εἶπέ τις αὐτῷ τῶν ἐμπείρων ὅτι σαφῶς βουλιμιῶσι κἄν τι φάγωσιν ἀναστήσονται , περιιὼν περὶ τὰ ὑποζύγια , εἴ πού
οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ πραιτώριον , ἵνα μὴ μιανθῶσιν ἀλλὰ φάγωσιν τὸ πάσχα . ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πιλᾶτος ἔξω πρὸς
οὖν νομεῖς τὸν ἀπόπατον ἐξάπτουσιν ἐκ δένδρων , εἶτα ἐπειδὰν φάγωσιν αἱ πορδάλεις τὸ ἀκόνιτον καὶ ὁρμήσωσιν ἐπὶ τὴν κόπρον
πρὸς αὐτὸν λέγει πρὸς Φίλιππον , Πόθεν ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα φάγωσιν οὗτοι ; τοῦτο δὲ ἔλεγεν πειράζων αὐτόν , αὐτὸς
7479047 ῥᾳθυμοι
, : ἔνθα ὅρα καὶ ὡς οἱ περὶ τὸ θεῖον ῥᾴθυμοι δι ' ἀνάγκην ἐπὶ τὸ θύειν ἔρχονται οὐδ '
ἵνα μὴ ἐπὶ πλεῖον διανεμηθῇ εἰς τὸν λαόν , ἀπειλησώμεθα αὐτοῖς μηκέτι λαλεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτῳ μηδενὶ ἀνθρώπων .
ἀμελέτητοι , δειλοί , καταδεεῖς , ἀμελεῖς , κατημελημένοι , ῥᾴθυμοι , ὕπτιοι , νωθεῖς , κατερρᾳθυμημένοι , ὀλίγωροι ,
Ἐβάστασαν πάλιν λίθους οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα λιθάσωσιν αὐτόν . ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς , Πολλὰ ἔργα καλὰ ἔδειξα ὑμῖν ἐκ
7448279 καρηβαρικοι
ἐπὶ δὲ τῇ ἀποπαύϲει νωθροὶ τὰ μέλεα τὰ πρῶτα , καρηβαρικοί , διαλελυμένοι , πάρετοι , ὠχροί , δύϲθυμοι ,
ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος ἐπετίμησεν τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ , Τὸ ἄλαλον καὶ κωφὸν πνεῦμα , ἐγὼ
ἐπὶ δὲ τῇ ἀποπαύϲει νωθροὶ τὰ μέλεα τὰ πρῶτα , καρηβαρικοί , διαλελυμένοι , πάρετοι , ὠχροί , δύϲθυμοι ,
ἐγνώκαμεν αὐτόν , ἐὰν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν . ὁ λέγων ὅτι Ἔγνωκα αὐτόν , καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ μὴ
7380201 λυμαινονται
, οἳ ἐπὶ πολὺν ἤδη χρόνον συνεργοῦντές τισι τῶν ῥητόρων λυμαίνονται τὴν πολιτείαν , μήτε τὰς τῶν ξένων δεήσεις ,
καθαρισθήσομαι , πλυνεῖς με καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι . καὶ πάλιν εἶπεν : πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται , καὶ πᾶν ὄρος
μύες παραχρῆμα τίκτονται . οὐκοῦν κατὰ τὰς ἀρούρας πλανώμενοι οὗτοι λυμαίνονται τοῖς ληίοις ὑποτέμνοντες τοὺς στάχυς καὶ ὑποκείροντες , ἤδη
ἐπεὶ εἰς προφήτην αὐτὸν εἶχον . Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς πάλιν εἶπεν ἐν παραβολαῖς αὐτοῖς λέγων , Ὡμοιώθη ἡ βασιλεία
7352883 οὐρητικοι
ἀλλὰ καὶ ῥυπτικῆς τε καὶ τμητικῆς μετειλήφασι δυνάμεως , ὅθεν οὐρητικοί τέ εἰσι καὶ λαμπρύνουσι τὸ σῶμα , καὶ μᾶλλον
ταύτην τὴν γυναῖκα ; εἰσῆλθόν σου εἰς τὴν οἰκίαν , ὕδωρ μοι ἐπὶ πόδας οὐκ ἔδωκας : αὕτη δὲ τοῖς
δ ' οἱ λευκοί : οἱ δὲ πυρροὶ βρωματώδεις καὶ οὐρητικοί : οἱ δὲ ποικίλοι μέσοι . καὶ τὰ ὠὰ
πάλιν εἰς τὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας , ὅπου ἐποίησεν τὸ ὕδωρ οἶνον . καὶ ἦν τις βασιλικὸς οὗ ὁ υἱὸς
7324319 ἐξανθειν
κακίαν ὁ θεός . ἡ δὲ τῆς γενέσεως ἐπιδιαμονὴ καθάπερ ἐξανθεῖν ποιεῖ καὶ διὰ τοῦτο ἐποίησε τὴν μεταβολὴν ὁ θεός
εἶναι ὁ κόσμος ; ἀποκάλυψόν μοι πάντα . καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη : ἀπὸ
' αὐτῷ καὶ ἐπὶ τῆς εὐπραγίας . ἐξορμενίζειν : τὸ ἐξανθεῖν , ὅπερ οἱ πολλοὶ ἐκβάλλειν λέγουσιν . ὄρμενα γὰρ
ἀγρῶν ἢ ἀμπελώνων ἢ ἄλλων τῶν ἐνθάδε ; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη : ὁ
7291966 οὐρεονται
. Σίκυοι ὠμοὶ ψυχροὶ καὶ δύσπεπτοι : οἱ δὲ πέπονες οὐρέονται καὶ διαχωρέονται , φυσώδεες δέ . Βότρυες θερμοὶ καὶ
κρίνειν ; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη : τότε ἐρωτηθήσεται τὸ γένος τῶν Ἑβραίων ,
οὐρέονται μᾶλλον : καὶ οἱ λευκοὶ καὶ οἱ λεπτοὶ γλυκέες οὐρέονται μᾶλλον ἢ διαχωρέουσι , καὶ ψύχουσι μὲν καὶ ἰσχναίνουσι
πάντα . καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη : ἀπὸ τότε οὐκ ἔστιν πόνος , οὐκ
7277798 ὀλεθριοι
διὰ ταχέων περικαέες , νωθροὶ , κωματώδεες , σπασμώδεες , ὀλέθριοι . Οἱ κωματώδεες ὕπνοι , καὶ αἱ καταψύξιες ,
; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη : καθὼς προεῖπεν ὁ προφήτης Δαυίδ , ἡ ὑπομονὴ
χρόνοις ἢ καὶ τὰ γένη μεταβάλλουσαι φοβεραί τέ εἰσι καὶ ὀλέθριοι . ἔν γε μὴν ταῖς πορείαις τοὺς μὲν εὐμήκη
; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : θεώρησον , δίκαιε Ἰωάννη . καὶ ἀτενίσας εἶδον ἀρνίον ἑπτὰ ὀφθαλμοὺς ἔχοντα καὶ
7246432 δυσοικονομητοι
φοινίκων ἐγκέφαλοι πλήσμιοι καὶ πολύτροφοι , ἔτι δὲ βαρεῖς καὶ δυσοικονόμητοι διψώδεις τε καὶ στατικοὶ κοιλίας . ἡμεῖς δέ ,
τῶν Ἰουδαίων ; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ ἔφη , Σὺ λέγεις . ὁ δὲ Πιλᾶτος εἶπεν πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ
, ὀλιγότροφοι , οἱ δὲ πελάγιοι δυσφθαρτότεροι , πολύτροφοι , δυσοικονόμητοι . καὶ τῶν πετραίων ὁ φύκης καὶ ἡ φυκίς
εἶπεν δὲ ὁ Πέτρος , Ἄνθρωπε , οὐκ οἶδα ὃ λέγεις . καὶ παραχρῆμα ἔτι λαλοῦντος αὐτοῦ ἐφώνησεν ἀλέκτωρ .
7237077 ἀνθαι
ἄρκτιον : εἶδος βοτάνης * ὁρμενόεντα : τῶν λαχάνων αἱ ἄνθαι ὁρμενὰ καλοῦσι , καὶ ἐξορμενίζειν τὸ ἐκβλαστάνειν καὶ ἐξανθεῖν
ἀνδρὶ αὐτῆς . καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ θρόνου λεγούσης , Ἰδοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων
τὸ ἓν ἐπὶ παντὸς ἀμαθῶς : τῶν γὰρ λαχάνων αἱ ἄνθαι ὄρμενα καλοῦνται , καὶ ἐξορμενίζειν τὸ ἐκβλαστάνειν καὶ ἐξανθεῖν
ἔστησέ με πρὸ προσώπου τοῦ οὐρανοῦ , καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : ἀνάβλεψον , δοῦλε τοῦ θεοῦ Ἰωάννη ,
7235553 ἀλυποι
ἀξιοθέατον ἢ ὅτι ταχὺ πλεῖ ; διὰ τί δὲ ἄλλο ἄλυποι ἀλλήλοις εἰσὶν οἱ ἐμπλέοντες ἢ διότι ἐν τάξει μὲν
τί μέλλεις ποιεῖν ; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη : τότε ἀποστελῶ τοὺς ἀγγέλους μου
, τὸ μὲν ἄλλο πᾶν σῶμα ἁπαλοί τε εἰσὶ καὶ ἄλυποι προσαπτομένῳ , καὶ ὀδόντες οἱ οὐ πάνυ τι σκολιοὶ
θεός μου , ὁ καταξιώσας με δοῦλόν σου γενέσθαι , ἄκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ δίδαξόν με περὶ τῆς ἐλεύσεώς
7235097 τροφιμοι
. ὧν λεπτότεραι αἱ βασιλικαὶ καὶ διαχωρητικαὶ καὶ κοῦφαι καὶ τρόφιμοι , αἱ δὲ ποτάμιαι γλυκύτεραι . οἱ δὲ μύες
ἃ ἀκούετε καὶ οὐκ ἤκουσαν . Ὑμεῖς οὖν ἀκούσατε τὴν παραβολὴν τοῦ σπείραντος . παντὸς ἀκούοντος τὸν λόγον τῆς βασιλείας
οὐ διαχωρέει , ἀλλ ' ἵστησιν : ἐπὶ δὲ γάλακτι τρόφιμοι μὲν πάντες , πλὴν ἀλλὰ τὸ μὲν ὄϊον ἵστησι
ᾧ γὰρ μέτρῳ μετρεῖτε ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν . Εἶπεν δὲ καὶ παραβολὴν αὐτοῖς : Μήτι δύναται τυφλὸς τυφλὸν ὁδηγεῖν ; οὐχὶ
7221040 δυσπεπτοι
καὶ ἡ τῶν ὠτίδων . αἱ κοιλίαι πᾶσαι τῶν πτηνῶν δύσπεπτοι : ψευδῶς γὰρ ἐπαινοῦσιν ἔνιοι τὴν τοῦ στρουθοκαμήλου καὶ
βλαστᾷ καὶ μηκύνηται ὡς οὐκ οἶδεν αὐτός . αὐτομάτη ἡ γῆ καρποφορεῖ , πρῶτον χόρτον , εἶτεν στάχυν , εἶτεν
οἱ δὲ πυρῆνες πασέων στάσιμοι . Σίκυοι ὠμοὶ ψυχροὶ καὶ δύσπεπτοι : οἱ δὲ πέπονες οὐρέονται καὶ διαχωρέονται , φυσώδεες
τὸ δρέπανον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν , καὶ ἐθερίσθη ἡ γῆ . Καὶ ἄλλος ἄγγελος ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ
7199830 Πτισανη
μὲν ξηραινόντων , ἀλλ ' ἤτοι μᾶλλον ἢ ἧττον . Πτισάνη , κολοκύντη ἑφθή , πέπονες , μηλοπέπονες , σίκυοι
βοῶν μέλει τῷ θεῷ ; ἢ δι ' ἡμᾶς πάντως λέγει ; δι ' ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη , ὅτι ὀφείλει
μὲν ξηραινόντων , ἀλλ ' ἤτοι μᾶλλον ἢ ἧττον . Πτισάνη , κολοκύντη ἑφθή , πέπονες , μηλοπέπονες , σίκυες
αὐτοῦ . ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ , Τί θέλεις ; λέγει αὐτῷ , Εἰπὲ ἵνα καθίσωσιν οὗτοι οἱ δύο υἱοί
7167663 εὐστομοι
εἰσὶ δὲ σκληραὶ καὶ ὀλιγόχυλοι καὶ οὐκ ἄγαν δριμεῖαι , εὔστομοι δὲ καὶ εὐκατέργαστοι , ἑφθαὶ δὲ ποσῶς εὔστομοι .
; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρός ἐστιν λέγει αὐτῷ , Κύριε , εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν , εἰπέ μοι ποῦ
. οὐχ ἅπασαι δ ' αἱ εὐώδεις ἢ γλυκεῖαι ἢ εὔστομοι καὶ ἐδώδιμοι , οὐδ ' αἱ πικραὶ ἄβρωτοι :
καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν ; ἀπεκρίθη αὐτῷ Σίμων Πέτρος , Κύριε , πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα ; ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις
7167165 ἀγυμναστοι
ἐκ Ῥώμης καὶ τοῖς στρατιώταις διάδοχοι νεοκατάγραφοί τε καὶ ἔτι ἀγύμναστοι καὶ ἀπειροπόλεμοι . μεθ ' ὧν ὁ Πομπήιος ,
καθὼς προενήρξατο οὕτως καὶ ἐπιτελέσῃ εἰς ὑμᾶς καὶ τὴν χάριν ταύτην . ἀλλ ' ὥσπερ ἐν παντὶ περισσεύετε , πίστει
τῶν ἐν τοῖσι σώμασιν ἐγγινομένων ὧδε ἔχει : οἱ μὲν ἀγύμναστοι τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ παντὸς κοπιῶσι πόνου : οὐδὲν γὰρ
λοιποῖς τοῖς ἐν Θυατίροις , ὅσοι οὐκ ἔχουσιν τὴν διδαχὴν ταύτην , οἵτινες οὐκ ἔγνωσαν τὰ βαθέα τοῦ Σατανᾶ ,
7159332 ἀνδρειοτεροι
τὸ κακουργεῖν τε ἀλλήλους καὶ ἀδικεῖν , εὐηθέστεροι δὲ καὶ ἀνδρειότεροι καὶ ἅμα σωφρονέστεροι καὶ σύμπαντα δικαιότεροι ; τὸ δὲ
, οὐκ ἔχεις μέρος μετ ' ἐμοῦ . λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος , Κύριε , μὴ τοὺς πόδας μου μόνον
καλὸν φαίνεται τοῖς βαρβάροις , καὶ οὐκ ἐξετάζεται ὁπότεροί εἰσιν ἀνδρειότεροι , οἱ φεύγοντες ἢ οἱ διώκοντες αὐτοκράτωρ δὲ μάχη
ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ , Ὁ κύριός ἐστιν . Σίμων οὖν Πέτρος , ἀκούσας ὅτι ὁ κύριός ἐστιν ,
7156243 πολυχυλοι
: λεπιδωτόν , ὃν καλοῦσί τινες κυπρῖνον . ΚΩΒΙΟΙ . πολύχυλοι , ὥς φησιν Ἱκέσιος , εὐστομίᾳ διαφέροντες , εὐέκκριτοι
Ναί , τοσούτου . ὁ δὲ Πέτρος πρὸς αὐτήν , Τί ὅτι συνεφωνήθη ὑμῖν πειράσαι τὸ πνεῦμα κυρίου ; ἰδοὺ
πελάγιος . εἰσὶ δὲ οἱ σκορπίοι σμηκτικοί , εὐέκκριτοι , πολύχυλοι , πολύτροφοι . χονδρώδεις γάρ εἰσι . τίκτει δ
Τί φάγωμεν ; ἤ , Τί πίωμεν ; ἤ , Τί περιβαλώμεθα ; πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητοῦσιν :
7151754 κριοι
ναῦς ὡς Ὅμηρος . ἔστι δέ τινα πλοῖα Λύκια λεγόμενα κριοὶ καὶ τράγοι , ὡς εἰκάζειν ὅτι τοιοῦτόν τι πλοῖον
μὴ ὀμνύετε , μήτε τὸν οὐρανὸν μήτε τὴν γῆν μήτε ἄλλον τινὰ ὅρκον : ἤτω δὲ ὑμῶν τὸ Ναὶ ναὶ
μάχη καράβων πρὸς ἀλλήλους , τὰ κέρατα ἐγείροντες εἶτα ὡς κριοὶ ἐμπίπτοντες προσαράττουσι τὰ μέτωπα . ἀγῶνα δὲ μυραίνης καὶ
καταλύσω τὸν ναὸν τοῦτον τὸν χειροποίητον καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἄλλον ἀχειροποίητον οἰκοδομήσω : καὶ οὐδὲ οὕτως ἴση ἦν ἡ
7145445 διαχωρεουσι
καταναλίσκοντες . Οἱ δὲ μαλακοὶ μέλανες ὑγρότεροι καὶ φυσῶσι καὶ διαχωρέουσι μᾶλλον . Οἱ δὲ γλυκέες μέλανες ὑγρότεροι καὶ ἀσθενέστεροι
ἀκούει . ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέν τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου : εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ θεοῦ
ὄνειον μᾶλλον διαχωρέει . Πυροὶ ἰσχυρότεροι κριθῶν καὶ τροφιμώτεροι , διαχωρέουσι δὲ ἧσσον καὶ αὐτοὶ καὶ ὁ χυλός . Ἄρτος
ὁ θερισμὸς ἔρχεται ; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν , ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας ὅτι λευκαί εἰσιν πρὸς
7132757 λαγωοι
, ἐφ ' ᾧ πάλιν ἄρτος μέγας καὶ χῆνες καὶ λαγωοὶ καὶ ἔριφοι καὶ ἕτεροι ἄρτοι πεπονημένοι καὶ περιστεραὶ καὶ
διδακτικόν , ἀνεξίκακον , ἐν πραΰτητι παιδεύοντα τοὺς ἀντιδιατιθεμένους , μήποτε δώῃ αὐτοῖς ὁ θεὸς μετάνοιαν εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ,
βαρὺ πῆμα . Ὡς δ ' ὅταν αἰετὸν ὠκὺν ὑποπτώσσωσι λαγωοὶ θάμνοις ἐν λασίοισιν , ὅτ ' ἐγγύθεν ὀξὺ κεκληγὼς
τί φάγωσιν : καὶ ἀπολῦσαι αὐτοὺς νήστεις οὐ θέλω , μήποτε ἐκλυθῶσιν ἐν τῇ ὁδῷ . καὶ λέγουσιν αὐτῷ οἱ
7122432 ἐλαφραι
αἴγλη . ἀλλ ' ἔμπης κἀκεῖναι ἐπόψιαι : οὐ γὰρ ἐλαφραί . Ἀμφότεραι δ ' Ὄφιος πεπονείαται ὅς ῥά τε
κατακύψας ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν . οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐξήρχοντο εἷς καθ ' εἷς ἀρξάμενοι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέ - ρων
γυῖα φίλος πόδες , οὐδέ τι χεῖρες ὤμων ἀμφοτέρωθεν ἐπαΐσσονται ἐλαφραί . εἴθ ' ὣς ἡβώοιμι βίη τέ μοι ἔμπεδος
καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν . εἷς γὰρ θεός , εἷς καὶ μεσίτης θεοῦ καὶ ἀνθρώπων , ἄνθρωπος Χριστὸς Ἰησοῦς
7097108 ἀσωδεες
σμικρὸν ἄνωθεν τοῦ ὀμφαλοῦ ἐν δεξιᾷ , ὀδυνώδεες αὗται καὶ ἀσώδεες , καὶ κοπριήμετοι , οἷον καὶ τὸ Πιττακοῦ :
, κυκλόθεν καὶ ἔσωθεν γέμουσιν ὀφθαλμῶν : καὶ ἀνάπαυσιν οὐκ ἔχουσιν ἡμέρας καὶ νυκτὸς λέγοντες , Ἅγιος ἅγιος ἅγιος κύριος
κατεῤῥωγυίης , ἐρυθρὰ διελθόντα περὶ κρίσιν ὠφελέει . Κωματώδεες , ἀσώδεες , ὑποχόνδριον ὀδυνώδεες , σμικρὰ ἐμετώδεες , τὰ παρ
τὸν ὄχλον ὅτι ἤδη ἡμέραι τρεῖς προσμένουσίν μοι καὶ οὐκ ἔχουσιν τί φάγωσιν : καὶ ἐὰν ἀπολύσω αὐτοὺς νήστεις εἰς
7095241 τραχηλοι
ἀκούειν δύνασθαι . Καὶ τοὺς πελεκίνους , οἷς εἰσιν οἱ τράχηλοι μήκιστοι , τροφῆς ἔχει πόθος οὐ μείων , ἀλλ
τὸν νόμον , μαρτυρούμενος ὑπὸ πάντων τῶν κατοικούντων Ἰουδαίων , ἐλθὼν πρός με καὶ ἐπιστὰς εἶπέν μοι , Σαοὺλ ἀδελφέ
. λέπαδνα ] οἱ παχεῖς ἱμάντες , οἷς ἀναδεσμοῦνται οἱ τράχηλοι τῶν ἵππων πρὸς τὸν ζυγόν . ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ
αὐτῷ λέγων ὅτι Ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν : ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ ' αὐτήν , καὶ
7071984 ῥαφανιδεϲ
καθαίρει , ὅλη δὲ βρωθεῖϲα ἄνω τε καὶ κάτω . ῥαφανῖδεϲ δὲ τῶν προειρημένων ἔλαττον μὲν καθαίρουϲιν , ὠφελιμώτερον δέ
πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται . Καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν οἱ ὄχλοι λέγοντες ,
τάδε πρήϲϲουϲι , ἄλλοτε μὲν οἱ νήϲτιεϲ , ἄλλοτε δὲ ῥαφανῖδεϲ . φράϲω δὲ τόν τε τρόπον καὶ τὴν ὕλην
γῆς ἑστῶτες . καὶ εἴ τις αὐτοὺς θέλει ἀδικῆσαι , πῦρ ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ στόματος αὐτῶν καὶ κατεσθίει τοὺς ἐχθροὺς
7064074 ὠφελουμενοι
ἐπισταμένους φοβεῖσθαι . ἃ δ ' ἐν τῇ ἐπιτειχίσει αὐτοὶ ὠφελούμενοι τοὺς ἐναντίους κωλύσετε , πολλὰ παρεὶς τὰ μέγιστα κεφαλαιώσω
γε Ἰησοῦς αὐτὸς οὐκ ἐβάπτιζεν ἀλλ ' οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀφῆκεν τὴν Ἰουδαίαν καὶ ἀπῆλθεν πάλιν εἰς τὴν Γαλιλαίαν .
πλείστων δυνάμει δὲ πάντων πρῶτον γενόμενον εἰκότως ἀναγινώσκομεν πρῶτον , ὠφελούμενοι τὰ μέγιστα εἴς τε τὴν φωνὴν καὶ τὴν διάνοιαν
ὁ δαιμονισθεὶς ἵνα μετ ' αὐτοῦ ᾖ . καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν , ἀλλὰ λέγει αὐτῷ , Ὕπαγε εἰς τὸν
7029231 ὀνισκοι
ἑκατέρου μέρους τοῦ ξύλου τοῦ παγέντος καὶ τῶν σκελῶν ἐμβάλλονται ὀνίσκοι τετορνευμένοι , ἐξ ὧν τὰ ὅπλα ἐξήρτηται τὰ ἀνέ
εἶ ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ ; ὁ δὲ πρὸς αὐτοὺς ἔφη , Ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐγώ εἰμι . οἱ δὲ
στρούθιον μετὰ μέλιτος καὶ γάλακτος ἰᾶται πινόμενον . ἄλλο . ὀνίσκοι οἱ ὑπὸ τῆς ὑδρίας γεννώμενοι , λεῖοι δι '
Εἰ ἔξεστίν μοι εἰπεῖν τι πρὸς σέ ; ὁ δὲ ἔφη , Ἑλληνιστὶ γινώσκεις ; οὐκ ἄρα σὺ εἶ ὁ
7026809 θρασεες
γε καὶ παρακρουστικὸν τὸ τοιοῦτον ; Αἱ ἐπ ' ὀλίγον θρασέες παρακρούσιες , θηριώδεες . Αἱ μετὰ καταψύξιος οὐκ ἀπυρέτῳ
ἑπτὰ ἀστέρας : Οἶδά σου τὰ ἔργα , ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς , καὶ νεκρὸς εἶ . γίνου γρηγορῶν
' ἐκλύσιος ἀφωνίαι , κάκισται . Αἱ ἐπ ' ὀλίγον θρασέες παρακρούσιες , πονηρὸν καὶ θηριῶδες . Οἷσι φωνὴ ἅμα
τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι ; ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος , Δαιμόνιον ἔχεις : τίς σε ζητεῖ ἀποκτεῖναι ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ
7021370 Κιβυρατικον
τὸ ἀπόμελι ἢ ὑδρόμηλον ἢ ὑδρορόσατον : τὸ γὰρ καλούμενον Κιβυρατικὸν φεῦγε : καὶ γὰρ τοὺς πυρετοὺς παροξύνει καὶ τῆς
Λέγει αὐτῇ , Ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε . ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν αὐτῷ , Οὐκ
οἶνον παρέχειν , ἀλλ ' εἰς ὀμφακόμελι ἢ εἰς τὸ Κιβυρατικὸν ὑδρόμηλον ἢ εἰς ὀξύκρατον ἢ εἰς ὑδρορόσατον ἐπιτρέπειν τε
λέγων , Μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν , ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε . αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησεν , καὶ ἔντρομος γενόμενος
7014856 τρεφοντες
' ἑαυτοὺς τρέφεσθαι γάλακτι καὶ κρέασι καὶ πολλὰς ἀγέλας κτηνῶν τρέφοντες οὐκ ἐπεδέοντο σίτου : κατασκευάσαντες δ ' οἰκήσεις ἑαυτοῖς
ὁ παῖς μου . καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος , ἔχων ὑπ ' ἐμαυτὸν στρατιώτας , καὶ
μεγάλην , εἰ πεφθεῖεν , οὕτω βρωθέντες πυροί , καὶ τρέφοντες ἰσχυρῶς τὸ σῶμα καὶ ῥώμην ἐπίσημον παρεχόμενοι τοῖς προσενεγκαμένοις
τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν : οὐχ ὅτι οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν , ἀλλ ' ἵνα ἑαυτοὺς τύπον δῶμεν ὑμῖν εἰς
7007217 φαλακροι
Ὧν κατακορέα τὰ στήθεα , ψελλοὶ , μανιώδεες , καὶ φαλακροί : τουτέων ὅσοι ἐκ γενεῆς καὶ στρεβλοὶ , ἀσύνετοι
. Πᾶς οὖν ὅστις ἀκούει μου τοὺς λόγους τούτους καὶ ποιεῖ αὐτοὺς ὁμοιωθήσεται ἀνδρὶ φρονίμῳ , ὅστις ᾠκοδόμησεν αὐτοῦ τὴν
οἱ Ἀθηναῖοι ἔμφρονες , οἱ Λάκωνες καρτερικοί , οἱ Μυκόνιοι φαλακροί ἢ τὸν προστιθέντα τὸ πάντες καθ ' ἕκαστον τούτων
Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον ; καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον . τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι ; ἀπεκρίθη
6997546 περδικες
ἄρρενες . Κλέαρχος δέ φησιν ὅτι οἱ στρουθοὶ καὶ οἱ πέρδικες καὶ οἱ ὄρτυγες προίενται τὴν γονὴν οὐ μόνον ἰδόντες
ἄρτους τῆς προθέσεως ἔφαγον , ὃ οὐκ ἐξὸν ἦν αὐτῷ φαγεῖν οὐδὲ τοῖς μετ ' αὐτοῦ , εἰ μὴ τοῖς
λαβεῖν σύστασιν τὴν μουσικήν . οὐ πάντες δ ' οἱ πέρδικες , φησί , κακκαβίζουσιν . : Ἀρχύτας δ '
εἰς οἶκόν τινος τῶν ἀρχόντων [ τῶν ] Φαρισαίων σαββάτῳ φαγεῖν ἄρτον καὶ αὐτοὶ ἦσαν παρατηρούμενοι αὐτόν . καὶ ἰδοὺ
6993592 εὐοσμοι
ὕδατι πίνειν . οἶνοι δ ' ἄριστοι οἱ λευκοὶ καὶ εὔοσμοι καὶ ὑπόλεπτοι , καὶ ὄψων ῥαφανὶς ὀλίγη καὶ τάριχος
σκοτίᾳ , ὁ λεγόμενος ἀντίχριστος . καὶ πάλιν εἶπον : κύριε , ἀποκάλυψόν μοι ποταπός ἐστιν . καὶ ἤκουσα φωνῆς
μήτε ἄγαν στρυφνὰ μήτε ἄγαν γλυκέα καὶ οἶνοι κιρροὶ καὶ εὔοσμοι , πενταετεῖς μάλιστα , ἁρμόττουσι καὶ τὸ μέτριον ποτόν
ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι ; λέγουσιν αὐτῷ , Ναί , κύριε . τότε ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων , Κατὰ
6981447 ἐνοχλουσιν
ἡ δὲ ἀκρασία τοῖς ἐπιληπτικοῖς , ἃ διαλιμπάνοντα οὐ συνεχῶς ἐνοχλοῦσιν : ἡ μὲν γὰρ ἀκολασία συνεχὴς πονηρία ἐστίν :
παρὰ τοῦ θεοῦ πᾶν ῥῆμα . εἶπεν δὲ Μαριάμ , Ἰδοὺ ἡ δούλη κυρίου : γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά
τῶν συμφορῶν καὶ τοῖς εἰδόσιν ἀκριβῶς καὶ μηδὲν δεομένοις ἀκούειν ἐνοχλοῦσιν ἀεὶ διηγούμενοι . καὶ μὴν ἡ ἀπάτη ἡ τοῦ
πᾶσαι καὶ ἐκάθευδον . μέσης δὲ νυκτὸς κραυγὴ γέγονεν , Ἰδοὺ ὁ νυμφίος , ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ . τότε
6977916 δυϲπεπτοι
φυϲῶδεϲ ἀποτίθενται , δύϲπεπτοι δέ εἰϲιν . οἱ δὲ θέρμοι δύϲπεπτοί τε καὶ δυϲυποβίβαϲτοι καὶ ὠμοῦ χυμοῦ γεννητικοί . ἡ
καὶ προσελθὼν ἤγειρεν αὐτὴν κρατήσας τῆς χειρός : καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετός , καὶ διηκόνει αὐτοῖς . Ὀψίας δὲ
καὶ πυκνῶϲαι καὶ πιλῆϲαι χρῄζομεν . ἅπαντεϲ δὲ οἱ φοίνικεϲ δύϲπεπτοί τέ εἰϲι καὶ κεφαλαλγεῖϲ πλείονεϲ βρωθέντεϲ . ἔνιοι δὲ
ψυχήν μου , ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν . οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ ' ἐμοῦ , ἀλλ ' ἐγὼ τίθημι αὐτὴν
6975118 ἐξορμενιζειν
ὁρμενόεντα : τῶν λαχάνων αἱ ἄνθαι ὁρμενὰ καλοῦσι , καὶ ἐξορμενίζειν τὸ ἐκβλαστάνειν καὶ ἐξανθεῖν ὁρμενόεντα : βεβηκότα καὶ κατὰ
τινας τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας . ἀνεῖλεν δὲ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν Ἰωάννου μαχαίρῃ . ἰδὼν δὲ ὅτι ἀρεστόν ἐστιν τοῖς
: τῶν γὰρ λαχάνων αἱ ἄνθαι ὄρμενα καλοῦνται , καὶ ἐξορμενίζειν τὸ ἐκβλαστάνειν καὶ ἐξανθεῖν . λέγε οὖν ὄρμενα ,
, τὸ μὴ ὑπερβαίνειν καὶ πλεονεκτεῖν ἐν τῷ πράγματι τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ , διότι ἔκδικος κύριος περὶ πάντων τούτων ,
6970686 σκεπουσι
τὰ σκουτάρια αὐτῶν καὶ ἀναπαύοντες εἰς τὰ βούκουλα τῶν ἔμπροσθεν σκέπουσι τὰ στήθη καὶ τὰς ὄψεις αὐτῶν καὶ οὕτως συμβάλλουσιν
ἀδελφῷ αὐτοῦ . ἑπτὰ οὖν ἀδελφοὶ ἦσαν : καὶ ὁ πρῶτος λαβὼν γυναῖκα ἀπέθανεν ἄτεκνος : καὶ ὁ δεύτερος καὶ
. τινὲς δὲ ἐν τοῖς θερμοτέροις καὶ ξηροτέροις τόποις καὶ σκέπουσι τὸν καρπὸν φρυγάνοις καὶ ἀκάνθαις , οὐκ ἀρκούντων τῶν
. Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματά ἐστιν ταῦτα : πρῶτος Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ
6969671 δακνομενοι
οἱ δὲ καλούμενοι Ψυλλαεῖς οὐδ ' ὑπὸ ὄφεων ἢ ἀσπίδων δακνόμενοι βλάπτονται , οἱ δὲ Τεντυρῖται τῶν Αἰγυπτίων οὐ βλάπτονται
μεγάλη . καὶ εἶπεν αὐτοῖς , Τί δειλοί ἐστε ; οὔπω ἔχετε πίστιν ; καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν , καὶ
φιλοσοφίας λόγων , ὥσπερ ὀφθαλμοὶ μέλιτος : ἔπειτα οἶμαι καὶ δακνόμενοι δυσχερανεῖτε καὶ φήσετε ἴσως οὐδαμῶς φιλοσοφίαν εἶναι τὸ τοιοῦτον
πολέμων , μὴ θροεῖσθε : δεῖ γενέσθαι , ἀλλ ' οὔπω τὸ τέλος . ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπ ' ἔθνος
6969539 εὐφθαρτοι
τὸν χυλὸν τῆς πτισάνης ἐπιδιδόναι τούτοις δεῖ οὐδὲ ἄλικος . εὔφθαρτοι γάρ εἰσι καὶ ἐπιπολάζουσι καὶ μετεωρίζονται περὶ τὸν στόμαχον
ὁ θεός . τὰς ἐντολὰς οἶδας : Μὴ μοιχεύσῃς , Μὴ φονεύσῃς , Μὴ κλέψῃς , Μὴ ψευδομαρτυρήσῃς , Τίμα
. ὀλίγῳ δ ' εἰσὶ κινητικοὶ τῶν οὔρων , οὐκ εὔφθαρτοι οἱ πυξίζοντες , καθάπερ τὰ ὄστρεα . κρείττους δ
' αὐτόν . εἶπεν δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος , Μὴ φοβοῦ , Ζαχαρία , διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου
6958508 σακκοι
δέ φησι : πολλοὶ μὲν ἀρτυμάτων μέδιμνοι , πολλοὶ δὲ σάκκοι καὶ θύλακοι βιβλίων καὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων τῶν χρησίμων
ἐν τῷ οὐρανῷ , καὶ ἡ φωνὴ ἡ πρώτη ἣν ἤκουσα ὡς σάλπιγγος λαλούσης μετ ' ἐμοῦ λέγων , Ἀνάβα
χρῄζομεν , ἐπὶ τούτων εἰσὶ καὶ οἱ διὰ τῶν πιτύρων σάκκοι χρήσιμοι . χρὴ μέντοι ἐν τῷ ὕδατι , ἐν
κύριε , καὶ οἱ τὸ βάπτισμα λαβόντες τί ; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : τότε ἐρωτηθήσεται τὸ γένος τῶν
6954960 ὠφελουσι
φιλικά : δέονταί τε γὰρ ἀλλήλων καὶ ἐλεοῦσι καὶ συνεργοῦντες ὠφελοῦσι καὶ τοῦτο συνιέντες χάριν ἔχουσιν ἀλλήλοις : τὰ δὲ
δούλοις αὐτοῦ ἃ δεῖ γενέσθαι ἐν τάχει . καὶ ἰδοὺ ἔρχομαι ταχύ . μακάριος ὁ τηρῶν τοὺς λόγους τῆς προφητείας
ἴκτερον ἰῶνται . καὶ ἐπὶ συναγχικῶν διαχρίονται μετὰ μέλιτος καὶ ὠφελοῦσι . πρὸς ὠταλγίαν δὲ σὺν ῥοδίνῳ θερμανθέντα ἔνσταζε .
ποιησάτω ἔτι , καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι . Ἰδοὺ ἔρχομαι ταχύ , καὶ ὁ μισθός μου μετ ' ἐμοῦ
6950783 σμηκτικοι
πεφρυγμένους . Δίφιλος δέ φησιν : οἱ ἐρέβινθοι δύσπεπτοι , σμηκτικοί , οὐρητικοί , πνευματικοί . κατὰ δὲ Διοκλέα ζυμωτικοὶ
οὐρανοῖς , ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει οὐδὲ σὴς διαφθείρει : ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν , ἐκεῖ καὶ ἡ
τῶν θαλασσίων ἰχθύων , οἱ πετραῖοι εὔφθαρτοι , εὔχυλοι , σμηκτικοί , κοῦφοι , ὀλιγότροφοι , οἱ δὲ πελάγιοι δυσφθαρτότεροι
ζητήσετέ με , καὶ ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ ὑμῶν ἀποθανεῖσθε : ὅπου ἐγὼ ὑπάγω ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν . ἔλεγον οὖν
6949438 ἀκεντροι
μελίσσας αὐτῶν μὴ μεταφερουσῶν . εἰσὶ δὲ οἱ μὲν κηφῆνες ἄκεντροι , αἱ δὲ μέλισσαι κέντρον ἔχουσι : ἄλογον δὲ
ἀρχιερεὺς διέρρηξεν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων , Ἐβλασφήμησεν : τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων ; ἴδε νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν
. κηφῆνες αἱ ἀργαὶ τῶν μελισσῶν , κόθουροι δὲ οἱ ἄκεντροι καὶ κολόβουροι , ἢ αἱ φυλάττουσαι τὴν τῶν μέσων
ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι , καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι . Ἰδοὺ ἔρχομαι ταχύ , καὶ ὁ μισθός μου
6939575 χειριστοι
τοῖς ἀργυρείοις τούτοις χρῶνται πρὸς τὴν πρώτην τούτων ἕψησιν . χείριστοι δὲ τούτων οἱ δρύϊνοι : γεωδέστατοι γάρ : χείρους
ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε , καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός , καὶ ἐπηγγείλατο δοῦναι αὐτῷ εἰς
ἄνθρωποι , καὶ τὰ βλέφαρα σφέων ἀναπέπταται , πάντων οὗτοι χείριστοι : λύκων γὰρ καὶ ὑῶν ἀγρίων τοιαῦτα εἴδη ,
: ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος , ἀναγγελεῖ ἡμῖν ἅπαντα . λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς , Ἐγώ εἰμι , ὁ λαλῶν σοι
6936558 τετηρηνται
φυγεῖν . ἐπειδὰν δὲ πολλοὶ ὦσιν οἱ βάλλοντες , ἀγαθοὶ τετήρηνται μόνοις τοῖς ἐξ ὄχλου ποριζομένοις . Τέττιγες ἄνδρας σημαίνουσι
δὲ ἔλεγον ὅτι Ἠλίας ἐστίν : ἄλλοι δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης ὡς εἷς τῶν προφητῶν . ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρῴδης
λόγον . αὗται δὲ καὶ δάκνουσαι ἀγαθαὶ παρά γε ἐμοὶ τετήρηνται καὶ προσιοῦσαι καὶ περιπλεκόμεναι . οἷον δ ' ἂν
σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ ; ἐραύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγείρεται . Πάλιν οὖν αὐτοῖς
6935586 πλοοι
, Ῥόδιοι Ῥοδίους , ἔρημοι ἐρήμους : οὕτως οὖν καὶ πλόοι πλόους καὶ κατὰ κρᾶσιν τοῦ ο καὶ τῆς ου
ᾗ παρεδώκατε : καὶ παρόμοια τοιαῦτα πολλὰ ποιεῖτε . Καὶ προσκαλεσάμενος πάλιν τὸν ὄχλον ἔλεγεν αὐτοῖς , Ἀκούσατέ μου πάντες
ἡ αἰτιατικὴ τῶν πληθυντικῶν , ὅπερ ἐστὶν ἀδύνατον . Ὦ πλόοι ὦ πλοῖ . Εἴρηται ὅτι τῶν δυϊκῶν καὶ τῶν
ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα . τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ , Δοῦλε πονηρέ
6929937 εὐτονοι
καὶ τοῖς ὄγκοις εἰσὶ συνεσταλμένοι καὶ διὰ τὴν συνεχῆ γυμνασίαν εὔτονοι : τῆς γὰρ κατὰ τὴν τρυφὴν ῥᾳστώνης πολὺ κεχωρισμένοι
. Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἀπολογουμένου ὁ Φῆστος μεγάλῃ τῇ φωνῇ φησιν , Μαίνῃ , Παῦλε : τὰ πολλά σε γράμματα
ϲιτία καὶ μὴ ἐμέῃ , ϲφυγμοὶ δὲ μεγάλοι τε καὶ εὔτονοι ἔωϲι καὶ ἡ ξύνταϲιϲ ἀπολείπῃ , θέρμη δὲ πάντα
λυθήσονται οἱ οὐρανοὶ καὶ ἔσται ὁ ἀὴρ ἀκατασκεύαστος , καθώς φησιν ὁ προφήτης : καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σου εἰσὶν
6922217 σταφιδες
Φοίνικες οἱ αὐστηροί , μῆλα κυδώνια , ἐλαῖαι ἁλμάδες , σταφίδες αἱ αὐστηραί , ἡ ἐν τοῖς στεμφύλοις ἀποτιθεμένη σταφυλή
ἐγὼ κῆρυξ καὶ ἀπόστολος καὶ διδάσκαλος . δι ' ἣν αἰτίαν καὶ ταῦτα πάσχω , ἀλλ ' οὐκ ἐπαισχύνομαι ,
παρασκευάζει τὰ ἕλκη καὶ φλεγμαίνειν . κάλλισται δὲ τούτοις εἰσὶ σταφίδες ἐσθιόμεναι καὶ ἀμύγδαλα καὶ στρόβιλοι μετὰ γλυκέος , εἰ
αὐτὸν ἐκεῖ . καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ γεγραμμένην : Οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ βασιλεῦς τῶν
6919481 ἱερακες
ζῶντος οὐδ ' ἀποκτίννυσιν ἔμψυχον οὐδὲν , ὡς ἀετοὶ καὶ ἱέρακες καὶ τὰ νυκτίνομα : χρῆται δὲ τοῖς ἄλλοις ἀποθανοῦσιν
ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι Πόθεν τούτους δυνήσεταί τις ὧδε χορτάσαι ἄρτων ἐπ ' ἐρημίας ; καὶ ἠρώτα αὐτούς
προσήκειν τῷ θεῷ τῷ προειρημένῳ φασὶν ὀρθῶς : οἱ γὰρ ἱέρακες ὀρνίθων μόνοι ταῖς ἀκτῖσι τοῦ ἡλίου ῥᾳδίως καὶ ἀβασανίστως
Ἰούδα καὶ Σίμωνος ; καὶ οὐκ εἰσὶν αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ ὧδε πρὸς ἡμᾶς ; καὶ ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ . καὶ
6912554 φιλοτιμοι
τι ἱππικοί , οὐδὲ ἧττόν τι ἀκοντιστικοί , οὐδὲ ἧττον φιλότιμοι . κατάδηλοι δ ' ἐγίγνοντο καὶ ἐν τοῖς πολέμοις
βασιλεύει τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἡρῴδου ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν : χρηματισθεὶς δὲ κατ ' ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ
δεινοὶ μόνον ἦσαν , ἀλλὰ καὶ τὰ ἤθη γενναῖοι καὶ φιλότιμοι καὶ σώφρονες , οἵ γε τῶν μὲν κοινῶν μᾶλλον
δαιμονιζομένῳ καὶ περὶ τῶν χοίρων . καὶ ἤρξαντο παρακαλεῖν αὐτὸν ἀπελθεῖν ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν . καὶ ἐμβαίνοντος αὐτοῦ εἰς
6910159 ἀνανδροι
ἰδίων παθῶν ἑκάτεροι ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀκουόντων , οἱ μὲν ἄνανδροι δειλίαν , οἱ δ ' ἀκατάπληκτοι θάρσος μετ '
: γέγραπται γὰρ ὅτι Ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου οὐκ ἐρεῖς κακῶς . Γνοὺς δὲ ὁ Παῦλος ὅτι τὸ ἓν μέρος
ὡς Ἡρακλῆς οἱ λευκόπυγοι πάντως ἀσθενεῖς καὶ δειλοί * καὶ ἄνανδροι * . Θεία δὲ ἡ Ὠκεανοῦ τοῖς ἰδίοις τοῦτο
ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην , καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας , καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα μόνον ἅψωνται τοῦ
6907455 ἀλιπεις
ξηρότεραι , οἰόν ἐστι τὸ καλούμενον ἰδίως πιτύϊνον φύσημα , ἀλιπεῖς καὶ ξηραίνουσαι μεγάλως , καὶ διὰ τοῦτο ἀνεπιτήδειοί εἰσιν
παντὶ θελήματι τοῦ θεοῦ . μαρτυρῶ γὰρ αὐτῷ ὅτι ἔχει πολὺν πόνον ὑπὲρ ὑμῶν καὶ τῶν ἐν Λαοδικείᾳ καὶ τῶν
, εὔχυλοι , εὔπεπτοι . οἱ δὲ χλωροὶ ξηροὶ καὶ ἀλιπεῖς . αἱ δὲ χάνναι ἁπαλόσαρκοι , σκληρότεραι δὲ τῆς
: τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον , καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει , λέγει αὐτῷ , Θέλεις ὑγιὴς
6896174 ὀρχειϲ
τὰ μαλακόϲαρκα , τῶν δὲ ἄλλων τὰ πτερὰ καὶ ἀλεκτρυόνων ὄρχειϲ καὶ τῶν μικροτέρων χοίρων τὰ ἀκροκώλια καὶ ὠῶν δὲ
πάσχα ἔθυον , λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ , Ποῦ θέλεις ἀπελθόντες ἑτοιμάσωμεν ἵνα φάγῃς τὸ πάσχα ; καὶ ἀποστέλλει
τε κρέα καὶ αἴγεια καὶ βόεια λάγεια χοίρεια ἧπαρ νεφροὶ ὄρχειϲ μετρίωϲ γάλα τὸ ἑψηθὲν τυροὶ πάντεϲ ὀξύγαλα πυρίεφθον καὶ
τί ἔτι ὑστερῶ ; ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς , Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι , ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ
6895848 θαλασσιοι
γενομένους παλιναιρέτους . Τί λέγεις σύ ; μάντεις εἰσι γὰρ θαλάσσιοι ; Γαλεοί γε πάντων μάντεων σοφώτατοι . Λεπάσιν ,
με λέγετε εἶναι ; ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπεν , Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ τοῦ ζῶντος
ἁλὶ ἁρπάζοντες , καὶ οἱ τῆς θαλάσσης ἀετοί : ἀετοὶ θαλάσσιοι : οἱ τῆς θαλάσσης ἀετοὶ , οὐχ ὅτι ἡ
ἡμέρᾳκαὶ ὅσα ἐν Ἐφέσῳ διηκόνησεν , βέλτιον σὺ γινώσκεις . Σὺ οὖν , τέκνον μου , ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι
6893503 ἀναιδεις
ἐνίους τῶν λεγόντων ἐγὼ καὶ ὑμεῖς δ ' ὁρᾶτε , ἀναιδεῖς καὶ ἀφ ' ὑμῶν πεπλουτηκότας , οὐκ ἂν εἴην
εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε , ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει : ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ
τὸν μέν σύνδεσμον ἐπήγαγεν εὐθὺς βιάσονται τοίνυν ἴσως μεγαλόφωνοι καὶ ἀναιδεῖς ὄντες καὶ τὰ ἑξῆς . καὶ πολλὰ αὐτοῦ παρὰ
εἰσιν , ἕκαστος δὲ τὸν ἴδιον μισθὸν λήμψεται κατὰ τὸν ἴδιον κόπον . θεοῦ γάρ ἐσμεν συνεργοί : θεοῦ γεώργιον
6887213 τροφιμωτατοι
βάλανοι , γογγυλίς , ἣν καὶ βουνιάδα καλοῦσιν : βολβοὶ τροφιμώτατοι , καὶ μᾶλλον δίσεφθοι . μέλι τὸ ἀπαφρισθὲν ἐπιτήδειον
' αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα : τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται :
. εἰσὶ δὲ καὶ οἱ ἄρτοι οἱ ἐκ τοῦ χόνδρου τροφιμώτατοι μέν , διαχωροῦντες δ ' ἧττον . Ἐκ πυρῶν
Κύριε , δύο τάλαντά μοι παρέδωκας : ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα . ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ , Εὖ
6886222 δυσιατοι
, ὅταν ἡ θλάσις αὐτῶν ἔχῃ τι καὶ φλεγμονῆς καὶ δυσίατοι γίνωνται . Ἐπικρατεῖν μὲν οὖν χρὴ ἐν ἀρχῇ μὲν
δίδραχμα ; λέγει , Ναί . καὶ ἐλθόντα εἰς τὴν οἰκίαν προέφθασεν αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων , Τί σοι δοκεῖ
καὶ ἀκμάζουσι συνισταμένους . οἱ γὰρ δὲ τοῖς γέρουσιν ἐπιγινόμενοι δυσίατοι πεφύκασι , μήτ ' ἰσχυρῶν φαρμάκων ὧδε βοηθούντων ,
πότε ὁ καιρός ἐστιν . ὡς ἄνθρωπος ἀπόδημος ἀφεὶς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ καὶ δοὺς τοῖς δούλοις αὐτοῦ τὴν ἐξουσίαν ,
6883388 φυσωδεες
. Τὸ φυσῶδες ξυναίτιον τοῖσι πτερυγώδεσι . καὶ γάρ εἰσι φυσώδεες . Λέγει αἴτιον τοῦ πτερυγώδους . ἀλλὰ πολλὰ βιβλία
ἐκπορεύεται ; καθαρίζων πάντα τὰ βρώματα . ἔλεγεν δὲ ὅτι Τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενον ἐκεῖνο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον :
. Ὠχροὶ δὲ καὶ δόλιχοι διαχωρητικώτεροι τουτέων , ἧσσον δὲ φυσώδεες , τρόφιμοι δέ . Ἐρέβινθοι λευκοὶ διαχωρέουσι καὶ οὐρέονται
το πῶς ἔκαστον διλῆ . Ἄκουσον , δικαιἐ Ἰωάννη : Τὸ προκήμενον ψάλλει Δάδ προἔρχεται τὸ πνευμά σου τῷ ἀγίῳ
6882853 ποθεντες
ξηρανθέντες καὶ τριβέντες καὶ σὺν πεπέρει ἐν μελικράτῳ ἐπιπασθέντες καὶ ποθέντες νεφριτικοὺς ἰῶνται . ἡ δὲ χολὴ αὐτοῦ μετὰ στέατος
; ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος , Δαιμόνιον ἔχεις : τίς σε ζητεῖ ἀποκτεῖναι ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς , Ἓν
κονδίτου , ἐχιοδήκτοις ἀρήγει . οἱ δὲ ὄρχεις σὺν οἴνῳ ποθέντες , ἀφροδισίαν παρορμῶσι καὶ εὐεξίαν παρέχουσι . Τῆς δὲ
οὐ περπερεύεται , οὐ φυσιοῦται , οὐκ ἀσχημονεῖ , οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς , οὐ παροξύνεται , οὐ λογίζεται τὸ
6881409 εὐχυλοι
τῶν οἴνων ὀσμὴν μὲν ἔχουσιν ἔνιοι σκληροὶ δὲ καὶ οὐκ εὔχυλοι . Ἐξ ἁπάντων οὖν τούτων δῆλον ὡς ἕτερον τὸ
ἄνθρωπον τοῦτον ὃν λέγετε . καὶ εὐθὺς ἐκ δευτέρου ἀλέκτωρ ἐφώνησεν . καὶ ἀνεμνήσθη ὁ Πέτρος τὸ ῥῆμα ὡς εἶπεν
πλατὺ ὄστρακον ἔχουσαι καὶ διαυγές , εὔπεπτοι , εὔτροφοι , εὔχυλοι , γλυκεῖαι , οὐκ ἀπηνεῖς στομάχῳ . ὀπῷ δὲ
μάχαιραν ἤμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν , νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους . ἐφώνησεν δὲ Παῦλος μεγάλῃ φωνῇ λέγων , Μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ
6880552 παρακρουσιες
ἐκλύσιος ἀφωνίαι , κάκισται . Αἱ ἐπ ' ὀλίγον θρασέες παρακρούσιες , πονηρὸν καὶ θηριῶδες . Οἷσι φωνὴ ἅμα πυρετῷ
, Οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου νηστεύουσιν πυκνὰ καὶ δεήσεις ποιοῦνται , ὁμοίως καὶ οἱ τῶν Φαρισαίων , οἱ δὲ σοὶ ἐσθίουσιν
καὶ παρακρουστικὸν τὸ τοιοῦτον ; Αἱ ἐπ ' ὀλίγον θρασέες παρακρούσιες , θηριώδεες . Αἱ μετὰ καταψύξιος οὐκ ἀπυρέτῳ ,
δὲ αὐτοῖς , Ἀλλὰ νῦν ὁ ἔχων βαλλάντιον ἀράτω , ὁμοίως καὶ πήραν , καὶ ὁ μὴ ἔχων πωλησάτω τὸ
6879495 θλιβουσι
μελίκρατον ἐγχυματιζόμενον καὶ τότε πολὺ μᾶλλον , ἡνίκα καὶ λῆμαι θλίβουσι τὸ ὄμμα τικτόμεναι : οὐδὲν γὰρ οὕτως ἀπολεπτύνει καὶ
. καὶ καθίσας ἐφώνησεν τοὺς δώδεκα καὶ λέγει αὐτοῖς , Εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων
ὀλίγον παρέχουσι τὸ γάλα , καὶ αἱ μὲν μεγάλαι θηλαὶ θλίβουσι τὰ οὖλα καὶ κωλύουσι τὴν γλῶτταν συνεργεῖν τῇ καταπόσει
προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς , Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν , ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ
6879192 ἀχρειοι
. ὅμως δὲ οἵ γε ἱστοὶ καὶ αἱ κεραῖαι ἐξαιρεθείσης ἀχρεῖοι . τοῦτο δὲ κατὰ συμβεβηκός , ὅτι χιτῶνας ἔχει
περὶ μιᾶς ταύτης φωνῆς ἧς ἐκέκραξα ἐν αὐτοῖς ἑστὼς ὅτι Περὶ ἀναστάσεως νεκρῶν ἐγὼ κρίνομαι σήμερον ἐφ ' ὑμῶν .
διαφυγεῖν μὲν γὰρ πάλης ἱκανοὶ καὶ οἵδε , καταπαλαῖσαι δὲ ἀχρεῖοι διὰ τὸ ἐπικαθῆσθαι τοῖς σκέλεσι . Λεοντώδεις δὲ καὶ
ἐκλήθη , ἀδελφοί , ἐν τούτῳ μενέτω παρὰ θεῷ . Περὶ δὲ τῶν παρθένων ἐπιταγὴν κυρίου οὐκ ἔχω , γνώμην
6878565 εὐχυμοι
τοῖϲ ἐπὶ τῶν μαινομένων ῥηθηϲομένοιϲ . τροφαὶ δ ' ἔϲτωϲαν εὔχυμοι εὐδιοίκητοι ἄφυϲοι παντάπαϲιν εὐϲτόμαχοι εὐκοίλιοι : οἶνοϲ δ '
τὸ λοιπὸν ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μὴ ἔχοντες ὦσιν , καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες , καὶ
τῶν διὰ γάλακτοϲ ὀρροῦ τὰϲ τροφὰϲ προϲενεγκαμένων : καὶ γὰρ εὔχυμοι καὶ τρόφιμοι καὶ πεφθῆναι ῥᾷϲτοι . διαχώρηϲιν δὲ οὔτε
αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι , ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς . ὅτε ἤμην μετ ' αὐτῶν
6877238 κριτικοι
οἱ κολυμβῶντες ὕπτιοι . Ὅθεν ἀπὸ τοῦ Πλάτωνος λαβόντες οἱ κριτικοί φασι περὶ Λυσίου ὅτι τίκτειν μὲν δυνατὸς ἐγένετο ,
ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ . Τὸ λοιπόν , ἀδελφοί , ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ , ὅσα σεμνά , ὅσα δίκαια ,
τυχόντες * * * δύο * εἰσὶν οἱ πρῶτοι πόδες κριτικοί : σπονδεῖοι * μετ ' αὐτοὺς δύο , μεθ
Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ , Ἔτι ἕν σοι λείπει : πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς , καὶ ἕξεις θησαυρὸν
6876874 ἐφιδρωντες
ἀδυνάτῳ , οἷσι τὰ τοιαῦτα , ἐλπὶς ἐκστῆναι . Οἱ ἐφιδρῶντες καὶ μάλιστα κεφαλὴν , ἐν ὀξέσιν , ὑποδύσφοροι ,
σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί . Τούτων δὲ πορευομένων ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς λέγειν τοῖς ὄχλοις περὶ Ἰωάννου , Τί ἐξήλθατε εἰς τὴν
κάτω διελθοῦσα , θανάσιμον . Οἱ μετὰ καταψυξίων οὐκ ἀπύρων ἐφιδρῶντες ἄνω , δύσφοροι , φρενιτικοί τε καὶ ὀλέθριοι .
δὲ πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη , Ἐπιτρέπεταί σοι περὶ σεαυτοῦ λέγειν . τότε ὁ Παῦλος ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπελογεῖτο ,
6860118 ζωμοι
καὶ τῶν θαλαττίων οὖν ἐχίνων καὶ τῶν κογχαρίων πάντων οἱ ζωμοὶ καὶ τῶν παλαιῶν ἀλεκτρυόνων ὑπάγουσιν . τὴν δὲ κράμβην
' αὐτοὺς ὁ ἥλιος οὐδὲ πᾶν καῦμα , ὅτι τὸ ἀρνίον τὸ ἀνὰ μέσον τοῦ θρόνου ποιμανεῖ αὐτούς , καὶ
τῶν θαλαττίων δ ' ἐχίνων καὶ τῶν κογχαρίων πάντων οἱ ζωμοὶ καὶ τῶν παλαιῶν ἀλεκτρυόνων ὑπάγουσιν . τὴν δὲ κράμβην
καὶ ἤκουσα πάλιν φωνῆς λεγούσης μοι : κελεύσω ἐλθεῖν τὸ ἀρνίον ἔμπροσθέν μου καὶ ἐρῶ : τίς ἀνοίξει τὸ βιβλίον
6859502 πολυτροφοι
ὀγδόης καὶ αὐτῆς καὶ τῆς τρεισκαιδεκάτης τῆς Ἀφροδίτης λέγεται , πολύτροφοι τυγχάνουν καὶ πόνοι καὶ ἐπίτροποι γυναικῶν μεγιστάνων , ἀπὸ
ὁ γὰρ θεὸς ἀπείραστός ἐστιν κακῶν , πειράζει δὲ αὐτὸς οὐδένα . ἕκαστος δὲ πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος
, κοῦφοι , ὀλιγότροφοι , οἱ δὲ πελάγιοι δυσφθαρτότεροι , πολύτροφοι , δυσοικονόμητοι . τῶν δὲ κωβιῶν οἱ μικροὶ καὶ
ὁ ἀγαπητός , ἀκούετε αὐτοῦ . καὶ ἐξάπινα περιβλεψάμενοι οὐκέτι οὐδένα εἶδον ἀλλὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον μεθ ' ἑαυτῶν .
6859485 φλεγματωδεες
: ὁκόσων δὲ μαλθακαὶ αἱ νηδύες καὶ ὑγραί εἰσι καὶ φλεγματώδεες , τουτέοισι δὲ τὰ σκληρότατα καὶ ἀτεραμνότατα καὶ τὰ
τὸ καλούμενον Ἐλαιῶν , ἀπέστειλεν δύο τῶν μαθητῶν λέγων , Ὑπάγετε εἰς τὴν κατέναντι κώμην , ἐν ᾗ εἰσπορευόμενοι εὑρήσετε
ἐγκέφαλος διαθερμαίνηται : τοῦτο δὲ πάσχουσιν οἱ χολώδεες , οἱ φλεγματώδεες δὲ οὔ : διαθερμαίνεται δὲ καὶ ἐπὴν τὸ αἷμα
ἐφημέρου τροφῆς , εἴπῃ δέ τις αὐτοῖς ἐξ ὑμῶν , Ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ , θερμαίνεσθε καὶ χορτάζεσθε , μὴ δῶτε
6852803 ὀλιγοτροφοι
, ὥς φησιν Ἱκέσιος , εὐστομίᾳ διαφέροντες , εὐέκκριτοι , ὀλιγότροφοι , κακόχυμοι . διαφέρουσι δ ' εὐστομίᾳ οἱ λευκότεροι
, καὶ ἐπὶ τὸν θρόνον καθήμενος , καὶ ὁ καθήμενος ὅμοιος ὁράσει λίθῳ ἰάσπιδι καὶ σαρδίῳ , καὶ ἶρις κυκλόθεν
κέχρηνται . οἱ δὲ ἐχῖνοι ψυκτικοί τε μετρίωϲ εἰϲὶ καὶ ὀλιγότροφοι καὶ διουρητικοί . Τὰ δὲ μαλάκια , οἷον πολύποδεϲ
, ἔχουσαν τὴν δόξαν τοῦ θεοῦ : ὁ φωστὴρ αὐτῆς ὅμοιος λίθῳ τιμιωτάτῳ , ὡς λίθῳ ἰάσπιδι κρυσταλλίζοντι : ἔχουσα
6849473 εὐαλωτοι
. ἐὰν δὲ μένετε στασιάζοντες καὶ φιλονεικοῦντες , εὐχερῶς ἔσεσθε εὐάλωτοι . ” ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι τοσοῦτον ἰσχυροτέρα
συνείδησιν ἁμαρτιῶν τοὺς λατρεύοντας ἅπαξ κεκαθαρισμένους ; ἀλλ ' ἐν αὐταῖς ἀνάμνησις ἁμαρτιῶν κατ ' ἐνιαυτόν , ἀδύνατον γὰρ αἷμα
ναυτικὸς στρατὸς κακωθείς ] τῶν ναυτικῶν φθαρέντων οἱ ἐν Ψυτταλείᾳ εὐάλωτοι γεγένηνται . ἀρωγῆς ] τῆς ἀπολομένης . οὐδέ τις
ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα ταῦτα , καὶ ἠπίστουν αὐταῖς . Ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον
6847687 καιομεναι
σελαγοῖντ ' ] ἀντὶ τοῦ καίοιντο . σελαγοῖντ ' ] καιόμεναι λάμποιεν . ἐκπληττόμενος ὁ Δικαιόπολις ἐν τοῖς ῥηθεῖσι λέγει
τῆς ἐπισκοπῆς ἐδέξατο . Ἐὰν μάγος ᾖν καὶ φονεύς , ἰδὲ τὸν Κυπριανὸν ὅτι καὶ αὐτὸς ἐκ γένους δαιμόνων ἐγέννατον
. Αἱ ἐσχάραι αἱ μᾶλλον ὀπτηθεῖσαι τάχει ἐκπίπτουσιν . Αἱ καιόμεναι οὖλαι πρὸς τὸ ὀστέον καλλίονες γίνονται . Ἐπειδὰν δὲ
ἐγίνετον διὰ τῆς θερμῆς μετανοίας . Ἐὰν ᾖ πόρνος , ἰδὲ τὴν Μαρίαν τὴν πόρνην ὅτι ἥμαρτεν εἰς ἄνδρας χιλίους
6845950 περιπορευομενοι
εἰσίασίν τινες μύρων Βαβυλωνίων ἔχοντες ἀσκίδια καὶ πόρρωθεν ἐκ τούτων περιπορευόμενοι τοὺς μὲν στεφάνους τῶν κατακειμένων δροσίζουσι τοῖς μύροις ,
δύναται τοὺς προσερχομένους δι ' αὐτοῦ τῷ θεῷ , πάντοτε ζῶν εἰς τὸ ἐντυγχάνειν ὑπὲρ αὐτῶν . Τοιοῦτος γὰρ ἡμῖν
' εἰς μανίαν καὶ λήθην τῶν ἁπάντων ἔπιπτον , οἳ περιπορευόμενοι τὴν παρεμβολὴν ἐξεστῶτες τοῦ φρονεῖν ἔτυπτον τοὺς ἀπαντῶντας .
φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ . ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς : ἐάν τις φάγῃ
6843470 μηχανωμενοι
ἐπίψογοι , οἷον ὡς οἱ πεπληρωμένοι καὶ ὅμως ἡδονῆς ἕνεκα μηχανώμενοι , ὅπως πάλιν πίωσιν ἢ φάγωσιν ἢ τὴν δι
κυρίου αὐτοῦ οὐδὲ ἀπόστολος μείζων τοῦ πέμψαντος αὐτόν . εἰ ταῦτα οἴδατε , μακάριοί ἐστε ἐὰν ποιῆτε αὐτά . οὐ
ἐκ τίνος λόγου νοσεῖ δόμος ; τί πράσσετ ' ἄκριτα μηχανώμενοι ; Μενέλα ' , ἐπίσχες : μὴ τάχυν '
ἄμεμπτος . [ ἀλλὰ ] ἅτινα ἦν μοι κέρδη , ταῦτα ἥγημαι διὰ τὸν Χριστὸν ζημίαν . ἀλλὰ μενοῦνγε καὶ
6843300 στασιμοι
ἐόντα , καὶ φῦσαν ἐμποιέει : οἱ δὲ χιτῶνες αὐτέων στάσιμοι . Ἄκυλοι καὶ βάλανοι καὶ φηγοὶ στατικὰ ὠμὰ καὶ
καὶ ἐδίδοσαν αὐτῷ ῥαπίσματα . Καὶ ἐξῆλθεν πάλιν ἔξω ὁ Πιλᾶτος καὶ λέγει αὐτοῖς , Ἴδε ἄγω ὑμῖν αὐτὸν ἔξω
, ταχέως , σπουδαίως : οἱ δὲ παλαισταὶ βαρεῖς , στάσιμοι , μόνιμοι , ὠμίαι , ἀντερειδόμενοι , συμπλεκόμενοι ,
ἵνα ἄρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ : καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Πιλᾶτος . ἦλθεν οὖν καὶ ἦρεν τὸ σῶμα αὐτοῦ .
6841499 καθαιρουσιν
δύο , ἡ μὲν δενδρώδης , ἡ δὲ χαμαιζήλη , καθαίρουσιν ἀμφότεραι φλεγματώδη καὶ ὑδαρῆ κάτω . δύναμις δ '
τινες τῶν Φαρισαίων ἀπὸ τοῦ ὄχλου εἶπαν πρὸς αὐτόν , Διδάσκαλε , ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου . καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν
μόνον ἱστορίᾳ κειμένην . ῥαφανῖδες δὲ τῶν προειρημένων ἔλαττον μὲν καθαίρουσιν ἄνω , ὠφελοῦσι δὲ μᾶλλον , ὡς ἂν οὐ
ἵνα αὐτὸν ἀγρεύσωσιν λόγῳ . καὶ ἐλθόντες λέγουσιν αὐτῷ , Διδάσκαλε , οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἶ καὶ οὐ μέλει σοι
6837818 στιπτοι
” . Γ ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἐσθήσεων εἴρηται τὸ “ στιπτοί ” , αἵτινες ὑφανθεῖσαι εἰς πυκνότητα συνάπτονται . ἢ
αὐτῷ . Εἶπεν δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων , Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα . καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ
γὰρ ἐν τῷ πλύνεσθαι τὰ ἱμάτια συμπεπιλημένα πλέον γίγνεται . στιπτοί ] πυκνοί . πρίνινοι ] σκληροί , ἰσχυροί .
μεταλαμβάνοντες ἀκοῦρευτι τίναῖς οἰσὶν . Ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη , τινὸς αἰ οἰ τρίχαι δἰἀβοῦ τὸν ὀφθαλμῶν , αὐτοῦ ὁκέστην
6837525 ἐμποδιζουσι
δῆλον εἰ ἀγνοεῖ ὁ προσδιαλεγόμενος : καὶ γὰρ τὸν εἰδότα ἐμποδίζουσι τούτοις τοῖς λόγοις : ὁμώνυμα γὰρ ἐρωτώντων καὶ ἀμφίβολα
πόλεων . καὶ ἐξελθὼν εἶδεν πολὺν ὄχλον , καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ ' αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσεν τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν . ὀψίας
ὥσπερ πρὸς τὴν φυτικὴν αἱ ἐλλείψεις καὶ οἱ πλεονασμοὶ οὐδὲν ἐμποδίζουσι τοῦ σώματος , ἀλλὰ καὶ τομῶν γιγνομένων καὶ ἀφαιρέσεων
, οὐ γὰρ βλέπεις εἰς πρόσωπον ἀνθρώπων , ἀλλ ' ἐπ ' ἀληθείας τὴν ὁδὸν τοῦ θεοῦ διδάσκεις : ἔξεστιν
6834482 πολυπραγμονες
Βαλανεύς : ἐπὶ τοῦ πολυπράγμονος . οὗτοι γὰρ σχολὴν ἄγοντες πολυπράγμονες εἰσίν . Γνῶθι σαυτόν : ἐπὶ τῶν ὑπὲρ δύναμιν
δὲ ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτούς , Ἐπερωτῶ ὑμᾶς , εἰ ἔξεστιν τῷ σαββάτῳ ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι , ψυχὴν σῶσαι ἢ
τέταρται ζʹ Ἄρεως πολύμοχθοι ἀνάδελφοι σπανότεκνοι ἐπιδημητικαὶ εὔποροι φθαρτικαὶ ὠμαὶ πολυπράγμονες . αἱ δὲ ἑξῆς Ϛʹ ἐπὶ πᾶσι Κρόνου εὔκρατοι
καὶ ἐγερεῖ ; πόσῳ οὖν διαφέρει ἄνθρωπος προβάτου . ὥστε ἔξεστιν τοῖς σάββασιν καλῶς ποιεῖν . τότε λέγει τῷ ἀνθρώπῳ
6832981 καυστικοι
ἀπὸ τοῦ πτύειν τὴν ἅλα . αἰθυντῆρες : ὁρμητικοὶ , καυστικοὶ , διάπυροι : αἰθύσσω γὰρ τὸ διαπύρως καὶ ὀξέως
ὁμολόγησαν πατέρα καὶ τὸν υἱὸν καὶ τὸ ἅγιον πνεῦμα : τότε ἀποπέμψω αὐτοὺς ἐν τῷ ᾅδῃ , καθὼς προεῖπεν ὁ
[ κωματώδεες ] ἐξ ἀρχῆς ἐφιδρώσαντες , οὔροισι πέποσι , καυστικοὶ , ἀκρίτως δὲ περιψύχοντες , διὰ ταχέων περικαέες ,
ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη : τότε φανήσεται ὁ ἀρνητὴς καὶ ἐξορισμένος ἐν τῇ σκοτίᾳ ,
6832639 ἰατρειαι
τινὶ ὑγιεινόν , οἷον τομὴ καὶ καῦσις καὶ αἱ λοιπαὶ ἰατρεῖαι : ἡδὺ δὲ τὸ μὲν ἁπλῶς , τὸ δὲ
. ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτόν , Τί σοι θέλεις ποιήσω ; ὁ δὲ εἶπεν , Κύριε , ἵνα ἀναβλέψω
ἤτοι λίαν [ καὶ ] ἐνδεοῦς ἤτοι ἐλλιποῦς , οἷον ἰατρεῖαι , ἤτοι αἱ ἀναπληρώσεις τῆς γαστρὸς τῆς ἐνδεοῦς βρωμάτων
καὶ ὅ τι ἂν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου τοῦτο ποιήσω , ἵνα δοξασθῇ ὁ πατὴρ ἐν τῷ υἱῷ :
6831118 αἱμοῤῥαγικοι
. Οἱ κεφαλαλγέες , κατόχως ὀδυνώδεες , ὄμμα ἐξέρυθροι , αἱμοῤῥαγικοί . Τὰ σείοντα κεφαλὴν , ἠχώδεα , αἱμοῤῥοεῖ ,
καὶ ἀπεκατεστάθη ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη . ἐξελθόντες δὲ οἱ Φαρισαῖοι συμβούλιον ἔλαβον κατ ' αὐτοῦ ὅπως αὐτὸν ἀπολέσωσιν .
κατὰ κοιλίην παλμοὶ , ὑποχονδρίου ἐντάσει ὑπομάκρῳ , ὀγκώδει , αἱμοῤῥαγικοί : φρικώδεες οὗτοι . Τὰ ἐκ ῥινῶν λαῦρα ,
θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ . Ἤκουον δὲ ταῦτα πάντα οἱ Φαρισαῖοι φιλάργυροι ὑπάρχοντες , καὶ ἐξεμυκτήριζον αὐτόν . καὶ εἶπεν
6829509 οὐροι
' ἐείκοσιν ἤματ ' ἔχον θεοί , οὐδέ ποτ ' οὖροι πνείοντες φαίνονθ ' ἁλιαέες , οἵ ῥά τε νηῶν
ἐλήλυθεν γὰρ Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς μὴ ἐσθίων ἄρτον μήτε πίνων οἶνον , καὶ λέγετε , Δαιμόνιον ἔχει : ἐλήλυθεν ὁ
, ὅσσοι τ ' Αἰγύπτοιο πολυψαμάθοισιν ἐπ ' ὄχθαις βουκολίων οὖροι , Λοκροί , χαροποί τε Μολοσσοί . Εἰ δέ
κιννάμωμον καὶ ἄμωμον καὶ θυμιάματα καὶ μύρον καὶ λίβανον καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον καὶ σεμίδαλιν καὶ σῖτον καὶ κτήνη καὶ
6828623 ῥινοι
, ἀλλά οἱ οὔ τι διήλασεν ἐς χρόα καλόν : ῥινοὶ γάρ μιν ἔρυντο βοῶν καὶ ὑπ ' ἀσπίδι θώρηξ
οἶδα αὐτόν , ὅτι παρ ' αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν . Ἐζήτουν οὖν αὐτὸν πιάσαι , καὶ οὐδεὶς ἐπέβαλεν
ἀλυσθαίνοντος ἀνῖαι ἐχθόμεναι , χροιὴ δὲ μόγῳ αὐαίνεται ἀνδρός . ῥινοὶ δὲ πλαδόωσιν ἐπὶ χροΐ , τοῖά μιν ἰός ὀξὺς
κακοῦ : εἰ δὲ καλῶς , τί με δέρεις ; ἀπέστειλεν οὖν αὐτὸν ὁ Ἅννας δεδεμένον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα
6823214 κωμῳδοποιοι
καὶ τρέχω τρόχος . τραγῳδοὶ καὶ κωμῳδοὶ καὶ τραγῳδοποιοὶ καὶ κωμῳδοποιοὶ διαφέρουσι . τραγῳδοὶ μὲν γὰρ καὶ κωμῳδοί εἰσιν οἱ
τοῦ πατρός : διὰ ποῖον αὐτῶν ἔργον ἐμὲ λιθάζετε ; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι , Περὶ καλοῦ ἔργου οὐ λιθάζομέν
οἱ ὑποκριταὶ τῆς κωμῳδίας καὶ τραγῳδίας , τραγῳδοποιοὶ δὲ καὶ κωμῳδοποιοὶ οἱ ποιηταὶ τῶν δραμάτων . τύραννον οἱ ἀρχαῖοι καὶ
γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν , καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς . ἀπεκρίθησαν πρὸς αὐτόν , Σπέρμα Ἀβραάμ ἐσμεν καὶ οὐδενὶ δεδουλεύκαμεν
6822806 θηρωνται
ὅταν ἡλίου δυέντος ὁ νυκτερινὸς ἐπίῃ καιρός . Οἱ πέρδικες θηρῶνται λίνοις τε καὶ πηκτίσιν ἢ φωνῇ πέρδικος ἢ παροξυνθέντες
εὐάρεστον τῷ θεῷ . ὁ δὲ θεός μου πληρώσει πᾶσαν χρείαν ὑμῶν κατὰ τὸ πλοῦτος αὐτοῦ ἐν δόξῃ ἐν Χριστῷ
ἄλλοις στρουθοῖς τοῖς κατὰ τὸν βορρᾶν ἐπιδημοῦσι τοῦ ἀέρος ἰξῷ θηρῶνται , τοῖς καλάμοις ἐπικαθίσαντες . Ἄλλοι δέ τινες στρουθοὶ
. ὁ δὲ [ Ἰησοῦς ] εἶπεν αὐτοῖς , Οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν : δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν . οἱ
6822082 ἐνεργουσι
ἀπὸ ὁλικωτέρου εἰς μερικώτερον κατὰ τὰ ὑποκείμενα , περὶ ἃ ἐνεργοῦσι καὶ περὶ ἃ καταγίνονται . οἷον γάρ τινες τοπικαί
σοῦ παρεῖναι καὶ κατηγορεῖν εἴ τι ἔχοιεν πρὸς ἐμέ ἢ αὐτοὶ οὗτοι εἰπάτωσαν τί εὗρον ἀδίκημα στάντος μου ἐπὶ τοῦ
περιττωμάτων ἐξόδου τῆς φύσεως αὐτοὺς καταστησάσης , ὥστε οὐχ ὅπως ἐνεργοῦσι πρὸς τὴν ἔκκρισιν , ἀλλ ' οὐδὲ ἐπιτρέπουσι τοῖς
οὐαί , ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα , καὶ αὐτοὶ ἑνὶ τῶν δακτύλων ὑμῶν οὐ προσψαύετε τοῖς φορτίοις .
6820667 ἐφθανον
κεχρῆσθαι καί τι βραχὺ κεκονίσθαι πρότερον : ὅσοι δ ' ἔφθανον τὰ τοιαῦτα ποιεῖν , ἐπ ' ὀλίγον μὲν αὐξῆσαι
ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεισαν τοὺς ὄχλους ἵνα αἰτήσωνται τὸν Βαραββᾶν τὸν δὲ Ἰησοῦν ἀπολέσωσιν . ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἡγεμὼν
τὸ τῆς τάξεως πυκνὸν ἐκλύσειαν : μετατάξασθαι γὰρ ἑτέρως οὐκ ἔφθανον . Ῥωμαῖοι δ ' αὐτοῖς οὐ προσεπέλαζον μὲν οὐδ
τῶν δύο ἀπολύσω ὑμῖν ; οἱ δὲ εἶπαν , Τὸν Βαραββᾶν . λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος , Τί οὖν ποιήσω
6820120 διψωδεις
σίελον οὐδ ' ὅλως προχωροῦν αὐτοῖς : εἰσὶ δὲ καὶ διψώδεις καὶ τὰς κνήμας διὰ τὸ πολλάκις προσπταίειν ἀνιάτως ἡλκωμένας
νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθεν λυπούμενος , ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά . Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ,
τὰ περὶ τὸ πρόσωπον καὶ τὴν κεφαλήν . καὶ οὔτε διψώδεις εἰσὶν οὔτε ἁλμυρὸν ἀναπτύουσι . καὶ βλάπτονται μὲν ὑπὸ
καὶ ταῖς προσευχαῖς . Ἐγίνετο δὲ πάσῃ ψυχῇ φόβος , πολλά τε τέρατα καὶ σημεῖα διὰ τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο .
6816743 γανυνται
καὶ αὐτοῦ τὰ δεσμὰ ἄλυτα καὶ ἄρρηκτα παντελῶς καὶ μόνοις γάνυνται οἱ δεδεμένοι . ἀλλὰ δεῦρο , ἔφη , καὶ
οὐχ εὗρεν . εἶπεν δὲ πρὸς τὸν ἀμπελουργόν , Ἰδοὺ τρία ἔτη ἀφ ' οὗ ἔρχομαι ζητῶν καρπὸν ἐν τῇ
ἄμεινον ἐπεί κε πέλοιεν ἀστέρες ὀρφναῖοι θέσιας λελαχόντες ἀγαυάς αἱρεσίεσσι γάνυνται . Καὶ πρὸς τὰ πρόσωπα τοὺς ἀστέρας ἐφάρμοζε ,
οὕτω μέγας . καὶ ἐγένετο ἡ πόλις ἡ μεγάλη εἰς τρία μέρη , καὶ αἱ πόλεις τῶν ἐθνῶν ἔπεσαν .
6814919 ἀνιενται
. Αἱ δὴ τέλειαι ἀρεταὶ δῆλον ὅτι οὔτε ἐπιτείνονται οὔτε ἀνίενται , αἱ μέντοι γε κακίαι καὶ ἐπίτασιν δέχονται καὶ
τῶν γραμματέων εἶπαν ἐν ἑαυτοῖς , Οὗτος βλασφημεῖ . καὶ εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν , Ἱνατί ἐνθυμεῖσθε
αἱ μετ ' αὐτὴν δὲ καθόλου ἂν καὶ προβαῖεν , ἀνίενται τῆς σφοδροτέρας ὁρμῆς . καὶ τὰ μὲν ὀξύτατα πάνυ
ὅτι καλὸς ὁ νόμος ἐάν τις αὐτῷ νομίμως χρῆται , εἰδὼς τοῦτο , ὅτι δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται , ἀνόμοις
6809641 διουρητικοι
αἴτιοι ἐμφράξεων τοῖς σπλάγχνοις γίνονται : τοὐναντίον δὲ οἱ λεπτοὶ διουρητικοί τε ὄντες καὶ λεπτοῦ γεννητικοὶ αἵματος . καὶ αὐστηροὶ
. Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου , ὅ ἐστιν σημεῖον ἐν πάσῃ ἐπιστολῇ : οὕτως γράφω . ἡ χάρις
κηπευτὸϲ καὶ ὁ ἀπὸ τῆϲ βρυωνίαϲ , εὐϲτόμαχοι μὲν καὶ διουρητικοί , ὀλιγότροφοι δέ : πεττόμενοι δὲ μᾶλλον τρέφουϲι τῶν
Φαρισαῖοι καὶ ἤρξαντο συζητεῖν αὐτῷ , ζητοῦντες παρ ' αὐτοῦ σημεῖον ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ , πειράζοντες αὐτόν . καὶ ἀναστενάξας
6790946 κεφαλαλγεες
ἰσχυροὶ καὶ τὰ ἄλλα καὶ τοῖσιν ὀστέοισιν : οἱ δὲ κεφαλαλγέες καὶ ὠτόῤῥυτοι : τουτέοισιν ὑπερῷαι κοῖλαι καὶ ὀδόντες παρηλλαγμένοι
βλέπωσιν τὴν ἀσχημοσύνην αὐτοῦ . καὶ συνήγαγεν αὐτοὺς εἰς τὸν τόπον τὸν καλούμενον Ἑβραϊστὶ Ἁρμαγεδών . Καὶ ὁ ἕβδομος ἐξέχεεν
καρτεραύχενες , ἰσχυροὶ καὶ τἄλλα καὶ ὀστέοισιν : οἱ δὲ κεφαλαλγέες , καὶ ὠτόῤῥυτοι : τουτέοισιν ὑπερῷαι κοῖλαι , καὶ
διαμαρτύρηται αὐτοῖς , ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου . λέγει δὲ Ἀβραάμ , Ἔχουσι
6789992 πελαργοι
καὶ τὸ συρμαΐζειν Αἰγύπτιοι λέγονται μαθεῖν . πέρδικες δὲ καὶ πελαργοὶ τρωθέντες καὶ φάτται τὴν ὀρίγανον , ὡς λόγος ,
τῷ Βαρναβᾷ πρὸς αὐτοὺς ἔταξαν ἀναβαίνειν Παῦλον καὶ Βαρναβᾶν καί τινας ἄλλους ἐξ αὐτῶν πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ πρεσβυτέρους εἰς
: ἐπὶ τῶν τὰς χάριτας ἀνταποδιδόντων . Λέγονται γὰρ οἱ πελαργοὶ γεγηρακότας τοὺς γονεῖς τρέφειν . Ἀνδρὸς γέροντος ἀσταφὶς τὸ
τὸν δῆμον . μὴ εὑρόντες δὲ αὐτοὺς ἔσυρον Ἰάσονα καί τινας ἀδελφοὺς ἐπὶ τοὺς πολιτάρχας , βοῶντες ὅτι Οἱ τὴν
6789122 ἰσχυροτεροι
οὖν αὐτῆς μετρίως πληρουμένων τῶν ἀγγείων , εὐτονώτεροί τε καὶ ἰσχυρότεροι ἑαυτῶν φαίνονται παρὰ τὸ εἰθισμένον : ἐπὶ πλέον δὲ
. Μακάριος ἀνὴρ ὃς ὑπομένει πειρασμόν , ὅτι δόκιμος γενόμενος λήμψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς , ὃν ἐπηγγείλατο τοῖς ἀγαπῶσιν
μέντοι πόδες ἔλεγον τῇ γαστρί ὡς „ ἡμεῖς σοῦ ἐσμεν ἰσχυρότεροι ἅτε δὴ καὶ διαβαστῶντές σε . „ ἡ δὲ
. εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐποικοδόμησεν , μισθὸν λήμψεται : εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται , ζημιωθήσεται ,
6788916 κοιμωνται
ταρρὸς μετέωρόν τι ἰκρίον , ἐφ ' οὗ αἱ ἀλεκτρυονίδες κοιμῶνται . τοιαύτην δή τινα ὑποληπτέον τὴν κρεμάστραν ἐσκευάσθαι .
κατέναντι τοῦ ἱεροῦ ἐπηρώτα αὐτὸν κατ ' ἰδίαν Πέτρος καὶ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης καὶ Ἀνδρέας , Εἰπὸν ἡμῖν πότε ταῦτα
Πρωτέως ἢ Νηρέως , τί ποιοῦσιν οἱ ἰχθύες ἢ πῶς κοιμῶνται ἢ πῶς διαιτῶνται . τοιαῦτα γὰρ συνέγραψεν ὡς εἶναι
φίλε θεοῦ , ἁμαρτωλῶν ἀμετανοήτων θεὸς οὐκ εἰσακούει . Ὁ Ἰάκωβος λέγει πρὸς αὐτόν : Θεολόγε Ἰωάννη , ἀνάγγειλόν μοι
6787646 ἐπιζημιοι
ὑπεξελέσθαι : μενόντων γὰρ ἀνωφελεῖς αἱ τροφαί , ἀλλὰ καὶ ἐπιζήμιοι , ὗλαι γινόμεναι τοῦ πάθους . εἰκότως οὖν ἐκ
ἀπῆλθεν . Καὶ ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ εἰς τὸ πέραν ἐπελάθοντο ἄρτους λαβεῖν . ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς , Ὁρᾶτε
μαρτυρῆται ἐπικερδεῖς ἔσονται αἱ κληρονομίαι , ἐὰν δὲ ὑπὸ κακοποιῶν ἐπιζήμιοι . Δεῖ σε πρωτοτύπως φροντίσαι τὸ ὡροσκοποῦν ζῴδιον εἶναι
δὲ λέγουσιν αὐτῷ , Οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας . ὁ δὲ εἶπεν , Φέρετέ
6783894 θρισσαι
λεγόμεναι χαλκίδες καὶ οἱ τράγοι καὶ αἱ ῥαφίδες καὶ αἱ θρίσσαι ἀχυρώδεις καὶ ἀλιπεῖς καὶ ἄχυλοι . Ἐπίχαρμος δ '
ἃ προσέταξεν Μωϋσῆς , εἰς μαρτύριον αὐτοῖς . ὁ δὲ ἐξελθὼν ἤρξατο κηρύσσειν πολλὰ καὶ διαφημίζειν τὸν λόγον , ὥστε
ὄνοι , βατίδες , ψῆτται , γαλεός , κόκκυξ , θρίσσαι , νάρκαι , ῥίνης τεμάχη , σχαδόνες , βότρυες
δὲ ἀνίπτοις χερσὶν φαγεῖν οὐ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον . Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ
6777118 αὐϲτηροι
. οἴνων οἱ παχεῖϲ ἅμα καὶ δυϲώδειϲ καὶ ἀηδεῖϲ καὶ αὐϲτηροὶ κακόχυμοι , οἷόϲ ἐϲτιν ὁ φαῦλοϲ Βιθυνὸϲ ὁ ἐν
ἐξ ἀνθρώπων ; οἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες ὅτι Ἐὰν εἴπωμεν , Ἐξ οὐρανοῦ , ἐρεῖ , Διὰ τί
: γλεῦκοϲ ὑπάγει . Ὅϲα ἐπέχει γαϲτέρα . Φοίνικεϲ οἱ αὐϲτηροὶ ϲταφίδεϲ αἱ αὐϲτηραὶ ϲυκάμινα βάτινα δαμάϲκηνα ἄγρια προῦμνα μῆλα
φῶς ἐστιν καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία . Ἐὰν εἴπωμεν ὅτι κοινωνίαν ἔχομεν μετ ' αὐτοῦ καὶ ἐν
6775094 λειαι
καὶ αἱ προϲφοραὶ τῆϲ τροφῆϲ ἄδηκτοι καὶ ἄϲτυφοι παντάπαϲι καὶ λεῖαι καὶ ῥοφηματώδειϲ . εἰ δὲ καὶ τὰ ὑποχόνδρια ἐν
καὶ μῆνας ἕξ : καὶ πάλιν προσηύξατο , καὶ ὁ οὐρανὸς ὑετὸν ἔδωκεν καὶ ἡ γῆ ἐβλάστησεν τὸν καρπὸν αὐτῆς
] : Σικυώνι ' , Ἀμβρακίδια , Νοσσίδες ? , λεῖαι , ψιττάκια , κανναβίσκα , Βαυκίδες [ ] ,
εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν : ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθαν , καὶ ἡ θάλασσα
6769168 σπασμωδεες
. Οἱ φρενιτικοὶ βραχυπόται , ψόφου καθαπτόμενοι , τρομώδεες ἢ σπασμώδεες . Τὰ ἐν φρενιτικοῖσι νεανικῶς τρομώδεα , θανάσιμα .
, παντα ὑπομένει , ἡ ἀγάπι οὐδὲ ποτε ἐκπίπτη . Ἰδὲ εἰρήνη Θεὸς ἐστὶν , καθῶς τὸ εὐαγγέλιον λέγει :
δὲ προσημαίνουσιν . Ἐν τοῖσι μακροῖσι κοιλίης ἄλογοι ἐπάρσιες , σπασμώδεες . Τὰ εὐθὺ ταραχώδεα , ἄγρυπνα , ἐπιστάζοντα ἐκ
, παντα ὑπομένει , ἡ ἀγάπι οὐδὲ ποτε ἐκπίπτη . Ἰδὲ εἰρήνη Θεὸς ἐστὶν , καθῶς τὸ εὐαγγέλιον λέγει :

Back