ζόφον , ἀχλυόεντας ἀνειρύσσασα χιτῶνας : καὶ φρενὶ δειδιόωσα , φυλασσομένη φάος ἠοῦς , τυπτομένη σπινθῆρι διώκεται : ἄρτι δὲ
ἀδελφὴ τοῦ νεωτέρου , ἐπείτε ἀμφοῖν ὧδε ἀποθανόντοιν ἐπύθετο , φυλασσομένη πρὸς τῶν οἰκείων πάνυ ἐγκρατῶς , ἐσχάρας πυρὸς ἐνεχθείσης
6524400 κοιτης
ὅσια καὶ ὅσιόν ἐστι προσενεγκεῖν αὐτῇ χεῖρα καὶ ἐκ τῆς κοίτης αὐτῆς ἡδεῖαν βοτάνην ἀποκεῖραι , ἀντὶ τοῦ δρέψασθαι τὴν
, ἐπαΐσσεσθαι ὁδοῖο . Καὶ μύες ἡμέριοι ποσσὶ στιβάδα στρωφῶντες κοίτης ἱμείρονται , ὅτ ' ὄμβρου σήματα φαίνῃ . ]
6399097 χωσον
τοῦ ἀκρέμονος . καὶ ὅταν αὐξηθῇ , πάλιν ὁμοίως τοῦτο χῶσον ἐπὶ τρεῖς , καὶ τὰς διὰ μέσου καὶ ὑπὲρ
παρθένου ῥάκος τὸ πρῶτον λαβών , ἀνὰ μέσον τοῦ χωρίου χῶσον , καὶ οὔτε ἡ ἄμπελος , οὔτε τὰ σπέρματα
6273903 δειρης
θυμὸς ἀνώγει πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι , ταμόνθ ' ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς . ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Ἴλιον αἰπὺ
ἐκποιήσι , ἀπιεμένου αὐτοῦ τὴν γονὴν ἡ θήλεα ἅπτεται τῆς δειρῆς καὶ ἐμφῦσα οὐκ ἀνιεῖ πρὶν ἂν διαφάγῃ . Ὁ
6256681 παλαμης
κομῶσα ἡδὺ οὕτω θέαμα ὡς γυνὴ κατάκομος . φεῦ ἀναιδοῦς παλάμης : ὄντως πάντα τὰ ἐκ πολεμίων πέπονθας : ἐγὼ
δὲ τοῦτο εἶπε διὰ τὸ καὶ τοὺς ἄρτους ὑπὸ τῆς παλάμης πλάττεσθαι . δέον οὕτως εἰπεῖν : εἶτα διαβήτην λαβὼν
6207769 ἀνδροκτασιης
εὖτέ με τυτθὸν ἐόντα Μενοίτιος ἐξ Ὀπόεντος ἤγαγεν ὑμέτερόνδ ' ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς , ἤματι τῷ , ὅτε παῖδα κατέκτανον
με τυτθὸν ἐόντα Μενοίτιος ἐξ Ὀπόεντος ἤγαγεν ὑμέτερον δ ' ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς , ἤματι τῷ ὅτε παῖδα κατέκτανον Ἀμφιδάμαντος
6102739 χλανιδιων
' ὡς τάχιστ ' ἄγε . Στρωμάτων δὲ ποικίλων καὶ χλανιδίων καὶ ξυστίδων καὶ χρυσίων , ὅς ' ἐστί μοι
, ἀλλὰ τὴν δίκην σέβω . ὀλόμαν ὀλόμαν ἀποχηρωθείς λεπτοσπαθήτων χλανιδίων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ ψύχουσα καὶ πόνῳ πόνον ἐκ νυκτὸς
5975720 θαλασσιας
ἐνδυθὲν τῇ προπτώσει ἀναστέλλειν αὐτὴν , τό τε κέντρον τῆς θαλασσίας τρυγῶνος μετὰ χυλοῦ ὑοσκυάμου χριόμενον . φροντίζειν δὲ δεῖ
ταῖς ναυσὶν ἀπόπειραν ἐποιήσαντο τῆς θαλάσσης : πρῶτοι γὰρ τῆς θαλασσίας καὶ στρέμματα πολλὰ ἐχούσης ἐμπορίας μνείαν ἐποιήσαντο , καὶ
5970966 χερος
μάχαιρα : γράφεται καὶ θείνετε : τὰ δύο : ἐκ χερὸς ἱέμενοι : ἀντὶ τοῦ ἱέντες . ἁπλούστερον δὲ ὡς
πέπλοις Ἐρινύων τὸν ἄνδρα τόνδε κείμενον , φίλως ἐμοί , χερὸς πατρῴας ἐκτίνοντα μηχανάς . Ἀτρεὺς γὰρ ἄρχων τῆσδε γῆς
5931904 ἠρτημενον
' οὖν ἀναγκαίως : τὸν γὰρ νοῦν ἑαυτῷ συνηγμένον καὶ ἠρτημένον , ὡς εἴρηται , μετὰ τῆς σφῶν αὐτῶν συνθέμενοι
δ ' ἔχον : εὐθὺ δ ' ἐκ τῆς ῥίζης ἠρτημένον καὶ ἐπιγειόφυλλον : πολύρριζον δ ' εὖ μάλα ταῖς
5925110 στεγης
δι ' ἁρμῶν ἐξαμείβεται πύλης καπνοῦ μέλαιν ' ἄησις ἔνδοθεν στέγης . προσθεὶς πρόσωπον φλόγα μὲν οὐχ ὁρῶ πυρός ,
κλύουσαν ἐς πόλιν γόους οὐκ ἀξιώσειν , ἀλλ ' ὑπὸ στέγης ἔσω δμωαῖς προθήσειν πένθος οἰκεῖον στένειν . Γνώμης γὰρ
5924912 λεπτης
δὲ πυρετοὶ γένωνται οὐ δυναμένῃ ἐν γαστρὶ λαβεῖν , καὶ λεπτῆς τῆς γυναικὸς ἐούσης , πυνθάνεσθαι χρὴ μή τι αἱ
τὰ ἄκαρπα , καθάπερ θριγγὸς χειροποίητος : καὶ ταῦτα μέντοι λεπτῆς αἱμασιᾶς περιέθει περίβολος . Τέτμητο καὶ διακέκριτο πάντα καὶ
5909156 εἱματος
, καὶ περὶ σῶμα φόρει καὶ ἔχ ' ἔντοσθ ' εἵματος αἴρων : κρημναμένη δύναται γὰρ ἀποστρέψαι κακότητας φαρμακίδων ἀλόχων
. ὁρῶ ς ' , Ὀδυσσεῦ , δεξιὰν ὑφ ' εἵματος κρύπτοντα χεῖρα καὶ πρόσωπον ἔμπαλιν στρέφοντα , μή σου
5846515 ναπης
ἠλάλαξαν , ἀντήχησαν δὲ αἱ πέτραι καὶ τὸ κοῖλον τῆς νάπης ἦχον πολλῷ μείζονος δυνάμεως τοῖς πολεμίοις ἐνεποίησεν . οἱ
ἠλάλαξαν , ἀντήχησαν δὲ αἱ πέτραι καὶ τὸ κοῖλον τῆς νάπης . οἱ μὲν οὖν πολέμιοι φόβῳ πληγέντες ἔφυγον .
5843674 ἁπαλης
κόλαξι παρεχόμενος , οὐ χρυσίου μόνον , ἀλλὰ νέου ψυχῆς ἁπαλῆς καὶ ῥᾳδίως ὑπὸ τῶν τοιούτων θηρίων καταβοσκομένης , ὥσπερ
ἤν τε ὕδωρ : τρωγέτω δὲ καὶ τῆς ὀριγάνου τῆς ἁπαλῆς ὡς πλεῖστον , ἐς μέλι ἀποβάπτων : ἢν δὲ
5823575 δακτυλιου
κτήματος , θεοσεβείας , διὰ τριῶν ἐνεχύρων ἢ συμβόλων , δακτυλίου , ὁρμίσκου , ῥάβδου , βεβαιότητα καὶ πίστιν ,
, καὶ ἀρτηρίας λαμπρύνει . ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς φλεγμονὴν δακτυλίου καὶ ῥαγάδας καὶ πᾶσαν ὀδύνην ἄκρως . τὸ δὲ
5803381 λιθαριον
ἐν τῇ ὀκτατόμῳ αὐτοῦ βίβλῳ οὕτω καλουμένῃ . Κάρφος ἢ λιθάριον ἢ κόπριον ἐκ τῆς γῆς ἄρας ἔνθες ἐν τῇ
παρὰ τὴν τῶν δοκίμων χρῆσιν . Λιθίδιον λέγε , μὴ λιθάριον . Καθὼς οὐ δόκιμον , κἂν γραμματικός τις Ἀρεθούσιος
5790580 ἐθρισεν
σπάθηι . τοῦ ῥυσίου ] τοῦ ῥύσασθαι τοὺς Τρῶας . ἔθρισεν ] ἐθέρισεν . θἀμάρτια ] τὸν μισθὸν τῆς ἁμαρτίας
Εὐριπίδης : ἴδετε παρ ' ἄκρας ὡς ἀπέθριξε τρίχας . ἔθρισεν ] ἐθέρισεν , ἀπέκειρεν . διπλᾶ ] ἤγουν αὐτοὶ
5784120 πλοκαμων
ἐρεβίνθοις καὶ δίδου τρίτον καὶ εὐθέως λαλήσει . [ Αὐξητικὰ πλοκάμων καὶ πώγωνος , εἰ ἐπιῤῥέουσι . ] Τεῦτλον μετὰ
] τὰς δὲ νέας καὶ γηραιὰς ἄγεσθαι κεχειρωμένας ἀπὸ τῶν πλοκάμων ἱππηδὸν , ἤτοι δίκην ἵππων , τουτέστι μετὰ ἀνάγκης
5779224 σφαξας
πόλις , ἐστράτευσεν ὁ τύραννος : πολιορκίας οὔσης ὁ πατὴρ σφάξας τὸν παῖδα ἔῤῥιψε πρὸ τοῦ τείχους : θεασάμενος ὁ
βασιληίων δικαστέων , ὅτι ἐπὶ χρήμασι δίκην ἄδικον ἐδίκασε , σφάξας ἀπέδειρε πᾶσαν τὴν ἀνθρωπηίην , σπαδίξας δὲ αὐτοῦ τὸ
5770607 φαραγγος
πρὸς μυκτῆρας ἠρεθισμένη ᾄσσει : μεμαγμένη δὲ Δήμητρος κόρη κοίλη φάραγγος δακτύλου πιέσματι σύρει τριήρους ἐμβολὰς μιμουμένη , δείπνου πρόδρομον
αὐτὴν διὰ νειόθι τέμνων ἄκρην , ἐκ μεγάλης προχοὰς ἵησι φάραγγος . ἀγχίμολον δ ' ἐπὶ τῇ πολέας παρανεῖσθε κολωνούς
5768233 πρυμνης
κάτω τῆς πόλεως ἰοῦσαι . θ πρύμνηθεν ] ἀπὸ τῆς πρύμνης . θ εὗρε ] ἐπέτυχε . μηχανὴν σωτηρίας :
, ἅμα δ ' εὐχωλῇσιν ἐς ὕδατα λαιμοτομήσας ἧκε κατὰ πρύμνης . ὁ δὲ βένθεος ἐξεφαάνθη τοῖος ἐὼν οἷός περ
5725126 πεσοντα
ἐστρατεύσατο γοῦν εἰς Ἀμφίπολιν : καὶ Ξενοφῶντα ἀφ ' ἵππου πεσόντα ἐν τῇ κατὰ Δήλιον μάχῃ διέσωσεν ὑπολαβών . ὅτε
πλανηθεὶς οὖν ὁ κόραξ ἤνοιξεν τὸ στόμα καὶ τὸν τυρὸν πεσόντα ἀλώπηξ ἁρπάσασα κατέφαγεν . οὕτως οἱ πολλοί , ὅ
5714953 ἐπειλημμενον
ἀράμενοί τινες ἐκφέρουσιν αὐτὸν ἐκ τοῦ συμποσίου τῆς αὐλητρίδος ἀμφοτέραις ἐπειλημμένον . πλὴν ἀλλὰ καὶ νήφων οὐδενὶ τῶν πρωτείων παραχωρήσειεν
τῶν ὀφθαλμῶν ἱεῖσα πῦρ τε ῥαγδαῖον ἐξ οὐρανοῦ τυραννικῆς οἰκίας ἐπειλημμένον λόγου τοιοῦδε , εἰ μὴ ἀγνοεῖς , ἅπτεται .
5709065 βαλειν
. Τεῦκρος δ ' Ἱππομέδοντος ἀμύμονος υἷα Μενοίτην ἐσσυμένως ὥρμαινε βαλεῖν ἐπιόντα βελέμνῳ : καί ῥα νόῳ καὶ χερσὶ καὶ
Ἀπολλώνιος ἑκουσίως φησὶ τὸν Εὔφημον ἐπὶ τὴν θάλασσαν τὴν βῶλον βαλεῖν συμβουλίᾳ Ἰάσονος . Καλλίστη : ἡ καὶ Θήρα κληθεῖσα
5701203 πασσαλου
καὶ τὰς παρασπάδας καὶ τὰ μοσχεύματα μεταφυτεύεσθαι . ἀπὸ δὲ πασσάλου καὶ κλάδων φυτεύεται ἀμυγδαλῆ , ἀππιδέα , συκάμινον ,
. Τούτῳ τῷ μηνὶ φυτεύσομεν πᾶν δένδρον καὶ κάστανον ἀπὸ πασσάλου , μάλιστα ἐν τοῖς ψυχροτέροις καὶ ὑγροτέροις τόποις .
5655669 ἐνοικον
καὶ ἔστιν αὐτοῖς τοῦτο ὅρκων ὁ βεβαιότατος . Ἔπηλυς τὸν ἔνοικον : λείπει τὸ ἐξέβαλλεν . Ἐπὶ ὅλμου ἐκοιμήσω :
Σαργόν : ἰχθὺν , κιθαργόν . ἐφέστιον : ἐγκάτοικον , ἔνοικον , ἔποικον , σύνοικον . σκίαιναν : καὶ τὴν
5653404 φευγοντ
! ! ! [ [ ] φορον ? [ [ φεύγοντ ] ? [ [ ] υτα [ [ ]
ληίδι θυμόν . Ἂν δὲ Φιλοκτήτης ὀλοῷ βάλε Πύρασον ἰῷ φεύγοντ ' ἐκ πολέμοιο : διέθρισε δ ' ἀγκύλα νεῦρα
5649227 νεοθηλεα
Κρήτης : ὄνομα τόπου . Οὐρανίδης : ἢ Κρόνος . νεοθηλέα : νέον . Ἀμφίλλεξε : πρόκρινε . Ἀμφεβάλοντο :
λαβών . καὶ Ἀνακρέων δέ φησιν : οἷά τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνόν , ὅς τ ' ἐν ὕλῃ κεροέσσης ἀπολειφθεὶς
5648344 θενων
θεούς . ἀφ ' ἑνὸς γὰρ τοὺς πάντας δηλοῖ . θένων : Τύπτων . . νὴ τὸν Ποσειδῶ : Τοῦτο
ἐλθόντα ἐκ τῶν θαλάμων τῆς Μιδέας ἔκτανεν ἐν τῇ Τίρυνθι θένων ἐν σκάπτῳ τῆς σκληρᾶς ἐλαίας . * γάρ .
5639896 κατεπατησεν
μικρὸν ὡς εἶδεν αὐτὸν προελθόντα τῆς λίμνης , προσελθὼν αὐτὸν κατεπάτησεν . ὁ μῦθος δηλοῖ μὴ δεῖν πρὸ τῆς ὄψεως
φρονῶν ὀρθὰ καλέσειεν αὐτόν , ὅς γε καὶ ὅρκους θεῶν κατεπάτησεν ἀεὶ καὶ σπονδὰς ἐπὶ παντὶ ἐψεύσατο πίστιν τε ἠτίμασε
5621874 πρωρης
μάχην . πανυπείροχοι : πολυμεγάλαι . Ἀντίβολον : ἔμπροσθεν . πρώρης : τῆς . μετωπαδόν : ἐξ ἐναντίας . ἐγχρίμπτονται
σφιν ἄρ ' ἐρήτυεν μεμαῶτας , δὴ τόθ ' ὑπὲρ πρώρης ὀλοὸν περιέζεεν ὕδωρ νειόθεν , ἐκ μυχάτου δὲ βυθοῦ
5585055 σταζοντα
τὸν κόφινον τῶν σύκων τῷ γέροντι , καὶ εἶδεν αὐτὰ στάζοντα γάλα . Ἰδὼν δὲ αὐτὰ ὁ γηραιὸς ἄνθρωπος ,
αὐθέντης γὰρ λέγεται ὁ φονευτής . προστρόπαιον ] ἱκέτην . στάζοντα ] ἐμφαντικῶς διὰ τούτου τὸν νεωστὶ ηὐθεντηκότα παρίστησιν .
5581934 σφενδονης
καὶ οὔτε παλτῶν οὔτε βελῶν ὑπὸ τοξοτῶν οὔτε χερμάδων ἀπὸ σφενδόνης ἀφιεμένων ἀδιαλείπτοις βολαῖς ἀνειργομένων . ἔνθα δὴ παρακελευσάμενοι ἀλλήλοις
τὸ τῆς σφενδόνης εἶδος : μακροβολωτέρας δ ' οὔσης τῆς σφενδόνης πεσεῖν τὸν Δέγμενον , καὶ κατασχεῖν τοὺς Αἰτωλοὺς τὴν
5581153 πεδου
τὰ περὶ αὐτοῦ ποιοῦντες ἐκκλησιάζοντά φασιν αὐτὸν ἐπὶ στρατο - πέδου ζόφου κατασκήψαντος ἐξ αἰθρίας καὶ χειμῶνος μεγάλου καταρραγέντος ἀφανῆ
Πλούσιος . πολυούσιός τις ὤν . Πεσεῖν . ἀπὸ τοῦ πέδου . Πεσσός . ὁ πίπτων ὁμοίως ἐν τῷ βάλλεσθαι
5570612 τερετρῳ
πολυχρόνιος καὶ εὐθαλὴς γενήσεται . Τὸ πρέμνον σχίσον σμίλῃ ἢ τερέτρῳ , κάλλιον δὲ σφηνὶ δρυΐνῳ , καὶ λίθον ἔμβαλλε
τοῦ τὰ φύλλα πάνυ ὑπέρυθρα ἔχειν : θεραπεύσεις δέ , τερέτρῳ πάνυ διακόψας τὸ στέλεχος , καὶ διὰ τοῦ τρυπήματος
5569765 σφιγξας
τὸ μόριον , εἶτ ' ἐπιθεὶς σπόγγον ἐκ κονίας καὶ σφίγξας βιαιότερον , οἶδα τελέως ἐκθεραπεύσας τὸ πάθος , οὐκέτι
ὃν ἐκ πολλῶν καὶ συνεχῶν καὶ κραταιοτάτων ὀστέων ἀπειργάσατο | σφίγξας αὐτὸν εὖ μάλα νεύροις ἀρραγέσιν . ἀπὸ δὲ τῶν
5568611 σπινθηρων
. , Ἀ . τοὺς καλουμένους διάιττοντας ἀπὸ τοῦ αἰθέρος σπινθήρων δίκην καταφέρεσθαι : διὸ καὶ παραυτίκα σβέννυσθαι . .
τοὺς κομήτας . Ἀναξαγόρας τοὺς καλουμένους διᾴττοντας ἀπὸ τοῦ αἰθέρος σπινθήρων δίκην καταφέρεσθαι , διὸ καὶ παραυτίκα σβέννυσθαι . Μητρόδωρος
5567956 ἀντυγος
οἰκεῖον καὶ τῆς φυγῆς τὸ σημεῖον . ἔνδοθεν δηλονότι τῆς ἄντυγος ἔσωθεν , ἵνα εἴπῃ κατὰ μέσον τῆς ἀσπίδος .
, ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης „ . ” ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας ” , δηλονότι ἐκ τῆς ἔμπροσθεν περιφερείας
5567472 φυλαξαμενη
γηρύσαιτο δὲ νεβρὸς ἀπὸ ψυχὴν ὀλέσασα , ὀξείης κάκτου τύμμα φυλαξαμένη . ἀλλὰ μὴν καὶ κινάραν ὠνόμασε παραπλησίως ἡμῖν Σώπατρος
Γηρύσαιτο δὲ νεβρὸς ἀπὸ ψυχὴν ὀλέσασα , ὀξείης κάκτου τύμμα φυλαξαμένη . Λευγαλέος δὲ χιτὼν πεπινωμένος , ἀμφὶ δ '
5566487 σκολοπα
ποδὸς ἑλκύσας . „ τοῦ δὲ λύκου τοῖς ὀδοῦσι τὸν σκόλοπα ἐξελκύσαντος ὁ ὄνος κουφισθεὶς τῆς τοῦ ποδὸς ἀλγηδόνος λακτίσας
τὴν αἰθρίαν . εἴρηται παρὰ τὸ σκῶλον , ὅ ἐστι σκόλοπα , τῷ ἑνὶ ποδὶ ἅλλεσθαι , ἀπὸ τῶν πατούντων
5566200 λειηνας
μὲν ἀσκήσας κεραοξόος ἤραρε τέκτων , πᾶν δ ' εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην . καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκε
δὲ τῆς τοῦ τόξου ἐκκοπῆς “ πᾶν δ ' εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην . ” κορωνίδες αἱ καμπυλόπρυμνοι :
5559577 κορυθος
εὔφημον , τῶν ἀπὸ γλώττης μόνον συνευχομένων , γυμνὸς ἄτερ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος , οὐδ ' ἔχον ἔγχος ,
δ ' ὡς οὖν ἐνόησε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς γυμνὸν ἄτερ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος , οὐδ ' ἔχεν ἔγχος ,
5554435 ποιπνυοντα
παιδός . . . . . ἄσβεστος : Π . ποιπνύοντα : Ξ . . . . πρόπαν ἦμαρ :
ὀρῶν ἐπιθεωροῦσιν . . . . ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ποιπνύοντα ἐνεργοῦντά ἐστιν , οὐχ ὡς οἱ γλωσσογράφοι ποιοῦσι τὸ
5553450 καμινου
αὐτὸ ἐν πυρί , καὶ ἀνέβαινεν ὁ καπνὸς ὡσεὶ ἀτμὶς καμίνου : καὶ ἐξέστη πᾶς ὁ λαὸς σφόδρα ” ,
κεραμῆες : δεῦρ ' ἄγ ' Ἀθηναίη καὶ ὑπείρεχε χεῖρα καμίνου , εὖ δὲ μελανθεῖεν κότυλοι καὶ πάντα μάλευρα ,
5552484 παχνης
δὲ πεδινὰ μᾶλλον οἴσει καρπόν . ὁ οἶνος φθινήσει ὑπὸ πάχνης : τῶν ξυλικῶν καρπῶν εὐθηνία . τοῖς μικροῖς ζώοις
ἢ κριθῆς γένηται πλῆθος . διὸ καὶ ὑετοῦ δεῖσθαι καὶ πάχνης αὐτό φασι , τὴν ἀρχὴν πιεζόντων ἔσω καὶ χεόντων
5543613 ὀπης
καὶ εἰ χρῄζοντες ὕπνου καθίσαιεν , ὀλισθαίνει μὲν ἐκ τῆς ὀπῆς τοῦ κλάδου ῥᾳδίως ὁ πάσσαλος , περιστραφεὶς δ '
διέρχεται . διανίσσεται : ἐξέρχεται , πορεύεται . αὐλοῦ : ὀπῆς , τῆς στενῆς ὀπῆς , διὰ τοῦ στενοῦ αὐλοῦ
5539798 συριγγος
ἢ ποῖον πολυφωνότερον ἄκουσμα ἢ ἐμμελέστερον ; εἴτε αὐλοῦ καὶ σύριγγος τὸ λιγυρώτερον , ἅλις καὶ τούτων ἐν ὀρχήσει ἀπολαῦσαί
χειρουργίαν ὑπογράφει : τὰ δὲ κάτω μέρη τῆς γένυος ὑπὸ σύριγγος φθαρέντα εὐθεράπευτα . ὁ δὲ τρόπος τῆς ἐγχειρήσεως ὁ
5529143 ἀγγεων
καὶ Ἡμέραις περὶ τῆς ἐργασίας προτρέπων : ἐκ δ ' ἀγγέων ἐλάσειας ἀράχνια καί σε ἔολπα γηθήσειν βιότου αἰρεύμενον ἔνδον
τέλος αὐτὸς ὄπισθεν Ὀλύμπιος ἐσθλὸν ὀπάζοι , ἐκ δ ' ἀγγέων ἐλάσειας ἀράχνια , καί σε ἔολπα γηθήσειν βιότου αἰρεύμενον
5512907 περιωπης
τε καθορῶν φαιδρὸς ἅμα καὶ κατηφής , καὶ Ζέφυρος ἐκ περιωπῆς ἄγριον ὑποφαίνων τὸ ὄμμα αἰνίττεται ὁ ζωγράφος τὴν ἀπώλειαν
ἐνδιαιτῶνται . Τῆς δὲ τοιαύτης τοῦ βασιλικοῦ νοῦ προμηθείας καὶ περιωπῆς οὐ τὰ μὲν μείζω μέρη αἰσθάνεται , τὰ δὲ
5511306 ἰασει
. Τῶν δὲ κυκλοτερῶν ἑλκῶν ἐπειράθημεν ἱκανῶς μηδὲν ἐμποδίζον τῇ ἰάσει τὸ σχῆμα : οὐ γὰρ δὴ αἴτιόν ἐστι τῆς
δὲ ζῶντος λαγωοῦ περίαψον εἰς ὄνομα τοῦ πάσχοντος , καὶ ἰάσει ἀρθριτικοὺς χρονίους εἰς ἄκρον , ποδαγροὺς καὶ χειραγρούς .
5491074 ἰδνωθεις
Πόλυβος ποίησε δαΐφρων , τὴν ἕτερος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα ἰδνωθεὶς ὀπίσω : ὁ δ ' ἀπὸ χθονὸς ὑψός '
Πόλυβος ποίησεν δαΐφρων , τὴν ἕτερος ῥίπτασκεν ποτὶ νέφεα σκιόεντα ἰδνωθεὶς ὀπίσω , ὁ δ ' ἀπὸ χθονὸς ὑψός '
5486907 δερριν
δὲ χαίρω πρός γε τοῖς σοῖς παιδικοῖς . Γυνὴ μέλαιναν δέρριν ἠμφιεσμένη . Εἰ μὴ κόρη δεύσειε τὸ σταῖς ᾔθεος
εἴπερ χρὴ ζῆν εἰς τὸν αἰῶνα . εἰ οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε , γῆν δὲ ἐφ ' ὕδατος ἔπηξεν ,
5477965 εὐτριχα
λεπτότατον περὶ σῶμα συνίλλεται [ τε ] ἡδυπότατον περὶ νυμφίον εὔτριχα , Κισσὸς ὅπως Καλάμῳ περιφύεται αὐξόμενος ἔαρος ὀλολυγόνος ἔρωτι
δὲ νοῦς : ἆρ ' ἡνίκα ἀνέτειλας καὶ ἐγέννησας τὸν εὔτριχα Διόνυσον τὸν πάρεδρον τῆς χαλκοκρότου Δήμητρος ; ἢ χρυσῷ
5474297 βαψαι
, μᾶλλον δὲ κοσμοῦνται πλέον φάει τε πυρμαχοῦντα πῦρ βαπτείνοντα βάψαι θέλουσι , πάμπαν οὐ δεδοίκασιν ὡς τρίπλοκον τείχισμα καὶ
ὁρόωσα Νύχεια . ἤτοι ὁ κοῦρος ἐπεῖχε ποτῷ πολυχανδέα κρωσσόν βάψαι ἐπειγόμενος : ταὶ δ ' ἐν χερὶ πᾶσαι ἔφυσαν
5470785 ψαυσεως
ἀλλήλων πλησίον , ὥστε τὸν ἑνὸς ἁπτόμενον παραπέμπειν διὰ τῆς ψαύσεως τὴν ἐπήχησιν ἑκάστῳ , καὶ διαμένειν τὸν ἦχον ἄχρις
ἀλλήλων πλησίον , ὥστε τὸν ἑνὸς ἁπτόμενον παραπέμπειν διὰ τῆς ψαύσεως τὴν ἐπήχησιν ἑκάστῳ , καὶ διαμένειν τὴν ἦχον ἄχρις
5468488 βυθων
οὑγὼ πέπονθα καί με † συμφοροῦσα † βαθεῖα κηλὶς ἐκ βυθῶν ἀναστρέφει λύσσης πικροῖς κέντροισιν ἠρεθισμένον οὗτοι γάρ , οὗτοι
ἔν γε μὴν τοῖς τοῦ πίνακος τέρμασιν Ἀμφιτρίτη τις ἐκ βυθῶν ἀνέβη ἄγριόν τι καὶ φρικῶδες ὁρῶσα καὶ γλαυκόν τι
5462932 κληματος
ἀχρεῖον . Βεβαιότερον δὲ συμφυήσεται τὰ νέα κλήματα ἔχοντα περυσινοῦ κλήματος μέρος . Οὐχ ἅμα δὲ τῷ ἀφαιρεθῆναι τῆς ἀμπέλου
γίνηται , ἐὰν δ ' ὀλίγην καὶ πολὺ τοῦ ἔνου κλήματος ἔχωσιν , ἐλάττω μὲν τὸ πλῆθος μείζω δὲ τὸ
5462096 λιβασιν
ὁ δημιουργὸς τῆς ἀκρασίας πιέζει κραταιῶς , ἵνα ταῖς ἐκθλιβομέναις λιβάσιν ἡδίστῃ τροφῇ χρῷτο . Τοιοῦτος μὲν ἡμῖν ὁ βεβακχευμένος
ἐργαζομένης μελίσσης . παμφαὲς ] λαμπρὸν , καθαρόν . . λιβάσιν ] σταλαγμοῖς . παρθένου ] ἀμολύντου καὶ καθαρᾶς ,
5459978 σταζων
ἀκήκοεν , ἄλλοτε ἄλλην ἤλλαττε χρόαν κύπτων εἰς γῆν καὶ στάζων ἱδρῶτα καὶ δεινῇ κρατούμενος ἀφωνίᾳ . ἐνταῦθα μόνον ἄπορος
οὐ πόρρω τῆς κόρης ἐν ἡδείᾳ καὶ λιβανώδει πόᾳ κεῖται στάζων ἐς τὴν γῆν ἱδρῶτα καὶ τὸ δεῖγμα τῆς Γοργοῦς
5453970 χειρος
οἷον εἴ τις ἀπαντήσας σοι ἐπὶ ξενίας , λαβόμενος τῆς χειρὸς εἴποι : ” Χαῖρε , ὦ ξένε Ἀθηναῖε ,
Ἐν δέ οἱ ἀπρὶξ ἄλλο μάλ ' ἐσφήκωται ἐληλαμένον διὰ χειρὸς Θηρίον : ὣς γάρ μιν πρότεροι ἐπεφημίξαντο . .
5448281 ἐξεδειρεν
ἀδελφὸς ἦν Μαρσύου , ὃν Ἀπόλλων ὑπερτενῆ κρεμάσας ἐκ πίτυος ἐξέδειρεν , ἐρίσαντα αὐτῷ περὶ μουσικῆς . Βουλό - μενος
πόδα λευκὰς ἐγύμνου σάρκας ἐκτείνων χέρα : θᾶσσον δὲ βύρσαν ἐξέδειρεν ἢ δρομεὺς δισσοὺς διαύλους ἱππίους διήνυσεν , κἀνεῖτο λαγόνας
5446038 στορεσαι
“ τῆς μὲν ἰῆς στιχός ” ἀντὶ τοῦ τάξεως . στορέσαι : “ ἡ μὲν δέμνι ' ἄνωγεν ὑποστορέσαι .
ποτε τοὺς παῖδας , ὥστε καὶ πόδας ὑπονίψαι καὶ κλίνην στορέσαι καὶ παραστῆναι διακονουμένους . εὐφραίνοιντο γὰρ οὐκ ὀλίγως παρὰ
5420691 θεωμενον
περὶ τῆς βασιλείας πεῖραι κατεπαύοντο οὐδ ' ὥς , ἀλλὰ θεώμενον αὐτὸν ἐν ἀγορᾷ τὰ Λουπερκάλια ἐπὶ θρόνου χρυσέου ,
δὲ ὄμματα ἔστω μεγάλα μετέωρα καθαρὰ λαμπρά , ἐκπλήττοντα τὸν θεώμενον . καὶ κράτιστα μὲν τὰ πυρωπὰ καὶ ὑπεραστράπτοντα ,
5420101 κυρτου
ὑλάκεσιν . Ἰάνθη : εὐφράνθη . Ἰχθυβόλοι : ἀσπαλιῆες . κύρτου : τοῦ δικτύου . ἐστήσαντο : ἐποίησαν . Σαλαμίνιδι
σάλπαι δ ' ἀγρόμεναι κεῖνον πόρον ἀμφινέμωνται , τῆμος ἐπεντύνει κύρτου δόλον : ἐν δέ οἱ εἴσω φύκεσιν εἰλομένους λᾶας
5418221 βαθρων
καὶ Νηρίτου πρηῶνας . ὄψεται δὲ πᾶν μέλαθρον ἄρδην ἐκ βάθρων ἀνάστατον μύκλοις γυναικόκλωψιν . ἡ δὲ βασσάρα σεμνῶς κασωρεύουσα
† συγκεχυμένως . ἐξανέστραπται ] † καταβέβληται , ἀνατέτραπται . βάθρων ] † τῶν στηριγμάτων . τοιγὰρ ] διὰ τοῦτο
5411121 ληκυθου
λευκὸν ἐπρίω τῇ θεῷ εἰς τὰς τριόδους ; τῆς μυρηρᾶς ληκύθου πρὶν κατελάσαι τὴν σπαθίδα , γεύσασθαι μύρου φέρ '
χορεύων ληκύθιον ἀπώλεσεν . Οἴμοι πεπλήγμεθ ' αὖθις ὑπὸ τῆς ληκύθου . Ἀλλ ' οὐδὲν ἔσται πρᾶγμα : πρὸς γὰρ
5404351 ἐδρακες
! ] ! ! ! ! βρηνα ! ! [ ἔδρακες [ ] Αἰσήποιο [ ] ! ! [ !
καὶ καλὸν ἐντάφιον . Ζεῦ πάτερ , Ὀθρυάδα τίνα φέρτερον ἔδρακες ἄλλον ὃς μόνος ἐκ Θυρέας οὐκ ἐθέλησε μολεῖν πατρίδ
5399011 θαλαμου
' ἄγεθ ' , ὑμῖν τεύχε ' ἐνείκω θωρηχθῆναι ἐκ θαλάμου : ἔνδον γάρ , ὀΐομαι , οὐδέ πῃ ἄλλῃ
μεταπέμπεται . ἔθος δ ' εἶχεν αὐτῇ προσιέναι ἅτε τοῦ θαλάμου φύλαξ , ἔτι τε καὶ ἐπὶ συνουσίᾳ αὐτοῦ διεβάλλετο
5398887 ἐλαθ
ὥστ ' ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον μικροῦ κατακαύσας ἔλαθ ' ἑαυτόν , ὑπὸ μάλης τῇ γαστρὶ μᾶλλον τοῦ
, τὸ ποίμνιον ἁνίκ ' ἔβαλλε , κοὔ μ ' ἔλαθ ' , οὐ τὸν ἐμὸν τὸν ἕνα γλυκύν ,
5397959 μυελον
ἂν ὠξ Ἐφύρας κτίσσε ποτ ' Ἀρχίας , νάσω Τρινακρίας μύελον , ἄνδρων δοκίμων πόλιν . νῦν μὰν οἶκον ἔχοις
μένει . τῷ δ ' ὀ πόθος καὶ τὸν ἔσω μύελον ἐσθίει ὀμμιμνασκομένῳ , πόλλα δ ' ὄραι νύκτος ἐνύπνια
5397824 σκυφῳ
ἐν πυέλῳ : κελεύει δὲ αὐτὸν ἐν πυέλῳ ἤγουν ἐν σκύφῳ θερμοῦ ὕδατος καθεῖναι καὶ καταντλεῖν τῷ θερμῷ ἵνα τὸ
ἀπ ' Ἀτθίδος ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν συγκεραννήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ πᾶν γεφυρώσας ὑγρόν ,
5397769 πτερυγων
Προμηθεῦ ] ὦ τὸν πτερυγωκῆ ] τὸν ταχὺν διὰ τῶν πτερύγων οἰωνὸν ] τὸν γῦπα ᾧ ἐπωχεῖτο γνώμῃ ] θελήματι
τὸ πᾶν δ ' ἄφαντος ἀμπετὴς ἀιδνὸς ὡς κόνις ἄτερθε πτερύγων ὀλοίμαν . ἄφρικτον δ ' οὐκέτ ' ἂν πέλοι
5394900 ἀναψας
ναυτικῶν ὁρισμάτων ἔνδον κατεκράτησε τὸν στρατὸν μόλις , καὶ ναῦς ἀνάψας γῇ χαρίζεται φέρων , ἄπιστον εἰδὼς τὴν ὑγρὰν εὐεργέτιν
: ὅταν ὁ Ἀντήνωρ ὁ πορθητὴς τῆς πατρίδος βαρὺν πυρσὸν ἀνάψας εἰς σημεῖον τοῖς Ἕλλησι καὶ τὸν δούρειον ἵππον τὸν
5393254 μηπως
σώματι τοιοῦτον βρασμὸν ἐπιτάξῃ , μετὰ τροφὴν δὲ , ἵνα μήπως ὠμὴ ἐξελκομένη ἡ τροφὴ πολλὰ κακὰ ποιήσῃ . ὥσπερ
' ἔτι καὶ τόδε μεῖζον ἐπὶ φρεσὶν ἔμβαλε δαίμων , μήπως οἰνωθέντες , ἔριν στήσαντες ἐν ὑμῖν , ἀλλήλους τρώσητε
5392378 Αἰγαιας
πτερουμένης ἤγουν τῆς Δήλου φυλάξει τὸν ῥόχθον καὶ ἦχον τῆς Αἰγαίας ἁλὸς τουτέστιν ἀποθανὼν ὁ Αἴας οὐκέτι κλυδωνισθήσεται . καὶ
τὴν διαδοχὴν τοῖς μετ ' αὐτὸν παρέδωκε . Μετὰ δὲ Αἰγαίας Ἰσσὸς πολίχνιον ὕφορμον ἔχον καὶ ποταμὸς Πίναρος . ἐνταῦθα
5391889 βολης
συμβουλεύσεται . τὸν θάνατον δὲ τὸν λιθόλευστον , τὸν διὰ βολῆς λίθων γενόμενον , οὔτι μὴ φύγῃ , οὐδαμῶς φύγῃ
γράφει σχεδὸν οὔτασε Δάρδανος ἀνήρ . ἀγνοεῖ δὲ ὅτι ἐκ βολῆς τέτρωται , ὡς διὰ τῶν ἑξῆς δείκνυται ὥς τοι
5377742 χαλκειου
λόχου κληῖδας ἀνέντες θρῷσκον ἐπὶ Τρώεσσι καὶ εἰσέτι κοῖτον ἔχοντας χαλκείου θανάτοιο κακοῖς ἐκάλυψαν ὀνείροις . νήχετο δ ' αἵματι
ἀριθμῶν θεωρεῖ καταμόνας : φασὶ γὰρ αὐτόν ποτε παριόντα διὰ χαλκείου ἀκοῦσαι μέλους τινὸς καὶ ἁρμονίας ἐκ τῶν πληγῶν τῶν
5377063 ἁψας
παροιμιαστὴς ἐφθέγξατο . εὐμαρέως κεν ἀπ ' αὐτᾶς καὶ λύχνον ἇψας : ὡς ἀπὸ τοῦ ἔρωτος κοκκίνη γέγονε κατὰ πρόσωπον
κἠφλέγετ ' : εὐμαρέως κεν ἀπ ' αὐτᾶς καὶ λύχνον ἇψας . ἔστι Λύκος , Λύκος ἐστί , Λάβα τῶ
5373445 δακρυου
θερμὰ ἐγχέοντας , τὴν χεῖρα ἐναποδῆσαι . Καὶ ὄμματα , δακρύου παρηγορικὸν καταλείφοντα , πρὸς τὰ δριμέα λίπος προσηνὲς ,
καὶ χρώματι : εὐῶδες σφόδρα καὶ τοῦτο καὶ μᾶλλον τοῦ δακρύου . Τὸ δὲ δάκρυον ἀπὸ ἐντομῆς συλλέγειν , ἐντέμνειν
5371917 βαθεος
ἀργαλέῃ , οὐδέ ποτ ' ἐσθλῇ . * μυχάτοιο : βαθεός ἢ ὑστάτου βαθυτάτου ἐνδοτάτου Μελισσήεντος : Μελισσήεντα δέ φησιν
ἀργαλέῃ , οὐδέ ποτ ' ἐσθλῇ . * μυχάτοιο : βαθεός ἢ ὑστάτου βαθυτάτου ἐνδοτάτου Μελισσήεντος : Μελισσήεντα δέ φησιν
5369354 φορεοντα
, ὡς Στησίχορος : ᾤκτειρε δ ' αὐτὸν ὕδωρ ἀεὶ φορέοντα Διὸς κούρα βασιλεῦσιν . ὑπαρχόντων οὖν τούτων ταχθῆναί φασι
τε ] δυνατός ἐστι φέρειν , μετὰ δὲ πειρᾶσθαι αὐτὸ φορέοντα , ἐπεὰν δὲ ἀποπειρηθῇ , οὕτω δὴ κοιλήναντα τὸ
5367139 ἐχιδνης
τακτικώτατον τῶν ἡρώων τῶν καθ ' ἑαυτὸν γεγονέναι ; Ἔχιν ἐχίδνης οἳ μὲν τῷ γένει διαφέρειν , οὐ μέντοι τῇ
εἶθ ' ἑκόντες τοῦτ ' ἀφέντες τὸ χεῖρον ὸ τῆς ἐχίδνης δηχθέντα αἰτιᾶσθαι , μηδεπώποτ ' αὐτὸς δηχθείς . ταῦτα
5363799 ἰχωρι
ἀποκόπτοις , κακοηθέστερόν τε καὶ ὀδύνην παρέχον καὶ χορηγούμενον αἱματώδει ἰχῶρι : ἔστι δ ' οἷς καὶ ἀποτεμνόμενα τοιαῦτα φύεται
ἄνθρωπον : τοῦτον χρὴ πρίειν , ὡς ἔξοδος ᾖ τῷ ἰχῶρι , μὴ μοῦνον ἔσοδος , εὐρέως διαπρισθέντος , καὶ
5362028 ἐσορω
οἷσι δὲ τέκνων ἔστιν ἐν οἴκοις γλυκερὸν βλάστημ ' , ἐσορῶ μελέτηι κατατρυχομένους τὸν ἅπαντα χρόνον , πρῶτον μὲν ὅπως
δ ' εὐθὺ λύχνον ἅψας ἀνέωιξα , καὶ βρέφος μέν ἐσορῶ φέροντα τόξον πτέρυγάς τε καὶ φαρέτρην : παρὰ δ
5356424 καθευδοντα
κίνησιν : ὁ γὰρ ὕπνος διὰ τὴν τροφὴν ἀναγκαῖος , καθεύδοντα δὲ ἠρεμεῖ τὰ ζῷα καὶ οὐ κινεῖται ὑφ '
γὰρ ἐγρηγορότα φατέον ζῆν ἀληθῶς καὶ κυρίως , τὸν δὲ καθεύδοντα διὰ τὸ δύνασθαι μεταβάλλειν εἰς ταύτην τὴν κίνησιν ,
5350005 δριμυτατης
φύσιν ἑκάστῳ ποιητέον . Δεῖσθαι δέ φησιν Ἀνδροτίων καὶ κόπρου δριμυτάτης καὶ πλείστης ὑδρείας , ὥσπερ καὶ τῆς διακαθάρσεως ,
αὐτῶν ποτὸν κατεσκευασμένον ἀνθρώπου χείλεσιν , αὐτίκα δὴ καὶ παραχρῆμα δριμυτάτης ὀδύνης ἐμπίμπλησιν αὐτά , προϊὸν δὲ ἐπὶ τὰ εἴσω
5340152 χαλκης
ἴσως τούτου μέμνηται ὁ Νίκανδρος . γράφεται δὲ καὶ ἄνθεσι χάλκης : οὕτως καὶ παρὰ Νουμηνίῳ : ῥέθεσίν γε μὲν
ἴσως τούτου μέμνηται ὁ Νίκανδρος . γράφεται δὲ καὶ ἄνθεσι χάλκης : οὕτως καὶ παρὰ Νουμηνίῳ : ῥέθεσίν γε μὲν
5338197 ἀιξας
ἐκ πόντοιο , τὰ δ ' ἔκποθεν ἄλλος ἀήτης ἀντίος ἀίξας μεγάλῃ περὶ λαίλαπι θύων ὦσεν ἀπ ' ἠιόνων Βορέου
. . . ε . η . σ . λικριφὶς ἀίξας . ὅτι δὶς κέχρηται τῇ λέξει , νῦν καὶ
5336383 κραδιης
Βλέπε , Παλλάς , Ἀφροδίτης τὸ ῥόδον τὸ μικρὸν ἄνθος κραδίης τεῆς κρατῆσαν δροσερὸν βέλος κομίζον . Κραδίην θεῶν ἰαίνει
Πραξιτέλης ὃν ἔπασχε διηκρίβωσεν Ἔρωτα , ἐξ ἰδίης ἕλκων ἀρχέτυπον κραδίης , Φρύνῃ μισθὸν ἐμεῖο διδοὺς ἐμέ . φίλτρα δὲ
5334396 βροχον
ἡ δ ' ἔβη εἰς Ἀΐδαο πυλάρταο κρατεροῖο , ἁψαμένη βρόχον αἰπὺν ἀφ ' ὑψηλοῖο μελάθρου ᾧ ἄχεϊ σχομένη :
καὶ ἀνατείνειν : αὐτοὶ δὲ κυκλοτερῆ τομὴν περιγράψαντες ὑπὸ τὸν βρόχον , ἥντινα περιγραφὴν στεφανιαίαν ὀνομάζομεν , μετὰ ταῦτα τῇ
5334013 κληιδα
δ ' ἀνεμώλια βάζειν . ” ὣς εἰπὸν σταθμοῖο παρὰ κληῖδα λιάσθη ἐς πνοιὰς ἀνέμων : ἡ δ ' ἐξ
, τὸν μὲν ὑπὸ κραδίην , τὸν δ ' ἐς κληῖδα τυχήσας . Δάμνατο δ ' ἄλλοθεν ἄλλον : ἐπέστενε
5332203 κατενεγκειν
. καὶ δὴ πηδήσασα αὕτη ἐπὶ τὴν πυγὴν , ἐβουλόμην κατενεγκεῖν τὴν γονὴν οἱονεὶ σφαῖραν οὖσαν , καὶ ἐθεασάμην ταύτην
, ἐρανικὸς νόμος , ἐράνου φορά , ἐράνου καταβολή : κατενεγκεῖν τὸν ἔρανον , πληρώσασθαι τὸν ἔρανον , ἐκλιπεῖν τὴν
5330488 χυτης
' Ἀτθίδος ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν συγκυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ πᾶν γεφυρώσας ὑγρόν , κατῃσίμωσα
' Ἀτθίδος ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν συγκυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ πᾶν γεφυρώσας ὑγρὸν κατῃσίμωσε πῶμα
5326084 λινῳ
τις ᾖ ῥᾷον γένηται καὶ βιῷ μάντιδος πρὸ Πυθίας φοίνικι λίνῳ ἕως οὗ αὐγάσῃ τὸ φῶς δάκˈρεϊ χειμαινομένῳ αἴθωνι βελέμνῳ
μαλλοὺς δύο ἢ τρεῖς πεπλυμένους διαξάναντα καλῶς , δῆσαι μέσους λίνῳ , τὸ δὲ λίνον προσκολλῆσαι κηρῷ πρὸς τὸν πυθμένα
5323270 κραιπαλωντα
καταλαβόντες , πήραν ἔχοντα λάχανά τ ' ἄγρια δροσερά , κραιπαλῶντα ἡγούμενον τοῖς προβατίοις , εἰκῇ δὲ καταδαρθόντα που μέγαν
δροσερὰ : Τρυφερά . κραιπαλῶντα : Μεθύοντα . . καὶ κραιπαλῶντα : Ἀντὶ τοῦ ἐκ μέθης ἀτακτοῦντα , μεθύοντα ,
5318387 σκεπης
σῶμα ἐπισκέπειν δεῖ μετρίως , ὥστε μὴ ἐκ τῆς πλείονος σκέπης θερμαίνεσθαι καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἔκλυσιν ὑπομένειν τινὰ τὸν
γέγονεν ἕκαστον ὧν δεόμεθα , οἷον οἰκία ἆρ ' οὐχὶ σκέπης ; Ναί . Τί δέ ; ἐσθὴς τοῦ χάριν
5316612 ἐξιουσαν
[ πάντα ταῦτα δὲ γιγνόμενα μηδένα κωλῦσαι , καὶ μήτε ἐξιοῦσαν αὐτήν , καὶ ταῦτα πεζῇ , ἕως θαλάττης μήτε
τῶν σωμάτων . Πυθαγόρας Πλάτων ἄφθαρτον εἶναι τὴν ψυχήν , ἐξιοῦσαν γὰρ εἰς τὴν τοῦ παντὸς ψυχὴν ἀναχωρεῖν πρὸς τὸ
5316233 φαρυγος
παχὺν αὐχένα , κὰδ δέ μιν ὕπνος ᾕρει πανδαμάτωρ : φάρυγος δ ' ἐξέσσυτο οἶνος ψωμοί τ ' ἀνδρόμεοι :
: τῶι δ ' ὕπνωι παρειμένος τάχ ' ἐξ ἀναιδοῦς φάρυγος ὠθήσει κρέα . δαλὸς δ ' ἔσωθεν αὐλίων †
5313976 ἁλυσεσι
οὕτως : μόλοιμι τὰν οὐρανοῦ μέσον χθονὸς τεταμέναν αἰωρήμασι πέτραν ἁλύσεσι χρυσέαις φερομέναν δίναισι βῶλον ἐξ Ὀλύμπου , ἵν '
οὕτως : μόλοιμι τὰν οὐρανοῦ μέσον χθονὸς τεταμέναν αἰωρήμασι πέτραν ἁλύσεσι χρυσέαις φερομέναν δίναισι βῶλον ἐξ Ὀλύμπου , ἵν '
5313808 καλυπτον
χειρῖδας ἀνθινὰς ἔχοντες χιτῶσί τε χρῶνται μεσολεύκοις περιέζωνταί τε ταραντῖνον καλύπτον αὐτοὺς μέχρι σφυρῶν . σιγῇ δὲ διὰ τοῦ πυλῶνος
ἐοικέναι τύμβῳ . ἡμιτύβιον οὖν τὸ ἐξ ἡμισείας τὴν κεφαλὴν καλύπτον . . περιέψησεν : ἀπέματτεν . . ὡμάλισεν ,

Back