ἐξ ὠμοπλατέων πέφυκεν , ἀνομοίως τοῖσι πλείστοισιν . Ὠμοπλάτη δὲ χονδρώδης τὸ πρὸς ῥάχιν , τὸ δ ' ἄλλο χαύνη | ||
ὑγροῦ διὰ τῶν μυκτήρων . ἔστι δὲ φύσει ἡ ἀρτηρία χονδρώδης καὶ ὀλίγαιμος . μέση οὖν κεῖται τῶν στομάτων τοῦ |
τουτί ποτε ; πότερον πίθηκος ἀνάπλεως ψιμυθίου , ἢ γραῦς ἀνεστηκυῖα παρὰ τῶν πλειόνων ; μὴ σκῶπτέ μ ' , | ||
ἐρρωμένον ξυνάπτοντες καὶ βάσιν αὐτῷ διδόντες κόμη τε ἡλιῶσα καὶ ἀνεστηκυῖα νῦν ὑπὸ τοῦ τῆς ὁρμῆς ἐνεργοῦ καὶ χαροπὸν ἱκανῶς |
οὗτος ὑπὸ τοῦ προσβάλλοντος ἀεὶ κύματος σκληρῶς πεπιλημένος , ὥστε ὁμογενοῦς ὄγκου καὶ μίαν φύσιν ἔχοντος διὰ τὴν μίξιν καὶ | ||
οὗτος ὑπὸ τοῦ προσβάλλοντος ἀεὶ κύματος σκληρῶς πεπιλημένος , ὥστε ὁμογενοῦς ὄγκου καὶ μίαν φύσιν ἔχοντος διὰ τὴν μίξιν καὶ |
ὑπόξηρος , σύμμετρος , οὐλόθριξ , εὐγένειος , ποικιλογνώμων , ὑπόχλωρος . ἐὰν δὲ Ἥλιος ἢ Σελήνη εὑρεθῇ τὸν κλέπτην | ||
Πηλίου καλούμενον Πελεθρόνιον , τὴν δὲ φύσιν ἐστὶ μέλας , ὑπόχλωρος δὲ τὴν κοιλίαν , καλὸς δὲ τὴν μορφήν , |
Καὶ τοὺς σπειρομένους τόπους εὐθαλεῖς λειμῶνας λέγει . Κέγχρος ] Εἶδος ἀρώματος ἡ κέγχρος . Ἐρυθραίου ] ἢ ὅτι ξανθὴν | ||
συνείρων δὲ , εἰς ὁρμαθὸν συντιθείς . 〛 σπίνους : Εἶδος ὀρνέου ὁ σπίνος . τρία δὲ αὐτοὺς λυπεῖ , |
συνεδρεύει τῷ ἀνευρύσματι , ὄγκος ἢ μικρὸς ἢ μέγας , ὁμόχρους , ἀνώδυνος , μαλακὸς ἄγαν , σομφότατος , ἔννοιαν | ||
περικρανίου τὸ ὑγρὸν ἐχόντων τοιαῦτά ἐστιν : ὄγκος εὐαφής , ὁμόχρους , ἀναλγής , εἰς ὕψος κεκυρτωμένος , ἠρέμα δι |
καὶ μυκτῆρα τραχύν , ἐπισκύνιον μετέωρον , ὀφθαλμοὺς σκυθρωπούς : ὕπωχρος δ ' ἐστὶ καὶ τὸ γένειον προπαλέστερος . ὁ | ||
καὶ τὰ ἔσω τῆς χειρός . ἧλος συστροφὴ τυλώδης περιφερὴς ὕπωχρος , ἡλοειδής ὅτι ἄνωθεν μὲν εὐρύνεται , περὶ δὲ |
ποτε εἶδον : κατὰ ἔχιν ἐστὶ τὸν μικρότατον , τέφρᾳ ἐμφερής , στίγμασιν οὐ συνεχέσι πεποικιλμένος : κεφαλὴ δέ ἐστιν | ||
ἑτέρῳ μέρει αὑτοῦ βατράχῳ , τῷ δὲ λοιπῷ γεώδει τινὶ ἐμφερής , ὡς καὶ ἐκλιπόντι τῷ ποταμῷ συνεκλείπειν . Ἄνοιξιν |
γίνεται δὲ καὶ τριῶν σπιθαμῶν . τὸ δὲ χρῶμά ἐστιν ὑπέρυθρος , καὶ τῶν ὀδόντων τὸν μὲν κάτω ἐλάττονα ἔχει | ||
ὀρεινοῖς καὶ τραχέσι χωρίοις . Ἄλυπον φρυγανώδης ἐστὶ πόα , ὑπέρυθρος , λεπτόφυλλος καὶ λεπτόκαρπος : ἄνθος μαλακὸν καὶ κοῦφον |
ὅτι τὸ εὖτε οὐκ ἔστι χρονικὸν ἀλλ ' ὁμοιωματικόν , ἀναλογοῦν τῷ ἠύτε . . ἡ διπλῆ , ὅτι τινὲς | ||
τῆς κοιλίας οἱονεὶ κύστις . σπλάγχνον δ ' οὐκ ἔχει ἀναλογοῦν . τροφῇ δὲ χρῆται ἔστιν ὅτε καὶ τοῖς τῶν |
θυμιωμένῳ , βδέλλαις καπνιζομέναις : ἐπὶ δὲ προπεπτωκυίας ὑστέρας ὀσφραντέον στάχυϊ , κασίᾳ , κόστῳ , ἴριδι , φύλλῳ , | ||
, σφαγῆς , κλειδός , μασχάλης . Ἐπὶ τετελειωμένῳ τῷ στάχυϊ ἐπιδέσμῳ χωρὶς τῆς κατὰ τοῦ νώτου καὶ τοῦ στήθους |
τῇ κοτύλῃ τοῦ ἰσχίου πέφυκεν : ὑποπλάγιον δὲ καὶ τοῦτο προσήρτηται , ἧσσον δὲ βραχίονος . Τὸ δ ' ἰσχίον | ||
μεγάλη λεγομένη φλέψ , κατὰ δὲ τὴν μέσην αὐτῆς κοιλίαν προσήρτηται ἡ καλουμένη ἀορτὴ φλέψ . φέρουσι δὲ καὶ εἰς |
ὑπόπλατυ . φύεται ἐν ὀρεινοῖς καὶ τραχέσι χωρίοις . Ἄλυπον φρυγανώδης ἐστὶ πόα , ὑπέρυθρος , λεπτόφυλλος καὶ λεπτόκαρπος : | ||
ἔχουσα , περιεκτικὸν σπέρματος . Ἀνδρόσαιμον θάμνος ἐστὶ λεπτόκαρπος , φρυγανώδης , πεφοινιγμένος τὰ ῥαβδία : φύλλα τριπλάσια πηγάνου , |
ῥητινίζων , ἐν τῷ διαμασᾶσθαι ἐκκαίων τὴν γεῦσιν : ῥίζα εὐμεγέθης ὕπεστιν , ὄζουσα λιβάνου . Ἄλλη λιβανωτὶς πάντα ἐοικυῖα | ||
ἡ γνώμη καὶ ἰσόθεος τιμή . τὰ δὲ σημεῖα : εὐμεγέθης , εὐρύστερνος , ἐκ τῶν μηρῶν εἰς τοὺς πόδας |
, παρ ' Ἀττικοῖς . Ἔριον , καὶ εἶρος . ἰοδνεφὲς ὡς ἔχουσα , τὸ μέλαν . πα - ρὰ | ||
φέρουσα νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον : αὐτὰρ ἐν αὐτῷ ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχουσα . ἔοικε δὲ καὶ αὐτὴ τὴν ἑαυτῆς |
ἑαυτὸν καὶ ἀποβλέπων ἐς τὴν ναῦν , ἐσθὴς δὲ αὐτῷ φοινικὶς ἐξ ὤμου ἄκρου ἐς τὴν ἀριστερὰν ἀνειλημμένη χεῖρα καὶ | ||
κιονοκράνων . ἐπάνω δὲ τῆς καμάρας κατὰ μέσην τὴν κορυφὴν φοινικὶς ὑπῆρχεν ὑπαίθριος , ἔχουσα χρυσοῦν στέφανον ἐλαίας εὐμεγέθη , |
μήτηρ , οἷς αἴτιον τοῦ ζῆν τὸ πυρῶδές ἐστι . στρογγύλη δὲ πλάττεται καὶ κατὰ μέσους ἱδρύεται τοὺς οἴκους διὰ | ||
, στρουθίου ῥίζα , χαμελαία , ἰὸς ξυστός , ἀριστολοχία στρογγύλη . Ἡ μὲν ἐν πυρετοῖς διὰ πρόδηλον αἰτίαν συμβαίνουσα |
κατὰ τὸν αὐ - τὸν χρόνον πεφύκασι γίνεσθαι : τοῦ περιττώματος δηλονότι τούτου ἕνα γεννήσαντος τρισσουμένου κατά τε τὸ ποιὸν | ||
καὶ αὐτομάτως καὶ ὡς ἂν τύχῃ καὶ τὸ ὅλον ἀεὶ περιττώματος ἔχοντες πλῆθος . Δοκοῦσι δέ τινες καὶ ἐν τῷ |
καὶ ὁρίζει τὰ πρόσωπα , ῥητέον . Πᾶσα ἀντωνυμία ἢ δεικτική ἐστιν ἢ ἀναφορική , αἱ κατὰ πρῶτον καὶ δεύτερον | ||
δεικτικὴ τούτου . Λαβὼν ὅτι ἀπόδειξίς ἐστι τοῦ ὅτι ἔστι δεικτική , ἔχων δὲ ὅτι καὶ ὁ ὁρισμὸς καὶ ἡ |
τὴν ἰσόσταθμον : αἴσιον γὰρ τὸ καθῆκον λέγει . * ὁλκή : σταθμός σταθμός , βάρος χειροπληθῆ δὲ ὅσον πληρῶσαι | ||
' ἁβροτόνοιο δύω κομόωντας ὀράμνους καρδάμῳ ἀμμίγδηνὀδελοῦ δέ οἱ αἴσιος ὁλκή ἐν δὲ χεροπληθῆ καρπὸν νεοθηλέα δαυχμοῦ λειαίνειν τριπτῆρι : |
αἰδοίου . παρουλὶς οὔλων ἀπόστασις , ἐπουλὶς ὑπὸ τὸν σωφρονιστῆρα ἐπίφυσις . ὑπογλωττὶς ἀπόστασις ὑπὸ γλώττῃ . αὖον ἀπόστασις περὶ | ||
: ἡ μέντοι τῷ στελέχει τε καὶ τοῖς κλάδοις αὐτοῖς ἐπίφυσις ὀχθώδης , ἣν ἔνιοι μυρτίδα καλοῦσιν , εἰς ὅσον |
, ἀφ ' ὧν καὶ ὁ ἰξός . ἀγκύλη σκληρότης τυλώδης ἐν ἄρθροις , μάλιστα ἐν δακτύλοις χειρῶν κατὰ τὸ | ||
κεχωρισμένος τῶν κατὰ φύσιν ὡς ἀλλόκοτος οὐσία , ὁ δὲ τυλώδης προσφυὴς συνημμένος . δεῖ δὲ τὰ ἐπικείμενα τῷ ὄγκῳ |
' οὔτε τάφρος οὔτε ναυλόχων σταθμῶν πρόβλημα καὶ σταυροῖσι κορσωτὴ πτέρυξ , οὐ γεῖσα χραισμήσουσιν οὐδ ' ἐπάλξιες : ἀλλ | ||
, καὶ ὁ αὐχὴν τοῦ Ὄρνιθος „ καὶ ἡ ἀριστερὰ πτέρυξ , καὶ οἱ τοῦ Ἵππου πόδες , ἔτι ” |
: τόσσος γὰρ πόρος ἐστὶν ἀμείλιχος . Ἄλλος δ ' Ἀραβικός ] ὁ Ἐρυθραῖος , ὃς πρὸς σύγκρισιν νοτιώτερος εἴρηται | ||
δὲ ῥητινῶδες καὶ ῥυπαρὸν ἄχρηστον . Κόστος καλλίων ἐστὶν ὁ Ἀραβικός , λευκὸς ὢν καὶ κοῦφος καὶ πλείστην ἔχων καὶ |
μέσα τοῦ Ὄφεως τῆς δωδεκαώρου . τῷ δὲ γʹ δεκακῷ παρανατέλλουσιν Ἀπόλλων καὶ Λύρα καὶ Κύων καὶ Δελφὶς καὶ τὰ | ||
. ἔχει δεκανοὺς τρεῖς . καὶ τῷ μὲν αʹ δεκανῷ παρανατέλλουσιν Ὑγεία καὶ τὰ ὀπίσθια τοῦ Κενταύρου καὶ τὰ ἐμπρόσθια |
δὲ ἄλλων τυρῶν ὁ νέοϲ τοῦ παλαιοῦ βελτίων καὶ ὁ μαλακὸϲ τοῦ ϲκληροτέρου καὶ ὁ ἀραιὸϲ καὶ χαῦνοϲ τοῦ πάνυ | ||
ἐπίθεϲιν τοῦ φαρμάκου ϲπόγγοϲ καινὸϲ ἐξ οἰνομέλιτοϲ ἢ οἴνου περιβαλλέϲθω μαλακὸϲ μάλιϲτα , καὶ ἡ ἐπίδεϲιϲ ἀπὸ μὲν τοῦ πυθμένοϲ |
καὶ ὁ μέγας παῖς βούπαις . ὅμοιον παρηκολούθησεν καὶ τὸ κάλυξ , τὸ κεκαλυμμένον ῥόδον , καὶ ἦν παρὰ τὸν | ||
καὶ ὄνυχος : ἔχουσι δὲ ἀπολογίαν , ὅτι τὸ μὲν κάλυξ κάλυψ ἦν , ὡς δῆλον κἀκ τῆς ἐτυμολογίας : |
κυκλοτερὴς περιείλησις , ἀφ ' ἧς ἄγεται λοξὴ κατὰ τοῦ ταρσοῦ , εἶθ ' ὑπειλεῖται τῷ πέλματι , ἀπὸ τοῦ | ||
ποδός , ἓν δ ' ἐν τοῖς ἄνω κατὰ τοῦ ταρσοῦ τεταγμένον . εἰσὶ δ ' οὗτοι μὲν οἱ μύες |
ἐδόκει γὰρ ἡ Μηδικὴ χώρα , πεδιάς τε οὖσα καὶ κάθυγρος , εὔφορος εἶναι εἰς τὰς τῶν κτηνῶν τροφάς . | ||
ὄνομα λίμνης Θρᾳκικῆς , ἥτις ὑλώδης καὶ τελματώδης οὖσα καὶ κάθυγρος δόνακας πολλοὺς ἀναδίδωσιν , ἤτοι βούτομα καὶ πάπυρα , |
. Ἐκ πολυποσίης ῥῖγος καὶ παραφροσύνη , κακόν . Ἐπὶ φύματος ἔσω ῥήξει ἔκλυσις , ἔμετος , καὶ λειποψυχίη γίνεται | ||
δὲ λοιμώδη μετὰ προαγορεύσεως καὶ προσοχῆς ἀκριβεστέρας . Εἶδός τι φύματος καὶ ἡ καλουμένη τέρμινθός ἐστιν , ἀλλὰ τοῖς νῦν |
' ἐπαίνου ἁπλοῦς , ἄκακος , ἄδολος , ἄπλαστος , ἐκφανής , ἐκκείμενος , ἀκατάσκευος , ἐλεύθερος , εὐθυρρήμων , | ||
δὲ τῇ ιβῃ Εὐκτήμονι Ἀρκτοῦρος ἑσπέριος ἐπιτέλλει , καὶ Προτρυγητὴρ ἐκφανής : ἐπιπνεῖ βορέας ψυχρός . Ἐν δὲ τῇ ιδῃ |
τὸ ὕψος διαθέσεως , ὥστε τὸ παραβαλλόμενον τοῦ τείχους μέγεθος ἰσόπεδον εἶναι τῷ ἐγκλίματι τοῦ ὑποκειμένου ὕψους τοῦ πύργου : | ||
: ὃ δ ' ἀσφαλέως θέει ἔμπεδον , εἷος ἵκηται ἰσόπεδον , τότε δ ' οὔ τι κυλίνδεται ἐσσύμενός περ |
τῶν ἀναγκέων ἐστὶν , εἰ ὁ μὲν τοῖχος , ᾗ ἐντέτμηται , ἢ τὸ ξύλον τὸ κατορωρυγμένον , ᾗ ἐντέτμηται | ||
ῥάχεως ἑνὸς ὀστοῦ τελευτὴ καὶ μέρος αὐτοῦ τῶν ὅλων . ἐντέτμηται δὲ ἄνωθεν εἰς ἀκάνθας ἀναιδεῖς , οἷαι τῶν πριόνων |
' Ὁμήρῳ λειμών . ἀσφόδελος βοτάνη πλατύφυλλος , ἧς ὁ καυλὸς καλεῖται ἀνθέρικος . καὶ Ἡσίοδος : οὐδ ' ὅσον | ||
Καὶ τὸ φύλλον δὲ αὐτοῦ καὶ ὁ καρπὸς καὶ ὁ καυλὸς καὶ ὁ ὀπὸς καὶ ἁπλῶς τὸ πᾶν αὐτοῦ πολλῆς |
μὴ πάντα καθ ' ἡμέραν . οἶνος ἔστω λεπτός , διουρητικός : τοὺς δὲ γλυκεῖς οἴνους καὶ τὸ οἰνόμελι παραιτητέον | ||
ῥώννυσιν , ἐρυγγάνειν ποιῶν , καὶ τὰς ὀρέξεις ἐγείρων : διουρητικός τέ ἐστι , καὶ ὑπνωτικὸς σφόδρα . Οὗτος ὁ |
κεφαλῆς ἔχων ἐνυφασμένα τὰ δώδεκα στοιχεῖα , ἐμβάται τραγικοί , πώγων ὑπερμεγέθης , ῥάβδος ἐν τῇ χειρὶ μειλίνη . Καὶ | ||
τὴν εἰς ὀξὺ λήγουσαν ἀκμὴν τοῦ πυρός . καὶ ὁ πώγων γὰρ εἰς ὀξὺ λήγει , ὥσπερ καὶ ἐν ἑτέρωι |
τις τῶν ἀρχαίων , ἐκμαγεῖον , σκληρὰ μὲν οὖσα καὶ ἀντίτυπος ἀπωθεῖ καὶ ἀποσείεται τοὺς ἐπιφερομένους χαρακτῆρας καὶ ἀσχημάτιστος ἐξ | ||
εἰργασμένος εὔπλαστος μὲν καὶ εὐάγωγος καὶ μὴ σκληρὸς μηδ ' ἀντίτυπος μηδὲ ἀτέραμνος , μηδὲ αὖ μαλακός τε καὶ διαρρέων |
καὶ οὐλὰς ἀπρεπεῖς καὶ ἐρρακωμένα πρόσωπα καὶ σπίλων ἔμπλεα . Λίθος Φρύγιος , ᾧ οἱ βαφεῖς ἐν Φρυγίᾳ χρῶνται , | ||
τροφαῖς εὐπεπτήσεις : ὁ δὲ φορῶν μὴ ἀποτιθέσθω αὐτόν . Λίθος ὀνυχίτης ἕτερος : μέλας τῇ ὄψει δι ' ὅλου |
νοῦς , καθὸ ἐφάπτεται καὶ ᾗ ἐφάπτεται αὐτοῦ καὶ ᾗ ἐξήρτηται , ἅτε παρ ' ἐκείνου ἔχων τὸ νοῦς εἶναι | ||
τοῦτό ἐσμεν ἡμεῖς , οὔτε καθαροὶ τούτου ἡμεῖς , ἀλλὰ ἐξήρτηται καὶ ἐκκρέμαται ἡμῶν , ἡμεῖς δὲ κατὰ τὸ κύριον |
ἢ παρὰ τὸ θέρω θέραξ καὶ ἀναθέραξ , καὶ συγκοπῇ ἄνθραξ . ἄνθραξ δὲ εἴρηται * * * , ὡς | ||
ἄνθραξ , τὸ δὲ φλόξ , τὸ δὲ αὐγή . ἄνθραξ μὲν οὖν ἐστι πῦρ ἐν οὐσίᾳ γεώδει , ὃ |
ἀκανθώδης , βραχυτέρα τῆς ἐν παραδείσοις . Ἄκινος πόα ἐστὶ λεπτόκαρπος , στεφανωτική , παραπλήσιος ὠκίμῳ , δασυτέρα καὶ εὐώδης | ||
ἐν παραθαλασσίοις τόποις : πόα δ ' ἐστὶ λευκή , λεπτόκαρπος , πικρά , ἄφυλλος , θυλάκιον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς |
δὲ κοίλην , πῆχυς μὲν κατὰ τὸν μικρὸν δάκτυλον , κερκὶς δὲ κατὰ τὸν μέγιστον : ἐμβαίνει δὲ τῇ κοιλότητι | ||
ταύτην ὁ βραχίων , καὶ διὰ τοῦτον ἡ πῆχυς καὶ κερκὶς , καὶ διὰ ταύτας ἄκρα χειρῶν . ταῦτα μὲν |
. , . ἀγοστός : ὁ ἀγκών : ὁ ἄγαν ὀστώδης τόπος . παρὰ τὸ συναγωγὴν καὶ ἐπίκαμψιν ἔχειν τῆς | ||
ῥύγχος ὀξύ , τράχηλος λεπτός , ὀφθαλμοὶ μεγάλοι , γλῶσσα ὀστώδης , πρόλοβον δ ' οὐκ ἔχει . Ἀλέξανδρος δ |
οὐσία , ἐνέργεια καὶ χρεία . Ὁ τράχηλος λέγεται καὶ τένων καὶ αὐχήν : καὶ τὸ μὲν ἔμπροσθεν αὐτοῦ κατακλεῖδες | ||
καὶ γέρων γέροντος , καὶ ὡς σθένων σθένοντος οὕτω καὶ τένων τένοντος . Τὰ εἰς ων βαρύτονα προηγουμένου ἀμεταβόλου παρώνυμα |
καὶ ταχὺς μᾶλλον ἤπερ πυκνός . Βραδύς , ἀραιός , ὑπόσομφος , ἀνώμαλος , ἄτακτος : ἐπιτεινομένου δὲ τοῦ πάθους | ||
βαθεῖα καταφορὰ ᾖ , μέγας ἐστὶ καὶ ἀραιὸς καὶ οἷον ὑπόσομφος , τὴν ἐν τῇ πληγῇ σφοδρότητα οὐκ ἔχωνδοκεῖ μὲν |
, καὶ παρέκειτο καὶ τούτῳ [ σπάργανα ] γνωρίσματα : μίτρα διάχρυσος , ὑποδήματα ἐπίχρυσα , περισκελίδες χρυσαῖ . Θεῖον | ||
μοι ; πέπλοι ποδήρεις : ἐπὶ κάραι δ ' ἔσται μίτρα . ἦ καί τι πρὸς τοῖσδ ' ἄλλο προσθήσεις |
ἀξύμφορον . ἡ δ ' ἐφ ' ἕνα ἐπὶ μετώπου ἀβαθὴς τάξις ἐς λεηλασίας ἀνυπόπτους ἐπιτήδειος , ἢ εἴ που | ||
αὖ μηκῦναι τὸ μέτωπον ἐς ὀκτώ , ἔσται οὐ πάντη ἀβαθὴς ἡ φάλαγξ . τὴν δὲ εἰς ὀκτὼ εἰ ἐκτεῖναι |
λαβεῖν ἑφθὸν καὶ τὸ μὲν λεπύριον ἀπορρῖψαι , τῷ δὲ ᾠῷ καταχρήσασθαι . τούτου ἡ δέσποινα ἔτυχεν ἔγκυος οὖσα , | ||
κωλύοι . θρεπτέον δὲ χόνδρῳ ἐκ μελικράτου ἢ ἄρτῳ ἢ ᾠῷ ῥοφητῷ παρὰ μίαν : μετὰ δὲ τὴν πέμπτην καταπλαϲτέον |
συγγενῶν ἐνόντων τῷ πυρί , ὁ δὲ λίθος οὐκ ἔχει κατάξηρος ὤν , διὸ καὶ τὸ ἐκπηδῶν εὐθὺ πεπυρωμένον , | ||
τρίχωσις : τὸ σχῆμα ἐμφαντικόν : τοιαύτη θρὶξ τραχεῖα καὶ κατάξηρος λίαν ἐνδύνει τὸν ἐχῖνον , περὶ αὐτὸν οὖσα καὶ |
ἔστι μὴ εὐλαβεῖσθαι ἀλλὰ καταφρονεῖν καὶ τεθαρρηκέναι . ἀσφόδελος καὶ ἀσφοδελὸς διαφέρει . προπαροξυτόνως μὲν γὰρ τὸ φυτόν : ὀξυτόνως | ||
ὡς ἀνάγκη . . . . ἀσφόδελος τὸ φυτόν , ἀσφοδελὸς δὲ τόπος , ἐν ᾧ ὁ ἀσφόδελος γίνεται . |
δὲ αὐθημερόν . Ἐν τοῖσι καύσοισιν ἢν ἑβδομαίῳ ὕστερον ἐπιγένηται ἴκτερος , δῆλον ἀνίδρωτος : τὸ γὰρ νόσημα οὐ φιλέει | ||
μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐπανθεῖ τοῖς μέλεσι καὶ δυσαλθὴς χροιά , ἴκτερος δὲ ἐπινέμεται παντὶ τῷ προσώπῳ , τηκόμεναι δὲ κατ |
. διαλλακτῆρι δ ' οὐκ ἀμεμφεία φίλοις , οὐδ ' ἐπίχαρις Ἄρης . σιδηρόπληκτοι μὲν ὧδ ' ἔχουσιν σιδηρόπληκτοι δὲ | ||
γελοίῳ τὸν ἔλεγχον . , , , . . σεμνόν ἐπίχαρις ὁ αὐτὸς σεμνότατος ὢν καὶ σπουδαστικώτατος , ὅμως ἐπίχαρις |
προσαγορεύουσι καὶ μετροῦσι τὰ νάματα , καὶ πανήγυρις αὐτοῖς ὁ πῆχυς γίνεται . . . Δεινὸς χρηματιστὴς ἐκ τῆς κατὰ | ||
γενικῆς στάχυος , βότρυος , κέγχρυος πλὴν τῶν δύο τούτων πῆχυς πήχεως , καὶ πέλεκυς πελέκεως . ταῦτα γὰρ μόνα |
τῶν λεπτῶν θάμνων ὑγρότητα . . διὰ θάμνου ἐκριζώθητε . θάμνος εἶδος φυτοῦ . . ἐκθαμνίσητε ] θάμνος κυρίως τὸ | ||
ἤδη γάρ ποτ ' ἐγὼ γενόμην κοῦρός τε κόρη τε θάμνος τ ' οἰωνός τε καὶ ἔξαλος ἔλλοπος ἰχθύς . |
ἓν ὄνομα πολλοῖς , τρωτός , ἄτρωτος , δασύς , λεῖος : τί βούλει ; πνευμάτων πολλῶν φύλαξ . Ἀττελεβόφθαλμος | ||
, θάμνος πηχυαῖος τὸ ὕψος , πολύκλαδος , ἐξ ἄκρου λεῖος , φύλλα ἔχων λεῖα , μεγάλου δακτύλου τὸ πάχος |
τῶν μεγίστων σχεδὸν εἴρηται : λέγω δ ' οἷον ῥίζης καυλοῦ τῶν ἄλλων : αἱ γὰρ δυνάμεις καὶ ὧν χάριν | ||
σμύρνιον . λοβοὺς δέ τινας ἀνίησιν ἐπ ' ἄκρου τοῦ καυλοῦ ἀμυγδάλοις ὁμοίους , ὧν ἀνοιχθέντων εὑρίσκονται ἐρυθροὶ κόκκοι πολλοί |
ὡρίσθη κατὰ τὴν ὑπόστασιν : συνῆπτε δὲ αὐτὸν καὶ ἡ ζωτική , ἀλλὰ κατὰ τὴν δευτέραν διάκρισιν , καθ ' | ||
ἡ τῶν ῥάβδων φύσις καὶ ὅλως οἷον ἀρχή τις αὕτη ζωτική . διὸ καὶ ἐξαιρουμένου καὶ πονήσαντος θνήσκει : ἐπεὶ |
, τὰ δὲ ὑπὸ τὴν γαστέρα κόκκῳ γνησιωτάτῳ καὶ καλλίστῳ προσείκασται , κεφαλὴ δὲ καὶ δέρη λευκὰ ἄμφω . φθέγγεται | ||
αὐτῆς θαλάττης θρέμμα . ἔχει δὲ πτερύγια , καὶ χρυσῷ προσείκασται ὅσα γε ἰδεῖν τὰ παρ ' ἑκάτερα , καὶ |
τὸ σύνολον διοκωχή : διάλειψις , ἀναβολή ʃ γράφεται καὶ διακοπή . παρέμεινε δὲ τὸ μὲν ὕστερον . . . | ||
, ᾧ σκέψασθε τίνων ὑπαρχόντων : „ οὐ γάρ ἐστι διακοπή . ἢ πλαγιασμὸς ἐπάγεται , ὃς ποιεῖ εὐτονίαν , |
ὀστέου , πρινὴ δὲ εἰς ἕλκος ἐκραγῇ τὸ ἀπόστημα , ἀγχίλωψ καλῶ . ποιεῖ καὶ γλαύκιον καὶ κρόκος ἅμα χυλῷ | ||
: πρὶν ἢ δὲ εἰϲ ἕλκοϲ ἐκραγῇ τὸ ἀπόϲτημα , ἀγχίλωψ λέγεται . καλῶϲ οὖν ποιεῖ καὶ γλαύκιον καὶ κρόκοϲ |
οὔ με φαιδρύνει λόγος . ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κροκοβαφὴς σταγών , ἅτε καὶ δορὶ πτωσίμοις ξυνανύτει βίου δύντος αὐγαῖς | ||
. Χάλιξ : τὸ χαλίκιον . Λάταξ : ἡ μεγάλη σταγών . Ἄλξ : ἡ δύναμις . Λύξ : ὁ |
. χηλῆς : ὁπλὴ , χηλὴ καὶ ὄνυξ διαφέρει : ὁπλὴ μὲν λέγεται ἡ στρογγύλη καὶ ἄσχιστος ὄνυξ , οἷον | ||
: σχηλή τις οὖσα . παρὰ τὸ διεσχίσθαι , ὥσπερ ὁπλὴ , ἀντὶ τοῦ ἁπλῇ . Χαραδριός . ὁ ἡδόμενος |
, εἰς ὃ ἔγκειται τὸ ἱερὸν ὀστοῦν , ὅπερ καὶ γλουτὸς καλεῖται καὶ κοτύλη παρὰ τὸ κοῖλον εἶναι . κοτύλαι | ||
ἄρθρου ἐπὶ τῆς κοτύλης ὀχέεται . Ἔξωθέν τε αὖ ὁ γλουτὸς κοῖλος φαίνεται , ἅτε ἔσω ῥεψάσης τῆς κεφαλῆς τοῦ |
προθυμούμενος , βιαζόμενος , προθυμῶν . Λάχνη : τρίχωσις , ἀκανθώδης τρίχωσις : τὸ σχῆμα ἐμφαντικόν : τοιαύτη θρὶξ τραχεῖα | ||
ἐνθαῦτα ὁ Κῦρος , ἦν γάρ τις χῶρος τῆς Περσικῆς ἀκανθώδης ὅσον τε ἐπὶ ὀκτωκαίδεκα σταδίους ἢ εἴκοσι πάντῃ , |
ἄχυρα καὶ χνοῦν , ἐν δὲ Δαναΐσι τῶν χειρῶν ἔργα μνοῦς ἐστιν . τὰ μὲν οὖν τυλεῖα καὶ τὰ κνέφαλλα | ||
ποτὸν , καί μιν ἤν τις ἐπαφήσαιτο , μαλθακὸς ὡς μνοῦς ἐστιν , ἔστι δ ' ὅτε ἀντιτυπεύμενος : ἀερθεὶς |
πούς , εἶτα βακχεῖος , εἰ δὲ βούλεταί τις , δάκτυλος : εἶτα κρητικός : μεθ ' οὕς εἰσι δύο | ||
ὑγροτέρῳ τῷ σκέλει χρῶνται : ὥσπερ ὁ μέγας τῆς χειρὸς δάκτυλος : μάλιστα γὰρ οὗτος ἐκπίπτει φύσει : οἷς μὲν |
, προχωροῦσα ἐπὶ τὰ παρακείμενα πάντα πλησίον , οὐ μόνον ἐπιπόλαιος , ἀλλὰ καὶ διὰ βάθους : αἰμάσσεται δὲ αὐτοῖς | ||
ἐπιπολαιοτέραν τὴν δὲ ἑτέραν πραγματειωδεστέραν . Ἔστιν οὖν ἡ μὲν ἐπιπόλαιος αὕτη : εἰ θεριεῖς πάντως θεριεῖς , καὶ οὐ |
. ἡ δ ' ὅλη μήτρα κατὰ τὸ πλειστοδυναμοῦν ἐστι νευρώδης : σύγκειται γὰρ οὐκ ἐκ νεύρων μόνον , ἀλλὰ | ||
ἀποτικτομένων . ἡ δὲ ὅλη μήτρα κατὰ τὸ πλειστοδυναμοῦν ἐστιν νευρώδης . συγκέκριται γὰρ οὐκ ἐκ νεύρων μόνον , ἀλλὰ |
ἐντεῦθεν : τοῦ ἐγκεφάλου τρεῖς κοιλίας ἔχοντος , ἐμπροσθίαν , ὀπισθίαν καὶ μέσην , ἑπτὰ νεύρων συζυγίαι προέρχονται ἐξ αὐτῶν | ||
: τὰς πλευρὰς οἷόν περ βατίς , τὰν δ ' ὀπισθίαν ἔχησθ ' ἀτενὲς οἷόν περ βάτος , τὰν δὲ |
δὲ εὔκυκλος , ἡ δὲ κυκλικὴ ἐπίδεσις , ἄλλη δὲ σκέπαρνος . στεφανιαία μὲν οὖν ἐστιν ἡ κατὰ τοῦ βρέγματος | ||
: σοφίην παιδεύεται . σκέπαρνος : εἶδός ἐστι δεσμοῦ ὁ σκέπαρνος , ὅταν ὁ ἐπίδεσμος πλάγιος δεθῇ . μαρτυρεῖ δὲ |
ἀπ ' αὐτῶν , ἐπειδὰν κινῆται , βαρὺς ὢν καὶ πληκτικὸς τὴν κεφαλὴν ἐνοχλεῖ : διὰ τοῦτο καὶ τὰς ἐμβάσεις | ||
τῆς μήτρας . ὁ δὲ | οἶνος διὰ τὴν ἀποφορὰν πληκτικὸς καὶ καρώδης οὐ μόνον ἐπὶ τῶν οὕτω τρυφερῶν παίδων |
ἐντελέχεια ἐνδελεχείας : ἐνδελέχεια μὲν γάρ ἐστιν ἡ συνέχεια : ἐντελέχεια δὲ ἡ τελειότης καὶ τὸ εἶδος τοῦ ὑποκειμένου : | ||
ἡ ὄψις καὶ ἡ νόησις , ἀτελὴς δὲ ἡ κίνησις ἐντελέχεια καὶ ἀεὶ τὸ ἄλλο καὶ ἄλλο προσλαμβάνουσα , τόπον |
λευκὰς καὶ ἑτέρας ζώνας ξανθιζούσας . Λίθος πολύζωνος . Οὗτος στιβαρός ἐστι , πυκνός , στερεός , ὑπόχρους , ἔχων | ||
ἢ καὶ ὡς ὑποστρόγγυλος , τὴν δὲ φύσιν τραχύς , στιβαρός , μελανόχροος καὶ πυκνός . Καὶ πάντοθεν δὲ αὐτὸν |
καὶ κορύζας καὶ βράγχους ὀνίνησιν ἔμμηνά τε προτρέπει πινόμενος καὶ προστιθέμενος . Σῦκα ξηρὰ θερμαίνει μετρίως , ἔχει δέ τι | ||
ʂ ηιε / . ἐπὶ τὰς ὑποστάσεις . ἔσται ὁ προστιθέμενος ξδϘζ / . ιβ . Ἀπὸ δύο δοθέντων ἀριθμῶν |
ἡ ὀσμή μου ὡς ὀσμὴ Λιβάνου , καὶ πληθυνθήσεται ὡς κέδροι ἅγιοι ἐξ ἐμοῦ ἕως αἰῶνος , καὶ οἱ κλάδοι | ||
καλάμου φραγμίτου ὁ φλοιὸς καυθείς , κάρω , κασία , κέδροι ἀμφότεραι , κνήκου τὸ σπέρμα , κόνυζα , καὶ |
προσεχεστάτου σημείου τῇ ἠπείρῳ . Ἔφαμεν δέ που κατὰ τὸ Ἀνεμούριον ἄκραν τῆς Τραχείας Κιλικίας ἀντικεῖσθαι τὸ τῶν Κυπρίων ἀκρωτήριον | ||
αὐτῇ αἵδε : Σελινοῦς , Χαραδροῦς πόλις καὶ λιμὴν , Ἀνεμούριον ἄκρα καὶ πόλις , Νάγιδος πόλις [ ἣ ] |
, ἀλλὰ πλαγίας καὶ ἐξ ἐπιπολῆς , γόνασι διειλημμένας , ὑπολεύκους , δριμείας , τῇ δὲ γεύσει καὶ τῇ ὀσμῇ | ||
στενότερα δὲ καὶ λεπτότερα , καὶ μεταξὺ ἀκάνθας ξηράς , ὑπολεύκους , γωνιοειδεῖς , ἀπ ' ἀλλήλων διεστώσας : ἄνθη |
δὲ σφόδρα καὶ ὁ αἰγίλωψ τὴν γῆν , καί ἐστι πολύρριζον καὶ πολυκάλαμον : ἡ δὲ αἶρα παντελῶς ἀπηγριωμένον . | ||
. ταῦτα μὲν οὖν καὶ ὀλιγόρριζα : ὁ δὲ θραύπαλος πολύρριζον . συμβαίνει δὲ τοῖς ἄλλοις τοῖς μὴ κατὰ βάθους |
, καὶ διὰ τοῦτο οὐδὲν τῶν κινουμένων μορίων ἑνὶ κέχρηται μυΐ , ἀλλ ' εἰ μὲν ἄνωθέν τις ἐμφύοιτο , | ||
αὐτοῦ συνεχὲς ἀκριβῶς ἐστι τῷ κατὰ σιμὰ ὠμοπλάτης τοῦ θώρακος μυΐ . ὁ δ ' ἕτερος ὁ πρόσθιος τοῦ τραχήλου |
. Ἀλοηδάρια ἀλύπωϲ καθαίροντα . Ἀλόηϲ # γ ἀγαρικοῦ # βϲ ϲκαμμωνίαϲ # α βδελλίου ⋖ δ κόμμεωϲ ϲκώληκοϲ # | ||
. ἔχει ἡ δόϲιϲ ἰϲίου κερ # ε ἐπιθύμου Γρʹ βϲ ἀγαρικοῦ κερ # βϲ εὐφορβίου κερ # γ . |
, οὐδὲ δόκωσις παρὰ τάς πως διακειμένας δοκούς , οὐδὲ πυγμὴ παρὰ τήν πως ἐσχηματισμένην χεῖρα , οὕτως εἰ οὐδὲν | ||
ἀτελοῦς πυγμῆς συγκείμενος . καὶ δήλη μὲν ἡ πάλη , πυγμὴ δὲ τὸ πρὶν ἐσκευάζετο οὕτως . εἰς στρόφιον ὅ |
ὁ καρπὸϲ λεπτομερεϲτέραϲ πώϲ ἐϲτιν οὐϲίαϲ , ὑπόπικρόν τι καὶ ἀρωματίζον ἐχούϲηϲ . ἐκφράττει τοιγαροῦν καὶ διακαθαίρει μάλιϲτα μὲν τὰ | ||
δὲ τὸ φυτὸν θαμνῶδες , κυτίσῳ ἐοικὸς καὶ τερμίνθῳ , ἀρωματίζον : οὗ τὸν φλοιὸν ἐπισχίσαντες ὑπολαμβάνουσιν ἀγγείοις τὸν ὀπὸν |
μύρτων μελάνων ἀνὰ ⋖ δʹ ᾠοῦ ὀπτοῦ τὸ ἥμισυ τοῦ πυῤῥοῦ : δίδου ἑνώσας ⋖ αʹ μετὰ γλυκέος . Πολλοῦ | ||
ἐξαίρετον τὸ μίγμα , ὡς εἶναι δύο χρωμάτων τοῦ τε πυῤῥοῦ καὶ τοῦ ἐρυθροῦ , ὅθεν καὶ στίλβον αὐτὸ κέκληκεν |
οὐδὲν ὑστερεῖ , πλὴν τῆς νεφέλης καὶ τοῦ ὕδατος ἡ ἄρσις , ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν οὐδὲν ἄλλο ἐστὶ τὸ προσδοκώμενον | ||
εἰσφερομένων ἀντιγράφεται . . . ἀνταρσία : ἡ ἐξ ἐναντίας ἄρσις . . . ἀντιλαχεῖν : τὸ δίκην ἐπὶ διαιτητοῦ |
ἐπὶ τῶν ἄλλων τίθεσθαι , καὶ προσείληπτο τῇ διώστρᾳ σεσιδηρωμένα λεπίσιν τὰ ἄκρα περόνῃ κεφαλωτῇ , ἥτις ἐν τῷ περονίῳ | ||
ἐστιν , ἔνθα κἀκεῖσε μελαίναις φολίδεσι κατάστικτος , καὶ ὥσπερ λεπίσιν ὑπὸ τῆς ξηρασίας πεποικιλμένη . [ Καὶ γάρ ἐστι |
δὲ ἀπὸ τοῦ προτέρου τῶν κύκλων ἐπὶ τὸν δεύτερόν ἐστιν ὀργυιά : κατασκευὴ δὲ πύργων ἢ ἐπάλξεων ἢ εἴ τι | ||
Μήκους μὲν γὰρ μέτρον παρέχεται πλέον ἢ ὅσον ἔχειν μέτρον ὀργυιά τῳ δοκεῖ . Τὸ δὲ δὴ πάχος , τῷ |
τὸ εἶναι , οὗ καὶ νοουμένη ἀχώριστος , ὡς δὲ κοιλότης κεχωρισμένη καὶ οὐδὲν δεῖ τῷ νῷ προσεπινοεῖν τὸ ὑποκείμενον | ||
. καὶ ἡ γαστὴρ αὐτή . καὶ ἡ τῶν ἑλκῶν κοιλότης . κράδης : οἱ μὲν τὰ τῆς συκῆς φύλλα |
συγκεχωρήσθω γε ἡ τἀνθρώπου καὶ τῶν αἰσθήσεων καὶ τῆς διανοίας ὑπόστασις εἰς τὸ προβαίνειν τὴν τῶν δογματικῶν ἀξίωσιν . ἀλλ | ||
: καὶ γὰρ ἄλλο τῷ ἐνύλῳ εἴδει φέρε εἰπεῖν ἡ ὑπόστασις , ἄλλο τῷ αἰσθητῷ εἶναι : καὶ ἔστιν αὐτοῦ |
, καὶ εἰσὶν αὐτοῦ χροιαὶ δύο , ἣ μὲν τῷ ῥόδῳ ἐοικυῖα : ἐκ τούτου δὲ ὁ πλεκόμενος στέφανος κυρίως | ||
, ἴον καὶ νάρκισσος καὶ ῥόδον . μία μὲν τῷ ῥόδῳ καὶ τῷ ναρκίσσῳ ἡ κάλυξ ὅσον εἰς περιγραφήν , |
οἴκοι διορθουμένους ἔπεμψεν ἐπιστολὴν ἀπ ' Ὀλυμπίας βραχυτέραν τῆς Λακωνικῆς σκυτάλης . ἔστι δὲ ἥδε : ” Ἀπολλώνιος ἐφόροις χαίρειν | ||
ξανάα : τὰ ναρκώματα ὑπὸ τοῦ κρύους γινόμενα . περὶ σκυτάλης * σκυτάλην : ὄφις ἐστίν * ἀμφισβαίνῃ : τῇ |
φησί , εὔχυλος , πολύχυλος , γλίσχρος , δυσφθαρτός , πολύτροφος , οὐρητικός . τὰ δὲ πρὸς τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ | ||
τε πουλύπουν ἰχθῦς θ ' ἁδρούς . ἡ δὲ πηλαμὺς πολύτροφος μέν ἐστι καὶ βαρεῖα , οὐρητικὴ δὲ καὶ δύσπεπτος |
βέλους δ ' αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῦνται . στεφάνη δὲ εἶδος ἂν εἴη περικεφαλαίας , ὥσπερ καὶ κέρως | ||
καὶ τὴν ἄτοκον : “ βοῦν ἥτις ἀρίστη . ” στεφάνη ἐπὶ μὲν τῆς κυκλοτεροῦς καταφορᾶς “ ὅντε κατὰ στεφάνης |
καὶ τὸν ὅλον ὄγκον σείσωσιν ἐκ ταύτης , ὁ μὲν σαρκώδης τόπος ἅπας ἐκπίπτει θρυπτόμενος διὰ τὴν εἰρημένην θερμασίαν : | ||
, καλεῖται δὲ χύμωσις ἡ ἐπὶ τῷ κερατοειδεῖ ἐρυθρὰ καὶ σαρκώδης φλεγμονὴ , σάρκας μυῶν ἐπιμελῶς λεάνας , καὶ προσβαλὼν |
ὁμοίωϲ ἐϲτίν . Περὶ μαλακίων . Μαλάκια καλεῖται τὰ μήτε λεπίδαϲ ἔχοντα μήτε τραχὺ μήτε ὀϲτρακῶδεϲ τὸ δέρμα , ἀλλὰ | ||
ἀναλάμβανε τῷ αἵματι καὶ τῇ χολῇ , καὶ ἀνάπλαϲϲε ὡϲ λεπίδαϲ ὀψαρίου , χρῶ δὲ ἐκ ῥιζῶν τίλλων τὰϲ τρίχαϲ |
καὶ ὁ τοῦ βαλσάμου παράδεισος : ἔστι δὲ τὸ φυτὸν θαμνῶδες , κυτίσῳ ἐοικὸς καὶ τερμίνθῳ , ἀρωματίζον : οὗ | ||
μὲν τῆς Ἴδης περὶ τὰς Φαλάκρας καλουμένας : ἔστι δὲ θαμνῶδες ῥαβδίοις μικροῖς : τείνονται δὲ οἱ κλῶνες ὡς πυγωνιαῖοι |
μηδ ' ὅλως παρατιθεμένου τῇ μήτρᾳ ἢ καθάπερ ἐξ ἀψύχου κύτους [ οὐκ ] ἀποδιδομένου παραυτίκα , ποτὲ δὲ κατὰ | ||
λέγομεν ; Δῆλον ὡς αὐτῆς μὲν τῆς πόλεως οὔσης τοῦ κύτους , τῶν δὲ φυλάκων τοὺς μὲν νέους οἷον ἐν |
εἰς τὰς μελέτας τὸ εἰλίσσετε οὕτως : καὶ εἰλίσσετε μελέτας κερκίδος ἀοιδοῦ : τουτέστιν , ὥσπερ αἱ ὑφάντριαι διὰ τῶν | ||
καὶ διὰ τοῦτο ἑκάτερος αὐτῶν ἐκεῖνο τὸ μέρος κινεῖ τῆς κερκίδος εἰς ὃ καταπέφυκεν : ἀμφοτέρων δ ' ἐνεργησάντων ὁμοῦ |
' ἔϲτιν ὦϲιϲ καὶ οἷον κάμψιϲ ἐπὶ τὰ ἔνδον τοῦ κρανίου κοιλαινομένου χωρὶϲ τοῦ λυθῆναι τὴν ϲυνέχειαν , καθάπερ ἐπὶ | ||
ἐγκέφαλοϲ . τὸ δὲ τῶν ὀϲμῶν αἰϲθητήριον ἔνδον ἐγένετο τοῦ κρανίου ἐν ταῖϲ τοῦ ἐγκεφάλου προϲθίοιϲ κοιλίαιϲ ἀτμῶδέϲ τι πνεῦμα |
ἀνθινή , καὶ φοινικοῦν ἱμάτιον , καὶ χορταῖος , χιτὼν δασύς , ὃν οἱ Σειληνοὶ φοροῦσιν . κωμικὴ δὲ ἐσθὴς | ||
λάλος , ἓν ὄνομα πολλοῖς , τρωτός , ἄτρωτος , δασύς , λεῖος : τί βούλει ; πνευμάτων πολλῶν φύλαξ |
, ζήλῳ δὲ Εὐριπίδου † † , τοῖς δὲ μέλεσι λεπτότερος . ἐδίδαξε δὲ πρῶτος ἐπὶ ἄρχοντος Διοτίμου διὰ Καλλιστράτου | ||
ἀπούρησις μετὰ τὴν ἀπότεξιν γίνεται . διὰ τοῦτο μέντοι καὶ λεπτότερος ὁ ὑμὴν ἐκ τῶν κάτωθεν μερῶν ἐστιν , διὰ |
κατὰ συστολὴν τοῦ ω εἰς ο καὶ πλεονασμῷ τοῦ λ σόλος . παρὰ τὸ ὅλον σεύεσθαι ὡς στρογγύλον . οὕτω | ||
οὕτως μεταφράζει : σμῶδιξ τὸ ἀπὸ τῆς πληγῆς οἴδημα . σόλος Ψ . . . . , : σόλος : |