Τὸ μελαμφύλοις λέγει ἢ ταῖς δασείαις καὶ σκιὰν ὑπὸ τοῦ δάσους ποιούσαις , ἢ ταῖς μέλανα φύλλα ἐχούσαις ὑπὸ τοῦ
ἐκεῖ μυθεύουσι . τοὔνομα δὲ τῷ τόπῳ γεγονέναι ἀπὸ τοῦ δάσους : δαυλοὺς γὰρ καλοῦσι τὰ δάση . Ὅμηρος μὲν
8172278 ἀισσειν
ἀικάς : τὰς φορὰς καὶ τὰς ὁρμάς , ἀπὸ τοῦ ἀίσσειν . . . ὁ δὲ Ἀπίων λέγει ἀπὸ τοῦ
αἱ πνοαὶ αἱ κάτω ἀίσσουσαι . . συστροφάς ἀπὸ τοῦ ἀίσσειν . : αἰγίδες καὶ καταιγίδες , . Β .
8077586 πλησσομενος
καὶ βουπλήξ ὁ τὸν βοῦν πλήσσων , βούπληξ δὲ ὁ πλησσόμενος ὑπὸ τοῦ βοός . . μαινομένη , τῷ οἴστρῳ
θάνατος . . οἰστρόπληξ ] οἰστρόπληξ , ὁ ὑπὸ οἴστρου πλησσόμενος . καὶ βουπλήξ ὁ τὸν βοῦν πλήσσων . .
7936643 διης
παλάμῃσι Κρόνοιο δῃωθεὶς εἵλιξεν ἀπειρεσίην ἐπὶ γαῖαν , αἰθέρος ἐκ δίης πεσέειν οὖδάσδε μενοινῶν , ὄφρα κε πάντ ' ἀΐδηλα
ὑπαὶ παλάμῃσι Κρόνοιο δῃωθεὶς εἵλιξεν ἀπειρεσίην ἐπὶ γαῖαν αἰθέρος ἐκ δίης πεσέειν οὖδάςδε μενοινῶν , ὄφρα κε πάντ ' ἀΐδηλα
7915347 ὀροκτυπου
ἵν ' ᾖ τοῦ τὰ ὄρη ῥηγνύντος τῇ σφοδρότητι . ὀροκτύπου ] τοῦ ἀπὸ τῶν ὀρῶν κατερχομένου καὶ κτυποῦντος ἐν
τρόπον ὕδατος ἀμαχέτου καὶ ἀπολεμήτου καὶ ἰσχυροῦ διὰ τὸ ἀπείριτον ὀροκτύπου καὶ ἀπὸ τῶν ὀρῶν κατερχομένου μετὰ κτύπου . ἐλεδεμνὰς
7882767 χαλκοδετων
ζωῆς ὁ θάνατος . . κόναβος ] κτύπος ἐστί . χαλκοδέτων σακέων ] ἐκ σιδήρου δεδεμένων ἀσπίδων . . Διόθεν
μελάνδετον σάκος . χαλκοδέτων ] τῶν ὑπὸ χαλκοῦ συνδεδεμένων . χαλκοδέτων ] δεδεμένων ὑπὸ τοῦ χαλκοῦ . χαλκοδέτων ] τῶν
7849390 ἀσασθαι
. . . . ἀλφίτου ἀκτήν : ἀπὸ τοῦ † ἄσασθαι ὑπὸ τοῦ μύλου , καθὰ καὶ καλεῖται ἀπὸ τοῦ
πατρίων θύοντες . . . τὸ α μετὰ τοῦ σίγμα ἄσασθαι : σημαίνει τὸ κορεσθῆναι : κυρίως δέ , φασί
7827065 ἀππιδιων
κδʹ . περὶ ἐγκεντρισμοῦ ἀππιδίων . κεʹ . περὶ διαμονῆς ἀππιδίων . κϚʹ . περὶ φυτείας κυδωνίων . κζʹ .
. ἕτερον περὶ φυτείας ἀππιδίων . κδʹ . περὶ ἐγκεντρισμοῦ ἀππιδίων . κεʹ . περὶ διαμονῆς ἀππιδίων . κϚʹ .
7823213 αἰθεσθαι
πέτευρον διὰ τὸ αἴτιον εἶναι αἰθάλης . ἢ ἀπὸ τοῦ αἰθεσθαι λίαν οὕτως αὐτὸ ἔφη . ἕως κατὰ γνώμην ὁ
πέτευρον διὰ τὸ αἴτιον εἶναι αἰθάλης . ἢ ἀπὸ τοῦ αἰθεσθαι λίαν οὕτως αὐτὸ ἔφη . ἕως κατὰ γνώμην ὁ
7787678 γναψιν
τῇ κνήστι ξέσιν . γναφεύει δὲ παρὰ τὴν τοῦ φάρους γνάψιν . Ἄλλως . . Ἀττικὸν μὲν τὸ διὰ τοῦ
ἱμάτια : οἱ δὲ νεώτεροι διὰ τοῦ γ παρὰ τὴν γνάψιν . “ κναφεύς ” δὲ παρὰ τὸ κνῶ ,
7744568 Ἀποφλεγματισμος
αʹ . κόψας καὶ σήσας ἐπίπασον τὴν κεφαλήν . [ Ἀποφλεγματισμὸς χειμερινός . ] Λαβὼν ὑσσώπου ⋖ δʹ . ὀριγάνου
εἰς γλοιοῦ πάχος χρῶ ἐν βαλανείῳ ὡς κάλλιστον . [ Ἀποφλεγματισμὸς κατασπῶν ἐκ τοῦ κρανίου φλέγμα . ] Ἀγριοσταφίδας μετὰ
7736580 ΞΜΛ
, μείζων ἐστὶ τῆς ἐντὸς καὶ ἀπεναντίον γωνίας τῆς ὑπὸ ΞΜΛ . ὀρθὴ δὲ ἡ ὑπὸ ΞΛΝ : ὀξεῖα ἄρα
δὲ ἡ ὑπὸ ΞΛΝ : ὀξεῖα ἄρα ἐστὶν ἡ ὑπὸ ΞΜΛ : ἀμβλεῖα ἄρα ἐστὶν ἡ ὑπὸ ΞΜΖ . καὶ
7731867 αἱμασια
. μήποτε ὁ φραγμός , τουτέστι τὸ περίφραγμα καὶ ἡ αἱμασιά , οὕτω καλεῖται , παρὰ τὸ ἐρύκειν ἢ παρὰ
πηγή : ταύτης τὰ μὲν πρὸς τοῦ ναοῦ λίθων ἀνέστηκεν αἱμασιά , κατὰ δὲ τὸ ἐκτὸς κάθοδος ἐς αὐτὴν πεποίηται
7722719 σειεσθαι
. ἐν Τιμαίῳ : ” τὴν δὲ γῆν ταλαντουμένην ἀνωμάλως σείεσθαι μὲν ὑπ ' ἐκείνων , κινουμένην δ ' αὖ
' ἐν πρώτῳ περὶ Εὑρημάτων σίκιννιν αὐτὴν εἰρῆσθαι ἀπὸ τοῦ σείεσθαι , καὶ πρῶτον ὀρχήσασθαι τὴν σίκιννιν Θέρσιππον . προτέρα
7711353 ΠΡωτη
τοῦ κατὰ θάλασσαν κινδύνου αὐτὸν εἰς ἐλευθερίαν πάλιν ἐπανήγαγε . ΠΡώτη ἀντίθεσις παρὰ τοῦ πλουσίου . δοῦλος ἐμὸς εἶ .
τυραννοῦντα τὸν υἱὸν ἀνελὼν αἰτεῖ δωρεάν : ἀντιλέγει τις . ΠΡώτη ἀντίθεσις : οὐ σοὶ δίδωσιν ὁ νόμος πατρὶ ὄντι
7707428 ἐρεβοδιφωσιν
] ὅπου . μεγάλοι ] βολβοί . ⸎ . . ἐρεβοδιφῶσιν ] ἐρευνῶσιν , ἐξετάζουσιν , ζητοῦσιν . Τάρταρός ἐστιν
] ἐν τῷ σκότει ψηλαφῶσιν . , σκοτοψηλαφοῦσι . . ἐρεβοδιφῶσιν : ἐρευνῶσιν , ἐξετάζουσι τὸ ἔρεβος ἤγουν τὸ σκότος
7683473 βδελλων
δὲ ταῦτα καταπλάσματα παρηγορικῶς ἀνιέντα καὶ σικύας καὶ κατασχασμόν , βδελλῶν προσβολὴν ἢ ἐγκάθισμα ἢ πυρίαν τὴν διὰ σπόγγων ,
. . Ἐκμυζηθείη δ ' ἂν τὸ δεινὸν κἀνταῦθα ὑπὸ βδελλῶν , εἰ προστεθεῖεν αὗταί γε τῷ τυπέντι τούτῳ :
7682467 κλυδωνιου
ἡσυχίᾳ . εὐδίᾳ ] + ἤγουν ἐκτὸς ταραχῆς γέγονεν . κλυδωνίου ] τῆς προσβολῆς τῶν πολεμίων καὶ τῆς ἐκ τούτων
, οἷος πλέων τὰς ἄκρας φάσκειν ἡμιολίας εἶναι : καὶ κλυδωνίου γενομένου ἐρωτᾶν , εἴ τις μὴ μεμύηται τῶν πλεόντων
7680309 θριπων
πρὶν εὑρεθῆναι τὰς κρυφίας σφραγῖδας οἱ παλαιοὶ ἐσφράγιζον ξύλοις ὑπὸ θριπῶν βεβρωμένοις διὰ τὸ αὐτὰ πολυκέντητα εἶναι . θριπόβρωτος σφραγὶς
ἐγγινομένων θηριδίων τοῖς φυτοῖς , ὡς ἀδηκτοτάτην οὖσαν , οἷον θριπῶν καὶ τερηδόνων , ἃ διεμφύεται τοῖς δένδρεσι , σηπομένης
7677872 δηγμου
ποθέντα , τὰ αὐτὰ ἀλγήματα κοιλίας καὶ ἐντέρων ἐπιφέρει μετὰ δηγμοῦ σφοδροῦ : ὅθεν προςφέρειν δεῖ ἅπαντα , ὅσα μετὰ
διεφθορότων ὁ λυγμὸς γίνεται , ὃ καὶ διὰ καύσεως καὶ δηγμοῦ τοῦ στομάχου αἰσθάνοιτο , ὕδωρ χλιαρὸν πίνοντας κέλευε πολυεμεῖν
7673897 κεκευθως
αὐτόν . . πιανῶ ] δοξάσω , κοσμήσω . . κεκευθὼς ] κρυβεὶς , κατακευσθείς . . ὑπὸ ] γρ
. μάντις ] ὁ Ἀμφιάραος . κεκευθὼς ] κρυφθείς . κεκευθὼς ] κρυβείς . Ξ κεκευθὼς ] κρυβείς , καταχωσθείς
7663641 ἐσεβαλε
καὶ Μυσῶν ἦρχε Ἀρταφρένης ὁ Ἀρταφρένεος , ὃς ἐς Μαραθῶνα ἐσέβαλε ἅμα Δάτι . Θρήικες δὲ ἐπὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι
ἐνοχλοῦντα διαθέσθαι . ὧν καὶ ὁ Μιθριδάτης αἰσθανόμενος ἐς Καππαδοκίαν ἐσέβαλε καὶ τὴν ἰδίαν ἀρχὴν ὠχύρου . καὶ τάδε αὐτὸν
7661767 Ἀρξομαι
' ἔδοξα μᾶλλον ἑτέρων τὰ περὶ τὸν βίον ἀκριβῶσαι . Ἄρξομαι δ ' ἀφ ' οὗπερ ἀναγκαῖον ἄρξασθαι . Μωυσῆς
τοῦ πράγματος : ταῦτα γὰρ καὶ ὅσια καὶ δίκαια . Ἄρξομαι δὲ ἐντεῦθεν . Ἐπειδὴ χορηγὸς κατεστάθην εἰς Θαργήλια καὶ
7644700 πρηστηρων
πιμπράμενον καὶ ἀνοιδαῖνον πρηστὴρ ὀνομάζεται , τὸ δὲ ἐν μέσῳ πρηστήρων τε καὶ φάρυγγος ἀγκτήρ . ἀφ ' οὗ τὸ
ἕω ὀφθῆναι ὕδωρ ἄνω ἀναφυσώμενον τῆς θαλάσσης οἷά περ ἐκ πρηστήρων βίᾳ ἀναφερόμενον , ἐκπλαγέντας δὲ σφᾶς πυνθάνεσθαι τῶν κατηγεομένων
7638844 βλωμος
γὰρ τὼ βπ τῷ μ . ὅθεν καὶ ὁ ψωμὸς βλωμὸς ἀπὸ τοῦ βλώσκειν διὰ τοῦ λαιμοῦ , ὅ ἐστι
γὰρ τὼ βπ τῷ μ . ὅθεν καὶ ὁ ψωμὸς βλωμὸς ἀπὸ τοῦ βλώσκειν διὰ τοῦ λαιμοῦ , ὅ ἐστι
7625417 προσκαθημεναι
δηλονότι . * κατὰ τὸν Ἑλλήσποντον . καὶ ὑποτασσόμεναι . προσκαθήμεναι . αὗται ἐν τῷ Αἰγαίῳ πελάγει εἰσί . μεταβέβηκε
τᾷδε γᾷ ] τῇ περὶ τὸν Ἑλλήσποντον . προσήμεναι ] προσκαθήμεναι . . Λέσβος ] Λέσβος πόλις Αἰολική . μητρόπολις
7624275 ἐξαγγελλονται
, ὥσπερ τὰ πράγματα , τὰ δὲ καὶ ἐξαγγέλλουσι καὶ ἐξαγγέλλονται , ὥσπερ τὰ νοήματα καὶ αἱ φωναί . ἐξαγγέλλουσι
φωνῶν καὶ τῶν γραμμάτων , ἐξαγγέλλουσι μὲν τὰ πράγματα , ἐξαγγέλλονται δὲ ὑπὸ τῶν φωνῶν καὶ τῶν γραφομένων . πάλιν
7622583 Ἀντυλλου
ἐνθρόμβωϲιϲ ἐξ ἀνάγκηϲ γίγνεται . Περὶ ϲχήματοϲ διαιρέϲεωϲ ἐκ τῶν Ἀντύλλου . Ϲχήματα δὲ τρία διαιρέϲεωϲ : τὸ μὲν ἐπικάρϲιον
χρὴ διὰ τῆϲ τοπικῆϲ ἐγχαράξεωϲ . Περὶ βδελλῶν ἐκ τῶν Ἀντύλλου . Τὰϲ βδέλλαϲ λαβόνταϲ χρὴ φυλάττειν ἡμέραν μίαν ,
7621100 βιβρωσκομενος
. οὗτος τοίνυν ἐκ τῶν θαλαττίων ἀτμῶν δριμυτέρων ὄντων ἐστὶ βιβρωσκόμενος , καὶ τύλωσιν μετὰ φλεγμονῆς ἀναδέχεται , ὡς ἐκ
κύων ἀντιβλέπει πρὸς τὰ ἀγάλματα . ἁλιβρὼς ὁ ὑπὸ θαλάσσης βιβρωσκόμενος , ὅθεν ἐμοὶ μέγα τοῦτο δοκεῖ γράφεσθαι . *
7615528 ὁμοιωτικως
καὶ πικρόν , κατὰ δὲ τὴν ἀπὸ τῶν ἐναργῶν μετάβασιν ὁμοιωτικῶς μὲν νοεῖται καθάπερ ἀπὸ τῆς Σωκράτους εἰκόνος Σωκράτης αὐτός
τῶν ἐναργῶν μετάβασιν , καὶ ταύτην τρισσήν : ἢ γὰρ ὁμοιωτικῶς ἢ ἐπισυνθετικῶς ἢ ἀναλογιστικῶς . ἀλλὰ κατὰ μὲν περιπτωτικὴν
7614056 Μαλη
ἀξίου σταυροῦ , οἱ δὲ παλαιοὶ ἐπὶ τοῦ καταπύγωνος . Μάλη οὐκ ἐρεῖς , ὑπὸ μάλης μέντοι . Μεγιστᾶνες ἀδόκιμον
Ἀκρώμιον εὐώνυμον εὐφρασίαν σημαίνει . Ἀκρώμιον δεξιὸν ἐπιβουλὴν σημαίνει . Μάλη δεξιὰ πάλλουσα μάχας σημαίνει . Μάλη δὲ εὐώνυμος ἀγαθὰ
7613558 αἱμοῤῥαγικα
αὐτίκα σικύη , ἐκαύθη ἔσω , καὶ εἰκοστῇ ἐπαλιγκότησεν , αἱμοῤῥαγικὰ , καὶ τρυγώδεα , καὶ ἐσθιόμενα . Ἡ Τενεδίη
καὶ χεῖρες ναρκώδεες , καὶ καρδιαλγικὰ , καὶ ἠχώδεα , αἱμοῤῥαγικὰ λάβρως , καὶ κοιλίαι καταῤῥήγνυνται τούτοισι , καὶ γνῶμαι
7611231 φοινισσετο
παρ ' ὀμφαλὸν ᾀωρεῖτο , στήθεα δ ' ἐκ μηρῶν φοινίσσετο , τοὶ δ ' ὑπὸ μαζοί χιόνεοι τὸ πάροιθεν
, ὀρνυμένην νεφέεσσιν ἐλαυνομένοισι φυλάσσων . καὶ Στεροπὴ πέμπουσα σέλας φοινίσσετο πᾶσα λαμπάδα παιφάσσουσα νεοπτοίητον ὀπωπαῖς , φέγγος ἀκοντίζουσα :
7609143 σκορδινασθαι
: Οὕτως ἔλεγον τὸ παρὰ φύσιν τὰ μέλη ἐκτείνειν , σκορδινᾶσθαι . γίνεται δὲ περὶ τοὺς ἐγειρομένους ἐξ ὕπνου ,
ἀποτεῖναι , ἀποτάδην . τὸ δὲ μετὰ χάσμης ἀποτείνειν ἑαυτὸν σκορδινᾶσθαι λέγουσιν . Ἐφ ' ὧν Πλάτων λέγει τὸ ταὐτὸν
7607578 Θρᾳκιστι
μὴ ἀπηντηκέναι μοι οὐκ οἶδεν εἰ μεταμεμόρφωμαι οὐδ ' εἰ Θρᾳκιστί , ἀντὶ τοῦ οὐδ ' εἰ Ἰλλυριστί , κέκαρμαι
μεταμεμόρφωμαι , οἶδε . Θρᾳκιστὶ δὲ ἀντὶ τοῦ Ἰλλυριστί . Θρᾳκιστί : διὰ τὸ μὴ ἀπηντηκέναι μοι οὐκ οἶδεν εἰ
7601113 μυγαλης
εἰς αὐτὴν , ὡς νομίζῃ ἑαυτὸν ἀπὸ τῆς ἐχίδνης ἢ μυγάλης ἀποδηχθέντα . [ Περὶ τῆς σταφυλῆς πασχούσης θεραπείας .
διαθέσεις θεραπεύσει : ὅθεν καὶ οἱ φωνασκοὶ ταύτῃ κέχρηνται . μυγάλης δήγματα , κυνοδήκτους καὶ λυσσοδήκτους , τὸ σπέρμα αὐτῆς
7601089 Ἀλπεια
Ἰονίας θαλάσσης . οἱ κατοικοῦντες Ἄλπειοι . καὶ Ἄλπεις καὶ Ἄλπεια ὄρη καὶ Ἄλβια . διχῆ γὰρ ἡ γραφή ,
αὐτοῖς : Σπάρτακον δὲ διὰ τῶν Ἀπεννίνων ὀρῶν ἐπὶ τὰ Ἄλπεια καὶ ἐς Κελτοὺς ἀπὸ τῶν Ἀλπείων ἐπειγόμενον ὁ ἕτερος
7595898 καταῤῥοφειν
τι χολῶδες . ] Τραγορίγανον λεάνας ἐν ὕδατι ἴσα δίδου καταῤῥοφεῖν γαλακτῶδες ποιῶν τὸ κρᾶμα . [ δʹ . Πρὸς
ἢ γʹ . ῥοᾶς γλυκείας χυλῷ καὶ ὄξει ἀναζέσας δὸς καταῤῥοφεῖν . ἄλλο . ἀκτέος τὰ ἁπαλὰ φύλλα καθαρίως διὰ
7588465 σχηματικης
Περὶ Ἀλανικῆς γυμνασίας σχηματικῆς . Γʹ . Περὶ Ἀφρικανῆς γυμνασίας σχηματικῆς . Δʹ . Περὶ Ἰταλικῆς γυμνασίας τῆς καὶ χρειώδους
Περὶ Σκυθικῆς γυμνασίας σχηματικῆς . Βʹ . Περὶ Ἀλανικῆς γυμνασίας σχηματικῆς . Γʹ . Περὶ Ἀφρικανῆς γυμνασίας σχηματικῆς . Δʹ
7574826 Συμμαχου
αὐτῶν τὸ κρατεῖν . ἴσθι δὲ ὅτι τὰ αὑτοῦ μὲν Συμμάχου κομιζομένου σφόδρα ἂν ἡσθείην : εἰ δ ' ἑτέρως
τὴν δὲ χεῖρα ἔμπυον εἶχε μέχρι τοῦ ἀγκῶνος . Ὁ Συμμάχου παῖς ὑπὸ χολῆς ἀπεπνίγη νύκτωρ καταδαρθὼν , καὶ πυρετοῦ
7574484 Πρωϊ
: ἢ παρὰ τὸ παίζω , παίσω , παῖς . Πρωΐ . ὑπὸ τοῦ προϊέναι ἡμᾶς . Πόσις . ὁ
: ἢ παρὰ τὸ παίζω , παίσω , παῖς . Πρωΐ . ὑπὸ τοῦ προϊέναι ἡμᾶς . Πόσις . ὁ
7572519 εἰλω
τὸ ἐλεύσθω ἐλεύσθη καὶ ἐλύσθη : οἱ δὲ παρὰ τὸ εἰλῶ εἰλύω εἰλύσθη , καὶ ἀποβολῇ τοῦ ι , ἐλύσθη
, ἵν ' ᾖ τὸ ἐν τῷ αὐτῷ εἰλεῖσθαι : εἰλῶ εἰλίνω καὶ ἐλίνω καὶ ἐλινύω . εἰς δὲ τὸ
7567804 Παρμενισκου
δοκεῖ δὲ πεπρᾶσθαι ὑπὸ * καὶ λελύσθαι ὑπὸ τῶν Πυθαγορικῶν Παρμενίσκου καὶ Ὀρεστάδου , καθά φησι Φαβωρῖνος ἐν Ἀπομνημονευμάτων πρώτωι
δοκεῖ δὲ πεπρᾶσθαι ὑπὸ * καὶ λελύσθαι ὑπὸ τῶν Πυθαγορικῶν Παρμενίσκου καὶ Ὀρεστάδου . . Παρμενίσκος δὲ ὁ Μεταποντῖνος ,
7565009 ὀλωλ
ἀδελφὴ καὶ κόμας δότω τάφωι . ἄγγελλε δ ' ὡς ὄλωλ ' ὑπ ' Ἀργείας τινὸς γυναικὸς ἀμφὶ βωμὸν ἁγνισθεὶς
δ ' Οἰδίπους ποῦ καὶ τὰ κλείν ' αἰνίγματα ; ὄλωλ ' : ἓν ἦμάρ μ ' ὤλβις ' ,
7564908 ἐρραφθαι
εἶναί φησι Διόνυσον θεόν , ἐκεῖνος ἐν μηρῶι ποτ ' ἐρράφθαι Διός : ὃς ἐκπυροῦται λαμπάσιν κεραυνίαις σὺν μητρί ,
τοῦ στόματος φυσηθὲν ὀδύνην δῆθεν ποιήσῃ τῷ στόματι ἐν τῷ ἐρράφθαι . . . . Λεωσθένην ] ὁ Λεωσθένης Ἀθηναῖος
7558233 βαρειται
τῶν σωμάτων . πᾶσα οὖν ψυχὴ ἐν τῷ σώματι οὖσα βαρεῖται καὶ θλίβεται τοῖς τέτταρσι τούτοις : καὶ γὰρ εἰκός
τὰ κατὰ φύσιν συνεστηκότα διασώζεσθαι : καὶ θλίβεται δὲ καὶ βαρεῖται ἐνίοτε τὰ μέρη , καίτοι τῶν ὡς ὅλων φυομένων
7555147 φυτευσεως
περὶ μυρσίνης . [ ηʹ . ] ζʹ . περὶ φυτεύσεως μυρσίνης . [ θʹ . ] ηʹ . περὶ
περὶ πίτυος . [ ιβʹ . ] ιαʹ . περὶ φυτεύσεως πίτυος . [ ιγʹ . ] ιβʹ . περὶ
7542833 Ὠνομασθη
καὶ τὴν ἐνέργειαν , ἥτις ἐστὶ πρᾶξις μετὰ λόγου . Ὠνομάσθη γοῦν καλόν , ὅτι κλητικόν ἐστιν ἐφ ' αὑτό
εἰς π , Παρνασσός . . . . , : Ὠνομάσθη δὲ Παρνασσὸς ἀπὸ Παρνησσοῦ τοῦ ἐγχωρίου ἥρωος , ὡς
7542825 βδελος
ξύλων , ἀτμὸς ἀπὸ ὕδατος , αἰθάλη ἀπὸ λίθου , βδέλος ἀπὸ λύχνου , λιγνὺς ἀπὸ κηρίων καὶ ἐλαίων ,
ἀτμὸς ὁ ἀπὸ ὕδατος , αἰθάλη ἡ ἀπὸ λίθου , βδέλος ὁ ἀπὸ λύχνου , λιγνὺς καὶ κνίσσα ὁ ἀπὸ
7542725 ἐρυω
. . . αὐέρυσαν : ἰστέον , ὅτι ἀκολουθεῖ . ἐρύω οὖν ἐρύσω καὶ μετὰ τοῦ α τοῦ σημαίνοντος τὸ
τὸ ῥήσσω , καὶ ῥωγάδες . Ῥυμός . παρὰ τὸ ἐρύω , οὗ μέλλων ἐρύσω . ὄνομα ῥηματικὸν ἐρυγμός .
7541475 Τραχις
ἔτι καὶ νῦν Πεδιανοί , ὀφεῖλον Πεδιεῖς ὡς Σουνιεῖς . Τραχίς , πόλις Θεσσαλίας ὑπὸ τὴν Οἴτην , ὑπὸ Ἡρακλέους
πλήν γε δὴ Ἐλατείας τὰ πρότερα οὐκ ἐπιφανεῖς ἦσαν , Τραχίς τε ἡ Φωκικὴ καὶ Μεδεὼν ὁ Φωκικὸς καὶ Ἐχεδάμεια
7540218 ἡμιεκτεον
χοίνικες , δʹ χοινίκων ἐστίν , τὸ δυσχερέστατον μέτρον . ἡμιεκτέον ] τὸ ἥμισυ τῶν ὀκτώ , τὸ ἥμισυ τοῦ
ἐν Μυρμιδόσι . σκυλάκια σιαλώδεα : κύνεια κρέα λιπαρά . ἡμιεκτέον : τὸ ἥμισυ τοῦ ἑκτέως . ἑκτεὺς δὲ λέγεται
7538603 Πασιτιγριν
τοῦ Εὐφράτου : διὰ δὲ τοῦτο κατὰ τὰς ἐκβολὰς ὀνομάζεσθαι Πασίτιγριν . Νέαρχος δὲ τὸν παράπλουν τῆς Σουσίδος τεναγώδη φήσας
Περσίδος , ἀπέχουσαν Σούσων σταδίους * ἑξήκοντα : τὸν δὲ Πασίτιγριν ἀπὸ τοῦ Ὀροάτιδος διέχειν περὶ δισχιλίους σταδίους : διὰ
7537634 ἐκπιεζειν
: Ἀπὸ τῶν μελιττῶν μετενήνοχε . βλίττειν γὰρ κυρίως τὸ ἐκπιέζειν μέλι . τοῖσι κνωδάλοις : Τοῖς θηρίοις . κυρίως
] ἤγουν οὐ κατοικτείρεις . βλίττεις : βλίττειν ἐστὶ τὸ ἐκπιέζειν τὰ κηρία τῶν μελισσῶν . Γ Ἀρχεπτολέμου δὲ φέροντος
7536666 ετης
] ιας ? [ ] [ ! ! ! ] ετης ? ? [ ] δο [ ] [ ]
βαρύνεται , κατὰ πλάνην ἀκολουθοῦντα τῷ χαρακτῆρι τῶν διὰ τοῦ ετης ἁπλῶν , οἷον φυλέτης γενέτης , ἅτινα βαρύνεται ,
7535544 φαυλια
τοῖς παλαιοῖς ἡ διαφορά . φαυλία καὶ φυλία διαφέρει . φαυλία μὲν γὰρ εἶδος ἐλαίας , φυλία δὲ ἡ σχῖνος
ἡ ἑψημένη . τετήρηται παρὰ τοῖς παλαιοῖς ἡ διαφορά . φαυλία καὶ φυλία διαφέρει . φαυλία μὲν γὰρ εἶδος ἐλαίας
7535217 εὐβλαστη
θῆναι πάλιν τῆς τροφῆς καὶ ταύτην πέψαι καὶ κατασχεῖν εἴπερ εὐβλαστῆ καὶ εὔκαρπα μέλλει γενήσεσθαι . Τροφῆς μὲν οὖν πλῆθος
πάντα δὲ τὰ ἐν Σκιάλᾳ φυτευθέντα καὶ θᾶττον αὐξάνεσθαι καὶ εὐβλαστῆ γίνεσθαι . Ὁ αὐτός φησι καὶ ὅτι ἡ Ἰνδικὴ
7533272 ἀναπτομενου
ἐπὶ τοῦ ὑπὸ τοῦ ψυχροῦ καὶ ὑγροῦ φλέγματος καὶ ὀξώδους ἀναπτομένου ἀμφημερινοῦ ἅπαντα ταῦτα , ἐφ ' ὧν δὲ ἁλμυρόν
ὑπεράνωθεν τῆς αὐτμῆς τοῦ καταξήρου πυρὸς τοῦ σελάοντος , ἤγουν ἀναπτομένου . φύσει γὰρ τὸ πῦρ κατάξηρον καὶ θερμὸν κατὰ
7530176 καυστικου
. τὸ ὑπὸ θεοῦ κινούμενον μαντικόν . . πρηστῆρος αἴθωνος καυστικοῦ ὀξέος . ἔνθεον θεῖον μαντικὸν τὸ θεῖον ἀγορεῦον φωνὰς
: ἐπ ' ἀμφοῖν δέ , κολλυρίου τε καὶ τοῦ καυστικοῦ , ἐγκλύζειν χρὴ τοῖς ἀνακαθαρτικοῖς , περὶ ὧν εἴρηται
7528391 ἐθνικος
διαφέρει διάλεξις διαλέκτου , ὅτι διάλεκτος μέν ἐστι φωνῆς χαρακτὴρ ἐθνικός , διάλεξις δὲ τῆς συνήθους φωνῆς ἐκτροπὴ ἐπὶ τὸ
διάλεκτος καὶ διάλεξις : διάλεκτος μὲν γάρ ἐστι φωνῆς χαρακτὴρ ἐθνικός , διάλεξις δὲ τῆς συνήθους φωνῆς ἐπὶ τὸ σεμνότερον
7527202 κοινωνου
μὴν εἰ συνῄδειν οὐκ ἐφόνευον , ἀλλὰ μᾶλλον ἐφηδόμην ὡς κοινωνοῦ ὥς τινες ᾠήθησαν : δῆλον γὰρ ὅτι ἑαυτοῦ μᾶλλον
ἀρχὴν ἔχοντα τῆς νεὼς ἔρημον εἶναι καὶ μόνον διαδόχου καὶ κοινωνοῦ . Ἔν τινί φασι συνδείπνῳ παρῆν Σιμωνίδης ὁ Κεῖος
7526917 ἀνεκλιθη
ὁ Ξάνθος παραγενάμενος μετὰ τῶν σχολαστικῶν ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ ἀνεκλίθη σὺν αὐτοῖς . καὶ μετὰ τὸ προπιεῖν λέγει “
ἐκ σίτου ; δείκνυσι δὲ ὡς μετὰ τελωνῶν καὶ εἰδωλολατρῶν ἀνεκλίθη . ὁμοίως δὲ καὶ [ ἐν ] τῆι οἰκίαι
7521511 συγκεκριται
πλέον δεδώρηται πάντων , ὡς ἔπος εἰπεῖν , ὅσα οὐ συγκέκριται μόνον , ἀλλὰ καὶ στοιχειώδεις ἁπλαῖ φύσεις εἰσί ,
φασιν , ὅτι τὸ θῆλυ τοῖς ἄρρεσιν ἐκ τῶν αὐτῶν συγκέκριται , στοιχείων ὥσπερ , τῶν ὄγκων καὶ ὑπὸ τῆς
7521385 πταρμων
. ] Διὰ τί τρίψαντες τὸν ὀφθαλμόν , παυόμεθα τῶν πταρμῶν ; ἢ διότι ἡ ἀναπνοὴ γίνεται αὕτη τῷ ὑγρῷ
οἰωνιζομένων διὰ ξυμβόλων . ξυμβόλους δὲ ἐκάλουν τοὺς διὰ τῶν πταρμῶν οἰωνισμούς . ἀνετίθεντο δ ' οὗτοι Δήμητρι . καὶ
7520363 ΔΖΑ
ΑΔ : ἰσογώνια ἄρα ἐστὶ τὰ τρίγωνα τὰ ΒΓΑ , ΔΖΑ . ὥστε ἴση ἐστὶν ἡ ὑπὸ ΓΑΒ γωνία τῇ
ἴσαι αἱ ΗΕ ΗΖ : ἴσον ἄρα καὶ τὸ ὑπὸ ΔΖΑ μετὰ τοῦ ἀπὸ ΑΗ τῷ ὑπὸ ΔΕΓ μετὰ τοῦ
7518337 εἰρυσεν
' ἔβραχεν αἰόλα τεύχη . Εὐρύπυλος δέ οἱ αἶψα πολύστονον εἴρυσεν αἰχμὴν ἐκ χροὸς οὐταμένοιο καὶ εὐχόμενος μέγ ' ἀύτει
νύξ ' ἔγχεϊ ὀκριόεντι αἰδοίων ἐφύπερθε : θοῶς δέ οἱ εἴρυσεν αἰχμὴ ἔγκατα : τοῦ δ ' ὤκιστα ποτὶ ζόφον
7516495 Πατρ
δεδουλευκὼς καὶ μὴ παλίμπρατος . Ὑπ . ἐν τῷ κατὰ Πατρ . : ἀδούλευτον ἢ βάρβαρον πριάϲθω . . .
. , . Ὑπ . δ ' ἐν τῷ κατὰ Πατρ . , εἰ γνήσιος ὁ λόγος , τοὺς Ἀρεοπαγίτας
7515930 κατασχασμου
ἐπίχυσις . παραληπτέον δὲ καὶ σικύας εἰς φοινιγμοῦ λόγον δίχα κατασχασμοῦ : στενόστομοι δ ' ἔστωσαν καὶ σὺν φλογὶ πολλῇ
ἀναλαμβάνῃ : καὶ περισαρ - κισμὸς δὲ καὶ ἐκτομὴ πλουσιώτερον κατασχασμοῦ βοηθοῦσιν : ἴδια γὰρ ἐπ ' αὐτῶν τὰ χρησιμεύοντα
7511514 ἀϊστω
παράγωγον ὄνομα ἄϊστος , [ ἐκ τούτου ] γίνεται ῥῆμα ἀϊστῶ καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰς θ ἀΐσθω , ἐξ
παράγωγον ῥῆμα 〛 ἄϊστος , ἐκ τούτου γίνεται παράγωγον ῥῆμα ἀϊστῶ καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰς θ καὶ κράσει ἀΐσθω
7509366 χθαμαλων
ἀλλὰ τὸ ἴσον καὶ ἀπὸ τοῦ ὕψους καὶ ἀπὸ τῶν χθαμαλῶν : τὰ μέντοι μεγέθη τῶν ἄστρων ἴσα φαίνεται καὶ
θεῶν δύναμιν διὰ τοῦ Νότου , διὰ τὸ ἀπὸ τῶν χθαμαλῶν ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ πνεῖν : αἱ δ ' αὖ
7508381 πυριγενεταν
. πηδαλίων ] τροπικόν . στόμα ] τῶν ἵππων . πυριγενετᾶν χαλινῶν : τῶν ὑπὸ τοῦ πυρὸς χαλκευθέντων : λέγω
διὰ τοὺς θεούς . εὑρήσεις δὲ καὶ προϊὼν διὰ στόμα πυριγενετᾶν χαλινῶν . οἱ πολλοὶ δὲ ἀγνοοῦντες ἀντὶ τῆς εἰς
7508108 ῥεγκουσιν
πανδοκεῖον καὶ τὸ ῥέγχουσι ῥέγκουσι καὶ ἕτερα ἄττα βραχέα . ῥέγκουσιν ] ἀττικόν : ἔστι δὲ ποιὰ φωνή : λέγεται
' ἀλεκτρυόνος ἤκους ' ἐγώ . οἱ δ ' οἰκέται ῥέγκουσιν . ἀλλ ' οὐκ ἂν πρὸ τοῦ . ἀπόλοιο
7504048 κεχυμεναι
ὅσον ἡ κεφαλὴ ἴσχυσε χωρῆσαι μέγεθος φωνῆς . χαῖται αἱ κεχυμέναι κόμαι . χαλκίς ὁτὲ μὲν ὄνομα πόλεως , “
τὸ στόμ ' ἐπέτοντο ἀντιβολοῦσαι καταπιεῖν , ὑπὸ μυρρίναισι κἀνεμώναις κεχυμέναι . τὰ δὲ μῆλ ' ἐκρέμαντο τὰ καλὰ τῶν
7502051 σταχος
ἐκ δὲ γλυκοποσίας , κονδίτον ἔχον πέπερι , κινάμωμον , στάχος , καρεόφυλλον . λουτροῖς δὲ δι ' ὅλου τοῦ
χλία καὶ ὀπτά , καὶ ζωμοὺς καρυκευτούς , πέπερι , στάχος , κινάμωμον , καρναβάδιν ἀνατολικόν . Ἐν τῇ ὀπτήσει
7498561 Ὀσφυος
ἐπιῤῥιγώσασιν : οὗτοι ἐπιῤῥιγέουσι , περὶ κοιλίην καύματι προκληθέντες . Ὀσφύος πόνος , καὶ κεφαλαλγικῷ καὶ καρδιαλγικῷ , μετὰ ἀναχρέμψιος
Ὀσφὺς εὐώνυμος παρέχειν πράγματα ὑφ ' ὧν εὐφρανθῆναι σημαίνει . Ὀσφύος τὸ μέσον κέρδος σημαίνει . Ἥβη πάλλουσα ἀγαθὰ παρά
7498239 βληχω
γλαχώ : ἡ γληχώ , τῆς γληχῶ . Ἀττικοὶ δὲ βληχώ φασιν . Γ γλαχώ ] βληχώ φασιν Ἀττικοί .
αἰδοῖον αἰνιττομένη . Ἀττικοὶ δὲ διὰ τοῦ β λέγουσι τὴν βληχώ . χαΐα : Ἀντὶ τοῦ ἀγαθὴ μὲν , Κορινθία
7495111 ἀποτελουμενη
πλάτος παράλλαξις ὡς πρὸς τὰς ἄρκτους ᾖ τοῦ διὰ μέσων ἀποτελουμένη . . . ἕως : περὶ δὲ τὸν καταβιβάζοντα
οὖν προειρημένη τετρακτὺς αὕτη , κατ ' ἐπισύνθεσιν τῶν πρώτων ἀποτελουμένη ἀριθμῶν . δευτέρα δ ' ἐστὶ τετρακτὺς ἡ τῶν
7489749 φλογιζομενος
μεταξὺ Σικελίας καὶ Ἰταλίας . : ἰπνούμενος : Καιόμενος , φλογιζόμενος : ἐκ μεταφορᾶς τοῦ ἴπνου . γράφεται κτλ .
καὶ τοῦ εὕω τὸ φλογίζω : ὁ ἐν τῷ ἵστασθαι φλογιζόμενος . : χροιᾶς ] Χροιᾶς καὶ στοιᾶς φασὶν Ἀθηναῖοι
7487227 γεγονυιαις
ὠοῦ διαχρίσει καὶ λεκίθοις ὠῶν ἑφθαῖς καὶ κηρωταῖς διὰ μυρσίνου γεγονυίαις : καὶ μελίλωτον καταπλαστέον ἐναφηψημένον μελικράτῳ . ἐπὶ πάντων
: τὰς δ ' ἀπὸ τῶν παρεληλυθότων προσηγορίας ἐπὶ ταῖς γεγονυίαις πράξεσι τίθενται . ἃ τοίνυν ἐγὼ πεπολί - τευμαι
7476013 καυσωδη
τηνικαῦτα τὸ τῆς φλεγμονῆς εἶδος φερόμενον . καὶ πυρετὸν ἐπιφέρει καυσώδη καὶ ἔμετον χολώδη καὶ ἰώδη πολλάκις καὶ κατασπᾷ τὴν
εὔκρατα , τὰ δὲ ἑπόμενα πνευματώδη , τὰ δὲ βόρεια καυσώδη , τὰ δὲ νότια νιφετώδη . Ὑπόκειται δὲ αὐτῷ
7475967 τορω
Μεθόδιος , . , . . Ἀντετόρησεν : εἰς τὸ τορῶ , . , . Ἄντηστιν : ἡ δὲ κατ
δὲ ἐκ τοῦ τείρω , τὸ καταπονῶ . τὸ οὖν τορῶ γίνεται κατὰ συγκοπὴν τρῶ τρήσω , σημαίνει δὲ τὸ
7469000 πτερυγιου
καὶ μέλιτι προκαταιονῶν ϲτυμμάτων ἀφεψήματι , τὸ δὲ ξηραινόμενον τοῦ πτερυγίου περικαθᾶραι . Λιβανωτοῦ ⋖ α , λεπίδοϲ ⋖ β
πτερυγοτόμῳ ἐκ τῆϲ βάϲεωϲ τὸ πρὸϲ τὸν κανθὸν μέροϲ τοῦ πτερυγίου , φυλαϲϲόμενοι τὰ βλέφαρα καὶ τὸν κανθόν . τοῖϲ
7466515 καυσωνος
. οἷον εἴ τις οὕτω τίθησι τὸ λώπιον κρύους καὶ καύσωνος κωλυτικὸν τῷ σώματι : τὸ τοιῶνδε παρεκτικὸν χρήσιμον ,
ὅτε κἀπὶ τῶν συνεχῶν γίνεται μικρότερον ῥῖγος , ὡς ἐπὶ καύσωνος . συμβαίνει γὰρ ἐνίοτε τὴν χολὴν , λεπτομερεστάτην οὖσαν
7465695 πυριγενη
' ἃς πεπαρῳνήκασιν ἤδη πολλάκις . Πιεῖν πιεῖν τις ἔγχει πυριγενῆ λαβὼν βραχύωτον κυκλοτερῆ παχύστομον κώθωνα , παῖδα φάρυγος .
κατὰ τὴν γένεσιν αὐτοῦ γενομένου βρόμου : ὁμοίως δὲ καὶ πυριγενῆ διὰ τὴν ὁμοίαν αἰτίαν ὠνομάσθαι . Θρίαμβον δ '
7465561 Ἐκληθη
τριῶν δικαστηρίων , οἱ δὲ χίλιοι ἀπὸ δύο δικαστηρίων . Ἐκλήθη δὲ οὕτως ἀπὸ τοῦ ἁλίζεσθαι . Θεσμός . Τὸ
. : Βραχία . Οὕτως ἡ Ἀραβικὴ θάλασσα καλεῖται . Ἐκλήθη δὲ διὰ τὸ ἐν αὐτῇ βράχη εἶναι πλεῖστα .
7465251 κεροεσσης
οἷά τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνὸν , ὅστ ' ἐν ὕλαις κεροέσσης ὑπολειφθεὶς ὑπὸ μητρὸς ἐπτοήθη . Ζηνόδοτος δὲ μετεποίησεν ἐροέσσης
τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνόν , ὅς τ ' ἐν ὕλῃ κεροέσσης ἀπολειφθεὶς ἀπὸ μητρὸς ἐπτοήθη . Κράτης Γείτοσι : νῦν
7461604 πυρωσεως
τις ἐκ τῆς μολυβδίτιδος λεγομένης ἄμμου γίνεται χωνευομένης ἄχρι τελέας πυρώσεως , ἡ δ ' ἐξ ἀργύρου , ἡ δ
μήτε παροξυσμοὺς ἐπιφέρων . ρπηʹ . Καῦσός ἐστιν ὁ μετὰ πυρώσεως πολλῆς γινόμενος ἀναστολὴν μηδεμίαν τῷ σώματι παρέχων , γλῶσσαν
7458157 ἀναιϲθηϲια
ὁ κάροϲ ἐπιγίγνεται μετὰ πυρετοῦ βληχροῦ : παρέπεται δὲ αὐτοῖϲ ἀναιϲθηϲία καὶ ἀκινηϲία τοῦ παντὸϲ ϲώματοϲ μετὰ βλάβηϲ τῶν ἡγεμονικῶν
ξυμπαθείῃ τῆϲ καρδίηϲ πιέζονται : διὰ τόδε καρηβαρίη τε καὶ ἀναιϲθηϲία ξύνεϲτι καινῷ κάρῳ . γίγνεται δὲ καὶ ἄλλο πάθοϲ
7457048 Ῥητορικου
δοκιμάζουσα . οὕτως πάντες κέχρηνται οἱ ἀξιόλογοι . ἐκ τοῦ Ῥητορικοῦ , . , . . . Βασκαίνει : ἀντὶ
ἡ φροντίς : οὕτως Αἰσχύλος . ἐκ τοῦ Λεξικοῦ τοῦ Ῥητορικοῦ . . . ; ≌ . . . ,
7455616 θεληματος
τὰς πύλας : εἰ δ ' ἀπετύγχανεν ὁ πυλωρὸς τοῦ θελήματος οὐδὲν προσάψας ἀφῆκεν τὸ λίνον , ὥστε τὸν Τήμενον
εἰργαζόμην . ὑμῶν ] ὑμῖν . ἑκὼν ] μετὰ οἰκείου θελήματος , οἰκειοθελής . , ἐθελουσίως . . προδώσω ]
7454746 Ἀγησαρχου
μὲν ἦν Φαιστίου , οἱ δὲ Δωσιάδα , οἱ δὲ Ἀγησάρχου . Κρὴς τὸ γένος ἀπὸ Κνωσοῦ , καθέσει τῆς
. . . . . Ἐπιμενίδης Φαίστου ἢ Δωσιάδου ἢ Ἀγησάρχου υἱὸς καὶ μητρὸς Βλάστας , Κρὴς ἀπὸ Κνωσσοῦ ἐποποιός
7452527 Κηρυκας
. . . , . , . Διαδικασία Εὐδανέμων πρὸς Κήρυκας ὑπὲρ τοῦ κανοῦ ⌈ ⌉ : οὐδαμῶς τοιαῦτα πράγματα
ἀπὸ τῶν κατ ' Αἴγυπτον ἱερέων μετενηνέχθαι , τοὺς δὲ Κήρυκας ἀπὸ τῶν παστοφόρων . τήν τε Ἶσιν μόνους τῶν
7451531 ζθ
ἄρα τῷ ε ἴσος ἐστί . καί ἐστιν ὁ μὲν ζθ ὁ ἐκ τῶν αδ , δβ ἐπίπεδος μετὰ τοῦ
τοῦ γδ τετράγωνος . ὅλος ἄρα ὁ κξ ὅλῳ τῷ ζθ ἴσος ἐστίν . ἔστι δὲ καὶ τῷ ε ὁ
7450439 πρηωνος
τὸ ἀκρωτήριον . τὸ δὲ ἑξῆς : ἔνθα Λαμπέτης Ἱππωνίου πρηῶνος κέρας σκληρὸν εἰς Τηθὺν νένευκεν ἤγουν εἰς τὴν θάλασσαν
ἔχων μέρος τοῦ τείχους αὐτῆς : τὰ γοῦν ὄπισθεν τοῦ πρηῶνος κτήματα ἔτι νυνὶ λέγεται ἐν τῇ Ὀπισθολεπρίᾳ : Τραχεῖα
7447157 σκωληκος
τρέφει ὄμβριος αἶα τὰ ἔντερα τῆς γῆς . ἕλμινς εἶδος σκώληκος , ἀπὸ σήψεως τῇ γαστρὶ ἐγγινόμενον . . *
γὰρ οὕτως ταῦτα ἔχει , βαλὼν κάθευδε καὶ τὰ τοῦ σκώληκος ποίει , ὧν ἄξιον ἔκρινας σεαυτόν : ἔσθιε καὶ
7447011 βεμβικες
Ἀριστοφάνης [ ἐν Σφηξίν : “ ῥῖπτε σκέλος οὐράνιον : βέμβικες ἐγγενέσθων ] ? ” . ἔνιοι ? [ ]
καὶ φερόμενον εἰς τὰς κοίλας καθίπταται δρῦς . καὶ αἱ βέμβικες δὲ τῶν σφηκωδῶν εἰσιν εἶδος μελισσῶν , ἃς ἔνιοι
7446873 Σιξος
. Σίξος , πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος ” μετὰ δὲ Σίξος πόλις ” . Σιποῦς , πόλις Δαυνίων . τὸ
Σινωπῖτις καὶ Σινωπίς ἀπὸ τοῦ Σινωπεύς . καὶ Σινωπικόν . Σίξος , πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος ” μετὰ δὲ Σίξος
7445533 πατταλου
ἀπαρέσκει , καλλίων γὰρ ἡ διὰ πανσκαφίας φυτεία τῆς διὰ παττάλου φυτείας . ἐκεῖ μὲν γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ τυφλοῦνται ,
οὐρητιάσῃς , αὑτηὶ παρὰ σοὶ κρεμήσετ ' ἐγγὺς ἐπὶ τοῦ παττάλου . σοφόν γε τουτὶ καὶ γέροντι πρόσφορον ἐξηῦρες ἀτεχνῶς
7445063 δριμυτητοϲ
ἀγαθὸϲ διαμαϲηθεὶϲ πρῶτον μὲν γλυκύτητοϲ ἔμφαϲιν παρέχει , αὖθιϲ δὲ δριμύτητοϲ βραχείαϲ : μετὰ δὲ τοῦτο πύρωϲιν ἰϲχυρὰν ἐμποιεῖ περὶ
δύναμιν μετά τινοϲ γλυκύτητοϲ , ἐπὶ πλέον δὲ μαϲωμένη καὶ δριμύτητοϲ ὑποπίκρου . ταῦτ ' ἄρα καταμήνια κινεῖ , ὅϲον
7441563 τεκνοποιει
περιστερὰ μόνη τῶν πτηνῶν δι ' ὅλου ἔτους ὀχεύεται καὶ τεκνοποιεῖ ὅθεν Αἰσχύλος φησὶ παντρόφου πελειάδος . κυνὸς δὲ τῆς
τὸν υἱὸν θέσθαι . ὅτε καὶ ἐρωτηθέντα διὰ τί οὐ τεκνοποιεῖ , διὰ φιλοτεκνίαν εἰπεῖν . καὶ λέγουσι ὅτι τῆς
7439008 κυκω
κύημα , καὶ συγκοπῇ κῦμα . οἱ δὲ παρὰ τὸ κυκῶ , κυκήσω , κύκημα καὶ κῦμα . Κνίσσα .
, διέρχεται ἡ ναῦς . Κῦμα : ἐκ τοῦ κυκάω κυκῶ γʹ συζυγίᾳ τῶν περισπωμένων . ἡ χρῆσις : δεινὸν

Back