ἵπποι κτλ . . τὸ δὲ μέγα κεῖται ἄεθλον ἢ τρίπος ἠὲ γυνή , ἀνδρὸς κατατεθνηῶτος : ἡ διπλῆ ὅτι
' ἄκριτον εἶχον ἄεθλον . τοῖσι δὲ καὶ προύκειτο μέγας τρίπος ἐντὸς ἀγῶνος , χρύσειος , κλυτὰ ἔργα περίφρονος Ἡφαίστοιο
6511951 κατατεθνηωτος
πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον : ἀνδρὸς μὲν τόδε σῆμα πάλαι κατατεθνηῶτος , ὅν ποτ ' ἀριστεύοντα κατέκτανε φαίδιμος Ἕκτωρ .
λεῖος δ ' ἱππόδρομος ἀμφὶς ἤ τευ σῆμα βροτοῖο πάλαι κατατεθνηῶτος , ἢ τό γε νύσσα τέτυκτο ἐπὶ προτέρων ἀνθρώπων
6378065 Πηλεας
ἐπιγράψαι δρομεῦσι : δρομεύς γάρ ἐστιν ἡ εὐθεῖα . Τοὺς Πηλέας καὶ Πηλεῖς . Ἰστέον ὅτι ὁμοφωνεῖ ἡ αἰτιατικὴ τῶν
ἐστι τοῦ θέσει μακροῦ : καὶ πάλιν Πηλέες Πηλέων Πηλεῦσι Πηλέας Πηλέες ; βασιλέες βασιλέων βασιλεῦσι βασιλέας βασιλέες : ἐπὶ
6282826 λειοστρακον
λεπτόστομον , τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον , μονόθυρον δὲ καὶ λειόστρακον , λέπας δὲ δίθυρον καὶ λειόστρακον , μονοφυὲς δὲ
καὶ λειόστρακον , συμφυὲς δὲ μῦς , μονοφυὲς δὲ καὶ λειόστρακον σωλὴν καὶ βάλανος , κοινὸν δ ' ἐξ ἀμφοῖν
6276232 ἀραχνη
τῶν ἀστέρων ἀποτελέσματα δηλοῦσα ἐπιστήμη . ἀράχνη ἀράχνου διαφέρει . ἀράχνη μὲν γάρ ἐστι τὸ λεπτότατον ὕφος τοῦ ζῴου ,
λεπτὸν οὐ τίκτει νόον . † ἀγνοεῖ † δ ' ἀράχνη παῖδας ὡς παιδεύεται : θρέψασα γὰρ τέθνηκε πρὸς τῶν
6201072 γαλως
χαίρει . γαίων γαυριῶν . γαμέσσεται εἰς γάμον ἄξει . γάλως ἀνδρὸς ἀδελφή : “ εἰδομένη γαλόῳ . ” Γάργαρον
δὲ ὁ αὐτὸς καὶ ὅτι ἡ μὲν Κασάνδρα τῇ Ἑλένῃ γάλως ἐστίν , ὁ δὲ Ἕκτωρ δαήρ , αὐτῆς δὲ
6089390 ἱππομανες
ταύτην γοῦν ἀποτραγοῦσα ἀφανίζει , καλεῖται δὲ τὸ σαρκίον τοῦτο ἱππομανές . οἴκτῳ δὲ ἄρα τῆς φύσεως καὶ ἐλέῳ ἐς
συμβάλλεται . ἱππομανὲς φυτόν : ἁπλούστερον ὁ Θεόκριτός φησι φυτὸν ἱππομανές : οἱ γὰρ περιττοὶ καὶ πολυπράγμονες οὔ φασι φυτὸν
6082472 ἀορτηρ
βάλλετο πήρην , πυκνὰ ῥωγαλέην , ἐν δὲ στρόφος ἦεν ἀορτήρ : Εὔμαιος δ ' ἄρα οἱ σκῆπτρον θυμαρὲς ἔδωκε
ἢ παρὰ τὸ αἴρω ἀρτήρ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο ἀορτήρ . ἢ ἐν ᾧ τὸ ξίφος κρέμαται , ἱμάς
6043803 ὑπακουομενον
καὶ ἐπὶ τῶν λοιπῶν τὸ αὐτό . Παντὶ κτητικῷ τὸ ὑπακουόμενον κτῆμα ὁμοιόσχημόν ἐστιν , Ἑκτόρειοι δοῦλοι , Ἀριστάρχειοι δοῦλοι
κτητικαῖς τὰ ὑπακουόμενα ὁμοιόσχημα , ταῖς δὲ γενικαῖς ἀδιαφορεῖ τὸ ὑπακουόμενον . τοῦ μὲν οὖν προτέρου ἐμὸς οἶκος , Ἀριστάρχειος
6038039 ἀμμορον
ὀλίγος . βίην : δύναμιν . βίῃ : δυνάμει . ἄμμορον : ἐστερημένον , ἄμοιρον , ἀμέτοχον : ἄμοιρον ,
. οὐδ ' ἐλεαίρεις παῖδά τε νηπίαχον καὶ ἔμ ' ἄμμορον : ἡ διπλῆ , ὅτι τινὲς γράφουσι καὶ ἐμὸν
6027653 Εἰδος
Καὶ τοὺς σπειρομένους τόπους εὐθαλεῖς λειμῶνας λέγει . Κέγχρος ] Εἶδος ἀρώματος ἡ κέγχρος . Ἐρυθραίου ] ἢ ὅτι ξανθὴν
συνείρων δὲ , εἰς ὁρμαθὸν συντιθείς . 〛 σπίνους : Εἶδος ὀρνέου ὁ σπίνος . τρία δὲ αὐτοὺς λυπεῖ ,
6010383 χαμευνη
' οὐκ ἐντετύχηκα τοῖς δράμασιν . τῶν γὰρ ἀδοξοτέρων ἡ χαμεύνη καὶ τὸ χαμεύνιον : ἐν γοῦν τῷ σατυρικῷ Σκίρωνι
οὐχ ὑπερτείνεις πόδα . ἐν δὲ τοῖς Δημιοπράτοις πέπραται Ἀλκιβιάδου χαμεύνη παράκολλος καὶ κλίνη ἀμφικνέφαλλος . καὶ μὴν τό γε
5989808 ἀνασταδον
, ἐπεὶ μένος ἔλλαβε θυμόν . ἀλλὰ ἴδεσθε καὶ ὔμμες ἀνασταδόν : οὐ γὰρ ἔγωγε εὖ διαγιγνώσκω : δοκέει δέ
μὲν ἄρα χρυσέοισι κυπέλλοις υἷες Ἀχαιῶν δειδέχατ ' ἄλλοθεν ἄλλος ἀνασταδόν ἢ διάφορος ἦν ὁ τύπος καὶ οὐχ ὥσπερ τὸ
5962337 ἀελλοπος
ἀποβάλλουσι τὸ υ κατὰ τὴν εὐθεῖαν : ὦρτο δ ' ἀελλόπος , καὶ ἢ τρίπος ἠὲ [ γυνή ] .
Θέτιν ἄσσον ἐμεῖο ὣς ἔφατ ' , ὦρτο δὲ Ἶρις ἀελλόπος ἀγγελέουσα : ἡ διπλῆ ὅτι ἐξ ὀνόματος μὴ καλέσαντος
5938544 συνετη
τὸ ἀναδιπλούμενον : ἀλλ ' οὐδ ' ἡ ἐλάττων πρότασις συνετή ἐστιν : ἔσται γὰρ ἡ δικαιοσύνη ἀγαθόν , ὅτι
θαλαττίων ὄντων , ἀλλὰ τῶν ἐκείνοις ὑπηκόων παραλίων . ἡ συνετή . μελαγχίτων : πενθήρης ἢ ἀμφιμέλαινα . ἔστι δὲ
5937217 πελτη
ὅτι ὁ μὲν ἀετὸς ἐπὶ πέλτη ἐπεποίητο ἑστὼς , ἡ πέλτη δὲ ξυλωτῆ ἐπέκειτο . . . ἐνῆν καὶ ταῦτα
τὸ πελταστικὸν δὲ κουφότερον μὲν τυγχάνει ὂν τοῦ ὁπλιτικοῦἡ γὰρ πέλτη σμικρότερον τῆς ἀσπίδος καὶ ἐλαφρότερον , καὶ τὰ ἀκόντια
5934657 ἐπιουσαις
, ὕστερον δὲ φρουραῖς ἀπὸ τῶν πόλεων κατὰ διαδοχὴν χρόνου ἐπιούσαις τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο , πολλὰ ἔβλαπτε τοὺς Ἀθηναίους ,
ἅπαν ὑμέτερον : ὑπισχνοῦμαι γὰρ ὑμῖν οὔτε αὔριον οὔτε ταῖς ἐπιούσαις ἑκόντας αὐτοὺς ἐς μάχην ἥξειν . ὃ σαφεστάτη πίστις
5932292 κατεδικαζον
ἀληλιμένη κηρῷ , ἐν ᾗ τὴν μακρὰν ἐχάραττον γραμμὴν καὶ κατεδίκαζον , ἢ τὴν μικρὰν καὶ ἀπέλυον . παρὰ τὴν
, πολλοὺς τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν ἐφυγάδευον καὶ κρίσεις ἐπιβάλλουσαι συκοφαντώδεις κατεδίκαζον . διόπερ εἰς στάσεις ἐμπίπτουσαι φυγὰς καὶ δημεύσεις οὐσιῶν
5931436 παχυστομον
πολλάκις . Πιεῖν πιεῖν τις ἔγχει πυριγενῆ λαβὼν βραχύωτον κυκλοτερῆ παχύστομον κώθωνα , παῖδα φάρυγος . Ὁ βοῦς ὁ χαλκοῦς
λειόστρακον , ἡ δὲ πίνη λεπτόστομον , τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον , δίθυρον δὲ καὶ λειόστρακον , λεπὰς δὲ μονόθυρον
5928972 γραφις
ἤγουν τὸ κάρφος , καὶ φρύγανον : μᾶλλον δὲ ἡ γραφίς 〛 . σκαρηφισμοῖσι : Σκιαῖς . . παραφρονοῦντος ἀνδρός
τὸ κάρη γὰρ γέγονεν . ὡς οὖν παρὰ τὸ γραφὴ γραφίς βολὴ βολίς οὕτω κάρη κάρις . ταθείσης δὲ παρατελεύτης
5915564 ἐπιθετικον
πλείους : καὶ ἡμεῖς δὲ συγκατατιθέμεθα : οὐ γάρ ἐστιν ἐπιθετικόν , ὡς ἀξιοῖ Τυραννίων . ὁ μέντοι Ἀριστοφάνης ἐκεῖνό
δ ' οὕτως λέγοιτο , καὶ ὀξύνοιτ ' ἂν ὡς ἐπιθετικόν , ὡς τὸ Ἡραῖον τεῖχος καὶ Ἥραιον , καὶ
5911021 δουρατεον
ἔμελλεν : αἶσα γὰρ ἦν ἀπολέσθαι , ἐπὴν πόλις ἀμφικαλύψῃ δουράτεον μέγαν ἵππον , ὅθ ' εἵατο πάντες ἄριστοι Ἀργεῖοι
σκύφος ἔχαιρον δεχόμενος . Φαίδιμός τε ἐν πρώτῳ Ἡρακλείας : δουράτεον σκύφος εὐρὺ μελιζώροιο ποτοῖο . καὶ παρ ' Ὁμήρῳ
5905833 ἐξοιδα
σῴζεται . Κοὐκ ἄλλον ἕξεις εἰς τόδ ' : ὡς ἔξοιδά σε οὐ ψιλὸν οὐδ ' ἄσκευον ἐς τοσήνδ '
σῴζεται . Κοὐκ ἄλλον ἕξεις εἰς τόδ ' : ὡς ἔξοιδά σε οὐ ψιλὸν οὐδ ' ἄσκευον ἐς τοσήνδ '
5901688 κοπαριον
δακτύλου καὶ τοῦ ὀργάνου λεπτόν πωϲ ὑπάρχον βιαιότερον ὠθήϲαντεϲ τὸ κοπάριον πρὸϲ τὸν δάκτυλον ἐξετρήϲαμεν τὸν πυθμένα τῆϲ ϲύριγγοϲ ἄνω
βάθοϲ τῆϲ ἕδραϲ λήγοι τὸ πέραϲ τῆϲ ϲύριγγοϲ , καθέντεϲ κοπάριον διὰ τοῦ ϲτομίου , εἰ μὲν ϲυντετρημένην αὐτὴν εὕροιμεν
5891387 ὀξυτονηθησεται
ἀνάγκης ὡς τό . καὶ εἰ ἀμφότεραι βραχεῖαι εἶεν , ὀξυτονηθήσεται ἡ προτέρα , ὡς τό . ἐν τοῖς τρισυλλάβοις
γὰρ ἐκαλεῖτο ὁ τοῦ Διονύσου υἱός , τὸ θηλυκὸν σταφυλή ὀξυτονηθήσεται . πρὸς οὓς ῥητέον : ἰδοὺ κόγχος κόγχη [
5891337 κατεαγῃ
ἐγχέας πουλλὴν χλιαρὴν κλύζειν . Ἢν τῆς κεφαλῆς τὸ ὀστέον κατεαγῇ , διδόναι γάλα καὶ οἶνον πίνειν , ἴσον ἴσῳ
. ἅπαξ οὖν συμφωνήσωμεν εἰς ἑαυτούς , καὶ ὃ ἐὰν κατεαγῇ ἢ ἀπόληται ἢ ἐκχυθῇ , λέγομεν ὅτι Αἴσωπος αὐτὸ
5890202 ἀβακιον
μὲν γάρ , ἐφ ' οὗ τὰ πράγματα παρατιθέασιν : ἀβάκιον δέ , ἐφ ' οὗ ψηφίζουσιν . . ἀβέβηλος
καθάπερ καὶ μὴ ἀρκούσης αὐτῇ τῆς φαντασίας καὶ ἐπὶ τὸ ἀβάκιον ἔρχεται κἀκεῖ καταγράφει τὸ θεώ - ρημα καὶ οὐ
5883427 πηληξ
σχήματι . Σ . Π : . . . ἡ πήληξ μὲν οὖν εἰς ὃ τὸν λόφον τιθέασι , φάλαρα
ἀπὸ τοῦ κατὰ τὴν πῆξιν ὥσπερ πηδᾶν τὴν κώπην . πήληξ περικεφαλαία , ἀπὸ τοῦ πάλλεσθαι , ὅ ἐστι κινεῖσθαι
5881115 στλεγγις
ἄντροις ἄλυχνος , ὥστε θήρ , μόνος . στλεγγιδοποιός , στλεγγίς , ἀποστλεγγίσασθαι , ἀπεστλεγγισμένος . ἔστι δὲ καὶ ἕτερόν
ἑστιῶνται . στίγων : ὁ στιγματίας . Ἀριστοφάνης Βαβυλωνίοις . στλεγγίς : ἡ ξύστρα , καὶ στλεγγιζόμενος : ἀποξυόμενος .
5879107 Ἰσον
. δῶρα γὰρ ἀνθρώπων νόον ἤπαφεν ἠδὲ καὶ ἔργα . Ἶσον δ ' Ἑρμιονεὺς ποσὶ καρπαλίμοισι μετασπὼν ψύας ἔγχεϊ νύξε
, παῦρον δέ τ ' ἐπὶ χρόνον ὄλβος ὀπηδεῖ . Ἶσον δ ' ὅς θ ' ἱκέτην ὅς τε ξεῖνον
5857801 φρυαττεσθαι
φαμὲν καὶ φριμαγμὸς ἡ τοῦ τράγου φωνὴ ὥσπερ πταρνυμένου : φρυάττεσθαι δὲ τὸν ἵππον τὸν φυσῶντα καὶ γαυρούμενον . καθαρίζειν
συκοφαντεῖν συμβόλαια σύσσημον Τεμβρίειον Τίβιον τρίγωνον τρόπαιον τύντλος ὑπόθεσιν φερνήν φρυάττεσθαι χλωρόν ὅταν τις ἡμῶν ἀμέριμνον ἔχῃ βίον , οὐκ
5849947 ἀντιπορθμος
, Γεραιστὸς δὲ καὶ Πεταλία πρὸς Σουνίῳ . γίνεται οὖν ἀντίπορθμος τῇ τε Ἀττικῇ καὶ Βοιωτίᾳ καὶ Λοκρίδι καὶ τοῖς
Λιβύη μέχρι τῆς τοῦ Νείλου ῥύσεως , ἐν ἀριστερᾷ δὲ ἀντίπορθμος ἡ Εὐρώπη μέχρι τοῦ Τανάιδος : τελευτῶσι δ '
5846276 ὀκελλει
ἐπὶ τοῖϲι : ϲημηΐοιϲι γεγράφαται . ἀτὰρ καὶ ἐϲ ξυγκοπὴν ὀκέλλει τὸ πῦρ , ὅκωϲ ἐπὶ τοῖϲι καύϲοιϲι . τῆϲ
οἷα κεράστης μέσσου ὅγ ' ἐκ νώτου βαιὸν πλόον αἰὲν ὀκέλλει , γαίῃ ἐπιθλίβων νηδύν , φολίσιν δὲ καὶ ὁλκῷ
5844991 δηριω
κόνις κονίω [ καὶ μῆτις ] μητίω : τούτου τοῦ δηρίω ὁ παθητικὸς παρακείμενος δεδήριμαι , τὸ γʹ δεδήριται ,
οἷον τύπτω τυπτῶ , ἕλκω ἑλκῶ , μηνίω μηνιῶ , δηρίω δηριῶ . Ἐν οἷς σὺν θεῷ ἡ πρᾶξις .
5843353 διαμετρῃ
ἀγαθοποιοῦ , μήτε μὴν ἀγαθοποιὸς ὑπάρχῃ ἐν τῷ ὀγδόῳ , διαμετρῇ δὲ ὁ κύριος τοῦ αἱρετικοῦ φωτὸς τὸν Ἄρη ἢ
μήτε ὡροσκοπῇ μήτε σὺν τῇ Σελήνῃ μήτε τετραγωνίζῃ αὐτὴν μήτε διαμετρῇ : οὕτω γὰρ οὐ μόνον ὁ διαθέμενος τελευτήσει ,
5842781 Ἰθωμη
κοινῷ περιειλημμένον ὥστ ' ἀκροπόλει χρῆσθαι , τὸ μὲν καλούμενον Ἰθώμη τὸ δὲ Ἀκροκόρινθος : ὥστ ' οἰκείως δοκεῖ Δημήτριος
τῶν κρημνῶν , ἀπότομος γὰρ δὴ ταύτῃ μάλιστά ἐστιν ἡ Ἰθώμη : ὀλίγοι δέ τινες καὶ ῥίψαντες τὰ ὅπλα ἀπεσώθησαν
5841346 νυμφαια
ἢ κνίδη γίγαρτα ἄπιοι κρόκοϲ ἀλθαία τερέβινθοϲ βάλανοϲ ὑοϲκύαμοϲ κιϲϲὸϲ νυμφαία φοίνικεϲ ὠοῦ τὸ χλωρὸν ὀπτὸν παλίουροϲ ἱππούρεωϲ ῥίζα αἷμα
καὶ τῆς Βοιωτίας ἐν Ἁλιάρτῳ . γίνεται δὲ καὶ ἄλλη νυμφαία φύλλοις ὁμοία τῇ πρὸ αὐτῆς : ῥίζα μέντοι λευκὴ
5838138 τορυνη
γράφεται : οἷον , δελφύνη : αἰσχύνη : χελύνη : τορύνη : ὀδύνη : Ταμύνη : σιγύνη : κορύνη .
. ἔτνος εἶδος ὀσπρίου , ὅ τινες καλοῦσι πισσάριον . τορύνη δὲ τὸ ταρακτήριον . ►τὸ πρέπον δοκήσει καλὸν ποιεῖ
5809466 τεχνασασθαι
χειρῶν ἥσσων , αἷς ὁ ἄνθρωπος τῶν ἄλλων ζώων διαφέρει τεχνάσασθαι δυνάμενος . ὅτε δὲ οὐκ ἦν κακοφωνία , ἐτέρησε
, ἄτεχνος , ὁ μὴ δυνάμενος παλαμήσασθαι , ὅ ἐστι τεχνάσασθαι : ὡς δ ' ὅτ ' ἀνὴρ ἀπάλαμνος ,
5795095 ῥυτηρ
περιτραχήλια δὲ ξύλινα ἢ τρίχινα , ἀφ ' ὧν ὁ ῥυτὴρ ἀπήρτηται : ἔνιοι δὲ καὶ χωρὶς ὁλκῆς ἕπονται ὡς
ἀλλὰ βυρσίνην ἔχων : ἀπὸ τοῦ μυρσίνην . βυρσίνη δὲ ῥυτὴρ ἢ ἱμάς . ἔπαιξε δὲ παρὰ τὸ βυρσοδέψην εἶναι
5789755 πιλος
καὶ τοιαῦθ ' ἕτερα ξυρράπτοντες . καὶ ποῖος ἂν γένοιτο πῖλος Ἀρκαδικὸς ἢ Λακωνικὸς μᾶλλον ἁρμόττων τῆς αὑτοῦ κόμης ἑκάστῳ
καὶ οὐρανίους αὐτῷ δίδωσι δυνάμεις , τοῦτο γάρ ἐστιν ὁ πῖλος . Ἐρᾷ δὲ ὁ Ἄττις τῆς Νύμφης : αἱ
5778841 χεια
διπλῆ ὅτι τὸ χείσεται σημαίνει ] χωρήσει : ἔνθεν καὶ χειὰ ἡ κατάδυσις τῶν ὄφεων . . Χ . .
κατάδυσιν ὑπεισέρχεται : ἢ ἀπὸ τοῦ χῶ χείω τὸ χωρῶ χειὰ ἡ κατάδυσις ἐν ᾗ ὄφις . ἑρπετόν : ὄφιν
5777928 ἀνωθειν
τὸ πρεσβύτερον ὡς ἀλλότριον ἐξωθεῖ , θλίβοντος τοῦ ἔνδοθεν καὶ ἀνωθεῖν τοῦτο ἐθέλοντος καὶ οἰδάνοντος καὶ σφύζοντος , ὥσπερ οὖν
τὸ πρεσβύτατον ὡς ἀλλότριον ἐξωθεῖ , θλίβοντος τοῦ ἔνδοθεν καὶ ἀνωθεῖν τοῦτο ἐθέλοντος , καὶ ὀδυνῶντος καὶ σφύζοντος , ὧσπερ
5776412 Ὀρνεαις
. λέγει δὲ παρ ' ὑπόνοιαν τὰς χύτρας . . Ὀρνεαῖς : Παρὰ τὰ ὄρνεα ἔπαιξεν . ἔστι δὲ τῆς
, φήσομεν πρὸς τοὺς στρατηγοὺς μαχομένω τοῖς πολεμίοισιν ἀποθανεῖν ἐν Ὀρνεαῖς . Ἄναγ ' εἰς τάξιν πάλιν εἰς ταὐτόν ,
5774454 προσετεθη
προτάσεις τρεῖς τε καὶ περιτταί : δύο γὰρ οὔσαις αὐταῖς προσετέθη τρίτη διὰ τὴν πρόσθεσιν τοῦ ὅρου : ἅμα γὰρ
τῶν γραμμάτων πρεσβυτέρα φήμη καὶ οὐκ ἠπιστήθη , ταχὺ δὲ προσετέθη καὶ τὰ γράμματα . κάλλιστον δὲ τῶν πεπραγμένων τὸ
5771742 ἱστοδοκη
εὐδίαιος καλεῖται . ἔστι δὲ ἐν τῇ νηὶ ἱστός , ἱστοδόκη , κεραία , σχοινία , κάλοι , πρότονοι ,
ἑαυτοῦ ὡς ὁ Θουκυδίδης . ἱστοδόκη καὶ ἱστοπέδη διαφέρουσιν . ἱστοδόκη μὲν γάρ ἐστιν ἐφ ' ἧς ὁ ἱστὸς κατακλίνεται
5770687 περιβαλουμεν
ϲημείωϲιν : ἔπειτα τὸ μέϲον ἀνατείναντεϲ ἀγκίϲτρῳ λίνον ἢ νεῦρον περιβαλοῦμεν περὶ τὴν ἐγχάραξιν ἀγκύλην κατὰ τῆϲ ἐφάψεωϲ τάττοντεϲ .
τῆς σαρκὸς ὑπεροχὰς ἀποξύσομεν . μετὰ δὲ τοῦτο μολύβδου σωλῆνα περιβαλοῦμεν τῇ βαλάνῳ πάσῃ , κατειλήσαντες αὐτὴν ἐσκελετευμένῃ παπύρῳ :
5768647 ἀντιη
ἐόντα . ἡ δ ' οὔτ ' ἀθρῆσαι δύνατ ' ἀντίη οὔτε νοῆσαι : τῇ γὰρ Ἀθηναίη νόον ἔτραπεν .
καλεῖ . . Κασπάπυρος : πόλις Γανδαρική , Σκυθῶν δὲ ἀντίη . Ἑκαταῖος Ἀσίαι . . : καὶ περὶ τὸν
5762124 ἐριπων
: νάρκησε δὲ χεὶρ ἐπὶ καρπῷ , στῆ δὲ γνὺξ ἐριπών , τόξον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός . Αἴας δ
οὕτω τὰ τεταμένα νεῦρα . . . . ἔστη γνὺξ ἐριπών : ἡ διπλῆ , ὅτι ἔστη ἀντὶ τοῦ ἔμεινεν
5761701 εὐρυτερη
ἀγκὼν βαιοτέρης Φρυγίης : ἑτέρη δέ τοι ἔνδοθι κεῖται , εὐρυτέρη γεγαυῖα , παρ ' ὕδασι Σαγγαρίοιο : ἀλλ '
πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη τοῦ εὔρους . Οἱ δὲ γράφουσιν εὐρυτέρη , ἵν ' ᾖ τὸ διαμφὶς εὐρυτέρη ἀντὶ τοῦ
5760639 δασεσιν
ἐκτείνεσθαι καὶ μὴ πλέον , ἐν δὲ τοῖς πλατυτέροις καὶ δασέσιν ἐπ ' ἔλλαττον τούτου τοῦ μέτρου . Ἀναγκαῖον δ
τοξοφόροι ὑπὸ τοὺς ἄρκτους τοῖς σκιεροῖς , ὅ ἐστι τοῖς δασέσιν , ὄρεσι τῶν Μήδων καθήμενοι , οἱ δὲ μεσήπειροι
5757705 Βοιβη
ἐν Κρήτῃ Βοίβη τῆς Γορτυνίδος . καὶ ἐν Μακεδονίᾳ λίμνη Βοίβη . τὸ ἐθνικὸν τῆς Βοίβης Βοιβεύς καὶ Βοιβηίς θηλυκόν
: σεσημείωται βοικία , ἡ θεράπαινα : βοικεῖ γαμήσκει : Βοίβη λίμνη καὶ πόλις ἐν Θεσσαλίᾳ : Βοιωτὸς τὸ ἔθνος
5754086 σποδοειδης
Χροιῇ : τὴν ὄψιν , τῇ ὄψει . αἰθαλόεσσα : σποδοειδὴς , στακτώδης , μέλαινα , στακτοειδὴς , αἰθαλώδης .
ἐπιτεταμένως , ἡ δὲ σποδοειδής : ἀρίστη δ ' ἡ σποδοειδὴς οὖσα καὶ μαλακὴ ἄγαν πρός τε χαλκωμάτιον ἑλκυσθεῖσα γραμμὴν
5752049 ὁπλη
. χηλῆς : ὁπλὴ , χηλὴ καὶ ὄνυξ διαφέρει : ὁπλὴ μὲν λέγεται ἡ στρογγύλη καὶ ἄσχιστος ὄνυξ , οἷον
: σχηλή τις οὖσα . παρὰ τὸ διεσχίσθαι , ὥσπερ ὁπλὴ , ἀντὶ τοῦ ἁπλῇ . Χαραδριός . ὁ ἡδόμενος
5749685 στατικη
πήχεις , μετρική , συνεχές . σταθμοῦ . σταθμοί , στατική , ῥοπή : ὥστε ἐκ τῶν κατὰ Πλάτωνα τρίτον
αὖ ἡ στατικὴ τοῦ βαρυτέρου τε καὶ κουφοτέρου σταθμοῦ ἐστιν στατική : ἕτερον δέ ἐστιν τὸ βαρύ τε καὶ κοῦφον
5749214 σκαρθμος
Κηφείης ταρσοῖο τὰ δεξιὰ πείρατα τείνων . Λαιῇ δὲ πτέρυγι σκαρθμὸς παρακέκλιται Ἵππου . Τὸν δὲ μετὰ σκαίροντα δύ '
Κηφείης ταρσοῖο τὰ δεξιὰ πείρατα φαίνων , λαιῇ δὲ πτέρυγι σκαρθμὸς παρακέκλιται Ἵππου . καὶ ἄλλων δὲ πλειόνων ὄντων ,
5748631 μογεροιο
ἔραζε αἰετοῦ ὠμηστέω κνημοῖς ἔνι Καυκασίοισιν αἱματόεντ ' ἰχῶρα Προμηθῆος μογεροῖο . τοῦ δ ' ἤτοι ἄνθος μὲν ὅσον πήχυιον
ἥν τε νέον πάτρης ἀπενόσφισεν αἶσα , οὐδέ νύ πω μογεροῖο πεπείρηται καμάτοιο , ἀλλ ' ἔτ ' ἀηθέσσουσα δύης
5745366 μισγετο
χαλκῷ : πρηνὴς δ ' ἐς ποταμὸν προκυλίνδετο , [ μίσγετο ] ? ? ? δ ' ὕδωρ ? [
ἐπὶ τάφρον ἰὼν ἀπὸ τείχεος , οὐδ ' ἐς Ἀχαιοὺς μίσγετο : μητρὸς γὰρ πυκινὴν ὠπίζετ ' ἐφετμήν . ἔνθα
5739493 πειθωσι
⌈ γὰρ Γ λέγειν οἱ δικασταί , ὅταν ἀπολύωσι καὶ πείθωσι τοῖς λόγοις , ⌈ “ μηκέτι λέγε ” [
παρ ' ἡμέραν : ἐὰν δὲ καὶ ἄλλως πως ἀλλήλους πείθωσι , ταῦτα κύρια εἶναι : τὰ δ ' ἐπιτήδεια
5737892 ἀπινυσσων
ἐνιαυτῷ . ” οἱ δὲ τῆς Πελοποννήσου , κακῶς . ἀπινύσσων ἀπινυτῶν , οὐ σωφρονῶν , οὐκ ὢν ἐν αὑτῷ
ἡ διπλῆ ὅτι κατὰ τὸ πλῆρες ἐκληπτέον κῆρ , εἶτα ἀπινύσσων , τὸ κέαρ ἀπινυτῶν . . αἷμ ' ἐμέων
5737591 ἐπαλλαξαντες
ταῖς τῶν θηρίων κοίταις . ἐπαλαστήσασα ἐπιχαλεπήνασα , ἐπιδεινοπαθήσασα . ἐπαλλάξαντες ἐπιπλέξαντες , ἐξαμματίσαντες . ἐπιάλμενος ἐφαλλόμενος . ἐπάλυνεν ἐλεύκανεν
. ” ἐπαλλάξαντες ἅμμα ποιήσαντες καὶ ἀντεπιβαλόντες : “ πεῖραρ ἐπαλλάξαντες . ” ἔραζε χαμαί , εἰς τὴν γῆν .
5737001 τυπτομενη
ος τρέπουσιν εἰς η καὶ ποιεῖ τὸ θηλυκόν , τυπτόμενος τυπτομένη , τὸ δὲ οὐδέτερον ὁμόφωνον ἔχουσι τῇ αἰτιατικῇ τοῦ
, ἡ ληφθεῖσα παρὰ τῶν πολεμίων χοηφοροῦσα τῷ παιδὶ καὶ τυπτομένη , ἡ τὰ ἀπόῤῥητα ἐξειποῦσα , καίτοιγε , ὡς
5731631 Νωλα
. . Ἀπίολλα : πόλις Ἰταλίας : Ἀπιολλανός , ὡς Νῶλα Νωλανός . . . † Ἀπόβρωτοι : ἔθνος Ἰταλίας
ἐξ αὐτοῦ Νυσαιεύς τρισυλλάβως καὶ Νυσαεύς ἄνευ τοῦ ι . Νῶλα , πόλις Αὐσόνων . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . Νώλην δὲ
5731049 πτωτικῳ
τὸ τέλος , καὶ εἰ ἔστιν εἰπεῖν , εὐλόγως τῷ πτωτικῷ , εἴγε καὶ πρότερον τοῦ ῥήματος τὸ ὄνομα ,
τε γραφαὶ οὐκ ἔχουσι τὸ ι προσκείμενον , οἰκεία τε πτωτικῷ τῷ διὰ τοῦ ω ἡ ὀξεῖα τάσις . καὶ
5730365 καρδοπος
τρύπημα , ὡς δοκεῖν εἶναι τηλία , σανὶς ἡ λεγομένη κάρδοπος : τηλία δὲ ἡ σηλία , ὥσπερ τὸ σήμερον
βωλοκόπος , σφῦρα , σκαλίς , ὅλμος , ὕπερον , κάρδοπος , ἡ καὶ θυΐα , δοῖδυξ ὁ καὶ ἀλετρίβανος
5729647 κυκλωθεν
Ἀθηναίων καὶ τοὺς τόπους τοὺς θαλασσίους , ἄλλας δὲ νῆας κύκλωθεν περὶ τὴν τοῦ Αἴαντος νῆσον , τουτέστι τὴν Σαλαμῖνα
καὶ ἐξ αὖ τῆς προσθέσεως γίνεται ἐπίῤῥημα πέριξ ἀντὶ τοῦ κύκλωθεν . Αἰόλα : ποικίλα τῇ πονηρίᾳ . Ἀλλ '
5727785 περιστιγες
πεπαλαγμένον ἄζῃ , ἀντὶ τοῦ κεχρωσμένον ὑπὸ μελανίας . * περιστιγές : καὶ ἔχον γραμμάς αἰθαλέη δὲ ἤγουν τεφρώδης .
δὲ τοῦ πεπιλημένου δηλωθήσεται τὸ στερεόδερμον τοῦ θηρίου . * περιστιγές : κατάστικτον * ἔρφος : δέρμα στέρφος δερῶν *
5726675 ἐϋτροχον
πόδας ὠκέα Ἶρις , αὐτὰρ ὅ γ ' υἷας ἄμαξαν ἐΰτροχον ἡμιονείην ὁπλίσαι ἠνώγει , πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ '
θεοῖσι , φίλον τετιημέναι ἦτορ . Ζεὺς δὲ πατὴρ Ἴδηθεν ἐΰτροχον ἅρμα καὶ ἵππους Οὔλυμπον δὲ δίωκε , θεῶν δ
5726443 ἐγκαρσιως
πρώτως δύο , ἅτινα λύσεώς εἰσιν συνεχείας . ἢ γὰρ ἐγκαρσίως τέμνεται ἢ ἐπ ' εὐθείας . ἀλλ ' εἰ
βαλβὶς δὲ καλεῖται τὸ ἐν τῇ ἀρχῇ τοῦ δρόμου κείμενον ἐγκαρσίως ξύλον , ὃ καὶ ἀφετηρίαν καλοῦσιν , ὅπερ μετὰ
5726250 ναρθηξ
ἀμφοῖν ὁμοία πλὴν κατὰ τὸ μέγεθος : ὁ μὲν γὰρ νάρθηξ γίνεται μέγας σφόδρα ἡ δὲ ναρθηκία μικρά . μονόκαυλα
ΕΝ ΚΟΙΛΩι ΝΑΡΘΗΚΙ . Ἔστι μὲν πυρὸς ὄντως φυλακτικὸς ὁ νάρθηξ , ἠπίαν ἔχων μαλακότητα εἴσω , καὶ τρέφειν τὸ
5722173 Δινδυμηνη
. καὶ τὴν θεὸν Δινδυμήνην . ὅτι καὶ Δινδυμηνός καὶ Δινδυμηνή καὶ Δινδύμιος καὶ Δινδυμία . ἐκ τόπου Δινδυμόθεν .
ὑπερκείμενον τῆς πόλεως τὸ Δίνδυμον , ἀφ ' οὗ ἡ Δινδυμηνή , καθάπερ ἀπὸ τῶν Κυβέλων ἡ Κυβέλη . πλησίον
5715138 σκωπας
κατεχομένους . τὸ δ ' αὐτὸ ποιεῖν λέγουσι καὶ τοὺς σκῶπας : καὶ γὰρ τούτους ὀρχήσει λόγος ἁλίσκεσθαι . μνημονεύει
, τοὺς δὲ οὔ . διὸ καὶ καλεῖσθαι τοὺς μὲν σκῶπας αὐτῶν , τοὺς δ ' ἀείσκωπας : εἰσὶ δὲ
5711778 καιον
ἐκ δέ νυ πάντων εὐαγέως ἱερῷ ἀνὰ διπλόα μηρία βωμῷ καῖον , ἐπικλείοντες Ἑώιον Ἀπόλλωνα . ἀμφὶ δὲ δαιομένοις εὐρὺν
ἐδόκει . Ἀντιφῶν δὲ φησὶν ἐν Ἀληθείας δευτέρῳ : „ καῖον γὰρ τὴν γῆν καὶ συντῆκον γρυπάνιον ποιεῖ „ .
5710438 συνεστραμμενοις
τοῦ παχέος , τοῖσι δὲ λεπτοῖσι τὸ ἀνάπαλιν : οἷσι συνεστραμμένοις καὶ τὸ χαλαζῶδες διαχεόμενον , τὸ δ ' αὐτὸ
: χθαμαλῆς ἠδ ' ὅσα πεῦκαι στρόμβοισι ναπαίοις : τοῖς συνεστραμμένοις καὶ βαθέσι κοιλώμασι , τοῖς ἐν ταῖς νάπαις .
5710407 τετιμηκοτας
Ἐρατὼ παρὰ τὸ ἐρᾶν . Τοὺς ἐν τοῖς ἐρωτικοῖς οὖν τετιμηκότας αὐτὴν ἀπαγγέλλουσιν : οἱ γὰρ αἰσχρῶς τῷ ἔρωτι χρώμενοι
τῶν ἐνθάδε . Τερψιχόρᾳ μὲν οὖν τοὺς ἐν τοῖς χοροῖς τετιμηκότας αὐτὴν ἀπαγγέλλοντες ποιοῦσι προσφιλεστέρους , τῇ δὲ Ἐρατοῖ τοὺς
5708379 ἐκφανες
, ταῦτα δὲ ἐπικοσμήσειάν τε καὶ ἐπικαλλύνειαν καὶ τὸ σφόδρα ἐκφανὲς αὐτῶν ἐξαλείψειαν . ἐπεὶ τοῖς γε παντάπασιν αὐτὰ πειρωμένοις
στάθμην τινὰ ἐπιστῆσαι , ἣ τὸ σκολιὸν αὐτοῦ καὶ διάστροφον ἐκφανὲς ποιήσει μὴ προσαρμόττουσα ; καίτοι οὐδὲ ἀπορεῖτε βασανιστῶν ,
5704902 ἀητη
Ζηνόδοτος χωρὶς τοῦ ι ἄχνη . . ὅτι ἀρσενικῶς δεινὸς ἀήτη , ἀλλ ' οὐ δεινή , ὡς κλυτὸς Ἱπποδάμεια
] ἀστέρα ? γειομόροις ? ? [ ] [ ] ἀήτη δ ' αἴθοπα νήδυμον [ ] ! ! !
5703670 Ὀνομα
Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ περὶ παθῶν . Πελλάνας δὲ δεῖ : Ὄνομα γυναικὸς ἑταίρας . ἦν γὰρ παρ ' αὐτοῖς πόρνη
ἵστασθαι τὸν δικαστὴν εἰπὼν αὐτὸ ἐν ἀφηγήσεως τρόπῳ . ιδʹ Ὄνομα δὲ ἀντ ' ὀνόματος μεταθεὶς τὴν ἄλυτον μεθοδεύσεις ἀντίθεσιν
5703058 ἀμφιπολοισιν
ἀριστήων ἐπαρωγῇ . ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν αὖθι μετ ' ἀμφιπόλοισιν ἕκηλος μίμνε δόμοις , μηδ ' ὄρνις ἀεικελίη πέλε
κλαίει χῆρον λέχος εἰσορόωσα , οὐδέ τί πω πάσαις ἐπιμίσγεται ἀμφιπόλοισιν αἰδοῖ ἐπιφροσύνῃ τε , μυχῷ δ ' ἀχέουσα θαάσσει
5700251 Μηδαβηνος
νομός . Μήδαβα , πόλις τῶν Ναβαταίων . ὁ πολίτης Μηδαβηνός , ὡς Οὐράνιος ἐν Ἀραβικῶν δευτέρῳ . Μηδία ,
τῶν νόμων ἐπιτηδεύων . τὸ ἐθνικὸν Γερασηνός , ὡς Μήδαβα Μηδαβηνός . Γέργις , πόλις Τροίας . καὶ κλίνεται Γέργιθος
5698818 ἀποτομῃ
καρδίᾳ , καὶ τῆς Ἀργοῦς ὁ βορειότερος τῶν ἐν τῇ ἀποτομῇ , μικρὸν προηγούμενος τοῦ μεσημβρινοῦ : ἔσχατον δὲ μεσουρανοῦσι
καὶ πρῶτος μὲν ἀστὴρ ἀνατέλλει ὁ νοτιώτατος τῶν ἐν τῇ ἀποτομῇ τεσσάρων , ἔσχατος δὲ ὁ ἐν ἄκρῳ τῷ δεξιῷ
5697578 αὐδηεν
ὦ χαρίεν : τὸ γὰρ προπαροξύτονον ἐπίῤῥημά ἐστιν : τὸ αὐδῆεν , ὦ αὐδῆεν : τὸ τυφθὲν , ὦ τυφθέν
χαρίεις χαρίεν , τιμήεις τιμῆεν , δαφνήεις δαφνῆεν , αὐδήεις αὐδῆεν : τούτῳ οὖν τῷ λόγῳ καὶ τὸ εἷς ἔχον
5691443 ἠκεστας
τὸ μέτρον , οὐχὶ διὰ τὸ πληθυντικόν : ” ἤνις ἠκέστας ” : καὶ γὰρ πόλῑς λέγουσι καὶ πόλῐν καὶ
εἶναι . ἦδος : τὸ ὄφελος καὶ τὸ ὄξος . ἠκέστας βόας : φορβάδας , ἀδαμάστους , νομάδας . ἡ
5685232 προπαροξυνομενον
ἀπὸ γοῦν τοῦ δοῦλος προπερισπωμένου τὸ σύνδουλος καὶ κοινὸν καὶ προπαροξυνόμενον : ἐχρῆν ἄρα καὶ παρὰ τὴν οὗτος τὸ τηλικοῦτος
Πλευρῶνα κατοικοῦντας , “ Κουρῆτές τ ' ἐμάχοντο , ” προπαροξυνόμενον δὲ νεανίας , “ ἅμα δ ' ἄλλοι ἔσαν
5684923 ἀναβιωσκεται
τῆς πρὸς τὸ ὑλικὸν σῶμα συζεύξεως . διὰ γὰρ τούτων ἀναβιώσκεται τρόπον τινὰ καὶ συλλέγεται καὶ θείου πληροῦται τόνου καὶ
τὸ αὐτό . ἀνεβίωσα καὶ ἀνεβίωσε καὶ ἀνεβίω , καὶ ἀναβιώσκεται καὶ ἀναβιώσκει μᾶλλον ἢ ἀναβιοῖ . λέγουσι δὲ καὶ
5683063 πατουντι
οὓς ἐπινέμονται αἱ αἶγες . πατέοντι : ἢ ἐσθίοντι ἢ πατοῦντι . κέοντι : βόσκοντι θάμνον . κόμαρος εἶδος δένδρου
γὰρ ἐξέρχεται τῶν οἴκων . προσήμεναι ] προσκαθήμεναι . τῶι πατοῦντι ] τῶι παραβαίνοντι τοὺς νόμους . δυσμενεῖς ] ἐχθράς
5678825 ἐσθημα
ἐσήκασθεν κατὰ σηκοὺς ἠλάσθησαν , ἐπὶ τῶν προβάτων . ἔσθος ἔσθημα , ἱμάτιον . ἔσκε ἦν . ἕσπερος ὁτὲ μὲν
βεβηκέναι . ἐνῆφθαι δὲ αὐτὸν καὶ δορὰς λύκων , ῥαπτὸν ἔσθημα , ἄθλους τε ποιεῖσθαι τοὺς ἀγρίους τῶν συῶν καὶ
5678269 Φωμεν
δόξαιμεν ψεύδεσθαι . Μὰ Δία οὐ μέντοι , ἔφη . Φῶμεν ἄρα ; Φῶμεν . Ἔστω δή , ἦν δ
ἢ μὴ φῶμεν αὐτὸν ἐν μέσῳ τῶν παθημάτων εἶναι ; Φῶμεν μὲν οὖν . Πότερον ἀλγοῦνθ ' ὅλως ἢ χαίροντα
5678117 τιμητικον
; δότε μοι ξίφος ὅπως τάχιστ ' , ἢ πινάκιον τιμητικόν . ἅνθρωπος οὗτος μέγα τι δρασείει κακόν . μὰ
καὶ τὰς μακρὰς λεγομένας εἷλκον : ἐν τοῖς ἐπάνω . τιμητικόν : καταδικαστικόν : ὅπου τὴν μακρὰν χαράσσοντες κατεδίκαζον ,
5674317 παλινδρομων
ὑποληπτέον , ὅτε δὲ οὔ , τοὐναντίον . Ὁ δὲ παλινδρομῶν σφυγμός ἐστιν ὁ πλείονα χρόνον ἐν τῇ συστολῇ μένων
καὶ πρὸς ἐλάχιστον συμπληξαμένη ἀθρόως ἀποκόπτεται . σχέσιν δὲ ὁ παλινδρομῶν πρὸς τὸν διαλείποντα ἔχει τοιαύτην συνυπάρχουσαν ἀλλήλοις . οὔτε
5674086 ἀκωκη
ἔχω , ὀχὴ , ὀκωχή : ἥκω , ἀκὴ , ἀκωκή : οὕτω μένω τὸ προθυμοῦμαι , μενὴ μενωνὴ ,
τυχὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον , ἀντικρὺ δὲ διῆλθε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή : κὰδ δ ' ἔπες ' ἐν κονίῃσι μακών
5673243 Καταντικρυ
χωρίου ἐπὶ Κάραμβιν ἀκρωτήριον ὑψηλὸν καὶ μέγα στάδιοι ρʹ . Καταντικρὺ δὲ τῆς Καράμβιδος ἄκρας ἐν τῇ Εὐρώπῃ κεῖται μέγιστον
, καταφερές . Καταντικρύ , κατ ' ἐναντίον . „ Καταντικρὺ καὶ κατευθὺ τῇ τὰ οἰκεῖα συναγούση ἀποτυπώματα . ”
5671829 ἐνιστατο
κῦμα διὰ τὸν βυθόν , εἰρεσίᾳ ὅμως καὶ πρὸς τόδε ἐνίστατο καρτερᾷ μὴ παραφέρεσθαι , καί τινες αὐτὸν ἐμιμοῦντο ἕτεροι
. Γ ὁ βυρσοπώλης Γ : ἐπεὶ μάλιστα ὁ Κλέων ἐνίστατο τῇ εἰρήνῃ . σεσημείωται δέ , ὅτι νεκροὺς κωμῳδεῖ
5670009 ἐπιχαλκος
, ἐπεί ἐστιν ὑπὸ τῷ χαλκῷ : λέγεται δὲ καὶ ἐπίχαλκος , τουτέστιν ἐφ ' ἑαυτῆς ἔχουσα τὸν χαλκόν .
Ἀριστοτέλης , ἥτις ἴτυν οὐκ ἔχει , οὐδ ' ἔστιν ἐπίχαλκος , οὐδὲ βοὸς ἀλλ ' αἰγὸς δέρματι περιπεπταμένη ,
5667909 ἀπαραξε
δόρατος ἀπέθανεν ” , ὡς ἐγένετο ὕστερον ἐπιδιηγούμενος . οὕτως ἀπάραξε καὶ κόλον δόρυ λέγει κατὰ συμπέρασμα : ὡς δὲ
ἄορι μεγάλῳ αἰχμῆς παρὰ καυλὸν ὄπισθεν , ἀντικρὺ δ ' ἀπάραξε : τὸ μὲν Τελαμώνιος Αἴας πῆλ ' αὔτως ἐν
5667403 μυωδες
σφοδρότατα σφύζουσιν . καὶ δὴ καὶ σύντονον καὶ διηρθρωμένον καὶ μυῶδες καὶ ἀπίμελον ὅλον ἐστὶ τὸ σῶμα , καὶ τὸ
ἐοίκασιν : θήλειαι δέ , ὅσαι διὰ τὸ γενναῖον καὶ μυῶδες τοῦ σώματος ἄρρεσιν . τοῦ μὲν δὴ σώματος ταῦτά
5667115 Ἐμβολη
. Δακτύλου δὲ ἄρθρον , ὀλισθὸν μὲν , εὔσημον . Ἐμβολὴ δὲ , κατατείναντα ἐς ἰθὺ , τὸ μὲν ἐξέχον
καὶ ὁ μηρὸς καὶ κνήμης τὸ ἀντίον τοῦ ὀλισθήματος . Ἐμβολὴ δὲ ἄλλη , ὥσπερ καρποῦ , κατάτασις δὲ ἰσχυρή
5665855 διετμαγον
ἀγανοῖς ἐπὶ τόσσον ἔπεσσιν πείρηθεν , μετὰ δ ' αὖτε διέτμαγον : ἤτοι Ἰήσων εἰς ἑτάρους καὶ νῆα κεχαρμένος ὦρτο
, πάρος Πλωτὰς καλέοντες . Ἅρπυιαι δ ' Ἶρίς τε διέτμαγον : αἱ μὲν ἔδυσαν κευθμῶνα Κρήτης Μινωίδος , ἡ
5665138 ἐματησεν
ἀντὶ τοῦ ἠστόχησεν , ἢ μάτην ἐπεχείρησε ματαιοπραγήσας : οὐκ ἐμάτησεν οὖν , οὐχ ἥμαρτεν , οὐκ εἰς μάτην ἐπήδησεν
λέγων . Ῥινός : διά . Μάρψεν : ἔλαβεν . ἐμάτησεν : ἐματαιώθη , ἀπέ - τυχεν . ἐπέλασσεν :
5664673 Ἀμηστρις
συμβουλεύουσιν Ἀρτοξάρης τε ὁ Παφλαγὼν εὐνοῦχος , ἀλλὰ καὶ ἡ Ἀμῆστρις , σπουδῆι σπείσασθαι . πέμπεται οὖν Ἀρτάριός τε αὐτὸς
τὴν δὲ τοῦ βασιλέως θυγατέρα ὁ τοῦ Ἰδέρνεω υἱός . Ἀμῆστρις ἦν ἡ θυγάτηρ , τῶι δὲ ταύτης νυμφίωι ὄνομα
5663811 συντριβουσι
τούς τε θυρεοὺς καὶ τὰ κράνη καὶ πᾶν σκεπαστήριον ὅπλον συντρίβουσι . κατὰ δὲ τὴν εὐστοχίαν οὕτως ἀκριβεῖς εἰσιν ,
ἐστί : πᾶν ὅ τι ἂν ὑπ ' αὐτοῖς λάβωσι συντρίβουσι ῥᾶιστα , ἐάν τε λίθος ἦι ἐάν τε ἥμερον

Back