φαολκός , ὁ τὰ φάη εἱλκυσμένος , οἷον στραβός . φοξός . καὶ τοῦτο τῶν ἅπαξ εἰρημένων . σημαίνει δὲ
τῶν Ἰατρῶν διαδοχαῖς ὅτι καὶ ὀξυτόνως λέγεται , κυρτὸς ὡς φοξός , διὰ σωματικὴν ἀσθένειαν , βαρυτόνως δὲ , ὡς
6194547 κυρτος
ἀσθενοῦντας ἀσθενῶν ἐλήλυθας : ἐπὶ τῶν ὅμοια πασχόντων . Εὕδοντι κύρτος αἱρεῖ : ἐπὶ τῶν εὐτυχούντων . Ἔνεστι καὶ μύρμηκι
. Μέμνηται δὲ αὐτῆς Ἐπίχαρμος ἐν Τρωσίν . Εὑδόντων ἁλιευτικῶν κύρτος : εἴρηται ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἄνευ πόνου κατεργαζομένων
6125206 φαλος
. φάλος Γ . . . . . , : φάλος : τὸ λάμπρυσμα τῆς περικεφαλαίας . . . εἴρηται
μὲν εἰς τὸ ὑπαύξοιτο μετέφρασεν , ὁ δὲ ὑπογεννῷτο . φάλος Γ . . . . . , : φάλος
6012468 ὀξυτονως
ἀντὶ τοῦ φροντίζων Ξενοφῶν . νεώς τὴν εὐθεῖαν ἑνικῶς καὶ ὀξυτόνως Ἀττικοί , ναός Ἕλληνες . νώ δυϊκῶς Ἀττικοί ,
ἀπέχει σταδίων ὀκτώ , ὥς φησιν Ἀριστοτέλης . τινὲς ἐλαιὸν ὀξυτόνως ἐκδεχόμενοι τὸν ἐξ ἀγριελαίας στέφανον οὕτως καλοῦσι . ἔλαιον
6003143 μασθλης
στήθεσι , καὶ κεντέουσιν ὀδύναι ὀξεῖαι , καὶ τρίζει οἷον μάσθλης , καὶ τὴν πνοιὴν ἐπέχει : καὶ ἐπὶ μὲν
καταπραΰνει ἀπάγων τὴν ὀργὴν ἅπασαν τὴν πρὸς αὐτόν . ΓΘ μάσθλης ] ὁ μεμαλαγμένος καὶ ἐντρίβων ταῖς πονηρίας . Γ
5778230 ὁπλη
. χηλῆς : ὁπλὴ , χηλὴ καὶ ὄνυξ διαφέρει : ὁπλὴ μὲν λέγεται ἡ στρογγύλη καὶ ἄσχιστος ὄνυξ , οἷον
: σχηλή τις οὖσα . παρὰ τὸ διεσχίσθαι , ὥσπερ ὁπλὴ , ἀντὶ τοῦ ἁπλῇ . Χαραδριός . ὁ ἡδόμενος
5746949 ὑποκοριστικον
μείλιον τρύβλιον . τὸ δὲ θηρίον ἔχει τὸ Η καὶ ὑποκοριστικόν ἐστιν . ἔτι τὸ βιβλίον καὶ σμιλίον . Τὰ
καθὼς καλαμίσκος καὶ πυργίσκος , ἀγνοοῦντες ὅτι , εἰ ἦν ὑποκοριστικόν , ἔδει διὰ τοῦ κ ἐκφέρεσθαι . τὸ δὲ
5739083 ῥοπτρον
σκανδάληθρον καλεῖται , ὡς ὁ ἐν ταῖς μείζοσι πάγαις πάτταλος ῥόπτρον , τὸ δὲ σπαρτίον ᾧ συνέχεται μήρινθος . τὴν
τὸ ἐπίσπαστρον : ἄλλως : πλῆγμα . κυρίως δὲ [ ῥόπτρον τὸ τῆς δίκης ] ῥόπαλον : ῥόπτρον : ἡ
5701421 ἁρπαξ
καταφαγᾶς . Ὡς ὁ μὲν κλέπτης , ὁ δ ' ἅρπαξ , ὁ δ ' ἀνάπηρος πορνοβοσκός καταφαγᾶς . Φέρωνος
ἦν λίθινον τὸ κιβώτιον . ” Νεοκλείδης : οὗτος ὡς ἅρπαξ τῶν δημοσίων κωμῳδεῖται . τῶν φαρμάκων τὰ μέν εἰσι
5686107 ξυστις
. νῦν τὰ χρώματα , ἢ βάμματα . ξυστίδας . ξυστίς ἐστι λεπτὸν ὕφασμα , περιβόλαιον , ἢ χιτὼν ποδήρης
ἄρ ' ἦν οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτόν . ψήφισμα ἔθηκεν γαλιδέως ξυστίς προσκεφάλαιον φελλέα ὡραΐζεσθαι πιεῖν δὲ θάνατος οἶνον ἢν ὕδωρ
5653101 βαρυτονως
/ φόρος , οὕτω καὶ τρέχω / τρόχος . τρίετες βαρυτόνως καὶ τριετὲς ὀξυτόνως διαφέρει Πτολεμαῖος ὁ Ἀσκαλωνίτης . βαρυτονούμενον
καὶ μετὰ [ βίας ] ἀφαίρεσιν δηλώσει : ἐὰν δὲ βαρυτόνως ἁρπάγην ὡς ἀνάγκην , ἐν ᾗ ἐκ τῶν φρεάτων
5622068 λακτιζω
βαρύτονα διὰ δύο σσ προφέρουσιν , οἷον σαλπίζω σαλπίσσω , λακτίζω λακτίσσω , φράζω φράσσω , ὅπερ ἡ Κόριννα φράττω
. ἄλλως : ἐγὼ , φησὶ , πρὸς κέντρα οὐ λακτίζω , ἀλλὰ εἴξας ἕλξω τὸν ζυγὸν , ὅ ἐστι
5576768 Σκιρος
. ὠνομάσθη δὲ οὕτως ἀπὸ τῆς Σκιράδος Ἀθηνᾶς . καὶ Σκίρος ἑορτὴ Ἀθήνῃσιν . χρὴ σχεῖν . γρ . δεῖ
, τῆς δὲ Δῶρος ὁμοίως Δωρίτης , [ ὡς ] Σκίρος Σκιρίτης , χῶρος χωρίτης , μέσος μεσίτης , Κοπτός
5572804 σεσημειωται
ἐσθ ' , ἡ δ ' ἐξ ἁλίοιο γέροντος : σεσημείωται πρὸς τοὺς ἑξῆς ἄκαιρον γενεαλογίαν ἔχοντας : καὶ ὅτι
: μενὸς ὄνομα ἐπίθετον : τὸ καινὸς ἐπὶ τοῦ νέου σεσημείωται διὰ τῆς αι διφθόγγου . Τὰ διὰ τοῦ ηνος
5553123 ῥαβδος
ἐνθέῳ κατοκωχῇ τε καὶ μανίᾳ χρώμενον . τοιγαροῦν ” ἡ ῥάβδος ἡ Ἀαρὼν κατέπιε τὰς ἐκείνων ῥάβδους ” , ὡς
. Ἐν ἀέρι δὲ γίνονται σημεῖα κατὰ φάσιν ἴρις καὶ ῥάβδος καὶ ἅλως καὶ σέλας τὸ πυρφλέγον . αἱ μέν
5528968 θερμο
. ἐπὶ χροΐ : ὑπὸ σώματι . θερμόν : ἐκ θερμό - τητος γινόμενον . ἔρευθος : λέγω , κατὰ
παλαιός , οἶνος ὁ γλυκὺς μετρίως θερμὸς , ὁ κιρρὸς θερμό - τερος τοῦ μέλανος : ὁ δὲ ξανθὸς θερμότατός
5519105 ἐπιθετικον
πλείους : καὶ ἡμεῖς δὲ συγκατατιθέμεθα : οὐ γάρ ἐστιν ἐπιθετικόν , ὡς ἀξιοῖ Τυραννίων . ὁ μέντοι Ἀριστοφάνης ἐκεῖνό
δ ' οὕτως λέγοιτο , καὶ ὀξύνοιτ ' ἂν ὡς ἐπιθετικόν , ὡς τὸ Ἡραῖον τεῖχος καὶ Ἥραιον , καὶ
5518427 παροξυνεται
πενία ξενία . Τὰ διὰ τοῦ ΙΑ παρὰ μελλόντων γενόμενα παροξύνεται : ὀρέξω ἀνορεξία πέψω ἀπεψία προδώσω προδοσία . Τὰ
: Μύσκελλος Μάρκελλος Κύριλλος Σόφιλλος δόριλλος . τὸ δὲ ὀπτίλλος παροξύνεται . καὶ τὸ νεογιλλός ἔχει θηλυκόν . Τὰ διὰ
5512392 περιφρασις
μανιάσιν λυσσήμασιν : ταῖς μανιώδεσι λύσσαις . σχῆμα δέ ἐστι περίφρασις : μανιάσιν λυσσήμασιν : ὡς τὸ φοίνικι λίνῳ ,
δὲ διὰ πλειόνων λέξεων τὸ σημαινόμενον ἀποδίδωσιν , ὃ καλεῖται περίφρασις , ὡς ὅταν λέγῃ υἷας Ἀχαιῶν τοὺς Ἀχαιοὺς καὶ
5508288 Σημειωσαι
ὡς χηρωστής ὁ ἀγχιστεύς . . . . , : Σημείωσαι δὲ καὶ ὅτι κεῖται καὶ ὧδε τὸ ἄττα ,
. περὶ τοῦ πταίσαντος . : τὴν Διὸς τυραννίδα : Σημείωσαι ὅτι τὸ τύραννος ὄνομα βασιλικὸν ἦν τοῖς παλαιοῖς ,
5505152 τριγενες
καὶ ἐπὶ γενικῆς καὶ ἰχθύος κλίνεται διότι μονογενὲς καὶ οὐ τριγενές ἐστιν . Ἐπὶ μόνου γὰρ ἀρσενικοῦ εὑρίσκομεν ὁ ἰχθύς
, εἰ ἔστι τριγενὲς τὸ πρέσβυς : εἰ γάρ ἐστι τριγενές , διὰ τοῦ ε καὶ ο μόνως ἐστί :
5504094 Βυζας
πύξος : μύξα : κόρυζα : ὄρυζα : βύβλος : Βύζας : Κύπρις : λυπρός : μύστρα : στρύχνος :
Ῥώμη . τὸ ἐθνικὸν Κωνσταντινοπολίτης ἄνευ τοῦ υ . τοῦ Βύζας τὸ ἐθνικὸν διὰ τοῦ ι Βυζάντιος , τὸ δὲ
5501662 ἀντιφρασις
, τὸ δὲ τὸν Ἀπόλλωνα δηλοῖ . Ἔστι καὶ ἡ ἀντίφρασις , λέξις τὸ ἐναντίον διὰ τοῦ ἐναντίου ἢ τοῦ
ἔκφρασις δ ' ἡ κατὰ λεπτὸν ἀφήγησίς τινων πραγμάτων , ἀντίφρασις ἡ ἐναντία φράσις , ὡς τὸ εἰπεῖν τὸ γλυκὺ
5495072 κολος
τῷ γάρ τε δομὴν ἰνδάλλεται ἴσην . ἤτοι ὁ μὲν κόλος ἐστίν , ὁ δ ' αὖ κεράεσσι πεποιθώς ,
τοῖς τόποις τούτοις . ἔστι δὲ τῶν τετραπόδων ὁ καλούμενος κόλος , μεταξὺ ἐλάφου καὶ κριοῦ τὸ μέγεθος , λευκός
5482733 ψεδνη
. ἔνθεν , οὐδ ' ὄθομαι τοῦ κοτέοντος : καὶ ψεδνὴ δ ' ἐπενήνοθε λάχνη : ἐνόθω ἔνοθεν ἐνήνοθεν ,
ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε : αὐτὰρ ὕπερθε φοξὸς ἔην κεφαλήν , ψεδνὴ δ ' ἐπενήνοθε λάχνη . ἔχθιστος δ ' Ἀχιλῆϊ
5475601 ἀϊτης
εἰσπνήλας καλεῖσθαι [ ] τοὺς ἐραστὰς παρὰ Λάκωσιν . ἢ ἀΐτης κυρίως ὁ μέσος , ὁ μήτε θρασὺς μήτε ἰταμός
, . . Αἰήτης : κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ι † ἀΐτης : Αἰήτη , κείνην μὲν ἄφαρ διέχευαν ἄελλαι ,
5444183 παρδαλις
καὶ ὅταν ἤρχετο ὁ λέων , ἢ λύκος , ἢ πάρδαλις , ἢ ἄρκος , ἢ πᾶν θηρίον ἐπὶ τὴν
ὑπὸ τοῖς ἵπποις καὶ θηρία ἄνω θέοντα , τῇ μὲν πάρδαλις , κατὰ δὲ τὸν Πολυδεύκην λέαινα . ἀνωτάτω δὲ
5441715 κορυδος
. Αἰπόλει σοί φησιν ἡ παροιμία . Ἐν ἀμούσοις καὶ κόρυδος φθέγγεται : Ἐρετριέων ῥῶ : ἐπὶ τῶν κατακόρως τισὶ
εἰς ΔΟΣ ὑπερδισύλλαβα βραχείᾳ παραληγόμενα προπαροξύνεται : ὄμαδος κέλαδος Τένεδος κόρυδος , ὅπερ οἱ Ἀττικοὶ ὀξύνουσιν . Τὰ εἰς ΔΟΣ
5440223 οὐδαμος
προσελθόντος τοῦ αλ ἐποίησεν ὀρταλίζω . Οὐδαμῶς . ὄνομα ἐστὶν οὐδαμὸς , ἀφ ' οὗ οὐδαμόθεν . τὸ δὲ ἀρσενικὸν
. τὸ δὲ οὐδαμῇ , ὡς ἀπὸ θηλυκοῦ παρακειμένη τοῦ οὐδαμὸς , ὡς ἄλλος ἄλλῃ . ὅθεν ἔχει τὸ ι
5427464 φαλλος
Ὦ Ξανθία , σφῷν δ ' ἐστὶν ὀρθὸς ἑκτέος ὁ φαλλὸς ἐξόπισθε τῆς κανηφόρου : ἐγὼ δ ' ἀκολουθῶν ᾄσομαι
. ἅμα δὲ καὶ πρὸς τὸ κακέμφατον , ὅτι ὁ φαλλὸς ἵστατο πρὸς μίμησιν τοῦ αἰδοίου . καὶ τοῦτο δὲ
5419859 ἐμπις
τοῦ θήλεος , καὶ πάλιν χελιδών χελώνη κορώνη ἀκρίς μυγαλῆ ἐμπίς καὶ ἐπὶ τοῦ ἄρρενος τὴν φύσιν θηλυκῶς : ὡσαύτως
εἶδος καυκαλίου , οἱ δὲ εἶδος μυίας , ὥσπερ ἡ ἐμπίς . τὸν γράψαντα περὶ τῆς Ἑλένης ] Πολυκράτην λέγει
5411516 πελωριος
ἀνήκεστον λάβεν ἄλγος . τλῆ δ ' Ἀΐδης ἐν τοῖσι πελώριος ὠκὺν ὀϊστόν , εὖτέ μιν ωὐτὸς ἀνὴρ υἱὸς Διὸς
κατὰ λόγον δύναμιν . . οὗτος δ ' Αἴας ἐστὶ πελώριος ἕρκος Ἀχαιῶν . Ἰδομενεὺς δ ' ἑτέρωθεν : ἡ
5408130 ξυστιδος
καὶ κλίνεται ξύστιδος , εἶδος ἀκοντίου : ξυστὶς δὲ ⌈ ξυστίδος ⌈ ὀξύτονον καὶ κλίνεται ξυστίδος , εἶδος ἱματίου .
τρύγα καὶ ταύτην σαπρὰν , οἶμαι δὲ οὐδὲ ψίαθον ἀντὶ ξυστίδος , οὐδ ' αὖ βύρσης ὄζειν , μύρων ἐξόν
5406455 λαας
[ ] εἰρήνης ἀδίδακτον ὁμήλικα λαε [ ] οὐ μὲν λᾶας ἔπαλλεν ἐθήμονας [ ] δήμου ? ? ξεῖνον ἄθυρμα
τὸ μὴ εἶναι μακροκατάληκτον οὐ κλίνεται λᾶας λάαντος , ἀλλὰ λᾶας λᾶα : ὅταν τοίνυν εὕρῃς ὄνομα εἰς ας λῆγον
5397829 Τελαμωνιος
κῆρ ' ἀλεείνων . τὸν μὲν ἔπειτ ' ἀπιόντα μέγας Τελαμώνιος Αἴας χερμαδίῳ , τά ῥα πολλὰ θοάων ἔχματα νηῶν
. διὰ τοῦτο ἁμαρτάνει ὁ Τρύφων τὸ Τελαμωνιάδης ἀπὸ τοῦ Τελαμώνιος λέγων . ἐπλάνησε δ ' αὐτὸν ἴσως τὸ Λαερτιάδης
5386956 συντασσει
γραμμᾶν καὶ χωρίων . τὸ μὲν γὰρ τετράγωνον ὁρίζει καὶ συντάσσει , τὸ δ ' ἑτερόμακες ὥσπερ ὕλα ὑποκειμένα ὁρίζεται
ᾔνοικτο ” . ἡ δὲ συνήθεια καὶ τὸ ἐνεργητικὸν εὐθείᾳ συντάσσει ⌈ ⌉ „ ἀνέῳγεν ἡ θύρα „ , τῶν
5383155 ὠκυτης
τῆς φύσεως ; οὐ γὰρ δὴ ἰσχὺς τοῦ σώματος οὐδὲ ὠκύτης οὐδὲ τῆς αἰσθήσεως ἀρετή : ἀλλὰ τούτοις ἅπασιν οὐδὲ
, ὦ χρηστέ , ὡς οὔτε κάλλος οὔτε μέγεθος οὔτε ὠκύτης οὔτε ἀλκὴ τὸν ἀγαθὸν ποιεῖ βασιλέα , εἰ μή
5367163 ὀτλος
τε βαρύτονον καὶ τὸ περισπώμενον : ὀπτὴρ ὁ σκοπός : ὄτλος ὁ μόχθος , ὁ πόνος : ὄτλημα ἡ κακοπραγία
καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς ὀτραλέως . . , : ὄτλος : παρὰ τὸ τλῶ , τὸ κακοπαθῶ , ῥηματικὸν
5362324 πτωκας
τε καὶ πύγαργοι καὶ οἱ λαγῴ , οὓς δὴ καὶ πτῶκας οἱ ποιηταὶ καλοῦσιν . ἀλλὰ καὶ τῶν πετεινῶν ἐστιν
εὔφορα , οἱ δὲ ὑπὲρ τάχους ἁμιλλώμενοι πρὸς ἵππους καὶ πτῶκας , οἱ δὲ ὀρθοῦντές τε καὶ κάμπτοντες σίδηρον ἐληλαμένον
5358748 κομπαστης
τὸ σκόλιον Αἰσχίνου , ⌈ ἐπειδὴ Γ [ ἐπεὶ ] κομπαστὴς ἦν . Γ χρήματα : † πλουσίου ὧ δήματο
διὰ τοῦτο τὰς ἐκεῖθεν προσδοκᾷ γυναῖκας . ὁ δὲ Θεογένης κομπαστὴς Ἀχαρνεύς . ἐπειδὴ δὲ κέλητα εἶπεν , ἐπήγαγεν ἀκάτιον
5358197 ἐλαχυς
, ὀξεῖα : βαρὺς , βαρεῖα : τὸ λιγὺς καὶ ἐλαχὺς ὀξύτονα , καὶ ἡμίσυς καὶ θῆλυς βαρύτονα σημειοῦνται ποιοῦντα
τάχιστος , κακὸς κακίων κάκιστος , βραδὺς βραδίων βράδιστος , ἐλαχὺς ἐλαχίων ἐλάχιστος , τερπνὸς τερπνίων τέρπνιστος : Καλλίμαχος :
5350380 βαρυνομενον
τοῦ ο μικροῦ : ἐπιστήσεις δὲ ὅτι τὸ μὲν θόλος βαρυνόμενον ἐπὶ οἰκοδομῆς : τὸ δὲ ὀξυνόμενον ἐπὶ ὕδατος τεταραγμένου
μὲν Αἴας κεῖται , ἔνθα κατεπλέομεν . δέδεικται ἄρα ἀναλόγως βαρυνόμενον τὸ ἔνθα . Βαρύνεται καὶ ὅσα ἀντιμεταλαμβάνεται ἑτέροις ἐπιρρήμασι
5341487 ὀβελος
ῥυτῆρες : ἐπεὰν ὦν ἐπαγάγωσι τὸν ῥυτῆρα , ὅ τε ὀβελὸς κρατέει τὸν ἵππον , καὶ τὰ κέντρα , οἷα
γάρ τοι ἔρις τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε : ὀβελὸς σὺν ἀστερίσκῳ ὅτι ἐνταῦθα οὐκ ὀρθῶς κεῖται , ἐν
5337964 ἐλαχεια
ἐλάχεια . . . , . . . . , ἐλάχεια , . . . . . . . .
κεφαλὴν φορεῖ , ἀποδέουσαν δὲ τοῦ λοιποῦ σώματος . * ἐλάχεια : μικρά * ἐσσυμένῃ : τεινομένῃ , ἑλκομένῃ τεινομένῃ
5334172 προπερισπωμενως
. ἄγροικος μὲν βαρυτόνως ὁ γνώσεως ἄμοιρος : ἀγροῖκος δὲ προπερισπωμένως ὁ ἐν ἀργῷ διατρίβων ἢ ὁ μὴ ἥμερος ,
δόξαν ἀποφέρεται : ὅταν τροπαῖα : τροπαῖα ἡ ἀρχαία Ἀτθὶς προπερισπωμένως : λαμβάνει : τῆς νίκης : σεμνοὶ δ '
5331983 ἱμας
ἀγωγεύς : ὁ ἐμάγων καὶ ὁ λῶρος τῆς ἀσπίδος καὶ ἱμάς , ᾧ ἄγεται ὁ ἵππος . ἀγωγίμων : φορτίων
κῦδος ὁ τοῦ Ἀτρέως , εἰ μὴ ἐρράγη μὲν ὁ ἱμάς , αὐτὸν δὲ ἐξήρπασεν ἡ Διὸς καὶ Διώνης αἰσχίστην
5324188 σπονδειακον
ὅμοιον : τὸ ιϘʹ ὅμοιον τῷ δʹ : τὸ ιζʹ σπονδειακὸν μονόμετρον : τὸ ιηʹ ἀναπαιστικὸν δίμετρον καταληκτικόν . ἀτεχνῶς
λοιπὸν ἐκτάσεως τοῦ ε γενομένης εἰς τὸ η ἐγένετο Μήλης σπονδειακὸν καὶ ἐφύλαξε τὴν αὐτὴν κλίσιν : οὗτοι δὲ κακῶς
5315149 τιαρα
. ἡ δὲ καυσία πῖλος Μακεδονικὸς παρὰ Μενάνδρῳ , ὡς τιάρα Περσικός . καὶ κυρβασίαν δ ' Ἀριστοφάνης ἐν Τριφάλητι
η Νόστων : ἐξέδωκεν . . . . . . τιάρα : κόσμος ἐπικεφάλαιος , ἣν οἱ βασιλεῖς μόνοι ὀρθὴν
5312230 πιλος
καὶ τοιαῦθ ' ἕτερα ξυρράπτοντες . καὶ ποῖος ἂν γένοιτο πῖλος Ἀρκαδικὸς ἢ Λακωνικὸς μᾶλλον ἁρμόττων τῆς αὑτοῦ κόμης ἑκάστῳ
καὶ οὐρανίους αὐτῷ δίδωσι δυνάμεις , τοῦτο γάρ ἐστιν ὁ πῖλος . Ἐρᾷ δὲ ὁ Ἄττις τῆς Νύμφης : αἱ
5311065 ῥυτηρ
περιτραχήλια δὲ ξύλινα ἢ τρίχινα , ἀφ ' ὧν ὁ ῥυτὴρ ἀπήρτηται : ἔνιοι δὲ καὶ χωρὶς ὁλκῆς ἕπονται ὡς
ἀλλὰ βυρσίνην ἔχων : ἀπὸ τοῦ μυρσίνην . βυρσίνη δὲ ῥυτὴρ ἢ ἱμάς . ἔπαιξε δὲ παρὰ τὸ βυρσοδέψην εἶναι
5309185 Σωρανος
τις οὖσα , ὅτι ἅλλεσθαι δοκεῖ παλμοὺς ποιοῦσα . οὕτως Σωρανός καὶ Σαλούστιος , . , , . . α
οἷον ἐνποροφύες εἰσὶν , οἷον ὄροφοι τῶν ὠπῶν : οὕτω Σωρανός . Ὀδόντες . παρὰ τὸ ἔδειν καὶ ἐσθίειν ,
5307621 παγη
αὐχμός : ἀποξηραίνεται γὰρ ὄντος αὐχμοῦ . ὕσπληγξ : ἡ πάγη : κυρίως δὲ ἡ τῶν δρομέων ἀφετηρία . ἀπὸ
ἐσσυμένως , πταμένη δὲ διαμπερὲς ὄβριμος αἰχμὴ πρέμνον ἐς ὑψικόμοιο πάγη δρυὸς ἠέ νυ πεύκης : ὣς ἄρα Πενθεσίλειαν ὁμῶς
5306592 ἀριδεικετος
: λέγει γὰρ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ αρι ἐπιτατικοῦ ἐπιρρήματος γίνεται ἀριδείκετος καὶ ἀρίζηλος , τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ἀπὸ τοῦ
τὸ αρι ἐπιτατικὸν καὶ τὸ ὀδούς γίνεται ἀριόδους , ὡς ἀριδείκετος , καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ ἀργιόδους , ὡς ἄνοια
5287404 οὐριαχον
αὐτὰρ ὁ τοῖς ἄμοτον κοτέων Ἀφαρήιος Ἴδας κόψε παρ ' οὐρίαχον μεγάλῳ ξίφει : ἆλτο δ ' ἀκωκή ῥαιστὴρ ἄκμονος
' ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει , ἥ ῥά οἱ ἀσπαίρουσα καὶ οὐρίαχον πελέμιζεν ἔγχεος : ἔνθα δ ' ἔπειτ ' ἀφίει
5286386 ὀξυνομενον
μὴ διαστολὴν ἔχοι σημαινομένου , ὡς τὸ Κρότων βαρύνεται : ὀξυνόμενον γὰρ δηλοῖ ζωύφιον : ἢ χαρακτῆρι ὑπάγοιτο , ὡς
ΑΙΟΣ ἐθνικὰ : Ἀθηναῖος Θηβαῖος Ῥωμαῖος . σεσημείωται τὸ Ἀχαιός ὀξυνόμενον καὶ τὸ ἐρυσίχαιος προπαροξυνόμενον . Ἔτι τὰ τρισύλλαβα ἀπὸ
5281736 ὁμοφωνει
διότι πανταχόσε βάλλει ἑαυτοῦ τοὺς κλάδους , καὶ τὸ ἐπίθετον ὁμοφωνεῖ τῷ κυρίῳ : ἕρπυλλος γὰρ καλεῖται παρὰ τὸ ἕρπειν
εἰς ταῦτα : τὸ γὰρ ὁ δὲ προσέειπεν ἐδείχθη ὡς ὁμοφωνεῖ μόνον τῷ ἄρθρῳ , οὐκ ἔστι δὲ αὐτὸ ἄρθρον
5280927 κωνοειδης
Μάλιστα δ ' ἂν καὶ ἀπὸ τούτων ἐπιδειχθήσεται , ὅτι κωνοειδής ἐστιν ἡ τῆς γῆς σκιά . Εἰ γὰρ ἦν
ὁ κόσμος ὑποκείσθω σφαιροειδής : εἴτε γὰρ ἦν κυλινδροειδὴς ἢ κωνοειδής , οἱ ἐπὶ τῶν λοξῶν κύκλων καὶ τεμνόντων τὸν
5279836 χιτων
τοῦ λόγου πίστις : ἔνθα τραχύς ἐστι τῆς μήτρας ὁ χιτών , ἐκείνοις μόνοις συνδεῖται . ἔχει δ ' ὕλας
τοὐντεῦθεν ἐπεκάλυπτε χλαῖνα τὰ κάτω τοῦ σώματος . λευκὸς ὁ χιτών : ἡ χλαῖνα πορφυρᾶ : τὸ δὲ σῶμα διὰ
5275271 πελεκυς
ὧν καὶ τὸ τυκίζειν , ὑπαγωγεύς , ᾧ παρέξεον , πέλεκυς , στάθμη , μολύβδαινα , κανών , διαβήτης :
, σφενδόνη Ἀκαρνάνων , ἀκόντιον Αἰτωλικόν , μάχαιρα Κελτική , πέλεκυς Θρᾴκιος . καὶ τὰ ἔμπροσθεν εἰρημένα ὑπὲρ τῆς ἑκάστου
5268381 Λαγως
ὑπὸ Ἀμφιτρύωνος , ὥστε τὰς μεγάλας συμφορὰς Κυθνώλεις καλεῖσθαι . Λαγὼς καθεύδων : παροιμία ἐπὶ τῶν προσποιουμένων καθεύδειν . Λαγὼς
: σοβοῦντι δὲ ἐκ τῆς ἀσχολίας ἀπόλωλε τὸ ἔργον . Λαγὼς δὲ θαλάττιος βρωθεὶς καὶ θάνατον ἤνεγκε πολλάκις , πάντως
5266890 πυγαργος
οὐδὲ τοῖσιν εὐόργοις ἔπος . εὕδοντι δ ' αἱρεῖ κύρτος πύγαργος Δήμητρος ἁγνῆς καὶ Κόρης τὴν πανήγυριν σέβων . χρυσοέθειρ
ἐξόπιν ] ὁ ἐκ τοῦ ὄπισθεν λευκός , ἤτοι ὁ πύγαργος . ἴκταρ ] ἐγγύς . μελάθρων ] τῶν οἴκων
5266492 σαγηνη
τῶν ἀνθρώπων ψυχαί , εὖ πράττοι δὲ τῶν ἀσπαλιευτῶν ἡ σαγήνη , ἄλλο τι ἢ λυθεῖσαι τῆς τιμωρίας καταγελάσουσιν ;
τὸ δικτυῶδες ὃ νῦν καλεῖται γάγγαμον ἢ ὡς οἱ πολλοὶ σαγήνη . ὀμφαλοῦ δὲ τὸ ἐν μέσῳ ἀκρομφάλιον , τὸ
5259175 Δωριος
ἥρμοστο τῷ Πινδάρῳ ἡ λύρα . ἁρμονίαι δὲ πλείονες : Δώριος , Φρύγιος , Λύδιος . τὸ δὲ ἀπὸ δύναται
Περὶ κωμῳδίας . εὐλάχα : τὸ ἄροτρον παρὰ Θουκυδίδῃ . Δώριος δὲ ἡ λέξις . εὐνάς : ἰδίως Θουκυδίδης τὰ
5258776 τοξευματι
γὰρ τὴν Μεθώνης πολιορκίαν τὸν δεξιὸν ὀφθαλμὸν [ ] ἐξεκόπη τοξεύματι πληγείς , ἐν [ ] ὧι τὰ μηχανώματα καὶ
κατὰ τέλεα , ὁ Μασιστίου προέχων τῶν ἄλλων ἵππος βάλλεται τοξεύματι τὰ πλευρά , ἀλγήσας δὲ ἵσταταί τε ὀρθὸς καὶ
5254199 ἡμεδαπος
μοι τίνα ἐπωνυμίαν ἔχει Βάκις τε καὶ Σίβυλλα καὶ ὁ ἡμεδαπὸς Ἀμφίλυτος ; Τίνα γὰρ ἄλλην , ὦ Σώκρατες ,
καὖθις , ἢν ἔχωμεν τὴν Πύλον . Ὁ γοῦν χαρακτὴρ ἡμεδαπὸς τῶν ῥημάτων . Ὧν οὕνεκ ' οὐκ οἶδ '
5253463 ὀλοωτατος
ἐστὶ ζῷον Γ ἡ φώκη . Ὅμηρος : φωκάων ἁλιοτρεφέων ὀλοώτατος ὀδμή . Γ Λαμίας ὄρχεις Γ : δραστικοὶ γὰρ
κέχυντο βίῃ ῥοπάλοιο δαμέντα . Πρόσθε δέ οἱ δέδμητο κύων ὀλοώτατος ἄλλων Ὄρθρος , ἀνιηρῷ ἐναλίγκιος ὄβριμον ἀλκὴν Κερβέρῳ ὅς
5247208 καμπυλον
παιπάλην , κόνιν . , στάκτην . . κάμψας ] καμπύλον ποιήσας , καμπτὸν ποιήσας , κλίνας . . .
γνῶσις ἑτέρου πρὸς ἕτερον . ὥσπερ τὸ εὐθὺ πρὸς τὸ καμπύλον ἐφαρμόσαι ἀδύνατον διὰ τὸ τῶν σχημάτων ἀνόμοιον , οὕτως
5241836 Ἀττικωτερον
γὰρ μετὰ ταλαιπωρίας γίγνεται ᾔδει : η γραπτέον ἐστίν , Ἀττικώτερον τουτὶ νόει κερδαλέον : ἐπωφελές . ἀνθρώπων νόμος :
πρόθεσις ὁλοκληροτέρα καὶ τὸ ἔσωΤὸ . ἄρα πόρρω ἐκτέταται ὡς Ἀττικώτερον , καθὸ καὶ τὸ προπέρυσι πρωπέρυσίν φασι , καὶ
5238940 πλατυς
ὅσσα ἠέρι συννήχονται . . . . . . καὶ πλατὺς ἀὴρ μηναῖός τε δρόμος καὶ ἀείπολος ἠελίοιο . τῶν
ἐκπίπτων παντελῆ ποτε . Ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάττῃ γίνεται ἰχθὺς πλατὺς τὸ σχῆμα κατὰ τὴν βούγλωττον , ὥς φασι .
5235608 ἀνατεταται
δὲ τῶν ἄλλων μερῶν ἧττον ὄρθιόν ἐστι τὸ ὄρος , ἀνατέταται μέντοι ἐνθένδε ἱκανῶς καὶ περίοπτόν ἐστιν . ἡ μὲν
τόνου τοῦ ἐπὶ τῷ πνεύματι ὀρθόπνοια τοὔνομα . ὄρθιοϲ γὰρ ἀνατέταται ἐϲ ἀναπνοήν , κἢν ὕπτιοϲ κατακλινθῇ ὥνθρωποϲ , κίνδυνοϲ
5235457 φαλον
τε μέγαν τε . τόν ῥ ' ἔβαλε πρῶτος κόρυθος φάλον ἱπποδασείης , ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε , πέρησε δ
ψυχρὸν γάρ . φαρακλὸς , ὁ τὸ ἄκρον ἔχων . φάλον ὅ ἐστι λευκόν : φολκὸς , παρὰ τὸ φάους
5231995 ὀργυια
δὲ ἀπὸ τοῦ προτέρου τῶν κύκλων ἐπὶ τὸν δεύτερόν ἐστιν ὀργυιά : κατασκευὴ δὲ πύργων ἢ ἐπάλξεων ἢ εἴ τι
Μήκους μὲν γὰρ μέτρον παρέχεται πλέον ἢ ὅσον ἔχειν μέτρον ὀργυιά τῳ δοκεῖ . Τὸ δὲ δὴ πάχος , τῷ
5227818 ὑποτακτικου
γὰρ δύο εὐθεῖαι νοοῦνται , λέγω τοῦ ὀνόματος καὶ τοῦ ὑποτακτικοῦ ἄρθρου , ὅταν τὸ αὐτὸ πρόσωπον τὰς δύο διαθέσεις
Ὅμηρος οὐδέποτε τίθησι : τοὔμπαλιν δ ' ἀντὶ τοῦ ὃς ὑποτακτικοῦ παραλαμβάνει τὸ προτακτικὸν ὅ : Σίσυφος ἔσκεν , ὃ
5223428 ἀραχνη
τῶν ἀστέρων ἀποτελέσματα δηλοῦσα ἐπιστήμη . ἀράχνη ἀράχνου διαφέρει . ἀράχνη μὲν γάρ ἐστι τὸ λεπτότατον ὕφος τοῦ ζῴου ,
λεπτὸν οὐ τίκτει νόον . † ἀγνοεῖ † δ ' ἀράχνη παῖδας ὡς παιδεύεται : θρέψασα γὰρ τέθνηκε πρὸς τῶν
5223353 εὐσχημων
. ὁ δὲ ἐπὶ τοῦ τρίτου γεννώμενος ἔσται σχέτλιος , εὐσχήμων , πλουσιόψυχος , πολύφιλος καὶ ἐν δημοσίαις ἀσχολίαις :
σοφίαν . , . . τετράγωνος σεμνὸς δὲ ἦν καὶ εὐσχήμων τὰ πάντα καὶ τετράγωνος ἄνευ ψόγου τεταγμένος , ὡς
5214638 ἀνθρωποφαγον
οἱ νῦν Λεοντῖνοι ἐν Σικελίᾳ . οἱ δὲ Λαιστρυγόνες ἔθνος ἀνθρωποφάγον ὧν καὶ Ὅμηρος μέμνηται . Λαιστρυγόνες οἱ νῦν Λεοντῖνοι
: Φᾶσιν ὡς τὸ ἐξ ἀρχῆς Ἡνίοχοι κατῴκουν , φῦλον ἀνθρωποφάγον καὶ ἐκδέρον τοὺς ἀνθρώπους , ἔπειτα Μιλήσιοι . φιλόξενοι
5211539 ἀμυδρος
αἱ ἀποκρίσεις , διψῶσι γλῶσσα τραχεῖα , σφυγμὸς μικρὸς καὶ ἀμυδρός : ἅτε ἔστω νενευκότος τοῦ θερμοῦ . ρϞαʹ .
μετὰ παλμῶν καὶ ἐξαναστάσεων ἀλόγων , καὶ σφυγμὸς ἀνώμαλος , ἀμυδρός , ἐκλείπων καὶ παλινδρομῶν , ἐνίοις δὲ καὶ ἀνορεξία
5210651 κτητικον
τοῦ ἁλιεύς : τὸ θηλυκὸν Ἁλίας , καὶ Ἁλιακός τὸ κτητικόν . . . ἁλικαρνασσός : πόλις Καρίας : ἀπὸ
. γράφεται δὲ καὶ ὁ Καρικὸς τάφος ἵν ' ᾖ κτητικόν . γράφεται δὲ καὶ Καρὸς ἵν ' ᾖ ἐθνικὸν
5204021 ὀρουω
, πλεονασμῷ τοῦ ο κρούω , ὡς ὄρω ὀρύω καὶ ὀρούω . . . , : κρωσσόν : παρὰ τὸ
, πλεονασμῷ τοῦ ο , κρούω , ὡς ὄρω ὀρύω ὀρούω . Κλύω . παρὰ τὸ κλῶ τὸ φωνῶ ,
5203393 εἰτι
πλεῖστον διὰ τὸ ψαλῶ ψάλλω : θαλῶ θάλλω , καὶ εἴτι ὅμοιον : ἔχουσι γὰρ ταῦτα τὸν μέλλοντα εἰς α
: πνὶξ ἐξ οὗ τὸ πνίγος : πλὶξ , καὶ εἴτι ὅμοιον . Τὰ εἰς ωξ ὀνόματα συγκείμενα παρὰ ῥῆμα
5202607 ἀστεροπῃ
Ποσειδάων ἐνοσίχθων δεινὸν ἄορ τανύηκες ἔχων ἐν χειρὶ παχείῃ εἴκελον ἀστεροπῇ : τῷ δ ' οὐ θέμις ἐστὶ μιγῆναι ἐν
συνωχαδόν , οἱ δὲ κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστεροπῇ ποτέοντο χειρὸς ἄπο στιβαρῆς , ἱερὴν φλόγα εἰλυφόωντες ,
5199421 ἀγκυρα
τευθίς : αὕτη δὲ καριδοῖ τὸ σῶμα καμπύλη τ ' ἄγκυρά τέ ἐστιν ἄντικρυς τοῦ σώματος φησί που Ἀναξανδρίδης :
τοῦ πράγματος . Ἱερὰ ἄγκυρα : ἡ μεγάλη βοήθεια . ἄγκυρά ἐστιν ἐν τῇ νηῒ ἱερὰ καλουμένη , καὶ ὅτε
5193937 συι
τῇ ἀσθενεῖ γῇ ἐς τέλος πολὺν καρπὸν ἐκφέρειν . καὶ συὶ δὲ ἀσθενεῖ χαλεπὸν πολλοὺς ἁδροὺς χοίρους ἐκτρέφειν . Λέγεις
οἷς πάρεστι πατέρα αὐχεῖν τίγριν , ἔλαφον μὲν θηρᾶσαι ἢ συὶ συμπεσεῖν ἀτιμάζουσι , χαίρουσι δὲ ἐπὶ τοὺς λέοντας ᾄττοντες
5193523 τασσομενη
ἐπὶ τῶν διακινδυνευόντων ταῖς ψυχαῖς καὶ πρὸς τοῦτο καρτερῶς ἀγωνιζομένων τασσομένη . * * Λέρνη κακῶν : παροιμία τίς ἐστιν
μαιμώωσα λέξις , ὅπερ ἐστὶ προθυμουμένη , ἰδίως ἐπὶ ἐμψύχου τασσομένη νῦν ἐπὶ ἀψύχου τοῦ δόρατος τέτακται : ὁμοιώσεως δὲ
5190079 χοη
χεύσω : καὶ τρέπει τὸ ε εἰς ι ἐν τῷ χοὴ καὶ προχοή : σημειωτέον τὸ κέω , ἐξ οὗ
βαρύνεται , ἐξ ἑτέρας ἐστὶν εὐθείας , ἥτις ἐστὶν ἡ χοὴ θηλυκῶς , καὶ κλίνεται τῆς χοῆς . τὸ ”
5187614 πλεονασμος
. . . + Ἀΐλιον : κακοΐλιον : οὐ γὰρ πλεονασμός , . Ἄϊστος : ὁ ἄδηλος καὶ ἄγνωστος [
τοῦτο δὲ μόνον , τὸ δὲ αἴτιον τοῦ τόνου ὁ πλεονασμός : ἀλλ ' ἢ ὀξύνονται , ὡς ἐπὶ τοῦ
5183442 Τραχηλος
εὐφρασίαν δηλοῖ . Βρόχθος πάλλων ἔπαινον καὶ δόξαν σημαίνει . Τράχηλος πάλλων χαρὰν ἐπί τινι δηλοῖ . Κατάκλεις δεξιὰ μάχας
τεσσαράκοντα ἡμέρῃσι κρίνηται , μεγάλην ἔχει ῥοπὴν ἐς σωτηρίην . Τράχηλος σκληρὸς καὶ ἐπώδυνος , καὶ γενύων σύνδεσις , καὶ
5178193 ἀναφορευς
. ΕΚ ΤΕΛΑΜΩΝΟΣ . Τελαμὼν , ὁ λῶρος , ὁ ἀναφορεὺς τοῦ ξίφους καὶ τῆς ἀσπίδος , ἀπὸ τοῦ τλῶ
παρὰ τὸν πόρπακα . Γ πόρπαξ κατά τινας μὲν ὁ ἀναφορεὺς τῆς ἀσπίδος , ὡς δέ τινες , τὸ διῆκον
5178096 μετωνυμια
ἀπὸ τοῦ σκυλεύειν . Ἔστι δὲ καὶ ἄλλος τρόπος ἡ μετωνυμία , λέξις ἐπ ' ἄλλου μὲν κυρίως κειμένη ,
μεταφορά , κατάχρησις , ἀλληγορία , αἴνιγμα , μετάληψις , μετωνυμία , συνεκδοχή , ὀνοματοποιΐα , περίφρασις , ἀναστροφή ,
5177211 περικεφαλαια
τιάρα καὶ κίδαρις καὶ καυσία καὶ κυνῆ καὶ στεφάνη καὶ περικεφαλαία καὶ ἐπικρατὶς καὶ καμαλαύχιον καυμελαύκιον λέγεται . τὸ κεφαλοδέσμιον
' ἀντίφρασιν οὕτως τὸ ἀσθενέστατον , οἷον εὔθλαστον . ἄφαλος περικεφαλαία μὴ ἔχουσα φάλους : τοὺς δὲ φάλους οἱ μὲν
5175854 ἀγκων
εἰς ἅλα δίναις . κεῖθεν δὲ προτέρωσε μέγας καὶ ὑπείροχος ἀγκών ἐξανέχει γαίης : ἔπι δὲ στόμα Θερμώδοντος κόλπῳ ἐν
ὑπόκειται ἐρῶν αὐλητρίδος : ὦ χρυσοῦν ἀνάδημα , ὦ γλυκὺς ἀγκών . ὡς εἴ τις εἶποι : ὦ γλυκὺς πῆχυς
5166085 παροξυτονον
ἡ βαρεῖα . Τούτου χάριν τὸ μὲν Αἴὰς ἐπειδή ἐστι παροξύτονον , καλεῖται βαρύτονον , καὶ τὸ δῆμὸς ἐπειδή ἐστι
τὸν μὲν ἕνα ὀξύτονον τὸν λουτῆρα , τὸν δὲ ἄλλον παροξύτονον τὸν Πίερα . Καίτοι καὶ τῶν ὀξυτόνων τὰ μὲν
5165065 εἰκελος
υἱὸς ἀπὸ Σκύροιο θοῶς ἐς ἀπηνέα δῆριν Ἀργείοις ἐπαρωγὸς ἐλεύσεται εἴκελος ἀλκὴν πατρὶ ἑῷ , πολέσιν δὲ κακὸν δηίοισι πελάσσει
. ἦ τάχα καὶ γλαυκῆς ὑπὲρ ἠέρος ὑψός ' ἀερθείς εἴκελος αἰψηροῖσι πετήσεαι οἰωνοῖσιν . ὤμοι ἐγὼ μέγα δή τι
5164658 ῥηξ
τὸ σχίζω , ὁ μέλλων ῥήξω , ἀποβολῇ τοῦ ω ῥήξ , καὶ τροπῇ τοῦ η εἰς ω ῥώξ ,
ἀλλήλων . ἀπὸ τοῦ ῥήσσω ῥήξω , ἀποβολῇ τοῦ ω ῥήξ , καὶ τροπῇ ῥώξ ὡς ἀρηγός ἀρωγός , καὶ
5162104 Ἡρακλεη
εἰς α . Ἡράκλεες Ἡράκλεις καὶ Ἥρακλες καὶ ἀττικῶς ὦ Ἡρακλέη : ἰστέον ὅτι τὸ μὲν Ἡράκλεες ὥσπερ τὸ ὦ
καὶ Ἡρακλῆα ποιητικῶς : ἰστέον ὅτι εὐλόγως ἐγένετο Ἡρακλέα καὶ Ἡρακλέη διχῶς , ἐπειδὴ τοῦ ε φωνῆεν προηγεῖται ἐν τῷ
5160788 φακιολιον
, φάκελος δὲ ὁ δεσμός : ἀφ ' οὗ καὶ φακιόλιον . φάκαι γὰρ παρὰ Ῥωμαίοις τὰ δεσμά . .
. συδάριον . ῥάκος ἡμιτριβές . λινοῦν τι . ἢ φακιόλιον , κροσοὺς ἔχον ἀμφοτέρωθεν . . τύμβος ὁ τάφος
5159755 διακριτικον
, τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον ἐπιδέχεται , οὕτως καὶ τὸ διακριτικὸν καὶ τὸ συγκριτικὸν ὡς μὲν ἰδιαίτατα καὶ εἰδοποιοὶ διαφοραί
. αὕτη καὶ ἡ τρίτη αἰτία . τετάρτη δὲ ὅτι διακριτικὸν ζῷον ὁ κύων γνώσει καὶ ἀγνοίᾳ τὸ φίλον καὶ
5156557 ἀγκυλοχειλης
ὡς ἀνωτέρω εἰρήκαμεν , τουτέστιν ἀπὸ τοῦ χεῖλος ἀγκυλόχειλος καὶ ἀγκυλοχείλης ἀγκυλοχείλου . Εἰδέναι δὲ δεῖ , ὅτι πᾶσα γενικὴ
. Κρεῖττον οὖν ἐστιν εἰπεῖν καὶ ἀντιθεῖναι τοῖς λέγουσι τὸ ἀγκυλοχείλης παρὰ τὸ χηλή οὕτως : οἱ Βοιωτοὶ τότε τρέπουσι
5151794 πρεσβεως
. Ἐκκόψειέ γε κόραξ πατάξας , τόν γε σὸν τοῦ πρέσβεως . Ὁ βασιλέως Ὀφθαλμός . Ὦναξ Ἡράκλεις . Πρὸς
πρέσβις , ὥσπερ ὁ μάντις , καὶ ἡ γενικὴ τοῦ πρέσβεως ἀκολούθως , ὥσπερ τοῦ μάντεως . Ταῦτα μὲν ἐν
5149357 ἐριπων
: νάρκησε δὲ χεὶρ ἐπὶ καρπῷ , στῆ δὲ γνὺξ ἐριπών , τόξον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός . Αἴας δ
οὕτω τὰ τεταμένα νεῦρα . . . . ἔστη γνὺξ ἐριπών : ἡ διπλῆ , ὅτι ἔστη ἀντὶ τοῦ ἔμεινεν
5148782 ἀραβος
. πατουμένων δὲ τῶν ἁλισκομένων καὶ ἀλοωμένων τοῖς γόνασιν , ἄραβος πολὺς τῶν ὀστέων συντριβομένων ἀκούεται καὶ πόρρωθεν , τὰ
. Τὸ Α ἐπαγομένου τοῦ Ρ μετὰ φωνήεντος ψιλοῦται : ἄραβος ἀρετή ἀριθμός . τὸ δὲ χεῖρα ἁραιήν δασύνεται .

Back