εἰς τοῦτο ἦλθεν ἀναισχυντίας , ὥστε οὐκ ἔχων , ὅποι τρέψειε τὰ χρήματα , εἰς ὄψον μὲν δυοῖν παιδίοιν καὶ
ὡς ὤιετο . τὸ δὲ ἐς ἐχθρῶν κεφαλὰς ὁ Ἀλεξίκακος τρέψειε : τοσαύτη ψυχρότης ἐνῆν ὑπὲρ τὴν Κασπίαν χιόνα καὶ
6781507 γναφειον
. κναφεύει : Γναφεύω , τὸ τὰ δέρματα ξέω . γναφεῖον , ὁ τόπος , ὥσπερ κουρεῖον . γνάφαλλα ,
μεμαρτύρηται ὑμῖν . μετὰ δὲ ταῦτα τὸ μὲν μειράκιον εἰς γναφεῖον κατέφυγεν , οὗτοι δὲ συνεισπεσόντες ἦγον αὐτὸν βίᾳ ,
6176634 γλασσαν
κἠμέρην πῖνε ? [ ] . ὄσην δὲ καὶ τὴν γλάσσαν , οὖτος , ἔσχηκας . Κύδιλλα , κοῦ '
Λαμπρίσκε , τὰς φίλας Μούσας . ὄσσην δὲ καὶ τὴν γλάσσαν , οὖτος , ἔσχηκας : πρός σοι βαλέω τὸν
6060480 περιεθει
, ἀλλ ' ὁ λίθος ἀπὸ στερρότητος εἰς κλῶνας χυθεὶς περιέθει τὴν κόμην εἰς συμβολὴν ἐπὶ τοὺς αὐχενίους τένοντας ἐκ
γυμνῶν πολεμίων , ὥστε δείσας ὁ Σκιπίων μετὰ ἱππέων ἔξω περιέθει καὶ τοὺς οἰκείους , εἰ μὴ λήξαιεν τῆς φυγῆς
6057597 καθιζανει
: εἰς τὸ Ἡραῖον ἐκαθέζοντο , καὶ παρὰ Μενάνδρῳ : καθιζάνει μὲν ἐνίοτ ' εἰς τὰ σήσαμα , καὶ ἐν
ἀνδρῶν παρ ' αὐτὸν ἴσα βαίνους ' ἑταίρα πολυτελής . καθιζάνει μὲν ἐνίοτ ' εἰς τὰ σήσαμα . ὁ θάτερος
6048410 καταληγουσαν
δισύλλαβα , εἰ ἔχοι τὴν πρὸ τέλους συλλαβὴν εἰς Ε καταλήγουσαν , βαρύνεται , ἀρχόμενα ἀπὸ συμφώνου μὴ μέσου ,
λήγοντα ἔχοντα τὴν πρὸ τέλους συλλαβὴν βραχεῖαν μὴ εἰς σύμφωνον καταλήγουσαν , εἰ μὲν κύρια ὦσιν ἢ οὐσίαν σημαίνοι ,
5947328 ἀπειροκαλος
' ἀπέχει τοῦ τιμῆς τινος διὰ ταῦτα τυχεῖν ὥστ ' ἀπειρόκαλος πρὸς ἔδοξεν εἶναι . οὗτος τοίνυν ἀνελὼν τὰ τῆς
' ἀπέχει τοῦ τιμῆς τινος διὰ ταῦτα τυχεῖν ὥστ ' ἀπειρόκαλος πρὸς ἔδοξεν εἶναι . οὗτος τοίνυν ἀνελὼν τὰ τῆς
5930266 ἐμβιβαζεσθωσαν
τῶν πυρετῶν τρομώδεις εἶεν , ἀλειφέσθωσάν τε καὶ εἰς ὑδρέλαιον ἐμβιβαζέσθωσαν μυρακόποις τε κεχρήσθωσαν καὶ δρωπακιζέσθωσαν τόν τε νῶτον καὶ
ὑδρέλαιον καθιέμενοι , εἰ ἀσθενεῖς εἶεν , διὰ τῆς ἐνδρομίδος ἐμβιβαζέσθωσαν . ἀναμικτέον δὲ τὸ ἔλαιον ἀκριβῶς τῷ ὕδατι :
5914335 ἑκκαιδεκ
ὀπτωμένους κατέλαβον . ἐξόλοι ' . ἀτάρ πόσους φέρεις ; ἑκκαίδεκ ' . οἶσε δεῦρό μοι . λευκοὺς μὲν ὀκτώ
λαβὼν τούτοις . τούτων Ἀρίσταιχμος ἐπίτροπος καὶ κηδεμὼν ἐγένεθ ' ἑκκαίδεκ ' ἔτη . οὐκοῦν ἅ γε τούτων ἀνδρῶν γεγονότων
5893756 διερπων
ἀστικῶν διατριβῶν καὶ τῶν ἐν τοῖς δωματίοις προαιρούμενος ἐκεῖνος . διέρπων δὲ ὁ χρόνος τὸν μὲν ἀπέφηνε νεανίαν , τὸν
προστρίβεται τῇ γῇ καὶ ὑποψοφεῖ , οἷα εἰς χύσιν καλάμης διέρπων , τουτέστιν ὡς εἰς καλάμους διέρπων , ἤγουν βαδίζων
5891043 Καταονιας
ἐς Κύπρον ἵκηται . „ ἐκ μέσων γὰρ τῶν τῆς Καταονίας πεδίων ἐνεχθεὶς πλωτὸς καὶ διεκπαισάμενος διὰ τῶν τοῦ Ταύρου
καὶ τὴν Συριακὴν ἐκτείνεται θάλατταν πρὸς τὴν ἑσπέραν ἀπὸ τῆς Καταονίας καὶ τὸν νότον : τῇ δὲ τοιαύτῃ διαστάσει περικλείει
5874525 κληϊδα
πονέειν ὀσφύν . Τρίτῃ πόνος τραχήλου , κεφαλῆς , κατὰ κληῗδα , χεῖρα δεξιήν : διὰ ταχέων δὲ γλῶσσα ἠφώνει
ὑπὸ τὰς φρένας ᾖ τὸ ἄλγημα , ἐς δὲ τὴν κληῗδα μὴ σημαίνῃ , μαλθάσσειν δεῖ τὴν κοιλίην , ἢ
5865016 καταῤῥουν
κακοήθους κατάῤῥου θέλει διαλεχθῆναι . οὐδεὶς δὲ δύναται γνῶναι κακοήθη κατάῤῥουν , μὴ γνοὺς τὸν εὐήθη . κατάῤῥους οὖν ἐστιν
Ἐν κρυερῷ τε καὶ καταῤῥοίας χρόνῳ , Πύκνωσιν αὐτὸς καὶ κατάῤῥουν ἐκφυγεῖς . Ψυχροστομάχου καὶ ποτοψύχρου πλέον Λεπτὴ πτέρωσις εἰς
5863100 Μακαριαν
ὀνομάζει , τὴν δὲ ἁψῖδα ἴτυν . βάλλ ' ἐς Μακαρίαν : οἷον εἰς Ἅιδου . Μακαρία γὰρ ἡ Ἡρακλέους
σιωπηλῶν : παρόσον αἱ Βάκχαι σιγῶσι . Βάλλ ' ἐς Μακαρίαν : οἷον εἰς ᾅδου . Μακαρία γὰρ ἡ Ἡρακλέους
5834512 ὀμφακομελι
. καλὸν τοίνυν διὰ τοὺς λογισμοὺς τοὺς εἰρημένους καὶ τὸ ὀμφακόμελι : τὸ μὲν γὰρ μέλι πόριμον ἐν αὐτῷ καὶ
συμβῇ γενέσθαι τὴν δύναμιν , οὐδὲν ἄτοπον καὶ ὑδρόμηλον καὶ ὀμφακόμελι τούτοις ἐπιδιδόναι ἢ βραχέος οἴνου ἢ Σαβίνου ἢ Κνιδίου
5831035 ἀποβλεπουσα
ὡς συμβαλλόμενον τῷ ποιητικῷ : πρὸς γὰρ τούτους τοὺς λόγους ἀποβλέπουσα ἡ φύσις δημιουργεῖ , καὶ διὰ τὴν ἀιδιότητα τῶν
ὡς πρὸς τὸ αὑτῆς χρήσιμον καὶ τὸ τοῦ παντὸς ἀγαθὸν ἀποβλέπουσα ποιεῖται τὰς κινήσεις . Καὶ ἐνταῦθα γοῦν ὁρῶμεν τὸν
5823906 οἰκοδομιαν
, οὐ μὴν ἀλλὰ ταχὺ διασήπεται . δρῦς δὲ πρὸς οἰκοδομίαν καὶ πρὸς ναυπηγίαν ἔτι τε πρὸς τὰ κατὰ γῆς
λιθοκολλήτοις καὶ πυκναῖς διειληφότες ἅπασαν τὴν τῶν οἰκιῶν κατὰ μέρος οἰκοδομίαν πεποίηνται θαυμαστὴν ταῖς πολυτελείαις : τὰ μὲν γὰρ ἐξ
5823538 κακαβον
πρόσβαλε τὸ μέλι , κἀπειδὰν ἑψηθῇ καὶ μέλλῃς αἴρειν τὴν κάκαβον , τότε πάλιν ἐπίβαλε τὰ ξηρὰ καὶ ἕψε ,
: ταχὺ γὰρ πήγνυται . εἶτα πάλιν ἀνάλαβε εἰς τὴν κάκαβον καὶ πάλιν διήθησον καὶ οὕτω ποίει θερμαίνων , ἕως
5814347 ὑπτιη
ἀπὸ τοῦ κλυσμοῦ : οὖρον καθαρὸν , λαμπρόν : κλίσις ὑπτίη , σκέλεα διηνοιγμένα διὰ τὴν ἔκλυσιν : παράπαν ἄγρυπνος
ἐπὴν φάγῃ , σμικρὸν ἐπισχοῦσα , ἀπεμεέτω : καὶ ἀνακλιθεῖσα ὑπτίη , τοῦ πηγάνου ἐχέτω καὶ ἐν τοῖσιν ὠσὶ καὶ
5789989 λῃδιον
Ἡ Γλυκέριον λαβοῦσα παρ ' ἐραστοῦ τινος Κορίνθιον παράπηχυ καινὸν λῄδιον ἔδωκεν εἰς κναφεῖον , εἶτ ' ἐπεὶ τέλος ἔδοξ
ἡ Γλυκέριον λαβοῦσα παρ ' ἐραστοῦ τινος Κορίνθιον παράπηχυ καινὸν λῄδιον ἔδωκεν εἰς γναφεῖον : εἶτ ' ἐπεὶ τέλος ἔδοξ
5787085 σκευαστεον
τὸ δέρμα . πρὸς δὲ τὰ ἀπουλώσεως δεόμενα ἄνευ στέατος σκευαστέον . Πρὸς ἐπινυκτίδας καὶ φλυκταίνας . Λιθάργυρον , θεῖον
ὑγρόν . Σκευασία αἵματος χελώνης θαλασσίας . Χελώνης θαλασσίας αἷμα σκευαστέον οὕτως : ἐπὶ ξυλίνου ἢ ὀστρακίνου σκεύους ὑπτίαν κατακλίνας
5781179 ἐπαραμενος
φορτία πάντα τεθεικὼς καὶ τὸν ὄνον , διαπλεῖ σινδόν ' ἐπαράμενος . ὥστε μάτην Τρίτωνες ἐν ὕδασι δόξαν ἔχουσιν ,
γενόμενος ὁ Παυσανίας δόξας τε κατ ' ἐπιβουλήν τινα εἰσεληλυθέναι ἐπαράμενος τὸ ξιφίδιον ἐπερόνησε τὴν κόρην καὶ ἀπέκτεινε . καὶ
5771241 στομ
ταγηνίαις : τεμάχη δ ' ἄνωθεν αὐτόματα πεπνιγμένα εἰς τὸ στόμ ' ᾄττει , τὰ δὲ παρ ' αὐτὼ τὼ
ἀνάγκης δεῖ γελᾶν , ἵνα θεωρῶς ' οἱ παρόντες τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ
5739911 τοὐμπροσθεν
στοιχεῖν , ἀλλ ' ἐν τῷ μεταξὺ αὐτῶν κεῖσθαι εἰς τοὔμπροσθεν , ὡς αὔτως δὲ καὶ τῶν βγ τὸ ι
εἰς τοὐπίσω μόνον ἀφαλλόμενον , ἔστιν ὅτε δὲ καὶ εἰς τοὔμπροσθεν , ἀναφέροντα τῶν σκελῶν ἑκάτερον ἐν μέρει . καὶ
5711704 καταντες
τὸ τί ἦν εἶναι , ὥσπερ τὸ ἄναντες καὶ τὸ κάταντες . ὡς γὰρ ἐπὶ τούτων τὸ μὲν αὐτὸ διάστημα
κώλυμα γίνεσθαι τῆς ἐκκρίσεως , ἀλλ ' ἀπορρεῖν εἰς τὸ κάταντες , γνώριμόν ἐστιν . μετὰ δὲ τὴν ἀφαίρεσιν τῶν
5697437 ἐστερημενη
σωρείαν αὐξηθεῖσα μὴ ἐπὶ μονάδα μειουρισθῇ , κόλουρος ἁπλῶς λέγεται ἐστερημένη τῆς φυσικῆς καὶ πᾶσιν ἐπιβαλλούσης κορυφώσεως : οὐ γὰρ
ἀσκοὶ ἢ θερμαινόμενα διαλύονται . Λύπη ἐστὶ διάθεσις ψυχῆς ἡδονῶν ἐστερημένη . Πόθεν λύπη ; παρὰ τὸ λυώπη : λύει
5678300 Παρνηθ
ὦ πονηρέ μ ' ἐξορίζεις ὡσπερεὶ κλιντήριον ; Ἐς τὴν Πάρνηθ ' ὀργισθεῖσαι φροῦδαι κατὰ τὸν Λυκάβηττον . Κείσεσθον ,
οὐκ ἐῶν κακὸν τὸν οὐχὶ τοιοῦτον δοκεῖν . ἐς τὴν Πάρνηθ ' ὀργισθεῖσαι φροῦδαι κατὰ τὸν Λυκαβηττόν μηδὲ στέψω κοτυλίσκον
5662853 προηκει
καὶ χίλιοι , εὖρος δὲ ἐς εἴκοσί τε καὶ τετρακοσίους προήκει . πρῶτοι δὲ διαβῆναι λέγονται ναυσὶν ἐς τὴν νῆσον
ὀδμὴν ξὺν τῷ ἠέρι διὰ τῶν βρογχίων ξηρῶν ἐόντων : προήκει γὰρ ὁ ἐγκέφαλος τῆς ῥινὸς ἐς τὰ κοῖλα :
5658338 ἐρριψας
σεβίζῃ γενεθλίους ἀράς , τέκνον ; τεκοῦσα γάρ μ ' ἔρριψας ἐς τὸ δυστυχές . οὔτοι ς ' ἀπέρριψ '
πολλάκις σκοπουμένων , καθεὶς κάτω τὴν χεῖρα τὴν μίαν λαθὼν ἔρριψας εἰς τὸν λάκκον ἰταμῶς τὸν νεφρόν . πολὺν ἐποίησας
5643657 λαυρην
ἀκρότατον δὲ παρ ' οὐδὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο ἦν ὁδὸς ἐς λαύρην , σανίδες δ ' ἔχον εὖ ἀραρυῖαι : τὴν
Λαύρα : ἡ πλατεῖα ῥύμη . οἷον : οὐδῷ ἐς λαύρην . παρὰ τὸ λίαν ἔχειν αὔραν . ἢ δι
5640414 ἐντονον
τὸ ] ταῖς συχναῖς ἐπιστροφαῖς τε καὶ κατακλήσεσι χαλάσῃ τὸ ἔντονον ὁ θὴρ καὶ τῆς ὁρμῆς ἀμαλδύνῃ τὸ ἄσχετον .
τῷ Ἰσοκρατικῷ παραπλήσιον , πλὴν ὅσον πικρόν ἐστι καὶ σφόδρα ἔντονον , τὰ δ ' ἄλλα ὁμοία ἡ λέξις :
5636347 ἐκρουν
ἑκατόν , καθ ' ὃν τόπον ἡ θάλαττα ποιεῖται τὸν ἔκρουν : τὸ δ ' ἕτερον ἀκρωτήριον τὸ καλούμενον Βελέριον
' ἔκρουν φλεγμονὴ τοῦ ὑπεζωκότος , ἤγουν ἡ κατ ' ἔκρουν πλευρῖτις , διττή ἐστιν : ἢ γὰρ λόγῳ κρίσεως
5629320 μαινιδια
σχίνου κεφαλὴν κατορύττειν . Τραπόμενον εἰς τοὔψον λαβεῖν ὀσμύλια καὶ μαινίδια καὶ σηπίδια . Ἤδη παροινεῖς ἢ ' μὲ πρὶν
Μαρωνίᾳ τ ' ἐνὶ μέσσῃ . Ἀριστοφάνης : ὀσμύλια καὶ μαινίδια καὶ σηπίδια . Θεόπομπος : ἔντραγε τὴν σηπίαν τηνδὶ
5628778 ἁλεται
τὴν διαφορὰν τοῦ τύψαι καὶ βαλεῖν . . . . ἅλεται : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ ἅληται . .
κ ' ἢ δουρὶ τυπεὶς ἢ βλήμενος ἰῷ εἰς ἵππους ἅλεται . ἡ διπλῆ πρὸς τὴν διαφορὰν τοῦ τύψαι καὶ
5622734 ἐρεθισμον
διὰ κενεαγγείην ἀσθενεῦνται , αἵ τε δι ' ἄλλον τινὰ ἐρεθισμὸν , αἵ τε διὰ πόνον καὶ ὑπὸ ὀξύτητος τῆς
καὶ σομφώδεις . τὸ σὸν γὰρ ἄνθος : Ταῦτα πρὸς ἐρεθισμὸν τοῦ Ἡφαίστου φασὶ τὸ Κράτος καὶ ἡ Βία ,
5617556 ὀμματ
ὕπερθ ' ἁλός , αὐτὰρ Ἰήσων δακρυόεις γαίης ἀπὸ πατρίδος ὄμματ ' ἔνεικεν . οἱ δ ' , ὥστ '
προπετῶς φύλλα τινασσόμενοι , οὓς δακρύοις κατέβρεξα : κάτομβρα γὰρ ὄμματ ' ἐρώντων . ἀλλ ' ὅταν οἰγομένης αὐτὸν ἴδητε
5614483 καρπογονιαν
τί κωλύει τοῦτο συμβαίνειν ἐπὶ τῶν ἄλλων ὥσπερ πηρουμένων πρὸς καρπογονίαν ; ἀλλὰ τοῦτο μὲν ὡς ἐπιδοξαζόμενον εἰρήσθω , δεῖ
: ὕστερον γὰρ ἐκδᾳδοῦνται καὶ ὅλως τὴν τοιαύτην ὑγρότητα τὴν καρπογονίαν λαμβάνουσιν ὥστε γε καὶ πλῆθος εἰπεῖν : τότε γὰρ
5610537 ἀντιθυρον
ἐξηλαύνοντο ὑπὸ τῶν ἀεὶ ἐπεισιόντων : ἐτετρύπητο δὲ κατὰ τὸ ἀντίθυρον ἄλλη ἔξοδος . οἷόν τι καὶ τοὺς Μακεδόνας ἐν
τε καὶ ἀγλαὰ ἔργα ἰδυίῃ . στῆ δὲ κατ ' ἀντίθυρον κλισίης Ὀδυσῆϊ φανεῖσα : οὐδ ' ἄρα Τηλέμαχος ἴδεν
5609344 διχορδον
Σώπατρος δ ' ὁ παρῳδὸς ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Μυστάκου θητίῳ δίχορδον εἶναί φησι τὴν πηκτίδα λέγων οὕτως : πηκτὶς δὲ
' ἐχθὲς ὠμοὺς εἰς τὸ πῦρ ἀποσβέσας καὶ πρὸς τὸ δίχορδον ἐτερέτιζες . ᾐσθόμην : ἐκεῖνο δρᾶμα , τοῦτο δ
5607636 βαραθρον
ἐκ πάσης με χώρας ἐκβαλεῖν ; Οὔκουν ὑπόλοιπόν σοι τὸ βάραθρον γίγνεται ; Ἀλλ ' ἥτις εἶ λέγειν ς '
ἀμπεχόνην , τρύφημα , παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , ἔγκυκλον , κομμώτριον , ἕτερα θ ' ὅς
5607083 ἐνθεματιζεται
. Τὸ κάρυον εἰς κόμαρον μόνον ἐγκεντρίζεται . τὰ ῥοΐδια ἐνθεματίζεται εἰς ἰτέαν . ἡ δάφνη ἐγκεντρίζεται εἰς μελίαν .
ἀφ ' ἧς γίνεται λευκὰ συκάμινα . Τὰ δὲ ἀππίδια ἐνθεματίζεται εἰς ῥοιάς , καὶ εἰς κυδώνια , καὶ εἰς
5602520 μεταλαμβανεται
εὖ δὲ τοῦτο : τὰ γὰρ δύσφημα ἐπὶ τὸ εὐφημότερον μεταλαμβάνεται , οὐ μὴν τὸ ἔμπαλιν . τί οὖν ;
εἰσόδου ἐστὶν ἡ ζήτησις , ἀλλὰ περὶ αὐτῆς τῆς εὐθυδικίας μεταλαμβάνεται : ἐκ τοῦ προσώπου , ὅτι σε παῖδα ὄντα
5597668 Βαλλ
. Παῦσαι . Παῦσαι . Βάλλ ' ἐς κόρακας . Βάλλ ' ἐς κόρακας . Τί κακόν ; Τί κακόν
φιλτάτη γῆ ἁπλοϊκοὺς καὶ φιλαλλήλους τοὺς ἑαυτῆς τροφίμους ἀνεθρέψατο . Βάλλ ' ἐς μακαρίαν , οἷον κακόν ἐστιν , ὦ
5595352 ΒΟΣ
ἀττέλαβος , ὅπερ οἱ Ἀττικοὶ παραλόγως ὀξύνουσι . Τὰ εἰς ΒΟΣ ἐπιθετικὰ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς , εἰ μὴ τῷ Η
λήγοντα καθαρά . Τὸ δὲ ἕκτον ἀρξάμενον ἀπὸ τῶν εἰς ΒΟΣ συμπληροῖ τὰ εἰς ΛΟΣ : κατὰ γὰρ τὴν τῶν
5594196 Περσεπολιν
πρεσβεύοντι ἔχαιρον . Ὡς δὲ ἐς Πασαργάδας τε καὶ ἐς Περσέπολιν ἀφίκετο Ἀλέξανδρος , πόθος λαμβάνει αὐτὸν καταπλεῦσαι κατὰ τὸν
πλάτος δὲ τὸ ἐν τῇ μεσογαίᾳ τὸ ἀπὸ Σούσων εἰς Περσέπολιν στάδιοι τετρακισχίλιοι διακόσιοι , κἀντεῦθεν ἐπὶ τοὺς τῆς Καρμανίας
5587204 Ἐρχεται
μόνον . οὕτως ἔσθ ' ἅγιον παντελῶς τὸ θηρίον . Ἔρχεται , μετέρχεθ ' αὕτη , προσέρχετ ' , οὐ
μὲν διὰ τύχην γίγνεται , τὸ δ ' αἱρέσει . Ἔρχεται τἀληθὲς εἰς φῶς ἐνίοτ ' οὐ ζητούμενον . Ἆρ
5579198 ἐμβαλ
οὐδέ μιν ἴσχεν εὐρὺ ῥέων ποταμός : μέγα γὰρ σθένος ἔμβαλ ' Ἀθήνη . οὐδὲ Σκάμανδρος ἔληγε τὸ ὃν μένος
τε δεινόν τε ὄρθι ' , Ἀχαιοῖσιν δὲ μέγα σθένος ἔμβαλ ' ἑκάστῳ καρδίῃ ἄληκτον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι . τοῖσι
5578107 Ἀιδεις
τινὸς ἱδρυμένην . Ἄιδεις ἔχων : μάτην λέγων ληρεῖς . Ἄιδεις πρὸς μυρίνην : ἔθος ἦν , τὸν μὴ δυνάμενον
διὰ τὸ μὴ ἐῤῥιζῶσθαι μαραινομένων , ᾀδώνιδος αὐτοὺς ἐκάλουν . Ἄιδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέον : ἐπὶ τῶν φιληδόνων καὶ
5571076 ταριχειαν
κωβιός , ἠλακατῆνες . εἰσὶ δὲ κητώδεις , ἐπιτήδειοι εἰς ταριχείαν . Μένανδρος Κόλακί φησι : κωβιός , ἠλακατῆνες ,
δὲ Σινώπην προϊοῦσα ὡραιοτέρα πρός τε τὴν θήραν καὶ τὴν ταριχείαν ἐστίν : ἐπειδὰν δὲ ἤδη συνάψῃ ταῖς Κυανέαις καὶ
5565244 νικος
ἢ Ἑρμοῦ , Ἑρμόδωρος : ἢ λήγειν εἰ τύχοι εἰς νικος . οἱ δὲ μὴ εἰπόντες ὡς προσετάττετο ἔπινον τὸ
, ἀλλόγλωσσος : ἑτερόγλωσσος : πολύγλωσσος . Τὰ διὰ τοῦ νικος διττὴν ἔχει τὴν γραφήν : ἐπὶ μὲν γὰρ τῆς
5562467 ἐμβαλεις
πλαδαρώτερος ὁ πολύπους σοι φανῇ , τῶν αὐστηρῶν ῥοιῶν πλέον ἐμβαλεῖς : ἐὰν δὲ σκληρότερος , τῶν γλυκειῶν . δυσφορίαν
ὀρόβους ἀλέσας ἅπαξ , ὡς συνθλάσαι μόνον καὶ διελεῖν , ἐμβαλεῖς εἰς τόπους τῶν φυτῶν , καὶ πρὸς κράτησιν τῶν
5560012 ὠπα
ἔχειν . ἡ δὲ ” ἀστραπή , “ ὅτι τὰ ὦπα ἀναστρέφει , ” ἀναστρωπὴ “ ἂν εἴη , νῦν
γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν : αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν . ἐκπέπληκται οὖν καὶ αὐτὸς ὁ Πρίαμος ἐπὶ
5555332 εὐθυωριαν
ἁρμονίαν ἔχῃ καὶ τὸ πᾶν φέρηται συμφώνους φοράς , τὴν εὐθυωρίαν σχίσας εἰς δύο κύκλους κατέκαμψε καὶ διελὼν ἐκ τοῦ
ἐκτὸς ἐνεργεῖν , οὐ κύκλῳ πρὸς ἑαυτό , κατ ' εὐθυωρίαν δὲ ἀτεχνῶς : τοῦτο γὰρ ἦν τὸ τῆς ζωῆς
5550154 ἐμβασις
σαμψύχου λεγόμενον ἄκοπον . μεγαλωφελὴς δὲ καὶ ἡ εἰς ἔλαιον ἔμβασις . χρονίσαντος δὲ τοῦ πάθους κατὰ μὲν τὰς ἐπιθέσεις
. Μὴ παυομένου δὲ τοῦ πάθους ἐπὶ πλείους ἡμέρας , ἔμβασις εἰς ἔλαιον παραληπτέα , εἰ δὲ μή , εἰς
5549142 νηκτον
μετα - βάσεως , ὡς πτηνόν φαμεν καὶ πεζὸν καὶ νηκτόν : ἢ καὶ ὅτι μία ἡ ἀντίθεσις , κἂν
Σκορπίῳ , δίσωμον , θηλυκόν , γόνιμον , νυκτερινόν , νηκτόν , συριγγῶδες , πτερωτόν , ἄφωνον , ὑποτακτικόν .
5538159 ἀκαρη
τὰ μὲν ἐπὶ πλεῖστον αὐτοῖς χορηγεῖσθαι , τὰ δὲ μηδὲ ἀκαρῆ παραμένειν . Χρύσιππος δὲ ἄχρι τῶν ῥημάτων ἔοικεν ἀνδρίζεσθαι
πάρεστι τί ποτ ' ἀγγελῶν ἄρα ; Οὐδ ' ὅσον ἀκαρῆ τῆς τέχνης ἐπίσταμαι . Κατέπεσον ἀκαρὴς τῷ δέει .
5533310 ἑρπειν
τὴν χρόαν ἀλλάττοντα τοῖς ἐδάφεσιν ὁμοιοῦσθαι καθ ' ὧν εἴωθεν ἕρπειν , τὸν δὲ ταῖς κατὰ θαλάττης πέτραις , ὧν
ἀνέδραμεν ἔρνει ἶσος . ἐνθένδε καὶ ὁ ὅρπηξ παρὰ τὸ ἕρπειν καὶ αὐτὸς πεποιημένος . περὶ μὲν οὖν τῆς κοινότερον
5531509 χηρωστης
φύσει μακρᾷ παραληγόμενα ὀξύνεσθαι θέλει , αὐλητής , πειρατής , χηρωστής , βραβευτής . οὕτως οὖν καὶ τὸ ἑεδνωτής ,
, ὡς γυψῶ γυψώσω γυψωτής , καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ χηρωστής : ἐξ οὗ καὶ χήρα , ἡ ἔρημος καὶ
5521602 κενεωνα
Περὶ δὲ τὰς πεντεκαίδεκα , ἀλγήματα γαστρὸς κατὰ σπλῆνα καὶ κενεῶνα ἀριστερόν : θερμῶν προσθέσιες ἧσσον ἢ ψυχρῶν ξυνέφερον :
Περὶ δὲ τὰς πεντεκαίδεκα γαστρὸς ἄλγημα κατὰ σπλῆνα καὶ κατὰ κενεῶνα ἀριστερόν : θερμῶν προσθέσιες ἧσσον ἢ ψυχρῶν προσωφέλεον :
5515935 μιτρῃ
ἀλύων . τόρρ ' ἥγ ' ἐξανελοῦσα , θυώδεϊ κάτθετο μίτρῃ ἥ τέ οἱ ἀμβροσίοισι περὶ στήθεσσιν ἔερτο . ἐκ
διπλῆ . . . νείατον ἐς κενεῶνα , ὅθι ζωννύσκετο μίτρῃ : ἡ διπλῆ , ὅτι κατὰ τὰ κοῖλα μέρη
5515587 θρωσκων
ἅμιπποι λέγονται . τοῦτ ' ἔστι τὸ παρ ' Ὁμήρῳ θρώσκων ἄλλοτ ' ἐπ ' ἄλλον . πεζοὶ δ '
, σχολαία φωνὴ μαλακή , τῶν τριχῶν ὁ περίδρομος ἄνω θρώσκων . Ὁ δὲ εἴρων καὶ παλίμβουλος τὰ ἀμφὶ τοὺς
5511652 Σφιγγ
πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ σάκει , κυκλωτῷ σώματος προβλήματι , Σφίγγ ' ὠμόσιτον προσμεμηχανημένην γόμφοις ἐνώμα , λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμας
ἐγώ καὶ τοὺς ἐφήβους , Σωσία , τοὺς δυσχερεῖς . Σφίγγ ' ἄρρεν ' , οὐ μάγειρον , εἰς τὴν
5511594 βαλλ
' οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν ; παῖ , παιδίον . βάλλ ' εἰς κόρακας . τίς ἐσθ ' ὁ κόψας
μὴ γεννήσαντα παῖδα ἄρρενα : “ τὸν μὲν ἄκουρον ἐόντα βάλλ ' ἀργυρότοξος Ἀπόλλων νυμφίον ἐν μεγάρῳ . ” ἄκικυς
5502129 ἀποθεσιν
τόποι , καὶ οἷον ὅροις τισὶ διειλημμένοι , καὶ εἰς ἀπόθεσίν τινος πεποιημένοι : καὶ ἴσως ἐστὶ τὰ νῦν ἐν
τόποι , καὶ οἷον ὅροις τισὶ διειλημμένοι , καὶ εἰς ἀπόθεσίν τινος πεποιημένοι : καὶ ἴσως ἐστὶ τὰ νῦν ἐν
5495908 καταστρεφει
ὁ θεὸς τὴν μοῖραν , ὅ ἐστι τὴν εὐμοιρίαν , καταστρέφει καὶ μέγα φρονεῖν οὐκ ἐᾷ : ἄλλως : τῶν
σχεδόν τι τὰς τῆς οἰκουμένης πράξεις ἐν βίβλοις ἐννέα , καταστρέφει δὲ τὴν σύνταξιν εἰς τὴν περὶ Μυκάλην μάχην τοῖς
5493765 ἀπαυδω
ταῦτ ' , ἐμοὶ δὲ τἀντία . ἐγὼ δ ' ἀπαυδῶ πᾶς τε Καδμεῖος λεὼς Ἄδραστον ἐς γῆν τήνδε μὴ
, καὶ κράτει τῶν σῶν ὅπλων . Ἐγὼ δ ' ἀπαυδῶ γ ' , ᾧ θεοὶ ξυνίστορες , ὑπέρ τ
5485027 ἀπεβλεπεν
τὴν τοῦ ? [ ] ὕδατος [ ἐπίρροιαν ] : ἀπέβλεπεν [ δὲ ] εἰς τὸν Σεσόγγωσιν [ - ]
Κατασκοπίας : αὐτόθεν γάρ , ὁπότε γυμνάζοιτο ὁ Ἱππόλυτος , ἀπέβλεπεν ἐς αὐτὸν ἐρῶσα ἡ Φαίδρα . ἐνταῦθα ἔτι πεφύκει
5484154 ἐντιθεται
ἐπὶ δὲ τῶν νηπίων καὶ χόνδρος ἁλὸς καθ ' ἑαυτὸν ἐντίθεται ἐλαιωθείς , καὶ μέτρον πυρῆνι ὅμοιον , καὶ ἀγλιθάριον
λέγομεν πειρίνθια , τὰ ἐπὶ τῆς ἁμάξης , εἰς ἃ ἐντίθεται τὰ πρὸς τὴν χρείαν , ἕνεκα τοῦ πλείω χωρεῖν
5480078 χευ
? ? [ πε ! [ μες ? ! [ χευ [ πον ? ? [ ! ! ! ]
? ? [ πε ! [ μες ? ! [ χευ [ πον ? ? [ ! ! ! ]
5470603 περιθες
. . . . . ἐπὶ τοῖς ὅπλοις ἀκκίζεται . περίθες σεαυτῷ τὸν πνιγέα . ἀφάρμακον χρῶμ ' Οἰδίποδος Ἀφροδίσιος
οὐκ ἀγοράζεις με ; “ ὁ ἔμπορος : ” μὴ περίθες μοι πρᾶγμα , ὅτι οὐ θέλω σε ἀγοράσαι .
5465154 ἀντιμαχον
. ἀντίπαλον ] ἀντίμαχον , σύμμαχον . ἀντίπαλον ] + ἀντίμαχον , ἤγουν τὸν ὑπὲρ ἐμοῦ ἀνθιστάμενον . ἀντίπαλον ]
] τὸν Μελάνιππον . ἀντίπαλον ] ἀνταγωνιστήν . ἀντίπαλον ] ἀντίμαχον , σύμμαχον . ἀντίπαλον ] + ἀντίμαχον , ἤγουν
5464023 σαγην
οἶμαι ἀντὶ τοῦ ἐοικώς . παντελῆ ] τελείαν . παντελῆ σαγὴν ] πανοπλίαν ἢ τελείαν περιβολὴν ἔχων ξένου . φωνὴν
μάντις ἀψευδὴς τὸ πρίν . ξένῳ γὰρ εἰκώς , παντελῆ σαγὴν ἔχων , ἥξω σὺν ἀνδρὶ τῷδ ' ἐφ '
5458733 πηδα
καὶ πολεμιώτατον ἐκείνῳ ὁμολογεῖς εἶναι ; πρὸς ταῦτα χαλέπαινε καὶ πήδα , ἔφη , καὶ μιαρώτατον ἀνθρώπων ἐμὲ νόμιζε καὶ
, ποικίλλετε . ἀντὶ τοῦ σκέπασον τῇ ἄμπυκι . οἷον πήδα . . ὡς ἔλαφος . . χορωφελέταν : Ἀντὶ
5458309 εἰσεπετοντο
ὀπταὶ δὲ κίχλαι μετ ' ἀμητίσκων εἰς τὸν φάρυγ ' εἰσεπέτοντο . Συρακούσιοι δὲ τὰς κίχλας κιχήλας λέγουσιν . Ἐπίχαρμος
ὀπταὶ δὲ κίχλαι μετ ' ἀμητίσκων εἰς τὸν φάρυγ ' εἰσεπέτοντο : τῶν δὲ πλακούντων ὠστιζομένων περὶ τὴν γνάθον ἦν
5456136 σιγαι
τε χολᾶι , ὀλεσάνορος αἰολοδείρου [ ] ὀδύναισιν Ὕδρας : σιγᾶι δ ' ὅ γ ' ἐπικλοπάδαν [ ἐνέρεισε ]
δὲ παῖς Στροφίου , κακόμητις ἀνήρ , οἷος Ὀδυσσεύς , σιγᾶι δόλιος , πιστὸς δὲ φίλοις , θρασὺς εἰς ἀλκάν
5454319 τοὐπισω
ποιέεσθαι , ὥσπερ καὶ πρόσθεν γέγραπται . Ἢν δὲ ἐς τοὐπίσω βραχίων ἐκπέσῃ , οἱ τοιοῦτοι ἐκτανύειν οὐ δύνανται .
πολεμικά . . ἐκτρέποντες ] ἀπορρίπτοντες , ἀποβάλλοντες , εἰς τοὐπίσω τρέποντες . . ἐκτοπίζοντες , ἀποφέροντες . . γᾶς
5446722 ἐπεδωκας
; ἔασον ἀμφισβητῆσαί σοι τὸν βουλόμενον τῶν πολιτῶν ὡς οὐκ ἐπέδωκας , ἀλλ ' ἀπὸ πολλῶν ὧν ἔχεις εἰς τὴν
καὶ τὸ ἄριστόν σου φιλοσοφίας μεστόν . εὐθέως γὰρ γλώττας ἐπέδωκας , δι ' ἧς πᾶσα φιλοσοφία ἐκπέμπεται , καὶ
5444857 θυιαν
καὶ τὰς πυξίδας ἀνατρέπων καὶ τὰ φάρμακα συγχέων καὶ τὴν θυίαν περιτρέπων , καὶ μάλιστα ἐπειδὰν τὴν θυσίαν ὑπερβαλώμεθα ,
ὑγρασίαν ἔχει πλείστην ὑπὸ ψύξεως πεπηγυῖαν : εἰ γοῦν τις θυίαν σκευάσας ἐκ μολύβδου μετὰ δοίδυκος μολυβδίνου , βαλὼν εἰς
5441459 τεινουσα
ἐλθοῦσα κατηναλώθη : ἡ δὲ εὐθεῖα ἀπὸ καρδίης πρὸς κληῗδας τείνουσα ἄνωθεν τῆς ἀρτηρίης ἐστὶν , ὥσπερ καὶ παρ '
κατη [ ] καὶ τὸ Ἐπικουρο [ καθάπερ ? ] τείνουσα [ ] ἐμὴν καὶ τὸ συλ [ ? ]
5440606 δυς
ἀπὸ τῆς εἰς καὶ τῆς πρὸς προθέσεως καὶ ἀπὸ τοῦ δυς ἐπιρρήματος : ταῦτα γὰρ ἐν διαστάσει ἔχουσι τὸ σ
προθέσεως , καὶ ἀπὸ τῆς πρὸς , καὶ ἀπὸ τοῦ δυς ἐπιρρήματος : ταῦτα γὰρ ἐν διαστάσει ἔχουσι τὸ σ
5433057 αἰθριην
κέδρου πρίσματα , ὕδωρ τε ἐπιχέας , θὲς ἐς τὴν αἰθρίην , εἶτα πρωῒ δὸς πρὸς τὰς ἀλγηδόνας . Ἄλλο
, ἐπιχέας χόεα , ἕψε , ἔπειτα ἀποχέας πρὸς τὴν αἰθρίην θεῖναι , καὶ τῇ ὑστεραίῃ πίνειν , καὶ τὸ
5422867 καλαμην
. ἢ ἀπὸ τοῦ ποία ἡ βοτάνη . ἡ πρὶν καλάμην συλλέγουσα καὶ σταχυολογοῦσα . ποιολογεῦσα : ἀσταχυολογοῦσα . κυρίως
ὁμοίωσιν ἐπὶ τὸ πλεῖστον , οἷον ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ χαλκὸς ἔχευεν . Αἴνιγμά ἐστι φράσις ἐπιτετηδευμένη κακοσχόλως
5421965 ἐξεπιπτε
πλοιάρια τὰ ἐν τῷ λιμένι τὰ μὲν εἰς τὴν γῆν ἐξέπιπτε , τὰ δ ' ἀλλήλοις ἐνέπιπτε καὶ συνετρίβετο :
εἰ μὲν οὖν ἅπας ὅστις εἰς γῆρας ἧκεν , οὗτος ἐξέπιπτε τοῦ φρονεῖν καὶ τῆς φύσεως οὗτος ἦν νόμος τὸν
5413030 κατεμιξε
δὲ μνημεῖον ἀθάνατον κατέλιπεν , εἰς κοινὴν εὐχρηστίαν φιλοτιμηθείς . κατέμιξε δὲ καὶ τὴν σύγκλητον , οὐ τοὺς εὐγενεῖς καὶ
ἀνεσταύρωσε , τῶν δ ' ἄλλων μισθοφόρων ἑλὼν εἰς δισχιλίους κατέμιξε τοῖς ἰδίοις στρατιώταις . μετὰ δὲ τὴν ἅλωσιν ταύτης
5412761 φωρ
τὸ φέρω φὸρ καὶ τροπῆ τοῦ ο εἰς ω μέγα φώρ . φάτνη παρὰ τὸ φαγεῖν φάγνη : καὶ τροπῆ
κε ῥεῖα αὐτὸ κίχοις , οὐδ ' αὐτὸς ὀνήσεται ἠλίθιος φώρ , κέρδεος ἁρπαλέοιο δίκην ἰθεῖαν ὑποσχών : φράζεο δ
5404977 ἐκτεταμενην
ὀλίγον παρατροπὰϲ καὶ μετρία κατάταϲιϲ ἀποκαθίϲτηϲι , τῶν μὲν ὑπηρετῶν ἐκτεταμένην τὴν χεῖρα κατά τε τὸν βραχίονα καὶ τὸν πῆχυν
, ποικίλη τὴν τρίχωσιν , δολιχόδειρος , γλῶσσαν ἐπὶ πολὺ ἐκτεταμένην ἔχουσα πυκνῶς περιστρεφομένην καὶ σείουσα τὸ οὐραῖον . Ταύτην
5404381 ὠνθυλευμενην
ἐν Γαλατείᾳ : νάρκην μὲν οὖν , ὥς φασιν , ὠνθυλευμένην ὀπτᾶν ὅλην . ἐν δὲ Δημητρίῳ : ἔπειτα νάρκην
ἀρτηρίαν συνήρπασεν . Νάρκην μὲν οὖν , ὥς φασιν , ὠνθυλευμένην ὀπτᾶν ὅλην . Γεγένηται δ ' , ὡς λέγουσι
5401152 περισφαλσιν
ἐπιτηδείους ἐγκρίνειν μοχλείας , τὴν κατ ' ἴπωσιν καὶ κατὰ περίσφαλσιν , τὴν μὲν κατ ' ἴπωσιν ἔτι μενούσης τῆς
παραλαμβάνεται , τό τε κατ ' ἴπωσιν καὶ τὸ κατὰ περίσφαλσιν : πρωτοστατεῖ δ ' ἡ ἴπωσις ἐπιμενούσης τῆς τάσεως
5396575 τρησας
Εἰ σπόδρ ' ἐπιτυμεῖς τὴ γέροντο πυγίσο , τὴ σανίδο τρήσας ἐξόπιστο πρώκτισον . Μὰ Δί ' , ἀλλὰ λύσω
σφαιρία δίδου τὸ ἀπόβρεγμα τῆς κολοκυνθίδος , οὕτω ποιῶν : τρήσας κολοκυνθίδα μεγίστην καὶ ἐκκενώσας τὰ σπέρματα μόνα , ἐγκαταλιπὼν
5392833 χιδρου
μετὰ ἄρτου ἢ μετὰ σεμιδάλεως ἢ ἰτρίου ἢ ἄλικος ἢ χίδρου . ὠφελεῖ τούτοις καὶ ὠὰ ἁπαλώτατα καὶ πεπόνων καὶ
τοῖς δ ' ἀνορέκτως ἔχουσι πρὸς ταῦτα , καὶ τοῦ χίδρου καὶ τῶν ἀμυγδάλων . τὰ δ ' ὠὰ παραιτεῖσθαι
5387205 Ποσοτητα
ι ἀπὸ δοτικῆς γεγόνασιν . οὕτως ὁ Χοιροβοσκὸς εἰς τὴν Ποσότητα , . , , . , . * +
τοῦ αε εἰς α μακρὸν αἴρω . οὕτως εἰς τὴν Ποσότητα , . , . . . Αἱρείτω : †
5381681 ἐκτηξις
πυρώδει καὶ φλογώδει θερμότητι γινομένης τῆς ἐκτήξεως . ἡ δὲ ἔκτηξις γίνεται τῆς νεοπαγοῦς σαρκὸς καὶ αὐτῆς τῆς σαρκός ,
αἵματι κριμνώδη ἐκκρίνονται ἐν τοῖς οὔροις : ἀνώμαλός ἐστιν ἡ ἔκτηξις , ὅτι τὰ μὲν λεπτὰ ἐμφέρονται , τὰ δὲ
5377640 καθιεμενος
κατὰ μῆκος χάρακα λαβὼν ἢ πρὸς αἱμασιὰν φυτευθεὶς ἢ κάτω καθιέμενος : εὐαυξέστατος δὲ εἰς φρέαρ . εἴδη δὲ τοῦ
τοῦ τὰ ἥκοντα ἐφ ' ἑαυτόν . Κάθετος : ὁ καθιέμενος εἰς τὸ πέλαγος ἀμνός : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ
5374017 μεθυσος
, καὶ μεθύστρια παρὰ Θεοπόμπῳ τῷ κωμικῷ : ὁ γὰρ μέθυσος ἐπὶ ἀνδρῶν Μενάνδρῳ δεδόσθω . ἐπὶ δὲ τῶν μεθυόντων
πόλιν Σανάπην , ἔπειτα κατὰ φθορὰν Σινώπην . ἡ δὲ μέθυσος Ἀμαζὼν ἐκ ταύτης τῆς πόλεως παρεγένετο πρὸς Λυτίδαν ,
5373218 μεθιστησι
ἀντεγκληματικὴ ἡ ἀντίθεσις , ἀντέγκλημα ἡ στάσις : ἐὰν δὲ μεθίστησι τὴν αἰτίαν εἰς ἕτερον , μεταστατικὴ ἡ ἀντίθεσις ,
ζητήματι ᾧ προειρήκαμεν τῷ ἀναζεύξαντι Ἀρχιδάμῳ καὶ κρινομένῳ δημοσίων : μεθίστησι μὲν γὰρ τὸν ἐπὶ τὴν αἰτίαν καιρόν : ἐρεῖ
5366708 μεροψ
Τευκρίδ ' ἄγαγον τρίπορθον . Εἱμάρσενός με στήτας πόσις , μέροψ δίσαβος , τεῦξ ' , οὐ σποδεύνας ἶνις Ἐμπούσας
ἐκ πασῶν σημαινομένης , ὥσπερ τὸ ἄνθρωπος ὄνομα καὶ τὸ μέροψ καὶ τὸ βροτὸς σημαίνει ταὐτόν , ἀλλὰ τὸ μὲν
5365748 κιθαρον
τῆς κεφαλῆς τοῖσιν ὀφθαλμοῖσιν . Ἐπὴν δ ' ἐς τὸν κίθαρον ῥυῇ ὑπὸ ψύχους , χολὴ γίνεται , μᾶλλον δὲ
διὰ τοῦ ἐπιπλόου , καὶ τὴν ἀποτελεύτησιν ἴσχει ἐς τὸν κίθαρον : ἀποπέφυκε δὲ κατὰ τὰς φρένας , καὶ ξυμβάλλει
5365308 θυμελας
λαθραῖον ὠδῖν ' ἐς θεοῦ ῥῖψαι δόμον , ὑπέρ τε θυμέλας διορίσαι πρόθυμος ἦν : οἴκτωι δ ' ἀφῆκεν ὠμότητα
δόμων καί τι πυθέσθαι χρήιζετε Φοίβου , πάριτ ' ἐς θυμέλας : ἐπὶ δ ' ἀσφάκτοις μήλοισι δόμων μὴ πάριτ
5365007 καθεντα
στερεός τε πεφύκῃ , ἕψειν εἰς ἅλμην καθαρὴν τρία φύλλα καθέντα : ἂν δ ' ᾖ πυρρὸς ἰδεῖν καὶ μὴ
πολὺ προανακεχώρηκεν ἡ ὑστέρα , καθάπερ ἔμπροσθεν ὑπεδείξαμεν . διόπερ καθέντα τὴν χεῖρα καὶ ψαύσαντα τοῦ κεφαλίου προβιβάζειν αὐτὸ κατ
5364816 εἰλικρινειαν
μᾶλλον καὶ ἧττον καὶ κατὰ τὴν πρὸς ἄλληλα μῖξιν καὶ εἰλικρίνειαν αὐτῶν ἡ πολυσχιδὴς ἑτερότης γίνεται . ποιεῖ δὲ διαφορὰν
πλειόνων κινουμένων μερῶν τοῦ σώματος ὀλίγα ἠρεμεῖ , κατ ' εἰλικρίνειαν δὲ ἐφ ' ἧς πάντα κινεῖται τὰ τοῦ σώματος
5350704 πυκινα
μέλανα ἔμετον δηλοῦσιν . Τοῖσι ποικίλως διανοσέουσι καὶ παρακρούουσι , πυκινὰ κωματώδεσι , προσδέχεσθαι λέγε μέλανα ἔμετον . Τὰ παροξυνόμενα
ἀπὸ τοῦ ἀγρώσσω ῥήματος πέπτωκεν . Ὅμηρος : ἰχθῦς ἀγρώσσων πυκινὰ πτερὰ δεύεται ἅλμῃ . ἀχαιϊνέην : Ἀχαία ἐστὶ τῆς

Back