, τηθαλλαδοῦν δέ . Σίλφην : καὶ τοῦτο διεφθαρμένον : τίφην γὰρ οἱ παλαιοὶ λέγουσιν . Ψύα : οἱ μὲν
Ἀθήνας . Γ θρυαλλίδας ] ἐλλύχνια . ἐνθεὶς ἂν εἰς τίφην : τίφην οἱ Ἀθηναῖοι καλοῦσι τὴν καλουμένην σίλφην ,
7318795 ὑπομεινειε
ἀσεβεῖς . ἀπροσόρατον δὲ , ἤτοι ὃν οὐκ ἄν τις ὑπομείνειε , δεινόν : ἢ ἀνεπίδεικτον καὶ θεοῖς πόνον ἔχουσιν
: εἰ τύχοι γάρ , τοῦτ ' ἰδὼν ἴσως ἂν ὑπομείνειε καὶ παρὰ σοῦ τινα λόγον , νομίσας αὐτουργὸν εἶναι
7010588 δειξῃς
ἰδέαν αὐτὴν , ἐφ ' ἣν πάντα ἀνάγεις , ἐὰν δείξῃς ὡς ὅτῳ ταῦτα ὑπῆρχε , τῇ Θεαρίωνος καὶ Μιθαίκου
ἀποδοκιμάσαι τῷ τραπεζίτῃ οὐδὲ τῷ λαχανοπώλῃ , ἀλλ ' ἂν δείξῃς , θέλει οὐ θέλει , προέσθαι αὐτὸν δεῖ τὸ
6528638 θελησῃ
ἐπὶ ἡμέρας ζʹ . ἐὰν δὲ ὑδροφόβας γεγενημένος ῥοφεῖν μὴ θελήσῃ , κλύσον αὐτὸν εἰς ὁσπήτιον μίσγων ἀνὰ τρεῖς κυάθους
κελεύσματι συναγάγοι ὁ θεὸς ἀπὸ περάτων εἰς ὅ τι ἂν θελήσῃ χωρίον , οὕτω καὶ τὸν νοῦν ἐξ ἄλης πολυχρονίου
6478332 ἐθελησειεν
τις ἄλλως ἀφελῶν τὸ μυθῶδες τοῦ λόγου χώρας ἀρετὴν ἐξετάζειν ἐθελήσειεν , ἐξ ἧς γένος τὸ ἀνθρώπων πλείστας εὐφροσύνας ἐκαρπώσατο
Ὀρθῶς . Ἐπιμέλεια δέ γε ἀνθρωπίνης συμπάσης κοινωνίας οὐδεμία ἂν ἐθελήσειεν ἑτέρα μᾶλλον καὶ προτέρα τῆς βασιλικῆς φάναι καὶ κατὰ
6449298 εἰσιῃ
κατάλογον δόξεις μ ' ἐρεῖν . εἰς οἰκίαν ὅταν τις εἰσίῃ φίλου , ἔστιν θεωρεῖν , Νικοφῶν , τὴν τοῦ
διακοσμηθεὶς στέλλεται πρὸς τὰς ἱερουργίας , ἵν ' , ὅταν εἰσίῃ τὰς πατρίους εὐχάς τε καὶ θυσίας ποιησόμενος , συνεισέρχηται
6385126 ὑπομεινειεν
οὐχ εἷς ὢν οὐδὲ συνεχής , ἐπεὶ καὶ ἄλλο ἀτοπώτερον ὑπομείνειεν ἂν ὁ λόγος . εἰ γὰρ εἷς ὁ χθές
' αὐτῶν καὶ πάντα πρότερον πάθοι ἂν ἢ ἐμὲ προέσθαι ὑπομείνειεν ἄν . Ὡς δὲ λεῖος εἶ καὶ ὀλισθηρός ,
6337182 δεξαιτ
οὐδ ' ἀσθενέστερον . τὴν αὐτὴν δὲ ταύτην οἶμαι εἰκόνα δέξαιτ ' ἂν ψυχὴ πρὸς σῶμα , καί τις λέγων
- πίασιν καὶ ἁπάντων ἀγώνων πολεμικῶν τε καὶ εἰρηνικῶν νικᾶν δέξαιτ ' ἂν δόξῃ ὑπηρεσίας τῶν οἴκοι νόμων , ὡς
6307638 συμβουλευσαιμ
' ὑμῖν τῆς φακῆς τὴν σκευήν : εἰς ἣν ἀποβλέπουσα συμβουλεύσαιμ ' ἂν ὑμῖν κατὰ τὸν Σωκρατικὸν Ἀντισθένην ἐξάγειν ἑαυτοὺς
τάξιν ἄλλην εὐπετῶς μετακινήσει , τοῦτο ἐπασκητέον . τοσόνδε μέντοι συμβουλεύσαιμ ' ἂν τῷ στρατηγῷ , ἐκ τοῦ παντὸς πλήθους
6263726 ποιησειεν
ὃ βούλεται πράττειν . ἀλλ ' εὖ ἴσθι , καὶ ποιήσειεν ἄν : οὐ γὰρ οἵα τέ ἐστι περιορᾶν ἑαυτῆς
, τῷ κοίλῳ τῆς ἑτέρας χειρὸς ἐπικρούσαντες , εἰ κτύπον ποιήσειεν εὔκροτον ὑποσχισθὲν τῇ πληγῇ τὸ φύλλον , μεμνῆσθαι τοὺς
6246925 ἀναζεσῃ
ἰσχύν . ὠμὸν οὖν ποιεῖσθαι ὧδε : ἐπειδὴ ἂν ἰσχυρῶς ἀναζέσῃ τὸ ἔλαιον , ἀφελόντα τοῦ πυρὸς αὐτὸ χρὴ ἐμβάλλειν
κινῆται , συγκινηθῇ , ἀναφυσωθῇ , ἀναταραχθῇ , βράσῃ , ἀναζέσῃ : ἰστέον ὅτι βράσσηται ταῖς δίναις . πάμφυρτος :
6241073 λαβητε
ὃς ἐσφέρει νόσον καινὴν γυναιξὶ καὶ λέχη λυμαίνεται . κἄνπερ λάβητε , δέσμιον πορεύσατε δεῦρ ' αὐτόν , ὡς ἂν
' ὁρᾷς ὅσους ἄνωθεν ἐπεφόρησε τῶν λίθων , ἵνα μὴ λάβητε μηδέποτ ' αὐτήν . Εἰπέ μοι , ἡμᾶς δὲ
6239416 παραψηθ
Δωδωναῖον ἄν τις χαλκίον , ὃ λέγουσιν ἠχεῖν , ἂν παράψηθ ' ὁ παριών , τὴν ἡμέραν ὅλην , καταπαύσαι
Δωδωναῖον ἄν τις χαλκίον , ὃ λέγουσιν ἠχεῖν , ἂν παράψηθ ' ὁ παριών , τὴν ἡμέραν ὅλην , καταπαύσαι
6215019 ἡδοιτο
ὅπως ἡμεῖς τε τῷ φίλῳ συγχαίρωμεν καὶ Μόντιος ὑπὸ γῆς ἥδοιτο . λέγεται γάρ τι περὶ τῶν οἰχομένων καὶ τοιοῦτον
τῶν ναυτῶν . ἀλλὰ κυβερνήτης γε οἶμαι κυβερνήτην οὐκ ἂν ἥδοιτο ὁρῶν συμπλέοντα αὑτῷ . Πότερον ὅταν χειμὼν ἰσχυρὸς ᾖ
6211013 φιλῃς
μακρὸν γενήσεσθαι μελλόντων . Πολλοί σε μισήσουσιν , ἂν σαυτὸν φιλῇς : τοῦτό φασι Νύμφας πρὸς Νάρκισσον εἰπεῖν , ἀποβλέποντα
ὁπότερος νῷν ἐστί σοι εὐνούστερος , διάκρινον , ἵνα τοῦτον φιλῇς . Ναί , ναί , διάκρινον δῆτα , πλὴν
6196465 ἀποδωται
ἀποδῶταί τῳ : ἐὰν δέ τις ἰδιώτῃ τι τῶν τοιούτων ἀποδῶται δημιουργός , ὁ πριάμενος ἐντὸς ἑκμήνου ἀναγέτω , πλὴν
νόμους ἀναγωγὴ καὶ μὴ τῇδε ἔστω . ἐάν τις ἀνδράποδον ἀποδῶται κάμνον φθόῃ ἢ λιθῶν ἢ στραγγουριῶν ἢ τῇ καλουμένῃ
6193889 εἰσελθῃ
. ἆρ ' οὖν ἔφην εἰς μὲν τὰς οἰκίας ἐπειδὰν εἰσέλθῃ , ἅπτεται ὑμῶν , εἰς δὲ τὴν ἀγορὰν ἐπειδὰν
τῷ θείῳ σώματι , πόρρω τυγχάνουσιν οὖσαι : ἐπειδὰν δὲ εἰσέλθῃ τοῦτο εἰς θνητὸν σῶμα , κἀκεῖνα ἐπιφοιτᾷ καὶ τῇ
6155630 εἰποιμ
σὺ δὲ τί οἶσθα εἰ ἡμεῖς ἂν τούτου κατεψηφισάμεθα ; εἴποιμ ' ἄν : διότι πεπαρρησίασθέ μοι καὶ διείλεχθε .
μὲν οὖν αἰτιώμενοι τὸν ὁρισμὸν οὕτως : ἐγὼ δ ' εἴποιμ ' ἂν , ὡς εἰ μὲν κατὰ τὴν ἀπόδοσιν
6155332 μαινοιμην
βδελυρὲ σύ . Μὰ τὴν Ἑκάτην , οὐ δῆτα : μαινοίμην γὰρ ἄν . Ἀλλ ' , ὦ νεανίσκ '
οὐχ ὡς τούτου βελτίονος ὄντος , ὧν ὁ Δημοσθένης εἶπε μαινοίμην γὰρ ἄν , εἰ τοῦτο λέγοιμι , ἀλλ '
6123422 αἰσχυνοιμην
φιλοτίμως συμβέβηκεν αὐτοῖς , ἐξ ὧν εἰκότως ἦσαν σπουδαῖοι , αἰσχυνοίμην ἂν εἴ τι τούτων φανείην παραλιπών . ἄρξομαι δ
προεμένωι καὶ ποιῆσαι λέγειν ἐπαίνους ὑπὲρ ἡμῶν . ἀλλ ' αἰσχυνοίμην ἄν , εἰ τὴν πρὸς ὑμᾶς εὔνοιαν παρὰ τούτων
6098663 εἰκασειεν
Τούτων οὕτω κεχωρηκότων καὶ ὅσα ἄν τις ἐκ τούτων ἀκολούθως εἰκάσειεν ἕτερα καὶ πᾶσαν τὴν λείαν ἐν ταῖς σκηναῖς συναγηοχότων
συμβαίνει δι ' εὐτροφίαν τοῦ δένδρου , ὡς ἄν τις εἰκάσειεν : ὅλον γὰρ γίνεται δᾴς : περὶ μὲν οὖν
6098402 πιοις
. Ἔφιππος δέ φησι : τρεῖς πρὸς τέτταρας . οἶνον πίοις ἄν ; ὑδαρῆ μὰ τὴν γῆν , ἀλλὰ τρία
ἦσαν μεγάλαι . Ἀριστοφάνης Εἰρήνῃ τί δῆτ ' ἂν εἰ πίοις οἴνου κύλικα λεπαστήν ; ἀφ ' ἧς ἔστι λάψαι
6094387 ποιοιης
σεαυτόν , ὁπότε ἔλθοις εἰς τὴν ἐκείνου , τί ἂν ποιοίης ; Δῆλον ὅτι καὶ τοῦτον πρότερος ὑποδεχοίμην ἄν ,
τὸ βιβλίον : εἴπερ προσήκων ἐστὶ μάλ ' ὀρθῶς ἂν ποιοίης : καὶ καλῶς . βασιλέας τε καὶ ἄρχοντας .
6083963 ἀνακραγῃ
ἂν ἴδῃ τις ἐνύπνιον σφόδρα φοβούμεθ ' , ἂν γλαὺξ ἀνακράγῃ δεδοίκαμεν . ] ἀγωνίαι , δόξαι , φιλοτιμίαι ,
εὐθὺϲ εἷϲ ὄνοϲ . [ ἂν γάρ ] τιϲ ἀπολειφθέντοϲ ἀνακράγῃ τόπου [ „ ὄνοϲ προϲέρχετ ] ' „ ,
6069834 μισησουσιν
στρατηγήσουσιν . ἐκείνους μὲν γὰρ ὁμοῦ φαύλους τε ἡγήσονται καὶ μισήσουσιν ἅπαντες , ἡμῖν δὲ μετ ' εὐφημίας ὅ τι
. Πλίνθον πλύνεις : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Πολλοί σε μισήσουσιν , ἂν σαυτὸν φιλῇς : τοῦτό φασι Νύμφας πρὸς
6056520 φαγοις
παιδί ' αὑτὸν ἀπογαλακτιεῖ . * * * * Τότε φάγοις , παράσιθ ' , ὅρα ὡς διασέσυρκε τὴν τέχνην
αὐτοὺς ἀθλίους εἶναι λέγω : οὐκ ἂν θανὼν δήπουθεν ἔγχελυν φάγοις , οὐδ ' ἐν νεκροῖσι πέττεται γαμήλιος . ὁ
6034502 ἐασῃ
πέντε μνῶν καταλιμπάνειν . ἢν οὖν ἐμοὶ μὲν τὰ χρήματα ἐάσῃ , ἐκείνοις δὲ τὴν ἀρχήν . προπερισπωμένως δὲ ἀναγνωστέον
ἐπισκιάσῃ καὶ κατασχῇ καὶ μηδὲν αὐτῆς ἄφετον μηδὲ ἐλεύθερον μέρος ἐάσῃ , οὐ μόνον ὅσα τῶν ἁμαρτημάτων ἰάσιμα δρᾶν ἀναγκάζει
6021691 κελευῃ
περιμένειν ἔχουσι ξίφη καὶ ποιεῖν , ὅ τι ἂν αὐτοῖς κελεύῃ . ἵνα δὲ μηθὲν ἐν τῇ συλλήψει τῶν πολιτῶν
πῶς οὐκ εὐεργέτην τε νομιστέον καὶ πᾶν ὅ τι ἂν κελεύῃ ποιητέον ; ἐγὼ μὲν οὖν , γράψαι γὰρ ἐκέλευεν
6002344 ἀποκριναιμην
δίκαιόν ἐστιν ἢ ἄδικον ; “ ἐγὼ μὲν ἂν αὐτῷ ἀποκριναίμην ὅτι δίκαιον : σὺ δὲ τίν ' ἂν ψῆφον
ἐπιστομίζων . Ἀλλά , μὰ τὴν Ἀθηνᾶν , οὐκ ἂν ἀποκριναίμην σοι πρότερος . Οὐκοῦν , ὦ Τιμόκλεις , ἐρώτα
5996371 βουλοιτ
περὶ σὲ φρονούντων ἐστί : καὶ γὰρ εὖ πράττειν σε βούλοιτ ' ἂν καὶ ὅστις ἐπαινεῖ σε , τούτῳ φίλος
ἀρχὴ γῆς πάσης , τοῦ στρατοπέδου γιγνόμενος καθ ' ὃ βούλοιτ ' ἀεί . χρυσὸς δὲ καὶ ἄργυρος καὶ χαλκὸς
5983094 ματτυην
, τὸ δ ' ἄστυ σῦκα . . . περιφέρειν ματτύην καὶ ποδάριον , καὶ γαστρίον τακερόν τι καὶ μήτρας
οὗτος οἰμώζειν λέγει . Πιεῖν τις ἡμῖν ἐγχεάτω , καὶ ματτύην ποιεῖτε θᾶττον . Νῦν δ ' οἶδ ' ἀκριβῶς
5979965 θελῃ
ψυχαῖς ἔπι δυσμενέων φοιτᾷ θάνατόν τε φέρει τοῖσιν ἂν δαίμων θέλῃ . Ταῦτ ' οὐκ ἐπιλεξαμένα Θεστίου κούρα δαΐφρων μάτηρ
δὲ κηρωτῇ παχείῃ περιαλείφειν . Ὁκόταν ἀρχὸς ἐκπίπτῃ καὶ μὴ θέλῃ κατὰ χώρην μένειν , σίλφιον ὅτι ἄριστον καὶ πυκνότατον
5977185 κραμβην
σόγχον καὶ πᾶν ὁτιοῦν ψύχειν τε καὶ ὑγραίνειν δυνάμενον . κράμβην δὲ καὶ κάρδαμον καὶ εὔζωμον καὶ πράσον καὶ σκόρδον
δέ φησι : καὶ σὲ φιλέω , ναὶ μὰ τὴν κράμβην . καὶ Ἐπίχαρμος : ἐν Γῇ καὶ Θαλάσσᾳ :
5959868 νακην
δὲ καὶ ῥῆμα προστακτικὸν ἐμφάσει τῶν ἄλλων προθέσεων . οὐδαμῶς νάκην ὄνομα προσηγορικόν . τινὲς δὲ λέγουσιν αὐτὸ θηλυκόν :
. νάκην τὴν τοῦ αἰγὸς δοράν : “ ἂν δὲ νάκην ἕλετ ' αἰγός . ” νάπαι οἱ ὀρεινοὶ τόποι
5944909 Εἰποις
ἐπιθυμῶν , ἀσχάλλων δὲ τὸ μὴ καταλαμβάνειν τὸ ζητούμενον . Εἴποις ἂν ἰδὼν αὐτὸν πάθος πάσχειν κόρης ἐπίτεκνος ἄρτι γευομένης
οἱ ὕστερον τὰς μουσουργοὺς καὶ κιθαριστρίας καὶ ὀρχηστρίας ἐπεισήγαγον . Εἴποις τὰ τρία παρὰ τῇ αὐλῇ : τοῖς ἐπὶ θάνατον
5904125 εἰποις
δ ' ἐν ἴπῳ . καὶ περιστροφίδα δ ' ἂν εἴποις τὸ ξύλον τὸ τὸν ἶπον περιστρέφον , ἐναρμόσαι δ
μόνον , ὡς ὁ θώραξ , ὡς ὁ ὀφθαλμός : εἴποις δ ' ἂν καὶ τῶν κινούντων τὰ μὲν κατὰ
5896276 βδελυγμια
οἴναρον ἕλκων τῆς τρυγός . Ἐκεῖνος αὐτὸς ἐκμεμαγμένος . Μῶν βδελυγμία ς ' ἔχει ; πτερὸν ταχέως τις καὶ λεκάνην
πανταχόθεν ἕλκειν καὶ ἁρπάζειν βουλόμενος . ἀπὸ τούτου καὶ ἡ βδελυγμία , † ἀπὸ τοῦ μίσους , καὶ ἡ βδελυρία
5893075 εὑρισκωμεν
καὶ πρὸς ταὐτὸν οὐκ ἐθελήσει ἅμα , ὥστε ἄν που εὑρίσκωμεν ἐν αὐτοῖς ταῦτα γιγνόμενα , εἰσόμεθα ὅτι οὐ ταὐτὸν
ὑπεροχὰς τῶν καθ ' ἑκατέραν αἵρεσιν μαρτυρησάντων , ὁποτέρους ἂν εὑρίσκωμεν ἤτοι πλείους ἢ δυνατωτέρους ἢ ἐπικεντροτέρους ὑπάρχειν ἢ καθυπερτέρους
5892145 εὑρῃ
μίμνοι καὶ θεόπαις Βαβύλων . ἡδονὴν ἔχει , ὅταν τις εὕρῃ καινὸν ἐνθύμημά τι , δηλοῦν ἅπασιν : οἱ δ
ἐπράϋνε καὶ κατεγοήτευσε τῷ σιάλῳ τὸ δεινόν . ἐὰν δὲ εὕρῃ δυσανασχετοῦντα καὶ ἀτλήτως φέροντα , ὕδωρ ἀθρόον σπάσας εἴσω
5891731 διδωται
ἀποθανεῖν μήτε ζῆν θέλων ἐξ ἅπαντος ἀλλ ' ὡς ἂν διδῶται , προσέρχηται αὐτῷ , τί κωλύει μὴ δεδοικότα προσέρχεσθαι
τὰ πρόβατα : οὕτω καὶ ἐν τῷ βίῳ , ἐὰν διδῶται ἀντὶ βολβαρίου καὶ κοχλιδίου γυναικάριον καὶ παιδίον , οὐδὲν
5881086 πατταλους
καὶ αἱ κολάσεις τῶν ἀμυγδαλῶν ἢ πληγαῖς ἢ διειρόντων τοὺς παττάλους : ἀπορρεούσης γὰρ τῆς ὑγρότητος ἡ καταλειπομένη ῥᾷον ἐκπέττεται
, Μοσσυνικὰ μαζονομεῖα . ἀγκαλίδες ξύλων ἁλμαίαν πιών δρομάδες ὁλκάδες παττάλους ἐγκρούειν σκυτάλιον ὑποσίδηρον ὕρχας οἴνου ἀπεσφακέλισεν δραχμιαῖον ἐπίγυον νάνους
5875067 Λεγοις
ἑκάτερος αὐτῶν ἀπειλήφῃ τὰ ὑπὸ τοῦ λόγου ὀφειλόμενα ἀκοῦσαι . Λέγοις ἄν , ἔφη , ὡς οὐ πολλὰ ἄλλ '
, ὦ Σώκρατες , ἄρτι δοκῶ κατανενοηκέναι τοὺς ἄνδρας . Λέγοις ἄν : ἔοικας γὰρ ἄτοπόν τι καθορᾶν . Ναί
5860458 ὀναιτ
⋮ εἶ σὺ δεκτέα ] στρατῶι . καὶ κάρτ ' ὄναιτ ' ἄν , ⋮ εἰ δέχοιτό ] μ '
. ἀπόλοιο τοίνυν ἕνεκ ' ἀναιδείας ἔτι . ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ ' ἂν οὑτοσί . οἴμ ' ὡς καταγελᾷς .
5857546 ἰχθυδι
σύντεμνε καὶ ἐξαπάτα με : τοὺς μὲν ἰχθῦς μοι κάλει ἰχθύδι ' : ὄψον δὲ ἐὰν λέγῃς , κάλει ὀψάριον
Ἀναξίλας Μαγείροις : τῶν Αἰσχύλου πολὺ μᾶλλον εἶναί μοι δοκεῖ ἰχθύδι ' ὀπτᾶν . τί σὺ λέγεις ; ἰχθύδια ;
5852164 πεφρυγμενους
ποιήσεις τοὺς ἐρεβίνθους αὐτόθεν . πάλιν : τρώγων ἐρεβίνθους ἀπεπνίγη πεφρυγμένους . Δίφιλος δέ φησιν : οἱ ἐρέβινθοι δύσπεπτοι ,
θὲς ἐν θερμῷ ἡλίῳ , καὶ ἀναζέσαντος ἔμπασον λεπτοὺς ἅλας πεφρυγμένους , καὶ ὅταν καταστῇ , μετάβαλε ἀλλαχοῦ . Τὸ
5848927 ἀνασχοιτο
εἴποι ἂν οὔτε ποιήσειεν ὁ χαρίεις : ἔνια δὲ οὐδὲ ἀνάσχοιτο ἂν ἀκοῦσαι . ὁ δ ' ἄγριος εἰς τὰς
, οὗ τὰ πτερὰ εὐθαλῆ τῆς ψυχῆς , σχολῇ ἂν ἀνάσχοιτο βλέπειν εἰς παττάλους τε καὶ ἱμάντας . οἴεσθε γάρ
5847409 καλοιης
ἢ κἂν εἰ μικροπρεπῆ καὶ γλίσχρον καὶ τοῦ κέρδους ἥττω καλοίης , τυγχάνοις ἂν μᾶλλον τοῦ προσήκοντος . οὕτως οἶμαι
πλέκειν καὶ ταλάρους καὶ τυροκομεῖα : οὕτω δ ' ἂν καλοίης τὸν τάλαρον ᾧ ὁ χλωρὸς τυρὸς ἐμπήγνυται , ὥσπερ
5835504 καυστεον
ὑπάρχει , ὁ δὲ τῶν χρυσοχόων ἀναλογεῖ τῷ ξυστῷ . καυστέον δ ' ὃν ἂν θέλῃς ἰὸν οὕτως : θλάσας
γένει , σχιστόν τε καὶ εὐθείας τὰς διαφύσεις ἔχον . καυστέον δ ' αὐτοὺς εἰς ὀστράκινον ἀγγεῖον ἐμβαλόντας καὶ ἐπιμελῶς
5825429 ἐκφυγοις
: ⌈ ὅπως ἤγουν πῶς καὶ τίνι τρόπῳ ἀποστρέψαις ἤτοι ἐκφύγοις ἂν δίκην ἀντιδικῶν ἤγουν ⌈ ἀντιλέγων τοῖς δικαίοις [
' αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις ; θεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά . πέφρικα τὰν ὠλεσίοικον θεόν , οὐ θεοῖς
5818716 βουλοιμεθ
οὖν . Οὐκοῦν δὴ καὶ κατὰ τὸ τῆς ὑφαντικῆς παράδειγμα βουλοίμεθ ' ἂν ἐπεξελθεῖν αὐτὴν νῦν , ὅτε καὶ πάντα
δ ' ἐστὶν ἃ ὑμᾶς μένει , ἀλλ ' ἃ βουλοίμεθ ' ἂν ἡμῖν γενέσθαι ταῦτα πρὸς ὑμᾶς κοινούμεθα .
5814921 δυναιο
γυναικῶν : καίτοι σὺ θνητὸς ὢν θεοῦ πῶς μεῖζον ἂν δύναιο ; τί δ ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ
, εἰ καὶ μὴ ἔχοις θυσίας καὶ εἰ μὴ δεύτερον δύναιο : εὔχου μὴ ἅπαξ , ἀλλ ' ἐν παντὶ
5814329 ἑψηθῃ
Πρὸς κοιλιακούς . ] Βάλλε καρδαμοσπόρον εἰς καινὸν τζουκάλιον ἕως ἑψηθῇ , καὶ λαβὼν ὠὸν ἔκζεσον χωρὶς καὶ ἐκλέπισον καὶ
ἑψηθέντι καὶ ἀποθεμένῳ τὸ φυσῶδες : ἐὰν γὰρ μὴ καλῶς ἑψηθῇ , φυσᾷ τὰ ὑποχόνδρια καὶ αὐτὴ , καθάπερ καὶ
5810640 ὀνομασαις
ὠνόμασεν Ἄμφις ὁ κωμικός . τὴν μέντοι οὐ λαβοῦσαν ἕδνα ὀνομάσαις ἂν ἀνάεδνον Ὁμηρικῶς . καὶ ὁ μὲν τόπος τοῦ
ἀνοσίως , ἀθέως , θεοβλαβῶς , θεομισῶς , ἀθεμίτως . ὀνομάσαις δ ' ἂν ἱερὸν ἀρχαῖον , σεμνόν , ἔνθεον
5807215 παυσαιτο
λεχθέντων ἂν ἀρκεῖ τοῦτο καὶ ὅτι κίνησις μὲν ἂν καὶ παύσαιτο καὶ διαλίποι , χρόνος δὲ οὔ . Εἰ δὲ
, ἁρπάσας τυραννικῶς . ἀλλ ' ἐκεῖνος μὲν ἀναισχυντίᾳ μὴ παύσαιτο συνοικῶν , σὺ δ ' , ὦ ἄριστε ,
5792579 σελαγοιντ
Νίκαρχον . Γ σελαγοῖντ ' ] ἀντὶ τοῦ καίοιντο . σελαγοῖντ ' ] καιόμεναι λάμποιεν . ἐκπληττόμενος ὁ Δικαιόπολις ἐν
ἅψηται , φησί , μόνον , εὐθὺς καίονται . Γ σελαγοῖντ ' ἄν : αἱ ναῦς δηλονότι . ταῦτα δὲ
5790520 βλαπτοιντο
μὴ ὀρθῶς μεταβάλλοιεν , οἱ ὅλῃσι τῇσι πτισάνῃσι χρεόμενοι : βλάπτοιντο δ ' ἂν καὶ οἱ μούνῳ τῷ χυλῷ χρεόμενοι
ἵνα τοῖς ἐκεῖσε ἐμφωλεύουσιν ὄφεσι διδόντες μὴ ⌈ βλάπτωνται [ βλάπτοιντο ] ὑπ ' αὐτῶν . οἱ γοῦν εἰσιόντες οὐκ
5788439 θαυμαζοιμ
, σοφιστῇ : ὅτι δέ ποτε ὁ σοφιστής ἐστιν , θαυμάζοιμ ' ἂν εἰ οἶσθα . καίτοι εἰ τοῦτ '
γε ἄλλως οἶσθα τούτων πέρι , ἐξ ὧν αὐτὸς λέγεις θαυμάζοιμ ' ἄν . ἀλλὰ γὰρ οὐ τούτους ἐπιζητοῦμεν τίνες
5787947 παραδῳ
ἐπετήδευσεν , ἵνα μὴ ψιλὰ τὰ πράγματα καὶ γυμνὰ προσώπων παραδῷ ἡμῖν : οἷον περὶ φιλίας διαλεγόμενος , ἵνα μὴ
πέρι καὶ ὅσων ἂν ἑτέρων ὁ θεὸς περὶ ταῦτα νόμιμα παραδῷ , πάντα ἀποτελῶν , καὶ τὴν πρόρρησιν προαγορεύων ,
5770934 κατοικησεις
τῆς ποιητικῆς ἐξουσίας ἐπεισῆγον ἂν ἔρωτας θεῶν καὶ κρίσεις καὶ κατοικήσεις καὶ δωρεὰς καὶ τὴν Ἐλευσῖνα . νόμων δὲ καὶ
γλαφυραί . κοῖλαι , βαθεῖαι . χηραμοί : φωλεοὶ , κατοικήσεις . ἰλυόεντες : ἰλυώδεις , καὶ βορβορώδεις , ἐπικρυπτικοί
5765285 φαιμεν
τ ' ἐστὶν καὶ τίνες οἱ μῦθοι , τίνας ἂν φαῖμεν ; Καὶ ἐγὼ εἶπον : Ὦ Ἀδείμαντε , οὐκ
τε καὶ φρονήσεως εἰ ταύτην μάλιστα ἐκ τῶν εἰκότων ἐκτῆσθαι φαῖμεν ἂν ἤ τινα ἑτέραν ταύτης κυριωτέραν ἡμῖν ζητητέον .
5759154 βυσμα
βύσμα δ ' ἂν εἴη τῶν χρησίμων , Ἀριστοφάνους εἰπόντος βύσμα καὶ γευστήριον . τοῦτο δὲ βύστραν ἕτεροι κεκλήκασιν ,
' εἰς τὸν οἶνον ἀμφορέα κενὸν λαβὼν τῶν ἔνδοθεν καὶ βύσμα καὶ γευστήριον , κἄπειτα μίσθου σαυτὸν ἀμφορεαφορεῖν . ὀβολῶν
5756715 χαιρῃ
τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ γελῶσα , διατελεῖ τὴν ἡμέραν ἔνδον , ὥσπερ τοῖς
τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ γελῶσα , διατελεῖ τὴν ἡμέραν ἔνδον , ὥσπερ τοῖς
5754334 ἐῳη
σάρκα : ὥσπερ δέρμα εἴ τις ἀλείψειεν ἐλαίῳ πολλῷ καὶ ἐῴη ἀναπιεῖν , καὶ , ἐπὴν ἀναπίῃ , πιέζῃ τὸ
; Τοῦ πρὸς τί παράδειγμά ποτε ἀποβλέψας ἂν τὸ μὲν ἐῴη πάντας μανθάνειν τοὺς νέους , τὸ δ ' ἀποκωλύοι
5753213 Φαιη
τὸ θεῖον νόμιμα χαλεπώτεραι κυμάτων αἱ τοῦ ὄχλου προσβολαί . Φαίη ἂν ὁ βουλεύων ὑβρίσθαι τοῖς λόγοις , εἰ πόλεώς
προσκροῦον φυλάττεσθαι . [ Ὅρκος δ ' ἐστὶν οὗτος ] Φαίη δ ' ἄν τις καὶ τὸ τοῦ ὅρκου σχῆμα
5751564 ἑλκῃ
καὶ ἀποφέρει τι ἀπ ' αὐτῆς ἐπὴν ἰσχυρῶς κόπτῃ καὶ ἕλκῃ : τὸ δὲ ἀποφερόμενον ἔτι μᾶλλον τῷ ἐπιόντι ψαμμώδεϊ
του μὴ ἐπὶ τοῦ βήματος , ἢ παρακελεύηται , ἢ ἕλκῃ τὸν ἐπιστάτην , ἀφειμένης τῆς ἐκκλησίας ἢ τῆς βουλῆς
5749999 θυλακα
ἐρεῖς ληκυθοφόρον : πονηρὸν γὰρ ὁ στλεγγιδολήκυθος . τὸν δὲ θύλακα τῶν ἀσκητῶν ἢ σάκκον καλοῦσιν ἢ σάκταν . ἀθληταῖς
, κρόκου , ῥόδων νεαρῶν ἀπωνυχιϲμένων τοῦ ἄνθουϲ , ὃ θύλακα καλοῦμεν , κόμμεωϲ ἀνὰ # γ , ὀπίου #
5745903 Καλλιμεδων
, εἰ μὴ καθήγιζέν τις ἅμα τὴν ἔγχελυν , ἵνα Καλλιμέδων ἀπέθανεν εἷς τῶν συγγενῶν . ἐμὲ γὰρ διέτριψεν ὁ
, εἶτα παραφέρων ἀγαθῶν ἁμάξας . Πρῶτον μὲν ἦν σοι Καλλιμέδων ὁ Κάραβος , ἔπειτα Κόρυδος , Κωβίων , Κυρηβίων
5745339 σκοπηται
τὰ γέρρα ἀναιρεῖν , ἵνα κύριος ὢν αὐτὸς αὑτοῦ ἕκαστος σκοπῆται πρὸς αὑτὸν ὅντινα μέλλει πολίτην ποιήσεσθαι , εἰ ἄξιός
. ἀλλ ' ὅταν περὶ φαρμάκου τίς του πρὸς ὀφθαλμοὺς σκοπῆται , εἴτε χρὴ αὐτὸ ὑπαλείφεσθαι εἴτε μή , πότερον
5739241 ἐγκρυψον
ῥίζαν ἢ κράμβηϲ ἢ ϲεύτλου ἢ λαπάθου φύλλα ἐνδήϲαϲ θερμοϲποδίᾳ ἔγκρυψον , ὅταν δὲ μαλακυνθῇ , ϲὺν ἁλὶ τρίψαϲ ἐπίθεϲ
πλέον ἀνασπᾶν κέλευε . ἢ θύμον στέατι φυράσας εἰς τέφραν ἔγκρυψον , καὶ ὅταν ὀπτηθῇ , συντρίψας κέλευε τὴν ὀσμὴν
5738146 ἐπιτυχῃς
, λέγει , εἰ μὴ ἠλειμμένος τῷ φαρμάκῳ ταῖς ἀσπίσιν ἐπιτύχῃς , ταχέως ἂν ταῖς ἡμετέραις προστάξεσιν ὑποχωρήσαις καὶ ἐκφύγοις
φαίνεται , καὶ ἀκούει οὐκ ὀξέα . Ὅταν οὕτως ἔχοντι ἐπιτύχῃς ἀρχομένῳ τῆς νούσου πρόσθεν ἢ ῥαγῆναι κατὰ τὰς ῥῖνας
5734954 καταπλασσομεν
σχίνου ἢ βάτου ἢ σιδίων . τὰ δὲ μᾶλλον ἡλκωμένα καταπλάσσομεν ἀρνογλώσσῳ μετ ' ἄρτου ἢ σέριδι ἢ πάλῃ ἀλφίτων
λίθον γένηται , λιθοτομοῦμεν , ἂν δὲ διὰ φλεγμονὴν , καταπλάσσομεν , ἂν δὲ δι ' ὑπερδιάτασιν κύστεως , καθετῆρι
5732692 μηλωτην
τὴν τοῦ προβάτου δοράν , Φιλήμονος εἰπόντος ἐν Εὐρίπῳ στρῶμα μηλωτήν τ ' ἔχει . καὶ σκεῦός τι ὁλοσίδηρον ,
ἱματίου . Ἀ - ριστοφάνης Δαιταλεῦσιν . δηλοῖ δὲ καὶ μηλωτήν , διφθέραν . Φερεκράτης Ἰπνῷ . καὶ ἴσως ἀπὸ
5731545 καθιε
φοῦρνον , καὶ ἀνασπάσας τὸ πῦρ καὶ ἐνθεὶς πλίνθον , κάθιε τὸν κάμνοντα : καὶ ἱδρούτω ἐπὶ πολύ : ἀναγκαζέσθωσαν
Ἰταλικοῦ ἡμίνης πότιζε ἐν βαλανείῳ , ἀρξάμενον δ ' ἱδροῦν κάθιε εἰς τὴν ἔμβασιν : τοῦτο κάλλιστον . ἐναπειλημμένης δὲ
5725944 βρυν
σου πάντα τραυλίζοντος , ὅτι νοοίης . εἰ μέν γε βρῦν εἴποις , ἐγὼ γνοὺς ἂν πιεῖν ἐπέσχον : μαμμᾶν
βρῦν “ πρόσφθεγμα παιδικῶν καὶ νηπίων . πρόσφθεγμα παιδικόν . βρῦν εἴποις ] δι ' οὗ ἐμφαίνουσι τὰ βρέφη ,
5719741 χλιαινειν
' ὑστερίζῃ τῆς τεταγμένης ἀκμῆς , ὥστ ' ἢ προοπτήσαντα χλιαίνειν πάλιν , ἢ μὴ προοπτήσαντα συντελεῖν ταχύ , ἀπεστέρησε
, ὁκόταν οἱ ἐν τῇ περιπλευμονίῃ ἔκφρονες ἔωσι . Τοῦτον χλιαίνειν δεῖ χλιάσμασιν ὑγροῖσι καὶ πόμασι πλὴν οἴνου , καὶ
5717133 λυοιτ
φρονήσεως . διὰ τοῦτο καὶ αὐτὸς εἶπεν , ὅτι ταύτῃ λύοιτ ' ἂν ὁ λόγος οὗτος ὁ ἄπορος . Ἔστι
εἰρημένων , φησί , περὶ φρονήσεως καὶ τῆς ἠθικῆς ἀρετῆς λύοιτ ' ἂν ὁ λόγος οὗτος , ὁ δεικνύων διαλεκτικῶς
5713809 κριβανον
ἀπὸ τῶν λαφύρων χαλκὸν διανεῖμαι τὸν ἄριστον αὑτῷ ἐξείλετο . κρίβανον οἱ Ἀττικοὶ λέγουσιν οἷον κριθῶν βαῦνον , τουτέστι κάμινον
τις φοβηθῇ , οἷον τὸν ἱμάντα ὡς ὄφιν ἢ τὸν κρίβανον ὡς χάσμα τῆς γῆς , ἅπερ καὶ αὐτὰ κωμῳδικώτερά
5712266 πριαιτο
ἐν ᾗ τὰ κρεάδι ' ἧψες ἐζωμευμένα πλὴν εἴ τις πρίαιτο δεόμενος βασκάνιον ἐπικάμινον ἀνδρὸς χαλκέως . τί δέ σοι
μήν , ἔφη ὁ Γωβρύας , οἶδ ' ὅτι κἂν πρίαιτο Γαδάτας τὸ μέγα τι ποιῆσαι κακὸν τὸν νῦν βασιλέα
5695619 φλεων
φακῆν ἥδιστον ὄψων λοιδορεῖς πόθεν ἂν λάβοιμι βύσμα τῷ πρωκτῷ φλέων ; ταυτὶ τὰ κρέ ' αὐτῷ παρὰ γυναικός του
αὐτοῦ καὶ ἐν Ἀμφιαράῳ πόθεν ἂν λάβοιμι βύσμα τῷ πρωκτῷ φλέων ; ] Ἄλλως . κύπειρον καὶ φελεὺς εἴδη εἰσὶν
5693039 τυχοιμ
μεθύει γὰρ οὐδὲν ἧττον : ὁ δ ' ἕτεροςτί ἄν τύχοιμ ' ὀνομάσας ; βῶλος , ἄροτρον , γηγενής ἅνθρωπος
ὦ πάτερ αἰνόπατερ , τί σοι φάμενος ἢ τί ῥέξας τύχοιμ ' ἂν ἕκαθεν οὐρίσας , ἔνθα ς ' ἔχουσιν
5692075 ζητῃς
πρός τινα τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἔφη : „ ἐὰν καιρὸν ζητῇς πρὸς φιλοσοφίαν , καιρὸν οὐχ ἕξεις „ . Περίανδρος
οὖν τὸ πρῶτον συνέβη ; Οὐδὲ γὰρ ἦλθεν , ἵνα ζητῇς πῶς οὖν ἦλθε ; τύχη τίς ἤγαγεν ἢ ὑπέστησεν
5688942 καδμειαν
κατακορῆ : καυστέον δ ' ὡς χαλκῖτιν καὶ πλυτέον ὡς καδμείαν . δύναμιν δ ' ἔχει κατασταλτικὴν καὶ μετρίως στυπτικὴν
βλαβερὰ γὰρ ἡ ἀποφορά . δεῖ δὲ πλύνειν αὐτὸ ὡς καδμείαν καὶ ἀποθέσθαι . δύναμιν δ ' ἔχει ἣν καὶ
5686945 ἀτυχουντι
' εἰς νόσον τὸν ἔχονθ ' ἑαυτὴν ἐθεράπευσεν ἐπιμελῶς , ἀτυχοῦντι συμπαρέμεινεν , ἀποθανόντα τε ἔθαψε , περιέστειλεν οἰκείως .
τιμωρεῖσθαι , τὸν δὲ ἀφειμένον ταύτης ἐμὲ ἴσως οὐ καλὸν ἀτυχοῦντι συνεπιθέσθαι φίλῳ . πάλαι δὲ ἀτυχεῖν ἤρξατο Διονύσιος ,
5686351 δεκαπαλαι
παῖδα φάρυγος . ὁ βοῦς ὁ χαλκοῦς ἦν ἂν ἑφθὸς δεκάπαλαι , ὁ δ ' ἴσως γαλαθηνὸν τέθυκε τὸν χοῖρον
παρεσκευασμένος τρίπαλαι κάθημαι βουλόμενός ς ' εὐεργετεῖν . Ἐγὼ δὲ δεκάπαλαι γε καὶ δωδεκάπαλαι καὶ χιλιόπαλαι καὶ προπαλαιπαλαίπαλαι . Ἐγὼ
5681705 πεισθῃ
τε καὶ πράττοντας καὶ περὶ αὐτόν , ὅπως ἂν μὴ πεισθῇ , καὶ περὶ τὸν πείθοντα , ὅπως ἂν μὴ
ὦ καὶ σὺ τὴν ποικίλην κοσμήσας , ἀκούσῃ , τίσι πεισθῇ , εἰ κρείττων ὁ μαθών ἐστι τοῦ τὸ πρῶτον
5676844 Ἡδεως
ἔδει καὶ μνησικακεῖν , ἐκεῖνός γ ' οὐκ εἴα . Ἡδέως δ ' ἂν ἐροίμην τοὺς τἀναντία πρεσβευομένους , πότερον
ταῦτα ἐγερθεὶς ἀπὸ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ , εἶπεν ὅτι , Ἡδέως ἐκοιμήθην ὀλίγον , ἀλλὰ βεβαρημένη ἐστὶν ἡ κεφαλή μου
5673856 Λεγοιμ
ἄνω ἔλσοιμ ' ὅπα μέλλοιμί γ ' εἰράναν ἰδῆν . Λέγοιμ ' ἄν : οὐ δεῖ γὰρ κεκρύφθαι τὸν λόγον
δῆτα τὸ σπουδαῖον ὅ τι τοῦτ ' ἐστί σοι . Λέγοιμ ' ἂν ἤδη . Πρὶν λέγειν δ ' ,
5673621 πεισθειην
οὐδ ' εἰ βοῦς μοι τὸ δὴ λεγόμενον φθέγξαιτο , πεισθείην ἂν ὅτι βουλήσεταί μέ ποτε ἢ δυνήσεται Μένανδρος ἀπολιπὼν
μᾶλλον προχωροίη , καὶ τάχ ' ἂν ἴσως ἀπὸ τούτων πεισθείην μηδὲ ἐκείνων ἔτι καταγελᾶν , εἴ τινα ἴδοιμι σεμνυνόμενον
5673227 γελωσα
γανόωσα : χαίρουσα , καλλωπιζομένη , εὐφραινομένη . καγχαλόωσα : γελῶσα , εὐφραινομένη , εὐφραινομένη λίαν , ὑπερβαλλόντως χαίρουσα ,
φοβῇ τοὺς κύνας ; Ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν οὕτως ἔφη γελῶσα : Ὅτι μὲν ἐγὼ ταῦτα πάντα κατέχω εὖ οἶδα
5672782 θεασηται
δύναται ἔκ τινων σημείων , καὶ πρὶν ἢ τοὺς πολεμίους θεάσηται , κατανοῆσαι τὸ μέτρον τοῦ πλήθους αὐτῶν ἐκ τῆς
ἐκ τῶν λεβήτων , ὧν οὐδεὶς γεύεται εἰ μὴ πρότερον θεάσηται τὸν βασιλέα εἰ ἥψατο τῶν παρακειμένων . ἐν δὲ
5663323 φουρνον
, στέατι δ ' ἢ πηλῷ περιπλάττεται καὶ δίδοται εἰς φοῦρνον ἢ εἰς κάμινον ἢ εἰς ἀνθρακιὰν ἐγκρύβεται , ἄχρις
κολλᾶται τῇ καρδόπῳ . ἐπειδὰν δ ' ἐμβληθῇ εἰς τὸν φοῦρνον , ὑποπάσσεται τῷ κεράμῳ χόνδρος τις καὶ τότ '
5663319 ζημιωσῃ
ἂν στρατηγῷ φάλαγγα πρόηται , δημοσίᾳ πάντας ἠδίκησεν , ἂν ζημιώσῃ τὴν πόλιν , ἂν ἀπολέσῃ τεῖχος ἢ φρούριον ,
ἐπειδὴ οὐκ οἴονται τῶν λεγόντων οὔτε τὸν ἐλέγχοντα ἐλέγχειν ἵνα ζημιώσῃ οὔτε τὸν ἀπειλοῦντα ἀπειλεῖν ἵνα κακόν τι ποιήσῃ ,
5662700 Ἀρχεδικος
, Αἰσχρηίδος Λευκώνης , Ἀνθείας . . . , Εὐρυπύλης Ἀρχέδικος , Δυνάστης Ἐρατοῦς , Ἀσωπίδος Μέντωρ , Ἠώνης Ἀμήστριος
τὰ ὀνόματα . λέγεται δὲ ἡ δεινιὰς καὶ δεῖνος . Ἀρχέδικος : Νικοστράτην τινὰ ἤγαγον πρῴην σφόδρα γρυπήν , Σκοτοδίνην
5660757 Κερδωνα
τῇ ἐκείνου ἀπέγραψα , ἐπιδείξω ὑμῖν . τὸν μὲν γὰρ Κέρδωνα ἐκ μικροῦ παιδαρίου ἐξεθρέψατο : καὶ ὡς ἦν Ἀρεθουσίου
, ὅταν μὲν ἔλθῃς εἰς τοιοῦτον συρφετόν , Δρόμωνα καὶ Κέρδωνα καὶ Σωτηρίδην , μισθὸν διδόντας ὅσον ἂν αἰτήσῃς ἁπλῶς
5659977 ἐνιοτ
ἀρκέσει ἢ δύ ' ἐπὶ τὴν τράπεζαν . ἐγχελύδια Θήβηθεν ἐνίοτ ' ἔρχεται : τούτων λαβέ , ἀλεκτρυόνιον , φάττιον
δὶς τῆς ἡμέρας καὶ σῦκα βαιά , καὶ μύκης τις ἐνίοτ ' ἂν ὠπτᾶτο , καὶ κοχλίας γενομένου ψακαδίου ἠγρεύετ
5659236 πωλωσιν
, ὅταν κακοῦ τινος ἀπαγγελθέντος τῇ πόλει τίμιον τὸν σῖτον πωλῶσιν . οὕτω δ ' ἄσμενοι τὰς συμφορὰς τὰς ὑμετέρας
τοῖς μαγείροις ἃ παράκειθ ' ἑκάστοτε , ἡνίκ ' ἂν πωλῶσιν αἰγῶν κρανία , ξυλήφιον μυρρίνης ἔχουσα λεπτὸν ὀρθὸν ἐν
5655787 τυπτοι
μᾶλλον τῆς περὶ τὸ κύτος κινήσεως ὁπότε τὴν τοῦ βαρυτέρου τύπτοι ἤχου προετικήν . Εἰς πᾶν γὰρ ὃ βαρὺς φθόγγος
πρός τι : τὸ γὰρ ἆρα ᾗ μὴ ἔχει χειρὶ τύπτοι ἄν τις ; ἐρωτᾶν ἐστιν εἰ ποιήσειέ τι μετὰ
5653299 εἰποιμι
τὸν Τηλέμαχον καὶ Μενέλεων : κἀγὼ πάντα μὲν οὐκ ἂν εἴποιμι τὰ τοῦ σωτῆρος ἀγωνίσματα , ὅσων ἀπέλαυσα εἰς τήνδε
καὶ ἃ πρῶτα . κἂν ἔρηταί τις ὑμᾶς , εἰ εἴποιμι καὶ ὅ τι , τὸ μὲν ὡς εἶπον ,
5649959 ἀπαγαγοι
δημαρχῶν τοὺς φονέας τοῦ πατρὸς ἐπὶ τὸν δῆμον ἐς δίκην ἀπαγάγοι : Ἀντώνιός τε τῆς ἄρτι συγκειμένης πρὸς τὸν Καίσαρα
ἀλλ ' ἀλάστορός τις οἰζύς : ἃν μήτε πέλαγος ἅλιον ἀπαγάγοι πάλιν μήτε πατρῶιον ἵκοιτ ' ἐς οἶκον . ὦ
5649937 εὐξαιο
καὶ τὸν πηλόν , ἐροίμην ἄν σε ποτέρῳ ἂν ὅμοιος εὔξαιο γενέσθαι : οἶδα γὰρ ὡς αὐτίκα ἕλοιο ἂν ἐκ
, οὕτω καὶ τοῦ παθεῖν κακῶς . τοῦτο γὰρ κἂν εὔξαιο τοῖς θεοῖς , λαβεῖν με τιμωρίαν εἰς τὸ σῶμα
5647778 εὐφορωϲ
τὰ ξυνομαρτέοντα τῇ νούϲῳ . ἢν γὰρ ἐπὶ τῇ ἐκκρίϲει εὐφόρωϲ φέρῃ , ἄπυροϲ γίγνηται εὖ τε πέϲϲῃ , εὔχρουϲ
πόϲιν ἀλλὰ θερμοῦ . μετὰ δὲ τὴν τρίτην , εἰ εὐφόρωϲ διάγοι ὁ κάμνων , ἐπιρραίνειν δεῖ τῷ ποτῷ καὶ

Back