δὲ ᾤετο ἔτι ἀπύρεκτος τελεῖν . Πρόρρησις , εἰ μὴ φυλάξαιτο ἰκτέρῳ περιπεσεῖν . ὁ δὲ τὴν πρώτην φυλαττόμενος ἀτάραχος
, ὡς ἂν ἥκιστα ὑπίδοιτό τις αὐτῶν τὴν ἐπιβουλὴν καὶ φυλάξαιτο . ἀλλὰ γὰρ ὅτι μὲν ἐπὶ τοὺς ἀνοσίους ἀνθρώπους
7082947 τυγχανοις
ταῖς τῶν σπουδαίων εὐτυχίαις ἐγκωμιάζοιτο . ταύτης μὲν οὖν ἀεὶ τυγχάνοις φίλης : τὸν Ἀλέξανδρον δὲ ἡμῖν ἀγαθὸν ὄντα καὶ
ἂν μαλακώτατα καθεύδοις , καὶ πῶς ἂν ἀπονώτατα τούτων πάντων τυγχάνοις . ἐὰν δέ ποτε γένηταί τις ὑποψία σπάνεως ἀφ
7079494 συμβαιεν
τὸ λεπτότερον σύστασιν . Καὶ ταῦτα μὲν ἐπὶ ψυχραῖς ἐπιταθείσαις συμβαῖεν ἂν δυσκρασίαις , μᾶλλον ὁπόταν δ ' οὐχὶ διὰ
παραπλησίως χρωσθέντων χρώματι . Καὶ ταῦτα μὲν ἐφ ' ὑγιαινόντων συμβαῖεν ἂν ἀνθρώπων , καὶ μέτριον ἢ οὐδὲν δεινὸν ὀφθέντα
6857473 πλειστ
τις ἴδοι ὅτι ὁ μάλιστα φυλάττων τὴν αὑτοῦ πατρίδα καὶ πλεῖστ ' ἀντιλέγων τούτοις , οὗτος ὑμῖν , Αἰσχίνη ,
καὐτὸς ὡς ἐπαιδεύθην ξένος , ὥσπερ σύ , χὤς τις πλεῖστ ' ἀνὴρ ἐπὶ ξένης ἤθλησα κινδυνεύματ ' ἐν τὠμῷ
6818340 παμπονηρα
ἐπιτρίτου βʹ καὶ βακχείου : τὸ ιϘʹ “ κἂν λέγῃ παμπόνηρα ” ὅμοιον δίμετρον ἐξ ἐπιτρίτου βʹ καὶ ἀμφιβράχεος ἢ
νοῦν : ἔχεις γὰρ οἰκίαν . Καὶ μὴν ἀτεχνῶς γε παμπόνηρα φαίνεται . Δειπνεῖν με δίδασκε . Περὶ ἐμοῦ δ
6748518 λιπαροτητα
εἰϲ γλυκύτητα τὴν μετάπτωϲιν ἴϲχει , μετὰ δὲ ἀερώδουϲ εἰϲ λιπαρότητα . οἱ γὰρ ἀπὸ τῶν δένδρων καρποὶ πάντεϲ ,
. Ὡσαύτως δὲ καὶ τῶν ἄλλων τὸ σησάμινον διὰ τὴν λιπαρότητα : πυρούμενον δὲ ἐξόζει σησάμου καθάπερ ἀναλυόμενον . Αἱ
6621048 ἐσχηκα
οὐδὲν ἀλλ ' ἢ διὰ σοφίαν τινὰ τοῦτο τὸ ὄνομα ἔσχηκα . ποίαν δὴ σοφίαν ταύτην ; ἥπερ ἐστὶν ἴσως
, ἀλλὰ παρὰ τὸ σχῆμι , ἀφ ' οὗ καὶ ἔσχηκα ὁ παρακείμενος καὶ ἐσχέθην ὁ ἀόριστος καὶ ὁ μέλλων
6596527 ἀφειλομεν
τοῖς νη χρόνοις , εἰ δὲ ἀπὸ τοῦ δύνοντος , ἀφείλομεν ἂν ἀπὸ τῶν ο . ὁ μὲν οὖν τρόπος
τὰ μὲν ε καὶ δ εʹ τῆς ὑπὸ ΕΖΛ γωνίας ἀφείλομεν τῶν τῆς ὑπὸ ΑΒΖ γωνίας μοιρῶν λ διὰ τὸ
6527269 σωφρο
, σὺ δὲ ἀγροίκως ἐποίησας μόνη κοιμηθεῖσα ἐν ῥόδοις καὶ σωφρο - νήσασα ἐν οὐ σώφροσιν . ἢ γὰρ τῶν
καὶ ἐνεργεῖ κατὰ ταύτην ἀνεμποδίστως , εὐφραίνεται . ἡ δὲ σωφρο - σύνη καὶ ὑγίεια , ἐπεὶ ἀγαθαί εἰσι ,
6523415 τρυσιβιου
φροντίζοντες δυσχεραίνουσιν ἐν στρωμναῖς κείμενοι . φειδωλοῦ ] ἐστενωμένης . τρυσιβίου ] κεκολασμένης περὶ τὴν ζωήν . ⌈ θρύμβη [
] δυσκόλως κοιμωμένης . τρυσιβίου ] καταπονούσης τὸν βίον . τρυσιβίου ] δαμαζούσης τὸν βίον . θυμβρεπιδείπνου : τὰς θύμβρας
6508697 Συμμαχου
αὐτῶν τὸ κρατεῖν . ἴσθι δὲ ὅτι τὰ αὑτοῦ μὲν Συμμάχου κομιζομένου σφόδρα ἂν ἡσθείην : εἰ δ ' ἑτέρως
τὴν δὲ χεῖρα ἔμπυον εἶχε μέχρι τοῦ ἀγκῶνος . Ὁ Συμμάχου παῖς ὑπὸ χολῆς ἀπεπνίγη νύκτωρ καταδαρθὼν , καὶ πυρετοῦ
6493710 Βεβαιοτερον
ὑπὸ γῆν ὁποία τις ἡ ὑπομονὴ καὶ εὐχαριστία ἔσται . Βεβαιότερον δ ' ἄν τις οὕτω σκέψαιτο : τὸν μὲν
γῆν ὁποία τις ἡ παραμονὴ καὶ εὐχαριστία ἔσται μηνύσει . Βεβαιότερον δὲ ἂν σκέψαιτό τις οὕτω : τὸν μὲν ὡροσκόπον
6470531 ἡσθειης
σεμνότερον ἀποφαίνειν τὸ χαριστήριον . ζητοῦσα γὰρ ὅτῳ μάλιστα ἂν ἡσθείης , οὐ τὸν εἰπεῖν δεινὸν ἐξεῦρεν οὐδὲ τὸν μέγαν
αὑτοῦ λελοιπότι τῶν καλῶν πολλὰ ἂν εὕροις οἷς ἥκιστα ἂν ἡσθείης : ἀλλ ' οὐ κατηγορεῖς διὰ ταῦτα τοῦ παντὸς
6461845 δυσαλωτος
πονεῖν τὰ καλὰ , τὰ κακὰ μετέρχονται . ὅσῳ γὰρ δυσάλωτός ἐστιν ἡ ἀρετὴ , τοσούτῳ ἡ κακία εὐάλωτος .
πονεῖν τὰ καλὰ , τὰ κακὰ μετέρχονται . ὅσῳ γὰρ δυσάλωτός ἐστιν ἡ ἀρετὴ , τοσούτῳ ἡ κακία εὐάλωτος .
6421852 τεθειη
' οὐδ ' ὥσπερ ὁ γαλακτώδης εἰς τὸν γλυκὺν ἂν τεθείη , καὶ γὰρ οὗτος ἐν ἐνίοις ὡς εἶδος ἄν
παθόντος ὀργή : εἰ δὲ τὸ ἀμύνεσθαι τῷ παθεῖν ἐγγὺς τεθείη , τουτέστιν εἰ μὴ γένοιτο ἐν μέσῳ χρόνος πολύς
6405339 ἀμφισβητησειεν
δοξάζομεν δὲ ἃ οὐ πάνυ ἴσμεν . περὶ δὲ τούτου ἀμφισβητήσειεν ἄν τις : οὐ γὰρ πάντες προαιροῦνται ἃ μάλιστα
ὂν ὑπομεῖναι τὸ ἀλγεινὸν ἐπὶ τῷ καλῷ , περὶ τούτου ἀμφισβητήσειεν ἄν τις , εἴτε ἄκων εἴτε ἑκὼν πεποίηκεν ,
6385513 συγγνοιη
τοῦ προκειμένου τὸν ἀποδιδόμενον ὅρον γίγνεσθαι . καίτοι διαλεγομένῳ μὲν συγγνοίη ἄν τις ἐνίοτε , μεταφοραῖς χρησαμένῳ καὶ τροπαῖς ,
διαπεσεῖν τοῦ δέοντος γένηται , ἀνθρωπίνον μὲν τὸ πάθος , συγγνοίη δ ' ἄν τις εὖ κρίνειν εἰδώς , ἀντιπαραθεὶς
6378207 προαχθειη
τῶν ἔμφραξίν τινα πεπονθότων τῶν ἐντὸς σπλάγχνων καὶ νεφρῶν , προαχθείη ἂν οὖρα λεπτά τε καὶ λευκά , ἃ δ
καὶ ὁ βραδύτατος ἕτερόν τι τοῦ ῥητοῦ κατανοεῖν ἂν | προαχθείη : μᾶλλον γὰρ ἀφορισμῷ ἢ παραινέσει ἔοικε τὸ διάταγμα
6375224 ἁμαρτῃ
' „ ὅτι ἡμάρτομεν , κατελαλήσαμεν „ : ὅταν γὰρ ἁμάρτῃ καὶ ἀπαρτηθῇ ὁ νοῦς ἀρετῆς , αἰτιᾶται τὰ θεῖα
αἱ δυνάμεις τοὺς ἄνδρας : καθόσον δ ' ἄν τις ἁμάρτῃ τοῦ καλοῦ , κατὰ τοσοῦτον αὐτοὺς ἐξήλεγξαν . Εἰ
6367921 ἀποψασθαι
ὁ ἱερώτατος . ὠνομάσθησαν δ ' οὕτως διὰ τὸ ῥᾳδίως ἀποψᾶσθαι ἢ οἷόν τις [ οὖσα ] ἐπιψαύουσα σὰρξ καὶ
' ἄν , ἵν ' εἶχες , φής ' , ἀποψᾶσθαι , τάλαν . ὅτι δ ' ἦν καὶ ἀστεία
6365165 μαχεσαιτο
, ἐπεί κεν ἀνὴρ ἀναθείη , ἀλλ ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο . ἀμφὶ δὲ πόρκης χρύσεος ἀστράπτει καὶ ἐπ '
, ἐπεί κεν ἀνὴρ ἀναθείη , ἀλλ ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο ” . τοῦτο δὲ ἵνα δείξῃ ὡς Δημοσθένους ,
6321239 ὑπουλως
, φρονήματος ὑποπλησθεῖσα καὶ παρρησίας ὅσα κατ ' εἰρωνείαν πρότερον ὑπούλως ὑπῃνίττετο , ταῦτα ἀπ ' εὐτολμοτέρου θράσους ἐκλαλεῖ καὶ
, . . ὑπούλως ὁ δὲ πρός τινας τῶν γνωρίμων ὑπούλως τε καὶ οὐχ ὑγιῶς ἔσχεν . , . .
6311262 ἐξευροις
πάλαι . Ἐπεὶ καθ ' αὑτόν γ ' οὐκ ἂν ἐξεύροις ἐμοὶ ἁμαρτίας ὄνειδος οὐδὲν ἀνθ ' ὅτου τάδ '
εἴδη , ῥᾳδίως ἂν καὶ τὰ ἐπὶ τοῖς κατέχουσι νοσήμασι ἐξεύροις οὖρα , ὥστ ' ἀκριβῶς καὶ τὰ ἐπὶ τούτοις
6297497 πωλοιτο
τοσούτῳ ἂν πλέον καὶ εἰσάγοιτο καὶ ἐξάγοιτο καὶ ἐκπέμποιτο καὶ πωλοῖτο καὶ μισθοφοροῖτο καὶ τελεσφοροίη . Εἰς μὲν οὖν τὰς
οἷς μέτρων μέλει καὶ τῶν ὡραίων , ὅπως ἀπὸ συσσήμου πωλοῖτο . Οὐκ ἔστι δὲ πλείω τὸν αὐτὸν μεταβάλλεσθαι ,
6296310 σφαλλοιτο
πράττειν , καλῶς ἂν πάντα ποιήσειε καὶ περὶ οὐδὲν ἂν σφάλλοιτο . ἄνευ δὲ τούτου καθ ' ἕκαστον μὲν τῶν
κεκραμένον σώματι ἐν τῷ πρώτῳ νοητῷ τις τιθέμενος οὐκ ἂν σφάλλοιτο . Οὐ γὰρ τόπον ζητητέον οὗ ἱδρύσομεν , ἀλλ
6293755 ἡκιστ
πῶς εἶπας ; οὐ πενθεῖν με σὴν ψυχὴν χρεών ; ἥκιστ ' , ἐπεί μοι τύμβος οὐ χωσθήσεται . †
τὸν δὲ στρυφνὸν ἐκ μεγάλων σχημάτων καὶ πολυγωνίων καὶ περιφερὲς ἥκιστ ' ἐχόντων : ταῦτα γὰρ ὅταν εἰς τὰ σώματα
6289418 σαφεστατ
Πέριλλος ἐν Μεγάροις ; οὐκ ἀπερριμμένοι ; ἐξ ὧν καὶ σαφέστατ ' ἄν τις ἴδοι ὅτι ὁ μάλιστα φυλάττων τὴν
: οἶκος δ ' αὐτός , εἰ φθογγὴν λάβοι , σαφέστατ ' ἂν λέξειεν : ὡς ἑκὼν ἐγὼ μαθοῦσιν αὐδῶ
6287417 Ληρεις
Δώσει τις δίκην . καὶ τὰ σκόροδα τὰ πολλά . Ληρεῖς , ὦ γύναι , κοὐκ οἶσθ ' ὅ τι
ὁ μικρὰ δ ' εἰπὼν μᾶλλον ἂν ᾖ χρήσιμα . Ληρεῖς ἐν οὐ δέοντι καιρῷ φιλοσοφῶν . Παραπλήσιον πρᾶγμ '
6278745 ἀξιωσειε
δυνήσεται φύσιν αἰσθητὴν ἔχον ἄλλων καὶ ἄλλων εἶναι μηνυτικόν . ἀξιώσειε δ ' ἄν τις καὶ ἐνταῦθα τοὺς μὲν τῇ
' ἦν ἐγώ . ἣν τοίνυν ὑμῶν ἂν ἕκαστος δίκην ἀξιώσειε λαβεῖν , ταύτην νομίζετε κἀμοὶ προσήκειν νῦν : καὶ
6265144 Λεγοις
ἑκάτερος αὐτῶν ἀπειλήφῃ τὰ ὑπὸ τοῦ λόγου ὀφειλόμενα ἀκοῦσαι . Λέγοις ἄν , ἔφη , ὡς οὐ πολλὰ ἄλλ '
, ὦ Σώκρατες , ἄρτι δοκῶ κατανενοηκέναι τοὺς ἄνδρας . Λέγοις ἄν : ἔοικας γὰρ ἄτοπόν τι καθορᾶν . Ναί
6255906 βλαπτοι
μέρος τῆς κατηγορίας ἤδη , ὡς καὶ μεγάλ ' ἂν βλάπτοι γενόμενος κύριος τὴν πόλιν . τὸ μὲν οὖν τοῖς
μὲν ἄλλου τινὸς εἴ τις βούλοιτο ἀποτρέπειν , προσήκειν ὅσα βλάπτοι λέγειν , ὑπὲρ δὲ τούτου πᾶν τοὐναντίον λυσιτελεῖν σιωπᾶν
6252597 σαθρων
Λύκος καὶ ὄϊν ποιμαίνει . Κεραμέως πλοῦτος : ἐπὶ τῶν σαθρῶν καὶ ἀβεβαίων καὶ εὐθραύστων . Κεραμεὺς ἄνθρωπος : ἐπὶ
παλαιότητος εἰς νέαν κατάστασιν εἰδοποιῶ , καὶ ἐπισκευαστὴς ὁ τῶν σαθρῶν οἰκοδόμος . ʃ ἐκ σαθρότητος νέας ποιήσαντες . εἰρηναῖον
6243332 ἀνδραχθεσι
ἐοικότες , ἀλλὰ Γίγασιν . οἵ ῥ ' ἀπὸ πετράων ἀνδραχθέσι χερμαδίοισι βάλλον : ἄφαρ δὲ κακὸς κόναβος κατὰ νῆας
Ἀπίων ὁμοῦ καὶ ὁμοίως καὶ ἅμα καὶ ὁμαλῶς ῥέουσα . ἀνδραχθέσι κ . . , = . : ἀνδραχθέσι :
6233024 ὀργιλοις
. οἱ δ ' ἀκρόχολοι ἢ οἱ αὐτοί εἰσι τοῖς ὀργίλοις ἢ ἔτι μᾶλλον ἐπιτεταμένην ἔχουσι τὴν ὀργιλότητα . ἄλλο
, σκυθρωποὺς καὶ βαρεῖς ὄντας . ὑπεναντίως δὲ οὗτοι τοῖς ὀργίλοις ἰδίως καλουμένοις καὶ ἀκροχόλοις περὶ ὀργὴν ἔχουσι . διὸ
6232598 φυσωμενων
. ἕτεροι δ ' εἰσὶ κομπασταὶ τῶν ὑπ ' ἀλαζονείας φυσωμένων , οἳ λιμοδοξοῦντες οὐδενὶ τῶν εἰς τὴν ὠφελιμωτάτην ὀλιγοδεΐαν
βραχὺ δώσομεν . ἐπὶ δὲ τῶν χολὴν μέλαιναν ἐμούντων καὶ φυσωμένων τὸν στόμαχον σπόγγους ὄξει δριμυτάτῳ θερμῷ βεβρεγμένους ἐντίθει ,
6231815 ἐπαινεσαις
γὰρ ὑγρῶς κάμπτων τὰ γόνατα ἀκοπώτερον καὶ ἀπταιστότερον βαδίζει . ἐπαινέσαις δ ' ἂν βλέμμα ἵππου γοργόν , ἰταμόν ,
σοι διὰ τῶν ἀθλητῶν τιμᾶν , εἰ τοὺς μὲν σπεύδοντας ἐπαινέσαις , τοῖς δὲ ῥᾳθυμοῦσιν ἐπιτιμήσαις , πᾶσι δὲ ποιήσαις
6231354 κολαζωνται
ἐρεᾶν δ ' ἐσθῆτα μὴ ἀμπέχεσθαι , ὅπως ὄντες ἐπίσημοι κολάζωνται ὑπ ' αὐτοῦ . Τὸν δὲ Μώυσον εὔχεσθαι τῷ
καὶ αἵματι βεβαπτισμέναι , ὡς μηδὲν παρὰ τάξιν πράσσειν κἂν κολάζωνται , πόσῳ πλέον βαπτισμοῦ καὶ κολάσεως . . .
6230253 φιλοψυχος
συνεσταλμένος , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος , καταπλήξ : ὁ γὰρ ἄψυχος
οὕτως ἀωρὶ τοῦ παντὸς χρόνου μελῳδῶν . εἶτα φῂς εἶναι φιλόψυχος καὶ καταψεύδει σαυτοῦ . καὶ τίς ὦ πρὸς θεῶν
6229296 ΤΕταρτη
παῖς . ἅπαντα δὲ τὰ ἐπιχειρήματα ἐκ τούτων εὑρήσομεν . ΤΕτάρτη ἀντίθεσις κατὰ ἀντίθεσιν : ὅτι εἰκὸς αὐτὸν παρά σοι
βούλομαι , πῶς ἐκεῖ - νον ἀφαιρεῖται τῆς χάριτος . ΤΕτάρτη : ἀπολογήσῃ τῷ δήμῳ στρατευσάμενος δεύτερον . ΛΥσεις :
6216429 ὑπεικῃ
κἀγὼ πονηρός εἰμι . Ἐὰν δὲ μὴ ταύτῃ γ ' ὑπείκῃ , λέγ ' ὅτι κἀκ πονηρῶν . Οὐκ αὖ
καὶ φόβους καὶ ἀλγηδόνας καὶ λύπας μὴ διαπονῇ καρτερῶν ἀλλὰ ὑπείκῃ , τότε οὐ τιμᾷ ὑπείκων : ἄτιμον γὰρ αὐτὴν
6215691 Εὐγενης
. Γλαὺξ οὐκ ἂν νοσσοποιήσειε ἑτέρας προλαβούσης τὸ δῶμα . Εὐγενὴς ἵππος σκύβαλον ἑτέρου ἵππου οὐκ ἂν προσενέγκοιτο . Γῦπες
Εὐρυκλῆς πᾶς ἐγγαστρίμυθος : ἀπὸ Εὐρυκλέους τοιούτου τινὸς μάντεως . Εὐγενὴς ἐκ βαλαντίου : ἐπὶ τῶν διὰ πλοῦτον εὐγενῶν εἶναι
6215459 ἀκεραιοφανης
κυρίως δὲ ὁ περιφανὴς παρὰ τὸ ἀκέραιον καὶ τὸ φαίνω ἀκεραιοφανὴς καὶ ἀκραιφνὴς συγκοπῇ . χίμετλα τὰ ἐκ χειμῶνος ἀποψύγματα
κυρίως δὲ ὁ περιφανὴς παρὰ τὸ ἀκέραιον καὶ τὸ φαίνω ἀκεραιοφανὴς καὶ ἀκραιφνὴς συγκοπῇ . χίμετλα τὰ ἐκ χειμῶνος ἀποψύγματα
6211135 Γενοιτο
τὸ ἐγένετο μαντεύμασι : τὸ δὲ γένοιτο οὐκ ὀρθόν . Γένοιτο ] Ἐγένετο . Ἀκέσματ ' ] Θεραπείας , ἰάσεις
, καὶ τὰ λείψανα τῶν ξύλων ἐπὶ πολὺ σωθῆναι . Γένοιτο δ ' ἂν οὗτος , ὅντινα καὶ Μωυσῆς ἀνέγραψεν
6208353 ἀντειποι
σχῆμα , οἷον τούτου μὲν χάριν οὐδ ' ἂν αὐτὸς ἀντείποι . Ἀλλὰ σχήματα μὲν ταῦτα τοῦ ἐνδιαθέτου λόγου .
καὶ πάλαι κυρίων , οὓς οὐδ ' ἂν αὐτὸς οὗτος ἀντείποι μὴ οὐχὶ καλῶς ἔχειν , ἐνιαυτὸν διαλιπὼν ἕκαστος λῃτουργεῖ
6205362 δεικνυοι
μεγάλην φέρων ἐμβάλλοι ἢ μύρμηκα ἐπ ' ἐλέφαντος ἢ καμήλου δεικνύοι . τοῦτό τε οὖν φυλακτέον τῷ λέγοντι , καὶ
τις οὖν εὑρὼν ἐκείνην προσφέροι τοῦτον , σαφὲς ἄν τι δεικνύοι τεκμήριον : νυνὶ δ ' ὑπόνοιαν καὶ ταραχὴν ἔχει
6203285 καλλωπισμος
ἔπαινος , σεμνολογία , λαμπρότης , φαιδρότης , κόσμος , καλλωπισμός , σύστασις , γνωρισμός , εὐφημία . τὰ δ
ἐνταῦθα . χρυσεοστόλμους ] χρυσῷ κεκαλλωπισμένους : στολμὸς γὰρ ὁ καλλωπισμός . κἀμὸν ] ἤγουν καὶ ἐμοῦ . εὐνατήριον ]
6201593 εἰποιτ
ὑπὲρ Φιλίππου καὶ οὐδ ' ὁτιοῦν ὑπὲρ ὑμῶν ἔπραξαν , εἴποιτ ' ἄν , καὶ ἀληθῆ καὶ δίκαια . εἶτ
αἰτίαν ἔχοιμι περὶ ὧν πρὸς τοῦτον διαφέρομαι ; ἀλλ ' εἴποιτ ' ἂν ὅτι ἔξεστι καὶ τὰ ὑμέτερα ἔχοντα παρὰ
6193891 βιασῃ
καὶ δῆλα . ἐὰν παιδεραστῇς , ἐὰν μοιχεύῃς , ἐὰν βιάσῃ παῖδα , ἄρρενα μὲν μηδὲ λέγε , ἀλλὰ κἂν
τῶν εἰς τοὺς Ἕλληνας ἀδικημάτων . καὶ ἐκ τοῦ ἀπολογουμένου βιάσῃ λέγων συνήδεσθαι καὶ αὐτὸς ἐν τῷ παρόντι καιρῷ ,
6191415 καρπωσαιτο
δ ' εἶναι μέτριος αὐτός τε ἂν ταύτην τὴν δόξαν καρπώσαιτο , τοῖς τε βουλομένοις ὕστερον εὐέμβατον ἀπολίποι τὴν ἀκρόπολιν
. Ἔστι δὲ οὗτος , ὃς ἀπορεῖ , τί ἂν καρπώσαιτο ὁ νοῦν ἔχων εἰς ἀγαθοῦ μοῖραν οὐδὲν πληττόμενος ,
6190384 σκωπτομενος
τε ξυνιέναι ὀξύτερος ᾖ καὶ ἀμείνων μνημονεύς . Ὁ αὐτὸς σκωπτόμενος ὑπό τινος ὅτι διὰ σμικρολογίας τοῦτο ποιεῖ εἶπεν :
νόμοις τῆς πατρίδος . Βίας ἔν τινι πότῳ σιωπῶν καὶ σκωπτόμενος εἰς ἀβελτερίαν ὑπό τινος ἀδολέσχου : Καί τίς ἂν
6186708 ἡδοιτο
ὅπως ἡμεῖς τε τῷ φίλῳ συγχαίρωμεν καὶ Μόντιος ὑπὸ γῆς ἥδοιτο . λέγεται γάρ τι περὶ τῶν οἰχομένων καὶ τοιοῦτον
τῶν ναυτῶν . ἀλλὰ κυβερνήτης γε οἶμαι κυβερνήτην οὐκ ἂν ἥδοιτο ὁρῶν συμπλέοντα αὑτῷ . Πότερον ὅταν χειμὼν ἰσχυρὸς ᾖ
6183966 γνωριζοις
μέλοι δ ' ἄν , εἰ οὓς ἐπέστησε τοῖς πράγμασι γνωρίζοις τε καὶ δικαστηρίου χρῄζοντας εὐμενῶς δέχοιο . ταῦτά τε
τραγῳδίας ἐπέραστον ἐκεῖνον ποιητήν . λέγω δὲ ὡς ἀπὸ τούτων γνωρίζοις αὐτόν , μηδέ σε οὕτω θεσπέσιον χρῆμα καὶ φίλον
6181573 θαυμασαιμι
τὸ φρόνημα ἔχειν . ταῦτα μὰ τὴν Δήμητρα οὐκ ἂν θαυμάσαιμι εἰ μείζων εἰπόντι μοι γένοιτο παρ ' ὑμῶν βλάβη
, οἷς τότ ' οἱ δυναστεύσαντες ἐν ἑκατέροις ἐχρήσαντο . θαυμάσαιμι δ ' ἄν , εἴ τινες τὰς ἐν τοῖς
6179085 ὀσχεος
κηδεός : ὀχεύω ὀχεός : καὶ ἐν πλεονασμῷ τοῦ σ ὀσχεός : ὀρεύω ὀρεός : μεδεύω Μεδεός , ὄνομα κύριον
, ὡς παρὰ τὸ φωλεύω φωλεὸς , ὀχεύω ὀχεὸς καὶ ὀσχεός . τὸ ἀπὸ ἤτρου χαλώμενον δέρμα , ὀχεὸς σὺν
6179073 δοξαζῃ
ἄλογος λέγεται διότι αἰτίας ἐστέρηται , οἷον ὡς ὅταν τις δοξάζῃ τὴν ψυχὴν ἀθάνατον εἶναι , μὴ λέγων αἰτίαν ,
καὶ οὐχ ὑπ ' αὐτοῦ , ὅταν μέντοι αὐτὸς οὕτως δοξάζῃ , τὸ ἔστι προστίθησιν , ὡς ἥτις οὐδὲ καθ
6178195 ἐπαινεσειε
ὅτι θέσεως ἄριστα εἴληχεν , ὡς καὶ πόλεως ἄν τις ἐπαινέσειε πρῶτον τὴν θέσιν . ἐν γὰρ τῷ μέσῳ τῆς
αὐτὴ δὲ ἐφ ' ἁρμαμάξης θεωμένη : ὃν δ ' ἐπαινέσειε , τούτῳ δῶρα ἀμέμπτως ἐδίδου , ὥστε λαμπρότατα τὸ
6174604 ἐξαυγοι
δικαίαν νίκην παρέχουσιν , οἱ δὲ κακοποιοὶ τῶν ἀστέρων κἂν ἔξαυγοι ὦσιν , ἐν ἀλλοτρίοις δὲ καὶ ἀνοικείοις τόποις ὄντες
δικαίαν νίκην παρέχουσιν , οἱ δὲ κακοποιοὶ τῶν ἀστέρων κἂν ἔξαυγοι ὦσιν , ἐν ἀλλοτρίοις δὲ καὶ ἀνοικείοις τόποις ὄντες
6170556 ζητησειε
τρίτην τοῦ Ἄρεος καὶ καθεξῆς τῶν ἄλλων , ἴσως ἂν ζητήσειέ τις , πῶς φαμεν , εἰ οὕτω τύχοι ,
κατὰ συνθήκην , ὅτι φύσει τῶν ὀνομάτων οὐδέν ἐστι . ζητήσειέ τις πῶς εἶπεν Ἀριστοτέλης ἐνταῦθα φύσει τῶν ὀνομάτων οὐδέν
6169735 δυσμενεια
μισητία , ἔχθρα , ἀπέχθεια , πρόσκρουσμα , διαφορά , δυσμένεια , δύσνοια , κακόνοια , ἀλλοτρίωσις , ὑποψία .
τὰ πράγματα ἐκ τῶν πλείστων : δυσκολία , δυστροπία , δυσμένεια , δυσχέρεια , δυστραπελία , παλιντραπελία , παλιμβολία ,
6169490 θεωρησῃ
μάλιστα τῆς Ἀφροδίτης ἑῴας ἀνατολικῆς οὔσης , εἰ δὲ Κρόνος θεωρήσῃ ἐκ θηλυκῶν προσώπων λύπας καὶ μερίμνας ποιεῖ , εἰς
ζῇ καὶ τούτους θεωρεῖ ὡς κακῶς πράσσουσιν . Ἐπειδὰν οὖν θεωρήσῃ πάντα , τί ποιεῖ ἢ ποῦ ἔτι βαδίζει ;
6166468 διαβαιεν
μὲν ἡθροίσθησαν , ἔπειτα δὲ ἀνέστρεφον διὰ τὸ ἀπορεῖν ὅπῃ διαβαῖεν . οἱ μὲν οὖν πελτασταὶ ὀλίγοι ὄντες οἱ πρῶτοι
ταῦτα Ξενοφῶν μὲν ἔπραττε περὶ πλοίων , ὅπως ὅτι τάχιστα διαβαῖεν . ἐν δὲ τούτῳ ἀφικόμενος Ἀρίσταρχος ὁ ἐκ Βυζαντίου
6164752 τεθηπε
ἐστὶ ῥῆμα . τὸ ταράττω καὶ ἐκπλήττομαι . ἔνθεν τὸ τέθηπέ τις . ἐστὶν οὖν θήπω : καὶ ῥηματικὸν ὄνομα
ἐστὶ ῥῆμα . τὸ ταράττω καὶ ἐκπλήττομαι . ἔνθεν τὸ τέθηπέ τις . ἐστὶν οὖν θήπω : καὶ ῥηματικὸν ὄνομα
6164160 ἀνακραγῃ
ἂν ἴδῃ τις ἐνύπνιον σφόδρα φοβούμεθ ' , ἂν γλαὺξ ἀνακράγῃ δεδοίκαμεν . ] ἀγωνίαι , δόξαι , φιλοτιμίαι ,
εὐθὺϲ εἷϲ ὄνοϲ . [ ἂν γάρ ] τιϲ ἀπολειφθέντοϲ ἀνακράγῃ τόπου [ „ ὄνοϲ προϲέρχετ ] ' „ ,
6161308 ἐπιβουλευεται
, καὶ ἐπιβουλῆς μετέχειν καὶ φθόνου . [ καὶ γὰρ ἐπιβουλεύεται καὶ φθονεῖται ὁ πλούσιος . ] τὸ δὲ παρὰ
ἔχαιρον καὶ νῦν ἐπιδώσουσι μᾶλλον . Γ τοῖς θεοῖς ἅπασιν ἐπιβουλεύεται Γ : ἀντὶ τοῦ “ ἐπὶ τοῖς θεοῖς βουλεύεται
6158156 λεξειας
ἃ βούλομαι κλύειν . φεῦ : πῶς ἂν σύ μοι λέξειας ἁμὲ χρὴ λέγειν ; οὐ μάντις εἰμὶ τἀφανῆ γνῶναι
ὑπεραποκρίνῃ μου , σαφῶς σώσεις ἐμέ . Μόνος γὰρ ἂν λέξειας ἀξίως ἐμοῦ . Ἔπειτα πῶς οὐκ αὐτὸς ἀπολογεῖ παρών
6158002 ὑπνωττειν
ψυχικὴ τοῦ ψυχικοῦ πνεύματος , ὡς δηλοῖ τὸ ἐν τῷ ὑπνώττειν ἡμᾶς συγγινώσκειν πολλάκις τὰ γινόμενα καὶ τὰ λεγόμενα ἀκούομεν
νύκτας νομίζειν . Θ ἠγρύπνει δὲ ὁ Στρεψιάδης μὴ δυνάμενος ὑπνώττειν ὑπὸ τῆς τῶν χρεῶν φροντίδος . ὦ Ζεῦ Θ
6148623 ἀπορησειε
γράφων περὶ τὸν ὄρθρον φησὶ τὸν Αἴαντα ἑαυτὸν ἀνελεῖν . ἀπορήσειε δ ' ἄν τις , πρὸς τί βλέπων τὸν
καὶ ζωῇ καὶ ὄντι . Τάχα γὰρ ἄν τις καὶ ἀπορήσειε τίς ἡ τριὰς αὕτη καὶ πόθεν λαβοῦσα τὴν ἀντιδιαίρεσιν
6145166 νομιζοιτο
τοῦ βιωσίμου , κατὰ τοῦτ ' ἂν δικαίως ἅπαντα περιειληφέναι νομίζοιτο καὶ πάντα οἷον κυβερνᾶν ἡμῶν τὸν βίον . οἱ
ἐκλύειν τὰ σώματα . ὁ δὲ βορέας δικαίως ἂν ἄριστος νομίζοιτο , διικνούμενος εἰς πάντα τόπον τῆς οἰκουμένης καὶ διαμένων
6143086 Πλουτει
λαβεῖν δεῖ μερίδ ' , ἢ μῶμον ἔχειν δεῖ . Πλουτεῖ τις ἄγαν ; ἀλλὰ πάθος παρέλαβεν αὐτόν . Εὐσεβής
ἀσθενείας τῆς πρὸς αὐτὸ καὶ ἀγνωσίας ταῖς δόξαις διαιρούμεθα . Πλουτεῖ Καλλίας , μακάριος τῶν ἀγαθῶν : ἀλλὰ Ἀλκιβιάδης Καλλίου
6142727 ἐποπτου
καταθέσθαι θελήσειεν ἔς τινα αἰδοῖ Διὸς χαρίτων ἐφόρου τε καὶ ἐπόπτου ; καὶ τῷ μὲν ταῦτα εἴρητο , καὶ ἐφρύγετο
τοὺς ὀφθαλμούς . τοξότου : ἀντὶ τοῦ ὑπηρέτου δημοσίου , ἐπόπτου καλουμένου . Γ κυκώμενον ] βλαπτόμενον . ὃς μὰ
6137265 ψευδηται
ἄκων ἀληθὲς οὐδὲν εἴποι . Ἡγεῖται δ ' ὅταν τι ψεύδηται τῶν λόγων ὅρκος κατὰ τῶν ἀναισχύντων ὀφθαλμῶν , καὶ
εὖ οἶδ ' ὅτι ἔχει ὑπακουούσας : ἢν δὲ πολλάκις ψεύδηται αὐτάς , τελευτῶσαι οὐδ ' ὁπόταν ἀληθῶς ὁρῶν καλῇ
6135048 ἐξαμαρτανῃ
παρ ' αὐτοῖς μὴ ἀδικῇ , ἀλλ ' ἐάν τις ἐξαμαρτάνῃ , κολάζουσιν : οἱ δὲ ὑμέτεροι ῥήτορες τρυφῶσι .
. Οὐκοῦν βελτίων ἔσται , ἐὰν ἑκοῦσα κακουργῇ τε καὶ ἐξαμαρτάνῃ , ἢ ἐὰν ἄκουσα ; Δεινὸν μεντἂν εἴη ,
6132511 Παρρασιου
τινων Ἀρκάδων ὀλίγων . τοὔνομα μὲν λέγεται ἀπὸ Πάρου τοῦ Παρρασίου ἀνδρὸς Ἀρκάδος ἔχειν , ὡς Καλλίμαχος . Νικάνωρ δὲ
τοῖς ἐν ὑστέρῳ ἐσομένοις . μονιμωτέρα γοῦν τῶν Ἀπελλοῦ καὶ Παρρασίου καὶ Πολυγνώτου γένοιτ ' ἄν , καὶ αὐτῇ ἐκεινῇ
6129429 καταλαμβανοιτο
καὶ ἡ ἀντιτυπία . αὕτη γὰρ εἴπερ καταλαμβάνεται , ἁφῇ καταλαμβάνοιτο ἄν . ἐὰν οὖν δείξωμεν , ὅτι ἀκατάληπτός ἐστιν
πέφυκε καταλαμβάνεσθαι : δῆλον ὅτι οὐδὲ ἡ ῥύσις αὐτόθεν ἂν καταλαμβάνοιτο . ἵνα μὲν γὰρ τὴν ῥύσιν ἐπιγνῶμεν , δεῖ
6125783 συμπαθει
ὑπερβάλλουσαν εὐπάθειαν , θᾶττον τῶν ἄλλων μερῶν τοῦ σώματος , συμπαθεῖ τοῖς πεπονθόσι μέρεσι . διὰ τοῦτο γοῦν καὶ κατὰ
δι ' ὁμοζωνίαν καὶ τὸ ἐν τοῖς αὐτοῖς χρόνοις ἀναφέρεσθαι συμπαθεῖ . ὁμόζωνα δέ ἐστιν , ὅταν τοῦ αὐτοῦ ἀστέρος
6124572 ἀποτρεψει
, τόν τε χρησάμενον σωφρονίσειε τῇ γραφῇ καὶ τοὺς ἄλλους ἀποτρέψει μιμεῖσθαι . τίθει τοίνυν , φησίν , οἷον εἶναι
ὀνειδιῶ πολλὰ τὰς ἀγνώμονας καὶ ἀπίστους . Καὶ ποῖ τις ἀποτρέψει τὸ ῥεῦμα , εἰ μήτε ἐς τὴν ὁδὸν ἐμβαλεῖ
6122501 ἀπαρασκευαστος
ἔχων ἀπαράσκευος ἂν λέγοιτο , ὁ δὲ δι ' ἑτέρου ἀπαρασκεύαστος . . . . . ὁ μὲν γὰρ ἄρχων
ἀνέχων ἀπαράσκευος ἂν λέγοιτο : ὁ δὲ δι ' ἑτέρου ἀπαρασκεύαστος . ὁ μὲν γὰρ ἀρχιερεὺς ὁ μονομάχους δοῦναι θέλων
6121785 Φαιη
τὸ θεῖον νόμιμα χαλεπώτεραι κυμάτων αἱ τοῦ ὄχλου προσβολαί . Φαίη ἂν ὁ βουλεύων ὑβρίσθαι τοῖς λόγοις , εἰ πόλεώς
προσκροῦον φυλάττεσθαι . [ Ὅρκος δ ' ἐστὶν οὗτος ] Φαίη δ ' ἄν τις καὶ τὸ τοῦ ὅρκου σχῆμα
6114933 ὁμηλικων
οἱ ὁμήλικες : τῶν περδίκων , τῶν τεττίγων , τῶν ὁμηλίκων : τοῖς πέρδιξι , τοῖς τέττιξι , τοῖς ὁμήλιξι
ἀργὰς ἐνόμιζον . Τερπνὸν χρῆμα ἀλλήλοις ἡλικιῶται : ἐπὶ τῶν ὁμηλίκων . Τέττιγος ἀκούει : ἐπὶ τοῦ ἀφροντίστου : παρόσον
6114553 κεκομισμενων
ἐκ τῶν παρ ' ἐλπίδας σεσωσμένων καὶ τὰ ἴδια πάντα κεκομισμένων πίστιν . καὶ ἵνα μηδὲν αὐτοῖς ἔτι δεῖμα περὶ
αἰχμάλωτα τοσαῦτα τὸ πλῆθος εὑρέθη ὥστε τῶν πλείστων εἰς Καρχηδόνα κεκομισμένων τὰ ὑπολειφθέντα γενέσθαι πλείω τῶν μυρίων καὶ τρισχιλίων .
6113557 νομισειεν
τῷ Ἀχελώῳ ψοφεῖν τοῖς βραγχίοις μᾶλλον ἢ φωνεῖν ἄν τις νομίσειεν . ζώου μὲν οὖν ψόφος ἡ φωνή , οὐ
τῷ προτέρῳ λήψεται , ἢ ἣν ἔχειν αὐτῷ καὶ συμφέρον νομίσειεν ; καὶ ἐν ἄλλοις οἷον τῶν ἀνδροφόνων οἱ μὲν
6109050 περιτρεπομενους
: τοὺς γὰρ ἑτοίμως ἐν τοῖς αὐτοῖς νῦν εἰς τἀναντία περιτρεπομένους δίκην Εὐρίπου φασὶ μὴ ἔχειν ἕξιν , ὡς ἂν
ἢ διὰ γυναικῶν ὠφελουμένους συνηθείαις τε καὶ ἐπιπλοκαῖς καὶ φιλίαις περιτρεπομένους ἀγάμοις τε γάμον γεγαμηκόσι τε σπορὰν ἢ τέκνωσιν .
6100965 μωριαν
παύειν ἐπιχειρεῖ βιαίως μόχθον ] πόνον μάταιον ὁρῶ εὐηθίαν ] μωρίαν . ἐπίθετον δὲ ταύτης τὸ κουφόνουν † τὸ εὐηθίαν
εἰ δοκῶ νῦν μῶρα δρῶσα τυγχάνειν , σχεδόν τι μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω . Δηλοῖ τὸ γέννημ ' ὠμὸν ἐξ ὠμοῦ
6099048 ἐλλαμπειν
ποιήσει ὁμολογεῖν τὰς ἀληθεῖς τοῦ κόσμου αἰτίας . Τί γὰρ ἐλλάμπειν ἔδει , εἰ μὴ πάντως ἔδει ; Ἢ γὰρ
ἐκείνων ὀργιζομένων ἀλλὰ τῶν ἁμαρτημάτων Θεοὺς μὲν ἡμῖν οὐκ ἐώντων ἐλλάμπειν Δαίμοσι δὲ κολαστικοῖς συναπτόντων . Εἰ δὲ εὐχαῖς καὶ
6098723 μισειται
ταλαίπωρον εἶπεν αὐτόν : εἰ γὰρ καὶ πρὸς τῶν ἄλλων μισεῖται θεῶν , ἀλλ ' οὗτος συλλυπούμενος ὡς φίλος αὐτῷ
, τάδε , προσεποιεῖτο πρόφασιν καὶ μανίαν , εἰδὼς ὅτι μισεῖται παρὰ τῶν πολιτῶν . διὸ καὶ βακτηρίαν ἔχων περιῄει
6096908 διερροθησατ
πλέον κακόν . καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς θεῖσαι διερροθήσατ ' ἄψυχον κάκην : τὰ τῶν θύραθεν δ '
διερροθήσατ ' ] ἐκινήσατε . διερροθήσατ ' ] ἠχήσατε . διερροθήσατ ' ] διεγείρατε . διερροθήσατ ' ] ἐνεβάλετε .
6093053 ἀδικοιην
αὐτὰ καὶ ὡς ἤκουσας . Νὴ Δί ' , ἢ ἀδικοίην φιλόσοφόν τε καὶ φιλαλήθη ἥρωα μὴ τιμῶν ἀλήθειαν ,
μοι παρ ' αὐτοῖς ἡ μονή . Νὴ Δία , ἀδικοίην γὰρ ἂν πρὸς ἀδελφήν σε οὖσαν μὴ λέγων .
6092653 ἀθετα
δὲ καὶ μάλισθ ' ὑποξήροις τε καὶ ἐνθέρμοις ἀνθρώποις πάνυ ἄθετα . Ἀλλ ' ὁ μὲν περὶ τούτων λόγος ὧδέ
' εὔζωμα , βολβοί , κοχλίαι , καστόριον ποτιζόμενον . ἄθετα δ ' ὑποληπτέον γάλα , τυρόν , τά τε
6091914 ἀγνοῃ
πράττει τὸ κακὸν δι ' ἄγνοιαν , ἤτοι ὅταν τις ἀγνοῇ τόδε κακὸν εἶναι , γινώσκων δέ τις ὅτι τόδε
τι τοιοῦτον ἐμπεσὸν πατάξῃ , καὶ τὸν μὲν βαλόντ ' ἀγνοῇ τις , αὐτὸ δ ' εἰδῇ καὶ ἔχῃ τὸ
6090618 εὐπαιδευσια
ἡ παρὰ Ξενοφῶντι εὐποδία , καὶ ἡ παρ ' Εὐριπίδῃ εὐπαιδευσία , καὶ ἡ παρὰ Κριτίᾳ εὐξυνεσία , καὶ ἡ
ἀστύτριψ . καὶ ἡ παρ ' Εὐριπίδηι [ . ] εὐπαιδευσία καὶ ἡ παρὰ Κίαι εὐξυνεσία . . . οὐ
6090258 μαρτυρησειεν
ὃ πάντων τιμιώτατον νενόμικε , τοῦτο προσθείη τις αὐτῇ καὶ μαρτυρήσειεν , ὥς ἐστι καλλίστη , τάχ ' ἂν ἀγαπῆσαι
ἀνεδέξατο , οὐδὲ μεμαρτύρηκεν ἁπλῶς , ὡς ἄν τις τἀληθῆ μαρτυρήσειεν , μέρος δ ' ἕκαστος , ὡς δὴ σοφὸς
6088259 διδασκῃς
ἐπίστασαι τὸν σαῦρον ὡς δεῖ σκευάσαι ; ἀλλ ' ἂν διδάσκῃς . ἐξελὼν τὰ βραγχία , πλύνας , περικόψας τὰς
ἔχουσιν , ὃ συμβαίνει τοῖς μεγάλα εὐτυχήσασιν . ἐὰν δὲ διδάσκῃς αὐτούς , ὅτι πᾶσα μὲν εἰρήνη παντός ἐστι πολέμου
6079151 πιστευσειεν
τίθημι , ταῦθ ' ἑτέρως ἔχοντα ἢ ὡς ἄν τις πιστεύσειεν ἀποφαίνω . ” δοκεῖ σοι ταῦτα κακίζοντος ἐκεῖνον εἶναι
τις ἂν οὔτε τι κειμήλιον , ἢ γαμετὴν ἢ παῖδας πιστεύσειεν , ἢ καὶ φιλίας ἁπλῶς ἡστινοσοῦν κοινωνήσειε τοῖς ἀπιστίας
6075010 αἰσθανοιτο
οὗτος ἀεὶ καὶ ἠχῶν , ἡ κίνησις ἂν τὴν κίνησιν αἰσθάνοιτο καὶ οὐχ ὁ ψόφος τὸν ψό - φον :
, οὐδ ' ὅλως σῶμα δοτέον τῇ ψυχῇ , ἵνα αἰσθάνοιτο , ἀλλὰ τῷ σώματι δοτέον ψυχήν , ἵνα ᾖ
6074560 λυπησαντος
ἐλπίδος : εἰ δὲ θαρροῦσιν ὡς σοῦ γε οὐκ ἂν λυπήσαντος . μὴ χείρων γένῃ τῆς ἐλπίδος . οἶδα γὰρ
προσβολὴν ψυχροῦ , ἀπό γε τῶν ἐκτὸς ἢ τῶν ἐντὸς λυπήσαντος , ἢ τεθερμάνθαι καὶ διηρεθίσθαι φαίνεται τὴν γαστέρα ,
6068156 Ἀρεοπαγιτης
ψῆφον . ἐπὶ τούτοις οὖν ἤδη λέγε , καὶ ὁ Ἀρεοπαγίτης ἐγὼτοῦτο γὰρ ἔθου μεκατὰ σχῆμα τῆς βουλῆς ἀκούσομαί σου
δηλοῖ δ ' ἐπὶ τούτοις , ὡς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ὑπὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου προτραπεὶς ἐπὶ τὴν πίστιν κατὰ
6066678 ἀποτελουμενη
πλάτος παράλλαξις ὡς πρὸς τὰς ἄρκτους ᾖ τοῦ διὰ μέσων ἀποτελουμένη . . . ἕως : περὶ δὲ τὸν καταβιβάζοντα
οὖν προειρημένη τετρακτὺς αὕτη , κατ ' ἐπισύνθεσιν τῶν πρώτων ἀποτελουμένη ἀριθμῶν . δευτέρα δ ' ἐστὶ τετρακτὺς ἡ τῶν
6066018 εὐξαιο
καὶ τὸν πηλόν , ἐροίμην ἄν σε ποτέρῳ ἂν ὅμοιος εὔξαιο γενέσθαι : οἶδα γὰρ ὡς αὐτίκα ἕλοιο ἂν ἐκ
, οὕτω καὶ τοῦ παθεῖν κακῶς . τοῦτο γὰρ κἂν εὔξαιο τοῖς θεοῖς , λαβεῖν με τιμωρίαν εἰς τὸ σῶμα
6062857 δρασμους
καὶ ἀπροσωπίας καὶ θλίψεις βιωτικὰς καὶ ἐκ δούλων ἐπιθέσεις ἢ δρασμοὺς ἢ κλοπὰς ἢ νόσους θρεπτῶν καὶ στομάχου καὶ ἔχθρας
εἰ μὲν ὑπὸ Κρόνου θεωρηθῇ ζημίας ἐπιφέρει ἐκ δούλων ἢ δρασμοὺς ἢ στομαχικὰς διαθέσεις , εἰ δὲ ὑπὸ Ἄρεως θεωρηθῇ
6062627 πεισθειη
τῆς Πολυκρίτης ἀδελφὸς , ἐν πολλῇ φροντίδι ἐγίνετο , εἴτε πεισθείη τοῖς ἐπεσταλμένοις , εἴτε μή : τέλος δὲ ,
τὸν ἀκροατὴν προσδέξασθαι τὴν παραίνεσιν . οὐ γὰρ ἂν ἄλλως πεισθείη κατακοῦσαι τῆς γνώμης , μὴ διατεθεὶς ὅτι μεγάλη ἐστὶν
6062482 ὠφεληθειη
πεῖσαι δύναιτό τις μηδένα τῶν παρόντων , μήτ ' ἂν ὠφεληθείη μηδὲν ἀπ ' αὐτῶντίς γὰρ ἂν ἀνθρώπων ποτὲ πεισθείη
Μενοικεὺς ὠφεληθῆναι , ὅτ ' ἀπέθνῃσκεν ; Τοιαῦτά τις εἰπὼν ὠφεληθείη [ ἢ ] οἷα ἐκεῖνος ὠφελήθη . Ἔα ,

Back