ὡς κοινὰ πράσσους ' , Ἄργος εἰ πράσσει καλῶς . ἔφθης με μικρόν : ταὐτὰ δὲ φθάσας λέγεις , πλὴν
ἐν δικαστηρίοις σεσωκός , ὃ μυριάκις αὐτὸς πεποίηκας κύριον . ἔφθης εἰπὼν τὴν συγγνώμην καὶ ῥῆμα μέλλον ἐγνώρισας , οὗ
8077711 καταφρονω
παραϲύνθετον : ἁπλοῦν μὲν οἷον φρονῶ , ϲύνθετον δὲ οἷον καταφρονῶ , παραϲύνθετον δὲ οἷον ἀντιγονίζω φιλιππίζω . Ἀριθμοὶ τρεῖϲ
, στεφάνους ἔχειν οὐκ ἀγωνίζομαι , δοξομανίας ἀπήλλαγμαι , θανάτου καταφρονῶ , νόσου παντοδαπῆς ἀνώτερος γίνομαι , λύπη μου τὴν
8007027 Δοξαν
, ἀλλὰ φράσαντες τῷ πατρὶ τὰς ἀληθείας ἐκποδὼν ἀπιέναι . Δόξαν δὲ οἱ μὲν εἶπαν , ὁ δὲ Ἀετίων εἰς
ἠὼς γένηται καὶ τὸ πᾶν ἡ Κλειὼ βασανιζομένη κατείπῃ . Δόξαν οὖν οὕτως εἰχόμεθα ἔργου , σκηψάμενοι πρὸς τὸν θυρωρὸν
7992629 ἀπεθανες
οὗτος ὁ πλήξας ἐπλήγης , σὺ δὲ ἀνελὼν τὸν ἕτερον ἀπέθανες . . Ἐτέοκλες . . μελεόπονος ] ἤγουν μέλεα
Ἀλλ ' ἀθάνατός εἰμ ' . Ἀλλ ' ὅμως ἂν ἀπέθανες . Δεινότατα γάρ τοι πεισόμεσθ ' , ἐμοὶ δοκεῖ
7978375 μανῃ
συμμιγέντος , Ἥρα ἀπεθηρίωσεν αὐτήν , καὶ ὅτι ἡνίκα ἂν μανῇ , τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐξαιρεῖ καὶ εἰς κοτύλην βάλλει ,
. ἐν δὲ τοῖς πνευματώδεσι καὶ ψυχροῖς καὶ τῇ φυτείᾳ μανῇ ἀναυξέστερα μέν , πυκνότερα δὲ καὶ ξηρότερα . συνίστησι
7939944 μαστιγια
, τὸν δὲ θυγατριδοῦν λαβὼν ἔνδον πρόσειπε . θυγατριδοῦν , μαστιγία ; παχύδερμος ἦσθα καὶ σύ , νοῦν ἔχειν δοκῶν
ἵν ' ἐγὼ τουτῳὶ αὐτὸν περιθῶ . Κατάθου ταχέως , μαστιγία . Οὐ δῆτ ' , ἐπεί μοι χρησμός ἐστι
7921514 εἰσειμι
πράγματα παρασχὼν ὑμῖν καὶ διοχλήσας . ἀλλ ' ἐγὼ μὲν εἴσειμι , ὅταν εἰσίω , ὅπως ἄν τι νουθετήσαιμι καὶ
καὶ νεκρός , νυνὶ δὲ πλουτεῖς . Εὐκαταφρόνητος τῇ στολῇ εἴσειμι καὶ ταῦτ ' εἰς γυναῖκας . Ὡς ἡδὺ πρᾶος
7915488 ὠνερ
σκόπει γ ' αὐτὴν σφόδρα : μόνην γὰρ αὐτήν , ὦνερ , οὐ γιγνώσκομεν . Πολύν γε χρόνον οὐρεῖς σύ
εἶτ ' ἠρόμεθ ' ἄν : Πῶς ταῦτ ' , ὦνερ , διαπράττεσθ ' ὧδ ' ἀνοήτως ; Ὁ δέ
7890632 αὐτοσιτον
. αὐτόσιτον δ ' εἴρηκε Κρώβυλος ἐν Ἀπαγχομένῳ : παράσιτον αὐτόσιτον . αὑτὸν γοῦν τρέφων τὰ πλεῖστα συνερανιστὸς εἶ τῷ
σιτόκουρον , ἄθλιον , ἄχρηστον εἰς τὴν οἰκίαν εἰλήφαμεν . αὐτόσιτον δ ' εἴρηκε Κρώβυλος ἐν Ἀπαγχομένῳ : παράσιτον αὐτόσιτον
7889210 ἀπατωμενος
οἱ συνήθως ὑπ ' αὐτῶν πωλούμενοι . Γ πωλούμενος ] ἀπατώμενος . Γ ἄνευ γιγάρτων : τῆς σταφυλῆς . Γ
Τί δέ ; οὐκ ἄλλως τοῦτο εἴρηκε διὰ τὸν ἔρωτα ἀπατώμενος ; Ἰδεῖν ἄξιον : καίτοι χαλεπώτατον πείθειν τοὺς ἐρῶντας
7874728 λοιδορῃ
, ἔφη ὁ Διονυσόδωρος , λοιδορῇ , ὦ Κτήσιππε , λοιδορῇ . Μὰ Δί ' οὐκ ἔγωγε , ἦ δ
ὅτι τῇ τε βουλῇ καὶ τῇ σεαυτοῦ ἀρχῇ ταῦτα λέγων λοιδορῇ ; καὶ γὰρ ἡ βουλὴ διαναστᾶσα πρὸς τοὺς βασιλεῖς
7872714 κατακλιθηναι
. καὶ τὰ μὲν πρῶτα τοιαῦτα . μετὰ δὲ τὸ κατακλιθῆναι μὲν τοὺς συμπότας ἐν αἷς ἐδήλωσα τάξεσι , στῆναι
' ἕκαστον , ὡς οὐδεὶς ἐνήρμοττεν , ἐμβάντα τὸν Ὄσιριν κατακλιθῆναι . Τοὺς δὲ συνόντας ἐπιδραμόντας ἐπιρρῖψαι τὸ πῶμα καὶ
7862163 Ὡστ
αὐτῶν ἐναντίως διατιθεμένων ὥσπερ εἴπομεν οὐκ ἄλογος ἡ τεραμότης . Ὥστ ' εἰ ὁ ἀὴρ καὶ τὰ ὕδατα καὶ τὰ
. . εἰσίν τινες νῦν οὓς τὸ βασκαίνειν τρέφει . Ὥστ ' ἐνίοτ ' ἂν τούτοισι ποιῶν ματτύην σπεύδων ἅμ
7856251 ἀπερχου
πολλοῦ γε καὶ δέω . . ἐγκόνει πάλιν ] σπεύδων ἀπέρχου . . ἂν ἱστορῇς ] ζητῇς . . τοιοῖσδε
οὗ δέομαι ; Ἐγὼ δέ σοι λέγω ὅτι ὡς τευξόμενος ἀπέρχου ; οὐχὶ δὲ μόνον , ἵνα πράξῃς τὸ σαυτῷ
7840196 Αὐτοις
Εἱμαρμένη . . ΠΑΡ ' ΩΚΕΑΝΟΝ . Ἔνθα κατοικοῦσιν . Αὐτοῖς δὲ μελιηδέα καρπὸν τρὶς τοῦ ἔτους φέρειν λέγει τὴν
δεσπότας , ἐλεύθεροι ὄντες πάλιν ζητοῦσι τὴν αὐτὴν φάτνην . Αὐτοῖς δὲ τοῖς θεοῖσι τὴν κέρκον μόνην καὶ μηρὸν ὥσπερ
7837095 Ἀμφινομος
: κατ ' ὀφθαλμῶν δ ' ἔχυτ ' ἀχλύς . Ἀμφίνομος δ ' Ὀδυσῆος ἐείσατο κυδαλίμοιο ἀντίος ἀΐξας , εἴρυτο
κατέστησαν φρουρὸν ἕνα τῶν λῃστῶν , Ἀμφίνομον . Οὗτος ὁ Ἀμφίνομος ἤδη μὲν καὶ πρότερον ἑαλώκει τῆς Ἀνθίας , τότε
7834569 Ἐμοιγ
πρὸς Διὸς οὐκ ἄτοπος ἄν σοι δοκεῖ εἶναι παιδευτής ; Ἔμοιγ ' , ἔφη . Ἦ οὖν τι τούτου δοκεῖ
. οἶμαι δὲ καὶ σύ : οὐδὲν γὰρ χαλεπόν . Ἔμοιγ ' , ἔφη : σοῦ δ ' ἂν ἡδέως
7832370 φαρταριᾳ
ἐγγίσει . Εἶτα ἐπιμερίζει ὁ Κρόνος ἐν τῇ τοῦ Ἑρμοῦ φαρταρίᾳ ἔτος α μῆνας ι ἡμέρας η ὥρας ιγ ἔγγιστα
καὶ ἡ ἀργία . Εἶτα ἐπιμερίζει ὁ Ζεὺς ἐν τῇ φαρταρίᾳ τοῦ Κρόνου ἔτος ἓν μῆνας Ϛ ἡμέρας κε ὥρας
7829928 συκοφαντεις
δ ' ἀναγορευέτω . τί οὖν , ὦ ταλαίπωρε , συκοφαντεῖς ; τί λόγους πλάττεις ; τί σαυτὸν οὐκ ἐλλεβορίζεις
φαγεῖν . ὑπευθύνους δὲ λέγει τοὺς καταδίκους . ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖς . Γ ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖν , ἀφ ' οὗ
7806536 Μικρου
. . . ξη ∠ ʹ να γʹ . Ῥομβίτου Μικροῦ ποταμοῦ ἐκβολαί . . . . . . .
ἀρετὴν ἱερέως καὶ τεμένους εὐπρέπειαν , ἑκατέρῳ δικαίως μερίζεται . Μικροῦ μὲν ἀπεῖπον πρὸς τὴν ὀξύτητά σου τῶν ἔργων ἀθρόως
7797922 διαρραγησομαι
αὐτὸ περὶ τοῦ πρότερος εἰπεῖν πρῶτα διαμαχοῦμαι . Οἴμοι , διαρραγήσομαι . Καὶ μὴν ἐγὼ οὐ παρήσω . Πάρες πάρες
ἢ πρῶτον εἰπεῖν . πάρες : τοῦ Κλέωνος εἰπόντος “ διαρραγήσομαι ” καὶ τοῦ ἀλλαντοπώλου εἰπόντος “ οὐ παρήσω ”
7795636 ἀπορριψῃς
θέλει συμβοηθῆσαι αὐτῷ καὶ τὴν Ἀφροδίτην : σὺ δὲ μὴ ἀπορρίψῃς τὴν τοῦ Διὸς συνουσίαν , ἀλλ ' ἔξελθε πρὸς
μίξιν καὶ συνελθεῖν . . ἀπολακτίσῃς ] ἀποφύγῃς . . ἀπορρίψῃς , ἀτιμάσῃς . . Λέρνη ] πηγὴ Ἄργους .
7789853 ἀνελαβετο
καὶ οὐ Λαίς . Ἰσοκράτης δὲ καὶ Λαγίσκαν τὴν ἑταίραν ἀνελάβετο εἰς τὴν οἰκίαν . Δημοσθένη δὲ τὸν ῥήτορα καὶ
καὶ ἡμᾶς παίζει . ὁ δὲ θεωρήσας τὸν παῖδα αὐτοῦ ἀνελάβετο καὶ εὐθὺς ἔλαβον αὐτόν . Παλαμήδης * δὲ *
7784964 σιωπᾳς
. Τί κέκραγας ; Ἐμβαλῶ σοι πάτταλον , ἢν μὴ σιωπᾷς . Ἀτταταῖ ἰατταταῖ . Οὗτος σύ , ποῖ θεῖς
; γελοῖον , ὃς κόρης ἐλευθέρας εἰς ἔρωθ ' ἥκων σιωπᾷς καὶ μάτην ποθουμένους περιορᾷς γάμους σεαυτῷ . Βουβὼν ἐπήρθη
7784562 ἐψοφηκεν
λέγεις „ ; „ ἔφη ” ἤδη γὰρ ὁ κώδων ἐψόφηκεν ; ” εἰπόντος δέ „ εὖ σοι εἴη „
δαιμόνων ? [ ] ; τάλαιν ' ἐγώ , τίς ἐψόφηκεν ; ἆρ ' ὁ πάππας ἔρχεται ; ἔπειτα πληγὰς
7782301 Διονυσοδωρῳ
ἐπειδὴ καὶ πρεσβύτης εἰμί , παρακινδυνεύειν ἕτοιμος καὶ παραδίδωμι ἐμαυτὸν Διονυσοδώρῳ τούτῳ ὥσπερ τῇ Μηδείᾳ τῇ Κόλχῳ . ἀπολλύτω με
ἀλλὰ διάπειραν ὑμῶν λαμβάνειν βουλόμενος . Τὰ μὲν τοίνυν πεπραγμένα Διονυσοδώρῳ ἀκηκόατε , ὦ ἄνδρες δικασταί : οἴομαι δ '
7778784 γυμνασεις
εἰς τοὺς γείτονας . Γύμναζε παῖδας : ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις . Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει . Γυνὴ
. τί ληρεῖς ; οὐκ οἴκαδ ' ἐλθὼν τὴν σεαυτοῦ γυμνάσεις δάμαρτα ; Φοροῦσιν ἁρπάζουσιν ἐκ τῆς οἰκίας τὸ χρυσίον
7776686 Μελητε
εἰσάγεις . Ἔτι δὲ ἡμῖν εἰπέ , ὦ πρὸς Διὸς Μέλητε , πότερόν ἐστιν οἰκεῖν ἄμεινον ἐν πολίταις χρηστοῖς ἢ
οὐδ ' ὁπωστιοῦν . Ἄπιστός γ ' εἶ , ὦ Μέλητε , καὶ ταῦτα μέντοι , ὡς ἐμοὶ δοκεῖς ,
7774705 Ἐγωγε
τραγῳδίαν ποιοῦντες . ἢ οὐ μιμήματε ἄρτι τούτω ἐκάλεις ; Ἔγωγε : καὶ ἀληθῆ γε λέγεις , ὅτι οὐ δύνανται
μετὰ δικαιοσύνης : τοῦτο δὲ φῂς μόριον ἀρετῆς εἶναι ; Ἔγωγε . Οὐκοῦν συμβαίνει ἐξ ὧν σὺ ὁμολογεῖς , τὸ
7773808 φονορρυτῳ
φονορρύτῳ ] ἐν ᾗ τὸ αὐτῶν αἷμα ἔρρευσεν . θ φονορρύτῳ ] + διὰ τὸ μέτρον . κάρτα δ '
τῇ φονορρύτῳ γῇ . γαίᾳ ] τῇ γῇ . ζωὰ φονορρύτῳ : ἡ ζωὴ αὐτῶν τῇ χεομένῃ τῷ αἵματι :
7772398 ἐκτανες
' ἀθρόα πάντ ' ἀποτίσεις κήδε ' ἐμῶν ἑτάρων οὓς ἔκτανες ἔγχεϊ θύων . Ἦ ῥα , καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει
οὐ κακὴν δάμαρτ ' ἔχοις ; ἑλὼν δὲ Τροίαν οὐκ ἔκτανες γυναῖκα χειρίαν λαβών , ἀλλ ' , ὡς ἐσεῖδες
7772018 τολμηρε
ἐκ τῆς καρδίας ὁ Ἔρως ἀντεφθέγγετο : “ Ναί , τολμηρέ , κατ ' ἐμοῦ στρατεύῃ καὶ ἀντιπαρατάττῃ ; ἵπταμαι
συστρεφόμεναι , πρὸς ἀλλήλας φερόμεναι . τολμῶν ] λέγειν , τολμηρέ , τολμηρῶς λέγων , ὁ ἐπιχειρῶν τολματίας ὤν .
7770476 παραφρονω
. παραφρονῶ ] μαίνομαι . παραφρονῶ ] παράνους γίνομαι . παραφρονῶ ] τῶν φρενῶν ἐξίσταμαι : εἰπὼν γὰρ ταῦτα εἰς
φησιν αὐτὸν εἰπεῖν , Εἰ μὲν εἰμὶ Σοφοκλῆς , οὐ παραφρονῶ : εἰ δὲ παραφρονῶ , οὐκ εἰμὶ Σοφοκλῆς ,
7768579 κτισεσι
καὶ Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι τὴν Σελήνην κενοδρομοῦσαν καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς καὶ
καὶ Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς ,
7768477 Ὡμολογει
σὺ γράμματα ; Ναί , ἔφη . Οὐκοῦν ἅπαντα ; Ὡμολόγει . Ὅταν οὖν τις ἀποστοματίζῃ ὁτιοῦν , οὐ γράμματα
; ἢ οὐκ ἔστι κρεῖττον αἰδήμονα εἶναι ἢ πλούσιον ; Ὡμολόγει . Τί οὖν ἀγανακτεῖς , ἄνθρωπε , ἔχων τὸ
7768406 ἀποκρινειται
ὅτι , εἰ μὴ πάνυ θαρσεῖ ὁ ῥήτωρ ὡς οὐκ ἀποκρινεῖταί τις εἰ μὴ ὃ βούλεται , οὐ χρῆται τῷ
παρ ' ὑμῖν πεποιήκαμεν τὰς συνθήκας ” ; καὶ ὃς ἀποκρινεῖταί σοι , ὡς ὡμολόγησας τὴν θάλατταν ἐκπιεῖν . στραφεὶς
7765686 ἀνεπαυσαντο
αὐτὸν παρεκάλουν οἱ περὶ τὸν Ἱππόθοον . Καὶ τότε μὲν ἀνεπαύσαντο δι ' ὅλης νυκτός : ἔννοια δὲ πάντων Ἁβροκόμην
, καὶ ὁ ἀρχάγγελος ηὔχετο μετ ' αὐτοῦ , καὶ ἀνεπαύσαντο ἕκαστος εἰς τὴν κλίνην αὐτοῦ . εἶπεν δὲ Ἰσαὰκ
7764739 συνεχωρησα
δ ' ἐγώ , παραχρῆμα , οὐδὲ βουλευσάμενος , κομίσασθαι συνεχώρησα , καὶ τὸν Εὔεργον ἔπεισα . ἐπειδὴ δ '
μὲν συνέγνων πατρί : συγγνώμην ἐδίδων διὰ τὴν χρείαν : συνεχώρησα τοῦτο . δι ' ἀνάγκην γὰρ αὐτῷ ἔδωκεν ἵνα
7763525 πεποιθας
ἔχοι τηκτὸς μόλυβδος , ἐξαναστήσω ς ' ἐγὼ πρὶν ὧι πέποιθας παῖδ ' Ἀχιλλέως μολεῖν . πέποιθα . δεινὸν δ
σε ἀσφαλῶς ἐπὶ τὴν ἀπολογίαν . εἰ δὲ μηδὲν ἀδικεῖν πέποιθας , ἴθι καὶ λέγε τὰ δίκαια περὶ σαυτοῦ πρὸς
7761329 κενοδρομουσαν
Ἀφροδίτης καὶ Ἄρεως ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην , καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς καὶ
Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς , καὶ
7760746 προσμεινον
καρτέρησον , ἀνάμεινον , κράτησον . τὸν σὸν λόγον , πρόσμεινον . σχέω , σχῶ καὶ ῥῆμα εἰς μι σχῆμι
χάλα καὶ δεῖξον : ἐν ταύτηι περιφέρεις γάρ . βραχὺ πρόσμεινον , ἱκετεύω ς ' , ἵν ' ἀποδῶι .
7758457 Ἀρδεα
Ἀρδαλιώτης , τοῦ δ ' Ἀρδαλίς Ἀρδαλός ὡς Θετταλός . Ἀρδέα , κατοικία τῆς Ἰταλίας . Στράβων πέμπτῃ . ἐκλήθη
Ἀλβανῷ ὄρει , διέχοντι τῆς Ῥώμης τοσοῦτον ὅσον καὶ ἡ Ἀρδέα . ἐνταῦθα Ῥωμαῖοι σὺν τοῖς Λατίνοις Διὶ θύουσιν ,
7757892 εἰρωνευομενος
: ὁ δὲ ἔλαβε τὴν παρὰ τῶν θεῶν μάχαιραν . εἰρωνευόμενος ὁ ἄδικος λόγος τὸν δίκαιόν φησιν , ὅτι ἀστεῖον
] αὐτοῦ . . λέγει δὲ τοῦτ ' ἔπος ] εἰρωνευόμενος . . προσφιλές ] εὐαπόδεκτον . . ἀκοῦσαι ]
7753522 χεσειν
ἐνταῦθα , ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ . κακκᾶν ] τὸ χέσειν : ἤγουν ἐνταῦθα ἔχεσα . πηδᾶν ] κινεῖσθαι .
' ] καὶ κράζοντα , φωνοῦντα . χεζητιῴην ] ὀρέγομαι χέσειν , ἐπιθυμῶ . βούλομαι χέσαι . , χέσαι θέλω
7752300 μεταλλακτος
ἐνηλλαγμένος . θ μεταλλακτὸς ] + διά τινος χρόνου . μεταλλακτὸς ] ἴσως ἀλλοιωθείη ἄν . Ξ ἴσως ] τάχα
ἔχουσιν . . λήματος ἀντροπαίᾳ ] φρονήματος μεταβολῇ . χρονίᾳ μεταλλακτὸς ] μετὰ ταῦτα ἐνηλλαγμένος . . θαλερωτέρῳ ] ἡμερωτέρῳ
7742624 πνευστιωντα
Πολυδεύκης ἦλθεν ὑποστρέψας , καὶ δὴ αὐτὸν οὔπω τεθνηκότα , πνευστιῶντα δὲ κατέλαβεν . οὔπω , φησί , τὸν Κάστορα
. ἄσθματα : καὶ ἀναπνοάς . φυσιόωντα : μεγάλα , πνευστιῶντα . φυσιόωντος : φυσῶντος καὶ ἐκπνέοντος , ἢ φυσιόωντος
7740099 Δικαιοπολι
ὠνούμενοι . Γ πημανεῖται ] βλάψει , λυπήσει , ὦ Δικαιόπολι . Γ ἐξομόρξεται : ἐναποψήσεται , ἐναπομάξει . ὡς
. Κλάων μεγαριεῖς . Οὐκ ἀφήσεις τὸν σάκον ; Δικαιόπολι Δικαιόπολι , φαντάδδομαι . Ὑπὸ τοῦ ; Τίς ὁ φαίνων
7738713 ἠρυθριασεν
Σώκρατες , ἔφη , ὁ Λύσις , καὶ ἅμα εἰπὼν ἠρυθρίασεν : ἐδόκει γάρ μοι ἄκοντ ' αὐτὸν ἐκφεύγειν τὸ
ὦ Ἱππόθαλες ; τοῦτό μοι εἰπέ . Καὶ ὃς ἐρωτηθεὶς ἠρυθρίασεν . καὶ ἐγὼ εἶπον : Ὦ παῖ Ἱερωνύμου Ἱππόθαλες
7738049 διακονησω
οὔτε προΐσασιν οὐδὲν οὔτε λέγουσιν . Γ βαλανεύσω Γ : διακονήσω , ὑπουργήσω . Γ βαλανεύσω : ἐγχέω ἐμαυτῷ τῶν
. ≌ . . . , . : ἀοζήσω : διακονήσω , ὑπουργήσω . Αἰσχύλος Ἐλευσινίοις . Κατάλογ . :
7737313 Ἐχ
μὴ λέγ ' , ὦ πόνηρε , ταῦτ ' . Ἔχ ' ἥσυχος . Ἐγὼ γὰρ ἀποδείξω σε τοῦ Διὸς
χορδὴν φέρε . Φέρε , τοῦ δόρατος ἀφελκύσωμαι τοὔλυτρον . Ἔχ ' , ἀντέχου , παῖ . Καὶ σύ ,
7736934 Αἰβοι
σκόπει τὰ πρόσωφ ' , ἵνα γνῷς τὰς τέχνας . Αἰβοῖ τάλας . Ἐκεινονὶ γοῦν τὸν λοφοποιὸν οὐχ ὁρᾷς τίλλονθ
; Σὺ μέντοι νὴ Δί ' . Υἱὸς Λαμάχου . Αἰβοῖ . Ἦ γὰρ ἐγὼ θαύμαζον ἀκούων , εἰ σὺ
7733406 συμπλακεισα
τῷ δὲ νῷ συμπλακεῖσα , ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν αἰσθητῶν συμπλακεῖσα τῇ φαντασίᾳ . ἐπεὶ δὲ φθάνομεν εἰπόντες τὴν δόξαν
ὁρμὴν ἡ ψύλλα , ἣ καὶ τοῖς ἀνθρωπίνοις πράγμασιν ἐνίοτε συμπλακεῖσα ἀρχὴν ἑαυτὴν παρέξεταί τινος ὁδοῦ . Σὺ δὲ χρώμενος
7732748 ἐκπιω
κἀπεκροφήσας : πλέον τι προσέθηκεν ὑπερβολῇ τῆς ἀπειλῆς , τῷ ἐκπίω ἐπενεγκὼν τὸ ἐκροφήσας . Γ οἷον ὄψομαί ς '
τῷ ἀπολλύναι τὸν οἶνον ἔφησεν : „ ἐὰν γὰρ αὐτὸν ἐκπίω , οὐ μόνον αὐτὸς ἀπόλλυται , ἀλλὰ κἀμὲ προσαπόλλυσιν
7730167 Δημ
ὡς ἕτεροί τινες λέγουσιν , οἷον Λ . τε καὶ Δημ . ὁ Ἀβδηρίτης , εὔλογα τὰ συμβαίνοντα : φασὶ
. . σκαφίον : Ἀ . ἐν τῇ πρὸς τὴν Δημ . γρ . ἀπολ . ὅτι δὲ τὸ σκαφίον
7726814 δεσμησας
περίκυκλον . ἀμφιπεδήσας : περιγράψας , δεσμεύσας , περιδεσμήσας , δεσμήσας καὶ στήσας αὐτήν φησι διὰ τὸ μὴ ἐπηρεάζειν τῇ
Εὐμάρας ἐκάθηρεν : ὅτε δὲ ὁ Εὐμάρας ὁ σὸς δεσπότης δεσμήσας σε ἐμαστίγωσεν , ἀκριβῶς ἐπίσταμαι . γράφεται ὅκα μάν
7725862 εὐσωματει
ἐκτρέπω τὸ μεταποιῶ καὶ μεταβάλλω ἐκ τούτου εἰς τοῦτο . εὐσωματεῖ ] ἰσχυρός ἐστιν , γενναῖον σῶμα , πιαίνει τὸ
λέγειν . ἐπιτρέπεις ] ἀντὶ τοῦ “ συγχωρεῖς ” . εὐσωματεῖ γὰρ καὶ σφριγᾷ : ἐκ τοῦ ἐναντίου συγκατατίθεται :
7725374 δυστυχεστατε
, οὐ περισσοτέραν . δίκαιον ] εὔλογον . κακόδαιμον ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε . τὸ ” οὐδὲν
οὐ κέκλοφα . οὐκ : Ὄψει ἐμὲ οὕτως ἔχοντα , δυστυχέστατε . Θ . . . χρηστοὺς : Ἀγαθούς .
7723153 στασσω
, : σταλαγμός : στῶ ἐστι ῥῆμα , οὗ παράγωγον στάσσω , οὗ ὁ μέλλων στάξω * * * καὶ
, καὶ ἐπεισελθόντος τοῦ αλ , σταλαγμός . τὸ δὲ στάσσω καὶ αὐτὸ προσλαβὸν τὸ αλ , ἐποίησε τὸ σταλάσσω
7723051 ματτοντας
ἀντὶ τοῦ “ εὐτελεῖς καὶ ἀδόξους ἄνδρας ” . Γ μάττοντας ] πολλὰ ἐσθίοντας . τούς θ ' Ἡρακλέας Γ
θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ καὶ κωρυκίς , ἣ καὶ τοὺς μάττοντας ἐγείρει . ὦ κακοδαίμων , ὅστις ἐν ἅλμῃ πρῶτον
7721311 καριδος
μάλα γε ἰσχυρῷ ἐξ ὧν ἐκείνη μορφάζει . Ὁ λάβραξ καρίδος ἥττηται , καὶ εἴη ἄν , ἵνα τι καὶ
ᾖ μηδὲ ἔχῃς λέγειν ὡς ὁρῶντές σε τηλικοῦτο μετὰ τῆς καρίδος ἄγκιστρον καταπίνοντα οὐκ ἐπελαβόμεθα οὐδὲ πρὶν ἐμπεσεῖν τῷ λαιμῷ
7714496 Σκωπτεις
εἶναι περιεκτικόν , σὲ δὲ τὸν μόνον πλούσιον ἐκχύτην . Σκώπτεις , ὦ οὗτος . ἀλλ ' ὅρα μή σε
καὶ ἐμοί , ἵνα αὐτῷ φοιτητὴν προξενήσῃς καὶ ἐμέ . Σκώπτεις , ὦ Σώκρατες . Οὐ μὰ τὸν Φίλιον τὸν
7714472 ξυνιημι
βασιλεύς : Αἰλιανοῦ δὲ ταῦτα ἀκηκοέναι δόκει . „ „ ξυνίημι ” ἦ δ ' ὃς ” τοῦ ἀπορρήτου ,
, ἥκετ ' ἐμῶν καμάτων παραμύθιον : οἶδά τε καὶ ξυνίημι τάδ ' , οὔ τί με φυγγάνει : οὐδ
7711052 Γρυλλιων
Μεγαρέων ἢ Αἰγιέων οὐδεὶς λόγος , εὐδοκιμεῖ δὲ τὰ νῦν Γρυλλίων μόνος καὶ κατέχει τὸ ἄστυ , καὶ πᾶσα αὐτῷ
πρὸς ἑταίρους πρόφασιν ἐπὶ κῶμον τινάς , ὅπερ ποιεῖν εἴωθε Γρυλλίων ἀεί . Ἀριστόδημος δ ' ἐν βʹ γελοίων ἀπομνημονευμάτων
7710280 ἀχθεσθεις
ἀλάστορα ἐν τοῖς ἱεροῖς ἐγκεκρυμμένον δίοπτον εἶναι . Ὁ δὲ ἀχθεσθεὶς ἀπεστράφη πρὸς δυόμενον τὸν ἥλιον : καὶ οἱ μάντεις
ἐπ ' αὐτοῦ τὸν Νικήρατον ἐστεφάνωσεν , ὁ δὲ Ἀντίμαχος ἀχθεσθεὶς ἠφάνισε τὸ ποίημα . Πλάτων δὲ νέος ὢν τότε
7704794 πραξῃς
πιστοῦ . πᾶν πάθος ψυχῆς λόγῳ πολέμιον . ὃ ἂν πράξῃς ἐν πάθει ὤν , μετανοήσεις . πάθη νοσημάτων ἀρχαί
σου , εἶτα σὺ κατανυγεῖσα ἐπισπάσῃ καὶ καταφιλήσῃς αὐτὸν καὶ πράξῃς τὰ σοὶ πρέποντα τῇ αἰσχρᾷ ὕβρει , καὶ καταισχυνθῇ
7701778 ἐπηγγειλεν
Νέστωρ ἐπὶ τῷ περὶ παντὸς εἰπὼν ἂν πεῖσαι νηπενθεῖς ἀκροάσεις ἐπήγγειλεν , ὡς οὐδὲν οὕτω δεινὸν ἐρούντων ἄχος , ὃ
ἐξέφυγε τοὺς διώκοντας . Δημήτριος κήρυκα πρὸς Βοιωτοὺς πέμψας πόλεμον ἐπήγγειλεν . ὁ μὲν κήρυξ ἐν Ὀρχομενῷ τοῖς Βοιωτάρχαις τοῦ
7700235 δισταζω
. ἀλλ ' ἤδη αὐτὰ ἀφαιροῦμαι : οἷον , οὐ διστάζω . ἐπεὶ εἶπε σπουδάσεις , λέγει οὐ σπουδάσω λόγοις
' εἰκών : φέρ ' ἰδώμεθα , μὴ Βερενίκας : διστάζω , ποτέρᾳ φῇ τις ὁμοιοτέραν . Λύσιππε , πλάστα
7699188 ἑρπεις
ὅλης ψυχῆς : ἐν πόστῳ δὲ βωλαρίῳ τῆς ὅλης γῆς ἕρπεις . πάντα ταῦτα ἐνθυμούμενος μηδὲν μέγα φαντάζου ἢ τό
σφυρὰ κόλπον ἀνεῖσαι στήθεσι φαινομένοις λιγυρᾶς ἀρξεύμεθ ' ἀοιδᾶς . ἕρπεις , ὦ φίλ ' Ἄδωνι , καὶ ἐνθάδε κἠς
7698689 διατεθεντες
εὑρόντες περὶ τούτου ἐμάχοντο . δεινῶς οὖν ὑπ ' ἀλλήλων διατεθέντες ἐπειδὴ ἐκ τῆς πολλῆς μάχης ἐσκοτίσθησαν , ἔκειντο ἡμιθανεῖς
με τετιμωρῆσθαι , τὸ πέρας ἐκ τῆς πόλεως ἐξήλασαν . διατεθέντες δὲ οὕτω παρανόμως καὶ βιαίως , ἐπικρύψασθαι τὴν ἀδικίαν
7696969 Ἠκουσας
ὁ Θέρσανδρος μικρὸν ἀναχωρήσας λέγει πρὸς τὸν Σωσθένην : “ Ἤκουσας ἀπίστων ῥημάτων , γεμόντων ἔρωτος ; ὅσα εἶπεν :
. Οὐ καταβαλεῖς τὰ κῴδι ' , ὦ θυηπόλε ; Ἤκουσας ; Ὁ κόραξ οἷος ἦλθ ' ἐξ Ὠρεοῦ .
7695942 θαρσησα
, χώρει εἰς τὸν ἀγῶνα . καὶ τότ ' ἐγὼ θάρσησα . εἰσῆλθε δέ ποτε εἰς θέατρον διδάσκων κωμῳδίαν λίθων
βδελυρὴ χώρ ' εἰς τὸν ἀγῶνα . Καὶ τότε δὴ θάρσησα καὶ ἤειδον πολὺ μᾶλλον . Πεποίηκε δὲ παρῳδίας καὶ
7694555 Τισαμενος
. . . . . . . . . α Τισαμενός . . . . . . . . .
. ἐδίκασαν δὲ Ἀθηνᾶ καὶ Ἄρης : Ὀρέστου καὶ Ἑρμιόνης Τισαμενός , Πυλάδου καὶ Ἠλέκτρας Στρόφιος καὶ Μέδων : παρὰ
7692907 μεμνης
, σὸν τὸ νικητήριον . Ὦ χαῖρε καλλίνικε : καὶ μέμνης ' ὅτι ἀνὴρ γεγένησαι δι ' ἐμέ : καί
τοῦτο καρπὸν τὸ δάκρυον . χαλκοῦς ὀφείλεις πέντε μοι . μέμνης ' ; ἐγὼ σοὶ πέντε χαλκοῦς , σὺ δέ
7689662 Δυνῃ
τονθρύζω , ἢ σὺν τῷ ο τονθορυσμὸς καὶ τονθορύζω . Δύνῃ ὑποτακτικῶς , ” ἐὰν δύνωμαι , ἐὰν δύνῃ ”
ἢ νὴ Δία σὺν τῷ ο τονθορυσμὸν καὶ τονθορύζειν . Δύνῃ : ἐὰν μὲν τοῦτο ὑποτακτικὸν ᾖ , ” ἐὰν
7688677 ἐπικεχειρηκεν
τοῦ ζωγράφου ἀλλὰ γὰρ ἀποστερεῖν με τῆς τέχνης ὁ συκοφάντης ἐπικεχείρηκεν , ὥσπερ ἂν εἰ καὶ τοῦ γελᾶν ἐξεῖργε καὶ
μάλα σαφὲς τοῦτό γε , ὅτι ταῦθ ' ἕνεκα τούτων ἐπικεχείρηκεν . Τί οὖν ; ἆρ ' οὐκ ἐν μὲν
7688309 ἀττικιστι
. ἐγὼ ξενιτευόμενος ἐστρατευόμην . πάνυ συχνὴ σφύραινα . κέστραν ἀττικιστὶ δεῖ λέγειν . λύπη γὰρ ἀνθρώποισι καὶ τὸ ζῆν
. Ἀντιφάνης ἐν Εὐθυδίκῳ : πάνυ συχνὴ σφύραινα . κέστραν ἀττικιστὶ δεῖ λέγειν . Νικοφῶν δ ' ἐν Πανδώρᾳ :
7686403 κατακειμαι
τέθνηκας ζητῶν ἐμὲ , ἐγὼ δὲ ζῶ καὶ τρυφῶ , κατάκειμαι δὲ ἐπὶ χρυσηλάτου κλίνης μετὰ ἀνδρὸς ἑτέρου . πλὴν
ἔστιν , ἡ δ ' οὐ φαίνεται . ἐγὼ δὲ κατάκειμαι πάλαι χεζητιῶν , τὰς ἐμβάδας ζητῶν λαβεῖν ἐν τῷ
7680308 γυμνοτερος
ἀνυόντων : ἢ ἐπὶ τῶν ταχέως τι πραττόντων . Ὑπέρου γυμνότερος . Ὑπὲρ τὸν κατάλογον : ἐπὶ τῶν γεγηρακότων .
μὲν τυφλότερος λεβηρίδος , οἱ δὲ κενότερος , οἱ δὲ γυμνότερος . Γραῦς βακχεύει : ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν
7677181 Ταχεως
, ἤγουν ἀποδύσαντες αὐτὸν τὰ καλὰ ὅπλα , ἐπορεύοντο . Ταχέως δὲ ἀφίκοντο εἰς τὴν Τραχῖνα πόλιν , σὺν τοῖς
δίκας ἐν τῷ πολέμῳ λήψομαι παρὰ τοῦ δικαστοῦ . ” Ταχέως τοίνυν ἐξορμήσαντες ἐδίωκον βασιλέα , προσποιούμενοι ἐθέλειν ἐκείνῳ συστρατεύεσθαι
7673260 Καλλιστ
ἐπὶ τὰς ἀμείκτους πορευοίμεθ ' ἂν ἐν τῷ μέρει . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἐγὼ δὴ πειράσομαι μεταβαλὼν σημαίνειν ἡμῖν
Πῶς λέγεις ; Αὐτὴν τὴν διέξοδον ἀπόκρισίν σοι ποιήσομαι . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἔστι τοίνυν πάντα ἡμῖν ὁπόσα δημιουργοῦμεν
7672327 παραπολωλας
κοσμοῦσα τὸν ναόν , τέκνον . ὁρᾷς ; ἀκαρὴς γὰρ παραπόλωλας ἀρτίως . δαιμόνων ἀλαστόρων οὐδὲ λόγον ὑμῶν οὐδ '
κυρίως ἐπὶ οἱουδήποτε ἐλαχίστου : Μένανδρος : ὁρᾷς ; ἀκαρὴς παραπόλωλας ἀρτίως . παρὰ τὸν καιρὸν καὶ τὴν στέρησιν ἀκαίραιόν
7669007 ἀπολολυξω
. ἀπολολύξω ] εὔξομαι . ἀπολολύξω ] παιανίσω . θ ἀπολολύξω ] καὶ θαυμάσω καὶ ᾄσω . Ξ ἀσινεῖ ]
+ ποῖον ἕτερον ποιήσω δηλονότι . ἀπολολύξω ] ὑμνήσω . ἀπολολύξω ] εὔξομαι . ἀπολολύξω ] παιανίσω . θ ἀπολολύξω
7667134 θαρσαλεωτερον
δυσέμβολον οὐχ ἧσσον ἀπεδείκνυσαν τὸ χωρίον . καὶ Ναρσῆς μὲν θαρσαλεώτερον τῷ φρουρίῳ αὖθις προσέβαλλεν , ὡς καὶ αὐτοβοεὶ ἅπαν
. Καὶ μέγα φρονήσας ἐπὶ ταῖς εὐπραγίαις , ἔτι καὶ θαρσαλεώτερον ἐπορεύετο , τὰς πρὸς ἀνατολὰς πόλεις τε καὶ χώρας
7664584 ὀρνιθοσκοπος
οἰκτείροντος . ὀρνιθευτὴς ὀρνιθοσκόπου διαφέρει . ὀρνιθευτὴς ὁ θηρεύων , ὀρνιθοσκόπος ὁ μάντις . οὗτος καὶ οὑτοσὶ διαφέρει . οὑτοσὶ
τὸ „ σκοπῶ „ σύνθετα μὴ ἐκ προθέσεως παροξύνεται : ὀρνιθοσκόπος οἰωνοσκόπος . τὸ δὲ ἐπίσκοπος κατάσκοπος ἀπὸ προθέσεων .
7662008 Σφοδρα
νόσος πρὸς ὑγίειαν , καὶ ἡ κακία πρὸς ἀρετήν . Σφόδρα δυσπείστως εἶχεν καὶ πρὸς τούτους τοὺς λόγους , εἰ
χρόνον ἐστίν , περὶ δὲ τὸν μέλλοντα οὐκ ἔστιν ; Σφόδρα γε . Ἆρα σφόδρα λέγεις , ὅτι πάντ '
7657049 Πανταπασιν
ὅτι ποτ ' εἴη τὸ κυβερνώμενον ὑπ ' αὐτοῦ ; Παντάπασιν τοῦτό γε ἀληθὲς εἴρηκας , ὦ ξένε : τοὐπὶ
ἐφαπτομένη : καὶ τοῦτο αὐτῆς τὸ πάθημα φρόνησις κέκληται ; Παντάπασιν , ἔφη , καλῶς καὶ ἀληθῆ λέγεις , ὦ
7656984 ἀπερχῃ
φράσις : ἀναγινώσκεις , οὐκ ἀναγινώσκεις : ἀπέρχῃ , οὐκ ἀπέρχῃ . ἀλλ ' ὡμολογημένως λείπεται ἡ φράσις τοῦ ἤ
ὥσθ ' ἁμαρτάνουσιν οἱ λέγοντες ποῦ ἀπέρχῃ ; δέον πῆ ἀπέρχῃ ; . πλεῖν τοῦ ἀποπλεῖν καὶ παραπλεῖν καὶ περιπλεῖν
7655001 σμαριδας
τὰν κράμβαν . ὅκχ ' ὁρῆι βῶκάς τε πολλοὺς καὶ σμαρίδας . . κἀστακοὶ γαμψώνυχοι . κουρίδες τε ταὶ φοινίκιαι
ἐν δευτέρῳ Ὁμοίων ὅμοιά φησιν εἶναι τῇ μαινίδι βόακα καὶ σμαρίδας . Ἐπαίνετος δ ' ἐν Ὀψαρτυτικῷ φησι : σμαρίδα
7653277 Κλωθοι
, ἐμβῆναι δέον . Ἕν με πνίγει μάλιστα , ὦ Κλωθοῖ , δι ' ὅπερ ἐπόθουν κἂν πρὸς ὀλίγον ἐς
, τύραννος . Ἐπίβαινε σύ . Μηδαμῶς , ὦ δέσποινα Κλωθοῖ , ἀλλά με πρὸς ὀλίγον ἔασον ἀνελθεῖν . εἶτά
7652675 Ψωφις
Δαρδάνου . Σειρῶν μὲν δὴ σταδίοις ἐστὶν ἀπωτέρω τριάκοντα ἡ Ψωφίς : παρὰ δὲ αὐτὴν ὅ τε Ἀροάνιος ποταμὸς καὶ
πόλιν Φήγειαν , ἣ πρὶν Ἐρύμανθος ἐκαλεῖτο , ὕστερον δὲ Ψωφίς ὠνομάσθη , ὡς ἐροῦμεν , ἀπὸ τῆς μητρός .
7650545 Πορευου
πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος . Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου , Ῥαφαήλ , καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλ : χερσὶ
τὰς ἁμαρτίας πάσας . Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους , ἐπὶ τοὺς κιβδήλους καὶ τοὺς
7650015 καταπαττομενος
παρὰ τὴν παιπάλην , τουτέστι τὸ ἄλευρον , εἰπὼν ” καταπαττόμενος “ . ἀναπαιστικοὶ τετράμετροι καταληκτικοὶ ιβʹ . παρακελεύεται τὸν
λατύπης , ἣν ἔφαμεν παιπάλην καλεῖσθαι , γενήσομαι παιπάλη . καταπαττόμενος : τῇ χιόνι παττόμενος , ἐὰν αἱ Νεφέλαι διέλθωσιν
7649835 βραδυνεις
. ἔπειγε : λειφθεὶς δεινὰ πείσομαι μάχης . σύ τοι βραδύνεις , οὐκ ἐγώ , δοκῶν τι δρᾶν . οὔκουν
, φησὶν ἡ Ἰὼ πρὸς αὐτόν : διὰ τί οὖν βραδύνεις καὶ ἀργεῖς μὴ γεγωνίσκειν καὶ βοᾶν καὶ λέγειν ἐμοὶ
7649332 σκιαμαχων
ἐμοὶ δὴ δοκεῖ πρώτῳ πεπειρᾶσθαι . καὶ πρὸς τὸν οὐρανὸν σκιαμαχῶν ἀποκτίννυσι ταῖς ἀπειλαῖς . ὁ βοῦς ἐκεῖνος χἠ μαγὶς
ἀποκτιννύει . Κρατῖνος Βουκόλοις : ” καὶ πρὸς τὸν οὐρανὸν σκιαμαχῶν ἀποκτίννυσι ταῖς ἀπειλαῖς . ” καὶ ἀπεκτόνασιν , οὐκ
7647943 τετυφθαι
ὄπισθεν τοῦ θαι σ τύπτεσθαι γίνεται . Ὥσπερ καὶ τὸ τετύφθαι χρόνου παρακειμένου καὶ ὑπερσυντελίκου ἐστίν : γίνεται δὲ ἀπὸ
δὲ εἰς ΑΙ λήγοντα ἀπαρέμφατα πάντα βαρύνεται : τύψαι τυφθῆναι τετύφθαι τύπτεσθαι . Πᾶν ῥῆμα ὀξύτονον ἐν τῇ συνθέσει ἀναδίδωσι
7645956 κατηγορησω
λεγόμενον ἐτήτυμον : τὸ ἀληθές ἄχθομαι : λυποῦμαι γράψομαι : κατηγορήσω κατωκάρα : κατακέφαλα ὦ γλίσχρων : ὦ γουλάριε ,
[ ἐπιτάξαντος ] . καὶ σὺ λέγε τίνος θέλεις [ κατηγορήσω ] . Κλαύδιος Καῖσαρ : ἀσφαλῶς [ ἐκ ]
7645941 υνʹ
εἰς Πάταρα στάδιοι ψʹ . Ἐκ Ῥόδου εἰς Καῦνον στάδιοι υνʹ . Ἐκ Ῥόδου εἰς νῆσον Ῥόπουσαν στάδιοι τνʹ .
εἰς Σιγνάτιος ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι φʹ , [ στάδιοι ] υνʹ . Ἀπὸ δὲ Σιγνάτιος ποταμοῦ ἐκβολῶν εἰς Κουρίαννον ἀκρωτήριον
7645915 βαρβαρε
' ὅλως ; τοιοῦτόν ἐστι τοῦτο ; πάνυ γε , βάρβαρε . τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου ἡμᾶς γὰρ ἀπολύσασα
ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι . . ἐγώ σε προσκυνήσω , βάρβαρε ; κρείττων Ζώπυρος ἑκατὸν Βαβυλώνων . . . .
7643279 νωτοπληγα
ὡς τοὺς ὑπὸ ζυγῷ ζυγίους . τὸν δὲ μαστιγίαν Ἀριστοφάνης νωτοπλῆγα ἐκάλεσεν . περὶ δὲ τοῖς νώτοις ἑπτὰ τραχύτητες ἀνεστᾶσιν
βόεια νοστήσω κρέα , ἀνὴρ γέρων , ἀνόδοντος ; Καὶ νωτοπλῆγα μὴ ταχέως διακονεῖν . Τοῖς δὲ κριταῖς τοῖς νυνὶ
7640852 γλυκυτατ
χοῦς κεκραμένου οἴνου : λαβὼν ἔκπιθι τοῦτον . ἐπεφαρμάκευσο , γλυκύτατ ' , ἀναλυθεὶς μόλις . εὖ ἴσθι , κἀγὼ
οἷ ' αὐτὸς ἐργάζει κακά . Ἀλλ ' , ὦ γλυκύτατ ' Εὐριπίδη , τουτὶ μόνον , δός μοι χυτρίδιον
7640814 Μαρικας
, ἐν ᾧ τὸν Ὑπέρβολον ⌈ Εὔπολις / ἐκωμῴδει , Μαρικᾶς ἐκαλεῖτο . παρείλκυσεν ] εἰς τὸ θέατρον εἰσήγαγεν .
κόλον γὰρ τὸ παχὺ ἔντερον . δῆλον ὅτι πρῶτος ὁ Μαρικᾶς ἐδιδάχθη τῶν δευτέρων Νεφελῶν . Ἐρατοσθένης δέ φησι Καλλίμαχον

Back