πλαδαρώτερος ὁ πολύπους σοι φανῇ , τῶν αὐστηρῶν ῥοιῶν πλέον ἐμβαλεῖς : ἐὰν δὲ σκληρότερος , τῶν γλυκειῶν . δυσφορίαν
ὀρόβους ἀλέσας ἅπαξ , ὡς συνθλάσαι μόνον καὶ διελεῖν , ἐμβαλεῖς εἰς τόπους τῶν φυτῶν , καὶ πρὸς κράτησιν τῶν
6336389 διψω
Ι προσγεγραμμένον . Τὰ εἰς ΞΩ καὶ ΨΩ περισπᾶται : διψῶ γυψῶ κενοδοξῶ φιλοδοξῶ ἀδοξῶ αὐξῶ ἀλεξῶ . τὸ γὰρ
λέγει δ ' οὖν ὑστεροῦσα παρὰ πολύ : Πτολεμαῖε , διψῶ , φησί , παππία , σφόδρα : ἀλλ '
6221810 ὑλιστηρ
καὶ ὁ σάκος ἐπὶ τοῦ τρυγοίπου εἰρημένος , καὶ ὁ ὑλιστήρ . Ἱππῶναξ δέ φησι στάζουσιν ὡσπερεὶ τροπηίον σάκκος .
Τρὼς Τρωὸς , Τρωΐα καὶ Τροία . Τρύγοιπος . ὁ ὑλιστήρ . παρὰ τὸ ἰποῦσθαι τὴν τρύγα . Τέκμωρ .
6192725 ἠγορασα
ὅς ' ἐστὶν ἀπ ' ὀβελίσκων ὀπτανά . τρίγλας καλὰς ἠγόρασα καὶ κίχλας καλάς : ἔρριψα ταύτας ἐπὶ τὸν ἄνθραχ
ὅτι ἀπὸ σῶν δουλεύομαι παιδισκαρίων : ἴδε κἀγὼ σοὶ παῖδα ἠγόρασα , καὶ ὄψει κάλλος οἷον οὐδέποτε ἐθεάσω . “
6049420 τοὐψον
, πάντες ἴστε : τίς γὰρ ὑμῶν οὐ πώποτε εἰς τοὖψον ἀφῖκται καὶ τὰς δαπάνας τὰς τούτων οὐ τεθεώρηκεν ;
χρηστῶς προσένεγκε δι ' ἅλμης . μηδὲ προσέλθῃ σοί ποτε τοὖψον τοῦτο ποιοῦντι μήτε Συρακόσιος μηθεὶς μήτ ' Ἰταλιώτης :
6047537 ἰγδιν
δ ' ἀφθόνως πάρα . σπεύδουσι δ ' οἱ μὲν ἴγδιν , οἱ δὲ σίλφιον , οἱ δ ' ὄξος
. σίζουσι τηγάνοισι περιηχούμενοι τὸν πάντα τ ' ἀμφ ' ἴγδιν τε κἀλετρίβανον . . . . . . κατατρίβοντες
5985722 ἐπηγγειλω
, ὁ θεός , κατὰ τὴν χρηστότητα τῆς ἀγαθωσύνης σου ἐπηγγείλω μετανοίας ἄφεσιν τοῖς ἡμαρτηκόσιν , καὶ τῷ πλήθει τῶν
: τὸ προστυχὸν ἀεὶ πρόφασιν ποιεῖται διαβολῆς . Ἀλλ ' ἐπηγγείλω , φησί , πλῆθος ἄγειν χρημάτων , ἥκεις δὲ
5976626 μαινιδια
σχίνου κεφαλὴν κατορύττειν . Τραπόμενον εἰς τοὔψον λαβεῖν ὀσμύλια καὶ μαινίδια καὶ σηπίδια . Ἤδη παροινεῖς ἢ ' μὲ πρὶν
Μαρωνίᾳ τ ' ἐνὶ μέσσῃ . Ἀριστοφάνης : ὀσμύλια καὶ μαινίδια καὶ σηπίδια . Θεόπομπος : ἔντραγε τὴν σηπίαν τηνδὶ
5952172 ἐρριψας
σεβίζῃ γενεθλίους ἀράς , τέκνον ; τεκοῦσα γάρ μ ' ἔρριψας ἐς τὸ δυστυχές . οὔτοι ς ' ἀπέρριψ '
πολλάκις σκοπουμένων , καθεὶς κάτω τὴν χεῖρα τὴν μίαν λαθὼν ἔρριψας εἰς τὸν λάκκον ἰταμῶς τὸν νεφρόν . πολὺν ἐποίησας
5943885 ἀνθηλη
κεκαυμένον , ὄξος , δᾴδιον , λάδανον , ὅρμινον , ἀνθήλη , φλοιὸς κυάμου , μολύβδαινα , κόκκος Κνίδιος ,
νομιζόντων , ἀλλὰ ὑπηρέσιον μόνον . ἡ μέντοι καλουμένη λυχνὶς ἀνθήλη ἐκαλεῖτο . εἰ δὲ καὶ τὸ κνέφαλλον μὴ ἐπὶ
5939048 ὠφελησεις
μέσου , καὶ λοιπὸν ἐκ τῆς πονηρίας βλάψεις μᾶλλον ἢ ὠφελήσεις . τῆς γὰρ φρονήσεως , ἤτοι τῆς μεσότητος ,
μέγας τοῦ θεοῦ προφήτης Ἡσαΐας τῷ βασιλεῖ Ἐζεκίᾳ : Οὐκ ὠφελήσεις σεαυτὸν οὐδὲν κλαίων καὶ ὀδυρόμενος : δεῖ γὰρ πληρωθῆναι
5897793 ἀπεδωκα
συμμάχοις τοῖς ἐκείνου χρησάμενος ἀδικήμασι βιαίων ὑμᾶς ἠλευθέρωσα προσταγμάτων , ἀπέδωκα τῇ πόλει τὴν ἡδίστην δημοκρατίαν , ἐδωρησάμην τοὺς νόμους
ὄνομα , Σωσίαν , ὥσπερ καὶ δίκαιόν ἐστιν , καὶ ἀπέδωκα τῷ πρεσβυτάτῳ τοῦτο τὸ ὄνομα : τῷ δὲ μετ
5886548 ἀπλυτον
ἢ βάλανον προστιθέναι , ὡς νηπίῳ κοιλίη λύεται , εἴριον ἄπλυτον ξὺν μέλιτι : ἢν δὲ γεραιτέρη ᾖ , κρόμμυον
γινώσκειν εἰς μὲν τὴν ὑπαγωγὴν τῆς γαστρὸς ἐπιτηδειοτέραν εἶναι τὴν ἄπλυτον ἀλόην , πλυθεῖσαν δὲ ἀποτίθεσθαι πολὺ τοῦ φαρμακώδους ,
5886387 ἐμβιβαζεσθωσαν
τῶν πυρετῶν τρομώδεις εἶεν , ἀλειφέσθωσάν τε καὶ εἰς ὑδρέλαιον ἐμβιβαζέσθωσαν μυρακόποις τε κεχρήσθωσαν καὶ δρωπακιζέσθωσαν τόν τε νῶτον καὶ
ὑδρέλαιον καθιέμενοι , εἰ ἀσθενεῖς εἶεν , διὰ τῆς ἐνδρομίδος ἐμβιβαζέσθωσαν . ἀναμικτέον δὲ τὸ ἔλαιον ἀκριβῶς τῷ ὕδατι :
5884040 εἰσεληλυθεναι
μείζονι σφύρᾳ καὶ εἰσώθει τοὺς σφῆνας : ὅταν δὲ ἱκανῶς εἰσεληλυθέναι σοι δοκῶσιν , ἐπιθεὶς ἐπὶ τὴν σύριγγα καὶ ἐνδήσας
θεοῦ τινα ἐπιφάνειαν ἡγουμένων τὸ πρᾶγμα καί τινα ἀγαθὸν δαίμονα εἰσεληλυθέναι αὐτοῖς εἰς τὴν οἰκίαν . παριόντα δὲ αἱ ἀρτοπώλιδες
5848735 τρυγοιπος
. τρύγιπος : Τρὺξ τρυγὸς ἡ τοῦ οἴνου ὕλη : τρύγοιπος δὲ λέγοιτ ' ἂν κυρίως , δι ' οὗ
συνεργήσων λαβεῖν με τῷ μειρακίσκῳ διεσπεκλωμένῃ ] γεγηρακυίᾳ καὶ συνουσιωμένῃ τρύγοιπος ] σάκκινος ὑλιστήρ . ὑλιστήρ , σακελιστήριον οὐ γὰρ
5840972 πιττινον
. τοῖς δὲ σκεύεσιν εἰ βούλοιτό τις προσαριθμεῖν καὶ κάδον πίττινον ἔξεστιν , Ἀριστοφάνους ἐν Δράμασιν ἢ Κενταύρῳ εἰπόντος ἀλλ
ἔρχεται . ἀλλ ' ἐς κάδον λαβών τιν ' οὔρει πίττινον . ἐκκρουσαμένους τοὺς πύνδακας πτίσσω , βράττω , μάττω
5839827 ἐπλανησε
περὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἔγραψε . φησὶ δὲ ὁ Φιλόξενος ὅτι ἐπλάνησε τὸν Ἡσίοδον τὸ τὸν ἕνα ὀφθαλμὸν τυφλωθέντα μηκέτι ὁρᾶν
γὰρ ἀνάψας καὶ λαμπάδας ποιήσας περὶ τὰ Κοῖλα τῆς Εὐβοίας ἐπλάνησε τοὺς Ἕλληνας καὶ διέφθειρεν αὐτοὺς καὶ τὰς ναῦς αὐτῶν
5834288 ὑποικουρει
καὶ ἄνευ τινὸς ὑποτιμήσεως ἐθελοκακούσης καὶ σκήψεως , ἐς ἣν ὑποικουρεῖ τὸ ῥᾴθυμον , ὡς κἀν ταῖς πανσελήνοις μηδὲ νύκτωρ
τὸν στρατιωτικὸν ἄγειν κατάλογον , ἀλλ ' οἷς οὐδὲν προενεληλυθὸς ὑποικουρεῖ πάθος , ὅπως ἐλευθέροις καὶ ἀφέτοις ὁρμαῖς ἀπροφασίστως τοῖς
5827097 σκευαστεον
τὸ δέρμα . πρὸς δὲ τὰ ἀπουλώσεως δεόμενα ἄνευ στέατος σκευαστέον . Πρὸς ἐπινυκτίδας καὶ φλυκταίνας . Λιθάργυρον , θεῖον
ὑγρόν . Σκευασία αἵματος χελώνης θαλασσίας . Χελώνης θαλασσίας αἷμα σκευαστέον οὕτως : ἐπὶ ξυλίνου ἢ ὀστρακίνου σκεύους ὑπτίαν κατακλίνας
5826998 φθονεις
καὶ τήμερον ἠθέληκάς με εἰσαγγεῖλαι παραπρεσβεύσασθαι ; οὐ γὰρ δὴ φθονεῖς γέ μοι τῶν εἰς τὸ σῶμα τιμημάτων . Τοιγάρτοι
σῶν χρυσοποιιῶν . Ἀεὶ σύ μου τῷ πλούτῳ προσπολεμεῖς καὶ φθονεῖς . Οὐ φέρει ὁ Λυδός , ὦ Χάρων ,
5817262 διωξω
ἐκείνων πλοῖον : ἀλλὰ μὰ τοὺς θεοὺς οὐκ ἔγωγε αὐτοὺς διώξω , οὐδ ' ἐρεῖ οὐδεὶς ὡς ἐγὼ ἕως μὲν
πόρσω δ ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις . οὔ νιν διώξω : κεινὸς εἴην . Ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς ἀκαμαντόποδος Ζεῦ
5813970 τριηραρχιαν
ἐν τῇ * * * Τριηράρχημα : τὸ εἰς τὴν τριηραρχίαν ἀνάλωμα : Δημοσθένης ἐν τῷ περὶ τοῦ τριηραρχήματος .
ἀπεστερημένῳ , δίδωμ ' εἴκοσι μνᾶς τούτοις , ὅσου τὴν τριηραρχίαν ἦσαν μεμισθωκότες . τὰ μὲν δὴ τόθ ' ὑβρίσματα
5806954 διελεχθης
τὸν χρόνον καὶ οἷα πρὸς τὸν τῶν ἀμεινόνων ἄγγελον τουτονὶ διελέχθης , ὅτι ὦ σὺ δείξας σεαυτὸν ἐν οὐκ ὀλίγαις
Ἐγὼ δὲ θαυμάζω τί παθὼν ἐξιοῦσι μὲν ἡμῖν οἴκοθεν τοιαῦτα διελέχθης , ὥστε πεισθῆναί με μηδὲν ὧν διελέχθης πεπλάσθαι σε
5796459 ἀκολουθησον
ἐντελεστάτου [ ἐντελοῦς ὄντος . ] ἀκολουθήσεις ] ἀντὶ τοῦ ἀκολούθησον . τὸ “ ἀκολουθήσεις ” καὶ τὸ “ ἀνύσας
αὐτοῦ ; μεθαρμοσάμενος καὶ μετασκευασάμενος , ὅσα τῷ δοκεῖν , ἀκολούθησον τὸ πρῶτον οἷς ἂν ἐθέλῃ καὶ πρὸς μηδὲν ἐναντιωθεὶς
5795999 ἀναλισκεται
οὖν δεῖται τροφῆς . ἢν δὲ μὴ , τὸ σῶμα ἀναλίσκεται . γέρουσι δὲ ὀλίγον θερμὸν , διὰ τοῦτο ἄρα
ὅπου κίνδυνος πάρεστιν ; ἀλλ ' εἰ μέν που χρήματα ἀναλίσκεται , προσκαθιζήσει , πρᾶξιν δὲ ἀνδρὸς οὐ πράξεις :
5787566 βουληθειης
καὶ κοτυληδόνος . κάλλιον δὲ , εἰ καὶ ψυχρισθέντας ἐπιρρίπτειν βουληθείης τοὺς χυλοὺς καὶ μάλιστα ἐπὶ χιόνος . εἰ δέ
καὶ κακόχυμον . τὸ δὲ ἀρνῶν καὶ ἐρίφων ὁσάκις ἂν βουληθείης . ἀπὸ δὲ τῶν ἐνύδρων ζώων οἱ πετραῖοι καλούμενοι
5777283 Ἀιδεις
τινὸς ἱδρυμένην . Ἄιδεις ἔχων : μάτην λέγων ληρεῖς . Ἄιδεις πρὸς μυρίνην : ἔθος ἦν , τὸν μὴ δυνάμενον
διὰ τὸ μὴ ἐῤῥιζῶσθαι μαραινομένων , ᾀδώνιδος αὐτοὺς ἐκάλουν . Ἄιδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέον : ἐπὶ τῶν φιληδόνων καὶ
5772310 βουλευσεται
φθαρτική . βουλεύσεται ] κυρωθήσεται . βουλεύσεται ] ἀποκυρωθῇ . βουλεύσεται ] βουλευθήσεται . βουλεύσεται ] μετὰ συμβουλῆς πραχθήσεται .
μαντικὴ στήσεται : κατὰ δὲ τὸ δῆλον ἢ μή , βουλεύσεται . Ἤδη δὲ καὶ τοῦ ἀναγκαίου ἡ γνώμη μαντικῇ
5763708 ἀνδρωνιτιν
ἐπιπεπόλακεν οὔπω δυνηθεῖσι τὰ μὲν ἐκνίψασθαι , πρὸς δὲ τὴν ἀνδρωνῖτιν μεταδραμεῖν ἑστίαν , καθάπερ λόγος ἔχει τὴν φιλάρετον διάνοιαν
οἱ Ἀττικοὶ τὴν μέσην θύραν τὴν φέρουσαν εἴς τε τὴν ἀνδρωνῖτιν καὶ γυναικωνῖτιν . δαιδαλέη δ ' αἴθουσα : στοὰ
5756417 χλιερον
θαμινάκις , καὶ τοὺς ὀδόντας διαγαγὼν πασσάλῳ , οἶνον ἄκρητον χλιερὸν ἐγχέειν , ἢν μή τι κωλύῃ , καὶ αὐτίκα
ἴοι , οἴνῳ προσκλυζέσθω . Ἢ ὀπτοῦ χαλκοῦ ἐκδιεὶς , χλιερὸν ἀναλαμβάνειν εἰρίῳ , καὶ προστιθέναι . Κυητήριον : κεδρίης
5745428 ἠδικεις
σοι δεῖ ἀποφεύγειν , ἀνθ ' ὧν [ πρότερον ] ἠδίκεις . ταῦτα γάρ ἐστι τὰ ὠφελοῦντα τὸν λόγον ,
: καὶ γὰρ ἐκείνους καὶ τουτουσὶ καὶ ὅλην τὴν πόλιν ἠδίκεις καὶ κατῄσχυνες . εἰ δὲ μὴ ποιοῦντός σου κατεσκεύαζόν
5742835 ῥινην
. οἱ δὲ ἐπὶ μακρὸν ταλαιπωρηθέντες ἔλυσαν αὑτοὺς , φίλου ῥίνην εἰσπέμψαντος , ᾗ χρησάμενοι τὰ δεσμὰ διέσπασαν καὶ οἰκετικαῖς
κρίνω πίνω κλίνω σίνω . τὸ δὲ ῥινῶ παρὰ τὴν ῥίνην . τούτοις ὅμοιον καὶ τὸ κοινῶ . Τὰ εἰς
5725554 Ῥᾳδιον
ἡ πόλις οὐδὲν ἀγαθὸν ὑπὸ τούτου τοῦ ἀνδρὸς πείσεται . Ῥᾴδιον δὲ καὶ ἐντεῦθεν γνῶναι τὸν νόμον πονηρὸν ὄντα :
ἀεὶ καὶ τὰ πολλὰ τοὺς ἀλαζόνας τούτους φιλοσόφους ἐπισκώπτει . Ῥᾴδιον εὑρεῖν ἀπό γε τούτων . Βούλει καὶ πρὸς αὐτοὺς
5723496 βλαψεις
γὰρ μὴ καθαρὰ σώματα ὁκόσῳ ἂν μᾶλλον τρέφῃς , μᾶλλον βλάψεις , ὥστε ἐκ τῶν εἰρημένων εὔδηλον ὡς οὗτος ἄριστός
ἔλαιον δ ' εἰ κατ ' ἀχρὰς ἐμβάλλοις , οὐ βλάψεις τὴν ἕψησιν . οὐ μὴν ἄλλο τι χρὴ μιγνύειν
5717227 κακαβον
πρόσβαλε τὸ μέλι , κἀπειδὰν ἑψηθῇ καὶ μέλλῃς αἴρειν τὴν κάκαβον , τότε πάλιν ἐπίβαλε τὰ ξηρὰ καὶ ἕψε ,
: ταχὺ γὰρ πήγνυται . εἶτα πάλιν ἀνάλαβε εἰς τὴν κάκαβον καὶ πάλιν διήθησον καὶ οὕτω ποίει θερμαίνων , ἕως
5716943 ἀγορασον
εὐκαίρως σωμάτια κηρύσσονται : παρελθὼν εἰς διακονίαν καθαρόν μοι σωμάτιον ἀγόρασον . “ ὁ δὲ Ξάνθος ” ποιήσω “ φησίν
εὔχρηστα λαλεῖν , κἀγώ σοι τὰ ἐναντία διατάξομαι . ἀπελθὼν ἀγόρασον , εἴ τι σαπρόν , εἴ τι χεῖρον ,
5713941 ἐκχεαι
εἰς ὑδρεῖαν ἔδωκε τῷ Λάρκᾳ καὶ ἐκέλευσε φέροντα τὸ ὕδωρ ἐκχέαι εἰς τὸν κρατῆρα ὅθεν τῷ Φαλάνθῳ ᾠνοχοεῖτο . καὶ
ὁ πατὴρ δὲ ὑπὸ ἰδιωτείας ἐκέλευεν ἰᾶσθαι καὶ τὸ ὅμοιον ἐκχέαι φάρμακον : οἴεται γὰρ ἓν εἶναι μανίας εἶδος καὶ
5710475 αἰσθανῃ
χρυσοῦν ἔξωθεν ; ἐν σαυτῷ φέρεις αὐτὸν καὶ μολύνων οὐκ αἰσθάνῃ ἀκαθάρτοις μὲν διανοήμασι , ῥυπαραῖς δὲ πράξεσι . καὶ
εἶναι τούτου τοῦ ἔρωτος καὶ τῆς ἐπιθυμίας ; ἢ οὐκ αἰσθάνῃ ὡς δεινῶς διατίθεται πάντα τὰ θηρία ἐπειδὰν γεννᾶν ἐπιθυμήσῃ
5708656 καρδοπον
θήλειαν οὖσαν . τῷ τρόπῳ ; ἄρρενα καλῶ ' γὼ κάρδοπον ; μάλιστά γε , ὥσπερ γε καὶ Κλεώνυμον .
: ὅτι ἣν ἔδει σε καρδόπην εἰπεῖν , εἶπες ἀπαιδεύτως κάρδοπον . εὐηθικῶς : ἀπαιδεύτως . ' κάλεσας εὐηθικῶς ]
5705845 καθιε
φοῦρνον , καὶ ἀνασπάσας τὸ πῦρ καὶ ἐνθεὶς πλίνθον , κάθιε τὸν κάμνοντα : καὶ ἱδρούτω ἐπὶ πολύ : ἀναγκαζέσθωσαν
Ἰταλικοῦ ἡμίνης πότιζε ἐν βαλανείῳ , ἀρξάμενον δ ' ἱδροῦν κάθιε εἰς τὴν ἔμβασιν : τοῦτο κάλλιστον . ἐναπειλημμένης δὲ
5700976 εὐοσμον
' ἐν ὀσμαῖς : οὐδὲν γὰρ πλὴν τό τ ' εὔοσμον καὶ τὸ κάκοσμον . Οὐδ ' ἐν ἁπτοῖς :
γεῦσιν καὶ τὴν πρόσφοραν ἡ δὲ γλυκύτης σπανίως καὶ ἥκιστα εὔοσμον ὡς οὐ μιγνυμένων ἅμα τοῦ γλυκέος καὶ εὐόσμου :
5691967 ἐπεδωκας
; ἔασον ἀμφισβητῆσαί σοι τὸν βουλόμενον τῶν πολιτῶν ὡς οὐκ ἐπέδωκας , ἀλλ ' ἀπὸ πολλῶν ὧν ἔχεις εἰς τὴν
καὶ τὸ ἄριστόν σου φιλοσοφίας μεστόν . εὐθέως γὰρ γλώττας ἐπέδωκας , δι ' ἧς πᾶσα φιλοσοφία ἐκπέμπεται , καὶ
5687801 προσδεομεθα
τῶν ἀγαθῶν ὄντων ; καὶ ὃς εἶπεν : Ὅτι ἵππων προσδεόμεθα : οἱ μὲν γὰρ κράτιστοι τῶν πολεμίων , οὓς
δεῖ φιλοσοφεῖν , ἀλλ ' ὄντως φιλοσοφεῖν : οὐ γὰρ προσδεόμεθα τοῦ δοκεῖν ὑγιαίνειν , ἀλλὰ τοῦ κατ ' ἀλήθειαν
5677257 ἠξιους
μάρτυς αὐτὸς γέγονας . ὅτε γὰρ τὰ μητρῷα πρὸς μέρος ἠξίους νέμεσθαι , ὄντων παίδων ἐκ τῆς γυναικὸς Φορμίωνι τουτῳί
ἐκείνης ἀναμνήσθητι , ἐν ᾗ πονηρούς τε ἐκάλεις καὶ σώζειν ἠξίους . ἥμαρτον μέν , ἀλλὰ τρεφέσθων : ἐλύπησαν μέν
5677180 προχοιδιον
τοῦ πρόχους . ὡς οὖν βοῦς βοίδιον , οὕτω πρόχους προχοίδιον . πατρῴζειν : τὰ τοῦ πατρὸς ἐργάζεσθαι . πίθων
οἶνος , λάγυνος , πυτίνη , ἀσκός , κρατήρ , προχοίδιον , κάδος καδίσκος κρωσσός βῖκος , ὡς Ξενοφῶν ,
5676737 πασω
ὄιες πολυπάμμονος ἀνδρὸς ἐν αὐλῇ . πεπαμένη πῶ τὸ κτῶμαι πάσω πέπακα πέπαμαι πεπαμένη ὅθεν ἓν μ γραπτέον : οἱ
οἷον ζεύξω ζεύγλη , τρώξω τρώγλη . οὕτως οὖν καὶ πάσω πάλη καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν παπάλη καὶ τροπῇ τοῦ α
5667633 γεωμορος
γάρ τις ἐγένετο πλούσιος : ὅθεν καὶ ἁβροδίαιτος . Ἀεὶ γεωμόρος ἐς νέωτα πλούσιος . Ἀδεὲς δέος : ἐπὶ τῶν
. ἐμπεράμους : τοὺς ἐμπείρους . ὀλίζοσιν : μικροῖς . γεωμόρος : γεωργός . ὑδείομεν : λέγομεν . ὑμνοῦμεν .
5664363 διημαρτηκως
, πονηρὸς δὲ ἄνθρωπος . οὗτος πάμπολυ τῆς ἐμῆς γνώμης διημαρτηκὼς ᾤετο χαριεῖσθαί μοι , εἰ καινήν τινα κόλασιν ἐπινοήσειεν
θαυμάζηται . ἀλλὰ καὶ τῆς ἰδέας ὅλης . . . διημαρτηκὼς ] ἰστέον ὅτι εἰ καὶ δεῖ ψεύδεσθαι ἐν τοῖς
5661563 Ῥηματικον
κατ ' ἔκτασιν ἄητον . οὕτως ὁ Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . αἶθος , ,
ὡς καμητὸς κμητὸς καὶ ἄκμητος . οὕτως Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . αὐτοκράτωρ : αὐτοκράτωρ
5651824 ὀσμυλια
γὰρ κακοῦ τού μοι δοκεῖ . τραπόμενον εἰς τοὔψον λαβεῖν ὀσμύλια καὶ μαινίδια καὶ σηπίδια . κακῶν τοσούτων ξυνελέγη μοι
γὰρ κακοῦ τού μοι δοκεῖ . τραπόμενον εἰς τοὔψον λαβεῖν ὀσμύλια καὶ μαινίδια καὶ σηπίδια . κακῶν τοσούτων ξυνελέγη μοι
5644440 σωθειης
δεδογμένον τὸ πρᾶγμ ' : ἀνερρίφθω κύβος . πέραινε , σωθείης δέ : νῦν ἀληθινὸν εἰς πέλαγος αὑτὸν ἐμβαλεῖς γὰρ
δεδογμένον τὸ πρᾶγμ ' : ἀνερρίφθω κύβος . πέραινε . σωθείης δέ . νῦν ἀληθινὸν εἰς πέλαγος αὑτὸν ἐμβαλεῖς γὰρ
5642285 ἀποχρησειν
ἡμῶν , ὃν χρὴ πέμψαι , καὶ πάντων οἰομένων οἰκέτην ἀποχρήσειν ἀνδρὸς ἔφησεν εἶναι τὸ ἔργον καὶ πρὸς Εὐστόχιον ἔβλεψεν
φόνον , τὸν μὲν νόσου ῥυσαμένης , ἣ πρὸς θάνατον ἀποχρήσειν ἐδόκει , τὸν δὲ τῆς ἡλικίας , ἄρτι γὰρ
5640252 ῥοφειτω
δι ' ὑϲϲώπου καὶ ϲύκων καὶ ϲτροβίλων καὶ ἴρεωϲ ἀφέψημα ῥοφείτω . Καταπότια τοῖϲ χρονιωτέροιϲ . ϲτύρακοϲ ⋖ Ϛ ,
προσδέχηται : καὶ τὴν κράμβην ἐσθιέτω , καὶ τὸν χυλὸν ῥοφείτω . Ἢν παραλοξαίνωνται αἱ μῆτραι , καὶ τὸ στόμα
5635661 τεθνηκας
' ἐς Ἄργος αὖ πάλιν . ὦ τλῆμον , εἰ τέθνηκας , ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις , Ὀρέστα , καὶ
σεωυτοῦ φονέα τεῖσαι . Κατὰ μὲν γὰρ τὴν τούτου προθυμίην τέθνηκας , τὸ δὲ κατὰ θεούς τε καὶ ἐμὲ περίεις
5628645 πεπαυσο
κακοτεχνίαν εἶπεν : ” ἀλλ ' , ὦ οὗτος , πέπαυσο . ἐν σοὶ γάρ ἐστι τοῦτο , ὃ ἔχεις
ἀκούσασα ἔφη : „ ἀλλ ' , ὦ αὕτη , πέπαυσο ἐπὶ τούτῳ σεμνυνομένη : ὅσῳ γὰρ ἂν πλείονα τίκτῃς
5628520 ληκυθον
τῇ : Τί πρὸς τὸν Διόνυσον ; Τί δεῖ παρεῖναι λήκυθον , ἢν ἔτνος παρῇ . Τί τὸν τάραντα πρός
πρᾶγμα : πρὸς γὰρ τουτονὶ τὸν πρόλογον οὐχ ἕξει προσάψαι λήκυθον . Οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ ' ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ :
5626617 τοὐπ
βωμὸν θεᾶς ἄγοντας , εἴπερ ἐστὶ θέσφατον τόδε . καὶ τοὐπ ' ἔμ ' εὐτυχοῖτε καὶ νικηφόρου δορὸς τύχοιτε πατρίδα
τί παίδων τῶν ἐμῶν μέτεστί μοι ; οὐκ οὖν ἅπαντα τοὐπ ' ἐμοὶ σωθήσεται ; [ ἄρξουσιν ἄλλοι , τήνδ
5621564 αἰθριην
κέδρου πρίσματα , ὕδωρ τε ἐπιχέας , θὲς ἐς τὴν αἰθρίην , εἶτα πρωῒ δὸς πρὸς τὰς ἀλγηδόνας . Ἄλλο
, ἐπιχέας χόεα , ἕψε , ἔπειτα ἀποχέας πρὸς τὴν αἰθρίην θεῖναι , καὶ τῇ ὑστεραίῃ πίνειν , καὶ τὸ
5619406 φακην
ταλαντεύεται : ἀντὶ τοῦ φόβος ἡμᾶς ἔχει διηνεκής . Ὅταν φακῆν ἕψητε , μὴ ἐπιχεῖν μύρον : Στράττις ἔφησε σκώπτων
ζωμὸς μέλας ἐγένετο πρώτῳ Λαμπρίᾳ . ἀλλᾶντας Ἀφθόνητος , Εὔθυνος φακῆν , ἀπὸ συμβολῶν συνάγουσιν ἀρίστων πόρους * * *
5613890 ζητρειον
λάθηι λυθεὶς σκέψαι ? . ἄγ ' αὐτὸν εἰς τὸ ζήτρειον πρὸς Ἔρμωνα καὶ χιλίας μὲν ἐς τὸ νῶτον ἐγκόψαι
ᾠδεῖον . εἴ τιϲ ἀποτέτιλται αὐτῶν ὁ πέμπτοϲ ὥϲπερ εἰϲ ζήτρειον ἐμπεϲών ⚔ . ὅϲον γένοιτ ' ἂν αὐτῇ βελτίω
5612741 ἡθμον
κύαθον , κυμβία , ῥυτὰ τέτταρα , ἡδυποτίδας τρεῖς , ἡθμὸν ἀργυροῦν . κρατῆρες , κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ
εἰμὶ τοῦ Ἑρμοκράτους τοῦ Προκοννησίου : κἀγὼ κρατῆρα κἀπίστατον καὶ ἡθμὸν ἐς πρυτανεῖον ἔδωκα μνῆμα Σιγειεῦσι : ἐὰν δέ τι
5608917 ἐμβληθεν
εἰς σκεῦος καινὸν ὀστρακινὸν προβραχὲν , ὡς μὴ ἀναποθῆναι τὸ ἐμβληθὲν ὑγρὸν , ἐπιμελέστατα περίχρισον , καὶ καταθέμενος ἐν εὐαέρῳ
τῆς νάρκης τῆς θαλασσίας γινόμενον . ] . , : ἐμβληθὲν γὰρ ἐν αὐταῖς τὸ πῦρ φθείρει καὶ λεπτύνει τὸν
5596229 σκαμμωνιαν
οὖς , σπασμοὶ συμπεσοῦνται . ζῴου δέ τινος ἐμπεσόντος , σκαμμωνίαν διεὶς ὄξει ἢ ἀψινθίου χυλὸν ἢ πευκέδανον , ἢ
ὕδατος προκεκενωμένῳ : βέλτιον δὲ γίγνεται , εἰ προσλάβοι καὶ σκαμμωνίαν ὀλίγην . Ἄλλο . ῥοιᾶς ὀξείας ῥιζῶν φλοιοῦ ⋖
5595868 χοινικα
ἔλεγε πιπράσκεσθαι καὶ ἔμπαλιν : ἀνδριάντα γοῦν τρισχιλίων πιπράσκεσθαι , χοίνικα δ ' ἀλφιτῶν δύο χαλκῶν . Τῷ πριαμένῳ αὐτὸν
χ , χόα , χο . εἰ δὲ ν , χοίνικα , χν . εἰ δὲ η , χήμην ,
5583899 ἐπιτηδειοτεραν
τὸν πλεονάζοντα χυμόν . οὐκ ἔϲτι δὲ ἐπὶ τούτων ἀρχὴν ἐπιτηδειοτέραν εὑρεῖν τῆϲ ἀπὸ φλεβοτομίαϲ , εἴ γε ἐπιτρέπει ἡ
την , φησί , καθεὶς ἐπὶ τὸ ἐμέσαι , ὡς ἐπιτηδειοτέραν δὲ καὶ πρακτικωτέραν κατεμβατέων : ταύτην μὲν οὖν τὴν
5581284 στλεγγιδα
προτέλεια ῥυτίσματα σάββους σάγη σανδάλιον σημαίνειν σκάφας σκηνή στασιασμόν στιγμήν στλεγγίδα στραγγαλᾶν σύγκλινον συκοφαντεῖν συμβόλαια σύσσημον Τεμβρίειον Τίβιον τρίγωνον τρόπαιον
, εἴκελον ἐμπύῳ ἦν . Ἀσθματώδει οἰκέτιδι , ἔνθα τὴν στλεγγίδα , ᾑμοῤῥάγησεν ἐν τοῖσιν ἐπιμηνίοισιν : ἐγένετο δὲ ἄσθματα
5580475 προσκυνητεον
: ἀλλ ' οὐ τοῦτον , ἀλλὰ τὸν τεχνίτην αὐτοῦ προσκυνητέον . οὐδὲ γὰρ οἱ πρὸς ὑμᾶς ἀφικνούμενοι ὑπήκοοι παραλιπόντες
. βʹ . Ὁδοῦ πάρεργον οὔτε εἰσιτέον εἰς ἱερὸν οὔτε προσκυνητέον τοπαράπαν , οὐδ ' εἰ πρὸς ταῖς θύραις αὐταῖς
5575194 ἐμβαπτειν
χρῶ καὶ πρὸς τὴν εἰρημένην διάθεσιν . λοιπὸν καὶ ῥαφανῖδας ἐμβάπτειν εἰς αὐτὸ προσήκει καὶ ἔμετον ποιεῖν . καὶ τὸ
δὲ καὶ κικίδα μικρὴν , καὶ βάλανον ποιέειν , καὶ ἐμβάπτειν ἔς τι τῶν ὑγρῶν , καὶ προστιθέναι , κἄπειτα
5571867 λοπαδ
πρῶτος αὐτῶν καταμαθὼν τῆς λοπάδος , ἀνεπήδησε κἄφευγεν κύκλῳ τὴν λοπάδ ' ἔχων , ἄλλοι δ ' ἐδίωκον κατὰ πόδας
. κάκκαβον λέγω . σὺ δ ' ἴσως ἂν εἴποις λοπάδ ' . ἐμοὶ δὲ τοὔνομα οἴει διαφέρειν , εἴτε
5570241 θυμβροφαγον
ὦ θύγατερ , ὅπως τὸ κανοῦν καλὴ καλῶς οἴσεις βλέπουσα θυμβροφάγον . Ὡς μακάριος ὅστις ς ' ὀπύσει κἀκποήσεται γαλᾶς
γὰρ καὶ τὸ φυτόν , θύμῳ ὥς φασι παραπλήσιον . θυμβροφάγον ] ἤγουν ἀγροικικὸν καὶ ἐλευθέριον . κἀκποιήσεται γαλᾶς :
5568074 ἡδοιτο
ὅπως ἡμεῖς τε τῷ φίλῳ συγχαίρωμεν καὶ Μόντιος ὑπὸ γῆς ἥδοιτο . λέγεται γάρ τι περὶ τῶν οἰχομένων καὶ τοιοῦτον
τῶν ναυτῶν . ἀλλὰ κυβερνήτης γε οἶμαι κυβερνήτην οὐκ ἂν ἥδοιτο ὁρῶν συμπλέοντα αὑτῷ . Πότερον ὅταν χειμὼν ἰσχυρὸς ᾖ
5566401 εἰωθας
λεγομένης . Σὺ δέ γε , ἔφη , οἶμαι οὐκ εἴωθας δι ' εἰκόνων λέγειν . Εἶεν , εἶπον :
τῶν πραγμάτων οὐ σκοπεῖς , οὐδ ' ἐκεῖνοι οἷς σὺ εἴωθας διαλέ - γεσθαι , κρούετε δὲ ἀπολαμβάνοντες τὸ καλὸν
5565455 καταληγουσαν
δισύλλαβα , εἰ ἔχοι τὴν πρὸ τέλους συλλαβὴν εἰς Ε καταλήγουσαν , βαρύνεται , ἀρχόμενα ἀπὸ συμφώνου μὴ μέσου ,
λήγοντα ἔχοντα τὴν πρὸ τέλους συλλαβὴν βραχεῖαν μὴ εἰς σύμφωνον καταλήγουσαν , εἰ μὲν κύρια ὦσιν ἢ οὐσίαν σημαίνοι ,
5564883 τρισπιθαμον
ἐκεῖ ἀπεκδύονται τὸ λέπυρον . ὕπερον : τὸ κόπανον . τρισπίθαμον δ ' ἄψιν : κόψαι ἑκάστην ἁψῖδα τῆς ἁμάξης
καὶ συστέλλειν τὸ ι , ὅθεν Ἡσίοδος ἀναλογώτερον εἴρηκε : τρισπίθαμον δ ' ἄψιν . ἔστιν οὖν εἰπεῖν , ἐπειδὴ
5563599 ὀμνυει
, οἱ φρόνιμοι . Θ . μὰ τὸν : Ἐλλειπτικῶς ὀμνύει . καὶ οὕτως ἔθος ἐστὶ τοῖς ἀρχαίοις ἐνίοτε μὴ
” τὸν Ὅμηρον μαρτύρονται . „ Μὰ τόν . ἐλλειπτικῶς ὀμνύει . καὶ οὕτως ἔθος ἐστὶ τοῖς ἀρχαίοις ἐνίοτε μὴ
5562467 τρεψειε
εἰς τοῦτο ἦλθεν ἀναισχυντίας , ὥστε οὐκ ἔχων , ὅποι τρέψειε τὰ χρήματα , εἰς ὄψον μὲν δυοῖν παιδίοιν καὶ
ὡς ὤιετο . τὸ δὲ ἐς ἐχθρῶν κεφαλὰς ὁ Ἀλεξίκακος τρέψειε : τοσαύτη ψυχρότης ἐνῆν ὑπὲρ τὴν Κασπίαν χιόνα καὶ
5561843 ἐπαραμενος
φορτία πάντα τεθεικὼς καὶ τὸν ὄνον , διαπλεῖ σινδόν ' ἐπαράμενος . ὥστε μάτην Τρίτωνες ἐν ὕδασι δόξαν ἔχουσιν ,
γενόμενος ὁ Παυσανίας δόξας τε κατ ' ἐπιβουλήν τινα εἰσεληλυθέναι ἐπαράμενος τὸ ξιφίδιον ἐπερόνησε τὴν κόρην καὶ ἀπέκτεινε . καὶ
5555195 γναφειον
. κναφεύει : Γναφεύω , τὸ τὰ δέρματα ξέω . γναφεῖον , ὁ τόπος , ὥσπερ κουρεῖον . γνάφαλλα ,
μεμαρτύρηται ὑμῖν . μετὰ δὲ ταῦτα τὸ μὲν μειράκιον εἰς γναφεῖον κατέφυγεν , οὗτοι δὲ συνεισπεσόντες ἦγον αὐτὸν βίᾳ ,
5551831 εἰσερχῃ
[ φησὶ ὁ λέων ] , ὦ σύντεκνε , οὐκ εἰσέρχῃ ἐνθάδε ἔσω ; ” ἡ ἀλώπηξ ἔφη : „
ταῦτα μὲν περὶ οὔρων . Ἡ δὲ ὑπόθεσις τοιαύτη . εἰσέρχῃ πρὸς τὸν ἄῤῥωστον . πρὸ πάντων ζήτησον , εἰ
5551367 ἀναλωτικον
λέγομεν , ὅτι οὐδέν τι κατ ' αὐτὸ ἕτερον οὕτως ἀναλωτικὸν καὶ πυρῶδες , τῶν εἰς τὴν ἡμετέραν ἰόντων αἴσθησιν
δὲ τῶν ἄστρων πρὸς τὸ ἐπιτευκτικόν . τὸ μὲν γὰρ ἀναλωτικὸν τῶν ἐμπιπτόντων , τὸ δὲ ὀξείας καὶ ἐξόχους ἔχον
5547268 ἀμις
ἢ μόνῃ τῇ αὐλητρίδι : οὐκ εἰσφέρεται δὲ οὐδ ' ἀμὶς εἰς τὸ πρυτανεῖον . ἐὰν δέ τις Ναυκρατιτῶν γάμους
κηδεστής φησιν ὅτι ἀντὶ ἀμίδος σκάφιον ᾔτησεν ἡ Ξένυλλα . ἀμὶς δέ ἐστιν οὐροδόχον ἀγγεῖον . ἀντὶ τοῦ στείρα .
5545207 μεμψῃ
χρυσίον ἔλθοι , οἶδ ' ὅτι τηνικαῦτα ἐμὲ τὴν Τύχην μέμψῃ . ” ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι χρὴ τὸν
τὰ ἀλλότρια ἴδια , ἐμποδισθήσῃ , πενθήσεις , ταραχθήσῃ , μέμψῃ καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους , ἐὰν δὲ τὸ σὸν
5544002 πουλυπουν
φέρων πάρειμι ; κήρυκας , κτένας , βολβοὺς μέγαν τε πουλύπουν ἰχθῦς θ ' ἁδρούς . ἡ δὲ πηλαμὺς πολύτροφος
: παρὰ τὸ ποὺς γὰρ γέγονεν . τὴν δὲ αἰτιατικὴν πουλύπουν φασίν , ὡς Ἀλκίνουν καὶ Οἰδίπουν . καὶ τρίπουν
5543952 εὐωδεσιν
δ ' ἐνυπάρχει καὶ τούτοις τὸ κατὰ τὸν διωρισμὸν τοῖς εὐώδεσιν ὥστε τὸ ἔγχυλον ξηρῷ ἀπομιγνύμενον ἐμφαίνειν τινὰ δύναμιν .
στόμα τῶν ὑστερέων : καὶ ἢν φῇ εἶναι , πυριῆσαι εὐώδεσιν ἡμέρας τρεῖς , καὶ προστιθέναι προσθετὰ ὁκοῖα μὴ ἀναδήξεται
5542337 ἀναινομαι
ἐγκρατέςτερον | . πτωχεῦσαί με [ θέλεις ; οὐκ ] ἀναίνομαι : | πτωχεύσω δὲ Ἴρου [ μετριώτερον ] .
ὁμολογήσουσι καὶ τῷ Διῒ χάριν τῷ τάδε διαπραξαμένῳ . οὐκ ἀναίνομαι ] χαίρω ἐν τῷ μὴ ἀντιλογεῖν . ἡβᾷ τοῖς
5540789 σπυριδα
εἰς τὴν τῆς τροφῆς παρασκευὴν θύλακος σάγη ὠνόμασται . καὶ σπυρίδα δὲ ὀψωνιοδόκον πλεκτὴν ὄψων σχοῖνον ἐν Ἀμφιάρεῳ Ἀριστοφάνης ἔφη
, ἀλλ ' οὐ ζωμόν , ἢ διαφθερεῖς . εἰς σπυρίδα μάζας ἐμβαλεῖς , ἀλλ ' οὐ φακῆν , οἰνάριον
5538182 ἐτνηρυσιν
ὠνόμαζον καὶ ἐόργην , καὶ ἐοργῆσαι τὸ τορυνῆσαι : ζωμήρυσιν ἐτνήρυσιν , λέβητας , χαλκία , κριβάνους , βαύνους ,
: “ ἤδη ποτ ' ἐπεθύμησας ἔτνους ; ” Γ ἐτνήρυσιν : τὴν ζωμάρυστρον , ἐν ᾗ τὸ ἔτνος ἀρύονται
5536433 κανδαυλον
τοῦτο κάνδαυλόν τινα παραθήσομεν . κάνδαυλον ; οὐκ ἐδήδοκα [ κάνδαυλον ] οὐδ ' ἀκήκο ' οὐδεπώποτε . θαυμαστὸν ἐμὸν
Ὃς μέλανα ποιεῖν ζωμὸν οὐκ ἠπίστατο , θρῖον δὲ καὶ κάνδαυλον ἢ τούτων τι τῶν εἰς ματτύην οὐδ ' ἕτερον
5533826 ἐτρεψας
ἀδικουμένην | τὴν χώραν . . . . . . ἔτρεψας ] , ᾗ ποταμῷ φύσις κομίζεσθαι , τῇ πόλει
Τρῶας πονεῖν καὶ ἐνεργεῖν . καὶ ὅτι ἐφόβησας εἰς φυγὴν ἔτρεψας . . ὅς ῥά τε ῥεῖα θέῃσι τιταινόμενος πεδίοιο
5532359 ῥοφησον
: ἢ ἀρσενικὸν σχιστὸν ἀντὶ ἅλατος εἰς ὠὸν ῥυτὸν καὶ ῥόφησον νῆστις : ἢ ἀρσενικὸν συντρίψας μετ ' οἴνου χλιαροῦ
εἴρηται καὶ ἔνθεσις , ἡ τροφή , καὶ ” ἐνθοῦ ῥόφησον ” παρ ' Ἀριστοφάνει καὶ ἀλλαχοῦ παρὰ τῷ αὐτῷ
5532117 γλασσαν
κἠμέρην πῖνε ? [ ] . ὄσην δὲ καὶ τὴν γλάσσαν , οὖτος , ἔσχηκας . Κύδιλλα , κοῦ '
Λαμπρίσκε , τὰς φίλας Μούσας . ὄσσην δὲ καὶ τὴν γλάσσαν , οὖτος , ἔσχηκας : πρός σοι βαλέω τὸν
5525526 κρυψαντα
δεξιᾷ χειρὶ κατέχειν , τὴν καμπὴν δὲ αὐτοῦ τοῖς δακτύλοις κρύψαντα τῇ εὐωνύμῳ χειρὶ πρᾴως συνεισφέρειν καὶ καταπείρειν εἴς τινα
οὐδὲ ἀνερωτώμενος , τὴν μὲν ἤλεγχε ψευδομένην , τὸν δὲ κρύψαντα . καὶ ὁ Βροῦτος τὸν μὲν νεανίαν ἀπεδέξατο τῆς
5525419 ματτυην
, τὸ δ ' ἄστυ σῦκα . . . περιφέρειν ματτύην καὶ ποδάριον , καὶ γαστρίον τακερόν τι καὶ μήτρας
οὗτος οἰμώζειν λέγει . Πιεῖν τις ἡμῖν ἐγχεάτω , καὶ ματτύην ποιεῖτε θᾶττον . Νῦν δ ' οἶδ ' ἀκριβῶς
5519505 ποησεις
. Οὐκοῦν , ἢν λάχω : Ἑρμῆς γὰρ ὢν κλήρῳ ποήσεις οἶδ ' ὅτι . Ἀπόλωλας , ἐξόλωλας . Εἰς
πνεῖ μοι κακόν , ἀντιβολῶ ς ' : εἰ δὲ ποήσεις τοῦτο , κατ ' οἴκους αὐτοῦ μεῖνον τοὺς ἡμετέρους
5516147 ἐπιδιδου
θαρρούντως . πρὸς δὲ τὸν οἶνον εἴπερ ἡδέως ἔχουσιν , ἐπιδίδου καὶ χρυσαττικὸν ὀλίγον καὶ Βιθυνὸν καὶ μᾶλλόν τινα τῶν
ὅλον τὰ ῥοφήματα ἀποστρέφεται , ἄρτον εἰς θερμὸν ὕδωρ βεβρεγμένον ἐπιδίδου : οὐκ ἔλαττον γὰρ αὐτοὺς ὠφελήσει τῶν ῥοφημάτων .
5513220 ἐργασαι
δουλεῦσαι τῇ ἐπιθυμίᾳ τῇ ἀγαθῇ . Ἄκουε , φησίν : ἔργασαι δικαιοσύνην καὶ ἀρετήν , ἀλήθειαν καὶ φόβον κυρίου ,
γίνεταί τις γαλήνη . τήν τε οὖν γαλήνην ταύτην ἡμῖν ἔργασαι καὶ λόγον τόν τε νῦν τόν τε πρὸ τοῦδε
5511925 τετρακοτυλον
νόμους Ἕλληνας , ἔμαθον γράμματ ' , ἐμυήθην θεοῖς ; τετρακότυλον δὲ κύλικα κεραμεᾶν τινα τῶν Θηρικλείων , πῶς δοκεῖς
γάλα , τρίτον μέρος μελικρήτου παραμίσγων , τὸ ἑωθινὸν , τετρακότυλον κύλικα : διδόναι δὲ καὶ ἑφθοῦ τοῦ αἰγείου δύο
5508143 συμβαλειται
τοῦ γʹ βιβλίου τῶν Σφαιρικῶν εὑρήσεις ἔξωθεν σχόλιον , ὃ συμβαλεῖταί σοι εἰς τὴν παροῦσαν δεῖξιν . Ἴση δὲ ἡ
τοῦ γʹ βιβλίου τῶν Σφαιρικῶν εὑρήσεις ἔξωθεν σχόλιον , ὃ συμβαλεῖταί σοι εἰς τὴν παροῦσαν δεῖξιν . Ἴση δὲ ἡ
5506434 ποησει
ὦνδρες , ἥκει ἄγων ὁ δεσπότης , ὃς ὑμᾶς πλουσίους ποήσει . Ὄντως γὰρ ἔστι πλουσίοις ἡμῖν ἅπασιν εἶναι ;
ἐνημμένῳ κάλλιστα χρήσομαι τάλας ; Οὗτος μὲν οὐ μή σοι ποήσει ζημίαν . Ἀλλ ' αἶρέ μοι τοῦτόν γε τῆς
5504125 φροντιστηριον
μὴ πειθομένου δὲ τοῦ υἱοῦ αὐτὸς ἀφικνεῖται πρὸς τὸ σωκρατικὸν φροντιστήριον . καὶ πολλὰ μὲν ὑπὸ γήρως δῆθεν καὶ ἀγροικίας
θεωρία καὶ τὸ ἐξετάζειν περί τινων ἀπόρων , ὅθεν καὶ φροντιστήριον ἡ σχολὴ τῶν φιλοσόφων . ἐξήμβλωκας ] ἐξέβαλες .

Back