φοβεῖσθαι τὰ παρόντα καὶ τὰ μέλλοντα αὑτῷ πάντα , καὶ τελευτῶντα εἰς πᾶν δέος ἰέναι τὸν ἀνδρειότατον ἀνθρώπων , ἐκκοιμηθέντα
πλεῖστα τῶν ἡμερέων τῇσιν ἐν μέσῳ , ἀρχόμενα δὲ καὶ τελευτῶντα ἐλάσσονα καὶ λεπτότερα . Μέτρια δ ' ἐστὶ πάσῃ
6541478 ἐλλειποντ
Καδμείων πόλει . ὑμᾶς δὲ χρὴ νῦν , καὶ τὸν ἐλλείποντ ' ἔτι ἥβης ἀκμαίας καὶ τὸν ἔξηβον χρόνῳ ,
. Ξ χρὴ ] πρέπει . μερισμός . Ξ τὸν ἐλλείποντ ' ] καὶ τὸν νέον καὶ τὸν αὔξοντα τὴν
6481344 κακοπαθουντα
τοῦ ἐμποδισθέντες . πονεύμενον : πόνον ἔχοντα , βιαζόμενον , κακοπαθοῦντα , ἐνεργοῦντα . Κνίζουσαι : κόπτουσαι , δάκνουσαι ,
καὶ κατ ' ὀλίγον πέμπουσιν ἐκροφοῦσιν τὸ γάλα , διὸ κακοπαθοῦντα τὰ βρέφη πρὸς τὰς ἐκμυζήσεις ταῖς λεγομέναις ἄφθαις εἴωθεν
6477200 ὀχετον
ἑαυτοῦ . ἄλλως : εἰς βάθος κακῶν . βαθὺν ἐς ὀχετὸν ἄτας : κατὰ περίφρασιν ἄτην . εἰς ῥεῦμα ἄτης
δὲ εἰκάζειν τὴν μὲν κρήνην τῷ ἀγῶνι , τὸν δὲ ὀχετὸν τῷ ἀγωνοθέτῃ , τὸ δὲ ὕδωρ τῷ στεφάνῳ ,
6468415 ἐξηβον
ἀκμαίας καὶ ὀξυτάτης , ἤτοι τὸν νεάζοντα : καὶ τὸν ἔξηβον χρόνῳ , ἤτοι τὸν γηραιὸν καὶ παρηβηκότα καὶ παρακμάσαντα
ἐπιτηδείας , ἀλλ ' ἔτι μειράκιον ὄντα . τὸ δὲ ἔξηβον χρόνῳ ἀντὶ τοῦ γέροντα ὄντα . θΞ ἥβης ]
6413819 ἀσινη
τυραννίδα συνίστασθαι , ἵνα τῷ τυράννῳ μὲν χρηστὰς ὑποσαίνοντες ἐλπίδας ἀσινῆ τὰ οἰκεῖα διατηρῶσιν , ἐκ βασιλέως δὲ ἀπαιτῶσιν αὖθις
γάρ τινα φυσικὴν ἀντιπάθειαν , πρὸς τὸ ἀπὸ τοῦ κρύους ἀσινῆ αὐτὰ φυλάττεσθαι . διὸ τὰ ξυλωδέστερα καὶ παχέα κλήματα
6392565 συστρεφεσθαι
φωνῆς ἅμα καὶ λόγου προσημαίνοντα φείδεσθαι , τῆς σιωπῆς ἀρετῇ συστρέφεσθαι ποιεῖ τὸν τελούμενον : ἐγὼ δὲ καὶ πρὸ τῶν
. συμβαίνει οὖν πυκνώσεως γενομένης , τινὰ μὲν πυκνοῦσθαι καὶ συστρέφεσθαι , τινὰ δὲ διατείνεσθαι . ὅσῳ γὰρ συστρέφεται πρὸς
6353084 γελγη
τῷ γρυμαιοπώλῃ με περιμένειν : καίτοι προηγόρευτο αὐτῷ ἐπὶ τὰ γέλγη ἀπαντᾶν . Ἀλλ ' εἰς καιρὸν οὑτοσὶ αὐτὸς ἐμπολήσας
τὸν λιβανωτόν , κεὐθὺ τῶν ἀρωμάτων , καὶ περὶ τὰ γέλγη . εἴη δ ' ἂν καὶ μαγειρεῖα τῶν πόλεως
6347488 περισχεθεντα
: κρανείας δέ ἐστι ταῦτα , ἰσχυρὰ ἄγαν . εἶτα περισχεθέντα τῷ ἀγκίστρῳ καὶ τὸ δέλεαρ καταπιόντα τὸν σκώληκα ἀνέλκουσι
τῆς ἰσχύος τῆς ἔνδον , ἤδη δέ τινα καὶ κλάδοις περισχεθέντα καὶ ἐμποδίζοντα ἐς τὸν ὠκὺν δρόμον ὑπὸ ῥύμης τὸ
6340330 ἀτυχουντι
' εἰς νόσον τὸν ἔχονθ ' ἑαυτὴν ἐθεράπευσεν ἐπιμελῶς , ἀτυχοῦντι συμπαρέμεινεν , ἀποθανόντα τε ἔθαψε , περιέστειλεν οἰκείως .
τιμωρεῖσθαι , τὸν δὲ ἀφειμένον ταύτης ἐμὲ ἴσως οὐ καλὸν ἀτυχοῦντι συνεπιθέσθαι φίλῳ . πάλαι δὲ ἀτυχεῖν ἤρξατο Διονύσιος ,
6325418 Κωνσταντιον
βασιλεύοντι τὸν Μαξιμῖνον ἐκέλευε μὴ χρῆναι τῆς ἐξ αὐτοῦ τὸν Κωνστάντιον ἐλπίδος διαμαρτεῖν : οὔτε γὰρ βασιλεῖ † τὸ ψεύδεσθαι
, ὁ δὲ Κομνηνὸς τὸ γράμμα λαβὼν ἀπῄει πρὸς τὸν Κωνστάντιον καὶ ἕπεσθαί οἱ παρεκάλει πρὸς τὰ βασίλεια τὴν βασιλείαν
6318844 ἡλον
ὡς δέ τινες , ὑποσχομένης ποιήσειν ἀθάνατον , καὶ τὸν ἧλον ἐξελούσης , διαῤῥυέντος τοῦ ἰχῶρος σὺν ὅλῳ τῷ αἵματι
καρύα , οἱονδήποτε κλάδον δάκε , καὶ ξηρανθήσεται . ἢ ἧλον πεπυρωμένον εἰς τὴν ῥίζαν ἔμπηξον οἱουδήποτε δένδρου . ἢ
6317956 ἀπευθυνετω
ἐπιδείσθω : κατόπιν δὲ τοῦ σωλῆνος νάρθηξ ἐντιθέμενος καὶ συνεπιδεόμενος ἀπευθυνέτω μετὰ τοῦ σωλῆνος τὸ μέρος . τοῖς δὲ μὴ
παρόρα ἐπὶ τὸν ἡγούμενον . Τὸν ἴδιον λόχον ὁ οὐραγὸς ἀπευθυνέτω . Συντήρει τὰ ἐξ ἀρχῆς διαστήματα . Ἐπὶ δόρυ
6278574 Μαρκελλον
οὐ πολύ τι ἐκείνων ἐκλειπομένους . τὸν δὲ ἡμέτερον πολίτην Μάρκελλον , ἑταῖρον τοῦ Εὐνοΐου , καὶ τοῦτον ἐκμαθόντα μὲν
, ὡς ἄρα καὶ ἐν γῇ Χάριτες . Οἶσθά που Μάρκελλον ἀπὸ τῆς τέχνης καὶ ἔτι γε πρότερον ἀπὸ τῶν
6271275 Παρες
ὁ διδάσκαλος . Ἅμα δ ' ἠπίαλος πυρετοῦ πρόδρομος . Πάρες , ὤ , κατέτριβεν ἱμάτια κἄπειτά πως Φῷδας τοσαύτας
κεῖσθαι . τοσούτῳ κρείττων ἦν τεθνεὼς Περικλῆς ἐκείνου ζῶντος . Πάρες οὖν τοῖς συκοφάνταις ταῦτα , αὐτὸς δὲ πάλιν σαυτοῦ
6268914 ἀφειμενα
αὐτοῦ εἰπόντος περὶ ἀρετῆς , κράτιστον εἰκῆ ταῦτ ' ἐᾶν ἀφειμένα , ἀναστὰς ἐξῆλθε , φήσας γελοῖον εἶναι ἀνδράποδον μὲν
καὶ καθαρὰ ἀνιχνεύοντές τε καὶ διαμώμενοι ἐκ πηγῶν ἀρχαίων εὑρίσκομεν ἀφειμένα . ἀλλ ' ἵνα μή τις ἡμᾶς ἑνί που
6264159 Αὐτον
. Ἀνάγκᾳ ] Τῇ ἐκ τῆς νόσου . Φίλον ] Αὐτὸν τὸν Ἱέρωνα . Φίλον ] * Οἱ γράφοντες φίλων
τοὺς ματαίους φόβους καταπαύσωσι τοὺς παρ ' αὑτῷ ἕκαστος . Αὐτὸν δὲ θορυβεῖν νυκτὸς τὸ τῶν ἐναντίων στράτευμα δαμάλεις τὰς
6255143 κατεαξαι
Παλαίμονα . . τὸν Λίβυν τὸν Ποσειδῶνος ἑξηκοντάπηχυν ὄντα καὶ κατεάξαι οὗ καὶ τὰ ὀστᾶ πρὸς Ὀλυμπίαν ἠνέχθη , ὡς
Ἀζέα πρὸς τὸν Γλαῦκον τὸν τοῦ Σισύφου † διακομιζόμενον Ὀλύμπια κατεάξαι αὐτοῦ τὸ ἅρμα καὶ ἐπὶ τῇ πράξει ὀνομάσαι τὸν
6253528 ἀγανακτουντα
οὖν Διομήδη πεισθέντα μετασχεῖν τῆς στρατείας , τὸν δὲ Ἀλκμέωνα ἀγανακτοῦντα μὴ φροντίσαι : διὰ δὲ τοῦτο μηδὲ κοινωνῆσαι τῆς
ὥς φασιν αἱ γυναῖκες . Ἐπικράτης δ ' ἐν Δυσπράτῳ ἀγανακτοῦντα ποιεῖ τινα τῶν οἰκετῶν καὶ λέγοντα : τί γὰρ
6244778 ἐπιπλασας
λιτρ . αʹ . ταῦτα λειώσας καλῶς καὶ εἰς ῥάκος ἐπιπλάσας ἐπιτίθει συνεχῶς ἀλλάσσων . ἐγὼ δὲ ἑψήσας τὴν γύριν
ψυλλίου , ἀναλάμβανε κοχλιῶν χερσαίων ἑφθῶν τῇ σαρκὶ , καὶ ἐπιπλάσας εἰς ὀθόνιον , ἐπιτίθει κατὰ τῶν ἰσχίων . Χρηστέον
6229972 ἀλυοντα
βοῦς ἐκ τῆς Δόρκωνος ἀγέλης . Λαμβάνουσι καὶ τὸν Δάφνιν ἀλύοντα περὶ τὴν θάλασσαν : ἡ γὰρ Χλόη βραδύτερον ὡς
χοροὺς ηὔλουν . ” [ Οὐκ ἔστιν ἀπόνως οὐδ ' ἀλύοντα κερδαίνειν . ὅταν καμὼν δὲ τοῦθ ' ἕλῃς ὅπερ
6216254 μυριωπον
† ἄλευ ' , ἆ δᾶ : φοβοῦμαι , τὸν μυριωπὸν εἰσορῶσα βούταν . ὁ δὲ πορεύεται δόλιον ὄμμ '
αὐτῆς τῆς Ἰοῦς ἐπιστατεῖν μεταμειφθείσης εἰς βοῦν . . τὸν μυριωπὸν ] τὸν διὰ παντὸς τοῦ σώματος ὀφθαλμοὺς ἔχοντα .
6196759 γηραιον
ὁ δὲ εἰς Κόρινθον ἀφικόμενος οὐκέτι ὀπίσω ἄγει πρὶν ἢ γηραιὸν ἀποθανεῖν . διὸ αὐτὸν ἀποθανόντα κυλινδεῖν ἠνάγκασεν εἰς Ἅιδου
τὸν ἔξω τῆς ἡλικίας γεγονότα . τὸν ἔξηβον ] τὸν γηραιὸν τῷ χρόνῳ καὶ ἔξω τῆς ἡλικίας ὄντα . τὸν
6195338 μειρακισκον
συνέχεεν . ἀνελάβετο δὲ εἰς τὴν οἰκίαν καί τινα Κνωσίωνα μειρακίσκον , καίτοι γυναῖκα ἔχων , ὡς καὶ αὐτὴν ἀγανακτήσασαν
ὅτε ἐκ Μουνυχίας ἐπέμψαμεν αὐτῷ κομιοῦντα τοὐψώνιον Ἕρμωνα τουτονὶ τὸν μειρακίσκον , σπόγγους ἡμῖν ἐπέταττε κομίζειν καὶ τὰ ἐκ τῆς
6187841 λωποδυτην
τῷ δεσμωτηρίῳ δεδεμένος ἀπέθανε : τὸν δὲ τρίτον Φαινιππίδης ἐνθάδε λωποδύτην ἀπήγαγε , καὶ ὑμεῖς κρίναντες αὐτὸν ἐν τῷ δικαστηρίῳ
δ ' οὐ σοφός , ὃς τὸν Ἔρωτα ἀλλοτρίαν σπείρων λωποδύτην ἀπάγεις . ὅτι οὐ καλῶς ὁ Φρύνιχος εἶπε :
6180129 Προκυνα
ζώνη τόν τε Πρόκυνα καὶ τὸν Κύνα , τὸν μὲν Πρόκυνα χωρίζουσα πρὸς ἀνατολὰς ὅλον οὐκ ὀλίγῳ ἐκτὸς τοῦ γάλακτος
τῷ Τοξότῃ φασὶν ἀντικαταδύνειν τήν τε Ἀργὼ ὅλην καὶ τὸν Πρόκυνα , συνανατέλλειν δὲ τόν τε Ὄρνιθα , καὶ τὸν
6159643 Ἀκρωνα
ξηρὸν τὸν ἀέρα τέως ὑγρὸν ὄντα , καθάπερ ποιῆσαί φασιν Ἄκρωνα τὸν Ἀκραγαντῖνον . Πάντα ἂν γένοιτο ἐν λοιμῷ τὰ
ξηρὸν τὸν ἀέρα τέως ὑγρὸν ὄντα , καθάπερ ποιῆσαί φασιν Ἄκρωνα τὸν Ἀκραγαντῖνον . Οἱ μὲν πλείους τῶν πυρετοῖς ἁλισκομένων
6151736 νοϲεοντα
ὁ τόκοϲ τῶνδε γίγνεται ὀλέθριοϲ . χρὴ ὦν μήτε τὸν νοϲέοντα ϲιγῆν αἰδοῖ τοῦ ἐλέγχου τῆϲ νούϲου μηδὲ ὑποδιδρήϲκειν δέει
τροφὴν ἐν τῇ κοιλίῃ ϲχέθειν καὶ εὔπνοον καὶ εὔϲφυκτον τὸν νοϲέοντα θέμεναι . ἢν δὲ ἐπὶ μέζω γίγνηται τάδε ,
6151621 πνιγεα
. ἀναχύρωτον τὸν πηλὸν Ἀργεῖοι φῶρες στόμια πριονωτά ἀμφιανακτίζειν τὸν πνιγέα ὑφόλμιον τὴν ψήκτραν ἀλλ ' Ἀριφράδη δέδοικα μὴ τὰ
. . ἐπὶ τοῖς ὅπλοις ἀκκίζεται . περίθες σεαυτῷ τὸν πνιγέα . ἀφάρμακον χρῶμ ' Οἰδίποδος Ἀφροδίσιος ὅρκος οὐ δάκνει
6132034 ἐθεραπευσεν
, παῖδες : ἐλθόντ ' εἰς νόσον τὸν ἔχοντα ταύτην ἐθεράπευσεν ἐπιμελῶς , ἀτυχοῦντι συμπαρέμεινεν , ἀποθανόντα τε ἔθαψε ,
ἄλλοις κακοῖς πιεσθέντας εὐμένεια καὶ συνήθεια καὶ δεξιότης φίλων πολλάκις ἐθεράπευσεν , οὕτως οὐ πολλάκις ἀλλ ' ἀεὶ τὸ βαρύτατον
6126357 ποιευντα
στόμα , κἢν ᾖ εἱλκωμένον , κἢν μὴ , μοτοὺς ποιεῦντα τῶν μαλθακτηρίων προστιθέναι , καὶ ἢν καῦμα παρέχωσι προσκείμενοι
: ὁ δὲ καὶ αὐτὸς ἀπικόμενος ὡς εἶδε τὸν Ἀνάχαρσιν ποιεῦντα ταῦτα , τοξεύσας αὐτὸν ἀπέκτεινε . Καὶ νῦν ἤν
6121603 Τηξας
κδ , κηροῦ οὐγγίας δ , ἐλαίου οὐγγίας β . Τήξας τὰ τηκτὰ καὶ διηθήσας ἐπίπασσε τὴν βοτάνην : καὶ
κυπαρίσσου σφαιρίων μεμυκότων τὸ ἴσον : ἐλαίου μέρη β . Τήξας τὸν κηρὸν μετὰ τῆς κολοφωνίας ἐπ ' ἀνθράκων ,
6117567 φωλεον
αἴσθηται ἑαυτῆς πεπλησμένης , ὑφορωμένη τοῦτο ὡς νόσον , ζητεῖ φωλεόν . ἐντεῦθέν τοι καὶ κέκληται τῇ ἄρκτῳ φωλεία τὸ
: στρωμνὴν ἐν δασεῖ κατεσκεύασεν καὶ ἔκτισεν * κοῖτον : φωλεόν * βαθεῖ : δασεῖ * ἐνεδείματο : ᾠκοδόμησεν *
6113711 δανειστην
τοῦ Καρκίνου παῖδας ὁ ποιητὴς ἕνα τούτων εἶναι λέγει τὸν δανειστήν . οὗτος ὁ Καρκῖνος ἔσχε τρεῖς υἱούς : Ξενοκλῆν
ἀντὶ ἐνεργητικοῦ , ζητοῦντος . , καὶ λέγοντος πρὸς τὸν δανειστήν . ὦ δαιμόνιε ] λέγοντος πρὸς τὸν δανειστήν .
6084070 Ἀχιλεα
τὸ τοιοῦτον πάθος . ὁ δὲ νοῦς : ὅστις τὸν Ἀχιλέα τρώσας τῷ ἔρωτί σου τὸν τυπέντα ἤγουν τὸν Ἀχιλέα
φασὶ , καὶ τιμωρῶν ὁ Ἀπόλλων αὐτόθι παρεσκεύασεν ἀναιρεθῆναι τὸν Ἀχιλέα . ἐλέγετο δὲ ὁ Τρωίλος φύσει εἶναι υἱὸς τοῦ
6081489 μερισω
ἀπὸ Μο ιε ἀφέλω ʂ α # Μο α καὶ μερίσω εἰς τὸν Μοι α μείζονα τοῦ βου , τουτέστιν
τῶν τριῶν στερεόν , τουτέστι ΔΥ α ʂ β , μερίσω εἰς τὸν ὑπὸ αου καὶ βου τουτέστιν εἰς ʂ
6072760 νεαζοντα
' ἔστιν εὐτυχεῖν , τὸ γεννηθέντα μὲν ὀρφανίας πειραθῆναι , νεάζοντα δὲ κατὰ περίστασιν ἐκπεσεῖν τῆς πατρίδος , ἀπολέσαι δὲ
πόλεμοι γίνονται . Ταύτην οὖν τὴν κόρην , ἤγουν τὸν νεάζοντα σῖτον , Ἅιδης ἀφήρπαζε . Φυόμενον γὰρ τοῦτον ,
6065799 πεισομενου
αἷμα δὲ τοῦτο λέγει . : Ὡς τοῦ βοηθοῦντος ταῦτα πεισομένου . . : Ὡς τοῦ βοηθοῦντός σοι ταῦτα πεισομένου
καὶ εἰς τὸν Τάρταρον : ὡς τοῦ βοηθοῦντος αὐτῷ ταῦτα πεισομένου : . * : διαρταμήσει : Διακόψει . ἀρταμὸς
6061067 προελθοντα
θαυμαστῶς ἀγωνισαμένων νικῆσαί φασι τὸν Ἡσίοδον τὸν τρόπον τοῦτον : προελθόντα γὰρ εἰς τὸ μέσον πυνθάνεσθαι τοῦ Ὁμήρου καθ '
ὁ μουσικός . οὕτως οὖν καὶ τοῦ κομίσασθαι τὸ ἀργύριον προελθόντα ἄπειρα τὸ πλῆθος αἴτια : καὶ γὰρ ἰδεῖν τινα
6056451 Πλουτον
ἐνίκησαν Κορκυραῖοι παρὰ πολύ . . τὸν θεόν : Τὸν Πλοῦτόν φησι . . ἔρημον : Ἔρημος κυρίως ἡ μονωθεῖσα
τυφλὸς δ ' οὐκ αὐτὸς ὁ Πλοῦτος : τυφλὸν τὸν Πλοῦτόν φασιν , ἐπειδὴ τοὺς πλουτοῦντας ὁρῶμεν πηροῦσθαι τὴν διάνοιαν
6050998 πυλωρον
Θ . . στρεφόμενον . ἱδρύσασθε : Ποιήσατε . . πυλωρόν . . ἐπωνυμία ἐστὶ τοῦτο τοῦ θεοῦ : παρὰ
ἀστεῖον ] θαυμαστόν στροφαῖον ] θυρωρὸν καὶ δόλιον ἄνθρωπον . πυλωρόν στροφῶν ] πανουργημάτων ἐμπολαῖον ] ἀγοραῖον παλιγκάπηλον ] κλέπτην
6049780 Κλεισθενη
κακὰ αὐτῶν . τὰ πρῶτα ἔχων . . . τὸν Κλεισθένη : Διαβάλλει τὸν Κλεισθένη ὡς φαυλόβιον , καὶ πρὸς
. . συγκόπτοντες , τὰ ἱμάτια συστέλλοντες . . οὐ Κλεισθένη βινήσομεν : Οὗτος Σιβυρτίου παῖς ἐπὶ θηλύτητι κωμῳδούμενος .
6046914 Κεβαλινον
τὴν ταχίστην ἀπαγγεῖλαι τῷ βασιλεῖ . ὁ δὲ τὸν μὲν Κεβαλῖνον εἰς τὴν ὁπλοθήκην εἰσαγαγὼν ἀπέκρυψεν , αὐτὸς δὲ τῷ
βασιλεῖ μεταξὺ λουομένῳ προσελθὼν ἀπήγγειλε τὰ ῥηθέντα καὶ διότι τὸν Κεβαλῖνον παρ ' ἑαυτῷ φυλάττει . ὁ δὲ βασιλεὺς καταπλαγεὶς
6039619 συνεγγισμον
. „ Τούτων δὲ τὰ μὲν ἄλλα , ἐπεὶ κατὰ συνεγγισμὸν εἴρηται , οὐκ ἂν διστάζοιτο . ὁ δὲ καλούμενος
ἕνεκεν τοῦ σπανίου καὶ ἀδιαβεβαιώτου τῆς ἱστορίας ὁλοσχερέστερον ἐπιλελογίσθαι κατὰ συνεγγισμὸν τῶν πρὸς τὸ ἀξιοπιστότερον εἰλημμένων θέσεων ἢ σχηματισμῶν ,
6034557 φιλαρετον
τὴν οὐσίαν θεῷ . γνώμην δὲ ἀποφαίνεται πάλιν ὁ ἱεροφάντης φιλάρετον λέγων : ” οὐ συντελέσετε τὸ λοιπὸν τοῦ θερισμοῦ
τε καὶ πρᾴως , ἐλπὶς ἂν ἦν τὸν θεὸν ἅτε φιλάρετον καὶ φιλόκαλον καὶ προσέτι φιλάνθρωπον τἀγαθὰ αὐτόματα παρασχεῖν ἐξ
6028528 ἀδυνατουντα
οὐκ ἀπατῶσιν , ἀλλ ' οὐδὲ ὀρχηστὴν ὀνομάζομεν τὸν σχηματίζεσθαι ἀδυνατοῦντα τορῶς καὶ ποικίλως , οὐδὲ κιθαριστὴν τὸν οὐκ ἐπιστάμενον
, τὸν μέχρι πολλοῦ τοσῆσδε ἀρχῆς αὐτοκράτορα καὶ βασιλέα , ἀδυνατοῦντα ἐκ φαρμάκων ἀποθανεῖν δι ' εὐήθη προφυλακὴν ἑτέρων φαρμάκων
6024260 καταγωνιζεται
μάθῃς αἷς καὶ πόσαις μηχαναῖς ἡ τύχη με τὸν ἀτυχῆ καταγωνίζεται . Ὑπερμαζᾷς ἢ μέμηνας : ἀκούω γάρ σε λυρῳδοῦ
καὶ χρημάτων δαπάνῃ χρῆται . * * καί . * καταγωνίζεται : τοῦτο δὲ λέγει ὑπὲρ τοῦ Ψαύμιος αἰτίαν σχόντος
6023292 θηραθεντα
θηρίου , τοῦδε τὸ μέλος διασαπῆναι ἀνάγκη πᾶν . οὐκοῦν θηραθέντα αὐτὸν ἐκ τοῦ οὐραίου μέρους ἐξαρτῶσι , καὶ οἷα
καὶ τιμὰς ὁ ἰχθὺς ἔχει ὁ αὐτός . ἀγκίστρῳ δὲ θηραθέντα ἰχθὺν οὐκ ἄν ποτε φάγοιεν οἵδε οἱ ἄνδρες ,
6016200 Βιον
Τὰ κατὰ Πάνθειαν τὴν Βαβυλωνίαν : Τὰ κατὰ Ἀριάδνην : Βίον Ἀπολλωνίου τοῦ Τυανέως : Πύθωνα ἢ Ἀλεξανδριακόν : καὶ
: ἐπὶ τῶν εὐδαιμονιζόντων ἐπὶ πολυτελεῖ καὶ ἡδεῖ βίῳ . Βίον ἀκανθώδη : τὸν τραχὺν καὶ σκληρόν . Βιβλίον τοὐμὸν
6009341 γαλεον
δ ' ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων καὶ κεντρίνην φησί τινα γαλεὸν εἶναι καὶ νωτιδανόν . Ἐπαίνετος δ ' ἐν ὀψαρτυτικῷ
μελανούρου : ἐσθιέτω δὲ νάρκην καὶ ῥίνην καὶ βατίδα καὶ γαλεὸν καὶ τρυγόνα καὶ βατράχους , τῶν δὲ ἄλλων μηδέν
6005087 σταζοντα
τὸν κόφινον τῶν σύκων τῷ γέροντι , καὶ εἶδεν αὐτὰ στάζοντα γάλα . Ἰδὼν δὲ αὐτὰ ὁ γηραιὸς ἄνθρωπος ,
αὐθέντης γὰρ λέγεται ὁ φονευτής . προστρόπαιον ] ἱκέτην . στάζοντα ] ἐμφαντικῶς διὰ τούτου τὸν νεωστὶ ηὐθεντηκότα παρίστησιν .
6004028 γυμναστῃ
ᾗ ἐκέχρητο ἐφ ' ἡλικίας ἐς τὸ παγκράτιον , τῷ γυμναστῇ ἀνατιθέντος : τεθνάναι μὲν γὰρ τὸν πατέρα ἔλεγεν ,
. . . . | χαίρειν ἐᾶν , τῷ δὲ γυμναστῇ πιστεῦσαι , καὶ δὴ ἄρας τις εἶχε [ .
5997401 Τιβεριν
καὶ Ἰβηρίας ποταμός . ἔστι καὶ Ἰταλίας τρίτος περὶ τὸν Τίβεριν ποταμόν . × . δομήσαντες ω : τὸ δο
δὲ βρέφη Φαιστύλῳ ποιμένι Λαβρεντίας ἀνδρὶ ἐδίδοντο ῥῖψαι περὶ τὸν Τίβεριν ποταμόν , ἃ ἡ τούτου γυνὴ λαβοῦσα ἀνέτρεφεν :
5991362 χρῃζοντα
βόρβορον . λιχμάζοντα : ἐσθίοντα , τρώγουσιν . ἰσχανόωντα : χρῄζοντα , μεταλαμβάνοντα , ἐπιλαμβανόμενα ἢ ἐπιθυμοῦντα . Πέπταται :
: αἱ γὰρ μεγάλαι δυνάμεις καὶ τὰ μείζονα κατορθώματα ὕμνων χρῄζοντα σκότον καὶ ἀφάνειαν ἔχουσιν . ἢ οὕτως : αἱ
5989085 κιμωλιᾳ
λαπάθου ῥίζης ἡψημένης ἐν οἴνῳ , ἢ θείῳ ἀπύρῳ καὶ κιμωλίᾳ μετ ' ὄξους , ἢ σύκων ἐν ἅλμῃ ἡψημένων
οὐδὲ οὐλὴ φαίνεται καὶ τριχοφυεῖ ὁ τόπος . . σὺν κιμωλίᾳ δὲ καὶ ἀλόῃ ἴσοις λειώσας τὸν χυλὸν καὶ ἐπιχρίσας
5987282 Οὐλπιανον
καταπεσεῖν . ὁ ῥήτωρ οὗτος τὸν ἐν τῷ δείπνῳ τούτῳ Οὐλπιανὸν φιλεπιτιμητήν φησι καὶ ὀλίγα ἐσθίοντα , τηροῦντα δὲ τοὺς
λαγωοὺς δύο ἥπατα ἔχοντας . πάλιν φροντιστὴν καὶ λογιστὴν τὸν Οὐλπιανὸν ὁ ῥήτωρ οὗτός φησιν . ὅτι ἐτυμώτερον τὸ σῦς
5984544 ἀκαταβλητον
⌈ μοι [ μου ] καὶ τὰ ἑξῆς . τὸν ἀκατάβλητον ] τὸν ἄδικον . διανοεῖ ] διανοῇ . τί
: ταῦτα λέγει ὡς συκοφαντούμενος ὑπ ' αὐτοῦ . τὸν ἀκατάβλητον ] τὸν ἀήττητον , τὸν μηδενὶ καταβαλλόμενον : ἤγουν
5984086 Ψαυμιν
οἱ ἐν ταῖς στάσεσι διάγοντες φιλοπόλιδες ὄντες : τὸν οὖν Ψαῦμιν φιλόπολίν φησιν εἶναι πρὸς τῷ καὶ ἥσυχον ὑπάρχειν .
αὐλοὶ γλυκύτεροι καὶ ποικιλώτεροι τῶν ἄλλων εἰσίν . ᾄδων τὸν Ψαῦμιν : * * διὰ τὸ μέτρον . σέ .
5980619 ἐπιφανεντα
: καὶ τὸν εἰς τὴν ἀκτὴν διαγαγόντα αὐτὴν διαπεραιοῦν . ἐπιφανέντα δὲ τὸν Ἀπόλλωνα τήν τε κόρην ἁρπάσαι καὶ τὴν
: καὶ τὸν εἰς τὴν ἀκτὴν ἀγαγόντα αὐτὴν διαπεραιοῦν . ἐπιφανέντα δὲ τὸν Ἀπόλλωνα τήν τε κόρην ἁρπάσαι καὶ τὴν
5976418 ἀφειλω
φοβερᾷ φονευόμενον ἰδοῦσα πλησίον σου μειράκιον καλόν , ἐρωτικόν : ἀφείλω μου τὸν ἡλικιώτην , τὸν πολίτην , τὸν ἐραστήν
. πλὴν εἰκόνα μοι δέδωκας ἀνδρὸς φιλτάτου καὶ ὅλον οὐκ ἀφείλω μου Χαιρέαν . δὸς δή μοι γενέσθαι τὸν υἱὸν
5975415 Ἁδην
μεθ ' ἑαυτοῦ δοῦλόν τινα ἔχων Ξανθίαν , ἐχώρει πρὸς Ἅδην | , καὶ πρῶτον μὲν ἐντυγχάνει τῇ Ἀχερουσίᾳ λίμνῃ
, ἔφη , ἐπεχείρησας , οὐδὲν ὢν καὶ ταῦτα . Ἅδην , ἦν δ ' ἐγώ , τῶν τοιούτων .
5969185 πεφονευμενον
καθεῖρξε καὶ τῶν φίλων ἕκαστον εἰσάγων ἐδείκνυεν ὡς ἄνδρα δὴ πεφονευμένον καὶ παρεκάλει συμπράττειν , ὅπως ἂν τὸ δεινὸν λάθοι
ὁ ἐχθρός τι πρὸς αὐτούς . Πορευθέντες δὲ ἀμφότεροι εὗρον πεφονευμένον τὸν Ἄβελ ἀπὸ χειρὸς Κάϊν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ .
5968267 ἀπελθοντα
. τῶν γὰρ ὑμετέρων βίβλων μίαν ἐξελόμενος ἔχω τὸν μὲν ἀπελθόντα τῇ μνήμῃ τιμήσας , ὑμῶν δὲ τῇ φιλίᾳ θαρρήσας
. Κόριννα δὲ εὐσεβέστατον λέγει αὐτὸν καὶ ἐκ τῆς Βοιωτίας ἀπελθόντα πολλοὺς τόπους ἡμερῶσαι καὶ καθαρίσαι ἀπὸ θηρίων . Ἡσίοδος
5966399 οὐρητηρα
παραστάται δ ' εἰσὶ πόροι ἀπὸ τῶν ὄρχεων εἰς τὸν οὐρητῆρα κατάγοντες καὶ ἐκπέμποντες τὸ σπέρμα . ἀπὸ δὲ τῶν
ἐξιλεῶσαι αὐτὸν , τομὴν παραμήκη ἄνωθεν διελογιζόμεθα . τὸν γὰρ οὐρητῆρα , εἰ μὴ μεγάλη ἀνάγκη , οὐ χρὴ τέμνειν
5965329 Ἀραξην
σὺ βούλεαι . Ὑστάσπης μὲν τούτοισι ἀμειψάμενος καὶ διαβὰς τὸν Ἀράξην ἤιε ἐς Πέρσας φυλάξων Κύρῳ τὸν παῖδα Δαρεῖον .
διόπερ ὁ Ἀλέξανδρος κατὰ σπουδὴν ἦγε τὴν δύναμιν καὶ τὸν Ἀράξην ποταμὸν ζεύξας διεβίβασε τοὺς στρατιώτας . προάγοντος δὲ τοῦ
5959586 Θεοδοτον
, θάτερ ' ἐκείνη μέμφεται ; Ἵππην λέγουσι τὴν ἑταίραν Θεόδοτον ἔχειν ἐραστὴν τὸν ἐπὶ τοῦ χόρτου τότε γενόμενον .
δὲ ὁ γενναῖος Πρισκιανὸς τὴν χάριν ἡμῖν τε πειθόμενος καὶ Θεόδοτον ἐν λόγῳ ποιούμενος . ἐκείνοις τε οὖν τὴν ὀρφανίαν
5957574 Ἀριστοδικον
ποιέειν ; Τοὺς ἱκέτας μεὸ ἐκ τοῦ νηοῦ κεραΐζεις ; Ἀριστόδικον δὲ οὐκ ἀπορήσαντα πρὸς ταῦτα εἰπεῖν : Ὦναξ ,
λέγεται φωνὴν ἐκ τοῦ ἀδύτου γενέσθαι φέρουσαν μὲν πρὸς τὸν Ἀριστόδικον , λέγουσαν δὲ τάδε : Ἀνοσιώτατε ἀνθρώπων , τί
5952344 ψαλτην
ἱερῷ τοῦ Ὀσίριδος οὐκ ἔξεστιν οὔτε ᾠδὸν οὔτε αὐλητὴν οὔτε ψάλτην ἀπάρχεσθαι τῷ θεῷ , καθάπερ τοῖς ἄλλοις θεοῖς ἔθος
φίλου γνώμῃ παρεγένετο εἰς τὴν Σάμον . καὶ τὸν μὲν ψάλτην εὔκνημον ὄντα λευκοὺς ὑπενέδυσε χιτῶνας καὶ ὑποδήματα , καὶ
5945968 ἀποπατον
διὰ τούτου τοῦ χάϲματοϲ ἐπιτελεῖϲθαι τὴν οὔρηϲίν τε καὶ τὸν ἀπόπατον ἄχρι τῆϲ τοῦ πώρου πήξεωϲ . Ϲὺν τραύματι δὲ
ὅταν γὰρ μὴ ἔχῃ τὸ ἔντερον ὑγρασίην , περὶ τὸν ἀπόπατον περιοιδῆσαν ἀποφράσσει τὰς διεξόδους , ὀδύνην τε παρέχει ,
5941666 ἀποδυντα
εὐπρόσωπος γὰρ ὁ τοῦ μεγαλήτορος δῆμος Ἐρεχθέως : ἀλλ ' ἀποδύντα χρὴ αὐτὸν θεάσασθαι . εὐλαβοῦ οὖν τὴν εὐλάβειαν ἣν
τὰ πάντα ἀξιοῦν εἶναι τὰ παρὰ σφίσι κηρυκεύεσθαι τὰ μὲν ἀποδύντα τὴν ἀρχὴν ὀφθῆναι . οὕτω τοίνυν καὶ ἡμεῖς οὐ
5941049 φθειροντα
. δεῖ γὰρ τὸν ἄνδρα χρήσιμον πεφυκέναι , μὴ παρθένους φθείροντα καὶ μοιχώμενον , κλέπτοντα καὶ σφάττοντα χρημάτων χάριν :
. δεῖ γὰρ τὸν ἄνδρα χρήσιμον πεφυκέναι , μὴ παρθένους φθείροντα καὶ μοιχώμενον , κλέπτοντα καὶ σφάττοντα χρημάτων χάριν :
5939602 ὑπεβαλε
Γ # τὸ φρύγανον τίθεσθαι : τοῦτό φησιν , ἐπεὶ ὑπέβαλε φρύγανα πρὸς τὸ ἀνάψαι , ὡς οἱ μάντεις .
” καὶ μικρὸν ὅσον ἐπισχών τινι τῶν πρὸς ταῖς ἐπιστολαῖς ὑπέβαλε τὰς πρὸς Πετρώνιον ἀποκρίσεις , ἐπαινῶν αὐτὸν ὅσα τῷ
5939001 μαργαριτην
φησι κατὰ τὸ Περσικὸν πέλαγος νῆσον εἶναι , ἔνθα πλείστην μαργαρίτην εὑρίσκεσθαι , διόπερ καὶ σχεδίας καλαμίνας πέριξ εἶναι τῆς
χρῆσθαι . Καὶ εἶναι γὰρ καὶ παρ ' Ἰνδοῖσι τὸν μαργαρίτην τριστάσιον κατὰ τιμὴν πρὸς χρυσίον τὸ ἄπεφθον , καὶ
5938730 Μοι
εἰς Μο η , καὶ τὰ γενόμενα μερίσω παρὰ τὸν Μοι ἐλάσσονα τοῦ βου , ἕξω τὸν αον , κατὰ
ἀπὸ Μο η ἄρω αὐτόν , καὶ μερίσω παρὰ τὸν Μοι μείζονα τοῦ βου , ἕξω τὸν αον . τετάχθω
5937906 κατεχοντα
τοὺς υἱεῖς . μᾶλλον γὰρ ἂν ἦν εἰκὸς οἴκοι τούσδε κατέχοντα νόμῳ προσρήσεως γράφειν ἢ διδόντα μοι τοὺς παῖδας ἐπιστολὴν
αὐτῷ ἴσα τὸν αὐτὸν κατέχει τόπον , τὰ τὸν αὐτὸν κατέχοντα τόπον ἴσα ἀλλήλοις ἐστί , τὰ τῷ αὐτῷ ἄρα
5931337 τροχιν
ἐν χθονὶ μοῖραν ἕλοντο , ὄφρα τις ἢ μερόπων ἱερὸν τρόχιν Ἐννοσιγαίου κείμενον αἰδέσσαιτο χυτῇ τ ' ἐπὶ θινὶ καλύψαι
ἄρξει θεοῖς . ἀλλ ' εἰσορῶ γὰρ τόνδε τὸν Διὸς τρόχιν , τὸν τοῦ τυράννου τοῦ νέου διάκονον : πάντως
5925387 Θυατειρα
ἣν ὑπερβᾶσι καὶ βαδίζουσιν ἐπὶ Σάρδεων πόλις ἐστὶν ἐν ἀριστερᾷ Θυάτειρα , κατοικία Μακεδόνων , ἣν Μυσῶν ἐσχάτην τινὲς φασίν
. * τηλοῦ μὲν Φρυγίη , τηλοῦ δ ' ἱερὴ Θυάτειρα , ὦ Μηνόδωρε , σὴ πατρίς , Καδαυάδη .
5916991 Μιδαν
μὴ διατρίβω λέγων , ἧκεν ὁ Βαβυλώνιος καὶ ἀνέστησε τὸν Μίδαν ἐπῳδῇ τινι ἐξελάσας τὸν ἰὸν ἐκ τοῦ σώματος ,
τετταρακαίδεκα ἔτη σχεδόν : ἧκεν δέ τις ἀγγέλλων τῷ πατρὶ Μίδαν τὸν ἀμπελουργόν , ἐρρωμένον εἰς τὰ ἄλλα οἰκέτην καὶ
5915402 τρυχνον
τὴν πόαν . θηλυκῶς λέγουσι τὴν τρύχνον , οὐ τὸν τρύχνον . [ σὺν τῷ σ δὲ στρύχνον οὐδαμοῦ εὗρον
' ἐπὶ καιροῦ τινος εὐφυΐας καὶ ἀρετῆς . σῷ ταινία τρύχνον : τὴν πόαν . θηλυκῶς λέγουσι τὴν τρύχνον ,
5913502 ἐμπεσοντα
ἐρημίας καὶ τὰ οἰκούμενα διώκοντες χειμῶνα δηλοῦσι . Βοῦν δὲ ἐμπεσόντα εἰς τέλμα λύκοι φοβοῦσιν , ἐπιβῆναι τῆς γῆς οὐκ
Φειδίου . Γ τὸν αὐτοδὰξ : τὸν δάκνοντα , τὸν ἐμπεσόντα . Γ τὸν αὐθάδη , ὀργίλον . ἐπεὶ οἱ
5908104 Εὐφρονα
αὐτοῖς δοκοίη : οἱ δ ' αἱροῦνται αὐτόν τε τὸν Εὔφρονα καὶ Ἱππόδαμον καὶ Κλέανδρον καὶ Ἀκρίσιον καὶ Λύσανδρον .
ὥσπερ εἰκός : οἱ δὲ περὶ τὸν Θηβαῖον καὶ τὸν Εὔφρονα περιεώρων ταῦτα , ὥσπερ ἐπὶ θέαν περιδεδραμηκότες . τούτων
5906809 ἀλιω
+ . ἀλίωσεν : ἐκ τοῦ ἄλιον γίνεται περισπώμενον ῥῆμα ἀλιῶ ἀλιώσω ἠλίωσα , συστολῇ Ἰωνικῇ τοῦ η εἰς α
+ . ἀλίωσεν : ἐκ τοῦ ἄλιον γίνεται περισπώμενον ῥῆμα ἀλιῶ ἀλιώσω ἠλίωσα , συστολῇ Ἰωνικῇ τοῦ η εἰς α
5906507 φανεντα
οὐ συγχωρήσῃ φοβερὰν ὀφθῆναι τὴν θέαν . τὰ γὰρ ἄφνω φανέντα πλέον ταράττει τῶν ἐκ συν - εχοῦς ἀκοῆς ἐντυπωθέντων
. ταῦτα ἡμῖν ἄνω ἐκεῖ ἐν τοῖς πρόσθεν λόγοις οὕτω φανέντα , ὡς ἐγὼ λέγω , κατέχεται καὶ δέδεται ,
5904083 Πολεμωνα
τὸν Ἀνδρομένους κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον ὑπαχθῆναι ἐς κρίσιν καὶ Πολέμωνα καὶ Ἄτταλον καὶ Σιμμίαν τοὺς Ἀμύντου ἀδελφούς , ὡς
. „ προσθεῖναί φησιν ὁ Ἡρώδης τὰς δέκα καὶ τὸν Πολέμωνα προθύμως λαβεῖν , ὥσπερ ἀπολαμβάνοντα . ἔδωκε τῷ Πολέμωνι
5898409 Ἐρυμανθῳ
τε καὶ ἐς τὸν κύνα τοῦ Ἅιδου καὶ τὸν ἐπὶ Ἐρυμάνθῳ ποταμῷ κάπρον : ἐκόμισαν δὲ αὐτὰ ἐς Ὀλυμπίαν Ἡρακλεῶται
πολλῷ χρόνῳ πεποίηκεν ἤπειρον . Ψωφιδίοις δὲ καὶ παρὰ τῷ Ἐρυμάνθῳ ναός ἐστιν Ἐρυμάνθου καὶ ἄγαλμα . ποιεῖται δὲ πλὴν
5897940 ἀποκρεμασας
ἐκκαλεῖσθαι . διόπερ ἀναβὰς ἐπί τινα πάσσαλον καὶ ἑαυτὸν ἐνθένδε ἀποκρεμάσας προσεποιεῖτο τὸν νεκρόν . τῶν δὲ μυῶν τις παρακύψας
τὸν σύλλογον , ἐμὲ δὲ ὁ Κυλλήνιος τοῦ δεξιοῦ ὠτὸς ἀποκρεμάσας περὶ ἑσπέραν χθὲς κατέθηκε φέρων ἐς τὸν Κεραμεικόν .
5897888 ἐφεστηκοτα
κῦρος ἀποδώσει τοῖς βελτίοσι : διότι γάρ ἐστι τοιαῦτα τὰ ἐφεστηκότα , διὰ τοῦτο αἱρεῖται τὴν τοιαύτην λῆξιν καὶ εἰδοποιεῖ
μὲν ἀδύνατα σπεύδεις , ἀμελεῖς δὲ τῶν ἀναγκαίων ; νόμιζε ἐφεστηκότα σοι λέγειν αὐτὸν θάπτε με , ὅττι τάχιστα πύλας
5891953 ἑστιατορα
τὸν χορηγὸν πολλάκις ἐκ Διονύσου γεγενημένον , τὸν ὅλης φυλῆς ἑστιάτορα , τὸν ἐκ παίδων τριήραρχον , τὸν πολλὰς πατράσι
δεσπότην , οἰκέτας , καπήλους , ἀλλαντοπώλας , ὀψοποιούς , ἑστιάτορα , δαιτυμόνας , συμβόλαια γράφοντας , παιδάριον ψελλιζόμενον ,
5891307 Φιληβον
αὐτῶν εἶναι . τούτου δὴ πέρι καὶ μᾶλλον ἔτι πρὸς Φίληβον διαμαχοίμην ἂν ὡς ἐν τῷ μεικτῷ τούτῳ βίῳ ,
ἔχομεν ἐκεῖνα γνῶναι ἑαυτοὺς ἀγνοοῦντες ; ἔσχατον δὲ δεῖ τὸν Φίληβον , ἐπειδὴ ἐν αὐτῷ περὶ τοῦ ἀγαθοῦ διαλέγεται ,
5889700 Φαντι
νικητοῦ : εἰκὸς γὰρ ἦν ἀκούσαντα λυπηθῆναι ὡς συγγενῆ . Φαντὶ ] * Φασὶ δὲ τὴν παρ ' ἀνδρὶ εὐδαιμονίαν
] Ὑμνεῖ . Ἀσφαλὲς ] Ἀκίνδυνον καὶ ἐλεύθερον βλέπουσαι . Φαντὶ ταῦτα ] * Τοῦτο τὸ ταῦτα πρὸς τὸ εὐεργέταν
5888634 αἰνολεκτρον
οἰστρημένον ἢ τηλικῶνδε πεῖραν ὀτλῆσαι κακῶν . Ὁ δ ' αἰνόλεκτρον ἁρπαγεῖσαν εὐνέτης πλᾶτιν ματεύων , κληδόνων πεπυσμένος , ποθῶν
Πακτωλοῦ ποτὰ καὶ νᾶμα λίμνης , ἔνθα Τυφῶνος δάμαρ κευθμῶνος αἰνόλεκτρον ἐνδαύει μυχόν , Ἄγυλλαν Αὐσονῖτιν εἰσεκώμασαν , δεινὴν Λιγυστίνοισι
5885714 Μονον
κυμβαλίζοντες , ἢ τὰς χεῖρας εὐρύθμως κροτοῦντες , συνάγουσι . Μόνον δὲ τοῦτο τὸ ζῶον ἐπιζητεῖ ἡγεμόνα τὸν ἐπιμελησόμενον τῶν
δέ τινος , τίς αὐτῷ ὅρος εὐδαιμονίας εἶναι δοκεῖ , Μόνον εὐδαίμονα , ἔφη , τὸν ἐλεύθερον : ἐκείνου δὲ
5884752 στημονα
που παρὰ Νικοφῶντι ἐν Πανδώρᾳ . τὸ δὲ συνδῆσαι τὸν στήμονα καιρῶσαι λέγειν χρή , καὶ καίρωσιν τὴν σύνδεσιν .
διαψαίρουσα πέπλους ἀνθέων γέμοντας . Ἀπὸ τῆς τραπέζης τουτονὶ τὸν στήμονα ἄττεσθ ' ἐπινοῶ . Ὁ Ζεὺς δίδωμι Παλλάς ,
5882369 ἀναμιχθῃ
καὶ τὴν σάνδυκα λεῖα καὶ ἀνακίνει , ἕως ἂν καλῶς ἀναμιχθῇ , μετὰ ταῦτα δ ' ἐμβαλὼν εἰς ὅλμον τὸ
τῷ ἐρυθήματι : ὁπόταν γὰρ τὸ φῶς προσπεσὸν ἐφάψηται καὶ ἀναμιχθῇ τῷ χρυσῷ , κοινόν τι ἀπαστράπτουσι καὶ διπλασίαν τοῦ
5881526 οἰνοχοον
. , . . . ὁ δ ' ἄρ ' οἰνοχόον βάλε χεῖρα . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι
αὐτὸς εἱστιᾶτο ὑπὸ ἐκείνου . Κύαθον δ ' οὖν παῖδα οἰνοχόον Οἰνέως οὐκ ἀρεσθεὶς τῷ δοθέντι πώματι παίει τῶν δακτύλων
5880228 σπουδαζοντα
τε καὶ ἐμοῖς φίλοις . Ἐκ τούτου ὁρῶν ὁ Ἀβραδάτας σπουδάζοντα τὸν Κῦρον περὶ τὰ δρεπανηφόρα ἅρματα καὶ περὶ τοὺς
οἱ εἰς τριάκοντα ἔτη γεγονότες : ἐπεὶ δὲ Κλέαρχον ἑώρων σπουδάζοντα , προσελάμβανον καὶ οἱ πρεσβύτεροι . πολὺ δὲ μᾶλλον
5876256 ὑγιαινοντα
ἔφη , ” ἀπιέναι βούλομαι : ὅταν δὲ πανταχόθεν ἐμαυτὸν ὑγιαίνοντα περινοῶ καὶ γράφοντα καὶ ἀναγινώσκοντα , πάλιν μένω .
ἐστιν εἰπεῖν , δεινὸς δὲ ἑτέρου λέγοντος ἰδεῖν τά τε ὑγιαίνοντα τά τε μή . καὶ τὰ μὲν ἴδοις ἂν
5872716 ἀποβλεποντα
ἔστιν ἄλλως ἐκβαλεῖν , εἰ μὴ πρὸς μόνον τὸν θεὸν ἀποβλέποντα , ἐκείνῳ μόνῳ προσπεπονθότα , τοῖς ἐκείνου προστάγμασι καθωσιωμένον
ὄντα οὐκ οἴει ταὐτὸν πείσεσθαι εἰς τὰς τῶν ἄστρων φορὰς ἀποβλέποντα ; νομιεῖν μὲν ὡς οἷόν τε κάλλιστα τὰ τοιαῦτα
5872529 πεττουσα
περὶ ἄρτου αὐτοῦ ὄντος οὑτωσὶ λέγει : ἐξεπήδης ' ἀρτίως πέττουσα τὸν χαρίσιον . ΕΠΙΔΑΙΤΡΟΝ πλακουντῶδες μάζιον ἐπὶ τῷ δείπνῳ
εἰς εὐκαρπίαν ἄφθονον μὲν τροφὴν ἔχουσα ταύτης τε κατακρατοῦσα καὶ πέττουσα ῥᾳδίως . Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ ἡ λειμωνία δοκεῖ
5872346 πηξαμενος
κυβερνήτην νεῶν , μήπου τὰ λίνα καὶ τοὺς βρόχους λάθῃ πηξάμενος ἐναντίον τοῦ πνέοντος κἀντεῦθεν πόνον κενὸν διαθλήσειεν : δεινοὶ
ὁ θεὸς ἄνθρωπον εἰργάσατο , τῶν μὲν ἄλλων τὰς κεφαλὰς πηξάμενος ἐν χέρσῳ κατωκάρα γὰρ πάντα , ἀνθρώπου δὲ εἰς
5867688 τοπειοις
τῶν ἁπλῶν . Τὸν πέπλον δὲ τοῦτον ἕλκους ' ὀνεύοντες τοπείοις ἄνδρες ἀναρίθμητοι εἰς ἄκρον ὥσπερ ἱστίον τὸν ἱστόν .
συχνὸν τοιοῦτον . τὸν πέπλον δὲ τοῦτον ἕλκους ' ὀνεύοντες τοπείοις ἄνδρες ἀναρίθμητοι εἰς ἄκρον ὥσπερ ἱστίον τὸν ἱστόν .

Back