| ψυχῆς τὸ κινεῖν ὑπολαμβάνουσι καὶ ὅσοι τὴν ψυχὴν τῷ αὐτοκινήτῳ χαρακτηρίζουσιν : ἐοίκασι γὰρ ἅπαντες οὗτοι πεπιστευκέναι τὴν κίνησιν οἰκειότατον | ||
| ὥσπερ οὖν τοῖς γράφουσι τὰς εἰκόνας καὶ τὸ δοθὲν παράδειγμα χαρακτηρίζουσιν ἐπιτείνει τὴν περὶ τὸ πρόσωπον ὁμοιότητα μικρά τινα τῶν |
| καὶ ῥιπτασμοί , ἀναισθησίαι τε καὶ ἔμετοι , καὶ ὀφθαλμῶν κοιλότητες , καὶ μετρίως κεχηνὸς στόμα καὶ ἄλλα τοιαῦτα , | ||
| τὰ πλατέα τῶν γομφίων , ὁλμίσκοι δὲ καὶ φάτναι αἱ κοιλότητες τῶν γνάθων , εἰς ἃς ἐμπεπήγασιν οἱ ὀδόντες . |
| τὸ λαμπρόν : ὑαλόεν τὸ διαφανές : ὑαλίης εἰκαῖος , βλοσυρός : Ὕης Ζεὺς , ὄμβριος : υἱός . Ἡ | ||
| φλίβω θλίβω , οὕτως φλιμάζω βλιμάζω . . . . βλοσυρός : καταπληκτικός : παρὰ τὸ βλέπειν . καὶ † |
| ] βαρυνομένων . βριθομένων ] βαρουμένων τοῖς ἐφεστῶσιν . θ χνόαι δέ εἰσι τὰ ἀκροξόνια περὶ ἃ αἱ χοινικίδες , | ||
| , χλόη . τὸ δὲ πνοὴ οὐκ ἔχει δασύ . χνόαι ] αἱ ὀπαί . χνόαι ] αἱ σύριγγες . |
| : σχετλιαστικόν , ὡς θλιβομένων τῶν πεπεδημένων : ὅτι αἱ χοινικίδες πέδαι τινές εἰσι : χοῖνιξ δὲ πᾶν περιφερὲς καὶ | ||
| ὅτι ] ἀντὶ μιᾶς . σύριγγες ] ἄξονες , αἱ χοινικίδες περὶ ἃς ἑλίσσονται οἱ τροχοί . σύριγγες ] περιφραστικῶς |
| πίτταν διαπέμπων εἰς Ἐπίδαυρον . καλοῦνται δὲ ἀσκώματα καὶ οἱ γνάθοι ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν χαλκευτικῶν ἀσκωμάτων , ἅ εἰσι φῦσαι | ||
| πίνειν λευκόν . Τῇ Ἀσπασίου ὀδόντος δεινὸν ἄλγημα : καὶ γνάθοι ἐπήρθησαν : καστόριον δὲ καὶ πέπερι διακλυζομένη , ὠφελέετο |
| τὴν φάρυγγα καὶ τὸν λάρυγγα μυῶν τοῖς μὲν ἀμυδραί τινες ἀπονευρώσεις , τοῖς δ ' οὐδ ' ὅλως εἰσίν . | ||
| κατὰ τὰς τοῦ σπλάγχνου οὐσιώδεις διαφοράς , καὶ ἔτι τὰς ἀπονευρώσεις ἢ ἀποφύσεις φαίνεται , ἢ δηλονότι τὸ δεύτερον μᾶλλον |
| , καὶ αἱ τοῦ πολύποδος ἐν ταῖς πλεκτάναις ἐπιφύσεις παραγώγως κοτυληδόνες . καὶ τὰ κύμβαλα δὲ παρ ' Αἰσχύλῳ κοτύλαι | ||
| ἐν μιᾷ τῶν πλεκτανῶν , ἐν ᾗ αἱ δύο μεγάλαι κοτυληδόνες εἰσίν . εἶναι δὲ τοῦτο νευρῶδες μέχρι εἰς μέσην |
| ἐμοῦ τακομένας μᾶλλον ἐπεμβάσῃ . Οἶδα γὰρ ἄνακτ ' Ἀμφιάρεων χρυσοδέτοις ἕρ - κεσι κρυφθέντα γυναικῶν : καὶ νῦν ὑπὸ | ||
| καὶ Εὐριπίδης σφυρῶν σιδηρᾶ κέντρα εἰπών , ἐν ἄλλοις φησὶ χρυσοδέτοις περόναις . τὰ τοιαῦτα δὲ κυρίως οὐ λέγεται , |
| δι ' ἔρωτα πάσχουσι . γίνεται δὲ παρὰ τὸ τὰ κύλα οἰδαίνειν , ἤγουν τὰ ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς μεταθέσει τοῦ | ||
| ὀφθαλμούς . συμβαίνει γὰρ τοῖς ἀγρυπνοῦσιν ὡς ἐπίπαν οἰδαίνειν τὰ κύλα : ὅπερ οἱ πολλοὶ ἀναγκαίως δι ' ἔρωτα πάσχουσι |
| λέγει . τὰ δὲ ἐν μέρει τούτων προείρηται . καὶ ἔριθοι δὲ καὶ τρυγήτριαι καὶ καλαμητρίδες καὶ ποάστριαι καὶ φρυγανίστριαι | ||
| , νεαρὲ κόρε νεβροχίτων Τὸν στυγνὸν Μελανίππου φόνον αἱ πατροφόνων ἔριθοι Χαῖρε ἄναξ Ἕκατε , ζαθέας μάκαρ ἥβας Πρόσθε μὲν |
| , λῃστῶν ἐπαχθέντων Μάγνου καὶ Βουβάλου , οἳ καὶ ἤδη δέδενται ληφθέντες . “ Ἀλλὰ καὶ βαρβάροις πολλάκις ἔχρησεν , | ||
| ἀμείψηται φάος . πέλας δὲ πῶλοι Θρηικίων ἐξ ἁρμάτων λευκαὶ δέδενται , διαπρεπεῖς ἐν εὐφρόνηι : στίλβουσι δ ' ὥστε |
| ἓν οἷον ἔξω φαίνεται , πρὸς δὲ αὐτὴν οἱ ὀπίσθιοι τένοντες τείνουσιν . Κνήμης δὲ δύο , ἄνωθεν καὶ κάτωθεν | ||
| ἀμφιλαφοῦς γὰρ οὔσης αὐτῆς καὶ οἷον χρυσῆς τὸ μὲν οἱ τένοντες ἐφέλκονται , τὸ δ ' ὑπὸ τῶν ὤτων κρίνεται |
| γυμναί : ὅτι δεῖ δωρεὰν * * εὐεργετεῖν . Ἀκόνην σιτίζεις : ἐπὶ τῶν † τρεφομένων καὶ οὐκ * * | ||
| ψεύδεσθαι : τοιοῦτοι γὰρ οἱ Κρῆτες . Καθάπερ αἱ τίτθαι σιτίζεις κακῶς . Κατόπιν ἑορτῆς ἥκεις : ἐπὶ τῶν καλοῦ |
| . αἵ τ ' ἐπ ' ἀρσένων : * αἱ φῶκαί τε αἱ θουρῶσαι καὶ ἐρωτικῶς ὁρμῶσαι ἐπὶ τὰ λέκτρα | ||
| τε πετρηγενέες τε μυίσκοι καὶ γυροὶ δελφῖνες ἀεὶ ναύτῃσιν ἑταῖροι φῶκαί τε κριοί τε καὶ αἰόλα κήτεα πόντου : ὧν |
| τὰ σκουτάρια αὐτῶν καὶ ἀναπαύοντες εἰς τὰ βούκουλα τῶν ἔμπροσθεν σκέπουσι τὰ στήθη καὶ τὰς ὄψεις αὐτῶν καὶ οὕτως συμβάλλουσιν | ||
| . τινὲς δὲ ἐν τοῖς θερμοτέροις καὶ ξηροτέροις τόποις καὶ σκέπουσι τὸν καρπὸν φρυγάνοις καὶ ἀκάνθαις , οὐκ ἀρκούντων τῶν |
| σίλλυβα οἱ παλαιοὶ καλοῦσιν . καὶ αὐτοὶ δ ' οἱ κροσσοὶ δοκοῖεν ἂν ὠνομάσθαι , Ἀραρότος εἰπόντος ἐν Καινεῖ παρθένος | ||
| πτεροῖς , πλεκτάναις ἀντὶ δελέατος , πλοκάμοις , κυρίως οἱ κροσσοὶ , ταῖς πλοκαμίσι τῆς τευθίδος : κέχρηνται γὰρ αὐτῆς |
| , ἀναχωρήσασαν δὲ μετ ' οὐ πολὺ ὑποστρέψαι καὶ τῆι παλιρροίαι κατακλύσαι τὴν νῆσον , καὶ γενέσθαι σβέσιν τοῦ ἐν | ||
| , ἀναχωρήσασαν δὲ μετ ' οὐ πολὺ ὑποστρέψαι καὶ τῆι παλιρροίαι κατακλύσαι τὴν νῆσον , καὶ γενέσθαι σβέσιν τοῦ ἐν |
| ἐχρῶντο πρότερον πρὸ τῶν ψήφων : εἰσὶ δέ τινες κόγχαι θαλάσσιαι . “ σπονδῶν ” δέ , τῶν τῆς εἰρήνης | ||
| ὑπενήχετο ταῖς πέτραις τοὺς ἐσβληθέντας ἁρπάζειν : εἰσὶ δὲ αἱ θαλάσσιαι πλὴν μεγέθους καὶ ποδῶν ὅμοιαι ταῖς χερσαίαις , πόδας |
| τὰ μὲν βαρύνεται : Σύρτις , τὰ δὲ ὀξύνεται : ῥυτίς κυρτίς . Τὰ εἰς δύο ΤΤ σπάνια ὄντα τὰ | ||
| καρδάμῃ . φαρκιδῶδες : ῥυτιδῶδες . φαρκὶς γὰρ λέγεται ἡ ῥυτίς . ψώρας ἐλαίης : τῆς μὴ πεπείρου , ἀλλὰ |
| αὖθιϲ ἀναϲτομουμένου . καὶ ποτὲ μὲν εἰϲ ὀϲτοῦν αἱ ϲύριγγεϲ ἀποπερατοῦνται , ποτὲ δὲ εἰϲ νεῦρον ἢ ἄλλο τι τῶν | ||
| οὐ μόνον δὲ τῶν ὀστῶν αἱ ἀποπερατώσεις εἰς λεπτὰ ὀστάρια ἀποπερατοῦνται , ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ὁμοιομερῶν , οἷον νεύρων |
| πτωχεύεσκ ' Ἰθάκης . † ναι πλημμυρίδες τῶν ποταμῶν , πλῆμναι δὲ μετὰ τοῦ ν αἱ τῶν τροχῶν σύριγγες . | ||
| αὐτὰρ ὕπερθε χάλκε ' ἐπίσσωτρα προσαρηρότα , θαῦμα ἰδέσθαι : πλῆμναι δ ' ἀργύρου εἰσὶ περίδρομοι ἀμφοτέρωθεν : δίφρος δὲ |
| , οἷς ἐρυθριῶμεν . ἀπὸ δὲ τῶν μήλων αἱ καλούμεναι παρειαὶ καὶ σιαγόνες καὶ γνάθοι , ὧν αἱ γένυες ἀπολήγουσιν | ||
| προσωνόμασεν ἐν τῷ Πολιτικῷ τῶν δ ' αὖ γενειώντων αἱ παρειαὶ λεαινόμεναι πάλιν ἐπὶ τὴν παρελθοῦσαν ὥραν ἕκασται καθίστανται . |
| . Τὸ φυσῶδες ξυναίτιον τοῖσι πτερυγώδεσι . καὶ γάρ εἰσι φυσώδεες . Λέγει αἴτιον τοῦ πτερυγώδους . ἀλλὰ πολλὰ βιβλία | ||
| . Ὠχροὶ δὲ καὶ δόλιχοι διαχωρητικώτεροι τουτέων , ἧσσον δὲ φυσώδεες , τρόφιμοι δέ . Ἐρέβινθοι λευκοὶ διαχωρέουσι καὶ οὐρέονται |
| χρῆν ἀναγινώσκειν ὡς ἀξιοῖ ὁ Ἀσκαλωνίτης . τροχοὶ ὀξυτόνως καὶ τρόχοι βαρυτόνως διαφέρουσι παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς , φησὶ Τρύφων ἐν | ||
| τὸ παιδίον . τρόχοι βαρυτόνως καὶ τροχοὶ ὀξυτόνως διαφέρει . τρόχοι μὲν βαρυτόνως τοὺς δρόμους : Εὐριπίδης : ὁρῶ μὲν |
| πολυποδίου δασεῖα καὶ ἔχουσα κοτυληδόνας , ὥσπερ αἱ τοῦ πολύποδος πλεκτάναι . καθαίρει δὲ κάτω : κἂν περιάψηταί τις οὔ | ||
| , κόγχαι , κτένες , τευθίδες . πολυπόδεια κρέα ἢ πλεκτάναι , σηπίαι σηπιδάρια . ἐχῖνοι θαλάττιοι : ἔνιοι δὲ |
| τῶν ἐνύδρων , ῥυπαρομέλαινα τὴν χροιὰν καὶ ῥύγχος ὀξὺ ἔχει σκέπον τε τὰ ὄμματα , τὰ δὲ πολλὰ καταδύεται . | ||
| σκέποντος τὴν βάλανον δέρματος ὡς μηκέτι ἀποσύρειν δύνασθαι . τὸ σκέπον δὲ τὴν βάλανον ποσθὴ ἢ ἀκροποσθία καλεῖται . υιεʹ |
| πρέπον . πάντας ] ἡμᾶς . ἔτι ὁ χορὸς . βαθύζωνοι αἱ Περσίδες διὰ τὸ κροσσωτὰς ζώνας ἔχειν . αὕτη | ||
| φησιν : ὦ χαῖρε βασίλισσα τῶν Περσίδων τῶν βαθυζώνων . βαθύζωνοι δὲ αἱ Περσίδες διὰ τὸ κροσσωτὰς ζώνας ἔχειν . |
| βάρη της γαστρὸς καὶ τῶν ἐντέρων , ἔτι τε οἱ βορβορυγμοὶ καὶ οἱ νυγμοὶ τῶν ἐντέρων διαΐσσοντες . Αἱ δὲ | ||
| γὰρ ἄρχεται τὰ κατὰ τὴν γαϲτέρα ϲυμπτώματα , οἷον ἐμπνευματώϲειϲ βορβορυγμοὶ ἐρυγαὶ [ ὀρέξειϲ ] ὀξώδειϲ καὶ βρομώδειϲ καὶ τὸ |
| ἔστιν αἳ ἀπολλύουσιν , καὶ τὰ νέρθεν τῶν ποδῶν αὐταῖς ῥήγνυνται . εἰ δὲ εὐψυχότεραι εἶεν , καὶ θραύοιεν ἂν | ||
| ἐὰν ᾖ νότια καὶ εὐδιεινά : ἐὰν δὲ ἐπιλάβῃ καύματα ῥήγνυνται . Περὶ δὲ Τάραντα προφαίνουσι μὲν ἀεὶ πολὺν καρπόν |
| , ὦτα ψυχρὰ καὶ συνεσταλμένα καὶ οἱ λοβοὶ τῶν ὤτων ἀπεστραμμένοι [ . . ] : ὅτι κακά εἰσι καὶ | ||
| τὸν πύργον . τούτων τὸ πρόσωπον οὐκ εἶδον , ὅτι ἀπεστραμμένοι ἦσαν . ὑπάγουσαν δὲ αὐτὴν ἠρώτων ἵνα μοι ἀποκαλύψῃ |
| προμήκειϲ καὶ κοῖλαι , τὴν ἀρχὴν μὲν ἐκ τῶν ἐμπροϲθίων ἔχουϲαι κοιλιῶν , καθήκουϲαι δὲ κατ ' ἐκεῖνο τοῦ κρανίου | ||
| τοιούτων φαρμάκων . μᾶλλον δὲ βλάπτονται αἱ ψυχροτέραν τὴν κρᾶϲιν ἔχουϲαι . ἄνευ δὲ τῆϲ τῶν ϲτυφόντων βλάβηϲ , ὅϲαι |
| γυναικῶν οἱ ἄνδρες ἐνδύονται [ καὶ ] περικαλυψάμενοι προϊούσης ἑσπέρας ἐξίασι , τὰς δὲ τῶν ἀνδρῶν αἱ γυναῖκες λαβοῦσαι ὑπομένουσιν | ||
| Ἀθηναίοις ἀμυνοῦντες ἀφίκοντο μὲν ὁ Αἰγυπτίων ὁμοῦ Πατρόκλῳ στόλος , ἐξίασι δὲ καὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι πανδημεί , τὸν βασιλέα ἡγεῖσθαί |
| ω εἰς α . καὶ ἀκρίδες : ἀκρίδες λέγονται τὰ πωλία τὰ καθήμενα εἰς τὰ ἄκρα τῶν δένδρων καταχρηστικῶς : | ||
| οὖν εἰκοστῇ ἡμέρᾳ περιαιρῶν τὸ κέλυφος , καὶ ψωμίσας τὰ πωλία ἔμβαλε εἰς κόφινον ἔχοντα ὀρνίθων πτερά . τῇ δὲ |
| αἱ πλημμυρίδες τῶν ποταμῶν , πλῆμναι δὲ αἱ τῶν τροχῶν σύριγγες . πλῆθος καὶ ὄχλος διαφέρει . πλῆθος μὲν γάρ | ||
| . ‖ χνόαι : αἱ χοινικίδες , αἱ τοῦ ἄξονος σύριγγες . ‖ χνόην : τὸν τῶν ποδῶν ψόφον . |
| νόει , ἐπεὶ καὶ αὐτὰ μέσον εἰσὶ τῶν βοῶν . μεσάβων : τὰ μέσαβα τῶν μεσάβων : λέγονται δὲ αἱ | ||
| φησι , πασσαλίσκον ἑλκέτω ὁ μέσος τῶν βοῶν λῶρος . μεσάβων : ὁ πρὸς τὸν ζυγὸν πλατὺς ἱμὰς ὃς εἰς |
| . ἐπῄνουν δὲ τῶν θύννων καὶ τὰς κλεῖδας καλουμένας : κλεῖδες μὲν ὀπταὶ δύο παρεσκευασμέναι : αἷς τὰς θύρας κλείουσι | ||
| τραχήλῳ παρασφαγίς , ὅτι τὸ κοῖλον , ᾗ διεστᾶσιν αἱ κλεῖδες , καλεῖται σφαγή , ὑπ ' ἐνίων δὲ καὶ |
| ἐπὶ τῶν ἄλλων τίθεσθαι , καὶ προσείληπτο τῇ διώστρᾳ σεσιδηρωμένα λεπίσιν τὰ ἄκρα περόνῃ κεφαλωτῇ , ἥτις ἐν τῷ περονίῳ | ||
| ἐστιν , ἔνθα κἀκεῖσε μελαίναις φολίδεσι κατάστικτος , καὶ ὥσπερ λεπίσιν ὑπὸ τῆς ξηρασίας πεποικιλμένη . [ Καὶ γάρ ἐστι |
| : λογικαὶ δὴ καὶ αἱ περὶ τὸ ἄλογον ψυχῆς μέρος συνιστάμεναι , οἷον ἀνδρία καὶ σωφροσύνη , περὶ μὲν τὸ | ||
| πιπτουσῶν ἐν τῷ πηγῶν ἢ λιμνῶν ὕδατι πομφόλυγες ἤτοι φύσκαι συνιστάμεναι , αὐτίκα διαφθειρόμεναι ἦχον ἀποτελοῦσί τινα . 〛 πομφόλυγές |
| ἐπινηχομένων τῷ χύματι . Ἐπινήχονται τοίνυν τῇ τῶν οὔρων ἐπιφανείᾳ πομφόλυγες , αἳ δὴ καὶ λάμπαι λέγονται καί τινα συντήγματα | ||
| ἀκτὶς τοῦ ἡλίου , καὶ τὸ νέφος , καὶ αἱ πομφόλυγες , αἱ ἐκ τοῦ ὑετοῦ γινόμεναι : καὶ εἰ |
| . . . . . . με κα αἱ δὲ συναφαὶ τῶν δύο θέσεων . μβ κε καὶ τὸ καλούμενον | ||
| τὸ ἀλλήλων ἐφάπτεσθαι , κρέα , αἱ τῶν μελῶν κυρίως συναφαὶ καλοῦνται ἅψεα παρὰ τὸ ἅπτεσθαι ἀλλήλων . δαιτρεύουσιν : |
| κολλύριον ἀντὶ κόμμεως ἀμμωνιακῷ ἀναληφθέν . ἀφαιροῦνται δ ' οἱ ἧλοι πλείονι χρόνῳ , κἂν τὸ ὑπερέχον τοῦ ἥλου συνεχῶς | ||
| ' ἄρ ' ὤμοισιν βάλετο ξίφος : ἐν δέ οἱ ἧλοι χρύσειοι πάμφαινον , ἀτὰρ περὶ κουλεὸν ἦεν ἀργύρεον χρυσέοισιν |
| σώζεται , ὁ δὲ σκίγκος ἀπόλλυται . ὅτι αἱ αὐτῶν φολίδες εἰς τὸ ἐναντίον φύουσιν . κεφ . μθʹ . | ||
| ἐναπομείνωσιν . μοῦναιν : αἰολικὸν , ἰωνικόν . κοτυληδόνες : φολίδες , πλόκαμοι , πλεκτάναι , τὰ καρφία , αἱ |
| πληγὰς τὰς μὲν ὑπὸ χερμάδων , τὰς δ ' ὑπὸ σαυνίων , τὰς δ ' ὑπὸ μαχαιρῶν , καὶ ὁ | ||
| σώμασι , τινὲς δὲ κεφαλὰς ἐπὶ τῶν γαίσων καὶ τῶν σαυνίων ἀναπείροντες ἔφερον . ὅσας δὲ τῶν γυναικῶν μετὰ τέκνων |
| ἐκτρέφων , πρὸς οἷς αἱ θύνναι τεκοῦσαι τὴν αὑτῶν γονὴν κατεσθίουσιν . Τά γε μὴν διαφυγόντα τῶν ᾠῶν τὰς πηλαμύδας | ||
| τῶν ἐν ταῖς ὁδοῖς τιθεμένων ἀπαρχῶν , ἃς οἱ ὁδοιπόροι κατεσθίουσιν . στλεγγίδα . στλεγγὶς ξύστρα : τὸ πάλαι δὲ |
| τοῖς γεωργικοῖς προσέθεμεν καὶ τὰ μελιττουργικά , ἰστέον ὡς αἱ ὀπαὶ καὶ αἱ καταδύσεις τῶν μελιττῶν καλοῦνται κύτταροι , οἱ | ||
| , ἤτοι τὰ ἅρματα περιφραστικῶς . θ χνόαι ] αἱ ὀπαὶ τῶν τροχῶν ἃς καὶ χοινικίδες καλοῦσιν . ἡμέτερον : |
| μάλιστα τοῖς βρέφεσιν ἐπιγινόμεναι . τούτων αἱ μὲν ὑπόλευκοι , μετριώτεραι τῶν ἄλλων , χείρους δὲ αἱ ὑπέρυθροι : αἱ | ||
| κητώδειϲ τῶν ἰχθύων , ἐξ ὧν εἰϲιν οἱ θύννοι , μετριώτεραι δὲ αὐτῶν αἱ πηλαμίδεϲ . ἱκανῶϲ δὲ παχύχυμα τά |
| τῇ μητρί : οἱ γὰρ μαζοὶ ἀείρονται , καὶ αἱ θηλαὶ ὀργῶσι : τὸ δὲ γάλα οὐ χωρέει : καὶ | ||
| μικροὶ ὀλίγον παρέχουϲι τὸ γάλα . καὶ αἱ μὲν μεγάλαι θηλαὶ θλίβουϲι τὰ οὖλα καὶ κωλύουϲι τὴν γλῶτταν ϲυνεργεῖν τῇ |
| μετενεγκάμενος , ὡς ἐγὼ πείθομαι . ὅσα μὲν γὰρ αἱ κανηφόροι καὶ ἀρρηφόροι λεγόμεναι λειτουργοῦσιν ἐπὶ τῶν Ἑλληνικῶν ἱερῶν , | ||
| Εὐπόλιδι ἐν Κόλαξι . πορφυρῶν περιβολαίων . χρυσοφοροῦσι γὰρ αἱ κανηφόροι . εὖ ἐσφραγίσθαι ὅσα εὑρίσκει ἔνδον . ῥύπους : |
| νῆες μέχρι μὲν τῶν ὁλκάδων ἐπεδίωκον : ἔπειτα αὐτοὺς αἱ κεραῖαι ὑπὲρ τῶν ἔσπλων αἱ ἀπὸ τῶν ὁλκάδων δελφινοφόροι ἠρμέναι | ||
| κράτος ἐναυμάχησαν , ἀλλὰ κατὰ κράτος ἐνίκησαν ἔπειτα αὐτοὺς αἱ κεραῖαι . . . : ἐκ τῶν κεραιῶν δελφῖνες ἦσαν |
| γὰρ ἀγριότητα ἐμφαίνει : γίνονται δέ , φησί , καὶ σφίγγες καὶ κυνοκέφαλοι καὶ κῆβοι λέοντος μὲν πρόσωπον ἔχοντες τὸ | ||
| . κεφ . νβʹ . περὶ σφιγγός . ὅτι αἱ σφίγγες ταχεῖαί εἰσιν ὡς ἐπὶ ὀρνέων . ὅτι τὸν οἶνον |
| μὲν ἀγένητοι αἱ δὲ ἐν γενέσει , καὶ αἱ μὲν ἄψυχοι αἱ δὲ ἔμψυχοι , καὶ τούτων ἑκατέρων πλείους διαφοραί | ||
| τάχα καὶ ἀποθανούμεθα φυγάδες ἀκμὴν μένοντες . ἦ μάλα γὰρ ἄψυχοι ἐμαχόμεθ ' ἂν τοῖς πολεμίοις , εἰ ταῦτά τις |
| Φάτνης καὶ τῶν ὁμοίων , ἐπὰν αἰθρίας οὔσης αἱ συστάσεις ἀμαυραὶ καὶ ὥσπερ ἀφανεῖς ἢ πεπαχυμέναι θεωρῶνται , φορᾶς ὑδάτων | ||
| τῆς Φάτνης καὶ τῶν ὁμοίων ἐπὰν αἰθρίας οὔσης αἱ συστάσεις ἀμαυραὶ καὶ ὥσπερ ἀφανεῖς πεπαχυμέναι θεωρῶνται , φορᾶς ὑδάτων εἰσὶ |
| υἱὸς ἵκηται , ὃν δὴ νῦν Χείρωνος ἐν ἤθεσι Κενταύροιο νηιάδες κομέουσι τεοῦ λίπτοντα γάλακτος , χρειώ μιν κούρης πόσιν | ||
| καὶ τὰ μὲν ἀθρόα πάντα δόμων ἐκ λύματ ' ἔνεικαν νηιάδες πρόπολοι , ταί οἱ πόρσυνον ἕκαστα : ἡ δ |
| . δηλοῖ δὲ καὶ τὸ συνεχές , οἷον „ ἀζηχὲς μεμακυῖαι , ἀκούουσαι ὅπα ἀρνῶν „ . δηλοῖ δὲ καὶ | ||
| ἐστι σεβαστόν . ἀζηχές ἀδιηχές , ἀδιάλειπτον : “ ἀζηχὲς μεμακυῖαι , ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν ” καὶ “ ἀζηχὲς φαγέμεν |
| Τυπομένω , τυπομένα . Πληθ . Τυπόμενοι , τυπόμεναι , τυπόμενα . Ἑνικά . Τυφθησόμενος , τυφθησομένη , τυφθησόμενον . | ||
| τυπομένα Πληθ . οἱ τυπόμενοι , αἱ τυπόμεναι , τὰ τυπόμενα Μέλλοντοϲ αʹ Ἑν . ὁ τυφθηϲόμενοϲ , ἡ τυφθηϲομένη |
| δὲ δύο κάτω : καὶ πρὸς μὲν τὸν ἀγκῶνα δύο περόναι πεφυκυῖαι ἄνω ἐκ τοῦ ὀστέου πεφύκασιν , αὗται σὺν | ||
| ὀργάνοις τισὶ πρὸς ἄλλας μοχλείας κατεσκευασμέναι . ῥίζαι δὲ καὶ περόναι ἐν τοῖς ὀργάνοις πλείστας ἔχουσι χρείας . εὐθέως μέντοι |
| λαῶν αἰπὺ δ ' ἄρ ' ἐκπτύουσι διὰ χθονὸς ὑδροχόοισι σωλῆνες τοῖσιν ἕδος μακαριστὸν ὅλης μέγας ἔκτισεν ἄκτωρ ὕψιστος καὶ | ||
| Τὰ κομψὰ μὲν δὴ ταῦτα νωγαλεύματα , κόγχαι τε καὶ σωλῆνες , αἵ τε καμπύλαι καρῖδες ἐξήλλοντο δελφίνων δίκην εἰς |
| . βληχαὶ ] βοαί . Ξ βληχαὶ ] φωναί . βληχαὶ ] ἄσημοι βοαί . θ βληχαὶ ] ἄσημοι βοαί | ||
| ἔδει εἰπεῖν πρὸς τὸ ἐπιμαστιδίων : ἐπήνεγκε δὲ πρὸς τὸ βληχαὶ αἵτινες τῶν νηπίων ἦσαν . θ Ξ ἀρτιτρεφεῖς ] |
| δρέπονται τὸ ἤλεκτρον . Δάκρυα δέ φησιν , ὅτι τῶν Ἡλιάδων λέγει εἶναι δάκρυα . Ἔστι δὲ λίθος οὕτω λεγόμενος | ||
| . Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε . Ἡλιάδων δάκρυα : ἐπὶ τῶν πολλὰ ἐχόντων χρήματα : παρόσον |
| πάλιν δὲ εὐθέως ἀναδίδωσι καὶ γεμίζει τὸ κοίλωμα . * πλαδόωσιν . ἐξηνθημένοι εἰσίν ἐγείρονται διυγραίνουσι ὑγραίνονται * ὕπερθεν : | ||
| ἀντὶ τοῦ κεκαυμένου ὑπὸ πυρός . * πυρικμήτοιο : πυρικαύστου πλαδόωσιν : κυρίως τὸ μὴ ἀντίτυπον πλαδόεν καλεῖται . πλαδόωσιν |
| πρὸς τὴν Αἴγυπτον οἱ Μαρμαρίδαι εἰσίν . Ὑπεράνωθεν δὲ οἱ Γαιτοῦλοί εἰσι , καὶ πλησίον τῆς Γαιτούλων χώρας οἱ Νίγρητες | ||
| πρὸς τὴν Αἴγυπτον οἱ Μαρμαρίδαι εἰσίν . Ὑπεράνωθεν δὲ οἱ Γαιτοῦλοί εἰσι , καὶ πλησίον τῆς Γαιτούλων χώρας οἱ Νίγρητες |
| πολλῷ χρόνῳ σώζονται . Οἱ δὲ μέλλοντες ἔμπυοι γίνεσθαι , πτύουσι , τὸ μὲν πρῶτον ἁλμυρὸν , εἶτα γλυκύτερον . | ||
| ἀφρῶδες πτύουσι , πονέοντες ὑποχόνδριον δεξιὸν , ἀπὸ τοῦ ἥπατος πτύουσι , καὶ οἱ πολλοὶ ἀπόλλυνται . Οἷσι καιομένοισι πῦον |
| ' οὗ ἐξικνεῖται τὰ ζῷα κνήσασθαι . κνώσσειν καθεύδειν . κνῆμαι ἐπὶ μὲν τοῦ ἡμετέρου “ ὑπὸ δὲ κνῆμαι ῥώοντο | ||
| ἑταιρίστριαι , γυναικώδεις , φίλανδροι , ἀκάθαρτοι , αἷς αἱ κνῆμαι περὶ τὸ σφυρὸν παχεῖαι καὶ οἱ δάκτυλοι τῶν ποδῶν |
| ; λέγομεν ὅτι ἐν μὲν τῇ πρωτοπαθείᾳ τοῦ ἥπατος τὰ ἐπάρματα ὑπὸ φλεγματικωτέρας ὕλης γίνονται , ἡ δὲ τοιαύτη ὕλη | ||
| στεχθῶσιν ἐν τοῖς ὑποχονδρίοις . τὰς οὖν ὀδύνας καὶ τὰ ἐπάρματα οἱ ψόφοι τῶν πνευμάτων καὶ οἱ βορβορυγμοὶ λύουσι . |
| ἃς ἐναυάγησαν οἱ Ἕλληνες . σπίλοι δὲ καὶ σπιλάδες αἱ ὕφαλοι πέτραι καὶ τραχεῖαι λέγονται . * γωλειὰ δὲ καὶ | ||
| ναῦν περιπεσεῖν ἐν χειμῶνι , ἕρματα ἕρματα κρύφια , πέτραι ὕφαλοι , σκόπελοι , σπιλάδες , βράχη , χοιράδες , |
| ἄρνες , ἀρνῶν . ἀπὸ δὲ τοῦ κεφαλαί κατὰ λόγον κεφαλέων . . ἀρνέων ἀρνείων : . . . . | ||
| : ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἀρνέων ἐκ κεφαλέων . ἀπὸ δὲ τῶν κατὰ τὴν ὀρθὴν ληγόντων εἰς |
| ἀφιᾶσιν ἦχον , φωνὴν δὲ εὔσημόν τε καὶ εὔστομον οὐ προΐενται , ἀλλ ' εἰσὶν ἀμαθεῖς καὶ οὔπω λάλοι . | ||
| ὑπερβολὴν τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς κακῶν , ἀλλὰ καὶ τοὐναντίον ἑκουσίως προΐενται τὸ ζῆν ἕνεκα τοῦ μὴ βιασθῆναι διαίτης ἑτέρας καὶ |
| ; ἐπειδὴ εἰς τὰ μεσεντέρια τῶν ἐντέρων εἰσβάλλουσι μεσέντερα καὶ τείνουσι . λοιπὸν ζητεῖ , πόθεν ἔχουσι τὴν γένεσιν τὰ | ||
| δὲ ἐπειρᾶτο ἀνιέναι , ὥσπερ οἱ χορδοστρόφοι τὰ νεῦρα [ τείνουσι ] , προσέχοντες μὴ ῥαγῇ . ἐπεὶ δὲ ἀπέθανεν |
| ἀξιούντων τοιοῦτον εἶναι τὸν Ἀθηναίων στρατηγόν . Οὐδ ' ὅσον ἀηδόνες ὑπνώσσουσιν : ἐπὶ τῶν ἀγρυ - πνούντων : παρόσον | ||
| , καὶ ἄστομος ἵππος καὶ αὐλὸς ὁ ἄγλωττος . καὶ ἀηδόνες παρὰ Σοφοκλεῖ εὐστομοῦσιν . εἴποις δ ' ἂν καὶ |
| Τίμαιος ἐν τῇ αʹ ὅτι αἱ θεράπαιναι γυμναὶ τοῖς ἀνδράσι διακονοῦνται . Θεόπομπος δὲ ἐν τῇ τεσσαρακοστῇ τρίτῃ τῶν Ἱστοριῶν | ||
| ὁ παῖς ἐπὶ τὰ δεξιὰ καὶ τὰ λαιά : οὕτως διακονοῦνται . καὶ τοὺς θεοὺς προσκυνοῦσιν ἐπὶ τὰ δεξιὰ στρεφόμενοι |
| ὁ ὑοσκύαμος τὰς ὗς , αἳ δὴ χαίρουσι καὶ σαλαμάνδρας ἐσθίουσαι , ὡσπεροῦν ἔλαφοι τὰ ἰοβόλα ζῷα καὶ αἱ χελιδόνες | ||
| τὰ φυόμενα . καὶ αἱ κατοικίδιαι δὲ ὄρνιθες συνεχῶς ταῦτα ἐσθίουσαι ἄτοκοι γίγνονται . ὅθεν καὶ διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν |
| οἱ ὑπὸ τὸν ὄροφον καὶ τοὺς κεράμους διατρίβοντες , ὡς ἀρουραῖοι οἱ ἐν ταῖς ἀρούραις . ἡλιαστὴς ὀροφίας ] τοῦτο | ||
| καὶ τὴν γαλῆν δέδιε : δειλοὶ δέ εἰσι καὶ οἱ ἀρουραῖοι . οἵ γε μὴν θαλάττιοι μικρὸν μὲν τὸ σῶμα |
| ἧλοι γίνονται μάλιστα μὲν ἐν τοῖς ποσίν : εἰσὶ δὲ σκληρότητες ὑπερέχουσαι πέλματος , περιερρωγυῖαι , ἐπίπονοι ἔν τε τῷ | ||
| ὑδατώδεις καὶ καθαραὶ καὶ διαφανεῖς οὐρήσεις δυσκριτώτεραι . Ὅσαι δὲ σκληρότητες περὶ νεφροὺς γίνονται ὀδύνας μὲν οὐκέτι παρέχουσιν : δοκεῖ |
| σκεύη κάλοι , ἱστία , κρίκοι , ἡνία , κωπίς κῶπαι , οἴακες , πηδάλια , πλῆκτρα , ὡς Σοφοκλῆς | ||
| νηῦς ἐρέτῃσιν , δὶς τόσον ἂψ ἀπόρουσεν , ἐπεγνάμπτοντο δὲ κῶπαι ἠύτε καμπύλα τόξα , βιαζομένων ἡρώων . ἔνθεν δ |
| , ἀλλά οἱ οὔ τι διήλασεν ἐς χρόα καλόν : ῥινοὶ γάρ μιν ἔρυντο βοῶν καὶ ὑπ ' ἀσπίδι θώρηξ | ||
| ἀλυσθαίνοντος ἀνῖαι ἐχθόμεναι , χροιὴ δὲ μόγῳ αὐαίνεται ἀνδρός . ῥινοὶ δὲ πλαδόωσιν ἐπὶ χροΐ , τοῖά μιν ἰός ὀξὺς |
| ἰούλους : τοὺς ἰούλους ὡς χνοῦν ἀναφύοντας ἔχων , τὰς ἐξανθήσεις τῶν γενείων . λέγεται δὲ ἴουλος καὶ θηρίον πολύπουν | ||
| , τοὺς κυτίνους ἀποβάλλοντες . νῦν δὲ ἀπὸ μέρους τὰς ἐξανθήσεις τῶν ῥοιῶν λέγει . αὐχενίους δὲ ἤγουν τραχηλώδεις , |
| μέτωπον . δέρτρον δὲ τὸ σῶμα παρὰ τὸ δέρω τὸ ἐκδέρω . * Τευχείρων : τῆς Κυρήνης πόλεις Ἀπολλωνία καὶ | ||
| κοντάρια : δοῦρα ὧδε τὰ κοντάρια ἀπὸ τοῦ δέρω τὸ ἐκδέρω : καὶ γὰρ ἐκδέρονται ταῦτα . οἷς : ἑτέροις |
| πᾶσαν πίστεως βεβαιότητα παρὰ φαῦλον τιθεμένων . Τοῖς τε αὖ φθάνουσι κατορθώμασιν τὸ μέλλον λαμβάνοντες , καὶ περὶ τῶν ἐσομένων | ||
| καὶ τὸ τῆς δημοκρατίας ὄνομα κεῖται μὲν ἐν μέσῳ , φθάνουσι δ ' ἐπ ' αὐτὰ καταφεύγοντες τῷ λόγῳ ὡς |
| ὡς ἐπιπλεῖστον γὰρ αὐτῶν τὰ ἤθη ἐστὶ θηριώδη . σκέλη τετριχωμένα πάνυ θριξὶ πυκναῖς καὶ μεγάλαις δυσμαθῆ καὶ ἀγριώτερον σημαίνουσιν | ||
| προφανῆναι νομίζουσιν . σισύρνας καὶ σισύρας τὰ δασέα δέρματα τὰ τετριχωμένα : καὶ Ἀλκαῖος ὁ μελοποιός : ἐνδὺς σίσυρναν : |
| καὶ ἐπιγλωττίδα καὶ γλῶσσαν : καὶ γίνεται ὁ σιελισμὸς ἀείσε ἀναπτύοντες τὸ ὑγρὸν ἐκεῖνο . ἡ δὲ βὴξ γίνεται , | ||
| προφάσιος , ὀλέθρια . Ἐν τοῖσι κυναγχικοῖσιν οἱ μὴ ταχὺ ἀναπτύοντες πέπονα , ὀλέθριοι . Ἐν κυνάγχῃ ἀσήμως εἰς κεφαλὴν |
| τε καὶ σμηκτικὰ λεγόμενά εἰσιν ἰάματα . τὰ μὲν οὖν νεφέλια τῆς ἀνεμώνης ὁ χυλὸς ἀποσμήχει καὶ τοῦ μικροῦ κενταυρίου | ||
| οὐλὰϲ οἱ μὲν αὐτὸ δὴ μόνον οὐλάϲ , οἱ δὲ νεφέλια καλοῦϲι , τὰϲ δὲ διὰ βάθουϲ λευκώματα . τούτων |
| : Τὰ σενδούκια . πλήρη : Γεγεμισμένα . . 〚 λήκυθοι δὲ τὰ ἐλαιοδόχα ἀγγεῖα . 〛 τὸ φρέαρ : | ||
| . τὸ φρέαρ δ ' ἐλαίου μεστόν : αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι , τὸ δ ' ὑπερῷον ἰσχάδων . |
| τῶν τοῦ σώματος μορίων ἐστὶν αὕτη . αἱ δ ' ἶνες αἱ μὲν ὀλίγῳ τινὶ μᾶλλον , αἱ δ ' | ||
| κε θάνῃσιν . οὐ γὰρ ἔτι σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσιν , ἀλλὰ τὰ μέν τε πυρὸς κρατερὸν μένος |
| φάτο : τοὶ δ ' ἔσχοντο πονεύμενοι . Ἐκ δὲ μετώπων χερσὶν ἄδην μόρξαντο κατεσσύμενόν περ ἱδρῶτα : κύσσαν δ | ||
| κεράτων : ἦν δ ' ἀμφίπλεκτοι κλίμακες , ἦν δὲ μετώπων ὀλόεντα πλήγματα καὶ στόνος ἀμφοῖν . Ἁ δ ' |
| φύσεως αʹ βʹ , Ἐρώτημα περὶ φύσεως αʹ βʹ , Δόξαι ἢ ἐριστικός , Περὶ τοῦ μανθάνειν προβλήματα . Τόμος | ||
| αἱ ἐκεῖθεν παραγινόμεναι ἱλαραί τε καὶ γελῶσαι τίνες καλοῦνται ; Δόξαι , ἔφη , καὶ ἀγαγοῦσαι πρὸς τὴν Παιδείαν τοὺς |
| ἀκρατῶν περὶ τὰ ἀφροδίσια ἡ παροιμία εἴρηται : οἱ γὰρ κατοικίδιοι μύες ἄγαν πρὸς τὴν ὀχείαν κεκίνηνται , καὶ μάλιστα | ||
| τῆς φύσεως ξυναπόληται πρὶν ἄλλος ἀφέληται φθάσας . Μύες δὲ κατοικίδιοι ἐφαλλόμενοι ἔφοδον σημαίνουσι . Καὶ ταῦτα μὲν ἐξ ἐπινοίας |
| εἰρήνῃ αἰτίαν ἐπενεγκόντες . οὔκουν πολλοὶ μὲν ἐπὶ τῶν σταυρῶν κρέμανται , πολλοὶ δὲ ὑπὸ τοῦ δημίου ἀπεσφαγμένοι , ἕτεροι | ||
| χρὴ στῆσαι πρὸς τὸν ἥλιον καὶ κατανοῆσαι ἐν ποίῳ τόπῳ κρέμανται καὶ ἐπιστάξαι αὐταῖς γάρος καὶ εὐθέως ἀφίστανται τοῦ τόπου |
| μὲν γὰρ αὐτῶν εἰσι τυφλαὶ , αἱ δὲ κρυπταί . τυφλαὶ μὲν αἱ τὸ στόμιον ἐν τῷ βάθει ἔχουσαι , | ||
| [ ] [ ] κόραισί τ ' εὐμαχανίαν διδόμεν . τυφλαὶ ] ? [ γὰρ ] ἀνδρῶν φρένες , ὅστις |
| μέγεθοϲ μεθ ' ὑδρομέλιτοϲ κυάθων δ . τροφὰϲ δὲ διδόναι ῥοφηματώδειϲ , ἐν ἀρχαῖϲ ὑπακτικὰϲ τῆϲ γαϲτρόϲ , οἷον πτιϲϲάνηϲ | ||
| προϲφοραὶ τῆϲ τροφῆϲ ἄδηκτοι καὶ ἄϲτυφοι παντάπαϲι καὶ λεῖαι καὶ ῥοφηματώδειϲ . εἰ δὲ καὶ τὰ ὑποχόνδρια ἐν φλεγμονῇ εἴη |
| , τοῖς τε τέλεον ἐχομένοις καὶ σφόνδυλοι καὶ σπάθαι καὶ γένυες , καὶ οὐκ ἔστι τις ὀστέου συνάρθρωσις ἣ οὐκ | ||
| , ἡμιτελέα : καὶ τὸ στόμα λελυμένον , καὶ αἱ γένυες καὶ χείλεα αἰεὶ ἐν κινήσει , ὥς τι θέλοντος |
| ἐνίοτε δὲ καὶ ὕδρωπος διὰ κοιλίας ἐκκενωθέντος , ἕπεται ἡ λειεντερία : ἀτροφίας δὲ καὶ καχεξίας ἀδιορθώτους ἐπιφέρει , παρακολουθεῖ | ||
| ' ἃς οὐ κρατεῖ τὰ ἔντερα τῆς τροφῆς , ὅθεν λειεντερία εἴρηται ἐκ τῆς περὶ τὰ ἔντερα λειότητος . διὸ |
| πέτραν τὴν πυγήν . νυνὶ δὲ οἰκείως εἶπεν ἐπὶ τῶν ἐρεσσόντων διὰ τὴν καθέδραν λεπτοπύγων ὄντων ἢ ἐστενωμένων τὰς πυγάς | ||
| : στῆσον κατάπαυσον καὶ ἄνες . ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν ἐρεσσόντων : σχάσαι γὰρ τὸ ἐπισχεῖν τῶν κωπῶν τὴν εἰρεσίαν |
| ἀκούειν δύνασθαι . Καὶ τοὺς πελεκίνους , οἷς εἰσιν οἱ τράχηλοι μήκιστοι , τροφῆς ἔχει πόθος οὐ μείων , ἀλλ | ||
| . λέπαδνα ] οἱ παχεῖς ἱμάντες , οἷς ἀναδεσμοῦνται οἱ τράχηλοι τῶν ἵππων πρὸς τὸν ζυγόν . ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ |
| λειοτάτου μίσγοις ὀλίγον . πρὸς δὲ τὰς παλαιοτέρας φλεγμονὰς τῶν ὄρχεων καὶ ἀμμωνιακοῦ τι μιγνύειν προσήκει . Ἄλευρον λεπτότατον θέρμων | ||
| χαρὰν ἐπί τινι τῶν ἰδίων σημαίνει . Τὸ ὑποκάτω τῶν ὄρχεων ψόγον διὰ γυναικὸς δηλοῖ . Ὄρχις δεξιὸς ἐὰν ἅλληται |
| τάξαι τάγμα καὶ ὑποδεῖξαι τοῖς ἄρχουσιν . Ὁρίζονται πρῶτον αἱ ἀκίαι τοῦ τάγματος : τινὲς μὲν ἀριστερά , τινὲς δὲ | ||
| ἕν , εἴτε παράταξίς ἐστιν . Βαθύνονται ἤτοι διπλοῦνται αἱ ἀκίαι , ὅταν μὲν ἀπὸ τεσσάρων ἵστανται καὶ θέλει αὐτὰς |
| : αἱ δὲ θήλειαι βόες μόνον , τὰ δὲ νέα δαμάλαι καὶ δαμάλιες καὶ μόσχοι καὶ πόριες καὶ πόρτιες καὶ | ||
| . λυσσᾶν : ἤγουν τὰ τῶν κυνῶν ἤθη ἀναδέξασθαι . δαμάλαι : αἱ νέαι βόες αἱ εἰς τὸ δαμασθῆναι ἐπιτήδειαι |
| Αἱ δ ' ὑπέρυθροί τε καὶ ἐρυθραὶ ῥίζαι τοῦ τεύτλου τροφιμώτεραί τε καὶ παχύτερον αἷμα πολλῷ τῶν φύλλων γεννῶσι , | ||
| τῶν δὲ ἀπίων αἱ μεγάλαι καὶ πέπειροι πρὸϲ τούτοιϲ καὶ τροφιμώτεραί εἰϲιν . αἱ δὲ ῥοιαὶ ψύχουϲί τε καὶ ὀλιγότροφοί |
| ξηρότεραι , οἰόν ἐστι τὸ καλούμενον ἰδίως πιτύϊνον φύσημα , ἀλιπεῖς καὶ ξηραίνουσαι μεγάλως , καὶ διὰ τοῦτο ἀνεπιτήδειοί εἰσιν | ||
| , εὔχυλοι , εὔπεπτοι . οἱ δὲ χλωροὶ ξηροὶ καὶ ἀλιπεῖς . αἱ δὲ χάνναι ἁπαλόσαρκοι , σκληρότεραι δὲ τῆς |
| τὸ ἀθάνατον τοῦ ζῴου εἰσὶ διαφοραί , καὶ εἰσὶν αὗται διαιρετικαὶ : ἐὰν δὲ αἱ δυνάμεναι συμπλακῆναι ἅμα ληφθῶσιν οἷον | ||
| ἔχουσί τι πρὸ αὐτῶν ἐπαναβεβηκός : αἱ μὲν γὰρ ἐναντίαι διαιρετικαὶ τοῦ ζῴου , ὅτι αὗται διαιροῦνται εἰς ἕτερα εἴδη |
| τὸ προκείμενον πρῆγμα , ἀλλ ' ἔς τε τὰς νέας ἐσέπιπτον καὶ τὰ ἱστία ἀείροντο ὡς ἀποπλευσόμενοι : τοῖσί τε | ||
| ἐκπλεούσας : ὅκως δέ τινες τοὺς Ἀθηναίους διαφύγοιεν , φερόμενοι ἐσέπιπτον ἐς τοὺς Αἰγινήτας . Ἐνθαῦτα συνεκύρεον νέες ἥ τε |