιν . ὦ
5614852 κριμνων
πρὸς τὰς τῶν γυναικῶν ἑστιάσεις . κριμνίτης . ὁ ἀπὸ κρίμνων . σταιτίτης . ὁ ἐκ σταιτὸς καὶ μέλιτος .
: καὶ κριμνώδη μὲν ἤγουν μέγιστα . . . δίκην κρίμνων ἤγουν κριθῶν . οἱ δὲ . . . τὰ
5613870 ὀβελισκων
καὶ ἀποθεωρεῖ τὸ γινόμενον . Μετὰ δὲ τὴν ἐμβολὴν τῶν ὀβελίσκων πληροῦται θαλάσσης ἡ δίνα , καὶ παραγίνεται ἰχθύων πλῆθος
καὶ κολοττικῶν ἀνδριάντων πλήθει , πρὸς δὲ τούτοις κατασκευαῖς μονολίθων ὀβελίσκων μηδεμίαν τῶν ὑπὸ τὸν ἥλιον οὕτω κεκοσμῆσθαι . τεττάρων
5606976 μυκτηρ
ἴσως μανίας ἀρχή . πλευρὰν λυγίσαντος ὑπὸ ῥώμης . οἷον μυκτὴρ μυκᾶται καὶ σφόνδυλος ἀχεῖ πῖθ ' ἑλλέβορον . πτήσσει
ᾐὼν δὲ πᾶσα ἡ τῶν ὀφθαλμῶν περιγραφή . ῥὶς καὶ μυκτὴρ καὶ μυκτῆρες , καὶ παρὰ τοῖς ἰατροῖς ῥώθωνες :
5606024 κοδιμεντων
καλοῦ ὀλίγου καὶ μέλιτος τοῦ ἀρκοῦντος . ἐκ δὲ τῶν κοδιμέντων εὔζωμον , πράσον , σέλινον καὶ λεπτὰς ῥεφανίδας ἐσθίειν
στύρακα , καὶ μέλι τὸ ἀρκοῦν . Ἐκ δὲ τῶν κοδιμέντων εὔζωμον , πράσον , σέλινον , λεπτὰς ῥαφανίδας ,
5595134 ὀψων
παρασκευὴν θύλακος σάγη ὠνόμασται . καὶ σπυρίδα δὲ ὀψωνιοδόκον πλεκτὴν ὄψων σχοῖνον ἐν Ἀμφιάρεῳ Ἀριστοφάνης ἔφη : ἐν δὲ Ἀχαρνεῦσι
καὶ ἄρτων . τέτλαθι δὴ πενίη καὶ ἀνάσχεο μωρολογούντων : ὄψων γὰρ πλῆθός σε δαμᾷ καὶ λιμὸς ἀτερπής . οὓς
5584941 μαγις
ὀξύνεται , εἰ μὴ ἄρχοιντο ἀπὸ τοῦ Γ : αἰγίς μαγίς σφαγίς . τὸ μέντοι Γέργις βαρύνεται : ἀπὸ τοῦ
ὅλως ἐπικόπανόν τι . ἔτι δὲ μάκτρα , σκάφη , μαγίς , σκαφίς , κάρδοπος , κάνεον . καὶ νεόκοπον
5580840 οἰναριον
εἰς σπυρίδα μάζας ἐμβαλεῖς , ἀλλ ' οὐ φακῆν , οἰνάριον εἰς λάγυνον , ἀλλ ' οὐ κάραβον . εἰς
εἰς σπυρίδα μάζας ἐμβαλεῖς , ἀλλ ' οὐ φακῆν : οἰνάριον εἰς λάγυνον , ἀλλ ' οὐ κάραβον . εἰς
5576638 Συνεσιῳ
ὡς ἐνταῦθα : ἐπὶ δὲ τοῦ ἠγορασμένου , ὡς παρὰ Συνεσίῳ [ . ] ἡ γὰρ Λαῒς ἀνδράποδον ἦν Ὑκκαρικὸν
. ἀμεταβάτως , προσπαίζω δὲ μεταβατικῶς δοτικῇ , ὡς παρὰ Συνεσίῳ . μηδὲ προσπαίζειν με νομίσῃς σαυτῷ : καὶ παρὰ
5573477 ἀφυϲοϲ
ἢ πετροϲελίνου βραχύ . ἡ δίαιτα δὲ ἔϲτω λεπτὴ καὶ ἄφυϲοϲ παντάπαϲι . βοηθεῖ δὲ αὐτοῖϲ ὁ μέλαϲ καρπὸϲ τῆϲ
κατὰ τὴν τρίτην τάξιν : ἔϲτι δὲ καὶ λεπτομερὴϲ καὶ ἄφυϲοϲ , ὅθεν καὶ πρὸϲ ἁγνείαν πεπίϲτευται δρᾶν , οὐ
5569638 χορτου
: οἱ δ ' ὑπόνομοι συννόμῳ λίθῳ κατακαμφθέντες ὁδοὺς ἁμάξαις χόρτου πορευτὰς ἐνίας ἀπολελοίπασι . τοσοῦτον δ ' ἐστὶ τὸ
δαπάνη γένηται . μετὰ ἧτταν οὐδεὶς θαρρεῖ ἐξέρχεσθαι εἰς συλλογὴν χόρτου καὶ οἱ ἵπποι λιμώττοντες ἀθυμίαν τοῖς στρατιώταις παρέχουσι καὶ
5564482 ὠπτημενος
' ἔστω παρεσκευασμένος αὐτῷ κλιβανίτης καθαρός , πρόσφατος , ἐπιμελῶς ὠπτημένος , ἔχων ζύμης τε καὶ ἁλῶν τὸ σύμμετρον ,
ἦλθεν μὲν καὶ αὐτός , περίεφθος καὶ τὸ σῶμα ὅλον ὠπτημένος : οὐ μὴν παρεδέχθη καίτοι πολλὰ ἱκετεύων . Προϊόντος
5560554 οὐϲιν
ῥοιάϲ , κράνου καρπόν . ποτὸν δὲ ἀπυρέτοιϲ μὲν αὐτοῖϲ οὖϲιν οἶνοϲ ὑδαρὴϲ ὀλίγοϲ ἔϲτω , πυρέττουϲι δὲ τῶν εἰρημένων
ὑγραίνει . τοῖϲ τοιούτοιϲ αἱ τρίχεϲ τῆϲ κεφαλῆϲ βρέφεϲι μὲν οὖϲιν ὑπόπυρροι , παιϲὶ δὲ ὑπόξανθαι , τελειουμένοιϲ δὲ γίγνονται
5559004 ἀθαρης
κοσμίως κατεκείμεθα . Κἀγὼ καθεύδειν οὐκ ἐδυνάμην , ἀλλά με ἀθάρης χύτρα τις ἐξέπληττε κειμένη ὀλίγον ἄπωθεν τῆς κεφαλῆς του
] ὑπερέβαλεν ὁ πρόσπολος ] ὁ ἱερεύς ἀθάρης ] σεμιδάλεως ἀθάρης . . . ἐξέπληττε ] ἑψομένου ἀλεύρου πεπλησμένη γραϊδίου
5553389 πασασθαι
λευκή * μελίζωρος : γλυκεῖα * μελίζωρος . . . πάσασθαι : γλυκεῖα τῇ γεύσει * πάσασθαι : γεύσασθαι *
ἀπαιτίζοντες , κατὰ παρέκτασιν , ἀπαιτοῦντες . ἄπαστος ἄγευστος : πάσασθαι γὰρ τὸ γεύσασθαι . οἷον ἄμαστος , ἀμάσητος :
5551904 κλιβανου
, ὁ δεχόμενος τὸ ἀναθλιβόμενον ἐκ τῆς πηγῆς διὰ τοῦ κλιβάνου ὕδωρ . τὸ μὲν οὖν πρῶτον ἀναθλιβὲν τὸ τῆς
Ἄϲϲιοϲ κδ Γαγάτηϲ κε Μαγνῆτιϲ λίθοϲ κϚ Ϲμύριϲ κίϲϲηριϲ ὄϲτρακα κλιβάνου καὶ τὰ ἄλλα κζ Λίθοι οἱ ἐν τοῖϲ ϲπόγγοιϲ
5550519 συντριβης
τοῦ οἴκτου . . ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισον ] μετὰ συντριβῆς εὐχὴν ἐξιλαστικὴν ᾆσον . . Ἑλληνικὸν νόμισμα ] ἤτοι
. ὀλολυγμὸν ] ὕμνον . ὀλολυγμὸν ] μετὰ θρήνου καὶ συντριβῆς εὐχήν . θ ὀλολυγμὸν ] ἤτοι μετὰ θρήνου ὕμνον
5545378 λιπαϲ
, μελίλωτον καὶ μήκωνεϲ καὶ τερμίνθου δάκρυον καὶ ὕϲϲωπον καὶ λίπαϲ τὸ ἀπὸ ῥόδων ἢ τῆϲ οἰνάνθηϲ , κηρὸϲ δὲ
ἐθέλῃϲ , τήλιοϲ ἀφέψημα ἢ πτιϲάνηϲ χυλοῦ ῥύμμα μαλθακόν : λίπαϲ δὲ ῥόδινον ἢ ϲχίνινον . λουτρὰ δὲ ξυνεχέα ξύμφορα
5539662 καταπνεομενος
κῆπος , τουτέστιν ὁ μετέωρος τόπος καὶ ὑπὸ τῶν ἀνέμων καταπνεόμενος , ἔδοξεν αὐτῷ , τῷ Ἡρακλεῖ δηλονότι , ὑπακούειν
, καὶ μεταθέσει τοῦ ν πόντος , ὁ τοῖς ἀνέμοις καταπνεόμενος τόπος . πόντος παρὰ τὸ πένω τὸ ἐνεργῶ πόνος
5536519 βαλανων
βαλάνων τοῖς προβάτοις . τὰ δὲ πρόβατα περί τε τῶν βαλάνων ἐμαχήσαντο καὶ τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ διέφθειραν . καταβὰς δὲ
τῶν εἴς τινα δίαιταν βελτίονα μεταβαλλομένων : παυσάμενοι γὰρ τῶν βαλάνων οἱ παλαιοί , μετεῖχον σίτου καὶ οἴνου . Ἄκαιρος
5536368 θαλλοντας
καρποῦ βῶλος ὀμπνίου τροφός , οὐδ ' ἐργάτης σίδηρος εὐιώτιδος θάλλοντας οἴνης ὀρχάτους ἐτημέλει , ἀλλ ' ἦν ἀκύμων †
τὸ θεῖον ἀεὶ κλάδους ἐπεφέροντο νεωστὶ δρεφθέντας ἐκ δένδρων καὶ θάλλοντας καὶ φύλλων κομῶντας καὶ εἰρίοις πολυχρόοις ἀναδεδεμένους , οὓς
5533181 χιδρον
δὲ μνημονεύει Ἀλκμὰν οὕτως : ἤδη παρέξει πυάνιόν τε πολτὸν χίδρον τε λευκὸν κηρίναν τ ' ὀπώραν . ἐστὶ δὲ
, ὥς φησι Σωσίβιος , πανσπερμία ἐν γλυκεῖ ἡψημένη : χίδρον δὲ οἱ ἑφθοὶ πυροί . κηρίναν δὲ ὀπώραν λέγει
5532527 ἀθαρη
κυάμων ἢ πισῶν ἢ ἁπλῶς κατερεικτῶν τινῶν , ἡ δὲ ἀθάρη πυρῶν ἡψημένων καὶ διακεχυμένων ὥσπερ ἔτνος . ἀλωπεκίσαι :
ἀθέρα καὶ ἀθάρα τὸ αὐτό φασιν . ἔστι δὲ ἡ ἀθάρη ἡ ἐκ πυρῶν ἡψημένων καὶ διακεχυμένων ὥσπερ ἔτνος τροφή
5529253 Χερρονησιτου
, Ἀμφιδρομίων ὄντων , ἐν οἷς νομίζεται ὀπτᾶν τε τυροῦ Χερρονησίτου τόμους , ἕψειν τ ' ἐλαίῳ ῥάφανον ἠγλαϊσμένην ,
. Ἀμφιδρομίων ὄντων , ἐν οἷς νομίζεται ὀπτᾶν τε τυροῦ Χερρονησίτου τόμον , ἕψειν τ ' ἐλαίῳ ῥάφανον ἠγλαϊσμένην ,
5527189 ῥοφημα
τὸ πλεῖστον δέκα τὴν ἁπλῆν καὶ εὐοικονόμητον τροφήν , οἷον ῥόφημα , πόλτον μὴ λιπαρώτερον καὶ ᾠὰ καὶ ἄρτον καὶ
ἁλῶν καὶ ἔστω ἀνέλαιον . γίνεται δὲ καὶ ἀπὸ μαλάχης ῥόφημα , τῶν φύλλων ἑψομένων τῶν νεαρῶν χωρὶς τῶν ἰνῶν
5522180 πλουτουντων
παίζων τοῦτό φησιν , ὡς τῶν πλειόνων Ἀθηναίων ἐξ ἀδικίας πλουτούντων . ἠδικηκόσιν : διαβάλλει τοὺς Ἀθηναίους ὡς τὰ πράγματα
δ ' ὅτι ἐγὼ ἀληθῆ λέγω : τῶν μὲν γὰρ πλουτούντων οὐδεὶς ἀναγκάζεται ὑφ ' ἡδονῆς ἀγρυπνεῖν , τῶν δὲ
5513002 λασιων
μαλακὴ , οὐδὲ τάπητες , οὐδὲ χλαῖναι τῶν παχειῶν καὶ λασίων , οὐδὲ τοιοῦτον οὐδέν . Καὶ ἡ σκληρότης ἡ
ὑπὸ νύκτα , πάρος μέγα πεφρικυῖα . Πᾶσα δέ οἱ λασίων ὀρέων ἐστείβετο πέτρη καὶ κρημνοί , πᾶσαι δὲ διεπρήσσοντο
5510386 βελτερος
τοῦ ἀβέλτερος μετὰ τοῦ στερητικοῦ α , τοῦτο παρὰ τὸ βέλτερος : τὸ θηλικὸν , ἀβελτηρία : καὶ τροπῆ τοῦ
εἰς τὸ Περὶ συγκριτικῶν . . . . . . βέλτερος : βέλτερος : . . . ὁ δὲ Φιλόξενος
5507553 γητειον
αὖον , ῥοῦν , κύμινον , κάππαριν , ὀρίγανον , γήτειον , ἄννισον , θύμον , σφάκον , σίραιον ,
ὀψωνεῖν ἔοιχ ' ἅνθρωπος ἐπὶ τυραννίδι . ” ἢν δὲ γήτειον προσαιτῇ ταῖς ἀφύαις ἥδυσμά τι , ἡ λαχανόπωλις παραβλέψασά
5502821 σπληνεσιν
ἔπειτα ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τὸ ἕλκος τῶν καθαρτικῶν τι , καὶ σπλήνεσιν οἰνηροῖσιν , ἢ εἰρίοισι ῥυπαροῖσι θεραπεύουσιν . Αὕτη ἡ
οὖν ἡ αὐτή : ὀθονίοισι δὲ πλείοσι χρέεσθαι , καὶ σπλήνεσιν : καὶ ἐπὶ πᾶν ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἐπιδέειν :
5501064 Ὑδροπεπερι
γεωδεστέραν οὐσίαν ἐπικρατοῦσαν κέκτηται , βραχέος τινὸς μεμιγμένου λεπτομεροῦς . Ὑδροπέπερι θερμὸν μέν , ἀλλ ' οὐκ εἰς ὅσον πέπερι
καὶ χρῶνται πρὸς ὅσα ψῦξαί τε καὶ στῦψαι δέονται . Ὑδροπέπερι θερμαίνει μέν , ἀλλ ' οὐκ εἰς ὅσον πέπερι
5498717 σοὐστιν
πορεύσει πῶλος : οὐ ναυσθλώσομαι . Τίς δ ' ἡπίνοιά σοὐστὶν ὥστε κάνθαρον ζεύξαντ ' ἐλαύνειν εἰς θεούς , ὦ
περὶ σοῦ μαντευσάμενος , ὦ Λαρήνσιε , κοὐδ ' εἷς σοὐστὶν τῶν πλουτούντων , μὰ τὸν Ἥφαιστον , προσόμοιος ,
5495080 ὀστρειων
ἐπὶ τῷ λιμένι ὑψηλὴ καὶ ἔρημος , καὶ περὶ ταύτην ὀστρείων τε καὶ ἰχθύων παντοδαπῶν θήρα . μέχρι μὲν τοῦδε
καὶ Διογένης πάντα φάσκοντες ἀναπνεῖν περὶ τῶν ἰχθύων καὶ τῶν ὀστρείων λέγουσι τίνα τρόπον ἀναπνέουσιν . καί φησιν Ἀ .
5495062 ἀλειφαρ
ἠκονημένην . τιταίνει : κινεί . Φρουρεῖ : φυλάσσει . ἄλειφαρ : ἔλαιον . Ὕπερ πρώρης ἄνω τῆς . Ὁρμαίνων
ἐς ἀπιστίην πολλὴν ἀπῖκται . Χρέωνται δὲ οὐδὲν ἐλαίῳ , ἄλειφαρ ἐκ τῶν σησάμων ποιεῦντες . Εἰσὶ δέ σφι φοίνικες
5493259 ἐκτραφεις
ἐς χέρα Στρυμὼν δίδωσιν ἀλλὰ πηγαίαις κόραις . ἔνθ ' ἐκτραφεὶς κάλλιστα παρθένων ὕπο , Θρήικης ἀνάσσων πρῶτος ἦσθ '
τροπὴν ὅλως οὐκ εἰσφέροντα ὥσπερ ἀλλοιούμενον εἴδους γένους ἐν ᾧπερ ἐκτραφεὶς ἔφυ ; ἀλλ ' οἱ λέγοντες ταῦτα παίζουσι φρένας
5492595 ὀλιγοισι
πένητες αὐτῶν τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων προτιθέαται . Σίτοισι δὲ ὀλίγοισι χρέωνται , ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῖσι καὶ οὐκ ἁλέσι :
ἔκπτωμα : ηὐξημένῳ δὲ τὰ ὀστέα μένει . Γνάθος δὲ ὀλίγοισι τελέως ἐξήρθρησεν : ὀστέον τε γὰρ τὸ ἀπὸ τῆς
5487600 σιμβλων
κατὰ χηραμὸν ἢ δονάκεσσιν ἢ δρυὸς ὠγυγίης κατὰ κοιλάδος ἔνδοθι σίμβλων σμήνεσι μυριότρητα κατ ' ἄγγεα κηροδομοῦσα . Μὴ μείνηις
ἐμαράνθη : μάλων οὐκ ἔρρευσε καλὸν γλάγος , οὐ μέλι σίμβλων , κάτθανε δ ' ἐν κηρῷ λυπεύμενον , οὐκέτι
5482682 λαμπομεναων
τοῦ ἀπὸ τῶν [ πρεσβυτάτων ] , ὡς δαΐδων ὕπο λαμπομενάων [ ] οἱ πολέμιοι ἐσβάλοιεν : ἀντὶ τοῦ ἐσέβαλλον
ταμεσίχροας : ὄσσε δ ' ἄμερδεν αὐγὴ χαλκείη κορύθων ἄπο λαμπομενάων θωρήκων τε νεοσμήκτων σακέων τε φαεινῶν ἐρχομένων ἄμυδις :
5473161 ὀλεκει
χρόνος , οὐδὲ σίδηρον φείδεται : ἀλλὰ μιῇ πάντ ' ὀλέκει δρεπάνῃ : ἐξ ἐπιγράμματος . Σικελὸς ὀμφακίζεται : ἐπὶ
ἀπόλειψις : τὴν μὲν γὰρ πάντων σύνοδος τίκτει τ ' ὀλέκει τε , ἡ δὲ πάλιν διαφυομένων θρεφθεῖσα διέπτη .
5470661 διακεχυμενων
. ἔστι δὲ ἡ ἀθάρη ἡ ἐκ πυρῶν ἡψημένων καὶ διακεχυμένων ὥσπερ ἔτνος τροφή . διαφέρει δὲ τοῦ ἔτνους ,
ἁπλῶς κατερεικτῶν τινῶν , ἡ δὲ ἀθάρη πυρῶν ἡψημένων καὶ διακεχυμένων ὥσπερ ἔτνος . ἀλωπεκίσαι : ἐξαπατήσαντα διαδρᾶναι . ἀπήρτησε
5469586 περιπατοισι
ποιήσασθαι , ὡς τοπρόσθεν γέγραπται . Τούτῳ ἢν ξυμφέρωσι , περιπάτοισι χρεέσθω : ἢν δὲ μὴ ξυμφέρωσιν , ἡσυχαζέτω ὡς
, περὶ τὴν κεφαλὴν νοῦσον σημαίνει : τοῖσιν οὖν ὀρθρίοισι περιπάτοισι καὶ τοῖσιν ἀπὸ δείπνου πλέοσι χρηστέον πρὸς τῇ προτέρῃ
5469113 ἀκρητεστερον
τρώγειν καὶ αὐτὸν τὸν χυλὸν ῥοφέειν , καὶ τὸ πόμα ἀκρητέστερον πίνειν : ὄψοισι δὲ χρῆσθαι πουλυποδίῳ ἑφθῷ , ἢ
ἑφθὸν τετριμμένον : οἶνον δὲ πινέτω αὐστηρὸν , μέλανα , ἀκρητέστερον κατ ' ὀλίγον , καὶ ἡσυχίην ἐχέτω ταύτας τὰς
5468123 φυσωντα
: ὑγρόν πυός : πρωτόγαλον ἀθρῶν : σκοπῶν οἰδαίνοντα : φυσῶντα εὐθύνας : τιμωρίας , δίκας ἀμύλους : πλακοῦντας ἐμπολῶ
κέλητα παρακελητιεῖ , ἅρματα δ ' ἐπ ' ἀλλήλοισιν ἀνατετραμμένα φυσῶντα καὶ πνέοντα προσκινήσεται : ἕτεροι δὲ κείσονταί γ '
5465631 φωλεων
, καὶ μεσοῦντος θέρους ὁσημέραι μετὰ πλήθουσαν ἀγορὰν ἐξέρπειν τῶν φωλεῶν . καὶ παρὰ τῷ ποταμῷ τῷ καλουμένῳ Ῥυνδάκῳ τὸ
ἀϲπίδοϲ βρέξαϲ εἰϲ ἔλαιον [ ἄλλο ] θυμία ἐγγὺϲ τῶν φωλεῶν καὶ εὐθέωϲ ἀναβήϲονται . ἄλλο καταφέρον καὶ ϲκορπίουϲ καὶ
5459099 θρυαλλις
εἰσι μακρόβια , ὥσπερ ἐπὶ τοῦ λύχνου εἰ λεπτὴ ἡ θρυαλλίς ἐστι καὶ πλεονάζει τὸ ἔλαιον , ἀντέχειν ἐπὶ πλέον
ἴα , κρόκος , λωτός , νάρκισσος , ὑάκινθος , θρυαλλίς , σισυμβρία , ἕρπυλλον , ἀνεμῶναι . οἱ δὲ
5455047 ἐφορευν
ἔχοντες : [ οἳ δ ' αὖτ ' ἐς ταλάρους ἐφόρευν ὑπὸ τρυγητήρων λευκοὺς καὶ μέλανας βότρυας μεγάλων ἀπὸ ὄρχων
κορυφάς , τροχοκουράδες : αὐτὰρ ὕπερθεν ἵππων δαρτὰ πρόσωπ ' ἐφόρευν ἐσκληκότα καπνῶι . νηῦς δέ τις ὠκύπορος Σαμίη ,
5452055 ἑφθοισιν
οἶνον μέλανα ἢ ζωμὸν ὑείων κρεῶν : τοῖσί τε ἰχθύσιν ἑφθοῖσιν ἐν ἅλμῃ δριμείῃ : χρέεσθαι μὲν καὶ τοῖσι σαρκώδεσιν
, καὶ τοῖσιν ἰχθύσιν ἑφθοῖσιν ἐν ὑποτρίμμασι , καὶ κρέασιν ἑφθοῖσιν ὑείοισι , καὶ τοῖσιν ἀκροκωλίοισι διέφθοισι , καὶ τοῖσι
5451470 Ῥοου
βοτάνην ὡς γλῶσσαν οὖσαν , ἐν εἰρίῳ ποιεῖν προσθετόν . Ῥόου ὕδατος προσθετὸν καὶ ἔγχυτον : ἢν γυναικὶ ὕδωρ ῥέῃ
σμύρνης ὀβολὸν ἐν οἴνῳ τρίβειν αὐστηρῷ μέλανι καὶ πιπίσκειν . Ῥόου καὶ πάσης νούσου ποτὸν , ὅσαι ἀπὸ τῶν ὑστερέων
5450664 μεταφορα
ἀλλεπάλληλα συνάπτει δίκην : συνάγει ἀλλεπάλληλα καὶ συμμίσγει : ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν συμβαλλόντων τοῖς σχοινίοις ἕτερα καὶ ἐπιμηκέστερα ποιούντων
Ἄργους , βασιλεύων καὶ ἡγεμὼν λαοῦ ὤν . ἡ δὲ μεταφορὰ τοῦ ἐλαύνων ἀπὸ τῶν ποιμνίων . ἄλλως : εὐθύτονον

Back