ἐπίψογοι , οἷον ὡς οἱ πεπληρωμένοι καὶ ὅμως ἡδονῆς ἕνεκα μηχανώμενοι , ὅπως πάλιν πίωσιν ἢ φάγωσιν ἢ τὴν δι
ἐκ τίνος λόγου νοσεῖ δόμος ; τί πράσσετ ' ἄκριτα μηχανώμενοι ; Μενέλα ' , ἐπίσχες : μὴ τάχυν '
7618571 ὀδυνωμενοι
ἐστι παρὰ τὸ ἔδω . οἱ γὰρ χολούμενοι πρότερον ἑαυτοὺς ὀδυνώμενοι κατεσθίουσι . Ὠρακίω . παρὰ τὸ αἰκίζεσθαι τὴν ὥραν
τοὺς ἐντυγχάνοντας , ἀλλήλους ἐκτρεπόμενοι , κεντούμενοι τῆς νυκτός , ὀδυνώμενοι μεθ ' ἡμέραν . ἔσωσε μὲν Ἀλέξανδρος τὴν πόλιν
7529448 ἐπεφεροντο
οἱ γὰρ ποιούμενοι τὰς λιτὰς πρὸς τὸ θεῖον ἀεὶ κλάδους ἐπεφέροντο νεωστὶ δρεφθέντας ἐκ δένδρων καὶ θάλλοντας καὶ φύλλων κομῶντας
πολεμικόν , οἱ δ ' ἄνδρες μετὰ πολλῆς βοῆς ἀλλήλοις ἐπεφέροντο . καὶ πρῶτον τὰ δρεπανηφόρα τῶν ἁρμάτων ἀπὸ κράτους
7387818 βασταζοντες
καὶ κραυγῆς μεγάλης καὶ δεήσεως πάντων οἵ τε ἱερεῖς καὶ βαστάζοντες μόλις ἀνέστησάν τε αὐτὴν καὶ τοῖς τῶν φερόντων ὤμοις
φορτίον τοῦτο κτήνους ἐστίν . “ οἱ δὲ λοιποὶ σύνδυο βαστάζοντες τὰ σκεύη κατεγέλων αὐτοῦ . ἐξελθὼν γὰρ εἰς τὴν
7384706 ἐγειροντες
θρύπτοντες , ἀλλὰ εἴ τι τῆς διανοίας κατεαγὸς καὶ κεκλασμένον ἐγείροντες καὶ ὅσον ἐμμελὲς αὐτῆς ἁρμοζόμενοι φύσεως καὶ ἀρετῆς ὀργάνοις
καὶ τρὶς τῆς ἡμέρας ἐποιεῖτο . ἀναγκαίως οὖν τὰς καλύβας ἐγείροντες ἔτεμνον τὰ δένδρα διὰ τὴν αὑτῶν χρείαν , οὐ
7371879 κοντοις
αὐτοὺς ἐξαγκωνίζοντες ἐνεπίμπρασαν , ὕλῃ χρώμενοι πηδαλίοις , οἴαξι , κοντοῖς καὶ ταῖς ἐπὶ τῶν καταστρωμάτων σανίσι . τοῖς δὲ
ἐκεῖ , ἐκεῖσε . ἰφθίμοις : ἰσχυροτάτοις . Δούρασι : κοντοῖς . καταΐγδην : συντόμως . Πέφνουσι : βάλλουσιν .
7329696 ὀρυττοντες
χώρα : οἱ δὲ ἐνοικοῦντες ὄνους ἀλέτας παρὰ τὸν ποταμὸν ὀρύττοντες καὶ ποιοῦντες εἰς Βαβυλῶνα ἦγον καὶ ἐπώλουν καὶ ἀνταγοράζοντες
συγγνώμη , οὐδεμία παραίτησις . Ὑπονομεύοντες : ἀντὶ τοῦ ὑπονόμους ὀρύττοντες Δείναρχος ἐν τῷ κατὰ Καλλίππου . Ὑποστήσας : ἀντὶ
7301916 διεκελευοντο
αὐτοί τε τὸν Ἀριστοκράτην ἔβαλλον οἱ Ἀρκάδες καὶ τοῖς Μεσσηνίοις διεκελεύοντο : οἱ δὲ ἐς τὸν Ἀριστομένην ἀπέβλεπον . καὶ
τὴν ἰσχὺν σφᾶς ὑπολείπουσαν καὶ τὸ πνεῦμα οὐ παραμένον , διεκελεύοντο τοῖς ἀτρῶσι μὴ χείρονας ἢ αὐτοὶ γίνεσθαι μηδὲ ἐς
7298102 εὐκινητοι
ἢ τοῦτο : ὅτι εὐκίνητοί εἰσιν οἱ δάκτυλοι καὶ ὡς εὐκίνητοι τῇ κινήσει θάλπονται : ἢ ὅτι τὰ πέρατα τῶν
προῃρημένων : τούτων γὰρ οὓς μὲν λυθῆναι σημαίνει , ἵνα εὐκίνητοι γένωνται , οὓς δὲ κινεῖ τῆς ἕδρας καὶ ἐξάγει
7294908 τρεφοντες
' ἑαυτοὺς τρέφεσθαι γάλακτι καὶ κρέασι καὶ πολλὰς ἀγέλας κτηνῶν τρέφοντες οὐκ ἐπεδέοντο σίτου : κατασκευάσαντες δ ' οἰκήσεις ἑαυτοῖς
μεγάλην , εἰ πεφθεῖεν , οὕτω βρωθέντες πυροί , καὶ τρέφοντες ἰσχυρῶς τὸ σῶμα καὶ ῥώμην ἐπίσημον παρεχόμενοι τοῖς προσενεγκαμένοις
7286393 αἰροντες
. τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ ὑπέρφρονες , ὑψοῦ τὴν γνώμην αἴροντες . 〛 τοῦτο δὲ διὰ μέσου εἴρηται , καὶ
ὡς τὸ κόσμηθεν . . . . ἀερσίποδες : οἱ αἴροντες εἰς ὕψος τοὺς πόδας : παρὰ τὸ ἀείρω ἀερσίποδες
7278958 εὐαλωτοι
. ἐὰν δὲ μένετε στασιάζοντες καὶ φιλονεικοῦντες , εὐχερῶς ἔσεσθε εὐάλωτοι . ” ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι τοσοῦτον ἰσχυροτέρα
ναυτικὸς στρατὸς κακωθείς ] τῶν ναυτικῶν φθαρέντων οἱ ἐν Ψυτταλείᾳ εὐάλωτοι γεγένηνται . ἀρωγῆς ] τῆς ἀπολομένης . οὐδέ τις
7215176 κατεργαζομενοι
τῶν ὀστῶν τούς τε χόνδρους καὶ τὰ ἄκρα τῶν πλευρῶν κατεργαζόμενοι τὴν ἔνδειαν , εἰ καὶ χαλεπῶς , ὅμως παραμυθοῦνται
κλώθεσθαι ἔνθεν κἀκεῖθεν . ὀδόντες λέγονται οἱ διαιροῦντες τροφὴν καὶ κατεργαζόμενοι αὐτήν : συνεργοῦσι δὲ καὶ τῇ διαρθρώσει τῆς φωνῆς
7208956 σηπονται
οὐδέποτε ῥήγνυνται , καθάπερ ἐλάα καὶ δρῦς , ἀλλὰ πρότερον σήπονται καὶ ἄλλως ἀπαυδῶσιν . ἰσχυρὸν δὲ καὶ ὁ φοῖνιξ
λίπος αὐτοῖς ὑπάρχει πολὺ πλέον ἢ τοῖς ἄλλοις , καὶ σήπονται ταχέως . καὶ παρὰ τὰς ἐπιχωρίους δὲ τροφὰς ἀμείνους
7206530 διεσπων
αὐτὰ καὶ στρατηγῶν τῶν ἀγόντων ἀγκυρῶν τε ἐπελαμβάνοντο καὶ καλῴδια διέσπων καὶ ναύταις συνεπλέκοντο καὶ τὸν πλοῦν ἐκώλυον . εἰσὶ
χαρακώματος οἱ Ῥωμαῖοι , τὰς ἀσπίδας σφῶν ὑπερσχόντες , ἤδη διέσπων , καὶ οἱ βάρβαροι καταθορόντες ἀπὸ τοῦ χαρακώματος εἴσω
7204879 βιαιοτατῃ
ἀρυτομένους αὐτοὺς ὑπεκδύντες τῶν φρυγάνων καὶ τῇ ὄχθῃ προσαναπηδήσαντες ἁρπαγῇ βιαιοτάτῃ συλλαβόντες ἔχουσι δεῖπνον . κακίας δὴ καὶ πανουργίας κροκοδείλων
ἴσως δὲ καὶ συνεχείαις νεφῶν καὶ πυκνότησιν ἀδιαστάτοις καὶ πιλήσει βιαιοτάτῃ τῆς τῶν ἀκτίνων φορᾶς ἀνακοπείσης , ὡς ἀδιαφορεῖν ἡμέραν
7193158 ἀγελαιοι
: ῥύαξ , στεφάνη , πύργος : ῥυάδες , οἱ ἀγελαῖοι καὶ παντοδαποὶ ἰχθύες : ῥύδην : ῥευστικῶς , δαψιλῶς
ὦσιν ἀξιόλογοι καὶ ἐπιστήμονες : ἐὰν γὰρ ὦσιν εἰκαιολόγοι καὶ ἀγελαῖοι , οὐ ποιοῦσιν οὐδὲ τέχνην οὐδὲ ἐπιστήμην . πρὸς
7182928 λυμαινονται
, οἳ ἐπὶ πολὺν ἤδη χρόνον συνεργοῦντές τισι τῶν ῥητόρων λυμαίνονται τὴν πολιτείαν , μήτε τὰς τῶν ξένων δεήσεις ,
μύες παραχρῆμα τίκτονται . οὐκοῦν κατὰ τὰς ἀρούρας πλανώμενοι οὗτοι λυμαίνονται τοῖς ληίοις ὑποτέμνοντες τοὺς στάχυς καὶ ὑποκείροντες , ἤδη
7180977 διεσπασμενως
ἰαμβικὸν ἀκατάληκτον . 〛 Εὐριπίδης ὁμοίως τὰ Αἰσχύλου χορικὰ μέλη διεσπασμένως λέγει ἐξ ἄλλων καὶ ἄλλων δραμάτων . 〚 τοῦτο
καὶ οἱ ἐτησίαι οὐ κάρτα ἔπνευσαν , καὶ οἱ πνεύσαντες διεσπασμένως . Τοῦ θέρεος καῦσοι ἐπεδήμησαν πολλοί : ἦσαν δὲ
7174147 ὑπορρεοντες
οἱ μὲν οὖν ἀτενεῖς περιττότερα ἤθη ἐμφαίνουσιν , οἱ δὲ ὑπορρέοντες δολερώτερα , εἰ μέντοι ὑπορρέοιεν ἀμαυρότητι , μωρότερα σημαίνουσι
ἃς οἰκείων καὶ συγγενῶν ὅμιλοι μεγάλοι καὶ πολυάνθρωποι κατὰ μικρὸν ὑπορρέοντες ἀψοφητὶ ταχέως ἐξεφθάρησαν . εἰς ἅπερ , οἶμαι ,
7171569 ἀγρευουσι
εἶτα εἰς τὴν χεῖρα τὸν ἀφρὸν , καὶ οὕτως εὐχερῶς ἀγρεύουσι . καὶ ἐπὶ τῶν ἀλογίστων ἀνδρῶν τοῦτο εἰς παροιμίαν
ἢ ἀπειρεσίῃσι περιπληθὴς ἀγέλῃσι ταῖς τῶν ἰχθύων , ἐπειδὴ αὐτὰς ἀγρεύουσι πάντες καὶ ἐσθίουσιν ὡς ἀσθενεῖς . περιπληθής : πληρουμένη
7140499 μεταλλευοντες
ὑπορύξεσι τῶν τειχῶν λαθραίοις χρᾶσθαι καθάπερ καὶ νῦν χρῶνται οἱ μεταλλεύοντες : ἐὰν δὲ ἀντιμεταλλευόντων τῶν ἔνδοθεν συντρηθῇ ἢ εἰς
ταῦτα σπουδάζοντες ὀδυνώμενοι μετίωσι τὴν κτῆσιν , καὶ οὐχ οἱ μεταλλεύοντες μόνον , ἀλλὰ καὶ οἱ τὰ μεταλλευθέντα συναγείροντες μυρίοις
7136108 ἐφθανον
κεχρῆσθαι καί τι βραχὺ κεκονίσθαι πρότερον : ὅσοι δ ' ἔφθανον τὰ τοιαῦτα ποιεῖν , ἐπ ' ὀλίγον μὲν αὐξῆσαι
τὸ τῆς τάξεως πυκνὸν ἐκλύσειαν : μετατάξασθαι γὰρ ἑτέρως οὐκ ἔφθανον . Ῥωμαῖοι δ ' αὐτοῖς οὐ προσεπέλαζον μὲν οὐδ
7132358 ἐμεσαντες
τούτοισιν ἦν . Οὗτοι , ἐκ θωρήξιος ἢ ἐμέτου χρηστῶς ἐμέσαντες , ᾤδεον . Ὁ δὲ κατὰ Μηδοσάδεω , ᾧ
, καί ποτε μὲν μάτην σπαράττονται , ἔστι δὲ ὅτε ἐμέσαντες ὀλίγα τῶν συρρευσάντων εἰς τὴν γαστέρα χολωδῶν ἢ φλέγμα
7122108 πελαργοι
καὶ τὸ συρμαΐζειν Αἰγύπτιοι λέγονται μαθεῖν . πέρδικες δὲ καὶ πελαργοὶ τρωθέντες καὶ φάτται τὴν ὀρίγανον , ὡς λόγος ,
: ἐπὶ τῶν τὰς χάριτας ἀνταποδιδόντων . Λέγονται γὰρ οἱ πελαργοὶ γεγηρακότας τοὺς γονεῖς τρέφειν . Ἀνδρὸς γέροντος ἀσταφὶς τὸ
7114992 ἐκκρεμεις
τὸν δὲ ἀνεψιὸν ἀδελφιδῆν . : ἐπτοημένοι ] Ἠσθενηκότες : ἐκκρεμεῖς ὑπάρχοντες ἐν τῷ καιρῷ τῆς συνουσίας . . :
. γαστέρες μεγάλαι σαρκώδεις , εἰ μὲν μαλθακαὶ εἶεν καὶ ἐκκρεμεῖς , ἀναισθησίαν , οἰνοφλυγίαν , ἀκολασίαν , εἰ δὲ
7096683 φορουμενοι
γὰρ καὶ εὐκρασίαν περιποιοῦσι τοῖς τόποις καὶ πρὸς τὸ παθεῖν φορούμενοι κωλύουσιν ἁλίσκεσθαι τῇ διαθέσει τοὺς λιθιῶντας συνεχῶς . εἰ
θ φορούμενοι ] φερόμενοι . θ φορούμενοι ] ἀγόμενοι . φορούμενοι ] κινούμενοι , περιαγόμενοι . σέσωσται ] ἐσώθη .
7068102 φυλαττομενοι
ἐξάπτονται φλόγες ἀπ ' αὐτοῦ . οἱ μὲν οὖν ἔμπειροι φυλαττόμενοι τὸν ξυλισμὸν ποιοῦνται , τοῖς δὲ πολλοῖς κίνδυνός ἐστι
ἀνατείναντεϲ , ὡϲ εἴρηται , πτερυγοτόμῳ τὸ ὅλον ἀποδέρουϲι πτερύγιον φυλαττόμενοι τοῦ κερατοειδοῦϲ ἅψαϲθαι χιτῶνοϲ . μετὰ δὲ τὴν χειρουργίαν
7043624 ἐλυπουν
ὃ δὲ τὰς Φαμέου μάλιστα ἐνέδρας , αἳ πολλὰ Ῥωμαίους ἐλύπουν , ἐρευνώμενος ἀνέστελλεν . ἐν δέ τινι χειμασίᾳ Σκιπίων
παρὰ τὰ ἔθη τῆς πολιτείας καὶ ἀργύριον ἀπαιτοῦντες τοὺς πολίτας ἐλύπουν , ἀρχήν τινα δουλείας τοῦτο νομίζοντας . Οἱ δὲ
7031341 διεφθειροντο
δι ' ἐπιχρίσεως ἔξωθεν οὔτε διὰ πόσεως : ἀλλὰ πάντες διεφθείροντο τῇ χρείᾳ τῶν φαρμάκων , πρὶν ἂν ἐγὼ ἔδειξα
ἅμα ἀκράτου ἐπιπιπτούσης οἱ πολλοὶ ὕστερον δι ' αὐτὴν ἀσθενείᾳ διεφθείροντο . διεξῄει γὰρ διὰ παντὸς τοῦ σώματος ἄνωθεν ἀρξάμενον
7026354 ἡσυχαζουσιν
ἕσπερος : κατά . Γλαφυρόν : βαθύτατον . Ἀτρεμέουσιν : ἡσυχάζουσιν . ἀείδελον : ἀφανῆ . Ῥιπῆς τριγλώχινος : τῆς
σφᾶς τὴν αἰτίαν : εἶτα ἐκπλαγέντες ἢ πρός τινι πέτρᾳ ἡσυχάζουσιν ἀθρόοι παλλόμενοι τῷ δέει ἢ ἐς τὴν ᾐόνα ἐκπίπτουσιν
7017526 γυμνοι
πρὸς τὸ ἔθος : οἱ γὰρ εἰσιόντες ἐπὶ τὸ ἐρευνῆσαι γυμνοὶ εἰσίεσαν , ἵνα μή τι ὑπὸ τὰ ἱμάτια κρύψωσιν
πεπορισμένοις ἐξ ἑτοίμου , τοῖς δὲ προτέροις οὐδεμία ἀσφάλεια : γυμνοὶ γὰρ πρὸς ὡπλισμένους τίνες ἂν ἰσοκρατῶς ἀπομάχεσθαι δυνηθεῖεν ,
7013642 κοπτουσιν
γὰρ τὸ τὴν δυσχέρειαν παρέχον δυσκατέργαστον ὄν , μετὰ ταῦτα κόπτουσιν ἐν τῷ ὅλμῳ καὶ διαττήσαντες λεπτὰ ἐπιπάττοντες ἐφ '
τρόπον , οἷον ἐπὶ τῶν γαμούντων ὅτι σήσαμον ἢ κριθὰς κόπτουσιν οἰωνιζόμενοι , ἐπεὶ πολύγονά ἐστι . κατ ' ἐναντίον
6999288 προσφερομενοι
πρὸς μέντοι γε τὴν πρώτην εἰσαγωγὴν τῆς ἀστρολογίας οὐδὲν ἀποτέλεσμα προσφερόμενοι οὐ καταγράφονται ἐν τῇ σφαίρᾳ . Οἱ δὲ ε
ἴσου ὁμιλοῦντες : τὴν ἴσην ἡμῖν δίαιταν διδόντες . ʃ προσφερόμενοι οἴσειν : ἐνεγκεῖν πρὸς τὸ πλέον : τὸ πλεῖον
6997548 ἐξεθεον
χειροποίητα ἦν , ἱδρύονται , τὰ δ ' ὅπλα ἀναλαβόντες ἐξέθεον τῶν ἄλλων συμμάχων προθυμότερον ὡς ἢ μόνοι πολεμήσοντες ἢ
χεῖρας , οὔτε σφίσιν οἱ πεζοὶ τοσοῦτο ἀπὸ τῆς τάξεως ἐξέθεον ὥστε τὴν φάλαγγα ἐπιταράσσειν τὴν οἰκείαν καὶ οἱ ψιλοὶ
6993568 πιεζοντες
] περιτιθέντες ἐπιδέσμοις ἀραιοῖς ἄνωθεν κατειλοῦμεν , πρὸς δύναμιν πάλιν πιέζοντες . πάντων δὲ κατειληθέντων , ἐκ διαλειμμάτων ἅπτεσθαι δεῖ
τῶν ὤμων κρεμάμενοι ἢ καὶ ἄλλο τι τοῦ σώματος σφόδρα πιέζοντες δύσφοροι καὶ χαλεποὶ γίγνονται : οἱ δὲ ἁρμόττοντες ,
6988555 γυμναζομενοι
βιοῦντες , εἰ μὴ γυμνάζοιντο , σπανίως ψυχροῦ δεήσονται , γυμναζόμενοι δέ , ἡνίκα ἂν μέσου θέρους καυσωθῶσι , πηγαῖον
πρὸς τὸ κακόν , ἄλλοις ἐξ ἐθισμοῦ τινος , οἷον γυμναζόμενοι ἐκ παίδων τοὺς ἄρρενας γαμεῖν , οὗτοι ἐθίζουσι τοῦτο
6984885 ὀλεθριοι
διὰ ταχέων περικαέες , νωθροὶ , κωματώδεες , σπασμώδεες , ὀλέθριοι . Οἱ κωματώδεες ὕπνοι , καὶ αἱ καταψύξιες ,
χρόνοις ἢ καὶ τὰ γένη μεταβάλλουσαι φοβεραί τέ εἰσι καὶ ὀλέθριοι . ἔν γε μὴν ταῖς πορείαις τοὺς μὲν εὐμήκη
6977178 περιθεοντες
δεδιότες ἀνδρῶν ἠσκημένων ἐμπειρίαν τε καὶ πυκνότητα καὶ ἀπόγνωσιν , περιθέοντες δὲ ἐσηκόντιζόν τε καὶ ἐσετόξευον : καὶ οὐδὲν ἦν
ἐπιστήσας τῇ πόλει διενυκτέρευεν αὐτός τε καὶ ὁ Πομπήιος , περιθέοντες ἑκάστους , ἵνα μή τι δεινὸν ἢ παρὰ τῶν
6972014 νοσησαντες
εὐανάσφαλτοι , οἱ διαπνεόμενοι κακῶς πρὶν ἢ νοσέειν ἰσχυρότεροι , νοσήσαντες δὲ δυσανάσφαλτοι : ταῦτα δὲ καὶ ὅλῳ καὶ μέρει
τῶν αὐτομάτως ἀποθανόντων . εἰκότως : ἀποθνῄσκουσι μὲν γὰρ ἢ νοσήσαντες ἢ γηράσαντες ὥστε ἠσθενηκότες , τῶν δὲ σφαγέντων ἡ
6964508 δυσπεπτοι
καὶ ἡ τῶν ὠτίδων . αἱ κοιλίαι πᾶσαι τῶν πτηνῶν δύσπεπτοι : ψευδῶς γὰρ ἐπαινοῦσιν ἔνιοι τὴν τοῦ στρουθοκαμήλου καὶ
οἱ δὲ πυρῆνες πασέων στάσιμοι . Σίκυοι ὠμοὶ ψυχροὶ καὶ δύσπεπτοι : οἱ δὲ πέπονες οὐρέονται καὶ διαχωρέονται , φυσώδεες
6950934 γυροι
Ἡρακλῆς : γυναιμανές : γυπῶσαι , πληρῶσαι : γυπαρία : γῦροι , βόθροι : γυρῖνος , ἡ μήπω πόδας ἔχουσα
περίβολοι καὶ φραγμοὶ καὶ σκόλοπες καὶ οἱ περὶ τοὺς ὅρους γῦροι τοῖς μὲν φοβουμένοις ἀσφαλείας εἰσὶ σημαντικοί , πρὸς δὲ
6950470 ἐπαφιασι
, ὅπου περ ἐξέσται τῇ νύμφῃ περιτυχεῖν , οὐ μὴν ἐπαφιᾶσι τῇ ἐρωμένῃ θᾶττον , ἀλλ ' ἐπέχουσι σπεύδοντα ,
ἀσπόρους ἐπὶ δύο ἔτη , καὶ ὅταν ἀναβλαστήσῃ τὰ πρόβατα ἐπαφιᾶσι πολλάκις , ἕως ἂν ἐκνεμηθῶσι , καὶ αὕτη γίνεται
6946785 προαγορευουσιν
καὶ νόσου διὰ τὸ καθεκτικόν . δούλοις δὲ πίστεις μεγάλας προαγορεύουσιν , ὧν ἀχώριστοι ἔσονται : καὶ γάμον ἀγάμοις καὶ
, καὶ τὰς κεφαλὰς πρὸς βοῤῥᾶν τείνῃ , χειμῶνα μέγαν προαγορεύουσιν . Κάλλιον προγινώσκειν , πότερον πρώϊμον τὸ ἔτος ἢ
6934361 συνεργουντες
μὲν φιλικά : δέονταί τε γὰρ ἀλλήλων καὶ ἐλεοῦσι καὶ συνεργοῦντες ὠφελοῦσι καὶ τοῦτο συνιέντες χάριν ἔχουσιν ἀλλήλοις : τὰ
λοξὴν ἀπάγοντες εἰς τὸ πλάγιον , οἱ λοιποὶ δὲ δύο συνεργοῦντες τῇδε καὶ τὴν γινομένην ἐκ ταύτης τῆς κινήσεως τοῖς
6933709 κατετεμνον
σωτηρίας οὐδ ' ἡτισοῦν ἐλπίς . καὶ τέλος οἱ ἰατροὶ κατέτεμνον ἐκ τοῦ στήθους ἀρξάμενοι πάντα ἑξῆς ἄχρι πρὸς τὴν
πάντα θεόν . ταύτῃ οὖν τὰς τελετὰς ποιοῦντες οἱ Φρύγες κατέτεμνον ἑαυτοὺς μαχαίραις , οὐκ ἀποκτεῖναι θέλοντες , ἀλλὰ μόνον
6930066 ἠμυνοντο
ἐντὸς τῶν τειχῶν ἐγκαθείρξαντες ἔπειτα ἐπάλξεσι καὶ πύργοις καὶ βέλεσιν ἠμύνοντο , ὅπως μὴ εἰσίοι ἔξωθεν παρ ' αὐτούς ,
οἱ δὲ μὴ ἐνδοῦναι : ῥᾷον δ ' οἱ Λακεδαιμόνιοι ἠμύνοντο ἢ ἐν τῷ πρίν , οὐκ οὔσης σφῶν τῆς
6927371 ἐκτρεπονται
φῦσα διέλθῃ ἐπὶ τῇ τελευτῇ τοῦ διαχωρήματος . Ἕδραι δὲ ἐκτρέπονται , ἀνδράσι μὲν οὓς ἂν διάῤῥοια λάβῃ ἔχοντας αἱμοῤῥοΐδας
, οἳ δὲ ὥσπερ οὖν σύνθημα στρατιῶται λαβόντες εἶτα μέντοι ἐκτρέπονται ἐς τὰ τῶν ὀρῶν ἄγκη καὶ δάση ἢ τῶν
6927276 παρεμενον
χειμῶνα περὶ ἡλίου τροπὰς χειμερινὰς , καὶ μέχρις ἰσημερίης , παρέμενον μὲν καὶ οἱ καῦσοι καὶ τὰ φρενιτικὰ , καὶ
Ὁμηρικόν : οὐ γάρ τις πρῆξις πέλεται . ἐλίνυον : παρέμενον . δαιμόνιοι : τεχνικῶς καὶ συνετῶς οὐχ ἕνα τινὰ
6925659 ἀλκιμωτατοι
γεωργοῖς θάνατον τὸ πρόστιμον τεθείκασι . τῶν δ ' Ἰβήρων ἀλκιμώτατοι μέν εἰσιν οἱ καλούμενοι Λυσιτανοί , φοροῦσι δ '
ἐξέθεον οἱ ἱππόται : εἵποντο δὲ καὶ τῶν πεζῶν ὁπόσοι ἀλκιμώτατοι καὶ ποδώκεις : καὶ ἅπαντες ἀφειδῶς ἐνέκειντο , ὡς
6920837 περιαφθεντες
ὄνυχες αὐτοῦ περιαπτόμενοι τριταῖον ψῦχος καὶ καθημερινὸν ἰῶνται ἐν ῥάκει περιαφθέντες . ἡ δὲ καρδία αὐτοῦ ἐν ῥάκει περιαφθεῖσα καὶ
λοπάδων κοιλίαν σκληρὰν γεναμένην μαλάσσει καὶ ἁπαλύνει . Κήρυκες θαλάττιοι περιαφθέντες ὀδύνας μαστῶν παύουσι . τὸ δὲ ὄστρακον αὐτῶν ξηραντικῆς
6917218 ἐπικρατουντες
, κατὰ τοῦτο ἀμύνοντες τοῖς βιαζομένοις αὑτῶν ἀνεῖργον τοὺς Μεσσηνίους ἐπικρατοῦντες τῷ πλήθει . οἱ δὲ ὁπότε ἀνακοπεῖεν , κατ
γνώμῃ συστρέψαντες ἑαυτοὺς νέοι καὶ βίαιοι καὶ πλήθει τῶν ἑτέρων ἐπικρατοῦντες καὶ τότε ἀντέπραττον καὶ πολλῇ καταβοῇ ἐχρῶντο , τὴν
6915738 δυσπνοοι
τά τε ἄλλα σημεῖα ἔχουσιν ἀσφαλέστατα : οἱ δὲ ἀπολούμενοι δύσπνοοι γίγνονται , ἀλλοφάσσοντες , ἀγρυπνέοντες , τά τε ἄλλα
, ἀγρύπνῳ , ἐξερύθρῳ χρώματι λυομένους ἐλπὶς ἐκμανῆναι . Ἢν δύσπνοοι ἔωσι , πρὸς τὸ ἐκχλοιοῦσθαι εὔπνοον ἄσιτόν τε ,
6912516 δαπανωμενοι
τὰς αὐτὰς αἰτίας : ἢ γὰρ τῇ δριμύτητι τῆς ὕλης δαπανώμενοι συμπίπτουσιν οἱ κρόταφοι ἢ διὰ τὴν ἄκραν ψῦξιν .
φιλοχρημάτους εἶναι , οὐκ ὀρθῶς γιγνώσκοντες : οἱ γὰρ μεγάλα δαπανώμενοι πολλῶν δεόμενοι αἰσχροκερδέστατοί εἰσιν . Αἴσχιστον δὲ φανήσεσθε ποιοῦντες
6910068 κτενων
ἀφορμῆς δὲ λαβόμενος καὶ ἐμπορευσάμενος βίον ἐκτήσατο . τῶν δὲ κτενῶν ἁπαλώτεροι οἱ λευκοί : ἄβρομοι , εὐκοίλιοι . τῶν
δυομένη καθ ' ὥραν . Ἔχει δὲ ἀστέρας ἐπὶ τῶν κτενῶν ἑκατέρων αʹ , ἐφ ' ἑκατέρου πήχεως ἀκρωτῆρι ὁμοίως
6909449 δακνομενοι
οἱ δὲ καλούμενοι Ψυλλαεῖς οὐδ ' ὑπὸ ὄφεων ἢ ἀσπίδων δακνόμενοι βλάπτονται , οἱ δὲ Τεντυρῖται τῶν Αἰγυπτίων οὐ βλάπτονται
φιλοσοφίας λόγων , ὥσπερ ὀφθαλμοὶ μέλιτος : ἔπειτα οἶμαι καὶ δακνόμενοι δυσχερανεῖτε καὶ φήσετε ἴσως οὐδαμῶς φιλοσοφίαν εἶναι τὸ τοιοῦτον
6908968 θλιβουσι
μελίκρατον ἐγχυματιζόμενον καὶ τότε πολὺ μᾶλλον , ἡνίκα καὶ λῆμαι θλίβουσι τὸ ὄμμα τικτόμεναι : οὐδὲν γὰρ οὕτως ἀπολεπτύνει καὶ
ὀλίγον παρέχουσι τὸ γάλα , καὶ αἱ μὲν μεγάλαι θηλαὶ θλίβουσι τὰ οὖλα καὶ κωλύουσι τὴν γλῶτταν συνεργεῖν τῇ καταπόσει
6908485 λεπτοι
, καὶ εἰρεσίης μνώοντο . Ἀπροφάτως δ ' ἀπὸ γῆς λεπτοὶ λύοντο κάλωες πείσματα δ ' ἡπλώθη : κραιπνὸν δ
δὲ λεπτοὶ οὐρέονται μᾶλλον : καὶ οἱ λευκοὶ καὶ οἱ λεπτοὶ γλυκέες οὐρέονται μᾶλλον ἢ διαχωρέουσι , καὶ ψύχουσι μὲν
6908237 διαγοντες
σωζομένων γινόμενα . ἵν ' οὖν μὴ ὥσπερ ἐν σκοτομήνῃ διάγοντες ἀλλην ἄλλως δοκῶμεν ταῦτα λέγειν , φέρε τῷ τῆς
, αἰδήμονες , μυστικοί , πολυμέριμνοι , ποικίλως τὸν βίον διάγοντες , ἀλλοτρίων χειρισταί , πιστικοί , ἀγαθοὶ οἰκονόμοι ,
6906791 ῥιπτουσι
λοφώδεις ποιοῦντος , ὑπορύττοντες ταύτας ὑποικοῦσι : τοὺς δὲ νεκροὺς ῥίπτουσι τροφὴν τοῖς ἰχθύσιν , ἀναλαμβανομένους ὑπὸ τῶν πλημμυρίδων .
. Γαμοῦσιν ὡς πάντες , τεκνογονοῦσιν : ἀλλ ' οὐ ῥίπτουσι τὰ γεννώμενα . Τράπεζαν κοινὴν παρατίθενται , ἀλλ '
6901935 φιλονεικοι
Λοκρῶν καὶ τῶν ἑξῆς παραπαίοντα συνεστήσαμεν , δυσέριδες γίνονται καὶ φιλόνεικοι καὶ δυσμετάθετοι , καὶ σχεδὸν ὡς ἐπὸς εἰπεῖν οἱ
ἐν δὲ πράξεσίν εἰσι μεγαλόψυχοι , ἐρωτικοί , ἀνδρεῖοι , φιλόνεικοι , ἅρπαγες , κλέπται , λῃσταί , στρατιῶται καὶ
6897225 καθευδοντες
Ἀνύτῳ , ῥᾳδίως ἂν ἀποκτείναιτε , εἶτα τὸν λοιπὸν βίον καθεύδοντες διατελοῖτε ἄν , εἰ μή τινα ἄλλον ὁ θεὸς
οἱ δὲ θεοί , ὅτι ποτὲ καὶ δειπνοῦντες συνελαμβανόμεθα καὶ καθεύδοντες καὶ ἀγοράζοντες , οἱ δὲ καὶ οὐχ ὅπως ἀδικοῦντες
6895370 δεδεμενοι
τὰ μαντεύματα : ὑπὸ ζυγὸν ὁ θάλαμος , καὶ κάλω δεδεμένοι . ἀλλὰ καὶ πηδάλιον τοῦ θαλάμου πλησίον : ἰδοὺ
ξυστρατευόμενοι τοῖς Πέρσαις καὶ τότε ἐν Μακεδονίᾳ ξὺν τοῖς δισχιλίοις δεδεμένοι ἦσαν : καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἄπρακτοι ἐν τῷ τότε
6884128 καρτερικοι
] δουλικόν . Ἑλλάδι ] τῇ . ἄκμονες ] * καρτερικοί , ἐκ μεταφορᾶς τοῦ ἄκμονος . ἀκοντισταὶ ] ἀκόντια
αὐτῶν κινούμενοι μαλακοί . τὰ πλεῖστα δὲ οἱ ἄνθρωποι οὔτε καρτερικοί εἰσιν οὔτε μαλακοί , ἀλλὰ μεταξύ , εἰ καὶ
6882898 ἀλιτηριοι
. * . Ἀλιτήριος : ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ἄδικος . ἀλιτήριοι δὲ ἐντεῦθεν ἐκαλοῦντο . λιμὸς κατέλαβέν ποτε τοὺς Ἀθηναίους
καὶ ἀνοσίων τρόπων καθαρεύουσιν . Ὅσοι δέ εἰσιν αὐτοί τε ἀλιτήριοι , καὶ ἀθέσμως καὶ ἀτάκτως ἐπιπηδῶσι τοῖς θείοις ,
6882802 ἐπιτηδευουσι
. Πενίῃ σοφίη ἔλαχεν : ἐπειδὴ οἱ πένητες πολλὰς τέχνας ἐπιτηδεύουσι . Πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται : ἐπὶ τῶν πανούργων
ἔλθῃς , καὶ γνώσει , οἷόν ἐστι καὶ τίνες αὐτὸ ἐπιτηδεύουσι . Τοῦτό μοι ὕστερον ἂν ἐγκαλῇς , τί ἕξω
6882399 στιπτοι
” . Γ ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἐσθήσεων εἴρηται τὸ “ στιπτοί ” , αἵτινες ὑφανθεῖσαι εἰς πυκνότητα συνάπτονται . ἢ
γὰρ ἐν τῷ πλύνεσθαι τὰ ἱμάτια συμπεπιλημένα πλέον γίγνεται . στιπτοί ] πυκνοί . πρίνινοι ] σκληροί , ἰσχυροί .
6870747 κατεπιπτον
, ἀνεπήδων ἐπὶ τοὺς κρημνοὺς ἀφειδῶς καὶ βιαίως , εἶτα κατέπιπτον καὶ αὖθις ἀνεπήδων . Ῥωμαῖοι δὲ οἱ ἑκατέρωθεν ,
αὐτῷ . σκεύεσιν : ὅπλοις . ἐμπαλασσόμενοι κατέρρεον : ἐμπλεκόμενοι κατέπιπτον ʃ ἑτοίμως ἔπιπτον . καὶ περιμάχητον ἦν τοῖς πολλοῖς
6869722 καταφρονουντες
γυμνάσμασιν ἐπὶ τοὺς ἱεροὺς ὄντως ἀλειφομένων ἀγῶνας , οἳ σωμασκίας καταφρονοῦντες τὴν ἐν τῇ ψυχῇ κατασκευάζουσιν εὐεξίαν ἐφιέμενοι τῆς κατὰ
γίνεσθαι δι ' ὅτου δὴ τὸ κοινῇ συμφέρον ; Ἀλλήλων καταφρονοῦντες ἀλλήλοις ἀρεσκεύονται καὶ ἀλλήλων ὑπερέχειν θέλοντες ἀλλήλοις ὑποκατακλίνονται .
6858738 θεραπευουσιν
δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ βασκανίας ἀπελαύνουσιν . συνεχῶς δὲ ἐσθιόμενοι ἐπιληπτικοὺς θεραπεύουσιν . Ἵππουρος ἰχθὺς ὃν ἔνιοι ἄνθρωποι κορυφαῖον καλοῦσι .
; Ἥνπερ , ὦ Σώκρατες , οἱ δοῦλοι τοὺς δεσπότας θεραπεύουσιν . Μανθάνω : ὑπηρετική τις ἄν , ὡς ἔοικεν
6857867 οὐρεονται
. Σίκυοι ὠμοὶ ψυχροὶ καὶ δύσπεπτοι : οἱ δὲ πέπονες οὐρέονται καὶ διαχωρέονται , φυσώδεες δέ . Βότρυες θερμοὶ καὶ
οὐρέονται μᾶλλον : καὶ οἱ λευκοὶ καὶ οἱ λεπτοὶ γλυκέες οὐρέονται μᾶλλον ἢ διαχωρέουσι , καὶ ψύχουσι μὲν καὶ ἰσχναίνουσι
6852354 φορουντες
οὖν εἷς ὀλισθῇ , πολλῶν ὁμοῦ πορευομένων , οἱ λοιποὶ φοροῦντες ὕλην καὶ λίθους ἐμβάλλουσιν , ἀναπληροῦντες τὴν κοιλότητα τοῦ
ἤδη γὰρ ἔγνωμεν ὡς ὅτι ἐν ταῖς πομπαῖς προσωπεῖά τινες φοροῦντες ἀπέσκωπτον τοὺς ἄλλους , ὡς ἐν ἑορτῇ παίζοντες ,
6850379 βαρεις
. τούτοις ἀναλογεῖ καὶ ὁ ῥόμβος . θυννὶς καὶ θύννος βαρεῖς καὶ πολύτροφοι . ὁ ἀκαρνὰν γλυκὺς καὶ παραστύφων ,
ἀλλὰ τὸ βραχὺ τῆς Ποσειδῶνος ὀργῆς λείψανον , ὃν οἱ βαρεῖς χειμῶνες ἐπὶ τὸν Φαιάκων ἔλεον ἐξεκύμηναν . Ἃ δὴ
6845014 λανθανουσιν
σφισιν ὁ Φιλίππου μηδαμῶς ἐλπίσασιν αὐτός τε καὶ ἡ στρατιὰ λανθάνουσιν ἐσελθόντες ἐς τὴν πόλιν . καὶ Ἀριστομένους δὲ μνῆμά
διὰ τὴν ταπεινότητα τῆς χώρας οὐ δυνάμενοι προιδέσθαι τὴν γῆν λανθάνουσιν ἑαυτοὺς ἐκπίπτοντες οἱ μὲν εἰς ἑλώδεις καὶ λιμνάζοντας τόπους
6843468 φαγωσιν
εἶπέ τις αὐτῷ τῶν ἐμπείρων ὅτι σαφῶς βουλιμιῶσι κἄν τι φάγωσιν ἀναστήσονται , περιιὼν περὶ τὰ ὑποζύγια , εἴ πού
οὖν νομεῖς τὸν ἀπόπατον ἐξάπτουσιν ἐκ δένδρων , εἶτα ἐπειδὰν φάγωσιν αἱ πορδάλεις τὸ ἀκόνιτον καὶ ὁρμήσωσιν ἐπὶ τὴν κόπρον
6837646 δυσοικονομητοι
φοινίκων ἐγκέφαλοι πλήσμιοι καὶ πολύτροφοι , ἔτι δὲ βαρεῖς καὶ δυσοικονόμητοι διψώδεις τε καὶ στατικοὶ κοιλίας . ἡμεῖς δέ ,
, ὀλιγότροφοι , οἱ δὲ πελάγιοι δυσφθαρτότεροι , πολύτροφοι , δυσοικονόμητοι . καὶ τῶν πετραίων ὁ φύκης καὶ ἡ φυκίς
6830191 διψωντες
δὲ προσεχώρουν , ἅτε μελισσῶν σμήνη , τοῦ ἡμετέρου λίαν διψῶντες αἵματος καὶ πάντας ἄρδην καταπιεῖν γλιχόμενοι . Τῇ πόλει
γῆς . διαλέγονται δὲ ἀεὶ περὶ χρημάτων , ὥσπερ οἱ διψῶντες περὶ πηγῶν . μακαρίζουσιν οὐ Νέστορα , οὐκ Ἀργανθώνιον
6823822 ἱπποται
μὲν οὖν μαχηταὶ πάντες τῇ φύσει , κρείττους δ ' ἱππόται ἢ πεζοί , καὶ ἔστι Ῥωμαίοις τῆς ἱππείας ἀρίστη
μὴ ἰδοίατο οἱ Πέρσαι ἐξορμωμένους καί σφεας ἑπόμενοι ταράσσοιεν οἱ ἱππόται : ἀπικομένων δὲ ἐς τὸν χῶρον τοῦτον , τὸν
6822496 ἀνασπωσι
ἄνδρας . ὅσοι δὲ τὰς ὀφρῦς ἐγείρουσι καὶ τὸ πνεῦμα ἀνασπῶσι , δύσβουλοι ἄνδρες , ὠμόφρονες , κακονόητοι , παλίγκοτοι
ἐπισπῶνται τὴν ἀπὸ τῆς κάτω τρυγὸς ἀναπνοήν : εἶτα διεκμυζῶντες ἀνασπῶσι μέρος τῆς τρυγός , καὶ πρὸς τὴν ποιότητα τῆς
6821812 ἁρπαζουσι
ἐσθλόν , ὅτις φυλακὴν εἶχεν ἐπισταμένως : χρήματα δ ' ἁρπάζουσι βίηι , κόσμος δ ' ἀπόλωλεν , δασμὸς δ
. οἱ καταράκται δὲ νέοι μὲν ὄντες ἔτι τοὺς βραχεῖς ἁρπάζουσι τῶν ἰχθύων καὶ οὐδὲ τῶν ἀκτῶν ἵπτασθαι πόρρω θαρροῦσιν
6821685 ἀναπληρουσι
ὀφειλόμενον αὐτῷ , λέγω δὴ τὸ ος , οἱ Αἰολεῖς ἀναπληροῦσι τίος λέγοντες , ὡς παρὰ Σαπφοῖ . τίοισιν ὀφθαλμοῖσιν
ἐᾷ τελεσθῆναι : οὐδὲ γὰρ τὰς ὀρέξεις διὰ τὸ ἐπικίνδυνον ἀναπληροῦσι τῷ νοσοῦντι οἱ ἰατροί . νοσοῦντα δὲ εἴ τις
6819559 ἐπιδεικνυνται
: εἶθ ' ὅταν παραδυῇ τὸ οἰνάριον , πᾶσαν ἀσχημοσύνην ἐπιδείκνυνται . ὅτι Χαιρήμων ἔαρος τέκνα προσαγορεύει τὰ ἄνθη ,
χλωρᾷ , λεπτομερεϲτέραν δὲ καὶ ξηραντικωτέραν ἐκείνηϲ καὶ ἔτι ῥυπτικωτέραν ἐπιδείκνυνται δύναμιν , ὥϲτε καὶ τὸ ϲπέρμα τοὺϲ ἐν νεφροῖϲ
6815305 ἀχρειοι
. ὅμως δὲ οἵ γε ἱστοὶ καὶ αἱ κεραῖαι ἐξαιρεθείσης ἀχρεῖοι . τοῦτο δὲ κατὰ συμβεβηκός , ὅτι χιτῶνας ἔχει
διαφυγεῖν μὲν γὰρ πάλης ἱκανοὶ καὶ οἵδε , καταπαλαῖσαι δὲ ἀχρεῖοι διὰ τὸ ἐπικαθῆσθαι τοῖς σκέλεσι . Λεοντώδεις δὲ καὶ
6813819 ἀποκοπτοντες
τὴν διὰ τῆς δευτέρας τῶν κάτω διαιρέσεων , οὐκέτι μὲν ἀποκόπτοντες τὸν κιρσόν , ἐξέλκοντες δὲ μόνον , κἄπειτα ἐπὶ
ἀλλὰ τῇ τομῇ τὴν αὐτάρκειαν ἀμφοτέροις φυλάττουσι , τὸ τέλειον ἀποκόπτοντες , ὅτε καὶ μεταφυτεύειν καιρός , τουτέστιν ἀρχομένῳ τρίτῳ
6811684 ἐνοχλουμενοι
βέβαιον οὐδὲ κεκριμένον τέλος ἔληξεν : ἀφισταμένης γὰρ τῆς Ἰταλίας ἐνοχλούμενοι καὶ λῃστευομένης τῆς θαλάσσης λιμῷ πιεζόμενοι οὐκ ἐν καιρῷ
καὶ κοιλιακῇ διαθέϲει ῥᾷον ἁλιϲκόμενοι , οἵ τε κοιλιακῇ διαθέϲει ἐνοχλούμενοι , πάντεϲ οὗτοι πρὸϲ κάθαρϲιν ἀνεπιτήδειοι . ἀρκτέον τοίνυν
6806651 λῃστρικως
ἐπειδὴ καταστρατοπεδεύσαντα τὸν Ἡρακλέα ἔμαθεν ἐν τῷ προσεχεῖ πεδίῳ , λῃστρικῶς διασκευασάμενος ἐπιδρομῇ αἰφνιδίῳ ἐχρήσατο κατακοιμωμένου τοῦ στρατοῦ καὶ τῆς
τὰ ἱμάτια ἀφαιροῦμαι . . ἀποδύομαι λέγεται τὸ βιαίως καὶ λῃστρικῶς τὰ ἱμάτια ἀφαιροῦμαι . . μεθ ' ἡμέραν :
6806578 γλυκεες
καὶ διαχωρητικοὶ , μάλιστα οἱ λευκοί : οἱ μὲν οὖν γλυκέες θερμαίνουσιν ἰσχυρῶς , διότι πουλὺ ἤδη τοῦ θερμοῦ ἔχουσιν
, ἀνέμου ἀττικῶς . Ταινίαι : στέφανοι . Λιγέαι : γλυκέες . συρίζουσιν : λαλοῦσιν . Νήησαν : ἔπλεκτον .
6804718 γεωργουντες
τραχείᾳ ὑπ ' αὐτουργίᾳ στρατιώτας διαπεπονημένους : ἀλλ ' ἐπεὶ γεωργοῦντες ἐπαύσαντο οἱ Πέρσαι , καὶ τῆς γῆς ἐπελάθοντο ,
τὴν πόλιν , οἱ δὲ πολλοὶ καταβιοῦσιν ἐν τῇ χώρᾳ γεωργοῦντες , ἔχοντες εὐδαίμονα γῆν : ἀλλὰ καὶ τῶν ὀλίγων
6802795 προσπιπτοντες
τῆς νευρᾶς . ἰοὶ ] βέλη . προσπίτνοντες ] † προσπίπτοντες . ὤλλυσαν ] ἔφθειραν ἐκείνους . ἐφορμηθέντες ] †
περαιοῦσθαι ναυσὶν ἐπ ' ἀλλήλους οἱ τροφῆς ἀπορούμενοι ἤρξαντο καὶ προσπίπτοντες πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κώμας οἰκουμέναις ἥρπαζον καὶ τὸ
6796967 διαχωρεουσι
καταναλίσκοντες . Οἱ δὲ μαλακοὶ μέλανες ὑγρότεροι καὶ φυσῶσι καὶ διαχωρέουσι μᾶλλον . Οἱ δὲ γλυκέες μέλανες ὑγρότεροι καὶ ἀσθενέστεροι
ὄνειον μᾶλλον διαχωρέει . Πυροὶ ἰσχυρότεροι κριθῶν καὶ τροφιμώτεροι , διαχωρέουσι δὲ ἧσσον καὶ αὐτοὶ καὶ ὁ χυλός . Ἄρτος
6795352 σκληροι
λευκήν , γλυκεῖαν ἔχουσι σάρκα . τράχηλοι μὲν γὰρ αὐτῶν σκληροί , δύσπεπτοι , δυσδιαίρετοι , δύσφθαρτοι : τὸ δὲ
τῷ φυσήματι ἀκούω . Ἀτρέως ὄμματα : οἷον ἄτρεπτοι καὶ σκληροί . εἴρηται δὲ ἀπὸ τῆς Ἀτρέως παρανομίας : ὃς
6793942 ἀναιρουνται
λίθον : ὅταν δὲ μέλλῃ τρέπεσθαι ἐπὶ τὸ κιρρόν , ἀναιροῦνται καὶ ἀποφυσήσαντες τὴν σποδὸν πάλιν καίουσιν ἄβροχον , ἕως
δὲ αἰχμαλωτίζονται ἢ σινοῦνται . τετράγωνοι δὲ πολὺ χείρονες : ἀναιροῦνται γὰρ τὰ τέκνα αὐτῶν , ὁμοίως δὲ καὶ τὰ
6791262 ἀποχωρουσιν
ἤδη τῆς οὐ δι ' ὀλίγου πόνου ἐκτημένης θαλάσσης ἡγούμενοι ἀποχωροῦσιν : οἱ δὲ Συρακόσιοι , εἰ οὓς σαφῶς ἴσασι
ἢ καὶ πειρᾶσαι τὰ δεινά , ταχὺ δὲ καὶ πειράσαντες ἀποχωροῦσιν , οὔτ ' ἐλπίζειν οὔτε φέρειν τοὺς κινδύνους δυνάμενοι
6789343 οὐρητικοι
ἀλλὰ καὶ ῥυπτικῆς τε καὶ τμητικῆς μετειλήφασι δυνάμεως , ὅθεν οὐρητικοί τέ εἰσι καὶ λαμπρύνουσι τὸ σῶμα , καὶ μᾶλλον
δ ' οἱ λευκοί : οἱ δὲ πυρροὶ βρωματώδεις καὶ οὐρητικοί : οἱ δὲ ποικίλοι μέσοι . καὶ τὰ ὠὰ
6789125 ἐφιδρωντες
ἀδυνάτῳ , οἷσι τὰ τοιαῦτα , ἐλπὶς ἐκστῆναι . Οἱ ἐφιδρῶντες καὶ μάλιστα κεφαλὴν , ἐν ὀξέσιν , ὑποδύσφοροι ,
κάτω διελθοῦσα , θανάσιμον . Οἱ μετὰ καταψυξίων οὐκ ἀπύρων ἐφιδρῶντες ἄνω , δύσφοροι , φρενιτικοί τε καὶ ὀλέθριοι .
6787907 ἀπομαχομενοι
ποτὲ ἢ δὶς προεξακοντίσαντες τὸ λοιπὸν συμπλέκονται τοῖς πολεμίοις ἐγγύθεν ἀπομαχόμενοι παραπλησίως τοῖς προειρημένοις δορατοφόροις : οὗτοι δὲ καλοῦνται ἐλαφροί
δορατοφόροι μὲν οἱ πελάζοντες ταῖς τάξεσι τῶν πολεμίων καὶ δόρασιν ἀπομαχόμενοι ἢ κοντοῖς ἐν τῇ ἐπελάσει ἐξωθοῦντες ὡς Ἀλανοὶ καὶ
6784889 ἐμποδιζουσιν
. ἐπεὶ γὰρ αἱ ὁμωνυμίαι πλάνην ἐμποιοῦσαι λίαν τοῖς ὁρισμοῖς ἐμποδίζουσιν , εὐλαβητέον ἂν εἴη ταύτας ὡς μάλιστα . αὗται
ἀναγκαίαν τροφήν : ἔτι δὲ ἄν τινες νόσοι προσπέσωσιν , ἐμποδίζουσιν ἡμῶν τὴν τοῦ ὄντος θήραν . ἐρώτων δὲ καὶ
6784714 ποδωκεις
σημανοῦσιν εἰς τὴν πόλιν . Εἶναι δὲ τοὺς ἡμεροσκόπους καὶ ποδώκεις , οἳ ὅσα μὴ οἷά τε διὰ τῶν σημείων
παραπλησίως , ἀλλ ' ὅστις τοὺς γαύρους καὶ εὐηνίους καὶ ποδώκεις ἅμα καὶ διαρκεῖς , οὕτω δὴ καὶ φιλόλογον καὶ
6783252 παρειμενοι
' εὐθὺς οἱ Ῥωμαῖοι ἀπετράποντο , ὑπὸ κόπου τὰ σώματα παρειμένοι καὶ οὐδὲ τὰ ὅπλα ἔτι ὅμοια ἔχοντες . ὀλίγων
τὸ θνητόν , ἵνα μὴ καθάπερ οἱ θηλυδρίαι κεκλασμένοι καὶ παρειμένοι | καὶ προαναπίπτοντες μετ ' ἐκλύσεως ψυχικῶν δυνάμεων ἐξασθενῶμεν
6782728 θηρωσιν
μαινομέναι δόξαι . κρυπτεύουσι δὲ ποικίλως δαρὸν χρόνου πόδα καὶ θηρῶσιν τὸν ἄσεπτον : οὐ γὰρ κρεῖσσόν ποτε τῶν νόμων
καὶ μεγαλόφρονας ποιεῖ , οἱ τοιοῦτοι δὲ πολλῶν γυναικῶν λέχη θηρῶσιν ἤτοι μοιχοὶ γίνονται . ὁ Ἄρης τριγωνίζων Ἑρμῆν ἐμπράκτους
6780800 πνιγμου
αἱ δὲ εὐρύτεραι καὶ ϲηραγγώδειϲ θηλαὶ ἀθρόον ἀφιεῖϲαι τὸ γάλα πνιγμοῦ αἴτιαι γίγνονται . πρὸϲ τούτοιϲ δὲ εἶναι χρὴ τὴν
ὅσον ἐσπούδακεν ἐπισπάσασθαι , αἱ δὲ ἄγαν σηραγγώδεις κίνδυνον ἐπάγουσι πνιγμοῦ , πρὸς γὰρ τὴν ἐκμύζησιν ἀθροῦν ἐπιφέρεται τῷ στόματι

Back