ἔχον , κάμπης , κυνός , λέοντος , γοργόνος , φαλαίνης , ἀνθρώπου * δώδεκα δὲ πόδας * . καὶ | ||
μίαν λέοντος , ἄλλην κυνός , ἄλλην γοργόνης , ἑτέραν φαλαίνης καὶ ἕκτην ἀνθρώπου . σκοπὰς δὲ τοὺς σκοπέλους . |
καὶ πρὸς τούτοις οἱ κύνες ὅσα τε ἄλλα τοιαῦτα τῶν κητωδῶν ἐστι , σκληράν τε καὶ κακόχυμον ἔχοντα καὶ περιττωματικὴν | ||
. Ϙγʹ . Περὶ ϲελαχίων . Ϙδʹ . Περὶ τῶν κητωδῶν . Ϙεʹ . Περὶ οἴνου δυνάμεωϲ . ϘϚʹ . |
. ” ἐστιν οὖν πεποιημένη ἡ λέξις , ὡς τὸ μορμύρων . πόρδαλις . τοῦ ποιητοῦ λέγοντος ποτὲ μὲν διὰ | ||
ἅρπαγα . μορόεντα οἷον ἀθάνατα , μόρου μὴ μετέχοντα . μορμύρων φοβερῶν , ἀπὸ τοῦ μορμύττεσθαι . μόσχοισι ἁπαλαῖς καὶ |
, ὅτε θερμὸς Ὀλύμπιος ἵσταται ἀστήρ , οἳ δὲ τότε βληχήν τε παρακταίην ἀΐοντες αὐδήν τ ' αἰπολίων βαρυηχέα πάντες | ||
μυὸς † οἱ ' ἀμυχηβάρους ἔπλετο δῆγμα . παρὰ τὴν βληχήν , τὴν τῶν προβάτων φωνὴν οὐδὲν οὖσαν : βληχρός |
καὶ τῶν δένδρων οἱ βλαστοὶ δι ' ἅλμης τε καὶ ὀξάλμης συντιθέμενοι , σχίνου λέγω καὶ τερμίνθου καὶ βάτου καὶ | ||
, καὶ καλαμίνθη ἑψομένη δι ' οὔρου καὶ θαλάσσης ἢ ὀξάλμης . Εἰσὶ δὲ καὶ ἔμπλαστροι δριμύταται καὶ θερμόταται , |
. ὡς δὲ ἴδον Στρατοκλῆ , κρατερὸν μήστωρα φόβοιο , τρίγλης ἱπποδάμοιο κάρη μετὰ χερσὶν ἔχοντα , . . . | ||
Ἀπόλλων . ὡς ἴδον Στρατοκλῆ , κρατερὸν μήστωρα φόβοιο , τρίγλης ἱπποδάμοιο κάρη μετὰ χερσὶν ἔχοντα , ἂψ δ ' |
λάσιον Δρυάδων λέπας οἵ τ ' ἀπὸ πέτρας κρουνοὶ καὶ βληχὴ πουλυμιγὴς τοκάδων , αὐτὸς ἐπεὶ σύριγγι μελίσδεται εὐκελάδῳ Πάν | ||
. βοῶν δὲ μύκημα μυκηθμὸς μυκᾶσθαι μυκώμενοι . ὀίων δὲ βληχὴ βληχᾶσθαι βληχώμεναι . αἰγῶν δὲ μηκασμὸς μηκᾶσθαι μηκώμεναι : |
σκαπτοῦχος ὁ Δωρικός . ἀλλά , Πόσειδον , σῷζε διὰ γλαυκῶν σέλμα τόδε ῥοθίων . * Λύχνε , σὲ γὰρ | ||
μὲν αὐτῶν τὰς οἰνάνθας οἱ πάρνοπες οὐ κατέδονται , ἀλλὰ γλαυκῶν λόχος εἷς αὐτοὺς καὶ κερχνῄδων ἐπιτρίψει . Εἶθ ' |
: πίνουσι γὰρ αὐτό , ὥσπερ οὖν ἡμεῖς τὸ τῶν οἰῶν τε καὶ τῶν αἰγῶν . , : οἱ δὲ | ||
οἱ ἐκ τῶν δένδρων τῶν ἄλλων . Τῶν δ ' οἰῶν δύο γένη ποιοῦσι , τὸ μὲν δὴ καρποφόρον θῆλυ |
ἐν τρίτῳ Νομίμων Ἀσίας τὸν Ἆπιν τὸν ταῦρον τελευτήσαντα καὶ ταριχευθέντα εἰς σορὸν ἀποτίθεσθαι τῷ ναῷ τοῦ τιμωμένου δαίμονος , | ||
τινά , πάντων δ ' ἄτιμον κἄφιλον θνῄσκειν χρόνῳ κακῶς ταριχευθέντα παμφθάρτῳ μόρῳ . τοιοῖσδε χρησμοῖς ἆρα χρὴ πεποιθέναι ; |
μιᾶς πέτρας , στελέχη δ ' ἐρυμνὰ πολλὰ φοινίκων πέλει ἔγκαρπα , δεκάκις ἑπτά , καὶ περίρρυτος πέφυκε χλοίη θρέμμασιν | ||
' ἀκάρπων δρῦςτάχα δ ' ἂν εἴη ἀμφίβολος πρὸς τὰ ἔγκαρπα διὰ τοὺς βαλανηφάγους Ἀρκάδας , καὶ μάλιστα εἰ πρὸ |
τρέφει , πεποίηνται δὲ αὐτοὺς ὁμωνύμους τοῦ ὄρνιθος , ἐπεὶ κυάνεοι μὲν αὐτοῖς οἱ λόφοι , στικταὶ δὲ αἱ φολίδες | ||
: στίγματα δ ' ὣς ἐπέφαντο ἰδεῖν δεινοῖσι δράκουσι : κυάνεοι κατὰ νῶτα , μελάνθησαν δὲ γένεια . Ἐν δὲ |
σὺ παρέλθῃς , ἐγὼ οὐκ ἀποθνῄσκω : ζωὴν γὰρ ζήσω δορκάδος ὑπερτέραν . Τοὺς δολίους ὑποκριτάς , τοὺς λέγοντας φιλεῖν | ||
πρόσωπον ἔχοντες τὸ δὲ λοιπὸν σῶμα πάνθηρος , μέγεθος δὲ δορκάδος : καὶ ταῦροι δ ' εἰσὶν ἄγριοι καὶ σαρκοφάγοι |
τὸ δὲ ἕτερον παρώτιον . * ῥαντῆρι : καθύγρῳ * τυπήν : τὴν πληγὴν * ἐχίδνης : ὄφεως * τήν | ||
ἄατος πολέμοιο . * γαιοφάγος : τὴν γῆν τρώγων βουβῶσι τυπήν : διαλανθάνων γὰρ ὑπὸ τὰ ἱμάτια εἰσέρχεται καὶ τὸν |
χηνός , χοίρου , βοός , ἀρνός , οἰός , κάπρου , αἰγός , ἀλεκτρυόνος , νήττης , κίττης , | ||
δ ' ἑξῆς : τοῦ κρατοβρῶτος τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀτρέστου κάπρου χώραν διδόντες . τοῦ Τυδέος υἱοῦ Διομήδους . κρατοβρὼς |
στυγνὴν Ἀχαιῶν εἰς Ἰάονας βλάβην λεῦσσον φόνον τ ' ἔμφυλον ἀγραύλων λύκων , ὅταν θανὼν λῄταρχος ἱερείας σκύλαξ πρῶτος κελαινῷ | ||
λαγωῶν ἀπέχεσθαι . Ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων , κεφάλων , ἀγραύλων , τριγλῶν , καὶ πάντων τῶν ἀλέπων καὶ τῶν |
, συκαλίδες , δεύτεροι δ ' ἀτταγαί , πέρδιξ , φάσσα , οἰνάς : τροφιμώτερα δὲ ταῦτα ἐκείνων καὶ ἰσχυρότερα | ||
, γράφων οὕτως : περιστερά , οἰνάς , φάψ , φάσσα , τρυγών . ἐν δὲ πέμπτῳ περὶ ζῴων μορίων |
κατ ' ἠερόεν δ ' ἁλὸς οἶδμα νηχομένοις εἴδοντο καὶ ἀργύρεοί περ ἐόντες . Ἄλλα δὲ μυρία κεῖτο κατ ' | ||
κατ ' ἠερόεν δ ' ἁλὸς οἶδμα νηχομένοις εἴδοντο καὶ ἀργύρεοί περ ἐόντες . Ἄλλα δὲ μυρία κεῖτο κατ ' |
προσδέξασθαι τριῶν ἡμερῶν σῖτον , καίτοι βορωτάτη θηρίων οὖσα , φάλαινα δὲ ἐς τοὺς χηραμοὺς τῆς φάρυγγος ἀναλαμβάνει τοὺς σκύμνους | ||
ἐστι , καὶ οὐ μετὰ μακρὸν ἀποθνήσκει . καὶ ἡ φάλαινα δὲ τῆς θαλάττης πρόεισι καὶ ἀλεαίνεται τῇ ἀκτῖνι . |
ἐστιν ἄλλοι λέγουσιν . Εἶπον μὲν καὶ ἀνωτέρω περὶ τῶν κύκνων , εἰρήσεται δὲ ἄρα καὶ νῦν ὅσα οὐ πρότερον | ||
τῷ πρόσθεν βίῳ : καί , ὡς ἔοικε , τῶν κύκνων δοκῶ φαυλότερος ὑμῖν εἶναι τὴν μαντικήν , οἳ ἐπειδὰν |
οὗτοι , ἐπιτήδειοι εἰς ταριχείαν . Μένανδρος . κωβιός , ἠλακατῆνες καὶ κυνὸς οὐραῖον . Μνασέας ὁ Πατρεύς : Ἰχθύος | ||
' ἀπείλημμαι μόνος . πρόσεισιν οἷον ἀψοφητὶ θρέμματος κωβιός , ἠλακατῆνες , κυνὸς οὐραῖον . ἆρ ' ἐστὶ τοῦτ ' |
τοὺς δὲ Διωνύσου θεράποντες Γαργαρίδαι ναίουσιν , ὅθι χρυσοῖο γενέθλην δαιδαλέην Ὕπανίς τε φέρει θεῖός τε Μάγαρσος , λαβρότατοι ποταμῶν | ||
αὐγῆς , τεῦξε δέ οἱ κόρυθα βριαρὴν κροτάφοις ἀραρυῖαν καλὴν δαιδαλέην , ἐπὶ δὲ χρύσεον λόφον ἧκε , τεῦξε δέ |
πῶς φιλόσοφον ἐλέφας καὶ εἴδη ἰχθύων καὶ γεράνων ἀποδημίας καὶ δρακόντων φύσεις καὶ τὰ λοιπὰ ὅσα ἥδε ἡ συγγραφὴ πεπονημένως | ||
φύσιν , τοῦ θεοῦ εἰς τοῦτο παραστήσαντος τὴν φύσιν τῶν δρακόντων . ἢ ἰῷ μελισσᾶν τῷ μέλιτι , διὰ τὴν |
οἱ Σάμιοι τοὺς ἁλόντας μετὰ ταῦτα Ἀθηναίων ἔστιξαν . Ταρτησία μύραινα : ἐπ ' εὐμεγέθους : ὡς ἐκεῖ γενομένων μεγίστων | ||
: γαστέρα , κοιλίαν . Ἡ μέν : ἤως ἡ μύραινα . ὑπέκ : ὑποκάτω : κρυφιότητα δηλοῖ ἡ ὑπό |
: οὐ ποσὶ ῥινόκερως πίσυνος , πόδες ὅπλα λαγωῶν : πόρδαλις οἶδ ' ὀλοὴ παλαμάων λοίγιον ἰόν , καὶ σθένος | ||
ποιητοῦ λέγοντος ποτὲ μὲν διὰ τοῦ ο στοιχείου , “ πόρδαλις ἠδὲ μέγας σῦς , ” ποτὲ δὲ διὰ τοῦ |
. Οἱ πέρδικες θηρῶνται λίνοις τε καὶ πηκτίσιν ἢ φωνῇ πέρδικος ἢ παροξυνθέντες εἰς μάχην ἢ ἐλάφου δορᾷ : τὸ | ||
προέσθαι : χελιδόνος , ταῶνος , περιστερᾶς , κορώνης , πέρδικος , πορφυρίωνος , ψαρός , ἀηδόνος καὶ κοττύφου . |
αἰγιαλείων τε καὶ πελαγίων , κωβιῶν τε καὶ σμυραίνων καὶ βουγλώσσων , καὶ πάντων ἁπλῶς ἰχθύων ὅσοι μήτε γλισχρότητά τινα | ||
ψῆτταν μεγάλην τήν θ ' ὑπότρηχυν βούγλωσσον . τῶν δὲ βουγλώσσων διαλλάττοντές εἰσιν οἱ κυνόγλωσσοι . Ἀττικοὶ δὲ ψῆτταν αὐτὸν |
' ἔρωτος ἀφίησι τὸ ξίφος : τὰ παραπλήσια τούτοις καὶ Ἴβυκος ὁ Ῥηγῖνος ἐν διθυράμβῳ φησίν : τὴν κατάρρυτον καὶ | ||
Ἴβυκος , ὁ μὲν ἐποίησεν ὡς Ἐρεχθέως εἴη Σικυών , Ἴβυκος δὲ εἶναι Πέλοπός φησιν αὐτόν . Σικυῶνος δὲ γίνεται |
ἀμέρσας ἂψ ἀναφοιτήσῃ νεαρῇ κεχαρημένος ἥβῃ , ἢ ὁπότε σκαρθμοὺς ἐλάφων ὀχεῇσιν ἀλύξας ἀνδράς ' ἐνισκίμψῃ χολόων γυιοφθόρον ἰόν : | ||
γυναικῶν τῶν εὑρισκομένων , ἐπί τε αἰγῶν καὶ βωῶν καὶ ἐλάφων , καὶ τῶν παραπλησίων ζῴων . σώματα δὲ ἐστὶ |
, ῥοιζήτωρ , πυρόεις , φαιδρωπέ , διφρευτά , ῥόμβου ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων , εὐσεβέσιν καθοδηγὲ καλῶν , ζαμενὴς | ||
κονίῃσι δεδουπότες ἐξεχέοντο . Ὡς δ ' ὅτ ' ἐπιβρίσαντος ἀπειρεσίου ποταμοῖο ὄχθαι ἀποτμήγονται ἐπὶ ψαμαθώδεϊ χώρῳ μυρίαι ἀμφοτέρωθεν , |
. ” αὐτοχόωνον αὐτοχώνευτον , ἢ καὶ ὡς κεχωνευμένον . αὐλιζομενάων εἰς κοίτην αὐλιζομένων : “ βοῶν αὐλιζομενάων . ” | ||
κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι , κλαγγὴ δ ' ἄσπετος ὦρτο συῶν αὐλιζομενάων . αὐτὰρ ὁ οἷς ' ἑτάροισιν ἐκέκλετο δῖος ὑφορβός |
παρέχουσι . τοῦ δὲ τῶν λεπιδωτῶν γένους οἷον θύννων , σκόμβρων , θυννίδων , γόγγρων , τὰ μὲν μήτε καθ | ||
ταρίχη ἐπωνύμως λέγεσθαι , καὶ ἄλλην Σκομβροαρίαν ἀπὸ τῶν ἁλισκομένων σκόμβρων , ἐξ ὧν τὸ ἄριστον σκευάζεσθαι γάρον . οἱ |
, καὶ μετὰ κρίσιν ἀπόσιτοι , καὶ χολώδεες , καὶ σπλῆνες μεγάλοι σκληροὶ , ὀδυνώδεες , καὶ αἰμοῤῥαγικοί : τισὶ | ||
εἰ μή τισι , περὶ ὧν ὕστερον γράψω . Οὐδὲ σπλῆνες ἐπῄροντο , οὐδὲ δεξιὸν ὑποχόνδριον οὐδ ' ἐπώδυνον κάρτα |
τοῦ ἰσχίου κοιλότης , καὶ αἱ τοῦ πολύποδος ἐν ταῖς πλεκτάναις ἐπιφύσεις παραγώγως κοτυληδόνες . καὶ τὰ κύμβαλα δὲ παρ | ||
δακεῖν τε καὶ θιγεῖν ἀμήχανος * * καὶ τὸν πετραῖον πλεκτάναις ἀναίμοσι στυγῶ μεταλλακτῆρα πουλύπουν χροός ἀλλ ' ὦ θυρέτρων |
γράμματος οὐ πανταχοῦ ἤισθησαι . καίτοι ὥσπερ γε αἱ Λάκαιναι σκύλακες εὖ μεταθεῖς τε καὶ ἰχνεύεις τὰ λεχθέντα : ἀλλὰ | ||
μὲν ἰδεῖν , μεγάλων δὲ ἀντάξιον . τροφὴ Βρεττανίας οἱ σκύλακες : Ἀγασσαῖοι τοῖς σκύλαξι τοὔνομα . Μέγεθος οἵδε παρόμοιοι |
τε καὶ ἀκταῖοι μελάνουροι , βῶκες καὶ περόναι καὶ πετρώεντες ἴουλοι καὶ πέρκαι τρίγλαι τε πολύστικτοί τε χελῶναι μόρμυρος αἰγιαλεύς | ||
μέτωπον . αἱ δὲ παρὰ τοὺς κροτάφους τῶν τριχῶν ἐκφύσεις ἴουλοι , χαῖται δ ' ὄπισθεν κατὰ τὸ ἰνίον . |
σπέρματα : μεστωθὲν δὲ χάδοι βάθος ὀξυβάφοιο . Ἔνθα καὶ ἱππείου προταμὼν σπερμεῖα σελίνου , δραχμάων δὲ δύω σμύρνης ἐχεπευκέος | ||
ἀμφί τε δειρήν : τῷ ἴκελος Διὸς υἱὸς ἀφ ' ἱππείου θόρε δίφρου . ἦμος δὲ χλοερῷ κυανόπτερος ἠχέτα τέττιξ |
κύνεσσι : τὸν μὲν νυκτερινὸν διὰ γαστρὸς ἄφυκτον ἐρωὴν ἀρνειῶν ἐρίφων τε πολυπλόκον ἁρπακτῆρα , τὴν δ ' αὖ νυκτιπόρον | ||
γιγνέσθω δ ' ἡ πεῖρά σοι μὴ μόνον ἐπὶ τῶν ἐρίφων , ἀλλὰ καὶ παντὸς οὑτινοσοῦν ἑτέρου ζῴου , περιέχοντος |
τὰ ξηρὰ οἰνελαίῳ . Ἄλλο εἰς τὰ αὐτά . Λίθου Φρυγίου κεκαυμένου τρὶς καὶ ἐσβεσμένου τὸ μὲν πρῶτον βουτύρῳ ἢ | ||
ὁ Φρύγιοϲ κεκαυμένοϲ καὶ ὁ ἀγήρατοϲ καὶ τὸ διὰ λίθου Φρυγίου αἰδοιικὸν καὶ γῆ Ϲαμία καὶ Ἐρετριὰϲ καὶ Ϲινωπὶϲ καὶ |
ἄγε . καρῖδας ἔλαβον πρῶτον , ἀπεταγήνισα ταύτας ἁπάσας . γαλεὸς εἴληπται μέγας , ὤπτησα τὰ μέσα , τὴν δὲ | ||
ᾔτησας ἥκω δεῦρ ' ἄγων . ὁ πάππος ἦν μοι γαλεὸς ἀστερίας ἴσως . ἀναλφάβητος καὶ δὴ δεδειπνήκασιν αἱ γυναῖκες |
αἰχμητάων . : Ρ . Παφλαγόνων δ ' ἡγεῖτο Πυλαιμένεος λάσιον κῆρ ἐξ Ἐνετῶν . ἡ διπλῆ , ὅτι οὗτός | ||
τοῦτον ἀποθέσθω , ὦ Ἑρμῆ , βαρύν τε ὄντα καὶ λάσιον , ὡς ὁρᾷς : πέντε μναῖ τριχῶν εἰσι τοὐλάχιστον |
τὸ πάλαι , ἐπὶ δὲ Λυδοῦ τοῦ Ἄτυος ἔσχον τὴν ἐπωνυμίην , μεταβαλόντες τὸ οὔνομα . Μυσοὶ δὲ ἐπὶ μὲν | ||
: τίς ἂν πάντων ὄνομ ' εἴποι ; οὐ μὲν ἐπωνυμίην μίαν ἔλλαχεν , ἀλλ ' ἐν ἑκάστῃ οὔνομ ' |
τε λέων βλοσυρή τε ζύγαινα πορδάλιές τ ' ὀλοαὶ καὶ φύσαλοι αἰθυκτῆρες : ἐν δὲ μέλαν θύννων ζαμενὲς γένος , | ||
τε λέων καὶ ἡ ζύγαινα καὶ ἡ πάρδαλις καὶ οἱ φύσαλοι καὶ ἡ πρῆστις καὶ ἡ καλουμένη μάλθη : δυσανταγώνιστον |
ἐπιάλτην ἐρρεντι ἐσύνηκε εὐρυδάμαν ϝρῆξις κάλιον κατώρης Κήτειος Κίκις κίνδυνι κόκκυγος κότυλοι μετρῆσαι ἐπὶ τοῦ ἀριθμῆσαι ΝΕΡΗ οἱ . . | ||
: κοκκύζειν ⌈ γὰρ [ δὲ Γ ] ἐπὶ τοῦ κόκκυγος . Γ θἠρῷον : τὸ ἱερὸν τοῦ ἥρωος Λύκου |
ἀρούρας χραίνουσιν : τὰ δὲ πολλὸν ἀναλθέα τραύματα τεύχει σάρκα μελαινομένην , πικρὸς δ ' ὑποβόσκεται Ὕδρης ἰός , σηπόμενον | ||
, ἑκὰς Φλειουντίδος αἴης , ἁρπάξας ὑπ ' ἔρωτι : μελαινομένην δέ μιν ἄνδρες ναυτίλοι ἐκ πόντοιο κελαινῇ πάντοθεν ὕλῃ |
σπέρμα κἄπειτα κόψας τε καὶ σήσας ῥύμματι χρῷτο . κροκοδείλου χερσαίου κόπρος λαμπρόν τε καὶ τετανὸν ἐργάζεται τὸ πρόσωπον : | ||
δὲ ἄρα ὀστράκοις αὐτοῖς ἐκκαθαίρει τὰ ῥυπῶντα τῶν τραυμάτων . χερσαίου δὲ ἐχίνου καυθέντος ἡ σποδιὰ πίττῃ προσανακραθεῖσα εἶτα μέντοι |
ἦν ἐξ Ἀγχομενοῦ . χθονία θ ' Ἑκάτη σπείρας ὄφεων ἐλελιζομένη . τί καλεῖς τὴν Ἔμπουσαν ; φέρε παῖ ταχέως | ||
καὶ Ὅμηρος : ἦτοι ὃ φορμίζων ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν . ἐλελιζομένη δέ , ἢ διακινουμένη ἢ διακρουομένη . κεραυνὸν σβεννύεις |
οὕτω δὲ ἀναβάντες τοὺς κέλητας ἤλαυνον ἐφ ' οὗ οἱ ταῦροι ἦσαν , καὶ ἐπεισβαλόντες τῇ ἀγέλῃ , ἠκόντιζον : | ||
ὑπ ' ἀμφοτέρων κόνις ὤρνυτο . Τοὶ δ ' ἑκάτερθε ταῦροι ὅπως συνόρουσαν ἀταρβέες , οἵ τ ' ἐν ὄρεσσι |
οὐ μὴν ἀλλ ' εἰ καὶ περὶ ἄλλων τινῶν πραγμάτων ἥρμοσε τοιαῦτα προειπεῖν , δοκεῖ μοι πρέπειν καὶ περὶ τῶν | ||
Λακεδαιμονίων εἰς ταυτὸν ἤγαγεν , ὁ δὲ τὴν Ἑλλάδα πᾶσαν ἥρμοσε καὶ συνέστησε : λέγω γὰρ οὖν Ἑλλάδα τοὺς τῇ |
κύρτου δόλον ἐστήσαντο , πλεξάμενοι σπάρτῳ Σαλαμινίδι , καὶ λαγόνεσσι πούλυπον ἢ κεστρῆα πυρὶ φλεγέθοντες ἔθεντο : ὀδμὴ δ ' | ||
οἴδματα πόντου , φορβὴν μαιομένη , τάχα δ ' εἴσιδε πούλυπον ἀκτῆς ἄκρα διερπύζοντα καὶ ἀσπασίην ἐπὶ θήρην ἔσσυτο γηθομένη |
τῆς ἐς Κωκυτὸν ἀφίξεως θρῆνον * ἐχιναῖον : ἔχιος * ἐπικλείουσιν : ἀκούουσιν καλοῦσιν * τοῦ : τοῦ ἔχιος τοῦ | ||
ἕτερον ἔχει , ἀλλὰ τὸ ἄλλο , ὡς Ὅμηρος . ἐπικλείουσιν : ὀνομάζουσι , φημίζουσι , καλοῦσιν . Ἐξώκοιτον : |
καταχρηστικῶς δὲ καὶ ὁ ἥλιος . λέγει οὖν ὅτι ὥσπερ δελφῖνος τὸ σῶμα ἐκβρασθὲν ἡ τοῦ ἡλίου ἀκτὶς καθαυανεῖ τουτέστι | ||
ὁμοίως προσκομισθῆναι , τὸν δὲ Ἀδειμάντου οἰκέτην τὸν νεώνητον ἀπορήσειν δελφῖνος ἐρωτικοῦ ; Καὶ σὺ γάρ , Τιμόλαε , μιμῇ |
βέλους δ ' αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῦνται . στεφάνη δὲ εἶδος ἂν εἴη περικεφαλαίας , ὥσπερ καὶ κέρως | ||
καὶ τὴν ἄτοκον : “ βοῦν ἥτις ἀρίστη . ” στεφάνη ἐπὶ μὲν τῆς κυκλοτεροῦς καταφορᾶς “ ὅντε κατὰ στεφάνης |
μέλανας βότρυας μεγάλων ἀπὸ ὄρχων , βριθομένων φύλλοισι καὶ ἀργυρέῃς ἑλίκεσσιν . ] οἳ δ ' αὖτ ' ἐς ταλάρους | ||
ἀμετάτροπον ἀμφιπολεύων , ἐνδοπαγῆ ξύμπαντα λαχὼν ἔντοσθεν ἀείρει , κυκλώσας ἑλίκεσσιν ὅλην φύσιν . Ἔξοχα δ ' ἄλλων ἀμφιθαλῆ χαρίεσσαν |
δυσῶδες καὶ λίαν πλαδαρὸν ἀνέχεται δι ' ὄξους δριμυτάτου τῆς Λημνίας ἀνιεμένης εἰς πηλώδη σύστασιν : καὶ δι ' οἴνου | ||
λίαν πλαδαρὸν καὶ ῥυπαρὸν ἀνέχεται δι ' ὄξους δριμυτάτου τῆς Λημνίας ἀνιεμένης εἰς πηλώδη σύστασιν : καὶ δι ' οἴνου |
τὴν δίκην ἔσχε . κατὰ ταύτην τὴν ἐπώνυμον τοῦ λῃστοῦ δειράδα ποταμὸς ἀπὸ μεσημβρίας κατιὼν ἐς τὸν Ἀλφειὸν καταντικρὺ τοῦ | ||
, εἰς τοῦτον τὸν τόπον . ἐν Αἰγίνῃ . Κορίνθου δειράδα : ἐν γὰρ τῇ Κορίνθῳ τιμᾶται ὁ Ποσειδῶν . |
φίλαι . προσεπηχύναντο : ἤγουν εἰς τοὺς πήχεις ἔλαβον . μελίαι : νύμφαι . Ἀδρήστεια : ἡ Νέμεσις . Ἀδρήστεια | ||
ἐκφανεῖς ἀνακτόρων . × – τὸ μεθύειν πημονῆς λυτήριον καρύαι μελίαι τε θάρσει : μέγας σοι τοῦδ ' ἐγὼ φόβου |
ὁ δ ' Ἀλφειὸς παραλαβὼν τόν τε Λάδωνα καὶ τὸν Ἐρύμανθον καὶ ἄλλους ἀσημοτέρους διὰ τῆς Φρίξης καὶ τῆς Πισάτιδος | ||
καθεστήκεσαν ἀνέχοντες κατὰ τάδε . διαβάντων [ δὲ ] ποταμὸν Ἐρύμανθον κατὰ τὴν Σαύρου καλουμένην δειράδα τοῦ Σαύρου τε μνῆμα |
οὐδ ' αὐτὸν ἀφ ' ἑτέρου ἐσθίεσθαι συγχωρεῖ . Οἱ ἔλλοπες ἤως οἱ ἰχθύες οἱ ἑτέροι πλὴν τῶν κεστρέων διὰ | ||
θοαῖς ἀκάτοισι φέροντες λαμπομένας δαΐδας : τοὶ δὲ τρείουσιν ἰδόντες ἔλλοπες , οὐδὲ μένουσιν ἑλισσομένην ἀμαρυγήν : ὣς καὶ θῆρες |
αὐτὸν φλὸξ πυρός , καὶ ἐτάκησαν πάντα τὰ περὶ αὐτὸν σίδηρα , καὶ ἰάσατο κύριος τὸν Μανασσῆν ἐκ τῆς θλίψεως | ||
ἔστι δὲ μία τῶν Αἰολίδων . λέγεται δέ , ὅτι σίδηρα διάφορα θέντες ἐν αὐτῇ ναῦται ἕωθεν εὑρήκασιν αὐτὰ ἐκ |
, ἐπὶ τοσοῦτον ἦλθεν ἡδυπαθείας ὡς καὶ τοὺς περὶ τὴν Σκύλλαν ἰχθῦς κατὰ σπουδὴν γράψαι . περὶ δὲ Φιλοξένου τοῦ | ||
τριῶν καὶ τεττάρων πλέθρων οὐκ ἐπινεῖ περαιτέρω , πλὴν εἰ Σκύλλαν εἴποις : οὐδὲ ὅταν ἐκβῇ τῆς θαλάττης ἢ τῆς |
πρὸς τὰς ἄλλας γοῦν κόπρους μίξει παραμυθεῖσθαι . τρίτη ἡ ὀνεία , γονιμωτάτη τῇ φύσει οὖσα , καὶ πᾶσι τοῖς | ||
, λιβανωτός , ἰὸς σιδήρου , κόπρος αἰγεία ξηρά , ὀνεία , ἱππεία . καὶ καυθεῖσαι δὲ ποιοῦσιν ἄσφαλτος , |
τήν τε κλείουσι Κάραμβιν , ἡ δὲ βορειοτέρη γαίης ὕπερ Εὐρωπείης , τήν ῥα περικτίονες κριοῦ καλέουσι μέτωπον : αἵτ | ||
αὐτὰρ ὑπ ' ἄκρην Ἱρήν , ἣν ἐνέπουσι κάρην ἔμεν Εὐρωπείης , νήσους Ἑσπερίδας , τόθι κασσιτέροιο γενέθλη , ἀφνειοὶ |
' ᾤχετο Κολχίδα γαῖαν . Τὸν δ ' ἕλεν ἀμφασίη ῥιπῇ στιβαροῖο σόλοιο , Αἰήτην . οἳ δ ' ὥστε | ||
μέμυκε , ῥοχθεῦσιν δὲ κάλωες , ἐπημύει δὲ κεραίη , ῥιπῇ ἐπειγομένη , πρύμνῃ δ ' ἔπι πάντα χαλινὰ ἰθυντὴρ |
τιάρα καὶ κίδαρις καὶ καυσία καὶ κυνῆ καὶ στεφάνη καὶ περικεφαλαία καὶ ἐπικρατὶς καὶ καμαλαύχιον καυμελαύκιον λέγεται . τὸ κεφαλοδέσμιον | ||
' ἀντίφρασιν οὕτως τὸ ἀσθενέστατον , οἷον εὔθλαστον . ἄφαλος περικεφαλαία μὴ ἔχουσα φάλους : τοὺς δὲ φάλους οἱ μὲν |
Λιβύην ἠμείψατο γαῖαν , θαῦμα μέγ ' εἰσιδέειν , μελανόχροος ἠΰκομος λῖς , εὐρὺς ὕπερθε κάρηνα , πόδας δασύς , | ||
Πατρόκλου τεύχε ' ἕλοντο : ἀλλὰ θεῶν ὤριστος , ὃν ἠΰκομος τέκε Λητώ , ἔκταν ' ἐνὶ προμάχοισι καὶ Ἕκτορι |
καὶ ὥσπερ προβατώδη προΐεσθαι . τὸ δ ' ἑξῆς : βλαχαὶ βρέμονται . τὸ ἑξῆς οὕτως : βληχαὶ βρέμονται . | ||
τῶν ἄσημον καὶ ἄναρθρον ἐχόντων τὴν φωνὴν νεογνῶν παιδίων . βλαχαὶ δ ' αἱματόεσσαι : ἡ βληχὴ κυρίως ἐπὶ τῶν |
τεττίγεσσιν ἐοικότες οἵ τε καθ ' ὕλην δενδρέῳ ἐφεζόμενοι ὄπα λειριόεσσαν ἱεῖσι : τοῖοι ἄρα Τρώων ἡγήτορες ἧντ ' ἐπὶ | ||
τοῦ λείρια , ὃ σημαίνει τὰ ἄνθη : λειριόεις καὶ λειριόεσσαν . Λεκάνη : ἧς τὸ χάσμα λεῖόν ἐστι . |
, συνδυασθέντε συνηλθέτην ἐκ τῆς διαιρέσεως : καὶ ἑνωθεὶς ὁ σαῦρος , τοῦ μὲν πάθους τὸ ἴχνος αὐτῷ κατηγορεῖ ἡ | ||
γαλεοῦ , ῥίνης , γόγγρου , κεφάλου , πέρκης , σαῦρος , φυκίς , βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ , |
καὶ ὑποσήπει , καὶ τήν γε θῆρα τὴν προειρημένην ἀποδείκνυσι φερώνυμον . ὁ γοῦν ἰὸς ἐπὶ πᾶν ὠθεῖται τὸ σῶμα | ||
Αὐσονῖτιν Φυλαμὸν δοκήσεται : εἶτα μετ ' ὀλίγον καί : φερώνυμον νησῖδα νάσσονται πρόμου . Ἐξερχόμενος Διομήδης ἐπὶ Τροίαν Κομήτην |
. οὐ μὴν τὸ Κόρακος πέτρα ἢ ὑὸς κύαμος , Ὄνου γνάθος , Ἀχαιῶν λιμήν : κλιθείσης γὰρ τῆς γενικῆς | ||
ἄκραν τὸν Πλατανιστοῦντα ἀπὸ ἄκρας τῆς ἠπείρου , καλουμένης δὲ Ὄνου γνάθου , σταδίων πλοῦς τεσσαράκοντά ἐστιν . ἐν Κυθήροις |
δόξω τι παραλιμπάνειν τῶν τοῖς ἀρχαίοις εἰρημένων . Καὶ ἵππου ποταμίου τῆς δορᾶς ἀποτμήματα , καθ ' ἑκάστου τῶν τερμόνων | ||
ἱερέων ἐργολαβηκότων τὸν τόπον . ἔστι δὲ πηγή τις αὐτόθι ποταμίου ὕδατος ἐπὶ τῆι θαλάττηι : τούτου δ ' ἀπείχοντο |
δύο συμφώνων , κύρια ὄντα ἢ ἐπίθετα , προπαροξύνεται : ἄρταμος ὄρχαμος Πέργαμος ἐμπέραμος . τὸ μέντοι σχινδαλαμός ὀξύνεται προσηγορικὸν | ||
ἄνυμφον ἀολλεῖς ἀπαιόλημα ἁπαλά ἀπάνθρωπος ἀπολωπίσαι ἀπόμορφα ἀποφανῶσαι Ἀργειφόντης ἀρραγῶς ἄρταμος ἀτιμαγέλης ἀτιμοσύνη αὐλῶπιν ἀυπνίαν αὐτάγγελτος αὐτόπαιδα ἀφαιᾶσαι ἀχανές βαῖται |
χαλινοί . διάδετοι ] διὰ τῶν γενύων τῶν ἱππικῶν οἱ χαλινοὶ κινύρονται . διάδετοι ] κρεμάμενοι . διάδετοι ] πανταχόθεν | ||
πολλοὶ καὶ ῥυτὰ καὶ κλίναι καὶ θρόνοι κατάκοσμοι καὶ ἵππων χαλινοὶ καὶ προστερνίδια καὶ ἐπωμίδια , πάντα ὁμοίως διάλιθα καὶ |
ἐγρηγόρθασι φυλασσέμεναί τε κέλονται ἀλλήλοις : ἀτὰρ αὖτε πολύκλητοι ἐπίκουροι εὕδουσι : Τρωσὶν γὰρ ἐπιτραπέουσι φυλάσσειν : οὐ γάρ σφιν | ||
Ὀρεσταυτοκλείδης ὁ αὐτὸς Τιμοκλῆς φησι : περὶ δὲ τὸν πανάθλιον εὕδουσι γρᾶες , Νάννιον , Πλαγγών , Λύκα , Γνάθαινα |
ὅτι τῶν κακῶν ἄλλα αἴτια , οὐχ ὁ θεός . δοιοί τε πίθοι . περὶ τῶν παρ ' Ὁμήρῳ δύο | ||
: τῶν ἐντέρων , ὅκωϲ τῆϲ κοιλίηϲ , χιτῶνεϲ ἔαϲι δοιοί , ἀτὰρ καὶ ἀλλήλοιϲι ἐπιβάλλουϲι οἵδε λοξοί . ἢν |
καὶ ἐλαίῳ τέγξας : καὶ ὅταν ξυνάγειν βούλῃ , τοῦ κυνοσβάτου τὰ φύλλα , ὥσπερ τὸν φακὸν σκευάζειν . Σαυρίδιον | ||
ἐὰν ἐξ ἐναντίας . κατ ' ἄνεμον δὲ καὶ τοῦ κυνοσβάτου τὸν καρπὸν συλλέγειν , εἰ δὲ μὴ κίνδυνον εἶναι |
πνέει , Ἀφροδίτην προξενεῖ , εὐώδεσι φύλλοις κομᾷ , εὐκινήτοις πετάλοις τρυφᾷ , τὸ πέταλον τῷ Ζεφύρῳ γελᾷ . ” | ||
πρότερος ὁ λύκος αὐτὸς ἀσθενέστερος γίνεται . Λέων ἐπιβὰς πρίνου πετάλοις ναρκᾷ : φοβεῖται καὶ τὸν ἀλεκτρυόνα , καὶ τὸν |
τι μείους Ἀργολικῆς ἀσπίδος ἑκάστη , καρίδες δὲ καὶ μείζους καράβων αἱ Ἰνδῶν εἰσίν . αἱ μὲν οὖν ἐκ τῆς | ||
τῆς Ἀττικῆς , ὄψου πετραίου παρατεθέντος ποικίλου ἐπὶ τῆς τραπέζης καράβων τ ' ἀληθινῶν , ἐπὶ πᾶσι λοπάδος τ ' |
εὔτροφοι καὶ ἡδεῖαι . τούτοις ἀναλογεῖ καὶ ὁ ῥόμβος . θυννὶς καὶ θύννος βαρεῖς καὶ πολύτροφοι . ὁ ἀκαρνὰν γλυκὺς | ||
Κρατῖνος δ ' ἐν Πλούτοις φησίν : ἐγὼ γάρ εἰμι θυννὶς ἡ μέλαινά σοι καὶ θύννος , ὀρφώς , γλαῦκος |
ψευδῶϲ γὰρ ἐπαινοῦϲιν ἔνιοι τὴν τοῦ ϲτρουθοκαμήλου καὶ αἰθυίηϲ . κοχλίαι δύϲπεπτοι ὀξύγαλα τυρὸϲ παλαιόϲ : ὁ δὲ νέοϲ καὶ | ||
φορεῖν , πλατύνεσθαι δὲ καὶ ἐς πῆχυν αὐτάς . Οἱ κοχλίαι ἴσασιν εἶναί σφισι πολεμίους τοὺς πέρδικας καὶ τοὺς ἐρωδιούς |
δ ' ὁπότ ' ἀγραύλοιο μετ ' ἴχνια σημαντῆρος μυρία μῆλ ' ἐφέπονται ἄδην κεκορημένα ποίης εἰς αὖλιν , ὁ | ||
κοπτή , βότρυς , ἰσχάς , ἄπιος , πέρσεια , μῆλ ' , ἀμύγδαλα . ταῦτα μὲν ὁ Κλέαρχος . |
Ζεὺς Βῆλος καὶ Ἀπόλλων . Κατὰ τούτους γίνονται Πόντος καὶ Τυφὼν καὶ Νηρεὺς , πατὴρ Πόντου . Ἀπὸ δὲ τοῦ | ||
τὴν Αἴγυπτον , Ἀθηνᾶ δὲ καὶ Ζεὺς ὑπελείφθησαν μόνοι . Τυφὼν δ ' ἐκ ποδὸς ἐδίωκεν . οἱ δὲ προμηθείᾳ |
κοκκύζειν δὲ ἐπὶ ἀλεκτρυόνων καὶ κοκκύγων , τρύζειν δὲ ἐπὶ τρυγόνων . καὶ τὰ λοιπὰ ὁμοίως . τὸ δὲ γῆμαι | ||
, ὁ δὲ ψευδής : οὗ μοι δοκεῖ χάριν ζεύγει τρυγόνων ἢ περιστερῶν ἐξομοιωθῆναι . τῶν δὲ πτηνῶν τὸ μὲν |
χαλκέων , σκάρων , γλαύκων , τριγλῶν , ἀμιῶν , ῥαφίδων , καλλιχθύων , θύννων , τραχούρων , σακούτων , | ||
σκορπίων μόνων . λβʹ . φάγρων θαλασσίων . λγʹ . ῥαφίδων μόνων . λδʹ . θύννων μόνων . λεʹ . |
Ἅπαντες γὰρ οἱ κράτιστοι ἦμεν οἱ τρέχοντες . Οἱ δὲ κόρυδοι οὐ πολλῷ τινι θᾶττον ὑμῶν διέρχονται τὸ στάδιον ; | ||
' ὀλολυγών τηλόθεν ἐν πυκιναῖσι βάτων τρύζεσκεν ἀκάνθαις : ἄειδον κόρυδοι καὶ ἀκανθίδες , ἔστενε τρυγών , πωτῶντο ξουθαὶ περὶ |
οὑξ Ἀθηνῶν δεινὸς ἡνιοστρόφος ἔξω παρασπᾷ κἀνοκωχεύει παρεὶς κλύδων ' ἔφιππον ἐν μέσῳ κυκώμενον . Ἤλαυνε δ ' ἔσχατος μέν | ||
ἱερεὺς Διονύσου νεόκοπον κάρδοπον ἀνακές ἀνεσκιρτημένας βαλλαντίδια βίος ἐλεινόν ἐλελήθεισαν ἔφιππον μεμβράδες νεανισκεύεται χορδῶν Πείσανδρος εἰς Πακτωλὸν ἐστρατεύετο , κἀνταῦθα |
βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ , τρυγών , σμύραινα , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , | ||
' ἄλλων δὲ πελάγιον , οἷον χρύσοφρυς , γλαῦκος , φάγρος , εἰσὶ δὲ δυσκατέργαστοι . κατεργασθέντες δὲ πολλαπλασίαν τροφὴν |
. οὐ γὰρ προσεκτέα τοῖς λέγουσιν , ὡς ξήναντες οἱ σκύμνοι τὰς τῶν λεαινῶν μήτρας ἐκδίδονται τοῦ σπλάγχνου . δοκεῖ | ||
πῶλοί τε καὶ μόσχοι καὶ σκύλακες , ἀλλὰ καὶ θηρίων σκύμνοι τῶν ἀγριωτάτων . ἡ μὲν γὰρ ἀνθρώπου φύσις νηπία |
, καθὼς ἀνωτέρω εἴρηται , καθάπερ οἱ λύκων καὶ ἀγρίων συῶν τὰ σημεῖα ἔχοντές εἰσιν ἄνδρες ὠμότεροι ἀγριώτεροί τε καὶ | ||
ὁ γραμματικὸς ἐν τῷ περὶ ἡλικιῶν φησι : τῶν δὲ συῶν τὰ μὲν ἤδη συμπεπηγότα δέλφακες , τὰ δ ' |
οὐκ ἄγαν βαρύς : εὐεργεῖ δὲ εἰς ὅσα καὶ ἡ σκωρία τοῦ σιδήρου . Λίθος νάξιος καὶ τὸ τῆς ναξίας | ||
φ . Σής : ὁ σκώληξ . Σκώρ : ἡ σκωρία : οἱ δέ , τὸ κόπρον . Κρῖ : |
ὅτι τῶν ἀγρίων ἐστὶν ἐλάτη , πεύκη , ἄρκευθος , μῖλος , θυΐα καὶ ἣν Ἀρκάδες καλοῦσι φελλόδρυν . ἐκ | ||
ὅτι τῶν ἀγρίων ἐστὶν ἐλάτη , πεύκη , ἄρκευθος , μῖλος , θυΐα καὶ ἣν Ἀρκάδες καλοῦσι φελλόδρυν . ἐκ |
ἐπιπλοκῆς συμφώνου παροξύνεται , καὶ μακρὸν ἔχει τὸ Α : ὕδρα πέτρα ῥήτρα φαρέτρα γάστρα μήτρα . σεσημείωται τὸ Τάναγρα | ||
, ἢ τρίκρανος Σκύλλα , ποντία κύων , Σφίγξ , ὕδρα , λέαιν ' , ἔχιδνα , πτηνά θ ' |
. Ἀρχέστρατος δ ' ὁ ὀψοδαίδαλός φησι : τὴν ἀφύην μίνθου πᾶσαν πλὴν τὴν ἐν Ἀθήναις : τὸν γόνον ἐξαυδῶ | ||
Σμύρνης , καλάμου , στύρακος , λίνδου , κίνδου , μίνθου : τοιάδε δόμους ὁμίχλη κατέχει πάντων ἀγαθῶν ἀνάμεστος . |
ὑπό τε πρόμαχοι καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ . ὅσση δ ' αἰγανέης ῥιπὴ ταναοῖο τέτυκται , ἥν ῥά τ ' ἀνὴρ | ||
: οὐδ ' ὅ γε πυκνῆς χερμάδος ἱπταμένης οὐδ ' αἰγανέης ἀλεγίζει , ἀλλ ' αὔτως ἄτρεστον ἔχει θάρσος τε |
, καὶ ἀντηχοῦσιν αὐτοῖς ᾄδουσιν οἵ τε σκόπελοι καὶ αἱ φάραγγες , καὶ μουσικωτάτους πάντων τούτους ἴσμεν ὀρνίθων καὶ ἱεροὺς | ||
μυχῶν πρὸς τὸ δειρῶν : ἔνθα γὰρ ὄρη , καὶ φάραγγες καὶ κρημνοί . . Εἰκότως εἶπε τὸ ἀγγελίαις : |
εἷος ἐπῆλθε νέμων . φέρε δ ' ὄβριμον ἄχθος ὕλης ἀζαλέης , ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη . ἔντοσθεν δ ' | ||
βασιλήων . Πυρκαϊῇ δ ' ἐκέλευον Ἰήσονα λαμπάδα θέσθαι πεύκης ἀζαλέης : ὑπὸ δ ' ἔδραμε θεσπεσίη φλόξ . Δὴ |
ὁ ἰατρὸς μεθ ' ὅρκου ἀπεκρίνατο : Οὗτος εἰ μὴ ἐκλύσθη , ἐλάκησεν ἄν . Κυμαῖος ἰατρὸς τέμνων τινὰ δεινῶς | ||
κυανοπρῴροιο τυτθόν , ἐδεύησεν δ ' οἰήϊον ἄκρον ἱκέσθαι . ἐκλύσθη δὲ θάλασσα κατερχομένης ὑπὸ πέτρης : τὴν δὲ πρόσω |
δὲ καὶ εἰσέτι νῦν κεν ἴδοισθε πεπτάμενον λασίοισιν ἐπὶ δρυὸς ἀκρεμόνεσσιν : τὸν μὲν ἔπειτ ' ἔρρεξεν ἑῇς ὑποθημοσύνῃσιν Φυξίῳ | ||
τιταινόμενος δ ' ἀπὸ ῥίζης ἑρπύζει , πάντῃ δὲ περιρρέει ἀκρεμόνεσσιν : ὣς ὅ γε γηθόσυνος λιπαροὺς περιβάλλετ ' ἐλαίης |
Γράσος πεδία εἰσὶ Τροίας . * σκοπέλοισι : ὄρεσι * ἐπακτήρ : κυνηγός * Ἀμυκλαίῃσι : Λακωνικαῖς * κελεύων : | ||
διά , ἤτοι διὰ κνυζηθμὸν κυνὸς εὗρε τὴν βοτάνην ὁ ἐπακτήρ . θυμολέοντος δέ , τοῦ κυνὸς ἐπίθετον , καὶ |
' ἀγρωσταὶ ἀχαιινέην καλέουσιν , † τόσσον ἔην πάντη χρύσεον ἐφύπερθεν ἄωτον † βεβρίθει λήνεσσιν ἐπηρεφές : ἤλιθα δὲ χθών | ||
προτέρωσε καὶ ἠπείροιο περαίης φέρβονται Φίλυρες : Φιλύρων δ ' ἐφύπερθεν ἔασιν Μάκρωνες , μετὰ δ ' αὖ περιώσια φῦλα |