μηδένα λῦσαι τῶν κειμένων . Ὀμοσάντων δ ' , ἐπεὶ χρηστηριαζόμενος ἤκουσε παρὰ τοῦ θεοῦ , ὡς εὐδαίμων ἡ πόλις
, ὃς περὶ τῆς ἀρχῆς , εἰ πολυχρόνιος ἔσται , χρηστηριαζόμενος , ἀνεῖλεν ὁ Ἀπόλλων χρησμὸν τοιοῦτον αὐτῷ ἀλλ '
7529960 χρησμος
εὐρύοπα Ζεύς . ἆρά γε καὶ μόνον τοῦτο εἴρηκεν ὁ χρησμός ; οὒκ , ἀλλ ' ὥσπερ ἐπισφραγίζεται τὴν γνώμην
. ἄναξ : ὁ Κύζικος . φάτις : φήμη ἢ χρησμός . ὁ δὲ στόλος ἐνταῦθα ὡς περιληπτικὸν ὄνομα συντάσσεται
6490080 μαντευμα
ἀπὸ τῶν ὤτων , καὶ ἧστινος ἂν ἐπακούσῃ φωνῆς , μάντευμα ἡγεῖται . τοιαύτη καὶ Αἰγυπτίοις ἑτέρα περὶ τοῦ Ἄπιδος
οἱ κρυόεν : ἦλθε δὲ καὶ ἀνεδόθη τὸ φρικτὸν τοῦτο μάντευμα τῷ συνετῷ αὐτοῦ θυμῷ , τὸ κατὰ τὸν μέσον
6265464 μαντις
καὶ Διόνυσος μάντις , καὶ ἐν Βάκχαις φησὶ [ ] μάντις δ ' ὁ δαίμων ὅδε : τὸ γὰρ βακχεύσιμον
: χορὸς γεωργῶν ἀθμονέων : θεράπων Τρυγαίου ἕτερος : Ἱεροκλῆς μάντις χρησμολόγος : δρεπανουργός : λοφοποιός : θωρακοπώλης : σαλπιγγοποιός
6230927 Λαϊος
ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην ; Ἦν ἡμίν , ὦναξ , Λάϊός ποθ ' ἡγεμὼν γῆς τῆσδε , πρὶν σὲ τήνδ
μητέρα δ ' Οἰδιπόδαο ἴδον καλὴν Ἐπικάστην : γαμεῖ δὲ Λάϊός μ ' : Ἐπιμενίδης [ . ] Εὐρύκλειαν τὴν
6154814 ἐχρησεν
ἠρώτων ὅπου τὸ πόλισμα θῶνται . ὃ δ ' αὐτοῖς ἔχρησεν ἐνταῦθα οἰκίζειν πόλιν ᾗ ἂν ἰχθὺς δείξῃ καὶ ὗς
θεοφιλέστατος εἶναι ὑπελήφθη . Ὅθεν καὶ Ἀθηναίοις τότε λοιμῷ κατεχομένοις ἔχρησεν ἡ Πυθία καθῆραι τὴν πόλιν : οἱ δὲ πέμπουσι
6137523 ταφος
ἱδρυσαμένου Πελασγοῦ τοῦ Τριόπα , καὶ οὐ πόρρω τοῦ ἱεροῦ τάφος Πελασγοῦ . πέραν δὲ τοῦ τάφου χαλκεῖόν ἐστιν οὐ
ταύτης τὰ φύλλα ἐσιναμώρει τῆς μυρσίνης . ἔστι δὲ καὶ τάφος Φαίδρας , ἀπέχει δὲ οὐ πολὺ τοῦ Ἱππολύτου μνήματος
6029642 Ἀρτοξαρης
δὲ Λύκων καὶ πόλεις καὶ χώρας ὑπὲρ τῆς προδοσίας . Ἀρτοξάρης ὁ εὐνοῦχος , ὃς μέγα ἠδύνατο παρὰ βασιλεῖ ,
πέμπεται οὖν Ἀρτάριός τε αὐτὸς καὶ Ἄμυτις ἡ γυνὴ καὶ Ἀρτοξάρης , ἐτῶν ἤδη ὢν εἴκοσι , καὶ Πετήσας ὁ
6002838 ἐπιχωριος
Δράκων νήπιος νηπίῳ παιδί , τὸ γένος Ἀρκάδι , κἀκεῖνος ἐπιχώριος γίνεται σύντροφος . οὐκοῦν συνανιόντε τὴν ἡλικίαν ὁ παῖς
πόλις Ἀραβίας πλησίον τῆς Ἔγρας . ὁ οἰκήτωρ Ἰαθριππηνός : ἐπιχώριος γὰρ ὁ τύπος , ὡς Μηδαβηνός . Ἰαιτία ,
5992082 Σκυθης
κρατῆρος ἀλλ ' ἀσπιδίτην ὄντα καὶ πεφραγμένον ὡς ἀσπιδοῦχος ἢ Σκύθης τοξεύμασιν ; ἐπίκοτα καὶ πεσσὰ πεντέγραμμα καὶ κύβων βολαί
, κἂν Αἰθίοψ ᾖ , μῆτερ , ἐστὶν εὐγενής . Σκύθης τις : ὄλεθρος : ὁ δ ' Ἀνάχαρσις οὐ
5979361 κρυφθεις
Ἀζειῶται βέβηλος μάσθλης βιοτῆς μὲν γὰρ χρόνος ἐστὶ βραχύς , κρυφθεὶς δ ' ὑπὸ γῆς κεῖται θνητὸς τὸν ἅπαντα χρόνον
μὲν ταύτην τὴν γῆν πιανῶ , ἐπὶ τῆς πολεμίας γῆς κρυφθεὶς μάντις . κεραυνῷ γὰρ σχισθεῖσα ἡ γῆ ἔλαβεν αὐτόν
5966312 Τειρεσιας
πατρίδας . τῶν δὲ Καδμείων τῶν συμφυγόντων εἰς τὸ Τιλφωσσαῖον Τειρεσίας μὲν ἐτελεύτησεν , ὃν θάψαντες λαμπρῶς οἱ Καδμεῖοι τιμαῖς
ἑταιρικόν ; Πάντα ταῦτα ἐποίουν οὐ μόνος , ἀλλὰ καὶ Τειρεσίας πρὸ ἐμοῦ καὶ ὁ Ἐλάτου παῖς ὁ Καινεύς ,
5963040 Τανταλος
ἓν οἴσομαι . τέταρτον οὖν τοῦτον μετὰ τῶν τριῶν ὁ Τάνταλος τῶν εἰς τὸν θάνατον συνεργούντων προσείληφε πόνον τὸν τοῦ
συμβολῇ τοῦ πολέμου , ὁπότε διὰ τὴν ἁρπαγὴν Γανυμήδους ἐμάχοντο Τάνταλος ὁ ἐραστὴς Γανυμήδους καὶ Ἴλιος ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ .
5925243 θεσφατον
: εἰσὶ γάρ τινες ἱεραὶ πύλαι τοῦ Καπιτωλίου κατά τι θέσφατον ἀνειμέναι , Καρμεντίδας αὐτὰς καλοῦσιν : ἀναβιβάσας τὴν δύναμιν
γὰρ τὸ τοῦ θεοῦ γ ' αἴτιος γενήσομαι πεσεῖν ἄχρηστον θέσφατον : τολμητέον . μόχθος γὰρ οὐδεὶς τοῖς νέοις σκῆψιν
5918175 βοηθος
ἱκετεύοντας . οὐ νηούς : οὐ γὰρ ναός μοί ἐστι βοηθὸς οὔτε πύργος οὔτε ἄλλος οὐδὲ εἷς , ἀλλ '
τούτου γὰρ ἕνεκά σε φησίν ἐγέννησα , ἵνα χρήσιμος καὶ βοηθὸς ἦσθα τᾷ Σπάρτᾳ . οὐκ ἔκλαιε καὶ ἐδεινοπάθει ,
5908698 τοιονδ
Ἰαόνων γῆν οἴχεται πέρσαι θέλων : ἀλλ ' οὔτι πω τοιόνδ ' ἐναργὲς εἰδόμην ὡς τῆς πάροιθεν εὐφρόνης : λέξω
πέτρας Πληγάδας ἐξέπλωμεν , ὀίομαι οὐκ ἔτ ' ὀπίσσω ἔσσεσθαι τοιόνδ ' ἕτερον φόβον , εἰ ἐτεόν γε φραδμοσύνῃ Φινῆος
5906741 ξιφηρης
δ ' ἀληθές , ὅτι πᾶσιν ἀνθρώποις πολεμεῖ καὶ ὥσπερ ξιφήρης ἀναιρεῖ ἡμᾶς , κἂν καὶ ξιφηφόρον αὐτήν φασι καλεῖν
τοῦ ζῆν : τοῦ φρονήματος : σύ θ ' ὃς ξιφήρης : παῦσαι ὀργιζόμενος , ἵνα ἀκούσῃς : διὰ τὴν
5868965 ἐπισπενδων
ἴσμεν , ὅσοι μακάρων θεσμὸν ἐπιστάμεθα . „ εὔχετ ' ἐπισπένδων τάδε Μάξιμος : ἡ δ ' ἐπένευσεν ἔμπεδα :
δώρων ἐρᾶι , οὐδ ' ἄν τι θύων οὐδ ' ἐπισπένδων λάβοις , οὐδ ' ἔστι βωμὸς οὐδὲ παιωνίζεται .
5867409 ἀφαντος
: διὰ τὴν αὐτὴν χρείαν καὶ ἐπιθυμίαν . ὡς δὲ ἄφαντος ἔπελες : ὡς δὲ ἀφανὴς ἐγένου , καὶ οἱ
ἠφανίσθη ὁ θεός , μετὰ δὲ ταῦτα καὶ ἡ Ἀριάδνη ἄφαντος ἐγενήθη . μυθολογοῦσι δὲ Νάξιοι περὶ τοῦ θεοῦ τούτου
5858663 ὀξυωπεστατον
δὲ βούλοιτό ποτε εἰς τοὐπίσω θεάσασθαι , πᾶς ἐπιστρέφεται . ὀξυωπέστατον δέ ἐστι ζῷον καὶ μέντοι καὶ νύκτωρ καὶ σελήνης
ὡς θήσω θὴς καὶ ἀΐσσω ἀΐξω αἴξ : ἔστι γὰρ ὀξυωπέστατον τὸ ζῷον καὶ ἐν νυκτὶ ὁρᾶν δυνάμενον . .
5829701 Περγαμος
Ἰλίωι ἐπ ' ἀκροτάτωι τῶν κολωνῶν τειχίσαι , ὅτι νῦν Πέργαμος καλεῖται . Μητρόδωρος ἐν Τρωικοῖς . . . *
τὰ Πιέρων , τῶν ἑνὶ Φάγρης ἐστὶ οὔνομα καὶ ἑτέρῳ Πέργαμος . Ταύτῃ μὲν δὴ παρ ' αὐτὰ τὰ τείχεα
5821082 Πολυδωρος
. λέγοιμ ' ἄν . ἦν τις Πριαμιδῶν νεώτατος , Πολύδωρος , Ἑκάβης παῖς , ὃν ἐκ Τροίας ἐμοὶ πατὴρ
οὐκ ἔστιν τόδε . ὅ τ ' ἐν φιλίπποις Θρηιξὶ Πολύδωρος κάσις . εἰ ζῆι γ ' : ἀπιστῶ δ
5812285 ἱερευς
ἕλον Ἀτρεΐδῃ Χρυσηΐδα καλλιπάρῃον . Χρύσης δ ' αὖθ ' ἱερεὺς ἑκατηβόλου Ἀπόλλωνος ἦλθε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων λυσόμενός
Διονύσου κατὰ μικρὸν ἐξιλασκομένου τὴν αἰδῶ ἄρχει λόγου πρῶτος ὁ ἱερεὺς πρὸς τὸν Σώστρατον : “ Τί οὐ λέγεις ,
5801065 Φαυστος
Σκιπίων μὲν καὶ ὁ Πετρήιος καὶ Ἰόβας ἑαυτοὺς ἀνεῖλον , Φαῦστος δὲ , κηδεστὴς ὢν ἐπὶ θυγατρὶ τοῦ Πομπηίου ,
καὶ οὐκ ἀπεικὸς ἐφαίνετό μοι καὶ τόδε , ἐπεὶ καὶ Φαῦστος ἐπωνομάζετο : δύναται δὲ τοῦ αἰσίου καὶ ἐπαφροδίτου ἀγχοτάτω
5795360 Φριξος
ἀδελφαί , Αἴγλη , Λαμπετίη , Φαέθουσα . Ἕλλη καὶ Φρίξος . Μακαρία ἡ Ἡρακλέους ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν Θηριμάχου ,
καὶ Μελαγχαίτης , πρὸς δὲ τούτοις Θηρεὺς καὶ Δούπων καὶ Φρίξος . τῶν δὲ διαφυγόντων τὸν κίνδυνον ὕστερον ἕκαστος τιμωρίας
5791850 τετελεσμενος
λάβεν , αἶψα δ ' ἀναστὰς ἠπείλησεν μῦθον ὃ δὴ τετελεσμένος ἐστί : τὴν μὲν γὰρ σὺν νηῒ θοῇ ἑλίκωπες
? σωφροσύνης . [ μεδων ! ! ] ἔπαινον ? τετελεσμένος φύσει [ ἄκριτος ] ἔφυς τὰ διπλᾶ τῶν ἀρετάων
5791289 Εὐφορβος
ὅτι ἤδη πρότερον γένοιτο ἐν γῇ ἐν ἄλλῳ σώματι , Εὔφορβος δὲ εἶναι ὁ Τρὼς τότε . Ἐπίστευον δὲ ὧδε
, καί τις κατὰ τὸν Δημόκριτον λοιδορεῖταί σοι . Πυθαγόρας Εὔφορβος γεγονέναι φησὶ καὶ τοῦ Φερεκύδους δόγματος κληρονόμος ἐστίν :
5774783 παγωι
. . . ἐκλήθη δὲ Ἄρειος πάγος ἤτοι ὅτι ἐν πάγωι ἐστὶ καὶ ἐν ὕψει τὸ δικαστήριον , Ἄρειος δέ
. . . . . . : τῶν ἐν Ἀρείωι πάγωι δικαστῶν ἐχρημάτιζε . . . , ὧν τὸ τοῦ
5766920 κατασκοπος
διεκώλυε ταῦτα γίνεσθαι , καὶ παραγενόμενος εἰς Κιθαιρῶνα τῶν Βακχῶν κατάσκοπος ὑπὸ τῆς μητρὸς Ἀγαυῆς κατὰ μανίαν ἐμελίσθη : ἐνόμισε
] ὁ σκοπεύς . κατόπτης ] ὁ θεατής , ὁ κατάσκοπος . κατόπτης ] ἐπιτηρητής . Ξ δοκεῖ ] φαίνεται
5766371 νεκρος
καὶ κατασημηνάμενοι ἐπιμελῶς φορηδὸν ἀράμενοι μετακομίζουσιν : καὶ ὁ μὲν νεκρὸς ἐν σκοτεινῷ που τῆς οἰκίας πρόκειται ὑπὲρ τὰ γόνατα
τοιούτων ἐδωδίμων , ὅτι νεκρὸς οὗτος ἰχθύος , οὗτος δὲ νεκρὸς ὄρνιθος ἢ χοίρου : καὶ πάλιν , ὅτι ὁ
5744279 γαμβρος
οἷον ἐπὶ ἰαμβικοῦ χαίροισα νύμφα , χαιρέτω δ ' ὁ γαμβρός : ἐνταῦθα γὰρ ἡ βρος τελευταία συλλαβὴ ἀντὶ ὅλου
, γάμος γαμηρὸς , συγκοπῇ καὶ προσθέσει τοῦ β , γαμβρός . Γαστήρ , ὅτι γαστρίζει ἡμᾶς ἐπιχορηγοῦσα τὴν τροφήν
5737395 ἀφανης
ὁ δὲ χειμερινὸς τροπικός , ὁ δὲ ἀνταρκτικός τε καὶ ἀφανής . λοξὸς δὲ τοῖς τρισὶ μέσοις ὁ καλούμενος ζωιδιακὸς
καὶ ὅτε μὲν ἔστρεφε τὴν σφενδόνην τοῦ δακτυλίου , ἐγίνετο ἀφανής , ὅτε δὲ ἀντέστρεφε πάλιν , ἐγίνετο ἐμφανὴς τοῖς
5736096 ἐπιδημιου
βαρύνει τὸν ἄνθρωπον μᾶλλον , καὶ ἰδέην ἀλλοίην ἔχειν τοῦ ἐπιδημίου δοκεῖται , ὠχρότερός τέ ἐστι , καὶ οἰδέει οἰδήματι
ἀφιδρώσαντες , παύονται . Χάρητι , χειμῶνος , ἐκ βηχίου ἐπιδημίου προσγενόμενος πυρετὸς ἐπέλαβεν ὀξύς : τὰ ἱμάτια ἀπέβαλλεν :
5725777 Ἀγοραιος
νικήσετε , ἐκ μεταφορᾶς τῶν τρεχόντων . ἀγοραίου Διός : Ἀγοραῖος Ζεὺς ἵδρυται ἐν τῇ ἀγορᾷ καὶ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ
: Λύσιππος ἐποίησεν αὐτὸν Σικυώνιος , καὶ πλησίον Ἑρμῆς ἕστηκεν Ἀγοραῖος . ἐν δὲ τῷ γυμνασίῳ τῆς ἀγορᾶς ὄντι οὐ
5721073 Ἑλλην
κτησάμενος ἀπαλλαγῇ τῆς ὑπαρχούσης πενίας : ἐπὶ δὲ τὴν Ἑλλάδα Ἕλλην ' οὐδέν ' ἂν ἐλθεῖν ἡγοῦμαι . ποῖ γὰρ
τοῦ μαντείου ἐπαναστρέφοντας μηδὲν ἕτερον λέγειν ἢ τὸ : τὴν Ἕλλην καὶ τὸν Φρύξον αὑτῷ τυθῆναι ὁ Ἀπόλλων ἀνείρηκεν .
5719843 μαντειον
δὲ τὴν Καρικὴν ἀπὸ Βράγχου τοῦ κτίσαντος τὸ ἐν Μιλήτῳ μαντεῖον . ὁ δὲ Νηλεὺς χρησμὸν εἰλήφει ἐκεῖ οἰκεῖν ,
Ἰαμιδῶν . ἵνα μάντιες ἄνδρες : διὰ τὸ τῶν Ἰαμιδῶν μαντεῖον . τὸ ἑξῆς : ὅπου μάντιες ἄνδρες τοῖς διὰ
5717222 Καλυδωνιος
Σωτήριχος ἐν τοῖς Καλυδωνιακοῖς λέγει . . . ὁ δὲ Καλυδώνιος σῦς πρῶτον μὲν περὶ τὴν Οἴτην διατρίβων ἦλθεν εἰς
. Τελαμών , πόλις Τυρρηνίας . τὸ ἐθνικὸν Τελαμώνιος ὡς Καλυδώνιος . Τελάνη , πόλις ἀρχαιοτάτη Συρίας , ἣν ᾤκει
5705517 διμορφος
. τουτάκις δὲ καὶ τότε αὐδάξει καὶ εἴπῃ ὁ θαλασσόπαις δίμορφος θεὸς ἤγουν ὁ Τρίτων τοὺς Ἕλληνας τὰ κράτη λαβεῖν
εἴτε καὶ παρ ' ἄλλην αἰτίαν . ὁ δὲ Τρίτων δίμορφος ὢν τὸ μὲν ἔχει μέρος ἀνθρώπου , τὸ δὲ
5702820 Κοδρος
ὁ Κυζικηνὸς ἐν βʹ Ἑλληνικῶν γράφων οὕτως : ὁ δὲ Κόδρος τόμον ἄρτου τὸν καλούμενον θρόνον λαμβάνει καὶ κρέας καὶ
ἔσχατος : οἱ δὲ πρότερον Μιλτιάδου λαμπρὰ ἔργα ἀποδειξάμενοι , Κόδρος τε ὁ Μελάνθου καὶ ὁ Σπαρτιάτης Πολύδωρος καὶ Ἀριστομένης
5702066 φονευσειν
τοῦ Ναυπλίου συνεὶς τὸ γιγνόμενον , ἁρπάσας τὸν Τηλέμαχον ἀπειλεῖ φονεύσειν πρόκωπον ἔχων τὸ ξίφος , καὶ πρὸς τὴν τῆς
οὐκ εἶναι Πολύβου , ἔρχεται εἰς Πυθώ , ὅθεν ἀκούει φονεύσειν πατέρα . ἐκκλίνει γοῦν τὴν πρὸς τὸν Πόλυβον καὶ
5695657 Αἰγιαλευς
δὲ οἱ στρατευόμενοι οἵδε : Ἀλκμαίων καὶ Ἀμφίλοχος Ἀμφιαράου , Αἰγιαλεὺς Ἀδράστου , Διομήδης Τυδέως , Πρόμαχος Παρθενοπαίου , Σθένελος
δυστυχησάντων : τῶν γὰρ ἀπογό - νων Θηβαίοις ἐπιστρατευσάντων μόνος Αἰγιαλεὺς ἀπώλετο Ἀδράστου παῖς . Ἄλλοι δὲ λέγουσι , τὴν
5694998 Αἰγευς
, πρὶν ἐς ἄκρον Ἀθηναίων ἀφίκηαι . τρίτος δὲ : Αἰγεὺς ὁ Πανδίονος υἱὸς βασιλεὺς Ἀθηναίων συνελθὼν Αἴθρᾳ τῇ Πιτθέως
τῷ τοῦ Αἰγέως , ὅπερ καὶ βέλτιον . ὁ γὰρ Αἰγεὺς Ἀθηναῖος καὶ γηγενὴς καὶ ἀπὸ Ἐρεχθέως . τινὲς δὲ
5679679 Οἰνευς
Στερόπη , ἐξ ἧς καὶ Ἀχελῴου Σειρῆνας γενέσθαι λέγουσιν . Οἰνεὺς δὲ βασιλεύων Καλυδῶνος παρὰ Διονύσου φυτὸν ἀμπέλου πρῶτος ἔλαβε
. ἀλλ ' ὁ μὲν αὐτόθι μεῖνε : ὅτι ὁ Οἰνεὺς κατέμεινεν ἐπὶ τῆς πατρίδος , ὁ δὲ ἱππότης ἄρα
5678418 ἀμοργινος
τὸ β ἀμορβός καὶ ἀμορβής , . . . . ἀμόργινος : χιτῶνα σημαίνειν ἐκδέχονται , καθὼς καὶ Θηραῖον τὸν
δ ' οὖν καὶ ταύτας εἶναι λέγουσιν . ὁ δὲ ἀμόργινος χιτὼν καὶ ἀμοργὶς ἐκαλεῖτο . καὶ μὴν καὶ τὰ
5674013 Ἀλκιβιος
εἰ δὲ γράφεται ἀνέπνευσεν καμάτων τοιοῦτόν ἐστιν , ὅτι ὁ Ἀλκίβιος τὸ μάσημα , τουτέστι τὸν φλοῦν τῆς ῥηθείσης βοτάνης
Λέγει δὲ λόγος τις ταῦτα περὶ ἀλκιβίου , ὡς ἦν Ἀλκίβιος τις καὶ ἐκάθευδεν πλησίον καὶ παρ ' αὐτὴν ἐλθών
5672845 φασματος
ἀπέστειλαν : ἔτι γε μὴν καὶ τὰ περὶ τοῦ γυναικείου φάσματος , ἥν φησιν Ἡρόδοτος ὀνειδίσασαν τοὺς μετὰ Ἀδειμάντου τοῦ
δὲ εἰδέναι δοκεῖν , ἑκούσιοι τὰς ἀνάγκας ἀναμένομεν . καὶ φάσματος μὲν ἄλλου του συμβάντος οἷα κατ ' οὐρανὸν ,
5671112 ἐμυκησατο
τὸν Δία κατήγαγεν ἐξ οὐρανοῦ . διὰ γυναῖκά ποτε Ζεὺς ἐμυκήσατο , διὰ γυναῖκά ποτε Σάτυρον ὠρχήσατο , καὶ χρυσὸν
: Μυκαλησσὸν δὲ ὁμολογοῦσιν ὀνομασθῆναι , διότι ἡ βοῦς ἐνταῦθα ἐμυκήσατο ἡ Κάδμον καὶ τὸν σὺν αὐτῷ στρατὸν ἄγουσα ἐς
5669748 τεθνηκως
- ται . ἢ οὕτως : εἴ τις καὶ πρὶν τεθνηκὼς ἢ νῦν ὢν ἴσχεν ἐξαίρετόν τι , τοῦτο ἔσχον
λέγειν . ἔγνων ποτὲ καὶ Ἰόλαον : ὁ γὰρ Ἰόλαος τεθνηκὼς ἐπειδὴ ἔμαθεν Εὐρυσθέα ἐξαιτούμενον παρ ' Ἀθηναίων τοὺς Ἡρακλείδας
5665415 λαος
καὶ τὸ Μενέλαος , παρὰ τὸ μένειν γὰρ καὶ τὸ λαός : ἀπὸ δὲ πλειόνων , οἷον πεντεκαίδεκα : τοῦτο
: τῶ καί μιν ἐυφρονέοντ ' ἀνὰ θυμὸν εὐρὺς ἀγάσσατο λαός : ὃ δ ' ἐν μέσσοισιν ἔειπεν : Ὦ
5662668 Πυθιη
, εἴ οἱ πολυχρόνιος ἔσται ἡ μουναρχίη . Ἡ δὲ Πυθίη οἱ χρᾷ τάδε : Ἀλλ ' ὅταν ἡμίονος βασιλεὺς
τὸν θεὸν ἐπειρέσθαι περὶ τῆς νούσου . Τοῖσι δὲ ἡ Πυθίη ἀπικομένοισι ἐς Δελφοὺς οὐκ ἔφη χρήσειν , πρὶν ἢ
5661577 Κλαρον
πολὺ τοῦ βίου ἐν Σάμῳ , ἀφίκετο δὲ καὶ ἐς Κλάρον τὴν Κολοφωνίων καὶ ἐς Δῆλόν τε καὶ ἐς Δελφούς
ἀφικέσθαι , περιτυχὼν δ ' ἑαυτοῦ κρείττονι μάντει κατὰ τὴν Κλάρον , Μόψῳ τῷ Μαντοῦς τῆς Τειρεσίου θυγατρός , διὰ
5653039 ἀτιμωρητος
: φόνον θανάτῳ πρὸς τέκνων ἀπηύρα : ἀλλ ' οὐκ ἀτιμώρητος , φησὶν , ἔμεινεν ἡ Κλυταιμνήστρα , ὑπὸ τῶν
ὅτι δικαιότατος ὢν καὶ ὁσιώτατος ἔζη τε ζῶν καὶ τελευτήσας ἀτιμώρητος ἂν κακῶν ἁμαρτημάτων ἐγίγνετο τὸν μετὰ τὸν ἐνθάδε βίον
5650803 Ἀπολλων
ὡς Συβαρίτης . Ἑκαταῖος περιηγήσει Αἰγύπτου . Λιθήσιος , ὁ Ἀπόλλων ἐν τῷ Μαλέα λίθῳ προσιδρυμένος ἐκεῖ . Ῥιανὸς Ἠλιακῶν
Κορωνίδα : λοιμὸς γὰρ ἐγένετο , αἴτιοι δὲ τῶν λοιμῶν Ἀπόλλων καὶ Ἄρτεμις . λοιμοῦ οὖν γενομένου συναπήλαυσαν οἱ μηδὲν
5648184 Πελιας
τὸ ἕτερον ἀπολέσας ἐν τῷ ῥείθρῳ πέδιλον . θεασάμενος δὲ Πελίας αὐτὸν καὶ τὸν χρησμὸν συμβαλὼν ἠρώτα προσελθών , τί
νοῦς : ἡ δὲ τῆς Τυροῦς γέννα , τουτέστιν ὁ Πελίας , τούτων ἀκούσας καὶ αἰσθόμενος τὴν εἴσοδον , ἀπήντησεν
5639322 ἐκγονος
ἀκουσίων ἐργάζεται παραίτησιν . ὁ μὲν οὖν οὕτως ταπεινὸς Λάμεχ ἔκγονος μέν ἐστι Σήθ , πατὴρ δὲ τοῦ δικαίου Νῶε
τοῦ ἀδελφοῦ μου υἱός ἐστι , φησὶ τοῦ πατρός μου ἔκγονος . ἔκγονος γὰρ τοῦ Ἀτρέως Ὀρέστης : ἄλλως :
5639143 τιτρωσκεται
χεῖλος διαγωνιζομένου τοῦ τῆς Ἀλκμήνης πρὸς τὴν ὕδραν παιδός , τιτρώσκεται παρὼν ἅμ ' αὐτῷ ὑπὸ τῆς ὕδρας ὁ Ἴφικλος
σώματος , ἤτοι τοῦ θώρακος : ἔστι γὰρ ὅτε τις τιτρώσκεται ἐν τῷ πολέμῳ κατὰ τὸν θώρακα καὶ μένει ὀπὴ
5626326 Ἀδραστος
καὶ γὰρ ἄλλοι εἰσὶν ὁμώνυμοί τινες κατὰ τὰ Ἰλιακά , Ἄδραστος , Τεύθρας , Οἰνόμαος . . . . :
τόνον προαγήοχεν . εἰ δὲ λέγοι τις , φησὶν ὁ Ἄδραστος , ὡς οὐ δέον ἐπὶ τοσοῦτον ἐκτεῖναι , Ἀριστόξενος
5623420 τριπους
περιῆν προσυβρίσθαι καὶ γεγονέναι καταγελάστους : τοῖς δὲ νικήσασιν ὁ τρίπους ὑπῆρχεν , οὐκ ἀνάθημα τῆς νίκης , ὡς Δημήτριός
, διηγησαμένας τὰ καθ ' ἑαυτάς . καὶ ἀπεστάλη ὁ τρίπους : καὶ ὁ Βίας ἰδὼν ἔφη τὸν Ἀπόλλω σοφὸν
5618564 Ἀμφιαραου
ἐθείραις ἵπποι καλὰ νάουσαν ἐπορνύμενοι Φυσάδειαν . περὶ τῶν ἵππων Ἀμφιαράου . Ἄσδυνις , νῆσος κατὰ τὴν Μοίριδος λίμνην .
' Ἀπόλλωνος πολεμεῖν τὴν προειρημένην πόλιν στρατηγὸν ἔχοντας Ἀλκμαίωνα τὸν Ἀμφιαράου . ὁ δ ' Ἀλκμαίων αἱρεθεὶς ὑπ ' αὐτῶν
5611538 Θερσανδρος
οὕτως θερμὸν εὑρήσεις τὸ πῦρ . ” Ταῦτα ἀκούσας ὁ Θέρσανδρος παντοδαπὸς ἦν : ἤχθετο , ὠργίζετο , ἐβουλεύετο .
Πολυνείκη καὶ Ἐτερόκλη δι ' ἀλληλοφονίας : ὑπελείφθη δὲ ὁ Θέρσανδρος ζώπυρον τοῦ Πολυνείκους , τιμώμενον ἐν μάχαις τοῦ καὶ
5607043 Μυσκελλος
, ὁποίῳ φωνήεντι παραλήγει πλὴν τοῦ Α , προπαροξύνεται : Μύσκελλος Μάρκελλος Κύριλλος Σόφιλλος δόριλλος . τὸ δὲ ὀπτίλλος παροξύνεται
ἐς πενίαν νησιωτικὴν καὶ ἀπορίαν δεινήν . Ἀρχίας Συρακόσιος καὶ Μύσκελλος Ἀχαιὸς ἧκον ἐς Δελφοὺς ἐν τῷ αὐτῷ τοῦ χρόνου
5596878 Μεγαβυζος
, καὶ ἄλλα πολλὰ ἐπέδωκε . Ζωπύρου δὲ τούτου γίνεται Μεγάβυζος , ὃς ἐν Αἰγύπτῳ ἀντία Ἀθηναίων καὶ τῶν συμμάχων
αὐτῶν . ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνῄσκει νέος . οὐ Μεγάβυζος ἦν , ὅστις γένοιτο ζάκορος . περιττὸν ἄχθος ὄντα
5596595 ἀνασπαστος
συνειδὼς ἅπανθ ' ἃ Φίλιππος κατὰ βασιλέως παρασκευάζεται , οὗτος ἀνάσπαστος γέγονε , καὶ πάσας τὰς πράξεις βασιλεὺς οὐχ ἡμῶν
πονηρὸν αὑτὸν παρασχών [ , ἀλλά ποτε ] [ ] ἀνάσπαστος ὡς βασιλέα γενόμενος [ καὶ εὐθὺς ] [ ]
5595536 ἀπηλθε
Ἑλλήνων ἦλθε πρέσβεις ἔχων ὡς ἀδικοῦσαν δείξων τὴν πόλιν , ἀπῆλθε δὲ τἀναντία τούτων παθών , μόνου τῶν τότε ῥητόρων
καιρὸν εὕρασθαι μεταβολῆς . ἐπεὶ δὲ Σύβαριν ἐχειρώσαντο , κἀκεῖνος ἀπῆλθε , καὶ τὴν δορίκτητον διῳκήσαντο μὴ κατακληρουχηθῆναι κατὰ τὴν
5594023 ἐχρησε
Φάλανθον ἔπεμψαν εἰς θεοῦ περὶ ἀποικίας : ὁ δ ' ἔχρησε „ Σατύριόν τοι δῶκα Τάραντά ” τε πίονα δῆμον
Περιαλγῶν οὖν τῇ συμφορᾷ τά τε ἄλλα καὶ ὅτι οὐκ ἔχρησε τῷ δεομένῳ , ὃ ἂν αὐτῷ καὶ σῶον ἦν
5587854 Ὑλλος
Τημενὸς οὗτος ἔκγονος ἦν Ἡρακλέος . Ἡρακλέος γὰρ καὶ Δηιανείρας Ὕλλος , Ὕλλου δὲ καὶ Ἰόλης τῆς Εὐρύτου Κλεόδοτος ,
, ἐκ δὲ τῶν ἄλλων , Δηιανείρας μὲν τῆς Οἰνέως Ὕλλος Κτήσιππος Γληνὸς Ὀνείτης , ἐκ Μεγάρας δὲ τῆς Κρέοντος
5582909 καταβληθεισης
κῶλον . ἐλύθη ζυγὸν ἀλκῆς ἤγουν τὸ ἐξουσιάζεσθαι ἀπολεσθείσης καὶ καταβληθείσης τῆς τοῦ Ξέρξου δυνάμεως : ὃ καὶ προεῖπε διὰ
σπασμὸς ἐξαίσιος ἐντεῦθεν εἶχε τὸν κάμνοντα , καὶ οὕτω ῥᾳδίως καταβληθείσης τῆς λειπομένης δυνάμεως , συναπῄει τῷ συμπτώματι ὁ ἄνθρωπος
5579587 μνημα
. Αἰεὶ παιδοφίληισιν ἐπὶ ζυγὸν αὐχένι κεῖται δύσμορον , ἀργαλέον μνῆμα φιλοξενίης . χρὴ γάρ τοι περὶ παῖδα πονούμενον εἰς
ἐπιθέσθαι τοῖς οἰκείοις ἐπιγράψαι αὐτοῦ τῷ μνήματι τάδε : Πυθέα μνῆμα τόδ ' ἔστ ' , ἀγαθοῦ καὶ σώφρονος ἀνδρὸς
5578259 Μενοικεα
[ ἃ δρῶντες ἂν σώσαιτε Καδμείων πόλιν ] : σφάξαι Μενοικέα τόνδε δεῖ ς ' ὑπὲρ πάτρας , σὸν παῖδ
Ἡλίῳ καὶ Ποσειδῶνι , οὐδὲ τὸν υἱὸν καθάπερ ὁ Κρέων Μενοικέα , οὐδὲ τὴν παῖδα καθάπερ ὁ Λεὼς τὴν Πραξιθέαν
5575658 ἀπεσταλη
παρὰ βασιλέα ἀναβεβηκὼς εἴη , κατὰ τοῦτο ἡσύχαζον μάλιστα . ἀπεστάλη δὲ καὶ ἐς Θήβας πρεσβεύειν Ἀριστομηλίδας , μητρὸς μὲν
Βίαντα σοφόν , διηγησαμένας τὰ καθ ' ἑαυτάς . καὶ ἀπεστάλη ὁ τρίπους : καὶ ὁ Βίας ἰδὼν ἔφη τὸν
5569299 Οἰχαλια
πόλις . . . . Οἰχαλίηθεν : ὅτι Θεσσαλίας ἡ Οἰχαλία καθ ' Ὅμηρον : οἱ δὲ νεώτεροι ἐπ '
πόλις ἦν Τάμυναι πλησίον τοῦ πορθμοῦ . ἔστι δὲ καὶ Οἰχαλία κώμη τῆς Ἐρετρικῆς , λείψανον τῆς ἀναιρεθείσης πόλεως ὑπὸ
5567687 Οἰωνος
Οἰωνός : ὁ νοῦς : ὁ μὲν τοῦ Λικυμνίου παῖς Οἰωνὸς τὸ εὐθύτονον καὶ ἀκαμπὲς στάδιον δραμών : οὗτος δὲ
δὲ ἐς τοῦ πολέμου τὴν ἀρχὴν καὶ ἄλλο τοιόνδε . Οἰωνὸς ἡλικίαν μὲν μειράκιον , ἀνεψιὸς δὲ ἩρακλεῖΛικυμνίου γὰρ παῖς
5557536 Ἀστεριων
, Μοσχίων Μοσχίωνος , Ἐνδυμίων Ἐνδυμίωνος , Ἡφαιστίων Ἡφαιστίωνος , Ἀστερίων Ἀστερίωνος . Τὸ Ὠρίων φυλάττειν τὸ ω ἀναλογώτερόν ἐστιν
αὐλοῖς . ἡνιοχοῦντες δὲ συνωρίδα Πῖσός ἐστιν ὁ Περιήρους καὶ Ἀστερίων Κομήτου , πλεῦσαι καὶ οὗτος λεγόμενος ἐπὶ τῆς Ἀργοῦς
5550475 κατεφθιτο
. σκληρᾶς ] πετρώδους . γῆς ] τῆς Βακτρίας . κατέφθιτο ] ἐφθάρη . . Ἀμίστρης ] ὄνομα . Ἀμφιστρεὺς
' εὐρέα νῶτα θαλάσσης . καί νύ κεν ἤϊα πάντα κατέφθιτο καὶ μένε ' ἀνδρῶν , εἰ μή τίς με
5544901 ἐγρηγορος
οὐ κινεῖται ὑπὸ τῶν εἰδώλων ὡς αἰσθανόμενον καὶ τρόπον τινὰ ἐγρηγορός , ἀλλ ' ὡς ἀναίσθητον , καὶ τοσαύτη τοῦ
, φασί , κίνησις ἐνδέχηται παντὶ ζῴῳ , οὐκ ἔστιν ἐγρηγορός τι , ἵνα καὶ κινῆται . ὥστε οὐ καλῶς
5516689 μοιριδιον
γενέσθαι παῖδα . ἦν γὰρ ὁ Τελαμὼν παιδοποιΐας ἐπιθυμῶν . μοιρίδιον τελέσαι : τὸ τελέσαι κατὰ κοινοῦ : τελέσαι τῷδε
τε πόνους Δαναοῖς , ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων , ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν . οὕτω δ ' Ἱέρωνι θε̯ὸς ὀρθωτὴρ πέλοι
5515498 φονικα
καὶ ἐν ὕψει τὸ δικαστήριον , Ἄρειος δὲ ἐπεὶ τὰ φονικὰ ἐδίκαζε , ὁ δ ' Ἄρης τούτων ἔφορος ἦν
ἐπόντων ἢ σὺν Ἡλίῳ ἢ Σελήνῃ ἢ Ἑρμῇ , καὶ φονικὰ ἐγκλήματα ἀναλαμβάνουσι καὶ καθ ' ἑαυτῶν κινδυνῶδές τι μηχανῶνται
5506552 Μηδοισι
Πυθίη οἱ χρᾷ τάδε : Ἀλλ ' ὅταν ἡμίονος βασιλεὺς Μήδοισι γένηται , καὶ τότε , Λυδὲ ποδαβρέ , πολυψήφιδα
μὲν Ἀσσυρίοις ὑπήκοοι ἦσαν , ἔπειτα Μήδοισιν , ἐπὶ δὲ Μήδοισι Περσέων ἤκουον , καὶ φόρους ἀπέφερον Κύρῳ τῷ Καμβύσου
5486724 θεραπων
γενναῖός που κἀναφέρων ἐς τὴν ὑφ ' Ἡρακλεῖ τροφήν , θεράπων δὴ γενέσθαι τῷ Ἡρακλεῖ ὁ Φιλοκτήτης ἐκ νηπίου ,
' ἴσως . Ἀλλ ' ἐκποδὼν πτήξωμεν , ὡς ἐξέρχεται θεράπων τις αὐτοῦ πῦρ ἔχων καὶ μυρρίνας , προθυσόμενος ,
5485987 Τυδευς
, ὅταν βούλησθε . οἱ δὲ στρατηγοί , μάλιστα δὲ Τυδεὺς καὶ Μένανδρος , ἀπιέναι αὐτὸν ἐκέλευσαν : αὐτοὶ γὰρ
Ὠλενίαν ἀδελφὸν ἴδιον . . . . Ξ , : Τυδεὺς ὁ Οἰνέως , Αἰτωλὸς μὲν ἦν τὸ γένος ,
5485796 Ἀμφιαραος
ἐπιτήδειον πρὸς οἰωνοὺς τὸ ζῷον , μάντις δὲ καὶ ὁ Ἀμφιάραος : ὁ δὲ παῖς σημεῖον τῆς τοῦ πατρὸς ἔσῳζε
ᾔδεσαν ὅτι φεύξεται ; μνημεῖα θ ' αὑτῶν : ὁ Ἀμφιάραος , εἷς τῶν Ἀργείων ὤν , οἷα μάντις προεῖπεν
5485718 Ὀλυμπιονικης
τῶν ἐν Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων : ἐκ γὰρ τοῦ κοτίνου ὁ Ὀλυμπιονίκης δηλοῦται : καὶ φύτευμα σκιαρὸν τῷ πανδόκῳ καὶ πάντας
ης : πρόσκειται παρ ' οὐδετέρων συντεθειμένα διὰ τὸ νίκη Ὀλυμπιονίκης Ὀλυμπιονίκου : τοῦτο γὰρ καὶ εἰς ης ἐστὶ καὶ
5478899 Εὐφημος
δέ σφιν χύτο θυμός . ὁ δ ' ἀίξαι πτερύγεσσιν Εὔφημος προέηκε πελειάδα , τοὶ δ ' ἅμα πάντες ἤειραν
ἀπὸ δὲ Ἀπολλοδώρου καὶ τῆς Πλάτωνος γενέσεως τεσσαρεσκαιδέκατός ἐστιν ἄρχων Εὔφημος , ἐφ ' οὗ τὰ ἐπινίκια Ἀγάθωνος ἑστιῶνται .
5477353 Κυψελος
ἔχει ; ὄλβιος οὗτος ἀνὴρ ὃς ἐμὸν δόμον εἰσαφικάνει , Κύψελος Ἠετίδης , βασιλεὺς κλειτοῖο Κορίνθου , αὐτὸς καὶ παῖδες
. . . . . . . . . α Κύψελος . . . . . . . . .
5475329 Ἐπειου
Οἰνομάου τήν τε Πισαίαν ἔσχε καὶ Ὀλυμπίαν , ἀποτεμόμενος τῆς Ἐπειοῦ χώρας ὅμορον οὖσαν τῇ Πισαίᾳ : Ἑρμοῦ τε ἐν
τάχος Λασθένει . Εἰ δέ τις ἀσθενέστερος μὲν ὢν τοῦ Ἐπειοῦ , αἰσχίων δὲ τοῦ Θερσίτου , μικρότερος δὲ τοῦ
5460276 θειῃ
μεταξὺ πλόον ἑπτὰ ἡμερέων , καί μιν οἱ ἄνεμοι φέρουσι θείῃ ναυτιλίῃ : τρέπεται δὲ οὐδαμά , ἀλλ ' ἐς
στάσει δυσχεράνας , ὅθεν ἐπι - φέρει : δεσμὰ διαρρήξας θείῃ πεδίοιο . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀκοσταί , αἱ κριθαί
5459083 ἐξεπεσε
μᾶλλον ἢ τῶν τὴν ἑτέρων θαυμαζόντων δύναμιν . Πόθεν οὖν ἐξέπεσε τῆς αὐτῷ προσηκούσης τάξεως καὶ τὸν τοῦ πολιτευομένου βίον
μετὰ τῶν κοινοπραγούντων καὶ καταλαμβάνεσθαι τὴν τῶν Κροτωνιατῶν πόλιν ἐπιχειρήσας ἐξέπεσε καὶ μετ ' ὀλίγων εἰς Τάραντα διεσώθη . ταχθεὶς
5456476 κατασκαφη
. Ὁ μὲν κατήγορος ἐρεῖ , μεῖζόν ἐστι κακὸν ἡ κατασκαφὴ τοῦ τείχους ἢ τὸ νικῆσαι τοὺς πολεμίους , πεπόνθαμεν
ταῖς πόλεσιν αὐτονομεῖσθαι συνεχώρησεν . Καυλωνίας καὶ Ἱππωνίου ἅλωσις καὶ κατασκαφὴ καὶ μετοίκησις εἰς Συρακούσας . Ὡς οἱ Ἕλληνες πρὸς
5454153 Ἀδμητος
μὲν ἦσαν , εἶχον δὲ ἐνστάσεις : ὅ τε γὰρ Ἄδμητος ἐλογίζετο ὅτι τέθνηκεν ἡ Ἄλκηστις καὶ ὅτι ὁ ἀποθανὼν
καὶ θνήσκουσι καὶ τῶν λεγομένων μάρτυρες Ἀχιλλεὺς καὶ Μήδεια , Ἄδμητος καὶ Ἄλκηστις , Λαοδάμεια καὶ Πρωτεσίλαος : εἴκει σοι
5451105 ἀναπλευσας
βίου τέλος . ὕπνου γοῦν δεόμενος μετεωρίσας τὸ σῶμα καὶ ἀναπλεύσας ἐπ ' ἄκρον τὸ ὕδωρ , ὡς ὁρᾶσθαι πᾶς
τῆς Αἰγύπτου σατράπην συναγωνιζόμενον ἐν Ἰσσῷ τῆς Κιλικίας πεπτωκέναι . ἀναπλεύσας δ ' εἰς Μέμφιν τὸ μὲν πρῶτον πρὸ τῆς
5448483 Σισυφος
ἐστὶν ἡ μῆτις ἡ προκειμένη τῶν προγόνων , ἧς ὑπόδειγμα Σίσυφος . τὸν μὲν Σίσυφον λέγω , φησὶν , οὕτω
αὐτούς . σισυφεὺς ὁ σοφὸς ἀριθμητὴς , ἐπεὶ καὶ ὁ Σίσυφος κέρδιστος καὶ φιλάργυρος . διαφορὰν ὀλύνθων , φηλήκων ,
5447687 χωλος
ὀπιπεύειν . ἔνθεν καὶ οἰφόλις γυνή καὶ ἡ παροιμία ἄριστα χωλὸς οἰφεῖ , ἥν φασι διαδοθῆναι , ἐπεὶ οἱ χωλοὶ
οὐ νόμιμον εἰς τὸ ἱερὸν αὐλητὴν εἰσιέναι . ὅτι Ἀμαυρὸς χωλὸς τοὺς πόδας ἐβασίλευσε ταύτης . νόμον δέ τινά φασι
5445610 διακονος
ὑπερβιβασμὸν διαέκονος καὶ κατὰ κρᾶσιν τοῦ αε εἰς α μακρὸν διάκονος . εἰ ἄρα οὖν ἡ ἀμφί δέχεται τὸν λόγον
. καὶ δουλάρια Μεταγένης , καὶ οἰκετικὰ ὀνόματα Πλάτων . διάκονος , ὑπηρέτης , ἀργυρώνητος , ὤνιος , οἰκότριψ ,
5436837 βαρβαρος
ἀπὸ ἔθνους : διπλοῦν δὲ τὸ ἔθνος , Ἕλλην ἢ βάρβαρος . μετὰ τὸ κοινὸν ἐρχόμεθα ἐπὶ τὸ ἴδιον :
ἐγένετο . δεκάτῳ δὲ ἔτει μετ ' αὐτὴν αὖθις ὁ βάρβαρος τῷ μεγάλῳ στόλῳ ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα δουλωσόμενος ἦλθεν .
5432817 Μελανιππου
, : Φασὶν ἐν τῷ Θηβαϊκῷ πολέμῳ Τυδέα τρωθέντα ὑπὸ Μελανίππου τοῦ Ἀστακοῦ σφόδρα ἀγανακτῆσαι . Ἀμφιάρεων δὲ φονεύσαντα αὐτὸν
στρέφει θεός . εἰς ἀνδροβρῶτας ἡδονὰς ἀφίξεται κάρηνα πυρσαῖς γένυσι Μελανίππου σπάσας . ἀντήλιοι θεοί καθωσίωσε οὐρὰν δ ' ὑπίλας
5428573 Ἀρειος
[ καθὸ καὶ ὁ Ἄρειος πάγος . ] ἔστι δὲ Ἄρειος πάγος καλούμενος , ὅτι πρῶτος Ἄρης ἐνταῦθα ἐκρίθη ,
ὅτι ἐν πάγῳ ἐστὶ καὶ ἐν ὕψει τὸ δικαστήριον : Ἄρειος δέ , ἐπεὶ τὰ φονικὰ ἐκεῖσε ἐκρίνοντο : δικάζει
5422664 ματευων
ἔχειν τὸν χρησμόν : Μύσκελλε βραχύνωτε , παρὲκ θεὸν ἄλλα ματεύων οὔδ ' ἅλα θηρεύσεις : δῶρον δ ' ὅ
τὸν δὲ ἀντειπεῖν : Μύσκελλε βραχύνωτε , πάρεκ θεὸν ἄλλο ματεύων , κλάσματα θηρεύεις : δῶρον δ ' ὅ ,
5420404 Πολυς
Σκύθας τε κατεπολέμησε σπονδάς τε κατ ' ἐξουσίαν ἐποιήσατο . Πολύς τε ἦν αὐτοῦ παρὰ τοῖς βαρβάροις λόγος , ὥςτε
Θ . ἦν : Ὑπῆρχε . Θ . ὑπερφυὴς : Πολύς . Θ . . ὑπ . ὅσος : Ὑπερφυῶς
5418540 ἱπτατο
μένοι ἔμπεδα κηρός [ ] πρόσθεν ? ἀπ ' αἰθέρος ἵπτατο Περσεύς , [ Ἄργος ὅτ ' εἰσαφίκανε ] καὶ
καλοῦσιν ; καὶ ἄλλα πολὺ τούτων προφανέστερα , οἷον τὸ ἵπτατο καὶ τὸ ἀπαντώμενος καὶ τὸ καθεσθείς , οὐδὲ μετοικικὰ
5414900 θυματος
ἐθελήσῃ : καὶ οὕτως ἐπέρρωσε τοὺς στρατιώτας . Καῖσαρ ἀκαρδίου θύματος εὑρεθέντος καὶ τί παράδοξον , ἔφη , εἰ ἄλογον
ἀπαγορευόντων τῶν μάντεων . τοῖς μὲν γὰρ Λακεδαιμονίοις ἡ τοῦ θύματος κεφαλὴ κειμένη παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἀφανὴς ἐγεγόνει , προσκλύζοντος
5406918 Οἰνομαος
δὲ ἀγάλματος κατὰ μέσον πεποιημένου μάλιστα τὸν ἀετόν , ἔστιν Οἰνόμαος ἐν δεξιᾷ τοῦ Διὸς ἐπικείμενος κράνος τῇ κεφαλῇ ,
ὄνομα καλεῖσθαι ἂν δικαίως αὑτὸν οἶμαι δείκνυσι , τό τε Οἰνόμαος ἔχον τι μέγα καὶ τραγικόν , ἐφ ' οἷς

Back