αἰσθητηρίοις τῶν αἰσθητῶν τότε προσπίπτουσιν ὁμοιώματα , ὡς ἤδη τοῦ ταράττοντος ἠρεμήσαντος . ἡ μὲν οὖν ἐν τοῖς ἐνυπνίοις τῶν
ἐπιτεθολωμένα . κύκηθρον : ἐπὶ τοῦ τὰ πάντα κυκῶντος καὶ ταράττοντος . κυνηγεττεῖν : διὰ δυοῖν ττ λέγουσιν . κυνοφθαλμίζεται
7343787 κοινωνῃ
γεννήσωνται κατὰ νόμους , ἐὰν ἀλλοτρίᾳ τις περὶ τὰ τοιαῦτα κοινωνῇ γυναικὶ ἢ γυνὴ ἀνδρί , ἐὰν μὲν παιδοποιουμένοις ἔτι
, ἀναγκαία δὲ ὅμως , ἵνα μὴ αὐτόθεν ἡ ψυχὴ κοινωνῇ τῷ σώματι . τοῖς δ ' ἐγώ : τοῖς
7042403 ἐπιχειροι
ἢ κέρδους ἕνεκέν τινος ἢ χάριτος ἰδίας παρὰ ταῦτ ' ἐπιχειροῖ δρᾶν ἕτερα , μηδὲν γιγνώσκων , ἆρα οὐ τοῦ
δυνατὰ οὔτ ' ἂν βούλοιτο ματαίας βουλήσεις οὔτ ' ἂν ἐπιχειροῖ . σχεδὸν μὲν γὰρ εὐδαίμονας ἅμα καὶ ἀγαθοὺς ἀνάγκη
6963734 ὑπολαβωμεν
τοῦ κρατοῦντος ἡ Θέτις . οὕτω νικῶσιν οἱ Τρῶες . ὑπολάβωμεν οὖν ἐν δικαστηρίῳ συνεστάναι τὸ πρᾶγμα κρινομένου μὲν Ἀγαμέμνονος
φιλίας ἀπαλλακτέον οἵαν τε καὶ ἐπιστήμονα διαβουλεύσασθαι , ταύτης ἑτέραν ὑπολάβωμεν ἢ τὴν αὐτὴν ταύτῃ ; Τοῖς πρόσθεν ἀναγκαῖον ἑπομένοισιν
6879758 ἐνεργησουσιν
σώματα , τὸ αἰσθάνεσθαι ἔδωκε , καὶ δι ' ὧν ἐνεργήσουσιν αἱ αἰσθήσεις ὀργάνων . Ἀλλ ' ἤτοι ἐχούσαις τὰς
εἰσιν , οὐκ ἂν χωρισθήσονται . τί δὲ καὶ χωρισθέντα ἐνεργήσουσιν ; τί γὰρ ἡ θρέψις θρέψει ἢ αὐξήσει ἡ
6855589 ἀσκαρδαμυκτοι
δὲ οὗτοι διάστροφοι ἢ ὕπωχροι ὄντες μωρίαν δηλοῦσιν . ὀφθαλμοὶ ἀσκαρδάμυκτοι δεινὸν βλέποντες κακόν τι μηχανᾶσθαι τὸν ἄνδρα κατηγοροῦσι .
ἥμερα ἤθη κεκτημένους καὶ ἐρωτικοὺς εἶναι σημαίνουσιν . ὅσοι δὲ ἀσκαρδάμυκτοι ὄντες ὠχροὶ ἢ φοινικοῖ φαίνοιντο ἅμα ξηρό - τητι
6835686 ῥωννυμενη
μῆλα καὶ σταφυλαὶ καὶ σταφίδες καὶ ῥοόκοκκα . καὶ γὰρ ῥωννυμένη ἡ δύναμις ἐπεγείρεται καὶ ἀποδιώκει καὶ ἀπεμεῖ τὴν τὴν
, καὶ μάλιστα ὅταν ἄτονος ᾖ , ὑπὸ τῶν στυφόντων ῥωννυμένη καὶ πρὸς ἔκκρισιν ὁρμῶσα . ἐὰν δέ τις τὸ
6682396 κουριδιου
εὐκταιοτάτην ἁρμοζόμενοι σύνοδον , εἰ δὲ χήρα , διότι τοῦ κουριδίου στερομένη πεῖραν ἑτέρου μελλήσει λαβεῖν , καὶ ταῦτ '
παρόντος πᾶσαν διεσπάραξαν . καὶ ἡ μὲν διὰ πόθον ἀνδρὸς κουριδίου ταύτῃ τέλος ἔσχεν . Κυάνιππος δέ , ὡς ἐπελθὼν
6633279 ἐλεουσι
γενόμενοι φοβοῦνται καὶ ἀγωνιῶσι καὶ τοὺς ἀναξίως δοκοῦντας περιπίπτειν τούτοις ἐλεοῦσι καὶ τοῖς κατὰ προαίρεσιν περιβάλλουσιν ὀργίζονται καὶ θυμοῦνται καὶ
ἄνθρωποι τὰ μὲν φιλικά : δέονταί τε γὰρ ἀλλήλων καὶ ἐλεοῦσι καὶ συνεργοῦντες ὠφελοῦσι καὶ τοῦτο συνιέντες χάριν ἔχουσιν ἀλλήλοις
6628866 προβαντος
τί ἐστι καὶ διὰ τί ἐστι , δῆλον γίνεται ὁρισμοῦ προβάντος αὐτῶν καὶ λαμβανομένου τοῦ μέσου πρὸς τὴν ἀπόδοσιν τοῦ
νῦν ἂν ἦν ἐν ἑτέρᾳ ἀτραπῷ βίου τοῦ πατρός μοι προβάντος εἰς πολιάν . ἀντεξετάζων δή τις τὰ νῦν [
6607072 ἐργαζομενου
Ἀβρότονον . Φωκίων δὲ ὁ Χρηστὸς ἐπικληθεὶς πατρὸς μὲν δοίδυκας ἐργαζομένου ἦν , Δημήτριον δὲ τὸν Φαληρέα οἰκότριβα γενέσθαι λέγουσιν
ὅτι μηδὲν ἀντέθηκε τοιοῦτο ῥῆμα . ἁμαξουργοῦ ] τέκτονος ἁμάξας ἐργαζομένου . οὔκουν μ ' ἐν Ἄργει : παρὰ τὸν
6605689 κατακεχυμενον
πυρετοὶ συνεδρεύουσιν . οὐκ ἀγαθὸν δ ' οὐδὲ τοῦ στήθους κατακεχυμένον ἀφανίζεσθαι μετὰ δυσπνοίας καὶ νυσταγμοῦ καὶ μήλων ἐρεύθους :
κατακεχυμένον ἔσω τράπηται , κακόν : ἢν δ ' ἔσω κατακεχυμένον ἔξω τράπηται , ἀγαθόν . Διαῤῥοίῃ δὲ ἐχομένῳ ἰσχυρῇ
6582349 ἐνοχλῃ
ἐνίοτε ὄν . ὁ δὲ εἰδὼς ὅτι , ἐάν τι ἐνοχλῇ ἡμᾶς , δεόμεθα τοῦ παύσοντος , ἀπεκρίνατο ᾗπερ καὶ
ἐπέκαον , ἵνα μὴ κατὰ τὰς ἀκμὰς τῶν σωμάτων ἐπαιρόμενος ἐνοχλῇ : ἀφ ' ἧς αἰτίας συμβῆναι τὸ ἔθνος τῶν
6567513 καταψυξει
' οὕτως ἐπιχειρεῖν ἐθέλειν θεραπεύειν . τοῖς μὲν οὖν ἐπὶ καταψύξει τοῦ ἥπατος ἢ πνεύμονος γινομένοις ὑδέροις ὡς ἐπίπαν συνεισβάλλουσι
ῥινῶν σμικροῖς ἱδρῶσι περιψυχόμενα , κακοήθεα . Αἵματος ἀφαίρεσις ἐν καταψύξει νενωθρευμένῃ , κακόν . Ὅσοι , κοιλίης ἐπιστάσης ,
6552024 ἐπιθυμουντος
τοῦ φόνου τὴν αἰτίαν ἔχοντες προσδοκῶντες ὑπὸ τοῦ δήμου διωχθήσεσθαι ἐπιθυμοῦντος τὴν εἰρήνην , σὺν ἐγχειριδίοις ἐλθόντες ἀπέσφαξαν ὅσους ἠδύναντο
τὴν δύναμιν , ἐμπόρου γὰρ τοῦτό γε καὶ οὐ φιλίας ἐπιθυμοῦντος , ἀλλ ' ἵνα μή με καλὸς κἀγαθὸς ἀνὴρ
6493696 ὁρμησαντος
. δείσαντος δὲ τοῦ Κλέωνος κἀπὶ τὸ ψωμίζειν τὸν Δῆμον ὁρμήσαντος , ἀντιψωμίζειν ἅτερος ἐγχειρεῖ . καὶ τέλος τοῦ Δήμου
συγκεκρίσθω , καίπερ οὐκ ἐξ ἴσης δυνάμεως ἐπὶ τὴν ἀρχὴν ὁρμήσαντος αὐτῶν ἑκατέρου , ἀλλὰ τοῦ μὲν ἐκ βασιλείας ἠσκημένης
6472356 εὐπροσοδον
ὑπηκόους ἐπαινέσεις , τὴν πρὸς τοὺς δεομένους φιλανθρωπίαν , τὸ εὐπρόσοδον . οὕτως οὐ μόνον ἐν τοῖς κατὰ τὸν πόλεμον
εὐάλωτον , εὐαίρετον , εὐκαθαίρετον , ἐπίδρομον ὡς Ὅμηρος , εὐπρόσοδον , εὐεπίβλεπτον , εὐεπιβούλευτον , εὐεπιχείρητον , ἁλώσιμον .
6470833 μισανθρωπιαν
σφοδρὸν φθέγγεσθαι καὶ ὑπόσαθρον ὀργὴν καὶ βίαν καὶ ἀνομίαν καὶ μισανθρωπίαν σημαίνει . ὀξὺ δὲ καὶ ἀσθενὲς φθέγγεσθαι ἀργίας καὶ
εἰς οὓς Ἡρακλέα καταχθέντα τήν τε ὕβριν αὐτῶν καὶ τὴν μισανθρωπίαν ἐκπλαγῆναι . ἐπεὶ δὲ καὶ μάχης ἤρξαντο , τὰ
6445230 δαμασθεν
τ ' ἔγχη δόρυ τὸ Καδμείων ἕληι ; [ ὄψηι δαμασθὲν ἄστυ Θηβαίων τόδε , ὄψηι δὲ πολλὰς αἰχμαλωτίδας κόρας
γεγενημένων ἀγαθῶν τὸ κακὸν ἀφανίζεται καὶ τὸ παλίγκοτον καὶ ἄτοπον δαμασθὲν καὶ ἀναιρεθὲν ὑφ ' ἡδονῆς θνήσκει , μάλιστα ὄλβου
6444140 ἑλκυσαντα
. αὖ : ἔξω , εἰς τοὐπίσω . ἐρύσαντα : ἑλκύσαντα , ἑρπετὰ δηλονότι . Αὐτοκύλιστα : μόνα , αὐτόματα
ἅτε πῶλον : οὐκ ἔστι τινὰ ταῖς τραχυτάταις αὐτοῦ γένυσιν ἑλκύσαντα ἐκφυγεῖν αὐτὴν , ὁποῖα ποιεῖ καὶ πῶλος ἀποπτύων τοὺς
6427709 Γωβρυα
Κῦρος ἀπεκρίνατο : Ὅτι , ἔφη , ἐγώ , ὦ Γωβρύα , πολλοὺς μὲν οἶμαι εἶναι ἀνθρώπους οἳ οὔτε ἀσεβεῖν
μεθ ' αὑτοῦ ἐξῆγεν ἅπαντας : καὶ πολλὰ δεομένου τοῦ Γωβρύα ἔνδον δειπνεῖν οὐκ ἠθέλησεν , ἀλλ ' ἐν τῷ
6411912 προϋπαρξαντος
, καὶ ὃν τρόπον οὐδέν ἐστι τὸ ἐφθάρθαι συντελεστικὸν μὴ προϋπάρξαντος τοῦ φθείρεσθαι παρατατικοῦ , οὕτως ἀδύνατόν ἐστι , μὴ
αὐτὸν κανόνα τῶν δύο κεφαλαίων ἐναντίων ὄντων ἀδύνατον ἦν συλλογισμοῦ προϋπάρξαντος μὴ ἀντιθεῖναι ὅρον . ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τῶν ἀντιθετικῶν
6408589 βιαζει
ἀπάρχομαι μέν , ἀλλὰ τῆς ἀτολμίας τὰ κέντρα κεντεῖ καὶ βιάζει τὸν λόγον . σὺ δὸς τὸ τολμᾶν , ἐξάνοιγε
] κινεῖ . Ξ ἐπισπέρχει ] σπεύδει . ἐπισπέρχει ] βιάζει . ἐπισπέρχει ] ἐπισπεύδει . θ θεὸς ] ἡ
6405041 βεβρωκοτες
ὡς αὐστηροῦ κατὰ τὴν μελοποιΐαν ὄντος . τῶν μελέων Φιλοκλέους βεβρωκότες : ὡς τοῦ Φιλοκλέους ἀγρίου ὄντος ἐν τῇ μελοποιΐᾳ
Ἀγρίου βέβρωκας : οἱονεὶ ζώου ἀγρίου . Εἰώθασι δὲ οἱ βεβρωκότες χασμᾶσθαι . Ἀγαθῶν θάλασσα : ἐπὶ πλήθους ἀγαθῶν εἴρηται
6402171 ὑπειληφας
, ἀλλ ' ἔτι ? ? τι ἐνδεῖν τῷ λόγῳ ὑπείληφας ? ? ? ; Ἰκανώτατα μὲν οὖν ἔχειν ὑπολαμβάνω
μόνος ἀμιγοῦς ἠκρατίσω σοφίας : τοῦ καταρᾶσθαι χεῖρον τὸ ὀνομάζειν ὑπείληφας ; οὐ γὰρ ἂν τὸν μὲν βαρύτατον ἀσέβημα εἰργασμένον
6400401 προσεγγισας
τῶν τῆς βασιλείας σκήπτρων γενόμενος ἐγκρατής , καίτοι τοῖς οὐδοῖς προσεγγίσας τοῦ γήραος , μᾶλλον δὲ καὶ τούτων ἔνδον γενόμενος
ὁ ἄνθρωπος οὗτος : προσελεύσομαι πρὸς αὐτόν . ” εἶτα προσεγγίσας λέγει “ πατερίων , χαίροις . ” ὁ ἄγροικος
6398054 ἐπισημαινομενου
' οὐδένα δὴ τρόπον ἀποστήσεσθαι . τοῦ δὲ πλήθους ὁμοθυμαδὸν ἐπισημαινομένου τὴν γνώμην , οἱ πρεσβευταὶ τῇ συγκλήτῳ ταῦτα ἀπήγγειλαν
ἀναστὰς ὠρχεῖτο . σφόδρα δὲ αὐτοῦ εὐδοκιμοῦντος καὶ ὑπὸ πάντων ἐπισημαινομένου κάμηλος φθονήσασα ἠβουλήθη τῶν αὐτῶν ἐφικέσθαι . διόπερ ἐξαναστᾶσα
6395600 Οἰκλειδην
κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷ : θείνει δ ' ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόν , σαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ .
. . θείνει ] τύπτει . ὀνείδει ] ἐν . Οἰκλείδην ] τὸν υἱὸν τοῦ Οἰκλέους . . σαίνειν ]
6390682 φυσωντος
διὰ τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ ἔρωτος . ἀκραέος : τοῦ ἄκρως φυσῶντος ἢ εὐκραοῦς , καλοῦ καὶ ἀμιγοῦς ἢ ἠρέμα πνέοντος
ἀναπνοάς . φυσιόωντα : μεγάλα , πνευστιῶντα . φυσιόωντος : φυσῶντος καὶ ἐκπνέοντος , ἢ φυσιόωντος ἀντὶ τοῦ σοβαρῶς καὶ
6375140 ἀπεικασεν
γάρ μοι συνῄει ὁ πατὴρ ὁ σός , τράγῳ ἑαυτὸν ἀπείκασεν , ὡς λάθοι , καὶ διὰ τοῦτο ὅμοιος ἀπέβης
δὲ αἱ μέν εἰσιν ἄρισται τῶν ἡμερῶν ἃς μητράσιν αὐτὸς ἀπείκασεν , αἱ δὲ φυλακτέαι αἷς τὰς μητρυιὰς ἐπεφήμισεν .
6375082 ἀρχωσι
εἶναι πολιτείας , τήν τε ἀριστοκρατικήν , ὁπόταν οἱ ἄριστοι ἄρχωσι . καὶ δευτέραν τὴν τιμοκρατικήν , φιλοτίμων ὄντων τῶν
τῶν ὑφ ' αὑτῷ ἀρχόντων ὅπως ἐκεῖνοι αὖ ὧν ἂν ἄρχωσι παρέξουσι τὰ δέοντα ποιοῦντας . ἆθλα δὲ προύφηνε τοῖς
6370523 σχηματιζομενον
ἐξ ἀνάγκης σαφές . πᾶν γὰρ παρώνυμον εἰς ρος λῆγον σχηματιζόμενον τοῖς γένεσιν ὀξύτονόν ἐστιν , οἷον κάματος καματηρός ,
, εἶτα οἱ Δίδυμοι . τὸν δὲ Ἥλιον λάμβανε τριγωνικῶς σχηματιζόμενον πρὸς τὸν ὡροσκόπον , τὴν δὲ Σελήνην αὔξουσαν τῷ
6365173 ἐπειγομενου
, ἐπὴν Νότος ὑγρὸς ἄῃσιν : ἐς Νοτίην δὲ θάλασσαν ἐπειγομένου Βορέαο : Εὔρου δ ' ἱσταμένοιο ποτὶ Ζεφύροιο κέλευθα
λόγους καὶ Βοιωτῶν , οὐχ ὥσπερ νῦν συντέμνοντος οὐδ ' ἐπειγομένου , ἀλλ ' ὡς ἐδυνάμην κατὰ ῥῆμα ἀκριβέστατα ,
6364158 ἐπιπεμπουσι
ὀργάνοις μέσοις πολλοῖς οἱ θεοὶ χρώμενοι τὰ σημεῖα τοῖς ἀνθρώποις ἐπιπέμπουσι , δαιμόνων τε ὑπηρεσίαις καὶ ψυχῶν καὶ τῆς φύσεως
φόβους τοῖς μιαιφόνοις ἐμβάλλουσιν , οἵους δὲ παλαμναίους τοῖς ἀνοσίοις ἐπιπέμπουσι ; τοῖς δὲ φθιμένοις τὰς τιμὰς διαμένειν ἔτι ἂν
6359890 κραδαων
βλοσυροῖσι προσώπασι : νέρθε δὲ ποσσὶν ἤϊε μακρὰ βιβάς , κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος . τὸν δὲ καὶ Ἀργεῖοι μὲν ἐγήθεον
χρειὴ τοῦ φθιμένου ] πότμον ἀειδέμεναι . [ δεξιτερῇ ] κραδάων δολιχόσκιον ? [ ἔγχος ἔτυψεν ] γαστέρα [ ]
6357447 Γυψ
ἀπένθητος δόμοισιν : ἐπὶ τῶν καθ ' ὥραν τελευτησάντων . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται : ἐπὶ τῶν ὁμονοούντων ἐπὶ κακίᾳ .
ἔχω καὶ οὐ λούει : εἰ εἶχεν , ἔλουε . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται . Γέροντά μοι εἶπας : κακόν μοι
6353830 Ἐγκανθις
καὶ ταράτττουσαι . ἀρθεῖσαι δὲ καὶ τοῦ διενοχλεῖν λήγουσι . Ἐγκανθὶς δὲ καὶ ῥοιάς , δυὸ πάθη ἀντικείμενα , κατὰ
καὶ ψύχουσι καὶ στύφουσι φαρμάκοις καὶ προσκλύζεσθαι τῷ ὀξυκράτῳ . Ἐγκανθὶς δ ' ἐστὶ σαρκὸς αὔξησις ἐκ τοῦ μεγάλου κανθοῦ
6353615 κεκρυμμενως
τοὺς Ἱππέας . Γ ἐπικουρῶν ] βοηθῶν . κρύβδην ] κεκρυμμένως . Εὐρυκλῆς μάντις δι ' ἑτέρων ἑαυτὸν ποιῶν κατάδηλον
' ὄψεως φαίνεσθαι ὀλίγους ὄντας καὶ ὑποχωρεῖν , ἄλλους δὲ κεκρυμμένως καὶ ἀφανῶς κατακυκλοῦν , πρὸς τὴν τῶν τόπων ἐπιτηδειότητα
6351367 κολακευτικως
εἰ καὶ οὐδὲν ὁ αὐτοῦ λόγος ἰσχύει , σαίνων καὶ κολακευτικῶς καὶ δολίως ἄγαν ὑπερχόμενος πρὸς πάντας . πάγχυ καὶ
τῶν ἔξω φροντίδος . Ἕπεσθε μητρὶ χοῖροι : ἐπὶ τῶν κολακευτικῶς τισιν ἑπομένων τροφῆς ἕνεκα . Ἐπὶ βύρσης ἐκαθέζετο :
6350226 ἀνυουσα
μῆτερ , μήτε λέγουσα μήτε πράττουσα : φλυαροῦσα , μηδὲν ἀνύουσα : σύνθελέ μοι , σὺν ἐμοὶ βούλου ἀποθανεῖν :
. καὶ μυθικῶς μὲν οὕτως , ἀλληγορικῶς δὲ ἡ πάντα ἀνύουσα καὶ τρέφουσα καὶ τελειοῦσα : ἡ αὐτὴ γάρ ἐστι
6342220 ἐξιπταται
οὔτε τι εἰπεῖν οὔτ ' ἔρξαι δύναται . πολλάκις γὰρ ἐξίπταται ὁ νοῦς τῆς ψυχῆς , καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ
διαπνεῖ δὲ ἐπὶ πλεῖστον καταιγίζουσα τῷ τοῦ λόγου πνεύματι καὶ ἐξίπταται κουφιζομένη τῷ τῆς γλώττης πτερῷ . ταῦτά με τὰ
6337663 ὀλολυζω
ὄνομα μαρμαρυγή . καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἁρπάζω ἁρπαγή , ὀλολύζω ὀλολυγή , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ μαρμαρύζω μαρμαρυγή .
ψιλοῦ γράφονται , οἷον κλύζω , τρύζω , γογγύζω , ὀλολύζω πλὴν τοῦ ἀθροίζω . Τὰ διὰ τοῦ υχω δισύλλαβα
6337342 Ἀρκεισιος
οὗ καὶ Χαρισίου πόρτα . Ἀφροδίσιος : ὄνομα κύριον . Ἀρκείσιος : ὄνομα ποταμοῦ . Σιμοείσιος : ὄνομα κύριον :
. ὧδε γὰρ ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων : μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτε , μοῦνον δ ' αὖτ ' Ὀδυσῆα
6334527 ἁλεκτρυων
' ὄντως εὐθὺς ἐξέπεμπέ με ὄρθριον : ἐκόκκυζ ' ἀρτίως ἁλεκτρυών . ᾤμην ἐγὼ τοὺς ἰχθυοπώλας τὸ πρότερον εἶναι πονηροὺς
ἀλλ ' ἄπειμι , καὶ γὰρ ἤδη τρίτον τοῦτο ᾖσεν ἁλεκτρυών . Μὴ σύ γε οὕτως ταχέως , ὦ Τρύφαινα
6331580 καταβαλλοντες
φθόνον : τὴν νέμεσιν ἣν τοῖς μεγάλα φρονοῦσιν ἐπάγουσιν ἀπροσδοκήτως καταβάλλοντες αὐτούς . ἡμέτερον . † κρατὸς χρὴ γράφειν ἐνταῦθα
. Χῖοι δὲ βαρβάρους κέκτηνται τοὺς οἰκέτας καὶ τιμὴν αὐτῶν καταβάλλοντες . ὁ μὲν οὖν Θεόπομπος ταῦθ ' ἱστόρησεν :
6329599 δρασαντος
τῶν μελλόντων καὶ τῶν οἰχομένων . ἀλλὰ πῶς τοῦ μὲν δράσαντος τὸ ἔργον μένει , τοῦ δὲ παθόντος τὸ πάθος
' ἀνδρὸς γενναίου καὶ πολλὰ μὲν εἰδότος , πολλὰ δὲ δράσαντος . Ἀλλ ' ἡ μὲν οὕτως , ὁ δὲ
6329532 δαμαζων
πνεῖ ἔφη . ἐπιπνεῖ λαοδάμας ] ἐπέρχεται ὁ τὸν λαὸν δαμάζων Ἄρης . ἐπιπνεῖ ] ἔρχεται . ἐπιπνεῖ ] ἐμπίπτει
ἀπέφθισε : συνέφθειρεν . θήρα : ἄγρα . πιέζων . δαμάζων , συσφίγγων , ὡς μὴ ἐῶν αὐτὸν ἀναπνεῦσαι .
6327785 ἀκιδες
κοινωνοῦντες . ἄρηα : εἰς . Θήγονται : ἀκονοῦνται . ἀκίδες : ξίφη , μάχαιραι , ἅρπαι . Ἅρπαι :
ὄγκαιον : ἀγγεῖον πλεκτὸν οἷον σπυρίς , ἐν ᾧ αἱ ἀκίδες τῶν βελῶν , αἳ καὶ ὄγκοι . ὀγκίαν :
6326894 ἀκουσματος
ὑπὸ δὲ ἀνθρώπων ἀγαθῶν ἀτιμάζει : τοῦ δὲ πάντων ἡδίστου ἀκούσματος , ἐπαίνου σεαυτῆς , ἀνήκοος εἶ , καὶ τοῦ
πάντες ὑποσιγήσουσιν αὐτοῖς καὶ μήτε ὅραμα μηδὲν ἄλλο ἔσται μήτε ἀκούσματος ἀκούειν μηδενός , οὐκ ἄρα οἵα τε ἔσται ἡ
6323503 ὀροκτυπου
ἵν ' ᾖ τοῦ τὰ ὄρη ῥηγνύντος τῇ σφοδρότητι . ὀροκτύπου ] τοῦ ἀπὸ τῶν ὀρῶν κατερχομένου καὶ κτυποῦντος ἐν
τρόπον ὕδατος ἀμαχέτου καὶ ἀπολεμήτου καὶ ἰσχυροῦ διὰ τὸ ἀπείριτον ὀροκτύπου καὶ ἀπὸ τῶν ὀρῶν κατερχομένου μετὰ κτύπου . ἐλεδεμνὰς
6322550 ἠρτιαζον
. χαλκίζειν δὲ παιδιᾶς τι εἶδος , ἐν ᾗ νομίσματι ἠρτίαζον . σιδηρεὺς σιδηρεύειν , σιδήριον , σιδηρουργία , ὀβελοὶ
' εἴσειμι ἐνθάδε μείνας εἰς ὤμιλλαν κἂν μὴ μετίῃ . ἠρτίαζον . παιδιά τις τὸ ἀρτιάζειν , ἐν ᾗ τοὺς
6317079 ἀπεκτειναμεν
: καὶ συνήψαμεν αὐτοὺς καὶ τοὺς ἀπὸ Σηλὼμ συμμάχους αὐτῶν ἀπεκτείναμεν : καὶ οὐκ ἐδώκαμεν αὐτοῖς διέξοδον τοῦ εἰσελθεῖν πρὸς
. ταῦτα κατέστησεν ἀήττητον ἐκείνῳ τὸ πάθος , τούτοις αὐτὸν ἀπεκτείναμεν . εἰ μὲν γὰρ παράδοξον ἦν αὐτόχειρα γεγενῆσθαι ,
6316267 ἀπεταφρευεν
ἀπελίποντο ἄκοντες . ὁ δὲ Σκιπίων τοῦ χώματος ὅλου κατασχὼν ἀπετάφρευεν αὐτὸ καὶ τεῖχος ἤγειρεν ἐκ πλίνθων , οὔτε κολοβώτερον
αὐτῷ πάντας ἐχειροκόπησεν , Οὐρίατθον δὲ διώκων Ἐρισάνην αὐτοῦ πόλιν ἀπετάφρευεν , ἐς ἣν ὁ Οὐρίατθος ἐσδραμὼν νυκτὸς ἅμα ἕῳ
6311576 σαρκιου
δ ' ἂν κατά τινα ἐπιβουλὴν ἀνὴρ ἐκείνου γεύσηται τοῦ σαρκίου ἔρωτι καὶ μάλα γε ἀκρατεῖ συνέχεται καὶ ἐκφρύγεται καὶ
, πληγώδης ὑγρασία . Ἰχὼρ ἀπὸ τοῦ ἴσχεσθαι ἐντὸς τοῦ σαρκίου ἰσχὼρ καὶ ἰχώρ . ἰχὼρ ῥεῦσις , κυρίως δ
6309056 ἀχωριστου
ἀχώριστος δὲ τοῦ πνεύματος , τῆς φύσεως καὶ τοῦ παχέος ἀχωρίστου οὔσης . Ἐπεὶ δὲ φθάνομεν εἰρηκότες τὴν αἴσθησιν δέχεσθαι
. ὅτι γὰρ οὐχ ἡ σύνταξίς ἐστιν τοῦ μέλλοντος τοῦ ἀχωρίστου , σαφὲς ἐκ τῆς προκειμένης συντάξεως : ἧς εἰ
6308570 ὑπουργουσι
Ὀρέστης . κρατεῖται ] συμβάλλεται οὖν τὸ θεῖον τοῖς μὴ ὑπουργοῦσι τοῖς κακοῖς . ἀρχὰν ] τοὺς θεοὺς ἢ τὸν
: οἳ καθάπερ υἱοὶ γνήσιοι φιλοτίμως ἄσμενοι πατράσι καὶ μητράσιν ὑπουργοῦσι , κοινοὺς αὑτῶν γονεῖς νομίζοντες οἰκειοτέρους τῶν ἀφ '
6306003 ἀκαχησω
ὀξύτης τοῦ δόρατος καὶ τοῦ ἔγχους τὸ κοντάριον : ἀκαχῶ ἀκαχήσω ἠκήχηκα ἠκηχημένος . οὔτι : ὡς μηδέ . σιδήρου
. πρόσκειται „ ὑπὲρ τρεῖς συλλαβὰς „ διὰ τὸ ἀκαχῶ ἀκαχήσω ἠκάχημαι ἀκαχημένος . . . . Αἱ εἰς Η
6301532 ΕΙτα
κἀγὼ ποιεῖν ἔμελλον καὶ εὐτρεπίσθην , καὶ ὅσα τοιαῦτα . ΕΙτα ὁ ἐπίλογος , μὴ λῦσαι τὸν νόμον , μὴ
σαφῶς δεικνύντος τοῦ προσώπου τὸν κωμῳδούμενον καὶ οὐχ ἕτερον . ΕΙτα θήσεις ἀντίθεσιν μεταληπτικὴν τὸ , σωφρονίζων αὐτοὺς τότε πεποίηκα
6296473 πασχοις
ὡς ἐγχειρῶσιν . οὕτω γὰρ αὐτὸς μὲν ἂν ἥκιστα κακῶς πάσχοις , τοὺς δὲ πολεμίους μάλιστ ' ἂν ἁμαρτάνοντας λαμβάνοις
ὡς ἐγώ : καὶ ῥαιδίως οἰκοῖμεν ἄν σε κοὐδὲν ἂν πάσχοις κακόν . φιλῶ τέκν ' , ἀλλὰ πατρίδ '
6291373 Ζαυηκες
οἰκοῦντες Ζαριασπηνοί ἐγχωρίως . ἀπὸ δὲ τοῦ Ζαριάσπη Ζαριασπεύς . Ζαύηκες , ἔθνος Λιβύης , Ἡρόδοτος δʹ . ” Ζαύηκες
Περιηγήσει Ἀσίας : ἐξ αὐτῆς σιτοφάγοι καὶ ἀροτῆρες . . Ζαύηκες : ἔθνος Λιβύης . Ἡρόδοτος δ . Ζαύηκες ἔθνος
6289402 ἐπιτηρων
πρὸς ἕνα , τοῦ πάθους μὴ ἐπιμένοντος , ἀλλ ' ἐπιτηρῶν ἀνέσεις , ἐπιτάσεις , πληρώσεις , κενώσεις , αἰτίων
δ ' ἐν ἱστορίᾳ διαμαρτάνουσι , τὰ τοιαῦτα ἂν εὕροις ἐπιτηρῶν , οἷα κἀμοὶ πολλάκις ἀκροωμένῳ ἔδοξεν , καὶ μάλιστα
6286479 Λαρον
διεβάλλετο . Λάρισα : πόλις ἀπὸ Λαρίσης τινὸς κληθεῖσα . Λαρόν : τὸ ἡδὺ πόμα . παρὰ τὸ ἱλαρὸν λαρὸν
ἐκτυφλοῖ . Ἔνθα : ὅπου . Μένουσι : καρτεροῦσιν . Λαρόν : ἡδὺ , τὸ γλυκὺ ἢ τὸ θερμόν .
6286237 ἐξαπατηθῃ
χάραξ τὴν ἄμπελον : ὅταν τὸ σωζόμενον ὑπὸ τοῦ σώζοντος ἐξαπατηθῇ . Ἔξω γλαῦκες : παροιμία ἐπὶ ἐαρινοῦ καιροῦ :
ὅταν ὑπὸ τοῦ σῴζοντος τὸ σῳζόμενον ⌈ ἀπατηθῇ Γ [ ἐξαπατηθῇ ] . Γ παροιμία χωρὶς τοῦ “ εἶτα νῦν
6280183 ἀεικιζω
, ὅπερ ἀπὸ τοῦ εἴκω . ἢ παρὰ τὸ αἰκίζω ἀεικίζω [ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ε ] : εὐλὰς †
ἀεικής , ὃ σημαίνει τὸν σκληρόν : ἀπὸ τούτου γίνεται ἀεικίζω , καὶ ἀποβολῇ τοῦ ε αἰκίζω , . ,
6277923 Κραγου
ἀπὸ Μιλύης τῆς γυναικὸς Σολύμου καὶ ἀδελφῆς , ὕστερον δὲ Κράγου γυναικός . Τὸ ἐθνικὸν Μιλυεὺς καὶ Μιλυίτης . .
Κράγος , ὄρος Λυκίας . Ἀλέξανδρος δευτέρῳ Λυκιακῶν . ἀπὸ Κράγου τοῦ Τρεμίλητος υἱοῦ , μητρὸς δὲ Πραξιδίκης νύμφης .
6274340 κατηγορησω
λεγόμενον ἐτήτυμον : τὸ ἀληθές ἄχθομαι : λυποῦμαι γράψομαι : κατηγορήσω κατωκάρα : κατακέφαλα ὦ γλίσχρων : ὦ γουλάριε ,
[ ἐπιτάξαντος ] . καὶ σὺ λέγε τίνος θέλεις [ κατηγορήσω ] . Κλαύδιος Καῖσαρ : ἀσφαλῶς [ ἐκ ]
6272523 Ἀσωποδωρος
κόσμον ἤλαυνον ἐπ ' αὐτοὺς τοὺς ἵππους , τῶν ἱππάρχεε Ἀσωπόδωρος ὁ Τιμάνδρου . Ἐσπεσόντες δὲ κατεστόρεσαν αὐτῶν ἑξακοσίους ,
Θηβαῖον γράφει . ἅ νιν ἐρειδόμενον : φυγαδευθεὶς γὰρ ὁ Ἀσωπόδωρος Θήβηθεν ἐν Ὀρχομενῷ ἐπολιτογραφήθη . ἄλλως . ναυαγήσας ὁ
6271630 γενητου
γὰρ αὐτὴ ἡ ὕλη ἕν τί ἐστι τῶν στοιχείων τοῦ γενητοῦ : διώρισται ἄρα . Πόρρω ἄρα τῆς ἀδιορίστου φύσεως
γέλωτα , καταδείσασα μή ποτε ἄρα τὸ χαίρειν οὐδενὸς ὂν γενητοῦ , μόνου δὲ τοῦ θεοῦ , σφετερίζηται : διόπερ
6269394 ὀλιγαρχεισθαι
καίπερ ἐπαναστάντων αὐτοῖς τοῖς ὀλιγαρχικοῖς τῶν δημοκρατούντων ὑπὲρ τοῦ μὴ ὀλιγαρχεῖσθαι ἀνεθήσεται : ἀφήσεται . τὰ πράγματα : ἡ ὀλιγαρχία
. πλὴν ὅσοις . . . : πλὴν ὅσοι ἐβούλοντο ὀλιγαρχεῖσθαι ἐκπληκτικός : ἤγουν ἔκπληξιν ποιῶν τοῖς ἀκούουσιν . ἐφεδρευόντων
6265494 γνωριϲμα
ἀπεψία καὶ ἡ ἀμυδρὰ πέψιϲ : μέγα δὲ καὶ ἀξιόλογον γνώριϲμα πέψεωϲ ἐν τοῖϲ πρώτοιϲ οὔροιϲ οὐδέποτε φαίνεται κατὰ τοὺϲ
ἴδιον γὰρ ἐξαίρετόν ἐϲτι τοῦτο τῶν τοιούτων πυρετῶν . μέγιϲτον γνώριϲμα τῶν ἐπὶ ϲήψει πυρετῶν ἐϲτι καὶ ἡ τῆϲ θερμαϲίαϲ
6262694 ἐπηλπισαν
σὺν παντὶ τῷ πλήθει . ὁπόσοι τι τότε αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν : θεοφορηθέντες ἐν ἐλπίδι ἐποίησαν ʃ ἤγουν θεῖά τινα
' ἐπίστασις πράξεων κατὰ κρίσιν καὶ ἀναστροφήν . ἤλπισαν καὶ ἐπήλπισαν διαφέρει . ἤλπισαν μὲν γὰρ αὐτοί τινες , ἐλπίδας
6259481 φαρταριᾳ
ἐγγίσει . Εἶτα ἐπιμερίζει ὁ Κρόνος ἐν τῇ τοῦ Ἑρμοῦ φαρταρίᾳ ἔτος α μῆνας ι ἡμέρας η ὥρας ιγ ἔγγιστα
καὶ ἡ ἀργία . Εἶτα ἐπιμερίζει ὁ Ζεὺς ἐν τῇ φαρταρίᾳ τοῦ Κρόνου ἔτος ἓν μῆνας Ϛ ἡμέρας κε ὥρας
6258194 ἱκετευοντος
λιμοῦ μὲν τὴν πόλιν ἱκετεύων ἐξειλόμην , ὃ καὶ μηδενὸς ἱκετεύοντος ἴσως ἂν ὑπῆρξεν ἀπὸ τῆς ἐκείνου γνώμης : πεῖσαι
, ἐπιφραξαμένη τὰ ὦτα , ὡς μηδὲ ἀκούσαιμι αὐτοῦ ὑβριστικὰ ἱκετεύοντος , ἀπῆλθον σοὶ φράσουσα : σὺ δὲ αὐτὸς ὅρα
6257854 ῥυομενη
ἀνάσσεις . ἀλλά , θεά , μόλε μυστιπόλοις ἐπιτάρροθος αἰεὶ ῥυομένη νούσων χαλεπῶν κακόποτμον ἀνίην . Κλῦτε , θεαὶ πάντιμοι
ῥυομένη δὲ ἐκ πολέμων , ῥυομένη δὲ ἐκ χειμῶνος , ῥυομένη δὲ ἐκ θαλάσσης . οὕτω πανταχῇ ἐπιπονώτερον ψυχὴ καὶ
6257365 Ἀσκον
τῶν ἀδιασκέπτως τι ποιούντων καὶ τὸ κατόπιν μὴ προορωμένων . Ἀσκὸν δαίρεις : ἐπὶ τῶν ἀνοήτως τι ποιούντων . Ἀσκῷ
ἄμφω δεῖ βασιλεύειν , μετέχειν δὲ ἑκάτερον τῆς ἀρχῆς . Ἀσκὸν δαίρειν : ἐπὶ τῶν ἀνοήτως σφόδρα τι ποιούντων :
6256928 ἐπανῃρημενοι
ἀργίας . ῥᾳθυμίαν γὰρ τὴν ἀργίαν : οἱ ἡσύχιον βίον ἐπανῃρημένοι δυσκλεεῖς μὲν ἐνομίσθησαν , πρᾷοι δὲ τὴν ψυχήν .
δὲ μείζονα τίς οὐκ ἂν ἐξειπεῖν ὀκνήσειεν ; ἀργίαν τινὲς ἐπανῃρημένοι διὰ τὴν ἀσωτίαν ἑαυτοὺς εἰς τὸ φονευθῆναι πιπράσκουσιν :
6253301 ἐξεκενωσε
φθορὰν χωρῆσαν . ἐξεκένωσε πεσόν : ἔργον οἷον οὐδέπω πεσὸν ἐξεκένωσε τόδε τὸ ἄστυ . ἔργον δέ , οἷον οὐδέπω
καὶ προτρέψασιν ἔργον ἐστὶν ἐξειργασμένον , εἰς φθορὰν χωρῆσαν . ἐξεκένωσε πεσόν : ἔργον οἷον οὐδέπω πεσὸν ἐξεκένωσε τόδε τὸ
6252904 ἀποφευξιν
μηδὲ ἐὰν εὖ εἰκάζω , ἐν τούτῳ μοι ἀξιοῦτε τὴν ἀπόφευξιν εἶναι , ἀλλ ' ἐξαρκείτω μοι ἐμαυτὸν ἀναίτιον ἀποδεῖξαι
τοῖσι χείλεσιν διερρυηκόσιν . πῶς ἂν μάθοι ποθ ' οὗτος ἀπόφευξιν δίκης ἢ κλῆσιν ἢ χαύνωσιν ἀναπειστηρίαν ; καίτοι ταλάντου
6246925 Ψιμμυθιου
χρόνια καὶ σηπεδονώδη τῶν ἑλκῶν : ἔχει δὲ οὕτως . Ψιμμυθίου , κηροῦ , ἀνὰ λίτρας δύο , ἐλαίου παλαιοῦ
δὲ πρὶν πεπανθῆναι τὸ ἀπόστημα : ῥήσσει καὶ χοιράδας . Ψιμμυθίου οὐγγίας κ , ἁλῶν ὀρυκτῶν δραχμὰς ζ , νίτρου
6245809 ἀσπασομαι
Τροίαν . γένεθλον ] γέννημα , τέκνον . προσείπω ] ἀσπάσομαι . σεβίζω ] τιμήσω . μήθ ' ] ἤγουν
Ἔτι καὶ τὰ ἀπὸ μέλλοντος γινόμενα : ὀρθώσομαι ὀρθώσιος , ἀσπάσομαι ἀσπάσιος , φυλάξομαι φυλάξιος . τὸ μέντοι πλήσω πλησίος
6245462 φθερει
. τοιγαροῦν τοῦ μὲν τὴν πενίαν τοῦ δὲ τὸν πλοῦτον φθερεῖ , ἐπεὶ καὶ ὁ κεραυνωθεὶς αἰφνίδιον παρασημότερος γίνεται .
σύκων κλοπῆς φωράσεως . . . ἐξολεῖ : Ἐξολέσει , φθερεῖ ὄντας κακούς . οἴμοι τάλας : Φεῦ ὁ ἄθλιος
6245166 αὐϊαχος
. τινὲς δὲ παρὰ τὸ ἰαχή ἰαχός καὶ ἐν συνθέσει αὐΐαχος , ἵνα σημαίνῃ τὸν ξηρόφωνον , . , .
' . . . . † αὐΐαχος : † ἄβρομος αὐΐαχος † ἢ παρὰ τὴν ἰὰν ἴαχος καὶ κατὰ πλεονασμὸν
6244795 Ὠμος
παρὰ τὸ ὡρεῖν καὶ φυλάττειν τεταγμένως τὸν ἴδιον καιρόν . Ὦμος . παρὰ τὸ ὦ τὸ ὑπαρκτικόν . ὁ ὑπομένων
λοιποῖς πᾶσι καλόν . ἄλλως : εὐωχίαν πᾶσι δηλοῖ . Ὦμος δεξιὸς ἁλλόμενος ὠφέλειάν τινα δηλοῖ : χειροτέχνῃ μὲν πρᾶξιν
6242760 νομιζωσι
ἀνθρώπους τότε μάλιστα σχεδόν , ἐπειδὰν καταφρονῶσι τῶν ἄλλων καὶ νομίζωσι πολὺ χείρους αὑτῶν , ἐπαιρόμενοι διὰ δόξαν ἢ δύναμιν
: εἰώθασι δ ' οἱ παλαιοί , ἐπειδάν τι ἀσαφὲς νομίζωσι λέγειν , διὰ τῆς ἐπαγωγῆς αὐτὸ λύειν , ὥσπερ
6238586 ξυμμετρου
Γυμνοὺς τούτους οἰκεῖν μὲν ἐπί τινος λόφου , φασί , ξυμμέτρου μικρὸν ἀπὸ τῆς ὄχθης τοῦ Νείλου , σοφίᾳ δὲ
, ἵνα τὸ πνεῦμα ἐγγυμνάζοιντο . δεῖ δὲ αὐτοῖς ἐλαίου ξυμμέτρου καὶ πεπαχυσμένου τῇ κόνει , τουτὶ γὰρ τὸ φάρμακον
6236666 ἐψευδετο
ἂν ἀληθὴς ἡ λέγουσα αὐτὸ μὴ κακὸν εἶναι ἀπόφασις , ἐψεύδετο δὲ ἡ λέγουσα αὐτὸ κακὸν εἶναι κατάφασις διὰ τὸ
οἳ δὲ σώφρονα καὶ κόσμιον ἄρχοντα ἀνεκάλουν , καὶ οὐδεὶς ἐψεύδετο . ὀλίγων δὲ διελθουσῶν ἡμερῶν , ἐν ὅσαις περὶ
6235436 ἐκπεϲῃ
τῇ ῥίζῃ τοῦ ὄνυχοϲ : διάϲηϲον ἐπιμελῶϲ . ὅταν δὲ ἐκπέϲῃ ὁ ὄνυξ , κηρωτὴν μυρϲίνην ἐπιτίθει ὀλίγον ἔχουϲαν τοῦ
ὕδατι βραχὲν ἀλλάϲϲων αὐτό , ἕωϲ ἀφλέγμαντοϲ γένηται , καὶ ἐκπέϲῃ ἡ ἐϲχάρα . Ἄλλο , ὃ ἔλαβον ἐν Ἀλεξανδρείᾳ
6232209 αὐτοκτονως
ἂν λούσειεν αὐτοὺς ὡς νόμος ποιεῖν εἰς νεκρούς ; . αὐτοκτόνως ] ἀλληλοφόνως . . αὐτοδάϊκτοι ] αὐτοφόνευτοι . .
ἀποθανοῦσι . . μεγάλων πεδίων ] τῆς Βοιωτίας . . αὐτοκτόνως ] ὅταν μὲν οὖν αὑτοὺς κτάνωσι καὶ ἡ πατρῴα
6231932 ἠχουντος
πνεῦμα πρῶτον μὲν † ἀπὸ τοῦ ἐν οἷς γίνεται προσημαίνειν ἠχοῦντος , εἶτα τὸ περὶ τὸν ἥλιον πάθος : ἀμαυρότερον
τοῦ κτύπον ἐν τῷ ὄρει ἐγείροντος τῇ φορᾷ ἢ τοῦ ἠχοῦντος ἐν τῷ ὀρούειν καὶ ὁρμᾶν . θΞ ὀροκτύπου ]
6231847 ὀνειδιζοντος
τῆς νίκης ἐκπονῆσαι , ὁτὲ δ ' ἐπιπλήσσοντός τε καὶ ὀνειδίζοντος , εἰ τὸ πλῆθος νενικηκότες ὀλίγων οὐ περιέσονται .
ἐπιφαινόμενον τοῖς οἴκοι . τοῦτο δὲ ποιεῖν ἀκούσαντα Ἰνδοῦ τινος ὀνειδίζοντος Ἀναξάρχῳ ὡς οὐκ ἂν ἕτερόν τινα διδάξαι οὗτος ἀγαθόν
6227739 ἐπιφερῃ
πόνος παρέπηται καὶ ποτὲ μὲν ἐπιτάσεις , ποτὲ δὲ ἀνέσεις ἐπιφέρῃ . σναʹ . Σκοτωματικοὶ καλοῦνται οἷς παρακολουθοῦσι σκοτώσεις καὶ
ἐναντίον μὴ δέχεσθαι , ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνο , ὃ ἂν ἐπιφέρῃ τι ἐναντίον ἐκείνῳ , ἐφ ' ὅτι ἂν αὐτὸ
6226072 σκοτοδινιαν
τὴν γλῶσσαν μετά τινος στύψεως , καὶ ἀπὸ τοῦ γλυκασμοῦ σκοτοδινίαν , καὶ μάλιστα ἐν τῷ ἐξανίστασθαι , καὶ ὑγρότητας
κατέσχεν , τουτέστι σκότωσις . τὴν δὲ γῆν διὰ τὴν σκοτοδινίαν ᾠήθη φέρεσθαι , ὡσεὶ εἶπεν , ὅτι ᾠήθη τὴν
6225852 συναιρομαι
σοι τόδε , . ξυναίρεσθαι ] γρ . ξυνάρασθαι . συναίρομαι τὸ συλλαμβάνω καὶ τὸ συμβοηθῶ . συμβοηθῆσαι , ὑπουργῆσαι
σοι τόδε , . ξυναίρεσθαι ] γρ . ξυνάρασθαι . συναίρομαι τὸ συλλαμβάνω καὶ τὸ συμβοηθῶ . συμβοηθῆσαι , ὑπουργῆσαι
6225834 ἀτυχει
θανεῖν ἀκλεές . εἴπερ κακὸν φέροι : εἰ ὅλως τις ἀτυχεῖ , καλὸν τὸ δίχα αἰσχύνης . εἴπερ ὅλως τις
: τὴν γὰρ τοιαύτην δίκην ἡ νικηθεῖσα μὲν ἀδικεῖ , ἀτυχεῖ δὲ ὁ νικήσας . Παραιτοῦμαι δὲ συγγνώμην ἔχειν μοι
6221949 χαλκιου
ὕδωρ ζεστόν , ἐντιθεμένου εἰς αὐτὸ τοῦ σκεύους , οἷον χαλκίου ἢ ἑτέρου μὴ ῥηγνυμένου . θεραπεύσει ταγγὸν ἔλαιον καὶ
οἶνον φέρε . οὐκ ἀλλὰ τοῦτό γ ' ἐπίχυσις τοῦ χαλκίου . κἄγειν ἐκεῖθεν κακκάβην ἀλλ ' οὐ γὰρ ἔμαθε
6215909 ἐπιστρεφῃ
' ὅταν αὐτῷ τῷ εἶναι τὸ παράδειγμα τὰς εἰκόνας ὑφιστὰν ἐπιστρέφῃ πρὸς ἑαυτό . Τὸ μὲν λεγόμενον τοιοῦτόν ἐστιν :
ἐναντίας προσάγηται , ἐάν τε ἐπί τινα τῶν ἐκκειμένων πύργων ἐπιστρέφῃ , συνεργοῦντες ἀλλήλοις ἀμύνωσιν οἱ πύργοι φερομένων τῶν λιθοβόλων
6215563 αἰτιασαιο
σε ἀπορήσειν , πλὴν εἰ τὸν ἔρωτα τὸν εἰς ἡμᾶς αἰτιάσαιο , δι ' ὃν ἤδη τις ἔπος προέηκεν ὅπερ
μεθ ' ὑγιείας ἐν μακρῷ τῷ βίῳ . τί ἂν αἰτιάσαιο , ὦ Λυκῖνε , τῆς εὐχῆς ; Οὐδέν ,
6214600 ἐχαρησαν
' αὐτοὺς εὐτρεπεῖς ὄντας οἱ Τυρρηνοὶ πρὸς τὸν ἀγῶνα σφόδρα ἐχάρησαν , ὡς ἑνὶ τῷ τότε κινδύνῳ κατὰ νοῦν χωρήσαντι
πιστόν . οἱ δὲ περὶ τὸν Παραίβιον , φησίν , ἐχάρησαν ἰδόντες τοὺς ἥρωας . αὐτός : ὁ Φινεὺς δηλονότι
6214263 ἐμβλεπειν
διὰ τῶν ἄνω κενώϲεων ἐκ τῶνδε ἂν μάλιϲτα γνοίηϲ : ἐμβλέπειν γὰρ ἤδη πρὸϲ τοῖϲ εἰρημένοιϲ καὶ τὸ τοῦ νοϲοῦντοϲ
ὅταν μὴ παρόντος τοῦ εὐθυνομένου καταδικασθῇ ὁ διωκόμενος . Ἔρημον ἐμβλέπειν : ἀκίνητον καὶ νωθρόν . οἷον ὅταν εἰς ἐρημίαν
6212389 Βαλανευς
στέαρ γαλῇ : ἐπὶ τῶν τυχεῖν ὧν ἐρῶσι βουλομένων . Βαλανεύς : ἐπὶ τοῦ πολυπράγμονος . οὗτοι γὰρ σχολὴν ἄγοντες
. μεταφορικῶς ἀπὸ τούτου βαθείας φρένας καὶ κεκρυμμένας σημαίνει . Βαλανεύς παρὰ Πλάτωνι καὶ Ἀριστοφάνει Πελαργοῖς . Βάλλ ' ἐς
6211967 ἐβοησα
ἔτυχεν φροντιζούσῃ τὸ ἑξῆς : πώλοισι χόρτον ἀφθόνῳ μετρῶ χειρί ἐβόησα λείπει τὸ ἔλεγον ὄνειρος τοὺς ἵππους : κεῖται γὰρ
τοῦ θεοῦ . καὶ ἔκλαυσα ἐκ τοῦ φόβου , καὶ ἐβόησα πρὸς τὸν υἱόν μου Σὴθ λέγουσα : ἀνάστα Σὴθ

Back