ἂν ἀληθὴς ἡ λέγουσα αὐτὸ μὴ κακὸν εἶναι ἀπόφασις , ἐψεύδετο δὲ ἡ λέγουσα αὐτὸ κακὸν εἶναι κατάφασις διὰ τὸ
οἳ δὲ σώφρονα καὶ κόσμιον ἄρχοντα ἀνεκάλουν , καὶ οὐδεὶς ἐψεύδετο . ὀλίγων δὲ διελθουσῶν ἡμερῶν , ἐν ὅσαις περὶ
7661948 αὐτοκτονως
ἂν λούσειεν αὐτοὺς ὡς νόμος ποιεῖν εἰς νεκρούς ; . αὐτοκτόνως ] ἀλληλοφόνως . . αὐτοδάϊκτοι ] αὐτοφόνευτοι . .
ἀποθανοῦσι . . μεγάλων πεδίων ] τῆς Βοιωτίας . . αὐτοκτόνως ] ὅταν μὲν οὖν αὑτοὺς κτάνωσι καὶ ἡ πατρῴα
7608203 διακεοιντο
καὶ ἐν ἀσφαλεῖ ὄντες , πρὸς ῥᾳθυμίαν τρεπόμενοι ἀφυλακτοτέρως ἂν διακέοιντο . Ἄριστον δ ' , ἵνα νεοκμῆσιν τοῖς στρατιώταις
Ἀθηναῖοι ὅτι οἱ Πελοποννήσιοι ἔτι οἴονται χρῆναι ἀκολουθεῖν καὶ οὔπω διακέοιντο οἱ Λακεδαι - μόνιοι ὥσπερ τοὺς Ἀθηναίους διέθεσαν ,
7595796 ἐσιωπων
καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους ῥήτορας ἀφορᾶν , οἳ τὴν ἀρχὴν ἐσιώπων ἄν , εἰ νενικήκει καὶ παρ ' αὐτοῖς τὸ
' εἰ ἦν , φησὶν , ἀποθανοῦσα , οὐκ ἂν ἐσιώπων ἐν τοῖς οἴκοις : οὐ δὴ πρὸ τῶν οἴκων
7547164 ἀσσιου
, τερεβινθίνης λι αʹ , ἀφρονίτρου γο Ϛʹ , λίθου ἀσσίου ἄνθους γο Ϛʹ , λιβάνου γο Ϛʹ , ἐλαίου
, σμύρνης , πεπέρεως , ἁλῶν ὀρυκτῶν ῥυπαρῶν , λίθου ἀσσίου ἄνθους , στυπτηρίας σχιστῆς ἀνὰ γο αʹ , χαλβάνης
7543343 σκωψας
, καὶ τούτους οὕνεκα τουδί , ἵν ' ὁ σύνδουλος σκώψας αὐτοῦ τὰς πληγὰς εἶτ ' ἀνέροιτο : Ὦ κακόδαιμον
ζήτει . καὶ Ταχὼς δ ' ὁ Αἰγυπτίων βασιλεὺς Ἀγησίλαον σκώψας τὸν Λακεδαιμονίων βασιλέα , ὅτ ' ἦλθεν αὐτῷ συμμαχήσων
7540382 νοοι
Δία οὐκ ἔγωγε . Τί οὖν ἄρτι ἤρου ὅτι μοι νοοῖ τὸ ῥῆμα ; Τί ἄλλο γε , ἦν δ
. ὡς δὲ ἤρετο Ἀλέξανδρος δι ' ἑρμηνέων ὅ τι νοοῖ αὐτοῖς τὸ ἔργον , τοὺς δὲ ὑποκρίνασθαι ὧδε :
7487005 καπηλευσειν
] νοθεύσειν , μολύνειν , νενοθευμένην δεῖξαι τὴν μάχην . καπηλεύσειν ] ἀναβαλέσθαι . καπηλεύσειν ] ἐκκλίνειν , οὐ καλῶς
ἐλθὼν ] παραγενόμενος . ἔοικεν ] φαίνεται . Ξ οὐ καπηλεύσειν ] οὐ κιβδηλεύσειν , ἤτοι οὐ ψεύσεσθαι . Ξ
7483119 γυμνασεις
εἰς τοὺς γείτονας . Γύμναζε παῖδας : ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις . Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει . Γυνὴ
. τί ληρεῖς ; οὐκ οἴκαδ ' ἐλθὼν τὴν σεαυτοῦ γυμνάσεις δάμαρτα ; Φοροῦσιν ἁρπάζουσιν ἐκ τῆς οἰκίας τὸ χρυσίον
7482579 ἐπηρετο
θεῷ περὶ τῆς πορείας . ἐλθὼν δ ' ὁ Ξενοφῶν ἐπήρετο τὸν Ἀπόλλω τίνι ἂν θεῶν θύων καὶ εὐχόμενος κάλλιστα
καὶ τοῖς νέοις ἀπειπέτην μὴ διαλέγεσθαι . ὁ δὲ Σωκράτης ἐπήρετο αὐτὼν εἰ ἐξείη πυνθάνεσθαι , εἴ τι ἀγνοοῖτο τῶν
7479152 προσπλεξεις
ἢ ἀνδράχνης ἢ τὰ λευκὰ τῶν ὠῶν καὶ πτισάνης χυλὸν προσπλέξεις . πρὸς δὲ τὰς μὴ πάνυ πυρώδεις δυσκρασίας ἄριστα
χειμῶνος ὄντος : τότε γὰρ εἰ καὶ θερμότερόν τι αὐτοῖς προσπλέξεις , οὐδὲν ἂν βλάψεις , ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ὠφελήσεις
7467593 Τεταχθωσαν
τοὺς δὲ ἀπὸ τοῦ δου τρεῖς ποιεῖν Μο κζ . Τετάχθωσαν οἱ τέσσαρες ʂ α . καὶ ἐὰν ἄρα ἀπὸ
ἀριθμοῦ λόγον ἔχει ὃν ⃞ος ἀριθμὸς πρὸς ⃞ον ἀριθμόν . Τετάχθωσαν οἱ ζητούμενοι ⃞οι , ὃς μὲν ΔΥ α ,
7458698 Θεωρις
κατ ' Ἀριστογείτονος , εἰ γνήσιος . μάντις ἦν ἡ Θεωρὶς , καὶ ἀσεβείας κριθεῖσα ἀπέθανεν , ὡς καὶ Φιλόχορος
κατ ' Ἀριστογείτονος , εἰ γνήσιος . μάντις ἦν ἡ Θεωρὶς , καὶ ἀσεβείας κριθεῖσα ἀπέθανεν , ὡς καὶ Φιλόχορος
7449636 ἀπαιδευτοτερος
σώματι καὶ ἠλίθιος . Νικοχάρης Γαλατείᾳ : τί δῆτ ' ἀπαιδευτότερος εἶ Φιλωνίδου τοῦ Μελιτέως ; περὶ δὲ τοῦ μεγέθους
αὑτῷ λέπτ ' ἔχον καδίσκια κυμινοδόκον τί δῆτ ' ; ἀπαιδευτότερος εἶ Φιλωνίδου τοῦ Μελιτέως ; φέρε νῦν ταχέως χιτῶνα
7447481 ἀρξειαν
μένοντες ἕστασαν ὁππότε πύργος Ἀχαιῶν ἄλλος ἐπελθὼν Τρώων ὁρμήσειε καὶ ἄρξειαν πολέμοιο . τοὺς δὲ ἰδὼν νείκεσσεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων
, καὶ ἔτι ἂν ἧσσον δεινοὶ ἡμῖν γενέσθαι , εἰ ἄρξειαν αὐτῶν Συρακόσιοι : ὅπερ οἱ Ἐγεσταῖοι μάλιστα ἡμᾶς ἐκφοβοῦσιν
7425198 σιωπᾳς
. Τί κέκραγας ; Ἐμβαλῶ σοι πάτταλον , ἢν μὴ σιωπᾷς . Ἀτταταῖ ἰατταταῖ . Οὗτος σύ , ποῖ θεῖς
; γελοῖον , ὃς κόρης ἐλευθέρας εἰς ἔρωθ ' ἥκων σιωπᾷς καὶ μάτην ποθουμένους περιορᾷς γάμους σεαυτῷ . Βουβὼν ἐπήρθη
7411041 μνησαμενος
ἦν : μόγις δέ ποτε ἀνενεχθεὶς εἶπεν . Ὅμηρος : μνησάμενος δ ' ἁδινῶς ἀνενείκατο φώνησέν τε , ἀντὶ τοῦ
, ὅς ῥά τ ' ἔχεσκεν ἐνὶ φρεσὶ μυρίον ἄλγος μνησάμενος σφοῦ παιδὸς ἐύφρονος Ἀντιλόχοιο : Ἀργείων σκηπτοῦχε , μέγα
7406133 καταλιπωσιν
αὐτοὺς ἑλέσθαι τὴν ἑτέραν , ἣν δ ' ἂν ἐκεῖνοι καταλίπωσιν ἀγαπήσειν Ἀθηναίους . Ἡροφύτου δὲ τοῦ Σαμίου συμβουλεύσαντος αἱρεῖσθαι
ὑπὸ τὴν Κίννου δεσποτείαν . καὶ γὰρ ἂν πάντες αὐτὸν καταλίπωσιν , ὅμως ἑαυτὸν διατηρήσειν ἄξιον τῆς ἡγεμονίας καὶ μετὰ
7402820 Κορινθιακος
Ἀθήνας τε καὶ Θήβας χρήματα ἀποστείλας : ὅ τε ὀνομαζόμενος Κορινθιακὸς πόλεμος ἀπὸ τούτων ἐξήφθη τῶν χρημάτων , ὡς ἀπολείπειν
τούτων τοῦτό ἐστι τὸ αἴτιον : μετὰ δὲ ταῦτα ὁ Κορινθιακὸς πόλεμος ἐγένετο , ἐν ᾧ ἐγὼ κἀκεῖνος στρατεύεσθαι ἠναγκαζόμεθα
7398707 πασχοις
ὡς ἐγχειρῶσιν . οὕτω γὰρ αὐτὸς μὲν ἂν ἥκιστα κακῶς πάσχοις , τοὺς δὲ πολεμίους μάλιστ ' ἂν ἁμαρτάνοντας λαμβάνοις
ὡς ἐγώ : καὶ ῥαιδίως οἰκοῖμεν ἄν σε κοὐδὲν ἂν πάσχοις κακόν . φιλῶ τέκν ' , ἀλλὰ πατρίδ '
7396757 ηὑρες
Παλάμηδες , ὦ σοφωτάτη φύσις . Ταυτὶ πότερ ' αὐτὸς ηὗρες ἢ Κηφισοφῶν ; Ἐγὼ μόνος : τὰς δ '
ὑφ ' αὑτῶν ἀναμιμνῃσκομένους : οὔκουν μνήμης ἀλλὰ ὑπομνήσεως φάρμακον ηὗρες . σοφίας δὲ τοῖς μαθηταῖς δόξαν , οὐκ ἀλήθειαν
7391679 ἁμαρτησαντες
τοῦ πάθους εἰπεῖν , ὡς οὐκ ἂν ἐγενήθησαν ἀθῷοι τηλικαῦτα ἁμαρτήσαντες , εἰ μὴ ἔτυχεν ὀργιζόμενος . Ὅτι οἱ Πυθαγόρειοι
περιψήσατε : “ τραπέζας ἀμφιμάσασθε καθήρατε δὲ κρατῆρας . ” ἁμαρτήσαντες συντυχόντες , συναντήσαντες : “ βουκόλος ἠδὲ συφορβὸς ἁμαρτήσαντες
7390732 Πανακος
[ κδʹ . Πρὸς τὰς ἐκ τοκετοῦ χλωράς . ] Πάνακος ῥίζας τρίψας ἐν οἴνῳ γλυκεῖ δίδου πιεῖν νηστικῇ .
νίτρου λεάνας , δίδου πίνειν μεθ ' ὕδατος θαρρῶν . Πάνακος ῥίζης , κυμίνου , ἀνὰ δραχμὰς δύο , νίτρου
7389536 πιπτετωσαν
, οὕτως τὸ ΒΕ πρὸς τὸ ΕΔ . προσ - πιπτέτωσαν γὰρ ἀκτῖνες αἱ ΑΕ , ΕΓ , καὶ κέντρῳ
: πεσοῦνται δὴ ἐπὶ τὰς κοινὰς τομὰς τῶν ἐπιπέδων . πιπτέτωσαν ὡς αἱ ΖΘ , ΛΜ . παράλληλος ἄρα ἐστὶν
7359470 ἀγασσατο
ῥεῖα φέροι κλυτὰ τεύχεα Πανθοίδαο Ἀτρείδης , εἰ μή οἱ ἀγάσσατο Φοῖβος Ἀπόλλων . ἡ διπλῆ ὅτι τοὺς χρόνους ἐνήλλαχε
' ἂν ῥᾳδίως ἔφερεν . . . . . τὸ ἀγάσσατο νῦν ἀντὶ τοῦ ἐφθόνησεν , οὐκ ἀντὶ τοῦ ἐθαύμασεν
7350010 ἀπολεσειαν
τάχιστ ' ἄν τε πόλιν οἱ τοιοῦτοι ἑτέρους τε πείσαντες ἀπολέσειαν καὶ εἴ που ἐπὶ σφῶν αὐτῶν αὐτόνομοι οἰκήσειαν :
δημαγωγίᾳ προσῆλθε . ΓΘ τὸ δὲ ἑξῆς , κακὸν κακῶς ἀπολέσειαν οἱ θεοὶ τὸν Παφλαγόνα τὸν νεώνητον . ΓΘ νεώνητον
7345343 Ἀρκεισιος
οὗ καὶ Χαρισίου πόρτα . Ἀφροδίσιος : ὄνομα κύριον . Ἀρκείσιος : ὄνομα ποταμοῦ . Σιμοείσιος : ὄνομα κύριον :
. ὧδε γὰρ ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων : μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτε , μοῦνον δ ' αὖτ ' Ὀδυσῆα
7345185 ἀκολουθουσαι
. , . . , . ἀκολουθοῦντε : ἀντὶ τοῦ ἀκολουθοῦσαι δυϊκῶς . οὕτως Ἕρμιππος . καὶ γὰρ κέχρηνται ταῖς
. ψυχικὰ δὲ ἀγαθὰ τὰ σπουδαῖα ἠθικὰ καὶ αἱ τούτοις ἀκολουθοῦσαι πράξεις , οἷον ὅτι φρόνιμος , ὅτι σώφρων ,
7340045 Ὀπιου
πάσχοντας : ἔχει δὲ ἡ γραφὴ αὐτοῦ . οὕτως : Ὀπίου . . . . . . . . .
ἄρτῳ κατάπλασσε . Πρὸς τοὺς ἐν τοῖς βλεφάροις ἄνθρακας . Ὀπίου , μίσυος ὀπτοῦ , ἀκακίας , λεπίδος χαλκῆς ἀνὰ
7337186 κατακτανειν
, οὐχ εὕροις ἂν ἀθλιώτερον . φίλους τε πορθεῖν καὶ κατακτανεῖν χρεών , πλεῖστος φόβος πρόσεστι μὴ δράσωσί τι .
σε καὶ σοφοῦ λόγου , ὅτωι με πείσεις μὴ φίλους κατακτανεῖν , ἵππων ἐρασθείς , ὧν ἕκατι συμμάχους τοὺς σοὺς
7328379 λοιδορῃ
, ἔφη ὁ Διονυσόδωρος , λοιδορῇ , ὦ Κτήσιππε , λοιδορῇ . Μὰ Δί ' οὐκ ἔγωγε , ἦ δ
ὅτι τῇ τε βουλῇ καὶ τῇ σεαυτοῦ ἀρχῇ ταῦτα λέγων λοιδορῇ ; καὶ γὰρ ἡ βουλὴ διαναστᾶσα πρὸς τοὺς βασιλεῖς
7326156 ἀκορητον
μὲν παρὰ νηυσὶ κορωνίσι θωρήσσοντο ἀμφὶ σὲ Πηλέος υἱὲ μάχης ἀκόρητον Ἀχαιοί , Τρῶες δ ' αὖθ ' ἑτέρωθεν ἐπὶ
τι κῖκυς οἵηπερ πάρος ἔσκεν ἐπὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν . ” ἀκόρητον ἀπλήρωτον : “ ἀμφὶ σὲ Πηλέως υἱὲ μάχης ἀκόρητον
7322780 ἐπετυχεν
τοῦ σκοποῦ τινὰ δ ' ἀποτυχεῖν , τὸ δὲ τίς ἐπέτυχεν ἢ ἀπέτυχεν ἄγνωστον , οὕτως ἐν βαθεῖ σχεδὸν σκότῳ
Ἀντίγονον βασιλικῆς τινὸς ἕνεκα χρείας , κἀκείνου εἰκαιότερον ἀποκρινομένου , ἐπέτυχεν εἰπὼν οὕτω δὴ κέλεαι , γαιήοχε κυανοχαῖτα ; τόνδε
7315946 ἐπικεχειρηκεν
τοῦ ζωγράφου ἀλλὰ γὰρ ἀποστερεῖν με τῆς τέχνης ὁ συκοφάντης ἐπικεχείρηκεν , ὥσπερ ἂν εἰ καὶ τοῦ γελᾶν ἐξεῖργε καὶ
μάλα σαφὲς τοῦτό γε , ὅτι ταῦθ ' ἕνεκα τούτων ἐπικεχείρηκεν . Τί οὖν ; ἆρ ' οὐκ ἐν μὲν
7311460 ἀτιζω
ἀτίζων ἔρχεται : τίω καὶ ἀτίω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ζ ἀτίζω . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀτιμάζω κατὰ συγκοπήν , .
. ἔστιν γὰρ ἀταλός ἀναδιπλασιασμόν ' . . . . ἀτίζω : εἰ μὲν σημαίνει τὸ ὑπερορῶ , γίνεται παρὰ
7310671 πνευματουται
: γογγυλὶς ἡ ὠμοτέρα . γάλα ῥᾳδίως ἐν τῇ γαστρὶ πνευματοῦται : βολβοὶ οἱ ὠμότεροι , μέλι τὸ μὴ τελέως
: γογγυλὶϲ ἡ ὠμοτέρα . γάλα ῥᾳδίωϲ ἐν τῇ γαϲτρὶ πνευματοῦται : βολβοὶ ὠμότεροι , μέλι τὸ μὴ τελέωϲ ἑψηθέν
7308245 ἀνετειναν
: καὶ ὅτῳ δοκεῖ ταῦτα , ἀνατεινάτω τὴν χεῖρα . ἀνέτειναν πάντες . ἀναστὰς δὲ πάλιν εἶπε Ξενοφῶν : Ὦ
, ἔφη , ταῦτα δοκεῖ , ἀράτω τὴν χεῖρα . ἀνέτειναν ἅπαντες . Ἀπιόντες τοίνυν , ἔφη , συσκευάζεσθε ,
7304372 παραδοιη
δὲ φήμη καὶ ἄλλως ἐς τοὺς πολλούς , ὡς Θησεὺς παραδοίη τὰ πράγματα τῷ δήμῳ καὶ ὡς ἐξ ἐκείνου δημοκρατούμενοι
ναὸν καὶ ἄγαλμαἐπονομάζουσιν Αὔγην ἐν γόνασι , λέγοντες ὡς Ναυπλίῳ παραδοίη τὴν θυγατέρα Ἄλεος ἐντειλάμενος ἐπαναγαγόντα αὐτὴν ἐς θάλασσαν καταποντῶσαι
7302523 περιπεϲειν
τοῖϲ ὑπὸ λυϲϲῶντοϲ κυνὸϲ δεδηγμένοιϲ . κωλύει γὰρ ἰδιότητί τινι περιπεϲεῖν τὸν δηχθέντα τῷ ὑδροφοβικῷ πάθει καὶ τοῖϲ ἤδη δὲ
ὀξὺ καὶ ϲυμβαίνει τοὺϲ τὸν κίνδυνον ἐκφεύγονταϲ πρῶτον μὲν χρονίῳ περιπεϲεῖν νόϲῳ , παραλύϲεωϲ τινῶν μορίων ἢ καὶ τοῦ παντὸϲ
7299883 βαρβαρε
' ὅλως ; τοιοῦτόν ἐστι τοῦτο ; πάνυ γε , βάρβαρε . τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου ἡμᾶς γὰρ ἀπολύσασα
ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι . . ἐγώ σε προσκυνήσω , βάρβαρε ; κρείττων Ζώπυρος ἑκατὸν Βαβυλώνων . . . .
7298957 Φειδιππιδιον
ἂν ἥδιστ ' αὐτὸν ἐπεγείραιμι ; πῶς ; Φειδιππίδη , Φειδιππίδιον . τί , ὦ πάτερ ; κύσον με καὶ
. νοσούντων οὕτω : διὸ . . . ἐπήγαγεν . Φειδιππίδιον : τὸ ὑποκορίζεσθαι φιλούντων ἔθος . κολακεύει δὲ νῦν
7298650 ἀπαλλαξουσιν
φεύγοντος . οἱ δὲ ἀγαθοποιοὶ οἷς ἂν ἐπαναφέρωνται ἐκεῖνοι κρειττόνως ἀπαλλάξουσιν , οἱ δὲ κακοποιοὶ χειρόνως . σκοπεῖν δὲ χρὴ
πράξονται τοῦ Λεωδάμαντος φόνου , κἀκείνους τε καὶ Μιλησίους κακῶν ἀπαλλάξουσιν . Χρονιζομένης δὲ τῆς πολιορκίας , ἀφικνοῦνται νεανίσκοι ,
7297946 ἀπεθανες
οὗτος ὁ πλήξας ἐπλήγης , σὺ δὲ ἀνελὼν τὸν ἕτερον ἀπέθανες . . Ἐτέοκλες . . μελεόπονος ] ἤγουν μέλεα
Ἀλλ ' ἀθάνατός εἰμ ' . Ἀλλ ' ὅμως ἂν ἀπέθανες . Δεινότατα γάρ τοι πεισόμεσθ ' , ἐμοὶ δοκεῖ
7297800 κρεᾳδιον
λάχανον ἢ τάριχος , ἀνεχώρουν , ὅτε δ ' ὅτι κρεᾴδιον , εἰσῄεσαν εἰς τὸν ἐπὶ τοῦτο παρεσκευασμένον οἶκον .
λάχανον ἢ τάριχος , ἀνεχώρουν , ὅτε δ ' ὅτι κρεᾴδιον , ἐσῄεσαν εἰς τὸν ἐπὶ τοῦτο παρεσκευασμένον οἶκον .
7296991 Σκωπτεις
εἶναι περιεκτικόν , σὲ δὲ τὸν μόνον πλούσιον ἐκχύτην . Σκώπτεις , ὦ οὗτος . ἀλλ ' ὅρα μή σε
καὶ ἐμοί , ἵνα αὐτῷ φοιτητὴν προξενήσῃς καὶ ἐμέ . Σκώπτεις , ὦ Σώκρατες . Οὐ μὰ τὸν Φίλιον τὸν
7296688 Καραμβυκαι
ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ , ὡς Ἑκαταῖος ὁ Ἀβδηρίτης . . Καραμβύκαι : ἔθνος Ὑπερβορέων ἀπὸ ποταμοῦ Καραμβύκα , ὡς Ἑκαταῖος
ἑνὸς λ Λιβυκὴ πόλις , καὶ ἐθνικὸν αὐτοῦ Καραλιτανός . Καραμβύκαι , ἔθνος Ὑπερβορέων , ἀπὸ ποταμοῦ Καραμβύκα , ὡς
7293225 ἱκεθ
οὓς ἤσθιεν οὐδ ' ἐλέαιρεν : ἠδ ' ὡς Αἴολον ἵκεθ ' , ὅ μιν πρόφρων ὑπέδεκτο καὶ πέμπ '
, ὡς ἔφασκεν , ἐκδημῶν πάλιν πρὸς οἶκον οὐκέθ ' ἵκεθ ' , ὡς ἀπεστάλη . Οὐδ ' ἄγγελός τις
7292817 ἐκτανες
' ἀθρόα πάντ ' ἀποτίσεις κήδε ' ἐμῶν ἑτάρων οὓς ἔκτανες ἔγχεϊ θύων . Ἦ ῥα , καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει
οὐ κακὴν δάμαρτ ' ἔχοις ; ἑλὼν δὲ Τροίαν οὐκ ἔκτανες γυναῖκα χειρίαν λαβών , ἀλλ ' , ὡς ἐσεῖδες
7292493 εὐδαιμονικον
. . . . [ . ] Ἀνάξαρχόν φησι τὸν εὐδαιμονικὸν φιλόσοφον ἕνα τῶν Ἀλεξάνδρου γενέσθαι κολάκων καὶ συνοδεύοντα τῶι
. Σάτυρος δ ' ἐν τοῖς βίοις Ἀνάξαρχόν φησι τὸν εὐδαιμονικὸν φιλόσοφον ἕνα τῶν Ἀλεξάνδρου γενέσθαι κολάκων καὶ συνοδεύοντα τῷ
7291352 καταχριομενοι
πληγέντι τόπῳ . Βοηθοῦνται δὲ οἱ ἀμφότεροι πηλῷ ἢ βολβίτῳ καταχριόμενοι μετ ' ὀξυκράτου , ἢ μαλάχης φύλλοις σὺν ὀξυκράτῳ
. πυρρὰϲ ποιοῦϲι τρίχαϲ θέρμοι ὠμοὶ ϲὺν ὕδατι καὶ νίτρῳ καταχριόμενοι , λωτοῦ τοῦ δένδρου πριϲμάτων ἀφέψημα , κύπρου φύλλα
7290931 ἐφονευσα
οὐ μὴ πιστώσῃ ἐκεῖνος ὁ Ἴσθμιος Σίνις ὅτι ἐγὼ αὐτὸν ἐφόνευσα : Σίνις υἱὸς Πολυπήμονος περὶ τὸν Ἰσθμὸν ξενοκτονῶν ,
, εἶτα ὁ φεύγων τῷ ὅρῳ χρήσεται ἀλλ ' οὐκ ἐφόνευσα , τοῦτο γὰρ ἀδίκου πράγματος ὄνομα , μετὰ δὲ
7288303 κατακλιθηναι
. καὶ τὰ μὲν πρῶτα τοιαῦτα . μετὰ δὲ τὸ κατακλιθῆναι μὲν τοὺς συμπότας ἐν αἷς ἐδήλωσα τάξεσι , στῆναι
' ἕκαστον , ὡς οὐδεὶς ἐνήρμοττεν , ἐμβάντα τὸν Ὄσιριν κατακλιθῆναι . Τοὺς δὲ συνόντας ἐπιδραμόντας ἐπιρρῖψαι τὸ πῶμα καὶ
7287002 Ἀφροσυνη
γε ὑπεναντία ἑνὶ πράγματι πῶς ἂν εἴη ; Οὐδαμῶς . Ἀφροσύνη ἄρα καὶ μανία κινδυνεύει ταὐτὸν εἶναι . Φαίνεται .
κρᾶτα συνηλοίησαν , ὁ δ ' ὄλλυται ἄφρονι πότμῳ . Ἀφροσύνη καὶ σκόμβρον ἕλεν καὶ πίονα θύννον καὶ ῥαφίδας καὶ
7284232 κατηγορησω
λεγόμενον ἐτήτυμον : τὸ ἀληθές ἄχθομαι : λυποῦμαι γράψομαι : κατηγορήσω κατωκάρα : κατακέφαλα ὦ γλίσχρων : ὦ γουλάριε ,
[ ἐπιτάξαντος ] . καὶ σὺ λέγε τίνος θέλεις [ κατηγορήσω ] . Κλαύδιος Καῖσαρ : ἀσφαλῶς [ ἐκ ]
7281874 ἐπιπωρουται
φλεβὸς , ἀρτηρίης . Μυελὸς τροφὴ ὀστέου , διὰ τοῦτο ἐπιπωροῦται . Δύναμις πάντα αὔξει καὶ τρέφει καὶ βλαστάνει .
ἡ προσήκουσα , τοῖσιν ὀθονίοισιν ἐπίδεσις . Μὴ ἐμπεσὸν γὰρ ἐπιπωροῦται ἔξωθεν . Ἐκ γενεῆς δὲ ἢ ἐν αὐξήσει ἐξαρθρήσαντα
7280345 κομψευριπικως
, παρὰ τὸ θαρρεῖν . βαρβαρίζει δὲ ὡς δοῦλος . κομψευριπικῶς : ἀντὶ τοῦ εὐριπιδικῶς καὶ δεινῶς , οἷον πανούργως
εἴποι περιεσταλμένως καὶ λεληθότως , οἱονεὶ μὴ φανερῶς . Γ κομψευριπικῶς : πανούργως ὡς ὁ Εὐριπίδης . κομψευριπικῶς ] πανούργως
7275702 ΕΤ
τε ΕΞ καὶ ἡ ΞΤ , δοθήσεται καὶ ἥ τε ΕΤ ὑποτείνουσα καὶ ἡ ὑπὸ ΤΕΞ γωνία , ἡ ὑπὸ
ὁ κύκλος μοιρῶν τξ , ἑκατέραν δὲ τῶν ΕΣ , ΕΤ μοιρῶν εἶναι β ∠ ʹ , ἑκατέραν δὲ τῶν
7272422 ᾠκτειρον
τεκμήριον . Ταῦτα ὁρῶν ἐγὼ μὲν ἠνιώμην καὶ τὴν γυναῖκα ᾤκτειρον ἀξίαν οὖσαν καὶ παρὰ τὸ προσῆκον δυστυχοῦσαν . ὁ
οὐδὲν μὲν αὐτῶν ἔλεγον εἰς μισθὸν ὁρῶν , ἀλλ ' ᾤκτειρον γῆν καὶ θάλατταν . εἰ δ ' οὖν ἔδει
7271223 ἐσασσειεν
τὸ σῶμα αὐτίκα : ἢν δὲ ὀλίγον , οὐκ ἂν ἐσάσσειεν , ἅτε μέγα τὸ σῶμα ἐὸν , εἰ μή
σώματι πόνον παρέχει : ἢν δὲ ὀλίγον προσγένηται , οὐκ ἐσάσσειεν ἂν ἐς τὸ σῶμα , χρόνῳ δὲ διαδίδοται ἀπ
7269439 ἀναγεγραμμενοιϲ
δὲ τῶν λίνων ὑπαλείφειν κολλυρίοιϲ ἁπαλοῖϲ τοῖϲ πρὸϲ τὰ ἕλκη ἀναγεγραμμένοιϲ , ἵνα καθαρὰ ἡ ἕλκωϲιϲ γένηται : ἔπειτα τοῖϲ
μετὰ ὠοῦ χλιαροῖϲ . καταπλάϲμαϲι δὲ χρηϲτέον τοῖϲ πρὸϲ φλεγμονὰϲ ἀναγεγραμμένοιϲ καὶ μάλιϲτα τῷ διὰ κωδιῶν μελιλώτων κρόκου καὶ ἄρτου
7263327 ἐπηγγειλεν
Νέστωρ ἐπὶ τῷ περὶ παντὸς εἰπὼν ἂν πεῖσαι νηπενθεῖς ἀκροάσεις ἐπήγγειλεν , ὡς οὐδὲν οὕτω δεινὸν ἐρούντων ἄχος , ὃ
ἐξέφυγε τοὺς διώκοντας . Δημήτριος κήρυκα πρὸς Βοιωτοὺς πέμψας πόλεμον ἐπήγγειλεν . ὁ μὲν κήρυξ ἐν Ὀρχομενῷ τοῖς Βοιωτάρχαις τοῦ
7262854 Θεσσαλοισι
ἐσβαλόντες οἱ βάρβαροι : ἐμήδιζόν τε γὰρ καὶ οὐκ ἐδόκεε Θεσσαλοῖσι . Ὡς δὲ ἐκ τῆς Δωρίδος ἐς τὴν Φωκίδα
ἀτραπὸν ταύτην ἐξεῦρον μὲν οἱ ἐπιχώριοι Μηλιέες , ἐξευρόντες δὲ Θεσσαλοῖσι κατηγήσαντο ἐπὶ Φωκέας , τότε ὅτε οἱ Φωκέες φράξαντες
7256124 ᾐδεσθης
ἦν , ὃν οὗτος ἐλύπει δυστυχῶν , κἂν τοῦτον ἂν ᾐδέσθης τὸν ἕνα . δοὺς τοίνυν ἂν ἑνὶ τὴν χάριν
δοῦλος ὤν ; οὐκ ἐφοβήθης αὐτοῦ τὰ μηνίματα ; οὐκ ᾐδέσθης αὐτοῦ τὸ πῦρ ; οὐκ ἐτίμησας αὐτοῦ τὰ μυστήρια
7253905 ἐξηγαγον
γάρ . στάσεις : λέγει δὲ νῦν τὸν θυμόν . ἐξήγαγον τοῦ καθεστηκότος . . Καὶ γὰρ ὁ οἰκιστὴς ταύτης
κινηθεὶς καὶ τοῦ τοῖς θεοῖς ὡσπερεὶ τετελεσμένου ἐπὶ πλεῖον ἴσως ἐξήγαγον : καί μοι συγγνώμη καὶ παρ ' αὐτοῦ τοῦ
7252882 μαστιγια
, τὸν δὲ θυγατριδοῦν λαβὼν ἔνδον πρόσειπε . θυγατριδοῦν , μαστιγία ; παχύδερμος ἦσθα καὶ σύ , νοῦν ἔχειν δοκῶν
ἵν ' ἐγὼ τουτῳὶ αὐτὸν περιθῶ . Κατάθου ταχέως , μαστιγία . Οὐ δῆτ ' , ἐπεί μοι χρησμός ἐστι
7249001 εὐκολωϲ
τῶν ᾠῶν τὰϲ λεκίθουϲ . ὅπωϲ δ ' ἄν τιϲ εὐκόλωϲ ἐμοίη , κατὰ τὸ πρῶτον εἴρηται βιβλίον . εἰ
ὑϲτέραϲ ἔχον ἐξημμένην κροκύδα ἐπιμήκη πρὸϲ τὸ ἐπιϲπᾶϲθαι τὸν πεϲϲὸν εὐκόλωϲ , ὁπότε δοκοίη . Κηροῦ τρακτοῦ , μυελοῦ μοϲχείου
7246299 τευχηστην
μηχανῆς πεποιημένον . . χρυσήλατον ] ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένον . τευχηστὴν ] ὡπλισμένον . . ἡγουμένη ] προοδοποιοῦσα . .
] ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένον . θ τευχηστὴν ] ὁπλίτην . τευχηστὴν ] στρατιώτην , ὁπλίτην . τευχηστὴν ] στρατιώτην .
7245119 ἠιδη
γλώσσης τε σιγὴν ὄμμα θ ' ἥσυχον πόσει παρεῖχον : ἤιδη δ ' ἅμ ' ἐχρῆν νικᾶν πόσιν κείνωι τε
αἰσχρὰ δρώσηι μάρτυρας πολλοὺς ἔχειν . τὸ δ ' ἔργον ἤιδη τὴν νόσον τε δυσκλεᾶ , γυνή τε πρὸς τοῖσδ
7245066 ὠφελεις
αὐτῇ κατεσκεύαζες πολίτην πιστὸν καὶ αἰδήμονα , οὐδὲν ἂν αὐτὴν ὠφέλεις ; ναί . οὐκοῦν οὐδὲ σὺ αὐτὸς ἀνωφελὴς ἂν
σκαιός τίς ἐσσι καὶ φίλοισιν ἀγνώμων , ὃς προσκυνοῦντας οὐδὲν ὠφέλεις ἥμας , ἀγαθοῖς δὲ πολλοῖς ὑβρίσαντας ἠμείψω . τὴν
7244138 κλονησεις
βουλὴν πατήσεις ] ἤγουν καταφρονήσεις τοῦ βουλευτηρίου . κλαστάσεις ] κλονήσεις , διασείσεις ἢ κλάσεις καὶ συντρίψεις ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν
ὅταν οὕτως λέγῃ : ἀλλ ' οὐ λάβρακας καταφαγὼν Μιλησίους κλονήσεις . ἐν δὲ Λημνίαις : οὐ κρανίον λάβρακος ,
7241301 βεκκεσεληνε
Κρόνια ἑορτὴ παρ ' Ἕλλησι , τὰ καλούμενα Ἀπατούρια . βεκκεσέληνε ] ἀφρονέστατε , ἀρχαιότατε , ἀρχαϊκέ , ἀρχαῖε ,
, παρὰ Ἡροδότῳ φανερά ἐστιν ἐν βʹ . . , βεκκεσέληνε : οἷον σεληνόβλητε καὶ ἀπόπληκτε καὶ σαλέ . βεκκεσέληνε
7240480 διαζευκτικοι
μὲν διὰ πέντε καὶ τοῦ διὰ πασῶν οἱ τονιαῖοι καὶ διαζευκτικοί , τοῦ δὲ διὰ τεσσάρων οἱ τῶν ἡγουμένων δύο
μὲν γὰρ αὐτῶν ? εἰσιν συμπλεκτικοί ? , οἱ δὲ διαζευκτικοί , οἱ δὲ συναπτικοί , οἱ δὲ παρασυναπτικοί ,
7237004 ἐπεποιηκεσαν
τὸν οἰκέτην μὴ τὸν εὐεργέτην ἀδικεῖν , εὐεργέτην δέ με ἐπεποιήκεσαν αὐτοῦ μέμψεις τε καὶ ὀργαὶ καὶ ἐπιτιμήσεις αἷς τὸν
σὺν αὐτοῖς ἐπεφεύγεσαν μάλα ὄντες συχνοί : ὃ οὔπω πρόσθεν ἐπεποιήκεσαν ἐν τῇ στρατείᾳ . Ξενοφῶν δὲ ξυγκαλέσας τοὺς Ἕλληνας
7233930 ἐγγραφωσιν
ὀμνύουσι πάντες οἱ πολῖται , ἐπειδὰν εἰς τὸ ληξιαρχικὸν γραμματεῖον ἐγγραφῶσιν καὶ ἔφηβοι γένωνται , μήτε τὰ ἱερὰ ὅπλα καταισχυνεῖν
τοὺς ἀρξαμένους ἡβᾶν , ἕως ἂν ἐκ τῶν ἐφήβων ἐξελθόντες ἐγγραφῶσιν εἰς ἄνδρας . . . . βούλομαι δὴ ]
7233636 Ὡστ
αὐτῶν ἐναντίως διατιθεμένων ὥσπερ εἴπομεν οὐκ ἄλογος ἡ τεραμότης . Ὥστ ' εἰ ὁ ἀὴρ καὶ τὰ ὕδατα καὶ τὰ
. . εἰσίν τινες νῦν οὓς τὸ βασκαίνειν τρέφει . Ὥστ ' ἐνίοτ ' ἂν τούτοισι ποιῶν ματτύην σπεύδων ἅμ
7232302 θυεις
θεὸν σεσυλήκατε ; τί δὲ αὐτοῦ τὴν ποίησιν ἀτιμάζετε ; θύεις πρόβατον , τὸ δ ' αὐτὸ καὶ προσκυνεῖς :
” εἶπεν „ ἀπόκριναί μοι μᾶλλον , τί μαθὼν οὕτω θύεις ; „ εἰπόντος δὲ τοῦ ἱερέως ” καὶ τίς
7231979 διηγοιμην
' ἤματα ] δέκα ἡμέρας . στιχηγοροίην ] κατὰ τάξιν διηγοίμην . οὐκ ἂν ] ἐκ παραλλήλου τὸ οὐδ '
Πέρσας . ἡμέρας . κατὰ τάξιν λέγοιμι . κατὰ τάξιν διηγοίμην . ἐκπληρώσαιμι . τοσοῦτ ' ἀριθμὸν ] γρʹ τοσουτάριθμον
7231517 ἐμφανιζοντος
Πολιορκητῇ , τοῦ δ ' Ἱππολόχου τοὺς Καράνου τοῦ Μακεδόνος ἐμφανίζοντος γάμους . καὶ ἄλλαις δὲ περιετύχομεν τοῦ Λυγκέως ἐπιστολαῖς
γενόμενον δεῖπνον Δημητρίῳ τῷ Πολιορκητῇ , οὗ ἦν ἐρωμένη , ἐμφανίζοντος . Ἱππολόχου δὲ τοὺς Καράνου τοῦ Μακεδόνος γάμους ἐμφανίζοντος
7229366 στασσω
, : σταλαγμός : στῶ ἐστι ῥῆμα , οὗ παράγωγον στάσσω , οὗ ὁ μέλλων στάξω * * * καὶ
, καὶ ἐπεισελθόντος τοῦ αλ , σταλαγμός . τὸ δὲ στάσσω καὶ αὐτὸ προσλαβὸν τὸ αλ , ἐποίησε τὸ σταλάσσω
7229307 στυρακινου
. Ἐλαίου παλαιοῦ λι βʹ , ἰρίνου γο Ϛʹ , στυρακίνου γο Ϛʹ , δαφνίνου γο Ϛʹ , τερεβινθίνης ,
μυελοῦ ἐλαφείου γο δʹ , στύρακος γο αʹ , ἐλαίου στυρακίνου γο δʹ , ἐλαίου ἰρίνου γο Ϛʹ , πεπέρεως
7225956 Τουσδε
ζάκοροι τῶν δαιμονίων ἐπῶν αὐτοῦ πάντες ἐσμὲν ἐξ ἴσου : Τούσδε δ ' ἔα φθινύθειν , ἕνα καὶ δύο ,
: Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ . [ Τούσδε ] [ ] Διὸς φιλότητι [ μιγεῖσα ] !
7221422 ὑπερκομπῳ
ὑπερηφάνῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἐπηρμένῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἀλαζονικῷ . ὑπερκόμπῳ ] θρασεῖ καὶ ὑπερηφάνῳ . ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι .
. Ξ ὑπερκόμπῳ ] ὑπερηφάνῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἐπηρμένῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἀλαζονικῷ . ὑπερκόμπῳ ] θρασεῖ καὶ ὑπερηφάνῳ .
7217683 ἀνελοιτο
. λέγεται δὲ καὶ ἐς αὐτὸν Ἡρακλέα ὡς πάλης τε ἀνέλοιτο καὶ παγκρατίου νίκας . μετὰ δὲ Ὄξυλονδιέθηκε γὰρ τὸν
μιᾶς ἐς τὰς ὀκτώ : λέγεται δὲ καὶ ὡς Πύθια ἀνέλοιτο ἀκονιτί . ἀνηγορεύοντο δὲ οὗτός τε καὶ ὁ Πεισίροδος
7210013 μελαμφυλλον
ἀλθήεντος : ἰατρικοῦ καὶ ἀλθήεντος ἀκάνθου : τὸν ἄκανθον καὶ μελάμφυλλον καὶ παιδέρωτα λέγουσι . καλῶς δὲ ἀλθήεντα λέγει :
ὃ καὶ πρὸϲ ϲυνουϲίαν παρορμᾷ . Ἄκανθοϲ , οἱ δὲ μελάμφυλλον , οἱ δὲ παιδέρωτα , διαφορητικῆϲ ἐϲτι καὶ ξηραντικῆϲ
7208793 ἐφθης
ὡς κοινὰ πράσσους ' , Ἄργος εἰ πράσσει καλῶς . ἔφθης με μικρόν : ταὐτὰ δὲ φθάσας λέγεις , πλὴν
ἐν δικαστηρίοις σεσωκός , ὃ μυριάκις αὐτὸς πεποίηκας κύριον . ἔφθης εἰπὼν τὴν συγγνώμην καὶ ῥῆμα μέλλον ἐγνώρισας , οὗ
7207590 ΟΥΤΕ
πολὺ τῶν προτέρων προμηθέστεροι , καὶ πανουργότεροι . . ΧΡΥΣΕΩι ΟΥΤΕ ΦΥΗΝ ΕΝΑΛΙΓΚΙΟΝ , ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Τῷ χρυσῷ γένει
εἶναι . Καὶ τροπῇ τοῦ γ εἰς κ . . ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Κατὰ τὸ ἁπλοῦν ἐκεῖνο λέγει , καὶ
7207506 ἀποτυγχανω
. Μεθόδιος , . , . . Ἁμαρτῶ : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ μάρπτω , τὸ καταλαμβάνω , ὅθεν
, , . . α . . Ἁμαρτάνω : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ ἁμάρτω ἁμαρτάνω , ὡς ἥδω ἁνδάνω
7206644 μεθετε
αἰαῖ : καὶ νῦν ὀδύνα μ ' ὀδύνα βαίνει : μέθετέ με τάλανα , καί μοι θάνατος παιὰν ἔλθοι .
, ὃν δ ' ἔχω δραμεῖν οὐκ οἶδα . † μέθετέ με φροντίδες : † μηδέν μοι χὔμιν ἔστω .
7205382 ἐπετρεψατε
γὰρ εἴποιεν ἂν πρὸς ὑμᾶς οἱ πονηροί , ὅτι οὐκ ἐπετρέψατε ἡμῖν , ὦ θεοί , ἀγαθοῖς γίνεσθαι , οὐ
ὄντας στρατιώτας ὑπὸ τῆς χρείας γενήσεσθαι ἀνεμείνατε , οὐδ ' ἐπετρέψατε τοῖς πολεμίοις συγκαλεῖν ὑμᾶς . Ἀλλὰ τὰ περὶ τὴν
7203424 βεβουλευμεθα
τις εὐθὺς μαρτυρία παρὰ τῶν πραγμάτων , ὡς ἄρα εὖ βεβουλεύμεθα . τὸ σαφὲς δὲ γράφειν μὲν σφαλερόν , Ἀλέξανδρον
τοὺς ὅπου δή ποτε γενομένους τυράννους , ἀφελέσθαι τὴν ἐξουσίαν βεβουλεύμεθα συνελθόντες οἱ πατρίκιοι , πάλαι μὲν δέον , ἐν
7203106 καταφρονησειε
σοφιστὰς προσαγορεύεσθαι νομίζων . πρῶτον μὲν οὖν ἐντεῦθεν ἄν τις καταφρονήσειε τοῦ γράφειν , ἐξ ὧν ἐστιν εὐεπίθετον καὶ ῥᾴδιον
προτεθνηκότα τῆς μάχης , ἀσθενῆ ἄνθρωπον . τίς οὐκ ἂν καταφρονήσειε ταύτης τῆς πόλεως τοὺς ὑπασπιστὰς αὐτῆς οὕτως κακοδαίμονας ὁρῶν
7202992 ἀποκριναιτο
γράμματα ; ἐπεὶ δὲ διεσιώπησεν ὁ Εὐθύδημος σκοπῶν ὅ τι ἀποκρίναιτο , πάλιν ὁ Σωκράτης , Ἆρα μὴ ἰατρός ;
' ἔδρας , ἦν σοι καιρὸς πεπαῦσθαι ; τί ἂν ἀποκρίναιτο ἢ ὅτι τότε μὲν τὸν πιστεύσοντα οὐκ εἶχε ,
7199909 ποιφυγμασι
ἀκούοντας . ποιφύγμασι ] φυσήμασι . ποιφύγμασι ] στεναγμοῖς . ποιφύγμασι ] ἐν φοβήμασιν . ποιφύγμασι ] θρήνοις , βοαῖς
. ποιφύγμασι ] στεναγμοῖς . ποιφύγμασι ] ἐν φοβήμασιν . ποιφύγμασι ] θρήνοις , βοαῖς . θ ποιφύγμασι ] θορύβοις
7198692 φιλοκυβος
Νεφέλαις τούτου μέμνηται . Ἀμυνίας μὲν : ὧδε μὲν ὡς φιλόκυβος ⌈ ὁ Ἀμυνίας κωμῳδεῖται : ἐν ⌈ δὲ Σεριφίοις
φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , φιλοχωρῶν φίλιππος , φιλοφροσύνη , τάχα καὶ φιλόφρων
7195492 χρηιζεις
; εἰπέ , καίπερ οὐ λέξων φίλα . διπλᾶ με χρήιζεις δάκρυα κερδᾶναι , γύναι , σῆς παιδὸς οἴκτωι :
κακός τίς ἐστι προξένωι σοὶ χρώμενος . ἴθ ' ὅποι χρήιζεις : οὐκ ἀπολοῦμαι τῆς σῆς Ἑλένης οὕνεκα . Σπάρτην
7195483 Ἀλ
. Τήλανδρος , πόλις Καρίας , καὶ Τηλανδρία ἄκρα . Ἀλ . δ ' ὁ Πολυΐστωρ οὐδετέρως τὴν πόλιν Τήλανδρον
Λιβύης . Ἀλ . ἐν τρίτῳ Λιβυκῶν . Κορακόνησος . Ἀλ . τρίτῳ Λιβυκῶν . Κυνῶν νῆσος , Λιβυκὴ νῆσος
7192441 θηρευτικος
κάπηλος καπηλικός , μεταβολεύς μεταβλητικός , ἔμμισθος θηρευτὴς νέων , θηρευτικός , μίσθαρνος μισθοφόρος , κόλαξ κολακευτικός , θώψ ,
ἀφ ' οὗ καὶ τὸ πρᾶγμα φιλοθηρία , φιλοκυνηγέτης , θηρευτικός ἀγρευτικός κυνηγετικός , θηρευτικῶς ἀγρευτικῶς κυνηγετικῶς . θηρᾶν θηρεύειν
7188806 ΓΚΔ
δὴ πάλιν μὴ τεμνέτω ὁ ΒΑΓΔ κύκλος τοὺς ΑΗΒ , ΓΚΔ κύκλους διὰ τῶν πόλων , καὶ εἰλήφθω ὁ πόλος
Β σημεῖα . Καὶ ἐπεὶ δοθεῖσά ἐστιν ἑκατέρα τῶν ὑπὸ ΓΚΔ , ΕΚΖ γωνιῶν , καὶ ὀρθαί εἰσιν αἱ πρὸς
7187491 κεκληκα
: πόσους κέκληκας μέροπας ἐπὶ δεῖπνον ; λέγει : ἐγὼ κέκληκα μέροπας ἐπὶ δεῖπνον ; χολᾷς . οὐδεὶς παρέσται .
οὐδὲ εἷς ; σφόδρα ἠγανάκτησεν ὥσπερ ἠδικημένος , εἰ μὴ κέκληκα Δαιτυμόνας . οὐδ ' ἄρα θύεις ἐρυσίχθονα ; οὔκ
7186382 Λαβδακος
, δίκην ἔσχεν ἐκ τοῦ θεοῦ . Πολυδώρου δὲ ἦν Λάβδακος : ἔμελλε δὲ ἄρα αὐτόν , ὥς οἱ παρίστατο
Πάγος : ἡ εὐπραγία . Ἄβυδος : ὄνομα πόλεως . Λάβδακος : ὄνομα κύριον . Ἅμιλλα : ἡ συστροφή :
7186038 Ἀπορειται
περ ἥμισυ κύκλου ἀρχομένης ἀπὸ νυκτὸς ἀείρεται ὑψόθι γαίης . Ἀπορεῖται δή , πῶς καὶ ἐν ταῖς μακροτάταις καὶ ἐν
τῶν τὸ περὶ διαιρέσεως βιβλίον μόνον Τέχνην ἐπιγραψαμένων ῥητορικήν . Ἀπορεῖται δὲ καὶ περὶ τῆς δευτέρας ἐπιγραφῆς , διὰ τί

Back