μὲν ] ἤγουν εἰς τὴν γῆν τὴν ἐπίπεδον καὶ μακράν τηλουρὸν ] ὑψηλόν , μακρόν ἥκομεν ] ἤλθομεν . τὸ
τὸ πολὺ διάστημα τῆς χθονὸς , τουτέστι πόρρω ἀφωρισμένοι . τηλουρὸν ] τὸ ὄρος τοῦ Καυκάσου . ἀπὸ τοῦ τῆλε
6223550 καταντες
τὸ τί ἦν εἶναι , ὥσπερ τὸ ἄναντες καὶ τὸ κάταντες . ὡς γὰρ ἐπὶ τούτων τὸ μὲν αὐτὸ διάστημα
κώλυμα γίνεσθαι τῆς ἐκκρίσεως , ἀλλ ' ἀπορρεῖν εἰς τὸ κάταντες , γνώριμόν ἐστιν . μετὰ δὲ τὴν ἀφαίρεσιν τῶν
6120797 ἐκρηγμα
Ἄργος τρητὸν ἔλαιον τρηχὺ νόημα Τριτῆες γενεήν φιλητῶν γένος φλεγματόεν ἔκρηγμα χθονίους Ἰναχίδας χρυσόλοφοι δράκοντες χρυσόλοποι χρυσοραγές χρυσορραγὲς ἔρνος ψαυκρόποδα
ἐπεπλήρωτο ἐπὶ τοσοῦτον ἡ καθ ' ἡμᾶς θάλαττα πρὶν τὸ ἔκρηγμα τὸ κατὰ Στήλας γενέσθαι , ἐφ ' ὅσον εἴρηκεν
6097511 περιωπην
ἔγχος ἑλὼν καὶ φάσγανον ὀξὺ καρπαλίμως παρὰ νηὸς ἀνήϊον ἐς περιωπήν , εἴ πως ἔργα ἴδοιμι βροτῶν ἐνοπήν τε πυθοίμην
δέ : τὸ ἀπάτῃ εὐπρεπεῖ οὕτω πολλὴν περιωπήν : σημείωσαι περιωπήν ʃ περιωπή , ἡ φροντίς . ʃ ἀντὶ τοῦ
6078385 ἡξεις
ἐμοὶ φέρει . Ἤδη σε ἔχειν ἡγοῦμαι τὸ ὡς ταχέως ἥξεις ἀκούσας καὶ συγχαίρω τῷ τε βασιλεῖ τοῦ σοῦ τάχους
τοῦ γάμου λόγον , ἐν ᾧ τὸν θεὸν ὕμνησας , ἥξεις ἐπὶ τὰ τῶν γαμούντων ἐγκώμια . κοινὰ δὲ τὰ
6062096 ἑσπεριον
, τοῦ ἄρα ἡλίου ἐπὶ τοῦ κʹ ὄντος τὸ εʹ ἑσπέριον ἀνατέλλει : ἀπὸ ἄρα ἑῴας ἐπιτολῆς ἐπὶ ἑσπερίαν ἐπιτολὴν
εὐρυνθεῖσα τιταίνεται Ἀδριὰς ἅλμη πρὸς βορέην , αὖτις δὲ πρὸς ἑσπέριον μυχὸν ἕρπει , ἥντε καὶ Ἰονίην περιναιέται ηὐδάξαντο .
6003813 τοὐμπροσθεν
στοιχεῖν , ἀλλ ' ἐν τῷ μεταξὺ αὐτῶν κεῖσθαι εἰς τοὔμπροσθεν , ὡς αὔτως δὲ καὶ τῶν βγ τὸ ι
εἰς τοὐπίσω μόνον ἀφαλλόμενον , ἔστιν ὅτε δὲ καὶ εἰς τοὔμπροσθεν , ἀναφέροντα τῶν σκελῶν ἑκάτερον ἐν μέρει . καὶ
5952701 τεινον
θεῶν ἱερατικὸν ὄφελος τριπλοῦν ἐνδίδωσι , τὸ μὲν εἰς ἐπίλαμψιν τεῖνον , τὸ δὲ εἰς κοινὴν ἀπεργασίαν , τὸ δὲ
, οἷον εἶναι βούλει τὸ χρῆμα , εἴτε πρὸς εὔκλειαν τεῖνον εἴτε πρὸς ἀδοξίαν . ὁποῖον γὰρ ἂν εἴπῃς ,
5946296 ἁπλωμα
διακεκαυμένην . . αὐλὼν ἐκτέταται : ἡ ἐπέκτασις καὶ τὸ ἅπλωμα τῆς διακεκαυμένης ζώνης : εὐθὺς γὰρ πρὸς τὰ νότια
καὶ θούριον αὐτὸν εἶπεν . . ] τῆς γῆς τὸ ἅπλωμα , περιφραστικῶς δὲ τὴν γῆν τῶν Περσῶν φησι πᾶσαν
5888411 ὀχθου
Καταλύσειν δὲ μέλλοντες ἐν τῇ κώμῃ τῇ πλησίονἀπέχει δὲ τοῦ ὄχθου τῶν σοφῶν οὔπω στάδιονἰδεῖν φασι νεανίαν δρόμῳ ἥκοντα μελάντατον
ἴθι , ἱκοῦ : ἔλθ ' ἐπ ' ἄκρον κόρυμβον ὄχθου , κροκόβαπτον ποδὸς εὔμαριν ἀείρων , βασιλείου τιήρας φάλαρον
5867530 στενον
τὸ ἄρρωστον εἶναι τὸν σφυγμὸν καὶ σκληρὸν καὶ βραχὺν καὶ στενὸν καὶ ἄγαν ἁπάντων τῶν ἐπὶ πολὺ μάλιστα χρονισάντων φρενιτικῶν
δή . ἐν στενῷ ] μεταξὺ Σαλαμῖνος καὶ Αἰγίνης τὸ στενὸν ἦν . παίοντ ' ] παράλογον τὸ δυϊκόν .
5812423 Ἀχεροντα
, ὅτε εἰς τὴν ἀποικίαν ἔπλεον , χειμασθέντες εἰς τὸν Ἀχέροντα ποταμὸν κατέφυγον , ὅθεν καὶ διασωθέντες οἱ ναῦται Σοωναύτην
δὲ καὶ τοῦτον ὁ ἐκ Δωδώνης χρησμὸς φυλάττεσθαι κελεύων τὸν Ἀχέροντα καὶ τὴν Πανδοσίαν . . . δεικνυμένων γὰρ ἐν
5779034 καταγειον
κάρκαρον μετὰ τῶν τέκνων . ἔστι δὲ ὁ κάρκαρος ὄρυγμα κατάγειον βαθύ , τὸ μὲν μέγεθος ἔχον οἴκου μάλιστά πως
πρόςταξιν τῆς πόλεως θάψασα τὸν Πολυνείκην ἐφωράθη καὶ εἰς μνημεῖον κατάγειον ἐντεθεῖσα παρὰ τοῦ Κρέοντος ἀνῄρηται : ἐφ ' ᾗ
5761074 διαλλαξαν
Κῶον : λῶον οὐ μονογενῆ : τὸ ᾠὸν περὶ τόνον διαλλάξαν τὴν γραφὴν ἐφύλαξεν : λέγεται δὲ καὶ ἐν διαλύσει
ἔνδος γὰρ λέγεται πολλάκις καὶ ἔνδοι : τέσσαρσιν οὖν διαφοραῖς διαλλάξαν , οὐδὲν θαυμαστὸν εἰ καὶ κατὰ τόνον διήλλαξεν :
5746280 τοὐπισθεν
: τὸ δὲ στῆθος ἔξω προεωθεῖτο καὶ τὸ νῶτον εἰς τοὔπισθεν ἀντεσπᾶτο ὥσπερ ἱστίον ἐξ ἀνέμου κεκυρτωκός . ἠρέμει δὲ
, ἕλκει δὲ κώπην ὥστε ναυβάτης ἀνήρ , ἱμᾶσιν ἐς τοὔπισθεν ἀρτήσας δέμας : αἱ δ ' ἐνδακοῦσαι στόμια πυριγενῆ
5729832 διηκον
. ἓν γὰρ ὑπάρχει πνεῦμα τὸ διὰ παντὸς τοῦ κόσμου διῆκον ψυχῆς τρόπον , τὸ καὶ ἑνοῦν ἡμᾶς πρὸς ἐκεῖνα
κατανέμεται τὴν Λιβύην , τό , τε τῶν Γαραμάντων , διῆκον ἀπὸ τῶν τοῦ Βαγράδα ποταμοῦ πηγῶν μέχρι τῆς Νοῦβα
5710641 Δακιαν
. Ὁ ἔννατος πίναξ τῆς Εὐρώπης περιέχει Ἰάζυγας Μετανάστας καὶ Δακίαν , καὶ τὰς δύο Μυσίας , καὶ Θρᾴκην ,
. Ταυρικὴν Χερσόνησον . Ἰάζυγας Μετανάστας . Πίναξ θʹ . Δακίαν . Μυσίαν τὴν ἄνω . Μυσίαν τὴν κάτω .
5690429 Κρονιον
, καὶ τρεῖς ἐξ αὐτῆς τεκνῶσαι παῖδας , Σπαρταῖον , Κρόνιον , Κύτον . Κατὰ δὲ τὴν τούτων ἡλικίαν φασὶν
, ὅπου οἱ παῖδες τῶν πολεμικῶν Ἀριμασπῶνἅπερ εἰσὶν ἔθνη , Κρόνιον καὶ πεπηγότα πόντον , ὅ ἐστι κόλπον , καλοῦσιν
5689773 ἠω
ὁ Ὅμηρος . „ εἴτ ' ἐπιδέξι ' ἴωσι πρὸς ἠώ τ ' ἠέλιόν τε , εἴτ ' ἐπ '
γλυκὺν ὕπνον , ῥέποντα καὶ ἐπερχόμενον ἐπὶ τοῖς βλεφάροις πρὸς ἠώ , τουτέστι πρὸς ὄρθρον : ἤγουν τὸν ἑωθινὸν γλυκὺν
5686270 ἐστραμμενον
σπλὴν ἐν τοῖς ἀριστεροῖς , ἀεὶ τὸ σιμὸν ἑαυτοῦ μέρος ἐστραμμένον ἔχων εἰς τὰ δεξιὰ πρὸς τὸ ἧπάρ τε καὶ
, κύκλῳ χορεῦον , ἕλκουσι γνάθοις ὁλκοῖς ἀπαύστοις , παντελῶς ἐστραμμένον τἄνω κάτω δεικνύντες . Ἐὰν μὲν ἄρα πέπερι φέρῃ
5669351 μεσαμβριην
ὄρεος . Ἔστι δὲ ἄλλος Φοῖνιξ ποταμὸς οὐ μέγας πρὸς μεσαμβρίην τοῦ Ἀσωποῦ , ὃς ἐκ τῶν ὀρέων τούτων ῥέων
πρὸς ἑσπέρης ἑκαστάτω ἐπὶ τὸν Ἀδρίην , ἐνθεῦτεν δὲ πρὸς μεσαμβρίην προπεμπόμενα πρώτους Δωδωναίους Ἑλλήνων δέκεσθαι , ἀπὸ δὲ τούτων
5667479 Φασιν
ἑαυταῖς . οὕτω τὸ αὑταῖς σύντασσε . [ . ] Φασὶν ὡς πρὸ τοῦ γενέσθαι ἀρισταῖον τὰ πρόβατα οὐκ εἶχεν
ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα . Φιλίας δικαίας κτῆσις ἀσφαλεστάτη . Φασὶν κακίστους οἱ πονηροὶ τοὺς καλούς . Φίλον βέβαιον ἐν
5661952 λιβα
τῷ τόπῳ ἀνίσταται τὸ κῦμα , καὶ μάλιστα περὶ τὸν λίβα , ὁπόταν ἐπιλάβῃ καὶ τοῦ νότου : κατ '
ὅμοιον καὶ τὸ ἀνιηρέστερον καὶ παρ ' Αἰσχύλῳ τὸ ἀφθονέστερον λίβα . καὶ Ἐπίχαρμος δὲ εὐωνέστερον ἔφη . καὶ Ὑπερίδης
5661053 συρεται
μισητὸς , καιρὸς , θανατηφόρος . ἕρπει : ἀκολουθεῖ , σύρεται , διατρέχει , ἐπιγίνεται : ἕρπει ἐπὶ τῶν βραδέως
μὲν ἔθνη τὴν Ἰταλίαν κατοικεῖ . Ἐκεῖθεν δὲ πρὸς ἀνατολὰς σύρεται ἢ τὴν θάλασσαν ἐπερεύγεται ὁ Ἀδρίας κόλπος , τοὺς
5655531 τοὐπισω
ποιέεσθαι , ὥσπερ καὶ πρόσθεν γέγραπται . Ἢν δὲ ἐς τοὐπίσω βραχίων ἐκπέσῃ , οἱ τοιοῦτοι ἐκτανύειν οὐ δύνανται .
πολεμικά . . ἐκτρέποντες ] ἀπορρίπτοντες , ἀποβάλλοντες , εἰς τοὐπίσω τρέποντες . . ἐκτοπίζοντες , ἀποφέροντες . . γᾶς
5646408 πελαγος
τὸ ὕδωρ . πρώτην οὖν φυλακὴν λέγει τὴν πρὸς τὸ πέλαγος μέσον δὲ . . . : ἔνθα , φησίν
καὶ ὁ Ἄθως αὐτῆς ὄρος ὑψηλὸν τελευτᾷ ἐς τὸ Αἰγαῖον πέλαγος . πόλεις δὲ ἔχει Σάνην μὲν Ἀνδρίων ἀποικίαν παρ
5626691 στεινον
τε ] ὑπερμήκεα ἐόντα , διὰ μέσου τε αὐτῶν αὐλῶνα στεινὸν πυνθανόμενος εἶναι , δι ' οὗ ῥέει ὁ Πηνειός
πρότερον ἢ ἐπράχθη τὸ ἔργον : ἦ τότ ' ἀμειψάμενος στεινὸν πόρον Ἑλλησπόντου † αὐδήσει Γαλατῶν ὀλοὸς στρατός , οἵ
5622965 Παμφυλιον
τε πολλὴν ἐς Ἄμμωνος ὥδευεν ὥρᾳ καύματος , καὶ τὸν Παμφύλιον κόλπον τῆς θαλάσσης ἀνακοπείσης διέτρεχε δαιμονίως , καὶ τὸ
Λιγυστικόν , Τυρρηνικόν , Λιβυκόν , Μυρτῷον , Αἰγύπτιον , Παμφύλιον , Ἰκάριον , Αἰγαῖον , Ἑλλήσποντος , Μέλας κόλπος
5621918 Στροφαδας
δὲ φρικτή . εἴξαντες : πεισθέντες . Στροφάδας δέ : Στροφάδας φησὶ κεκλῆσθαι διὰ τὸ τοὺς Βορεάδας αὐτόθεν ὑποστρέψαι στραφέντας
ἐπιόρκους . ῥιγίστη δὲ φρικτή . εἴξαντες : πεισθέντες . Στροφάδας δέ : Στροφάδας φησὶ κεκλῆσθαι διὰ τὸ τοὺς Βορεάδας
5606946 Μαιωτιδα
ἑλισσόμενος γαίης διὰ Σαυροματάων σύρεται εἰς Σκυθίην τε καὶ ἐς Μαιώτιδα λίμνην . λίμνην τέ : ὁ Τάναϊς ποταμὸς Σκυθίας
Σκυθίαν ἐστὶ τὸ τέλος τῆς θαλάσσης διὰ τὸ διαδέχεσθαι τὴν Μαιώτιδα λίμνην , μεθ ' ἣν ὁ Ἀρκτικός ἐστιν ὠκεανός
5606686 τετραπται
ωὑτὸς μὲν Λιβύης ῥυσμὸς πέλει , ἀλλὰ μετ ' ἄρκτους τέτραπται , καὶ τοῖος ἐπ ' ἀντολίην πάλιν ἕρπει ,
τῷ μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή : ἐνταῦθα γὰρ τὸ ῥέε τέτραπται μᾶλλον ἢ ἐκεῖ τὸ ἐθέλει , καὶ ἴδιόν τι
5597483 τεταμενον
μετὰ μέλιτος χρῶ . [ δʹ . Ποιοῦν λευκὸν καὶ τεταμένον τὸ πρόσωπον . ] Σικύου ἀγρίου τὰς ῥίζας τεμὼν
ἤδη τοῦτο πέρας τοῦ νοητοῦ καὶ τρόπον τινὰ τὸ ἔξω τεταμένον . Διὸ πρώτη ἐνέργειά ἐστιν ἡ τοῦ νοητοῦ νοῦ
5572729 στομ
ταγηνίαις : τεμάχη δ ' ἄνωθεν αὐτόματα πεπνιγμένα εἰς τὸ στόμ ' ᾄττει , τὰ δὲ παρ ' αὐτὼ τὼ
ἀνάγκης δεῖ γελᾶν , ἵνα θεωρῶς ' οἱ παρόντες τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ
5565395 Βαρυγαζα
ὁ ποταμὸς Ναμνάδιος . Ὁ δὲ κόλπος αὐτὸς ὁ κατὰ Βαρύγαζα στενὸς ὢν τοῖς ἐκ πελάγους ἐρχομένοις ἐστὶ δυσεπίβολος :
εἰς τούτους τοὺς τόπους εἰσβάλλοντα πλοῖα Ἑλληνικὰ μετὰ φυλακῆς εἰς Βαρύγαζα εἰσάγεται . Μετὰ δὲ Καλλίεναν ἄλλα ἐμπόρια τοπικὰ Σήμυλλα
5562650 ποντον
, ἧς ἐκτραπῆναι οὐκ ἔστιν . ἐγέννησε δὲ καὶ τὸν πόντον , , μήτινι συνελθοῦσα , ἔπειτα δὲ συνελθοῦσα τῷ
τῷ Ποσειδῶνι καὶ Νηρηίσι σπένδειν ἐκ χρυσῆς φιάλης ἐς τὸν πόντον . λέγουσι δὲ καὶ πρῶτον ἐκ τῆς νεὼς σὺν
5562541 βαλλ
' οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν ; παῖ , παιδίον . βάλλ ' εἰς κόρακας . τίς ἐσθ ' ὁ κόψας
μὴ γεννήσαντα παῖδα ἄρρενα : “ τὸν μὲν ἄκουρον ἐόντα βάλλ ' ἀργυρότοξος Ἀπόλλων νυμφίον ἐν μεγάρῳ . ” ἄκικυς
5562535 τρηματιου
ἐκπέμπει ἐνίοτε , διὰ τοῦ φυϲικοῦ κατὰ τὸν κανθὸν μικροῦ τρηματίου . ἀρχομένηϲ τοίνυν τῆϲ φλεγμονῆϲ εὐθὺϲ ἐν τῇ πρώτῃ
ὑγρὸν ὥϲπερ δάκρυον : διόπερ χρὴ τὸ καυτήριον κατὰ τοῦ τρηματίου ἐρείδειν ἰϲχυρῶϲ . αὐτάρκουϲ δὲ τῆϲ καύϲεωϲ γενομένηϲ τῇ
5558689 ἠκοντισαν
, οἱ δὲ βουλόμενοι εὐστοχῆσαι τοῦ θηρίου ἐφ ' ἑαυτοὺς ἠκόντισαν . Καλύκης δὲ καὶ Ἀεθλίου παῖς Ἐνδυμίων γίνεται ,
τῇ ἐπιστροφῇ αὐτοῦ ἔχοντες ἐπὶ τὸ πέρας τοῦ πεδίου λοξὸν ἠκόντισαν , καὶ τοῦτο ὡς ἐπὶ μήκιστόν τε καὶ ὡς
5556955 τετραμμενον
. καὶ οἵδε μὲν τῆς Σικελίας τὸ πρὸς Λιβύην μέρος τετραμμένον νεμόμενοι , Ἱμεραῖοι δὲ ἀπὸ τοῦ πρὸς τὸν Τυρσηνικὸν
ἀπότροπον : δεδιωγμένον , ἢ δυνατὸν , ἀποτρεπόμενον , ἄποθεν τετραμμένον ἀπ ' αὐτῶν , λέγει δέ που καὶ τὸ
5554761 Σκυθιαν
ἀεικελίη ] . κεῖσε δ ' ὁμαρτήσουσιν ἔται : ἐπὶ Σκυθίαν συνελεύσονται . καὶ τὸ ὁμοῦ τυχεῖν ὁμαρτεῖν φασιν .
τοῦ μετρίου καὶ ὄρειος , καὶ τὸ τελευταῖον ἐς τὴν Σκυθίαν ἀπελθοῦσα πάντες ἴσασιν οἷα ἐσθίει ξενοκτονοῦσα καὶ μιμουμένη τοὺς
5554566 αἰας
λέγει δὲ τοὺς πολίτας . τινὲς δέ φασιν ἐπὶ γόνυ αἴας ἤτοι κατὰ πρόσωπον τῆς γῆς . . . [
τὸν ? δὴ περιρρύτας ? [ ? ? ποτ ' αἴας ὤλεσαν [ ] ? ? ῥυσίπτολιν ? ? ?
5553126 μυχον
ναὶ μὴν καὶ τὴν Διοσκουρίδα χώραν , τὸν τοῦ Εὐξείνου μυχὸν , ἤγουν τὸν ἔσχατον πρὸς τῇ Κολχικῇ Τραπεζοῦντι πλοῦν
Τρωγλοδυτικῆς . εὖρος δὲ κατὰ μὲν τὸ στόμα καὶ τὸν μυχὸν ὑπάρχει περὶ ἑκκαίδεκα σταδίους , ἀπὸ δὲ Πανόρμου λιμένος
5550088 σταθμην
οἱ δὲ Περὶ φύσεως , Διόδοτος δὲ ἀκριβὲς οἰάκισμα πρὸς στάθμην βίου , ἄλλοι Γνώμον ' ἠθῶν , τρόπου κόσμον
εἶπεν , ὅπερ ἐκεῖνοι ὑπολαμβάνουσιν ὡς ὁμολογούμενον οὗτος εἰπών . στάθμην δὲ λέγουσι τὸ ἄνω τῆς πλάστιγγος , ἀπὸ τούτου
5546248 ὀχθον
, τουτέστι τοὺς τρόπους τοῦ Δαρείου τοὺς προσφιλεῖς ἐμοί . ὄχθον γὰρ τὸν τάφον καλεῖ διὰ τὸν ἀναχωματισμόν . .
Ὀλυμπίᾳ Κρόνου λόφος καλούμενος οὗ μέμνηται καὶ Καλλίμαχος . Κρόνου ὄχθον : ὄχθος ἡ Ὀλυμπία : πρώην γὰρ Κρόνιος λόφος
5545200 οἰμον
ἄδην ἐπάτησε κοθόρνῳ . Προπρὸ δέ μιν δασπλῆτες ὀφειλομένην ἄγον οἶμον γήλοφον εἰς ἀργῆτα θυγατριδέαι Φόρκυνος Εὐμενίδες ναρκίσσου ἐπιστεφέες πλοκαμῖδας
κατ ' ὀρθὸν εὐδρομεῖ , τὸ δ ' ἔργον ἄλλην οἶμον ἐκπορεύεται . ὁ μὴ φρονῶν μέν , πολλὰ δ
5537171 νενευκε
μέχρι πολυκλύστοιο Παχύνου καὶ Κρήσσης ἄκρηςἥτ ' εἰς ἅλα πουλὺ νένευκε πάρ ' θ ' ἱερὴν Γόρτυνα καὶ ἠπειρώτιδα Φαιστόν
δέ , ὅτι ἀδύνατον αὐτῷ φέρεσθαι διὰ τοῦ κενοῦ : νένευκε γὰρ ἐπὶ τὸ ἑαυτοῦ μέσον καὶ τοῦτο ἔχει κάτω
5534373 Σκυθιην
[ ] ? αν ! [ δακρύεται βρέφη μ [ Σκυθίην ποτὲ γ ? [ καὶ μανεῖσα γέγον [ ἀχάριστον
' ἀποκλινθεὶς παιδὸς ἐς ἀγκαλίδας μακρὸν ἔτεινεν ὕπνον . Ἐς Σκυθίην Ἀνάχαρσις ὅτ ' ἤλυθε πολλὰ μογήσας , πάντας ἔπειθε
5523685 ἀνατεταμενον
ἁρμάτειον αὐτὸν φάναι διὰ τὸ τὸν ὑπαξόνιον τῶν ἁρμάτων ἦχον ἀνατεταμένον τε καὶ ὀξὺν εἶναι . ὅτι δὲ εὐνοῦχος ἦν
. αὐλοῖσι διδύμοισι : † παρὰ τὸν † εἰς μῆκος ἀνατεταμένον † αὐλόν . δίδυμον δὲ τὸ συμφυές , τοὺς
5522968 Συρτιν
πολυανθρωπίᾳ τῶν ὁμοεθνῶν προέχοντες νέμονται τοὺς τόπους τοὺς περὶ τὴν Σύρτιν . τῶν δὲ προειρημένων Λιβύων γεωργοὶ μέν εἰσιν οἷς
μέχρι τοῦ στόματος τῆς Σύρτιδος Μάκαι . Εἰς δὲ τὴν Σύρτιν ἀπὸ Ἑσπερίδων εἰσπλέοντι Ἡράκλειοι θῖνες : ἔχονται δὲ τούτων
5518080 χασμα
νῦν ἐς τοσοῦτον λελέχθω . Παρὰ τοῖς Ἀριανοῖς τοῖς Ἰνδικοῖς χάσμα Πλούτωνός ἐστι , καὶ κάτω τινὲς ἀπόρρητοι σύριγγες καὶ
καὶ προορᾶν , ὡς μὴ ἐς βόθρον ἢ τάφρον ἢ χάσμα κατενεχθείη ὁ ἵππος , ὅτε γε δι ' ἕλους
5504755 ἐξηρμενον
δωρίου τόνου διὰ τὸ μετεωρότερον τοῦ μέλους ταῖς πρὸς τὸν ἐξηρμένον πόλον παρόδοις καὶ ὡς ἂν θεριναῖς , τουτέστιν ,
ὕπερον , τοιοῦτόν τί ἐστι καὶ τὸ ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ ἐξηρμένον ἐν μικροῖς πράγμασιν . Καίτοι τινές φασι δεῖν τὰ
5503734 Ἐρυθραιον
εὔοσμον μαλακῷ καὶ ἀόσμῳ , καθάπερ τὸν Ἡρακλεώτην καὶ τὸν Ἐρυθραῖον , τοῦ μὲν τὴν μαλακότητα , τοῦ δὲ τὴν
κλίμα . Ἀμέλει καὶ Αἰθίοπες κατοικοῦσιν τὸ πρὸς νότον μέρος Ἐρυθραῖον . Καὶ διὰ τοῦτο ἔθνος Αἰθιοπικὸν , ὡς παρακεῖσθαι
5495368 κατερχομαι
φράσω . Ἥκω γὰρ εἰς γῆν , φησί , καὶ κατέρχομαι : ἥκειν δὲ ταὐτόν ἐστι τῷ κατέρχομαι . Νὴ
ἁμάρτημα . τὸ ἥκω , φησὶ , ταυτόν ἐστι τῷ κατέρχομαι . . . μάκτραν , εἰ δὲ βούλει ,
5488616 βεβηκος
. . . . . . . . ἔστιν ἄγαλμα βεβηκὸς ἄνω , τὰ κάτω δὲ κεχηνός , εἰς πόδας
γινόμενον ἄμαχον . Ὅτι τοῦ μαχίμου τὸ μὲν ἐπὶ γῆς βεβηκὸς καὶ ἰδίως πεζικὸν λεγόμενον : τὸ δὲ ἐπ '
5484587 ἀντιπορον
αὐτὴν τὴν μήδειαν διαβῆναι πεποίηκεν εἰς τὴν ἑλλάδα διὰ τὸν ἀντίπορον τῆς σκυθίας : ἀντίπορον δὲ τὴν ἐναν - τίαν
περσέπτολις ] ἐπέρασε μὲν , φησὶν , ἤδη εἰς τὴν ἀντίπορον γείτονα χώραν , ἤτοι τὴν Εὐρώπην : οἱ γὰρ
5465870 μεμαντευται
: τραχεῖα γὰρ ἡ Σκῶλος καὶ δύσβατος . Εἰς Τροφωνίου μεμάντευται : ἐπὶ τῶν σκυθρωπῶν καὶ ἀγελάστων : οἱ γὰρ
τῶν ὄφεων ἔκπληξιν : ὅθεν ἡ παροιμία “ ἐς Τροφωνίου μεμάντευται ” ἐπὶ τῶν κατηφῶν λεγομένη . Τροφωνίου ] τὸ
5457989 πηδα
καὶ πολεμιώτατον ἐκείνῳ ὁμολογεῖς εἶναι ; πρὸς ταῦτα χαλέπαινε καὶ πήδα , ἔφη , καὶ μιαρώτατον ἀνθρώπων ἐμὲ νόμιζε καὶ
, ποικίλλετε . ἀντὶ τοῦ σκέπασον τῇ ἄμπυκι . οἷον πήδα . . ὡς ἔλαφος . . χορωφελέταν : Ἀντὶ
5455943 Παρνηθ
ὦ πονηρέ μ ' ἐξορίζεις ὡσπερεὶ κλιντήριον ; Ἐς τὴν Πάρνηθ ' ὀργισθεῖσαι φροῦδαι κατὰ τὸν Λυκάβηττον . Κείσεσθον ,
οὐκ ἐῶν κακὸν τὸν οὐχὶ τοιοῦτον δοκεῖν . ἐς τὴν Πάρνηθ ' ὀργισθεῖσαι φροῦδαι κατὰ τὸν Λυκαβηττόν μηδὲ στέψω κοτυλίσκον
5446089 βορεην
ἄνθρωποι , ὀργήν τε καὶ ξύνεσιν βελτίους εἰσὶ τῶν πρὸς βορέην , ᾗπερ καὶ τὰ ἄλλα τὰ ἐμφυόμενα ἀμείνω ἐστίν
δὲ τοῦ Αἵμου τῶν κορυφέων τρεῖς ἄλλοι μεγάλοι ῥέοντες πρὸς βορέην ἄνεμον ἐσβάλλουσι ἐς αὐτόν , Ἄτλας καὶ Αὔρας καὶ
5442259 Φαλασαρνα
. τῶν δὲ ἄκρων τὸ μὲν ἑσπέριόν ἐστι τὸ περὶ Φαλάσαρνα , πλάτος ἔχον διακοσίων που σταδίων καὶ εἰς δύο
περιγραφή : Κώρυκος ἄκρα καὶ πόλις νβʹ ιβʹʹ λδʹʹ γοʹʹ Φαλάσαρνα νβʹ γʹʹ λδʹ γοʹʹ Χερσόνησος νβʹ ∠ ʹʹ λδʹ
5431978 μεταρσιον
λέγεται τὸ λευκοπέλιον ἀπὸ τῆς ἀφύης τοῦ ἰχθυδίου ὠνομασμένον . μετάρσιον δὲ κυρίως μὲν τὸ ὑψηλὸν λέγεται , καταχρηστικῶς δὲ
ἡμῖν ἀνοίξῃ ὁ θεὸς τὸν ἑαυτοῦ θησαυρὸν „ καὶ τὸν μετάρσιον καὶ ἐγκύμονα θείων φώτων λόγον , ὃν δὴ κέκληκεν
5430649 Πηλουσιον
ὁ τοῦ στόλου τὴν ἡγεμονίαν ἔχων διέτριβε μὲν περὶ τὸ Πηλούσιον , ὡς δ ' ἐπύθετο τὴν τῆς γυναικὸς ἀναίρεσιν
ἐξοχὴν ἐκτεινομένην τοῦ Κασίου ὄρους , ὃ ἔστιν ὑπὲρ τὸ Πηλούσιον πρὸς τῇ Σερβωνίδι λίμνῃ . Τὴν δὲ ἑτέραν Σιδωνίαν
5422980 θακον
, τοὺς σοὺς δὲ πόνους ἀκοῦσαι βούλομαι . . κραιπνοσσυτὸν θᾶκον δὲ τὸν αἰθέρα φησί : ἐπ ' ἐκεῖνον γὰρ
ἐγώ . εἰ πάλιν ὁ τοιοῦτος καταβὰς εἰς τὸν αὐτὸν θᾶκον καθίζοιτο , ἆρ ' οὐ σκότους ἂν ἀνάπλεως σχοίη
5412214 βοσκημα
τὴν | τοῦ Σοφοκλέους Ἠλέκτραν τοὐμὲ μὴ λυποῦν | μόνον βόσκημα , τῆς σῆς δ ' οὐκ ἐρῶ τιμῆς |
Ἴθι δὴ προσεύχου τοῖσιν ἰδιώταις θεοῖς . Αἰθήρ , ἐμὸν βόσκημα , καὶ γλώττης στρόφιγξ καὶ ξύνεσι καὶ μυκτῆρες ὀσφραντήριοι
5407601 τιθη
γίνεται Ἀρέστωρ , τοῦ δὲ Ἄργος , ᾧ Ἥρη ὀφθαλμὸν τίθη - σιν ἐν τῷ ἰνίῳ καὶ τὸν ὕπνον ἐξαιρεῖται
ἐρατῶν ϝεπέων , ἐπὶ δ ' ἵμερον ὕμνωι καὶ χαρίεντα τίθη χορόν . Μῶσα Διὸς θύγατερ λίγ ' ἀείσομαι ὠρανίαφι
5403257 Κιμμερικον
πίπτοντα βυθίζεται τῶν δένδρων . : ὃν θρασυσπλάγχνως : Ὅντινα Κιμμερικὸν Βόσπορον λιποῦσάν σε καρτερικῶς χρὴ ἐκπεράσαι εἰς τὸν αὐλῶνα
] ἐξόδοις . . λίμνης ] τῆς Μαιώτιδος . . Κιμμερικὸν ] ἥξεις δὲ εἰς τὸν Ἰσθμὸν τὸν Κιμμερικὸν ἐπ
5402037 νοτιον
βόρειον γένηται , τὸ δὲ φθινό - πωρον ἔπομβρον καὶ νότιον , κεφαλαλγίαι ἐς τὸν χειμῶνα γίνονται , καὶ βῆχες
ἤτοι τὸ ἀνατολικώτερον , ὁ Ἰνδικὸς ὠκεανός : τὸ δὲ νότιον ἡ Ἐρυθρὰ θάλασσα ἢ τὸ κῦμα τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης
5401785 ἀστιβη
οὐ στείβει ὁ Ἀπόλλων , ἀλλ ' ὁ Χάρων . ἀστιβῆ ] ἀδιόδευτον . ἀστιβῆ ] ἀπόρευτον . θ ἀστιβῆ
θεωρίδα τὴν τοὺς νεκροὺς διάγουσαν πρὸς τὸν Ἅιδην , τὴν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι , εἰς ἣν οὐ στείβει ὁ Ἀπόλλων ἀλλ
5398025 μεταβαλλοντων
καὶ κἂν μηδὲν αὐτὰ καθ ' αὑτὰ πάσχει , ἐκείνων μεταβαλλόντων συμμεταβάλλει . οὕτως δὲ μεταβάλλει τὰ πρός τι ,
τὴν δύναμιν καὶ τὴν τροφήν . ἀνάγκη τοίνυν αὐτῶν μηκέτι μεταβαλλόντων εἰς αἱματώδη τὴν ἀναδιδομένην τροφὴν εἰς ἀτμώδη τινὰ καὶ
5390188 πορθμειον
ἑορτή : βαλανεῖον : λοφεῖον ἡ θήκη τῆς περικεφαλαίας : πορθμεῖον : μουσεῖον : βραβεῖον : φορεῖον : πορεῖον ἀντὶ
Κερκόρου , δράκοντα τὸν φύλακα . Ὁρκίζω σε εἰς τὸ πορθμεῖον ἐκεῖνο , καὶ δι ' Ἀχέροντα ναυτίλον . Ὁρκίζω
5389635 μεϲον
] τ ! [ ! ! ! αὐτὰϲ ] εἰϲ μέϲον ] νο ? ? [ ! ! ] !
γλεῦκοϲ , εἰ δὲ ἀποκροῦϲαι , αὐϲτηρόν : τὸ δὲ μέϲον μεταξύ πώϲ ἐϲτιν . Μέλιτοϲ λι . α ,
5388508 συνεσταλθαι
, . . : τὸν ἔμβολον παρὰ τὸ εἰς ὀξὺ συνεστάλθαι . ἀντὶ τοῦ Περσίδος . τὴν ναῦν δόρυ εἴρηκεν
διχῇ : ἡ μὲν διαστολὴ εἰς τὸ διαστέλλεσθαί τε καὶ συνεστάλθαι . διαστέλλεσθαι μὲν οὖν εἶναι λέγομεν τὸ πρὸς τὸ
5386442 πετρηρεφη
ἐπόπτης ; πῶς ἐτόλμησας , λιπὼν ἐπώνυμόν τε ῥεῦμα καὶ πετρηρεφῆ αὐτόκτιτ ' ἄντρα , τὴν σιδηρομήτορα ἐλθεῖν ἐς αἶαν
λιπὼν ] ἀφείς ἐπώνυμον ] τὸ Ὠκεάνειον ἀπὸ σοῦ καλούμενον πετρηρεφῆ ] πετρώδη ὄροφον ἔχοντα Σιδηρομήτορα λέγει τὴν τῆς Σκυθίας
5377718 ἀνεκας
ἵππους τῇ χαίτῃ ἀνακρουόντων , τοὺς ἀπὸ ῥυτῆρος τρέχοντας . ἀνεκάς : Ἀττικῶς . καὶ σημαίνει τὸ ἄνω . ἀληλιμμένον
αὐξήσῃ . πόρρω . ἤγουν ἄνω . ἐξ ὕψους . ἀνεκάς : ἄνω . εἰς ὕψος πολύ . ἕπεται δὲ
5375559 σχιζεται
δακτύλων πλατυνόμενον , ἀφ ' οὗ εἰς ἐκείνους ἡ χεὶρ σχίζεται . καὶ τὸ μὲν ἔνδοθεν τῆς χειρὸς σαρκῶδες ,
ἢ Πεύκῃ ἐπέχοντι θέσιν νϚʹ μϚʹ δʹʹ τὸ δὲ ἀρκτικώτατον σχίζεται καὶ αὐτὸ κατὰ θέσιν νεʹ μϚʹ ∠ ʹʹδʹʹ καὶ
5361537 λεχριον
Λικριφίς : ἔστιν ἐπίρρημα , καὶ σημαίνει τὸ πλαγίως . λέχριον γὰρ τὸ πλάγιον οἱονεὶ λεχριφίς . Λιλαίω : ἀπὸ
οὐκ ὀρθόν , ἀλλὰ κατὰ μικρὸν αὐξόμενον . τὸ δὲ λέχριον φέρων νεῦμα ποδῶν σποράδην , ὅτι πλάγιον καὶ ἀσαφὲς
5355489 Εὐρου
ὑγρὸς ἄῃσιν : ἐς Νοτίην δὲ θάλασσαν ἐπειγομένου Βορέαο : Εὔρου δ ' ἱσταμένοιο ποτὶ Ζεφύροιο κέλευθα : πρὸς δ
. ἐπειγομένου : γράφεται ἐγειρομένου . ἐγειρομένου : πνέοντος . Εὔρου : ἀνατολικοῦ ἀνέμου πνέοντος . ποτὶ ζεφύροιο κέλευθα :
5352595 ῥεγχουσι
. ⌈ ἤτοι [ ἤγουν ] βαθέως ὑπνώττουσιν . ” ῥέγχουσι “ δέ ἐστι καὶ τροπῇ τοῦ χ εἰς κ
τὰ τοιαῦτα . ἔστι δὲ ἀττικόν , ἐπεὶ καὶ ” ῥέγχουσι “ γράφεται . τὸ δὲ ” ῥέγκουσιν “ ἀπὸ
5352362 ληγει
, ὅθεν καὶ ἀφ ' ἑαυτοῦ ἄρχεται καὶ εἰς αὐτὸ λήγει . Καὶ ὅτι Φοινίκων ἐστὶν εὕρεμα : οἱ δὲ
ἀπὸ τῶν αὐτῶν ἄρχεται , οὕτως αὕτη εἰς τὸ αὐτὸ λήγει , διὸ καὶ ταύτην ἔχει τὴν προσηγορίαν ἀντιστρέφουσα τὴν
5348180 ὑποστεναζει
ἰσχυρόν . οὐράνιον πόλον ] τὴν οὐρανίαν σφαῖραν . . ὑποστενάζει ] μετ ' ὠδῖνος ὑπανέχει . βοᾷ ] διὰ
ὁ βυθὸς καὶ ὁ μέλας τόπος τοῦ Ἅιδου ὑποβρέμει καὶ ὑποστενάζει , ἢ μετὰ στεναγμοῦ ἦχον ἐμφέρει . αἱ πηγαί
5328259 καλεομενον
μὲν προσκυνέουσί τε καὶ εὖ ποιεῦσι , τὸν δὲ Χειμῶνα καλεόμενον τὰ ἔμπαλιν τούτων ἔρδουσι . Πλοῦτον δὲ τούτῳ τῷ
τὸν μαργαρίτην δὴ τὸν θαλάσσιον , οὕτω τῇ Ἰνδῶν γλώσσῃ καλεόμενον : τὸν γὰρ Ἡρακλέα , ὡς καλόν οἱ ἐφάνη
5327535 θεωριδα
. θεωρίδα ] νῆα . θεωρίδα ] εἶδος νηός . θεωρίδα ] τὴν ναῦν τοῦ Χάρωνος . θ ἀστιβῆ ]
Ἀθηναῖοι ἔστελλον ναῦν ἐστεφανωμένην εἰς τὸν Ἀπόλλωνα διὰ μαντείας . θεωρίδα γοῦν ἐκείνην ἐκάλουν ὡς εἰς τὸν θεὸν ἀπερχομένην καὶ
5324619 βαραθρα
δὲ τὸ Πηλούσιον κύκλῳ περικείμενα ἔχει ἕλη , ἅ τινες βάραθρα καλοῦσι , καὶ τέλματα : ᾤκισται δ ' ἀπὸ
φησίν , Ἀττικοὶ δὲ διὰ τοῦ α : κυρίως γὰρ βάραθρα καλοῦσι τοὺς κοίλους τόπους , δι ' ὧν οἱ
5322879 κυφον
ἐκτίλλειν τῆς πυγῆς . ὑβὸς κυρτός . καὶ ὑβόν ἐστι κυφὸν ἀποβολῇ τοῦ κ καὶ τροπῇ τοῦ φ εἰς β
ἄλεισον ἀμφικύπελλον , οὕτω [ δὲ ] καὶ τοῦτο , κυφὸν δὲ μόνον ; ἀπὸ γὰρ τῆς κυφότητος τὸ κύπελλον
5311730 ἀλλαγηναι
νῦν καὶ πρότερον : τῆς δ ' ἀσυλίας τοὺς ὅρους ἀλλαγῆναι συνέβη πολλάκις , Ἀλεξάνδρου μὲν ἐπὶ στάδιον ἐκτείναντος ,
τὰς αἰγείρους ἐκείνας τοῦ Φαέθοντος , εἶτα ὀδυρομένας τὸ μειράκιον ἀλλαγῆναι ἐς τὰ δένδρα , καὶ ἀποστάζειν ἔτι αὐτῶν δάκρυον
5304516 βεζη
θέσιν τὴν βε καὶ ὅλον τὸ βαδγ ἔσται ὡς τὸ βεζη ἐπεστραμμένον ἐπὶ δόρυ καὶ κατειληφὸς τόπον μὲν τὸν ἔμπροσθεν
, τῆς τε ἐπὶ τὸ βθκλ καὶ τῆς ἐπὶ τὸ βεζη καὶ ἔτι τῆς ἐπὶ τὸ βαδγ , ἀλλὰ κατ
5303677 ἀπεραντον
ποικιλίαν : ἀπέραντον μὲν γάρ τι πλῆθος εἶναι καρπῶν , ἀπέραντον δὲ ῥιζῶν , ὧι χρῆται τὸ ἀνθρώπινον γένος :
Βόλβη τὴν ἀπόπυριν Ὀλύνθῳ , καὶ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον ἀπέραντον πλῆθος ἰχθύων ἐκ τῆς λίμνης εἰς τὸν Ὀλυνθιακὸν ἀναβαίνειν
5303666 πορευθηναι
μυθικῶς κολοιὸν μέγαν νομίσαντα τοῖς κόραξιν ἴσον εἶναι πρὸς αὐτοὺς πορευθῆναι : ἡττηθέντα δὲ πάλιν εἰς τοὺς κολοιοὺς ὑποστρέψαι :
δὴ ζητητέον , πότερα τῷ διάστημά τι εἶναι ἐκεῖ δεῖ πορευθῆναι τὴν ὄψιν ἢ τῷ σῶμά τι εἶναι ἐν τῷ
5302793 καυλιον
ἀνθοῦντός τε δὴ τὸ σφοδρὸν ἀσφοδέλου ῥίζαν , τό τε καυλίον ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε σπέρμα ἔτι μέντοι αὐτὸ φέροντος τοῦ
Κοτυληδών φύλλον ἔχει ὥσπερ ὀξύβαφον περιφερές , λεληθότως κοῖλον : καυλίον βραχύ , ἐφ ' οὗ σπέρμα : ῥιζίον ὡς
5299940 ἀποληγει
ἀλλ ' Ἕκτωρ πυρὸς αἰνὸν ἔχει μένος , οὐδ ' ἀπολήγει χαλκῷ δηϊόων : τῷ γὰρ Ζεὺς κῦδος ὀπάζει .
ἠὲ βάλῃσιν , ἀλλά τε καὶ περὶ δουρὶ πεπαρμένη οὐκ ἀπολήγει ἀλκῆς , πρίν γ ' ἠὲ ξυμβλήμεναι ἠὲ δαμῆναι
5299683 καταῤῥουν
κακοήθους κατάῤῥου θέλει διαλεχθῆναι . οὐδεὶς δὲ δύναται γνῶναι κακοήθη κατάῤῥουν , μὴ γνοὺς τὸν εὐήθη . κατάῤῥους οὖν ἐστιν
Ἐν κρυερῷ τε καὶ καταῤῥοίας χρόνῳ , Πύκνωσιν αὐτὸς καὶ κατάῤῥουν ἐκφυγεῖς . Ψυχροστομάχου καὶ ποτοψύχρου πλέον Λεπτὴ πτέρωσις εἰς
5296771 Ἀκεσινης
τὸ πᾶν ὕδωρ Ἀκεσίνην παρέχεται καλούμενον : αὖθις δὲ ὁ Ἀκεσίνης οὗτος ξυμβάλλει τῷ Ὑδραώτῃ , καὶ παραλαβὼν τοῦτον ἔτι
ὡς δὲ συνέμιξεν ὁ Ὑδραώτης τῷ Ἀκεσίνῃ , ὅτι ὁ Ἀκεσίνης κρατεῖ τοῦ Ὑδραώτου [ ἐν ] τῇ ἐπωνυμίᾳ ,
5293999 Λιλαιαν
ἀρχὴν λαμβάνει , καθάπερ καὶ Ὅμηρός φησιν „ οἵ τε Λίλαιαν ἔχον πηγῇς ἔπι Κηφισσοῖο : „ δι ' Ἐλατείας
Ἀνεμώρειαν καὶ Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο ” . καὶ Λυκόφρων „ πάτραν Λίλαιαν κἀνεμωρείας πέδον „ . ὠνόμασται ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος :
5291338 κυκλοσε
ἀνὴρ τὸ ἐς αὐτοὺς δέλεαρ καθῇ , περιελθόντες πάντες καὶ κυκλόσε γενόμενοι ἐς ἀλλήλους ὁρῶσιν , οἱονεὶ σύνθημα ἕκαστος ἑκάστῳ
ἄλλων καὶ παρὰ ποσὶν ὄντων , οὐδὲ μὴν οἱ σφενδονῆται κυκλόσε τὸν δῖνον ἀποτελεῖν τῆς σφενδόνης παρὰ πλευρὰν ἑστώτων φιλίων
5288969 Βαλλ
. Παῦσαι . Παῦσαι . Βάλλ ' ἐς κόρακας . Βάλλ ' ἐς κόρακας . Τί κακόν ; Τί κακόν
φιλτάτη γῆ ἁπλοϊκοὺς καὶ φιλαλλήλους τοὺς ἑαυτῆς τροφίμους ἀνεθρέψατο . Βάλλ ' ἐς μακαρίαν , οἷον κακόν ἐστιν , ὦ
5287269 προβασεις
ἀπὸ τοῦ εἰς τοὔμπροσθεν μολεῖν . ἐντεῦθεν καὶ τὰς πρώτας προβάσεις τῶν ὀρῶν προμολὰς λέγουσι . βεβολημένη : λύπῃ βλαβεῖσα
φαρέτραι . ἀμφίχυτον περικεχωσμένον ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν , ὥστε προβάσεις ἔχειν : “ τεῖχος ἐς ἀμφίχυτον Ἡρακλῆος θείοιο .
5280346 στενοπορον
. Γοργίδας ἱππεῖς ἔχων Θηβαίους παρετάσσετο Φοιβίδᾳ πελταστὰς ἔχοντι : στενόπορον ἦν τὸ χωρίον . Γοργίδας φεύγειν προσποιούμενος τοὺς πελταστὰς
ἐπιτηδείων καὶ συμμάχων . Αὐτοφραδάτης ἐμβαλεῖν Πισίδαις βουλόμενος τὴν εἰσβολὴν στενόπορον καὶ φυλαττομένην ὁρῶν προσήγαγε μὲν τὸ στρατόπεδον , πάλιν
5280116 χαλκεωνα
: νῦν τῇ παραστάδι . ἀλλ ' ὁ μὲν ἐς χαλκεῶνα : τῶν Αἰόλου νήσων ἐστὶν ἡ Ἱέρα καλουμένη ,
. χάρμη ἡ μάχη . χαλεπήνῃ ἐς χαλεπότητα ἀγάγῃ . χαλκεῶνα τὸ χαλκεῖον . χανδόν πολύ , παρὰ τὸ κεχηνότα
5273988 τερμονα
ἐποψόμενοι πῇ μὲν δίδυμον χθονὸς Εὐρώπης μέγαν ἠδ ' Ἀξίας τέρμονα Φᾶσιν φοινικόπεδόν τ ' ἐρυθρᾶς ἱερὸν χεῦμα θαλάσσης χαλκοκέραυνόν
“ πῇ μὲν δίδυμον χθονὸς Εὐρώπης μέγαν ἠδ ' Ἀσίας τέρμονα Φᾶσιν . ” τῆς δὲ λίμνης τῆς Μαιώτιδος περίπλους
5272363 Πελαγος
ἐκ τοῦ παραχρῆμα συμβαλλόμεθα , καὶ ἴσως μετρίως ἔχει . Πέλαγος δὲ οὐδείς πω διὰ τέλους ᾖσεν οὔτε ποιητὴς οὔτε
ἐπὶ νεὼς φορτίδος πλεῦσαι δεῖμα εἶχε , τῷ δὲ ἄρα Πέλαγος δρυμὸν καὶ οὐ θάλασσαν προέλεγεν ὁ δαίμων . χωρία
5271593 ἠλιβατων
καὶ οὔτε πέτραι αὐτὰς ἀνείργουσιν οὔτε συνάγκη οὔτε ὀρῶν κορυφαὶ ἠλιβάτων οὔτε κρημνοὶ ἀπορρῶγες οὔτε φάραγγες ἀφεγγεῖς , ἀλλὰ τὰ
μεγακήτεα πόντον ῥιπτεῖν καὶ πετρῶν , Κύρνε , κατ ' ἠλιβάτων . Κατηγορεῖσθαι τὴν ποίησιν οὐκ ἀφῆκεν ὁ Θέογνις ,

Back