νοσήσαντα αὐτὸν ὑπὸ Πυθαγόρου ταφῆναι ἐν Δήλῳ . οἱ δὲ φθειριάσαντα τὸν βίον τελευτῆσαι : ὅτε καὶ Πυθαγόρου παραγενομένου καὶ
νοσήσαντα αὐτὸν ὑπὸ Πυθαγόρου ταφῆναι ἐν Δήλωι . οἱ δὲ φθειριάσαντα τὸν βίον τελευτῆσαι : ὅτε καὶ Πυθαγόρου παραγενομένου καὶ
7386117 διαβαλοντα
. οὕτως ἔχων γὰρ αὐτὸν ἂν ἴδηι μέ που τὸν διαβαλόντα , τυχὸν ἀποκτείνειεν ἄν . διόπερ ὑπεκδέδυκα δεῦρ '
: ὅτε καὶ Πυθαγόρου παραγενομένου καὶ πυνθανομένου πῶς διακέοιτο , διαβαλόντα τῆς θύρας τὸν δάκτυλον εἰπεῖν , “ χροῒ δῆλα
5218920 προβαλλοντα
τὰ κυούμενα . ἤδη δὲ καὶ τὰ πλάγια καὶ τὰ προβάλλοντα τὰς χεῖρας , ἤτοι τὰ παρὰ φύσιν ἐσχηματισμένα ,
τελευτῆσαι , εἰπεῖν δὲ πρὸς Πυθαγόραν περὶ τούτου πυνθανόμενον , προβάλλοντα τὸν δάκτυλον . Χύτραις λημᾶν καὶ κολοκύνταις : ἐπὶ
5063311 ἀπομνημονευματων
καλοῦ φιλοσόφου συμποτικοὺς διαλόγους συντεθέντας ἐκ τῶν Στίλπωνος καὶ Ζήνωνος ἀπομνημονευμάτων , ἐν οἷς ζητεῖ , ὅπως ἂν μὴ κατακοιμηθῶσιν
ζεούσᾳ μείζονα ἑωρακέναι χειμῶνα . Ἀριστόδημος δὲ ἐν δευτέρῳ γελοίων ἀπομνημονευμάτων φησί : Δωρίωνος τοῦ κρουματοποιοῦ κυλλόποδος ὄντος ἀπώλετο ἐν
5055585 Ἀναξαρχον
τοὺς φίλους φησίν . ἀλλὰ καὶ ἄλλοτε προπίνοντα αὐτῷ τὸν Ἀνάξαρχον δεῖξαι τὴν κύλικα καὶ εἰπεῖν βεβλήσεταί τις θεῶν βροτησίᾳ
ἀλλὰ καὶ ἄλλοτε [ . , ] προπίνοντα αὐτῶι τὸν Ἀνάξαρχον δεῖξαι τὴν κύλικα καὶ εἰπεῖν : βεβλήσεταί τις θεῶν
5016673 ἀμυντορα
κατά τινας . κυανοπρώϊραν . ξύλα καὶ λάους ἐπιβάλλων . ἀμύντορα δυσφροσυνάων . οὐ γὰρ ἀπόβλητον Διονύσιον οὐδὲ γίγαρτον ,
. ἀλλὰ σύ γ ' , εἰ δύνασαί τιν ' ἀμύντορα μερμηρίξαι , φράζευ , ὅ κέν τις νῶϊν ἀμύνοι
4941626 Κρατητος
“ φησὶ δ ' Ἀπολλώνιος ὁ Τύριος , ἕλκοντος αὐτὸν Κράτητος τοῦ ἱματίου ἀπὸ Στίλπωνος , εἰπεῖν , ” ὦ
χλωροῖς καὶ ἡλιοκαΐαις . Διήκουσε δέ , καθάπερ προείρηται , Κράτητος : εἶτα καὶ Στίλπωνος ἀκοῦσαί φασιν αὐτόν : καὶ
4840549 ποιμενικων
παρὰ τὸ γάλα . εἴδη δέ εἰσιν οἱ γαυλοὶ ἀγγείων ποιμενικῶν . σκαφίδας : ἀγγεῖα , εἰς ἃ κατετίθεσαν τὰς
βουκολικὰ ὑπεγράφησαν καίτοι μὴ ὄντων ὅλων βουκολικῶν , ἀλλὰ καὶ ποιμενικῶν καὶ αἰπολικῶν ; ἐκ τοῦ κρείττονος μέρους ταῦτα τῶν
4834838 ἐπελεγεν
δή ποτε εἴη τὸ αἴτιον τοῦ ἀλύειν αὐτούς . καὶ ἐπέλεγεν εἰ μέν σοι τέθνηκε ζεῦγος , παρ ' ἐμοῦ
, δήσαντα δὲ τὸ καλῴδιον τοῦ ἀγάλματος περὶ τὸν τράχηλον ἐπέλεγεν ὡς ἀπάγχοιτο ἡ Ἄρτεμις . φωράσαντες δὲ οἱ Καφυεῖς
4825826 Κριτων
ἔφη , πείθου καὶ μὴ ἄλλως ποίει . Καὶ ὁ Κρίτων ἀκούσας ἔνευσε τῷ παιδὶ πλησίον ἑστῶτι . καὶ ὁ
ἀληθῶς ; ἐπιθυμῶ δ ' ἔγωγ ' ἐπισκέψασθαι , ὦ Κρίτων , κοινῇ μετὰ σοῦ εἴ τί μοι ἀλλοιότερος φανεῖται
4777137 ἐπιδεικνυμενου
πρὸς τὸν ἀκροατὴν κέχρηται , τοῦ Δημοσθένους μάλιστα ἐν τούτοις ἐπιδεικνυμένου τὴν δεινότητα . οἶμαι δὲ οὐκ ἀγνοίᾳ σχηματισμοῦ τοῦ
γάμον λευκωλένου Ἁρμονίας ὑμνήσομεν ; * * * μουσικὰν ὀρθὰν ἐπιδεικνυμένου * * * πρῶτον μὲν εὔβουλον Θέμιν οὐρανίαν χρυσέαισιν
4668953 Διονυσοδωρος
. Αὐτίκα δέ γε , ἦ δ ' ὃς ὁ Διονυσόδωρος , ἄν μοι ἀποκρίνῃ , ὦ Κτήσιππε , ὁμολογήσεις
ἐρέσθαι [ τὸν Εὐθύδημον ] εἰ καὶ ὀρχεῖσθαι ἐπίσταιτο ὁ Διονυσόδωρος : ὁ δέ , Πάνυ , ἔφη . Οὐ
4666449 καταριθμησας
ἅττ ' ] ἅτινα . ἔπαιξε τὸν ἀλεκτρυόνα ὡς τετράπουν καταριθμήσας γελοίου χάριν . Ἀττικοὶ δὲ καὶ τὰς θηλείας οὕτως
διὰ τὸ μέγεθος τῆς ἀρχῆς ἑαυτὸν τοῖς δώδεκα θεοῖς σύνθρονον καταριθμήσας τοιαύτης ἔτυχε τῆς τοῦ βίου καταστροφῆς , ἄρξας ἔτη
4640584 ἐγελων
νῦν οὐδ ' ὅποι καταφεύγοιεν . οἳ δὲ καὶ τοῦτο ἐγέλων , καὶ τὸ ξίφος τις ἠπείλησεν ἀπορρίψειν , εἰ
: οἱ δὲ δασύτητα περὶ τὴν πυγὴν τοῦ Ἡρακλέους ὁρῶντες ἐγέλων , ἀναμνησθέντες τῆς μητρός . Πυθόμενος δὲ Ἡρακλῆς τὴν
4627315 ἀποβλυζειν
κοτταβίζειν ἐφ ' οὗ νῦν , ἀλλ ' ἐμεῖν ἢ ἀποβλύζειν , πλὴν εἴ τις παίζων βούλοιτο οὕτως ὑποπτεύειν τὸ
φησι στάζουσιν ὡσπερεὶ τροπηίον σάκκος . Καὶ μὴν ὅτῳ φίλον ἀποβλύζειν πιόντι καὶ ἐξεμεῖν , ὅπερ οἱ πολλοὶ ἀποκοτταβίζειν καλοῦσιν
4619384 ἀπορει
γονήν , ἐπειδὴ τὸ θῆλυ τῶν τέκνων ἐκ μάχης ἑλεῖν ἀπορεῖ , κατὰ συνθήκας πειρᾶται λαβεῖν , ἵνα μὴ μόνον
τε τὴν σφυγμικὴν καὶ τὴν ἀναπνευστικήν . ἀλλ ' ἴσως ἀπορεῖ τις λέγων ὅτι καὶ πῶς οὐ φθείρονται τῇ ἀεννάῳ
4609014 πτισσε
κατεσκευασμένον . , : . . τὰ γὰρ Ἀναξάρχου σιωπῶ πτίσσε ἐπιβοῶντος τὸν Ἀναξάρχου θύλακον : Ἀνάξαρχον γὰρ οὐ πτίσσεις
κατασήπεται , τὴν πρὸς ἐκεῖνα κοινωνίαν οὐ φέροντα . Πτίσσε πτίσσε τὸν Ἀναξάρχου θύλακον : οὐ γὰρ πτίσσεις Ἀνάξαρχον :
4606655 ἐβοωμεν
καὶ μόλις ποτὲ ἤλθομεν ἐπὶ σκηνάς τινας , καὶ στάντες ἐβοῶμεν . προελθὼν δὲ οὗτος εἰσάγει τε ἡμᾶς ἔνδον καὶ
, ἢ λαμβάνων τὴν σφαῖραν ἢ διδούς , ἅμα πάντες ἐβοῶμεν . . . . . . . ἡ δ
4596554 Στιλπωνος
Ἡράκλειτον καὶ Στίλπωνα ἅμα καὶ Κράτητα , ὧν ὑπὸ μὲν Στίλπωνος ἐγένετο μαχητής , ὑπὸ δὲ Ἡρακλείτου αὐστηρός , κυνικὸς
Μενέδημον τὸν Ἐρετριέα καὶ Ἀσκληπιάδην τὸν Φλιάσιον , μετάγοντες ἀπὸ Στίλπωνος . καὶ ἕως μὲν τούτων Ἠλιακοὶ προσηγορεύοντο , ἀπὸ
4587115 ἀκουσαντα
τὰ δ ' ἐκφάνδην , τὰ δ ' ὡς θεῶν ἀκούσαντα , τὸ δὲ ἐμοὶ μὲν ἀπιθανώτατον , γιγνώσκω γάρ
ἐμήνυσαν ὅτι θηρία εἴη , τάχα δ ' ἀπαλλάττοιτο σάλπιγγος ἀκούσαντα καὶ κρότου , ἐκ τούτου Νέαρχος ταῖς ναυσὶν ἐπῆγε
4586978 συμποσιωι
ἐχθαίρουσι δὲ πάντες : ἀναγκαίη δ ' ἐπίμειξις ἀνδρὸς τοιούτου συμποσίωι τελέθει . Οὐδεὶς λῆι φίλος εἶναι , ἐπὴν κακὸν
ἀέκοντα παθεῖν διζήμενον ἔμμεναι ἐσθλόν . χρὴ δ ' ἐν συμποσίωι κυλίκων περινισομενάων ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν . χρὴ παῖδ
4586937 Μενεδημος
Μεγαρικὸν τὸν τῶν αὐτῶν δογμάτων εὑρετὴν ὑποληφθέντα . τοῦτον δὲ Μενέδημος ὁ Ἐρετριεὺς διεδέδεκτο , ἀφ ' οὗ Ἐρετρικὴ ἡ
πατρίδος τοῦ περὶ οὗ ὁ λόγος . Φαίνεται δὴ ὁ Μενέδημος σεμνὸς ἱκανῶς γενέσθαι : ὅθεν αὐτὸν Κράτης παρῳδῶν φησι
4579146 ἐθαυμασα
σε ποιῆσαι , γράμμασιν ἡμετέροις εἰ παρακληθείης . ἐγὼ δὲ ἐθαύμασα μὲν εἰ τοσοῦτον παρὰ σοὶ δυνήσομαι : τοῦ δὲ
γὰρ καὶ ἄλλα καὶ κύνας παρέχεται πλείστους . ὃ δὲ ἐθαύμασα ἐν τοῖς Μεθάνοις μάλιστα , γράψω καὶ τοῦτο .
4576403 ἠκουσας
ἐναργῶς , ἑτοίμως . . , ᾔσθου ] ἔγνως καὶ ἤκουσας . ἔστιν ἐν τῇ σκηνῇ μηχάνημά τι , ὃ
ἀργυρώνητον ; δικαίως οὖν οὐχ εὗρες τὸν πιπράσκοντα . οὐκ ἤκουσας οὐδὲ Ὁμήρου διδάσκοντος ἡμᾶς καί τε θεοὶ ξείνοισιν ἐοικότες
4562581 Ἀναξαρχου
ἀφίκετο παρ ' αὐτὸν καὶ ἠλείψατο ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἀναξάρχου . καὶ πυθόμενος τὴν προμήθειαν ὑπερεπῄνεσε , καὶ ὧν
ὥς φησι Κλέαρχος ἐν πέμπτῳ βίων . : περὶ δὲ Ἀναξάρχου Κλέαρχος ὁ Σολεὺς ἐν πέμπτῳ βίων οὕτω γράφει :
4536758 ἀπνουν
Παυσανίην . . . ἀδύτων [ ] . τὴν γοῦν ἄπνουν ὁ Ἡρακλείδης [ . ] φησὶ τοιοῦτόν τι εἶναι
. ] φησὶ καὶ Παυσανίαι ὑφηγήσασθαι αὐτὸν τὰ περὶ τὴν ἄπνουν . ἦν δ ' ὁ Παυσανίας , ὥς φησιν
4535036 Ἀστειον
ἔφη , τοὺς νῦν ἀθλητὰς οἱ παρομαρτοῦντες λέοντας καλοῦσιν . Ἀστεῖον δὲ κἀκεῖνο αὐτοῦ καὶ δηκτικὸν ἅμα τὸ πρὸς τὸν
ἔφη , τοὺς νῦν ἀθλητὰς οἱ παρομαρτοῦντες λέοντας καλοῦσιν . Ἀστεῖον δὲ κἀκεῖνο αὐτοῦ καὶ δηκτικὸν ἅμα τὸ πρὸς τὸν
4529459 Μαθηται
αὐτῷ χρῷτο . Ἐτελεύτα δὲ ὑπὸ γήρως ἑαυτὸν πνίξας . Μαθηταὶ δ ' αὐτοῦ Θεόμβροτος καὶ Κλεομένης , Θεομβρότου Δημήτριος
ἔφη αὐτός , ἐπὶ πείρᾳ δοὺς τριάκονθ ' ἡμέρας . Μαθηταὶ δ ' αὐτοῦ : Μητροκλῆς , ἀδελφὸς Ἱππαρχίας ,
4526047 τοιαυτι
τοῦ φιλοσόφου ποιήσας τὸ δρᾶμα : ὧν καί τινά ἐστι τοιαυτί : ὡς ἐκ βραχείας δαιτὸς ἡ βαιὰ κύλιξ αὐτοῖς
πόθεν , καὶ τί μέλλει ποιεῖν , καὶ πάντα τὰ τοιαυτί , οὔτ ' , ἐπειδήπερ οὕτως ἔχομεν , τὰ
4522880 ἀληλεμενον
Λακεδαιμόνιοι προειπόντες ἐς τὴν νῆσον ἐσάγειν σῖτόν τε τὸν βουλόμενον ἀληλεμένον καὶ οἶνον καὶ τυρὸν καὶ εἴ τι ἄλλο βρῶμα
ἂν ἅπαξ τις ἀποθάνῃ . Ἤδη πότ ' ἤκουσας βίον ἀληλεμένον ; ναί . τοῦτ ' ἐκεῖν ' ἔστιν σαφῶς
4518720 Ἑρμοτιμος
μετ ' ἀλλήλων ἐν Ἀκαδημίᾳ κοινὰς ποιούμενοι τὰς ζητήσεις . Ἑρμότιμος δὲ ὁ Κολοφώνιος τὰ ὑπ ' Εὐδόξου προηυπορημένα καὶ
, πῶς πρόσθεν Αἰθαλίδης , εἶτ ' Εὔφορβος , εἶτα Ἑρμότιμος , εἶτα Πύρρος γένοιτο . ἐπειδὴ δὲ Πύρρος ἀπέθανε
4497318 Ἀπολογια
. , . Ἀπολογία πληγῶν , ἔδει δ ' ἐπιγεγράφθαι Ἀπολογία ὕβρεως Ἐπιχάρει πρὸς Φιλωτάδην : τὸν θαυμαστόν , ὦ
Παρμενίδης καὶ Σοφιστής : τοῦ δ ' ἠθικοῦ ἥ τε Ἀπολογία καὶ ὁ Κρίτων καὶ Φαίδων καὶ Φαῖδρος καὶ τὸ
4491302 πτισσεις
, ” πτίσσε τὸν Ἀναξάρχου θύλακον , Ἀνάξαρχον δὲ οὐ πτίσσεις . “ κελεύσαντος δὲ τοῦ Νικοκρέοντος καὶ τὴν γλῶτταν
περιφερόμενον : πτίσσε τὸν Ἀναξάρχου θύλακον , Ἀνάξαρχον δὲ οὐ πτίσσεις . κελεύσαντος δὲ τοῦ Νικοκρέοντος καὶ τὴν γλῶτταν αὐτοῦ
4490847 Εὐρυσθει
παρὰ τὸν τάφον τοῦ διαφθαρέντος Ἀβδήρου , τὰς ἵππους κομίσας Εὐρυσθεῖ ἔδωκε . μεθέντος δὲ αὐτὰς Εὐρυσθέως , εἰς τὸ
. Ἀσκάλαφον μὲν οὖν Δημήτηρ ἐποίησεν ὦτον , Ἡρακλῆς δὲ Εὐρυσθεῖ δείξας τὸν Κέρβερον πάλιν ἐκόμισεν εἰς Ἅιδου . μετὰ
4484753 συγγεγραμμενον
. ἐθάρρησε πρῶτος ὧν ἴσμεν Ἑλλήνων λόγον ἐξενεγκεῖν περὶ φύσεως συγγεγραμμένον . . Διόδωρος δ ' ὁ Ἐφέσιος περὶ Ἀναξιμάνδρου
κατὰ νόμον ἔγγραφον , ὑπὸ πολλῶν καὶ δεδοξασμένων ἰατρῶν ἀρχαίων συγγεγραμμένον . κἂν τοῖς ἐκ τῆς ἱερᾶς βίβλου νόμοις ἀναγινωσκομένοις
4482456 μητρωα
. καὶ νῦν μὲν ὁ Πίνδαρος τὸν ἐκ μητρὸς πάππον μήτρωα ὀνομάζει : Ὅμηρος δὲ καὶ οἱ λοιποὶ τὸν τῆς
: Ὅμηρος δὲ καὶ οἱ λοιποὶ τὸν τῆς μητρὸς ἀδελφὸν μήτρωα καλοῦσιν . φησὶν οὖν ἐν τῇ Ἰλιάδι : Ἀσίῳ
4459150 ἀπεριεργον
ἕτερον δεῖπνον ἑτοιμάσω : σὺ δὲ πορευθεὶς κάλει μοι ἄνθρωπον ἀπερίεργον , ἵνα ὃ ἐὰν ἴδῃ ἢ ἀκούσῃ μὴ περιεργάσηται
ἠθῶν μάλιστα φροντίδα πεποιημένοι οἱ παλαιοί , τὸ σεμνὸν καὶ ἀπερίεργον τῆς ἀρχαίας μουσικῆς προετίμων . Ἀργείους μὲν γὰρ καὶ
4457487 περιεργοτερον
οὐρανίοις καὶ κατὰ τὰς ἐκείνων ἀπορροίας ἑκάστοτε ταῦτα νεοχμοῦσθαι οἱ περιεργότερον ἀναβλέψαντες εἰς τὸ περιέχον Χαλδαῖοι δραστικῶν μὲν αἰτιῶν λόγον
ἕτερα * , ἃ μακρόν ἐστιν ἐν μυθικῷ συγγράμματι ἀλληγορεῖν περιεργότερον . Φηγαλεὺς ἐμοὶ δι ' ἦτα δοκεῖ γράφειν ,
4455969 Προκλος
ἐνταῦθα Προκλικῶν ματαίων πλασμάτων : ἐν γὰρ τοῖς σπουδαίοις ὁ Πρόκλος οὐδὲν γράφων , ἐν τοῖς τοιούτοις μεγαλήγορος , καὶ
Πλούταρχος : οἱ δὲ μέχρι μόνης τῆς λογικῆς , ὡς Πρόκλος καὶ Πορφύριος : οἱ δὲ μέχρι μόνου τοῦ νοῦ
4441838 ἐζητεις
τὸ ζητοῦντα μὲν λόγους ἥκειν Ἀθήναζε , φανῆναι δὲ οὓς ἐζήτεις ἔχοντα . τὰ δ ' ἐφεξῆς ἅπαντα τῶν λόγων
, τί ποιεῖς ; Ἡ δὲ εἶπε : Τέως σὺ ἐζήτεις , ἵνα πόλιν κτίσῃς , εὗρον . Ἀφ '
4439657 Ἀπορουσι
Ἀνάγκας ] Ἤγουν τοῦ ζυγοῦ . Καρτερὸν ἄνδρα ] * Ἀποροῦσί τινες πῶς ἄνδρα εἶπεν , δέον ἀνδρὶ εἰπεῖν ,
εἰς τὰ οὐράνια . Ἢν δὲ πλήρης , οὔ . Ἀποροῦσί τινες διὰ τί μετὰ τὴν κένωσιν τῶν καταμηνίων συλλαμβάνει
4418875 μεμαθηκε
φορεύμενα Νείκεος ἔχθει . οὕτως ἧι μὲν ἓν ἐκ πλεόνων μεμάθηκε φύεσθαι ἠδὲ πάλιν διαφύντος ἑνὸς πλέον ' ἐκτελέθουσι ,
σὲ νῦν , πρότερον οὐκ εἰθισμένος . εἶτ ' εἰ μεμάθηκε , δεσπότα , ζῆν ἐγκαλεῖς ; ζῆν δ '
4414348 Λεωφαντον
Κλεόβουλον , Περίανδρον , Ἀνάχαρσιν , Ἀκουσίλαον , Ἐπιμενίδην , Λεώφαντον , Φερεκύδην , Ἀριστόδημον , Πυθαγόραν , Λᾶσον Χαρμαντίδου
Θαλῆν Πιττακὸν Βίαντα Χείλωνα Μύσωνα Κλεόβουλον Περίανδρον Ἀνάχαρσιν Ἀκουσίλαον Ἐπιμενίδην Λεώφαντον Φερεκύδην Ἀριστόδημον Πυθαγόραν Λᾶσον Χαρμαντίδου ἢ Σισυμβρίνου ἢ ὡς
4413549 Μυσωνα
Κρῆτα : Πλάτων δὲ ἐν Πρωταγόραι [ . . ] Μύσωνα ἀντὶ Περιάνδρου : Ἔφορος [ . ] δὲ ἀντὶ
Σόλωνα , Θαλῆν , Πιττακόν , Βίαντα , Χίλωνα , Μύσωνα , Κλεόβουλον , Περίανδρον , Ἀνάχαρσιν , Ἀκουσίλαον ,
4403812 Ποσου
Ἀλλ ' οὖν ἔγωγέ σοι λέγω Μαρικᾶντα μὴ κολάζειν . Πόσου χρόνου γὰρ συγγεγένησαι Νικίᾳ ; οὐδ ' εἶδον ,
νῦν αὖος γέγονε τὰ τῆς δικαίας Ἀφροδίτης ἀναγκασθεὶς ἀφεῖναι . Πόσου ποτ ' ἂν ἐπρίω λαβεῖν χρῄζοντά σου τὸν χρηστὸν
4399451 Ξεναρχος
, ὡς καὶ τὸ κρόμμυον ὅτι τὰς κόρας μύομεν . Ξέναρχος δὲ ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐν Σκύθαις ἔφη : τουτὶ τὸ
τῶν γυναικῶν γένος κοινόν . οὐκ ἀχαρίτως δὲ καὶ ὁ Ξέναρχος ἐν τῷ Πεντάθλῳ γυναῖκά τινα παράγει φρικτότατον ὅρκον ὀμνύουσαν
4393648 Κιτιεα
Φησὶ δ ' Ἀντίγονος ὁ Καρύστιος οὐκ ἀρνεῖσθαι αὐτὸν εἶναι Κιτιέα . τῶν γὰρ εἰς τὴν ἐπισκευὴν τοῦ λουτρῶνος συμβαλλομένων
τύχῃ τῇ ἀγαθῇ δεδόχθαι τῷ δήμῳ ἐπαινέσαι μὲν Ζήνωνα Μνασέου Κιτιέα καὶ στεφανῶσαι χρυσῷ στεφάνῳ κατὰ τὸν νόμον ἀρετῆς ἕνεκα
4393187 ἐρωτησαντος
καὶ μάθε πρῶτον τίνες εἰσίν . οἱ δ ' εἶπον ἐρωτήσαντος ὅτι Μάκρωνες . Ἐρώτα τοίνυν , ἔφη , αὐτοὺς
, τοῦ κατ ' ἐνέργειαν μὲν μὴ ῥηθέντος ὑπὸ τοῦ ἐρωτήσαντος δυνάμει δὲ ἐμπεριεχομένου τῇ ἐρωτήσει , ὡς δηλοῦσιν αἱ
4390239 Ἀκουσιλαον
χίλια . . [ . . , ] ἔνιοι προστιθέασιν Ἀκουσίλαον Κάβα ἢ Σκάβρα Ἀργεῖον . Ἕρμιππος δ ' ἐν
δὲ Σόλωνα Θαλῆν Πιττακὸν Βίαντα Χείλωνα Μύσωνα Κλεόβουλον Περίανδρον Ἀνάχαρσιν Ἀκουσίλαον Ἐπιμενίδην Λεώφαντον Φερεκύδην Ἀριστόδημον Πυθαγόραν Λᾶσον Χαρμαντίδου ἢ Σισυμβρίνου
4387812 Ἐπαινετου
αὐτοὺς εὐπορεῖν μάλιστα . τούτους δὲ τοὺς λόγους λέγοντος τοῦ Ἐπαινέτου καὶ τὴν γραφὴν γεγραμμένου , γνοὺς Στέφανος οὑτοσὶ ὅτι
Μιθαίκου καὶ Ζωπυρίνου καὶ Σόφωνος καὶ Ἡγησίππου καὶ Παξάμου καὶ Ἐπαινέτου . συναριθμοῖτο δ ' ἂν τούτοις Ἡρακλείδης τε ὁ
4385419 Κρατινον
[ ] , Ἀν - δοκίδην [ ] Κυδαθηναιέα , Κρατῖνον Σφήττιον , Εὐβουλίδην Ἐλευσίνιον . οὐκοῦν ὅτι μὲν οὐκ
τὸ “ ῥεύσας ” εἶπε σκώπτων πρὸς τὸ ἐνουρεῖν τὸν Κρατῖνον . ΓΘ ὃς πολλῷ ῥεύσας : οἱ γὰρ ποταμοὶ
4384636 Σχολαστικος
ἤγουν ὁρᾶν : ἢ διὰ τὸ τρέχειν τὸν ἀέρα . Σχολαστικός : διὰ τὸ σχολάζειν τοῖς ἀστικοῖς ἢ τῷ δικαίῳ
ἤγουν ὁρᾶν : ἢ διὰ τὸ τρέχειν τὸν ἀέρα . Σχολαστικός : διὰ τὸ σχολάζειν τοῖς ἀστικοῖς ἢ τῷ δικαίῳ
4383956 ἐγελασαν
Ἀχιλλᾷ δ ' ἐφήσθησαν καὶ Ποθεινῷ καὶ τὴν Φαρνάκους φυγὴν ἐγέλασαν . Χρήματα δ ' ἐν τοῖς θριάμβοις φασὶ παρενεχθῆναι
, οἶμαι , μείζω τῆς δυνάμεως τολμᾶν . Ἥσθησαν καὶ ἐγέλασαν ἅπαντες οἱ τῆς κωμῳδίας ἀκούσαντες : ἤκουσαν δὲ πλὴν
4381877 ἐναγοντων
ἐν τῷ παρόντι περιφανῶς ὠφέλητο . περὶ δὲ τοῦ Ἀλκιβιάδου ἐναγόντων τῶν ἐχθρῶν , οἵπερ καὶ πρὶν ἐκπλεῖν αὐτὸν ἐπέθεντο
τὴν ἀντίταξιν αὐτῶν τῶν Κορινθίων . προυδέδοκτο : προεκεκύρωτο . ἐναγόντων : ἐμβιβαζόντων καὶ κινούντων εἰς τοῦτο . ἐσβολῆς γενομένης
4381150 ἀγανακτησαι
ἀνὴρ ἦν εἴτε ἐραστὴς τῆς προειρημένης , ὥσπερ οὖν ἀτιμασθέντα ἀγανακτῆσαι : θυμῷ γὰρ βιαίῳ ἐξαφθεὶς ὥρμησε μέν , ἐλθὼν
ἢ πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς διακείμενοι ; ἄξιον δὲ μάλιστ ' ἀγανακτῆσαι ὅτι οὕτως ἤδη οἱ τὰ τῆς πόλεως πράττοντες διάκεινται
4366300 Χαιρεφωντος
, γλυκὺ μέν , προσιστάμενον δὲ λυπεῖ πανταχῇ . τοῦ Χαιρεφῶντος καὶ σύγγραμμα ἀναγράφει Καλλίμαχος ἐν τῷ τῶν παντοδαπῶν πίνακι
ὄντας . καὶ τὸν κομήτην τουτονί : περὶ Σωκράτους καὶ Χαιρεφῶντος ⌈ τοῦτό [ ταῦτά ] φησιν . καὶ τουτονὶ
4364622 Καλλισθενην
. . . , ̈ : ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης τὸν Καλλισθένην ἀπέσκωψεν εἰπὼν τὸν μὲν περιττὸν νοῦν ἔχειν , τὸν
οὕστινας ἐθέλοι τῶν Ἑλλήνων φυγόντα σώζεσθαι , καὶ ἀποκρίνασθαι αὖθις Καλλισθένην , εἰ καὶ μὴ παρ ' ἄλλους , παρά
4342761 κατακειμενον
θύραν τοῦ δωματίου οἱ μὲν πρῶτοι εἰσιόντες ἔτι εἴδομεν αὐτὸν κατακείμενον παρὰ τῇ γυναικί , οἱ δ ' ὕστερον ἐν
λίθον , ἔπειτα κελεύειν οὐρεῖν ὕπτιον ὄντα καὶ ἔτι ἀνάῤῥοπον κατακείμενον . Εἰ δὲ μηδὲ οὕτως οὐρεῖν δυνηθείη , διὰ
4339361 μυθολογουμενον
δώδεκα : αἱ δὲ ἄλλαι ζῶσι δεκατέσσαρα . τὸ δὲ μυθολογούμενον περὶ τοῦ τοῦ Ὀδυσσέως κυνός , ὡς εἴκοσιν ἔτη
παραπλησίως δὲ τούτοις καὶ τὴν Μήδειαν ἐν τῷ τεμένει τὸν μυθολογούμενον ἄυπνον δράκοντα περιεσπειραμένον τὸ δέρος τοῖς φαρμάκοις ἀποκτεῖναι ,
4334018 κλοιῳ
φρονητέον εἶναι ; πῶς , οἵγε ὥσπερ τοὺς δάκνοντας κύνας κλοιῷ δήσαντες παραδιδόασιν , οὕτω κἀκεῖνοι ὑμᾶς παραδόντες τῷ ἠδικημένῳ
' ᾧ ἐδέδετο πυρρός τις ἄνθρωπος καὶ μέγας ἁλύσει καὶ κλοιῷ : ἐρέσθαι οὖν τὸν περιάγοντα ὅστις ἔστιν , αὐτὸν
4331794 συνεταξατο
τὸ αἷμα διὰ τὴν γειτνιάζουσαν ἡλικίαν , διὰ τοῦτο ἐρυθρὸν συνετάξατο τὸ χολῶδες . εἰ δὲ γένηται τὸ πρόσωπον χλωρὸν
τὸ γύναιον , “ ἔφη , ” ναῦν φέρουσα χρημάτων συνετάξατο . “ καὶ αὐτῷ καὶ οἵδε πεισθέντες κατῄεσαν ἐπὶ
4330377 ἀπορηθεις
στρατηγὸς ἔφευγεν ἀνὰ κράτος . ὅπερ ὡς ἔγνω δείλαιος , ἀπορηθεὶς ἐκ πάντων , πυρὰν ὑφῆψε λιπαρὰν ὕλαις ἀφθόνοις θρέψας
εἰς τὴν τῶν Μακεδόνων κρίσιν παραχθεὶς καὶ κατὰ τὴν ἀπολογίαν ἀπορηθεὶς λόγων ἐθανατώθη . ὁ δ ' Ἀλέξανδρος ἐκπέμψας τινὰς
4323743 τολμησεις
κρείττονος . εἰ μὲν οὖν τὸν Θεὸν φύσει ἀσθενῆ ὄντα τολμήσεις εἰπεῖν , περὶ τῆς σωτηρίας αὐτῆς κινδυνεύειν μοι δοκεῖς
τί λέγεις , εἴποιμ ' ἂν πρὸς τὸν ἐπίορκον , τολμήσεις τινὶ τῶν σεαυτοῦ γνωρίμων φάναι προσελθών : ὦ οὗτος
4311777 ἀνασταντα
μὴ ᾐσχύνετο τοὺς παρόντας ὁ Ἐρυξίας , οὐδὲν αὐτὸν ἐκώλυεν ἀναστάντα τύπτειν τὸν Κριτίαν : οὕτως ᾤετο μεγάλου τινὸς ἐστερῆσθαι
ἠξίωμαι διὰ τιμήν : αἰσχύνη δὲ καὶ μωρία πολλὴ πρῶτον ἀναστάντα μὴ οὐχ ἃ δεῖ πρῶτον ἐπανορθώσασθαι λέγειν . ἔπειθ
4310891 Χρυσιππῳ
ὅλων . . . . . Ζήνωνι καὶ Κλεάνθει καὶ Χρυσίππῳ ἀρέσκει τὴν οὐσίαν μεταβάλλειν οἷον εἰς σπέρμα τὸ πῦρ
, ῥυτήρ ῥυταγωγεύς , ἀγωγεύς : ὁ γοῦν Στράττις ἐν Χρυσίππῳ λέγει πρόσαγε τὸν πῶλον ἀτρέμα , προσλαβών τὸν ἀγωγέα
4310388 ἠκροατο
, ἀλλὰ τάχα μὲν ψυχαγωγίας χάριν καὶ ὡς εἰ κωμῳδῶν ἠκροᾶτο , τάχα δὲ καὶ τοὺς ποιητικοὺς παρατηρῶν τρόπους καὶ
νοῦν τοῖς λεγομένοις , δῆλος δ ' ἦν καὶ ὅτε ἠκροᾶτο οὕτως ἔχων . Ἐγὼ οὖν βουλόμενος τόν τε Μενέξενον
4310095 ἐμαλαξεν
νεφέλας γὰρ ἰδίως καλεῖ τὰς τοιαύτας ἐφιστάσεις . ἐλάπαξεν : ἐμάλαξεν . ἐξέρυθρον οἱ μὲν ἐξεδέξαντο τὸ λίαν ἐρυθρόν ,
μὲν πρῶτον , εἴ τι θυμοειδὲς εἶχεν , ὥσπερ σίδηρον ἐμάλαξεν καὶ χρήσιμον ἐξ ἀχρήστου καὶ σκληροῦ ἐποίησεν : ὅταν
4306751 ἐλουσε
Αἴας δ ' αὐτοφόνῳ βριαρὸν δέμας ἕλκεϊ λύσας φάσγανον ἐχθρὸν ἔλουσε μεμηνότος αἵματος ὄμβρῳ . Τρωσὶ δὲ λωβητῆρσιν ἐφ '
ἐθνικὸν Λουσιτανοί . Λουσοί , πόλις Ἀρκαδίας , ὅπου Μελάμπους ἔλουσε τὰς Προίτου θυγατέρας καὶ ἔπαυσε τῆς μανίας . ὁ
4304008 δοξασαντες
δὲ δέκα , οἱ δὲ ἕνδεκα , οἱ δὲ ἀκριβέστερον δοξάσαντες ὀκτὼ μόνα τὰ μέρη τοῦ λόγου λέγουσιν εἶναι ,
τὴν τοῦ κόσμου κίνησιν ἀνελόντες , τὴν δὲ γῆν κινεῖσθαι δοξάσαντες , ὡς οἱ περὶ Ἀρίσταρχον τὸν μαθηματικόν , οὐ
4299096 Ὀρνισι
τῶν ἀλαζόνων τις ἦν ὁ Προξενιάδης , ὡς καὶ ἐν Ὄρνισι δηλοῖ . ἐπεὶ ” καπνὸν “ εἶπεν , ἐπήγαγε
Διονύσῳ δὲ κιττόν , Ἀφροδίτῃ φαλαρίδα , ὡς Ἀριστοφάνης ἐν Ὄρνισι , κατὰ συνέμφασιν τοῦ φαλλοῦ . καὶ τὴν νῆτταν
4297521 εἰποντος
οὐδὲν διαφέρει : ἐὰν μέντοι μὴ ' θέλωσι ταῦτα ποιεῖν εἰπόντος ἐμοῦ , αὐτὸς ἤδη διαλέγου αὐτοῖς . ἀμέλει ,
, τοῦ δὲ νόσῳ πιεζομένου , τοῦ μὲν χρήματα φέρειν εἰπόντος , τοῦ δὲ μηδὲν ὑποσχομένου τοιοῦτον τὴν ἐκ θατέρου
4290270 ὀψοφαγον
αὐτῷ τὸ σανδάλιον . τοῦτον ὁ κωμωδιοποιὸς Μνησίμαχος ὡς πάνυ ὀψοφάγον λοπαδοφυσητὴν ἐκάλεσεν . ὅτι ὁ Ἑρμιονεὺς Λᾶσος παίζων ἔφασκε
τὸν δ ' Ἀριστοτέλην , ὀψαρτεύοντα πλεονάκις ἐν τοῖς συγγράμμασιν ὀψοφάγον εἶναι καὶ λίχνον . τὸν αὐτὸν τρόπον ἐπὶ τοῦ
4285679 κηρινους
οἶνον , ἀλλ ' οὐδὲ ὕδωρ ἐδίδοσαν : κατασκευασάμενοι δὲ κηρίνους κυάθους . οἳ ἦσαν δώδεκα εἰς τὸν ἑκτημορίτην τῆς
οἶνον , ἀλλ ' οὐδὲ ὕδωρ ἐδίδοσαν : κατασκευασάμενοι δὲ κηρίνους κυάθους , οἳ ἦσαν δώδεκα εἰς τὸν ἑκτημορίτην τῆς
4279114 ἐφωνησε
ἀλεκτρυὼν συνεβόσκετο . λέοντος δὲ ἐπελθόντος τῷ ὄνῳ ὁ ἀλεκτρυὼν ἐφώνησε . καὶ ὁ μὲν λέωνφασὶ γὰρ τοῦτον τὴν τοῦ
ὁ δὲ ἀνατείνας τῷ οὐρανῷ τὰς ἀκαταμαχήτους αὐτοῦ χεῖρας τοιοῦτον ἐφώνησε λόγον : ὦ πάτερ Ζεῦ , εἴ ποτε τῶν
4275741 Μενεξενος
, κινδυνεύομεν ὄναρ πεπλουτηκέναι . Τί μάλιστα ; ἔφη ὁ Μενέξενος . Φοβοῦμαι , ἦν δ ' ἐγώ , μὴ
ἢ Γρῦλος αʹ , Νήρινθος αʹ , Σοφιστὴς αʹ , Μενέξενος αʹ , Ἐρωτικὸς αʹ , Συμπόσιον αʹ , Περὶ
4274581 θαυμαζοιμι
, ἐάν πῃ ἄλλῃ νῦν φήσῃς : οὐ γὰρ ἂν θαυμάζοιμι εἰ τότε ἀποπειρώμενός μου ταῦτα ἔλεγες . Ἀλλ '
τηλικούτων καὶ πάνυ : καὶ λέγω γε ὅτι οὐκ ἂν θαυμάζοιμι εἰ τῶν ἐλλογίμων γένοιο ἀνδρῶν ἐπὶ σοφίᾳ . καὶ
4266906 εὑρηκ
ἐγὼ κακὸς σοῦ : δυσμενῆ γὰρ καὶ βαρύν ς ' εὕρηκ ' ἐμοί . Τοῦτ ' αὐτὸ νῦν μου πρῶτ
ἀπορουμένη ἄνω κάτω τε περιπατοῦς ' ὥσπερ Πλάτων σοφὸν οὐδὲν εὕρηκ ' , ἀλλὰ κοπιῶ τὰ σκέλη . Ὁ πρῶτος
4266814 Δου
Δου . γυνὴ πολλὰ ἀνδρὸς ὀξυτέρη πρὸς κακοφραδμοσύνην . , Δου . κόσμος ὀλιγομυθίη γυναικί : καλὸν δὲ καὶ κόσμου
νικᾶι τῶι ἥσσονι καὶ βεβαίωι τὸ μεῖζον τῆς ἐλπίδος . Δου . οὔτε λόγος ἐσθλὸς φαύλην πρῆξιν ἀμαυρίσκει οὔτε πρῆξις
4266634 τραγῳδου
πινοτήρης : ⌈ “ ὁ πινοτήρης ” ἕως τοῦ “ τραγῳδοῦ ” : δῆλον , ὅτι Γ περὶ Ξενοκλέους ὁ
: συνίζησις . παλαίφατον : πάλαι λεχθέν . ἀοιδοῦ : τραγῳδοῦ . Ἔκλυεν : ἤκουεν . ὀχησάμενος : ἐπικαθήμενος .
4265912 Ἑρμιαν
Παντοδαπῇ ἱστορίᾳ , ἐπειδήπερ τὸν ὕμνον ἐποίησεν εἰς τὸν προειρημένον Ἑρμίαν , ἀλλὰ καὶ ἐπίγραμμα ἐπὶ τοῦ ἐν Δελφοῖς ἀνδριάντος
, πρὸς Ἀρχύταν δύο , πρὸς Διονύσιον τέτταρες , πρὸς Ἑρμίαν καὶ Ἔραστον καὶ Κορίσκον μία , πρὸς Λεωδάμαντα μία
4263485 παραληφθεντες
λόγοι μεμενήκασιν ἀναντίρρητοι , οἱ δὲ εἰς τὸ εἶναι ἀπόδειξιν παραληφθέντες λόγοι πάλιν εἰσὶν ἰσχυροί , μήτε ἐκείνοις μήτε τούτοις
παράσπονδος οὗτος : | οἱ δὲ ἐπὶ ταύταις ταῖς ξυνθήκαις παραληφθέντες | , ὡς ὅ τι ἂν δοκῇ τῷ ποιήσαντι
4259975 Εὐθυδημου
, δικαίως ἂν ἐπιτιμῷτο . Κριτίαν μὲν τοίνυν αἰσθανόμενος ἐρῶντα Εὐθυδήμου καὶ πειρῶντα χρῆσθαι , καθάπερ οἱ πρὸς τἀφροδίσια τῶν
ἡμᾶς , οἵ τε τοῦ Κλεινίου ἐρασταὶ καὶ οἱ τοῦ Εὐθυδήμου τε καὶ Διονυσοδώρου ἑταῖροι . τούτους δὴ ἐγὼ δεικνὺς
4256008 Φιλοκλεους
; αἰσχύνη μὲν οὖν αὐτῷ τοσοῦτον ἀκοῦσαι , ὅτι βελτίων Φιλοκλέους . ἄλλα μυρία ἄν τις ἔχοι λέγειν , ἀλλ
ὑπὸ τῶν προγόνων ὑμῖν ⌈ ⌉ πολιτείας , οὐχ ὑπὲρ Φιλοκλέους μόνον : οὗτος μὲν γὰρ αὑτοῦ πάλαι θάνατον κατέγνωκε
4255803 Σωστρατος
οὐκ ἠδυνάμην , συνειδὼς οἷα αὐτὸν διατεθείκειν : καὶ ὁ Σώστρατος δὲ τὰς τῶν ὀφθαλμῶν ὁρῶν ἀμύξεις τῶν ἐμῶν ,
, ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Ἰσμηνὸς ὠνομάσθη , καθὼς ἱστορεῖ Σώστρατος ἐν βʹ περὶ Ποταμῶν . Παράκειται δὲ αὐτῷ Κιθαιρὼν
4255131 ἐπιτιμωντος
τῶν ἀνιαρῶν καὶ τῶν ἡδέων . Περεγρίνου δὲ τοῦ Πρωτέως ἐπιτιμῶντος αὐτῷ , ὅτι ἐγέλα τὰ πολλὰ καὶ τοῖς ἀνθρώποις
, ἐκ τοῦ τραύματος , ἔφη , κείνου πέπραται . ἐπιτιμῶντος δ ' αὐτῷ τοῦ Φιλίππου διότι ἀεὶ αἴτει ,
4250620 νοθευονται
χαρίσασθαι , ἐπεὶ πάρα πολλὰ ἑκάστῳ . † ) τρεῖς νοθεύονται : ἐφ ' οἷς γὰρ Ἀντίνοος ὀνειδισθεὶς ὤργισται εἰκὸς
ἢ καὶ χειρός , ἀποδρύψωσι δὲ πάντα . † ) νοθεύονται Ϛʹ . πῶς γὰρ ὁ Ἀντίνοος ἐκαρτέρησεν ἐπὶ ταῖς
4245522 ἀπεκλιναν
τοιοῦτοι , παλαιοὶ παντάπασιν ὄντες , εἰς τὰς μυθώδεις ἀποφάσεις ἀπέκλιναν : Ἡρόδοτος δὲ ὁ πολυπράγμων , εἰ καί τις
ἔληξε . πρὸς δὲ τὴν χρήσιμον ἀρετὴν καὶ τὴν πολιτικὴν ἀπέκλιναν οἱ φιλοσοφοῦντες . . Μ . τῶν μὲν γὰρ
4236376 πρεσβεως
. Ἐκκόψειέ γε κόραξ πατάξας , τόν γε σὸν τοῦ πρέσβεως . Ὁ βασιλέως Ὀφθαλμός . Ὦναξ Ἡράκλεις . Πρὸς
πρέσβις , ὥσπερ ὁ μάντις , καὶ ἡ γενικὴ τοῦ πρέσβεως ἀκολούθως , ὥσπερ τοῦ μάντεως . Ταῦτα μὲν ἐν
4235625 ἐπεζητουν
ἐν ταῖς προόδοις Ἀλέξανδρος ἔτι ἑωρᾶτο . οἱ δὲ στρατιῶται ἐπεζήτουν τε αὐτόν , καὶ ἠγανάκτουν ὅτι δὴ τῆς ἀρχῆς
δὲ τοῦ θέρους ἐξηράνθη ἡ λίμνη καὶ καταλείψαντες ἐκείνην ἄλλην ἐπεζήτουν . παραχρῆμα δὲ συνήντησαν φρέατι βαθεῖ . εἶπε δὲ
4232547 πειρωντα
ἐπιγῆμαι τούτοις καὶ κατηγορηθῆναι τὸν Τέννην ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ὡς πειρῶντα αὐτήν : πεισθέντα δὲ Κύκνον εἰς λάρνακα βαλεῖν τὸν
ἂν ἐπιτιμῷτο . Κριτίαν μὲν τοίνυν αἰσθανόμενος ἐρῶντα Εὐθυδήμου καὶ πειρῶντα χρῆσθαι , καθάπερ οἱ πρὸς τἀφροδίσια τῶν σωμάτων ἀπολαύοντες
4231163 Ἀμμωνιου
ἢ σπόγγον . Ἄλειμμα τὸ λεγόμενον ὑγείδιον , ὅ τινες Ἀμμωνίου ἐκάλεσαν , ποιοῦν πρὸς ἀρχομένας ὀφθαλμίας καὶ ἐπικαύματα καὶ
φαίνεσθαι δὲ ἐν αὐτῷ κροκοδείλους . Ὁ μὲν δὴ τοῦ Ἀμμωνίου Ἐτεάρχου λόγος ἐς τοσοῦτό μοι δεδηλώσθω , πλὴν ὅτι
4229741 Ζηνοθεμις
Ἀτλαντικὸν ἔθνος , ὃ ἦν δυνατώτατον τῶν τῆς Λιβύης . Ζηνόθεμις δὲ αὐτάς φησιν ὠικηκέναι ἐν Αἰθιοπίαι καὶ διερχομένας ἐπὶ
. Οἱ δ ' ἐμάχοντο συμπλακέντες , καὶ ὁ μὲν Ζηνόθεμις σκύφον ἀράμενος ἀπὸ τῆς τραπέζης κείμενον πρὸ τοῦ Ἀρισταινέτου
4229022 θυλακον
δερῶ σε ] ἐκδερῶ σε ὥστε τὸ δέρμα σου ποιῆσαι θύλακον εἰς ὑποδοχὴν κλεμμάτων . διαπατταλευθήσῃ χαμαί : ἐκταθήσῃ χαμαί
πρὸς ἐκεῖνα κοινωνίαν οὐ φέροντα . Πτίσσε πτίσσε τὸν Ἀναξάρχου θύλακον : οὐ γὰρ πτίσσεις Ἀνάξαρχον : οὗτος συσχεθεὶς ὑπὸ
4226745 μετηλλαξε
! ! ! ! ! ! ! ! ! ] μετήλλαξε | [ . * * | [ ! !
αὐτοῦ νοσεῖν ἤρχετο , καὶ παρελθὼν εἰς Ἀπάμειαν τῆς Βιθυνίας μετήλλαξε τὸν βίον , τῷ παρόντι τῶν ἑταίρων Προκοπίῳ πολλὰ
4220122 Νουμηνιος
: οἱ δ ' εἰς μάχην ταῦτα κατατείνοντες , ὥσπερ Νουμήνιος : οἱ δ ' ἐκ μαχομένων αὐτὰ συναρμόζοντες ,
ἐν δευτέρῳ Ὁμοίων ἐμφερεῖς φησιν εἶναι μελάνουρον καὶ κορακῖνον . Νουμήνιος δ ' ἐν Ἁλιευτικῷ φησι : ῥηιδίως ἕλκοιο καὶ
4219320 Θαλητι
μὲν δὴ λέγεσθαι τῆς ἀποδημίας αἰτίαν . ἐλθόντα δὲ πλησιάσαι Θάλητι μελοποιῶι ἀνδρὶ καὶ νομοθετικῶι , ἱστορήσαντα δὲ παρ '
μὲν δὴ λέγεσθαι τῆς ἀποδημίας αἰτίαν : ἐλθόντα δὲ πλησιάσαι Θάλητι μελοποιῷ ἀνδρὶ καὶ νομοθετικῷ , ἱστορήσαντα δὲ παρ '
4217598 Προδικον
Προδίκῳ παρ ' ἐμοῦ : Ὅτι οὐκ ὀρθῶς Καλλίμαχος τὸν Πρόδικον ἐν τοῖς ῥήτορσι καταλέγει . σαφῶς γὰρ ἐν τούτοις
τῶν προσκαίρων τῆς Κακίας ἡδονῶν . ἐπὶ καθαιρέσει Σωκράτους τὸν Πρόδικον νῦν μέγαν ἀποφαίνει διαφόρως . οὗτος δὲ σοφιστὴς ἦν
4217335 σταμνον
φωνὴν ἔχων ξύλινος βαδίζων αὐτόματος ἐλήλυθα . λύσας δὲ ἀργὴν στάμνον εὐώδους ποτοῦ ἵησιν εὐθὺς κύλικος εἰς κοῖλον κύτος ,
ἡ γυνὴ τοῦ Θρᾳκὸς , ἐπὶ μὲν τῆς κεφαλῆς βαστάζουσα στάμνον , ἐπὶ δὲ τῶν χειρῶν ἠλακάτην καὶ ἄτρακτον ,
4216257 Διονυσοδωρου
τε τοῦ Κλεινίου ἐρασταὶ καὶ οἱ τοῦ Εὐθυδήμου τε καὶ Διονυσοδώρου ἑταῖροι . τούτους δὴ ἐγὼ δεικνὺς ἔλεγον τῷ Εὐθυδήμῳ
τόπον ὄρεσιν . “ Ἀμφοτερόπλουν : Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Διονυσοδώρου . ὅταν τις ναυτικὸν δανείσῃ δάνειον ἐπὶ τῷ καὶ
4215144 ἐπομοσαμενος
. Σὺ δὲ πῶς , ὦ Ἑρμότιμε , δύναιο ἂν ἐπομοσάμενος εἰπεῖν ὅτι εὕρηται πρὸς αὐτῶν ; Ἐγὼ μὲν οὐκ
Ἡφαιστίωνος τάφον . ἀλλ ' ἐκείνῳ μὲν βοηθῆσαι λέγεται Περδίκκας ἐπομοσάμενος κατὰ πάντων θεῶν καὶ κατὰ Ἡφαιστίωνος , ὅτι δὴ
4211761 Σμυρναιου
ἢ ψήφῳ τῇ πόλει συγκεκληρωμένα . φαίης ἂν τὸ τοῦ Σμυρναίου ποιητοῦ , Ἀφρήτωρ , ἀθέμιστος , ἀνέστιός ἐστιν ἐκεῖνος
λευκόν . . Ἀνάξαρχος Ἀβδηρίτης . οὗτος ἤκουσε Διογένους τοῦ Σμυρναίου : ὁ δὲ Μητροδώρου τοῦ Χίου , ὃς ἔλεγε

Back