Σελήνης ἐὰν ὁ κύριος τοῦ ὡροσκόπου κρύψιν ἔχῃ καὶ μὴ σχηματίζῃ ἀχρόνους ποιεῖ . ἐὰν δὲ τοῦ ζῳδίου τὰ ἔσχατα
ἔχει καὶ ἐπαγγελίαν πράξεων γενομένων , κἂν ὡς ἤδη γινομένας σχηματίζῃ αὐτάς , ἡ δὲ κωμῳδία πλάσματα περιέχει βιωτικῶν πραγμάτων
5777268 περιθετην
. πηνήκην γὰρ οἱ ἀρχαῖοι Ἀττικοὶ τὴν ἐκ τῶν τριχῶν περιθετὴν κόμην , χρηστὴν οὐ μόνον γυναιξίν , ἀλλὰ καὶ
, ἐφορμουσῶν αὐτῷ νεῶν μακρῶν Περικλέους τοῦ Λυκίου , περιθέμενος περιθετὴν πεζῇ διὰ τῆς Περικλέους χώρας ἐσώθη . Καλλιάδης κυβερνήτης
5732589 βαταλον
τὸ τῶν Βατάλων ὄνομα κεῖσθαι τοῖς αἰσχροῖς καὶ τὸν πρωκτὸν βάταλον ὑπ ' αὐτῶν καλεῖσθαι . . . . τιτθῆς
οἱ δὲ κρόταλον , ᾧ ἐπιψοφοῦσιν οἱ αὐληταί [ τὸ βάταλον ] . Κρωβύλου ζεῦγος : ἐπὶ πονηρῶν , ἀπὸ
5551819 σωσαιμι
Πρωτέως ἱδρύσατο , πάντων προκρίνας σωφρονέστατον βροτῶν , ἀκέραιον ὡς σώσαιμι Μενέλεωι λέχος . κἀγὼ μὲν ἐνθάδ ' εἴμ '
τοῖς θεοῖς , ἐμέ τε ὑμνῶν καὶ περιέπων , ὅτι σώσαιμι αὐτῷ τοὺς υἱέας , καὶ τὴν πόλιν τῶν Ἀθηναίων
5526644 κτιστῃ
, ὡς Ἡρωδιανός . τὸ ἐθνικὸν Τρώς , ὁμόφωνον τῷ κτιστῇ , ὡς Ἀχαιός Δαναός Σικελός . τὸ θηλυκὸν Τρωίς
καλουμένης Μακετίας ” . ] τὸ ἐθνικὸν Μακεδών ὁμοφώνως τῷ κτιστῇ , κοινὸν τῷ γένει , καὶ Μακεδονίς θηλυκῶς ,
5463609 σαπραν
δὴ τὴν κεφαλὴν τῆς δέλφακος . Σὲ γὰρ γραῦ συγκατῴκισεν σαπράν ὀρφοῖσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βοράν . Ἵν '
ἕξεις τύχην ἐπισκοπεῦσαι . μὴ ἔλπιζε γ μοιχοῦ γένεσιν ἕξεις σαπράν δ ἀγοράσεις ὃ θέλεις χωρίον ἢ οἰκίαν ε παραμενεῖς
5421489 κοω
, ἄστρωτος εὕδω : καὶ τὰ μὲν πρᾶτ ' οὐ κοῶ , ἇς κά μ ' ἔχων ὥκρατος ἀμφέπηι φρένας
Ἱππεῦσιν , οἷον ” κοάλεμον αἱματοπώτην ” . παρὰ τὸ κοῶ ῥῆμα δηλοῦν τὸ νοῶ , οἷον „ ἡ δ
5416803 Ἀγαμαι
σὺ δὲ πάντας δημιουργοὺς ὁμοίως καλῶν οὐκ ἂν σφαλείης . Ἄγαμαι . ἀποδέχομαι , θαυμάζω ἄγαν . Ἀγανακτεῖν , στένειν
καὶ ἐπὶ τοῦ ἀγοράζειν , . , . . . Ἄγαμαι : ἄγαμαι αὐτοῦ . καὶ τοῦτο μᾶλλον οὕτω συντάσσουσι
5413970 ἀπελευσῃ
, ἣν ἐπάγειν θάνατος δοκεῖ . μετὰ δὲ τὸ „ ἀπελεύσῃ „ γέγραπται τὸ ” πρὸς τοὺς πατέρας σου ”
ἵν ' ᾖ κυρίως ἀπορρεύσω . ἢ εἰς τὴν Λιβύην ἀπελεύσῃ . ὅμοιον τὸ εἰς κόρακας . ἀντὶ τοῦ ἐν
5379606 μεθυω
ἐκεῖνον ἀεὶ λειπούσης , Πτολεμαῖε , ἔφη , πότερον ἐγὼ μεθύω ἢ δοκεῖ μοι ταῦτα περιφέρεσθαι ; Χαιρεφῶντος δὲ τοῦ
τὸ καινὸν ἔντεινον τεχνῶν . πολὺν πιὼν Εὐβοϊκὸν οἶνον οὐ μεθύω τὴν φρόνησιν , ἀλλὰ τὸ τοιοῦτον μόνον , τὸ
5370424 Λαϊωι
: ἀράχνου : ἀπ ' εὐθείας ὁ ἀράχνης . Αἰσχύλος Λαΐωι . Κατάλογ . : Οἰδίπους . Κατάλογ . :
καὶ πρὶν ἐς φῶς μητρὸς ἐκ γονῆς μολεῖν ἄγονον Ἀπόλλων Λαΐωι μ ' ἐθέσπισεν φονέα γενέσθαι πατρός : ὦ τάλας
5367052 εὐπρεπεστατας
ἡδόμενοι . Ἤδη δέ τις κἀν ταῖς διαθήκαις γέγραφε γυναῖκας εὐπρεπεστάτας μονομαχῆσαι , ἃς ἐκέκτητο : ἕτερος δὲ παῖδας ἀνήβους
δὲ ἐν Βεροίᾳ , καὶ δωρεὰς ἅμα εἰληφότας καὶ γυναῖκας εὐπρεπεστάτας γεγαμηκότας . Καὶ μὴν οὐδὲ πρὸς Θηβαίους οὐδ '
5351368 φυταλμιος
αλ συλλαβῆς φυταλίζω . . . . . φυτάλιμος : φυτάλμιος : παρὰ τὸ φυτὸν φύτιμος : καὶ πλεονασμῷ τῆς
μέγας ὥρμουν . Ἐή , ἀλαῶν ὀμμάτων ἆρα καὶ ἦσθα φυτάλμιος ; δυσαίων μακραίων θ ' , ὅς ' ἐπεικάσαι
5346524 Κοματας
προσώπου μὴ ἐμφαινομένου . ἔστι δὲ τοῦ αἰπόλου τὸ ὄνομα Κομάτας Εὐμάρα τοῦ Συβαρίτου νέμοντος αἶγας , τοῦ δὲ ποιμένος
ὃς Θουρίου Σιβύρτα νέμει θρέμματα . ἔχει δὲ ὁ μὲν Κομάτας κόρην ἀγαπωμένην Ἀλκίππην τοὔνομα , ὁ δὲ Λάκων ἐρώμενον
5339255 κουφισον
καὶ ὡριαῖον , καὶ τὰς γινομένας ἡμέρας τε καὶ ὥρας κούφισον ἀπὸ τῶν τῆς μέσης ἀποκυή - σεως ἡμερῶν σογ
στοιχεῖ χρόνῳ . Ἔπαιρε σαυτόν , ὦ τέκνον , καὶ κούφισον . μή πώς με πίπτων καταβάλῃς σὺ χωλὸς ὤν
5337623 δυσαπαλλακτως
. ἐγὼ γὰρ δὴ λέγω τό γε ἐμόν , ὅτι δυσαπαλλάκτως ἔχω σφόδρα ὑμῶν : εἰ δὲ καὶ ὑμεῖς φιλοσοφίας
συνὼν τῷ θεσπεσίῳ καὶ Ἀριστοτέλει συνδιαιτώμενος , Ὁμήρου δὲ ἔχων δυσαπαλλάκτως , οὐ θαμίζω ὑμῖν ἐπὶ τὸ βῆμα καὶ τοὺς
5330413 ἀνεχε
ὁδόν . δύναται δὲ πρὸς ἑαυτὴν λέγειν ἀντὶ τοῦ : ἄνεχε καὶ φέρε : ὦ Ὑμὴν Ὑμέναι ' : πρὸς
] ἐκ Τρῳάδων Εὐριπίδου . Γ Κασάνδρα φησίν : “ ἄνεχε , πάρεχε , φῶς φέρω , φλέγω , σέβω
5320042 εὐλογιαις
λόγος ἔργον ἐστὶν αὐτῷ . παρελήφθην δ ' ἐπ ' εὐλογίαις , οὐ κατάραις , ἐγώ . οὐκ ἔσται πόνος
τέθˈμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν τάνδ ' ἐπιστείχοντα νᾶσον ῥαινέμεν εὐλογίαις . μυρίαι δ ' ἔργων καλῶν τέτˈμανθ ' ἑκατόμπεδοι
5319914 ἐπιτηδευω
τῆς σίδης : πρόσκειται μὴ ἀπὸ ῥήματος , διὰ τὸ ἐπιτηδεύω ἐπιτήδειος διὰ τῆς εἰ διφθόγγου γραφόμενα . Τὰ διὰ
τοῦτο , ” ἔφη , “ ἐν παντὶ τῷ βίῳ ἐπιτηδεύω ποιεῖν . ” Ἰδών ποτε νεανίσκον θηλυνόμενον , “
5319130 Μυσον
μελίττας ἐκώμασεν : ἐπὶ τῶν κακουμένων ἀθρόως . Εἴ σοι Μυσὸν ἥδιον καλεῖν : Μῦσός τις μυσὸς ἐβούλετο καλεῖσθαι :
' αἴας μηλοβότου Φρυγίας διαμπάξ : περᾷ δὲ Τεύθραντος ἄστυ Μυσὸν Λύδιά τ ' ἂγ γύαλα , καὶ δι '
5315648 ζεουσαις
ἐπιπλάττεται θερμὸς ὁ ἄρτος , ἁρμόττων ταῖς σκληροτέραις καὶ οὐ ζεούσαις φλεγμοναῖς : ἢ ἀντὶ τοῦ ἐλαίου τὸ βούτυρον ἐμβαλεῖς
ἀτράφαξυς καὶ μαλάχη ταῖς μὲν ἀρχομέναις καὶ αὐξανομέναις καὶ οἷον ζεούσαις αἱ κηπευόμεναι , ταῖς δὲ παρακμαζούσαις καὶ σκληρυνομέναις καὶ
5312845 πεπαυσαι
παῦσαι μὲν τῆς πρὸς τὸν κύνα συνηθείας , εἰ μὴ πέπαυσαι : παῦσαι δὲ τοῦ πειρᾶσθαί με ἐνθένδε κινεῖν .
τοὺς σοὺς ἔρωτας , οἷς πλατὺς εὑρέθης σκοπός , ὅτι πέπαυσαι διηγούμενος : καί σε πρὸς αὐτῆς ἀντιβολοῦμεν Ἀφροδίτης ,
5312379 μασω
: χλωρόν μαστάζειν : ἀντὶ τοῦ μάσταζε , ἔστι δὲ μασῶ ταῖς σιαγόσιν . * ἀμελγόμενος : πιπίζων ἀποθλίβων *
τὸ σήθω , καὶ προσλαβὸν τὴν μα συλλαβὴν ἐποίησε τὸ μασῶ καὶ μασῶμαι , τὸ εἰς λεπτὰ τὴν τροφὴν κερματίζειν
5311046 Περραιβισιν
ἀξύμβλητον ἐξεθρεψάμην . ἀπαιόλη : ἀπάτη καὶ ἀποστέρησις . Αἰσχύλος Περραιβίσιν : τέθνηκεν οἰκτρῶς χρημάτων ἀπαιόλῃ . ἀπαιόλημα : ἀποπλάνημα
, . : ἀπαιόλη : ἀπάτη ἢ ἀποστέρησις . Αἰσχύλος Περραιβίσιν . . . . . , . . .
5303819 αἰγυπτιαζειν
. δ : . . . λέγουσιν ἐξ αὐτῶν καὶ αἰγυπτιάζειν τὸ πανουργεύεσθαι . συλλαλεῖ δὲ εἰς τοῦτο καὶ παροιμία
ἐπὶ τῶν ἐπιχειρούντων τι ποιεῖν καὶ ἀποτυγχανόντων . ἐπεὶ ἄνω αἰγυπτιάζειν αὐτοὺς ἔφη , οἱ δὲ Αἰγύπτιοι λινοποιοί εἰσιν .
5270964 ἐγραψατε
; τοῦτ ' ἤδη καθ ' ἕκαστον ἐν τῶι νόμωι ἐγράψατε , ἵνα μὴ ἀγνοῇ μηδείς . ἐάν τις ,
δὴ ἐπανάγω ἐμαυτὸν ἐπὶ τὴν εἰρήνην ἣν σὺ καὶ Φιλοκράτης ἐγράψατε . Ὑμῖν γὰρ ἐξεγένετ ' ἄν , ὦ ἄνδρες
5267429 ἐδανεισας
καὶ ὁ εὐτράπελός φησιν : Ἀφ ' οὗ μοι † ἐδάνεισας , τὸν λύχνον οὐ βλέπω [ αὐτόν ] .
, κακῶς ἄρα εἶχες αὐτὰ τὰ χρήματα καὶ διὰ τοῦτο ἐδάνεισας ; κακῶς ἄρ ' ] κακῶς εἶχες ] αὐτὰ
5263362 πρυτανεως
τῶν ῥητόρων γραφαὶ εἰσάγονται , ὡς Ἀντιφῶν ἐν τῷ κατὰ πρυτάνεως , εἰ γνήσιος , ὑποσημαίνει . Ῥίνων : Ἰσοκράτης
ῥητόρων γραφαὶ εἰσάγονται , ὡς Ἀ . ἐν τῷ κατὰ πρυτάνεως , εἰ γνήσιος , ὑποσημαίνει . . . .
5261308 διαβαλῃς
πάντα καὶ θηρεύεται . τί δ ' ἢν λυθείς με διαβάλῃς , παθεῖν σε δεῖ ; ὦ πότνι ' αἰδώς
τὰς αἰσχρὰς πράξεις μὴ αἰσχροῖς ὀνόμασι λέγειν , ἵνα μὴ διαβάλῃς τὸ ἦθος , ἀλλὰ τὰ τοιαῦτα αἰνιγματωδῶς ἑρμηνεύειν καὶ
5257315 θεραπαιναις
, τὴν Περσεφόνην * ἔβλαψε : ἐπέτρεψεν θεράπναις ἤγουν ταῖς θεραπαίναις ἢ τόποις πρὸς ξενίαν ἐπιτηδείοις . * ὕλην :
γυναῖκα πρέπον , ὥστε μὴ τῆς ταλασίας κοινωνεῖν μόνον ταῖς θεραπαίναις , ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἔργων τῶν ἐπανδροτέρων .
5254918 εἰλαπινας
δὴ τότε μυρία δῶρα μετὰ πρώτῃσι θεάων λοιβάς τ ' εἰλαπίνας τε παρέξομεν εὐμενέοντες . ” Ὧς φάτο λισσόμενος ἀδινῇ
ἀπὸ τοῦ τραχήλου ἀποβαλέσθαι : λόφος γὰρ ὁ τράχηλος . εἰλαπίνας : νῦν θυσίας . ἀδινῇ : ἀσθενεῖ , διὰ
5243786 πλανωμαι
με δεῖ , κἂν μὴ θέλω τί δὲ τὸν βίον πλανῶμαι : πίωμεν οὖν τὸν οἶνον τὸν τοῦ καλοῦ Λυαίου
, . . α . * . Ἀλαίνω : τὸ πλανῶμαι : παρὰ τὸ ἄλη ἀλῶ , παράγωγον ἀλαίνω ,
5234747 δυστυχω
πείσει τὸν Δία . . ἐγὼ γὰρ οὐκ , εἰ δυστυχῶ : Ἐγώ , φησί , καὶ ἐὰν δυστυχῶ τοιαύτας
πανταχοῦ φρονεῖν μέγα . Ὡς οἰκτρόν , ἣ τὰ τοιαῦτα δυστυχῶ μόνη , ἃ μηδὲ πιθανὰς τὰς ὑπερβολὰς ἔχει .
5232857 ἡμιαρτιον
καὶ λειοτριχιῶσαι . δεῖπνον ταῖς θείαις κριβανίτας καὶ ὁμώρους καὶ ἡμιάρτιον Ἑκάται . τίς σταιτίτας ἢ κλιβανίτας ἢ ἡμιάρτια πέσσει
λέγων οὕτως : δεῖπνον ταῖς θείαις κριβανίτας καὶ ὁμώρους καὶ ἡμιάρτιον ἑκάστᾳ . οἶδα δ ' , ἄνδρες φίλοι ,
5221770 ξενας
τάλαιναν ἀφανίσαι τοσόνδ ' ἄχος . Ὤμοι , γᾶς ἐπὶ ξένας θανεῖν ἔχρῃζες : ἀλλ ' ἔρημος ἔθανες ὧδέ μοι
ἀδήλοις ἅπασι διασυστῆσαι ὁ θεὸς ἐλεήσας τὸ πάθος ἰᾶται . ξένας οὖν εὐεργεσίας ἐκαινοτόμει , τρανοτέραις ὅπως ἐμφάσεσι παιδευθῶσιν ἤδη
5215598 Αἰξιν
. νεανισκεύεται : Ἄμφις Ἐρίθοις . Ποσείδιππος Δημόταις . Εὔπολις Αἰξίν . ἰδίως δὲ ἐσχημάτικεν τὸ νεανισκεύειν ἐν Δήμοις γυναῖκ
γῆν : καὶ νεατὸν Ξενοφῶν , οὐ νέωσιν . Εὔπολις Αἰξίν : ” ἐπίσταμαι γὰρ αἰπολεῖν , σκάπτειν , νεᾶν
5215133 Κλειταγορας
τῶν σκολίων Πινδάρου , λέγομεν ὅτι δεῖ μᾶλλον ᾄδειν ἀπὸ Κλειταγόρας τῆς ποιητρίας : ἡ γὰρ Κλειταγόρα ποιήτρια ἦν Λακωνικὴ
. συνέπλεξε δὲ ἐκ τοῦ σκολίου . Κλειταγόρᾳ τε : Κλειταγόρας μέλος λέγουσι τὸ εἰς αὐτὴν Γ Κλειταγόραν , Γ
5211074 στιφρας
δ ' ἀπειλῶν οὐκ ἔχει μέγαν φόβον . ὡς ἀεὶ στιφρὰς ἐσομένας καὶ νέας , ταλάντατος . γυναικείαν ἀγοράν .
δ ' ἀπειλῶν οὐκ ἔχει μέγαν φόβον . ὡς ἀεὶ στιφρὰς ἐσομένας καὶ νέας , ταλάντατος . γυναικείαν ἀγοράν .
5208672 λανθανεις
πόλεσι δεῖν : πρῶτον μὲν σαυτὸν , εὖ ἴσθι , λανθάνεις αὐτὰς δή που τὰς λειτουργίας περικόπτων τῇ πόλει καὶ
ἰσχυρὸν ἔχειν νομίζεις , ὅτι μὴ τοῖς νόμοις ἐγγέγραπται , λανθάνεις οὐδὲν ἧττον καὶ τά γε σὰ παιδικὰ ταύταις ὑποβάλλων
5206650 μεμψωμαι
λόγων ἡ ἀλήθεια προσβεβαιώσῃ . Πότερον ἐμαυτὸν ὡς ἀσαφῶς γράφοντα μέμψωμαι ἢ σὲ ὡς ἑκουσίως μαθεῖν μὴ βουλόμενον αἰτιάσωμαι ἀγνοῶ
σέ . λῦσον οὖν τὸ χρέος , ἵνα μὴ κἀγὼ μέμψωμαι δι ' ἐκεῖ Τὰς ἐπιστολὰς οἱ τὴν ἀρχὴν εὑρόντες
5205690 παγκαλην
τὸν Ἔρωτα καὶ τὸν Ἅιδην καὶ τὸν Δία , καὶ παγκάλην λέγει εἶναι τὴν σοφιστικὴν τέχνην : ὅθεν ὑπονοοῦμεν ὅτι
ἦν ἐπιθυμῶν εἰπεῖν ἵν ' εὐδοκιμήσειεν , ἡγούμενος ἔχειν ἀπόκρισιν παγκάλην : προσεποιεῖτο δὲ φιλονικεῖν πρὸς τὸ ἐμὲ εἶναι τὸν
5204446 οἰκαδις
ὑός : ὡς ναὶ τὸν Ἑρμᾶν , αἴπερ εἱξεῖτ ' οἴκαδις ἄπρατα , πειρασεῖσθε τᾶς λιμῶ κακῶς . Ἀλλ '
κάκιστ ' ἀπολουμένα ; Πάλιν τυ ἀποισῶ ναὶ τὸν Ἑρμᾶν οἴκαδις . Κοῒ κοΐ . Αὕτα ' στὶ χοῖρος ;
5203110 περιελειχε
ὁ δ ' αὖ Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχρισμένου ὥσπερ καδίσκου περιέλειχε τὸ στόμα . Ὁ μὲν Δημόκριτος περὶ Ὁμήρου φησὶν
ὁ δ ' αὖ Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχριμένου ὥσπερ καδίσκου περιέλειχε τὸ στόμα . ἄλλαι δὲ κυαμίζουσιν αὐτῶν : εἰσί
5200902 πιλιον
ἁρμόσῃ ἐφ ' ὧν ὅλην τὴν κεφαλὴν ἐπιδῆσαι θέλομεν . πιλίον . Θέντες τὴν ἀρχὴν ἐπὶ ἰνίον ἄγομεν τὴν ἐπείλησιν
περὶ γῆν , ὡσπερεὶ περὶ τὴν ἡμετέραν κεφαλὴν στρέφεται τὸ πιλίον . κρύπτεσθαί τε τὸν ἥλιον οὐχ ὑπὸ γῆν γενόμενον
5198801 Ἀλαλκομενεως
, ὡς ἀταρτηρός καὶ ἐτήτυμος καὶ ἀτιτάλλειν . ἢ ἀπὸ Ἀλαλκομενέως τινὸς ἱδρυσαμέ - νου αὐτῆς ναὸν Ἀλαλκομενηΐς , ὡς
ὄρος ὁμώνυμον . Ἀλαλκομένιον , πόλις Βοιωτίας , ἀπὸ τοῦ Ἀλαλκομενέως , ὃς καὶ ἵδρυσε τὴν Ἀθηνᾶν Ἀλαλκομενηίδα . οὐ
5197444 κριθωντα
καὶ λιμώττειν ἐάσας πραϋνῶ . πειθάνορα ] τὸν πειθαρχοῦντα . κριθῶντα ] πίονα ταῖς κριθαῖς . ἐπόψεται ] ἴδηι .
μετὰ δόλου ποιῆσαι . Οὐχ ὑποζεύξω τὸν μὴ πειθαρχοῦντα ὡς κριθῶντα πῶλον ἀλλὰ συγκλείσας καὶ λιμώττειν ἐάσας πραϋνῶ . πειθάνορα
5194775 ἀγγελει
μικρὸν , ἄχρις ἂν ὁ Καρίων ἐκείνοις συμμίξειεν . 〛 ἀγγελεῖ : Μηνύει . . χρηστόν τι : Εὐτυχές τι
ὀρχεῖσθε καὶ σκιρτᾶτε καὶ χορεύετε : οὐδεὶς γὰρ ὑμῖν εἰσιοῦσιν ἀγγελεῖ , ὡς ἄλφιτ ' οὐκ ἔνεστιν ἐν τῷ θυλάκῳ
5193023 μουσηγετην
τῶν ἑορτῶν ἀμοιβὰς τοῖς θεοῖς , καὶ Μούσας Ἀπόλλωνά τε μουσηγέτην καὶ Διόνυσον συνεορταστὰς ἔδοσαν , ἵν ' ἐπανορθῶνται ,
καλλίων ἡ κλῆσις ἡμῖν , ὅταν αὐτοῦ τοῦ προβαλόντος δεώμεθα μουσηγέτην ἅμα τῷ πατρὶ γενέσθαι . ἀλλ ' ὦ πολλὰ
5185900 κἀντραγειν
. σικύδιον δ ' ὑποκοριστικῶς εἴρηκε Φρύνιχος ἐν Μονοτρόπῳ : κἀντραγεῖν σικύδιον . Θεόφραστος δέ φησι σικυῶν τρία εἶναι γένη
δὴ κατακλινῶ : σὺ δὲ τράπεζαν ἔκφερε , καὶ κύλικα κἀντραγεῖν , ἵν ' ἥδιον πίω . ἰδοὺ κύλιξ σοι
5185220 Ληροις
Παρμενίσκωι . ἀπὸ τῶν ἐκείνου καὶ τὰ κυντερώτατα . Φερεκράτης Λήροις ) : ἔπειτα ἕτερα τούτων ποιοῦντα πολλὰ κυντερώτερα .
: τήγανον δέ , ὦ βέλτιστε , εἴρηκεν ἐν μὲν Λήροις Φερεκράτης οὕτως : ἀπὸ τηγάνου τ ' ἔφασκεν ἀφύας
5168544 ἀξυμβλητον
τ ' Ἄδμητος ἠδ ' ὁ Δωτιεὺς Λαπίθης Κόρωνος ἄπλατον ἀξύμβλητον ἐξεθρεψάμην ταχὺ δ ' αὐτὸ δείξει τοὖργον , ὡς
εἴδετε . Εἴσω δ ' ἀποστείχουσα δέρκομαι φάτιν ἄφραστον , ἀξύμβλητον ἀνθρώπῳ μαθεῖν . Τὸ γὰρ κάταγμα τυγχάνω ῥίψασά πως
5164052 φιλοσοφεις
ὄντες . ” καὶ ἅμα ἐς τὸν Ἀσκληπιὸν βλέψας „ φιλοσοφεῖς , „ ἔφη ” ὦ Ἀσκληπιέ , τὴν ἄρρητόν
ἂν ταῦτα ᾤου . „ „ σὺ δέ , ἐπειδὴ φιλοσοφεῖς , ὦ βέλτιστε , ” ἔφη ” τί περὶ
5163442 Ἀριστα
εἰκότα μῦθον ἀποδεχομένους πρέπει τούτου μηδὲν ἔτι πέρα ζητεῖν . Ἄριστα , ὦ Τίμαιε , παντάπασί τε ὡς κελεύεις ἀποδεκτέον
Πρωτεσίλεως φυλάξασθαι προὔλεγεν εἰδὼς αὐτὸν ἀντίπαλον τοῖς ἐξῃρημένοις ὄντα . Ἄριστα , ξένε , τοῦ χρησμοῦ ἐτεκμήρω . Τῶν δὲ
5162826 ἀφῃρημαι
ποι τῆς γῆς αἰχμάλωτος , ἐγὼ δὲ καὶ τὸ μόνον ἀφῄρημαι παραμύθιον , καὶ τεθνήξομαι δυστυχὴς ἐν δεσμωτηρίῳ μόνος .
, ὅτι χῶσαι τὸν ἐπὶ τῷ σώματι διὰ τὴν ἀπουσίαν ἀφῄρημαι . ὢ μεθ ' οἵους τοὺς ὑπὲρ σοῦ λόγους
5159360 ποκον
τις ἦν πρόβατον κεκτημένη . Ποτὲ οὖν κεῖραι βουληθεῖσα τὸν πόκον ἅμα τῷ μαλλῷ ἐψάλιζε τὴν σάρκα . Τὸ δὲ
γὰρ τὴν ἀλώπεκα κίναδον προσαγορεύουσιν . ἐποκίξατο : ἔκειρε , πόκον ἐποίησε : τίς γάρ ποτε ἔκειρε τρίχας ἀντὶ ἐρίων
5147766 ἱεροπρεπης
λαρυγγίσῃ τάδε : οὐδὲ εἷς μάγειρον ἀδικήσας ἀθῷος διέφυγεν : ἱεροπρεπής πώς ἐστιν ἡμῶν ἡ τέχνη . ἐγὼ δ '
ἐμοῦ δικαίως : οὐδὲ εἷς μάγειρον ἀδικήσας ἀθῶιος διέφυγεν . ἱεροπρεπής πως ἐστὶν ἡμῶν ἡ τέχνη . [ ] ς
5144123 θηλαζουσαις
διόλου . Οὗτος ὠφέλιμος ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις . Γλύφεται δὲ ἐν αὐτῷ Χνούβιος ἔχων κεφαλὰς τρεῖς
ὅλου : οὗτος ὠφέλιμος ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις : γλύφεται δὲ ἐν αὐτῷ Χνούβιος ἔχων κεφαλὰς τρεῖς
5140567 ἐπιστελλω
, ὡς ἐπὶ τοῦ νέμω νόμος , λέγω λόγος , ἐπιστέλλω ἐπιστολή : διαλέκτου δέ , ὡς ἐπὶ τοῦ ὄνειρος
, ἔρχῃ , πορεύεις . τὸ στέλλω σημαίνει δʹ τὸ ἐπιστέλλω , ἐξ οὗ καὶ ἐπιστολὴ , τὸ πλέω ,
5139384 πεπεισμαι
τῶν περὶ γῆς εἰωθότων λέγειν , ὡς ἐγὼ ὑπό τινος πέπεισμαι . Καὶ ὁ Σιμμίας , Πῶς ταῦτα , ἔφη
, ἐπειδὰν τοῦ ἄφρονος σώματος δίχα γένηται , οὐδὲ τοῦτο πέπεισμαι : ἀλλ ' ὅταν ἄκρατος καὶ καθαρὸς ὁ νοῦς
5132027 εἰσορωσα
ταρβῶ γὰρ καὶ φοβοῦμαι τὴν ἀστεργάνορα παρθενίαν τῆς Ἰοῦς , εἰσορῶσα αὐτὴν δαπτομένην καὶ δαμαζομένην ἐν τῷ γάμῳ τοῦ Διός
ἄλευ ' , ἆ δᾶ : φοβοῦμαι , τὸν μυριωπὸν εἰσορῶσα βούταν . ὁ δὲ πορεύεται δόλιον ὄμμ ' ἔχων
5129355 σεβομαι
. νεοχμὸν ] νέον . ἐμβριθὲς ] μέγα . . σέβομαι ] ὑποστέλλομαι . προσιδέσθαι ] σέ . . ἀρχαίῳ
περιέσχε πάντας . ξένιον ] τὸν φίλιον . αἰδοῦμαι ] σέβομαι . πράξαντ ' ] ἐπαγαγόντα . ἐπ ' Ἀλεξάνδρωι
5128085 τραγῳδιαισιν
ποτε Εὐριπίδης γυναῖκα σώσει ' . οὐχ ὁρᾷς ἐν ταῖς τραγῳδίαισιν αὐτὰς ὡς στυγεῖ ; τοὺς δὲ παρασίτους ἠγάπα .
ποτε Εὐριπίδης γυναῖκα σώσει ' . οὐχ ὁρᾷς ἐν ταῖς τραγῳδίαισιν αὐτὰς ὡς στυγεῖ ; τοὺς δὲ παρασίτους ἠγάπα .
5119269 σκευαρι
οἰκῶν ἐν πόλει . καὶ ναὶ μὰ Δί ' ἄλλα σκευάρι ' οἰκητήρια ἐβίασέ μου τὴν γυναῖκα . παραβάλλεταί σε
λέγω μέντοι , σὲ τὸν τεθνηκότα . Ἄνθρωπε , βούλει σκευάρι ' εἰς Ἅιδου φέρειν ; Πός ' ἄττα ;
5117468 παρθενιον
καὶ τευτλὶς καὶ τὸ λάπαθον καὶ ἡ ἀκαλύφη καὶ τὸ παρθένιον : τὸν δὲ στρύχνον καὶ ὠμὸν ἐσθίουσιν , ὃν
ἢ τὴν τῶν αἰσχρῶν ἡδονῶν φθορὰν , ἵνα αὐτοῦ τὸ παρθένιον καὶ ἄδολον δηλοῖ : [ βοτὰ δὲ λέγει τὰ
5116201 Λημνιαις
ἀμπελίνων τὰς λαμπάδας κατεσκεύαζον εἰς ἔξαψιν , ὡς καὶ ἐν Λημνίαις φησί . κριηδόν : Δίκην κριοῦ . κριὸς γὰρ
βαρυτόνως , ἡ πόλις τοῦ Ἀπόλλωνος ἐγγὺς Λήμνου . Σοφοκλῆς Λημνίαις „ ὦ Λῆμνε Χρύσης τ ' ἀγχιτέρμονες πάγοι „
5114611 προσιστορων
Θηβαϊκῶν ἐπιγραμμάτων καὶ Κλείταρχος ἐν ταῖς περὶ Ἀλέξανδρον ἱστορίαις , προσιστορῶν ὅτι καὶ Νύσα ὄρος ἐστὶν ἐν Ἰνδικῇ καὶ κισσῷ
- μάτων καὶ Κλείταρχος ἐν ταῖς Περὶ Ἀλέξανδρον ἱστορίαις , προσιστορῶν , ὅτι καὶ Νύσα ὄρος ἐστὶν ἐν Ἰνδικῇ καὶ
5111832 φυσαις
ἐπανιστᾶσαι καὶ ἀδιάγνωστοι περὶ τὴν πρόσοψιν . πέμφιξι δὲ ταῖς φύσαις , ταῖς ἐν τοῖς ὕδασι γινομέναις πομφόλυξιν . πέμφιγας
μέν ἐστιν ὁ κάλαμος , κάτωθεν δ ' ὑποπνεόμενος , φύσαις μὲν ὁ ἐλάττων , ὕδατι δ ' ὁ μείζων
5111217 Κορυθος
χάλκεα ἐποίουν , ἐνδύματα . Κόρυθες : περικεφαλαῖαι : ἀπὸ Κόρυθός τινος Ἰβηρίου ἐκλήθη , ταύτην ἐφεύραντος πρῶτον . δοῦρα
χάλκεα ἐποίουν , ἐνδύματα . Κόρυθες : περικεφαλαῖαι : ἀπὸ Κόρυθός τινος Ἰβηρίου ἐκλήθη , ταύτην ἐφεύραντος πρῶτον . δοῦρα
5102008 Ἱματιον
σμικρὸν , διάστασιν δὲ , ἀγκώνων θέσει καὶ παραθέσει . Ἱμάτιον , εὐσταλέως , εὐκρινέως , ἴσως , ὁμοίως ,
. . . ἔχοντ ' : Φοροῦντα . τριβώνιον : Ἱμάτιον διερρηγμένον . . . τριβακὸν ἱμάτιον . . .
5101378 Μαρικαν
ἐγκαλεῖν ταῖς διδασκαλίαις , ὅτι φέρουσιν ὕστερον τρίτῳ ἔτει τὸν Μαρικᾶν τῶν Νεφελῶν , σαφῶς ἐνταῦθα εἰρημένου , ὅτι πρῶτος
τζαλαπατοῦσι . τὴν μητέρα ] ὡς κατὰ τὴν κοιλίαν . Μαρικᾶν ] δρᾶμα ⌈ κατὰ τοῦ Ὑπερβόλου [ οὕτω καλούμενον
5099376 κομψος
βλεφάρων αὐθημερινῶν ποιητῶν λῆρον ἀφέντα . τίς δὲ σύ ; κομψός τις ἔροιτο θεατής . ὑπολεπτολόγος , γνωμοδιώκτης , εὐριπιδαριστοφανίζων
πρὸς ἀντιδιαστολὴν τοῦ κόμπος ἡ ἔπαρσις . γράφεται δὲ καὶ κομψός : κρεῖττον δὲ τοῦ κομψός τὸ κομπός . σπονδαῖς
5086445 στωμυλον
τὸ ἀρχαῖον γενέσθαι πάνυ καλήν , λάλον μέντοι γε καὶ στωμύλον καὶ ᾠδικήν , καὶ ἀντερασθῆναί γε τῇ Σελήνῃ κατὰ
φαρμακεύτριαν πεπορισμένος καταγοητεύει τοὺς ἀθλίους νεανίσκους . τί γὰρ καὶ στωμύλον ἔχει ; τί δὲ ὁμιλητικὸν καὶ ἡδὺ φέρει ;
5084402 Δαιταλευσιν
λύσας ἴσως ἂν τὸν λαγὼν ξυναρπάσειεν ὑμῶν ‚ καὶ ἐν Δαιταλεῦσιν ἀπόλωλα : τίλλων τὸν λαγὼν ὀφθήσομαι . Ξενοφῶν δ
ἓν τῶν μαγείρου σκευῶν : Ἀριστοφάνης δὲ αὐτὸ εἴρηκεν ἐν Δαιταλεῦσιν οὔκ , ἀλλὰ ταῦτά γ ' ἐπίχυσις τοῦ χαλκίου
5082458 ηὑρες
Παλάμηδες , ὦ σοφωτάτη φύσις . Ταυτὶ πότερ ' αὐτὸς ηὗρες ἢ Κηφισοφῶν ; Ἐγὼ μόνος : τὰς δ '
ὑφ ' αὑτῶν ἀναμιμνῃσκομένους : οὔκουν μνήμης ἀλλὰ ὑπομνήσεως φάρμακον ηὗρες . σοφίας δὲ τοῖς μαθηταῖς δόξαν , οὐκ ἀλήθειαν
5074272 νωτοπληγα
ὡς τοὺς ὑπὸ ζυγῷ ζυγίους . τὸν δὲ μαστιγίαν Ἀριστοφάνης νωτοπλῆγα ἐκάλεσεν . περὶ δὲ τοῖς νώτοις ἑπτὰ τραχύτητες ἀνεστᾶσιν
βόεια νοστήσω κρέα , ἀνὴρ γέρων , ἀνόδοντος ; Καὶ νωτοπλῆγα μὴ ταχέως διακονεῖν . Τοῖς δὲ κριταῖς τοῖς νυνὶ
5073215 Κερβερος
ἐν Τρικαρηνίᾳ πρὶν περιελάσαι τὰς βοῦς ἀναιρεῖ : ὁ δὲ Κέρβερος συνηκολούθει ταῖς βουσίν . ἐπιθυμήσας δὲ τοῦ κυνὸς ἀνὴρ
κύφωνες καὶ τροχοί , καὶ ἡ Χίμαιρα ἐσπάραττεν καὶ ὁ Κέρβερος ἐδάρδαπτεν . ἐκολάζοντό τε ἅμα πάντες , βασιλεῖς ,
5073024 Πενθεως
, ὅτι φιλοφρόνως αὐτὸν ὑπεδέξατο , τὴν ὕβριν φεύγοντα τοῦ Πένθεως . ΓΘ ἐκπίω ] πρὸς τὸ ὑπ ' ἐκείνου
, ὅτι φιλοφρόνως αὐτὸν ὑπεδέξατο , τὴν ὕβριν φεύγοντα τοῦ Πένθεως . ΓΘ ἐκπίω ] πρὸς τὸ ὑπ ' ἐκείνου
5072970 Ἀντεια
. . τῷ δὲ γυνὴ Προίτου ἐπεμήνατο , δι ' Ἄντεια : ἡ διπλῆ , ὅτι Ὅμηρος Ἄντειαν , οἱ
, Θάλαττα Διοκλέους , Φερεκράτους Κοριαννώ , Εὐνίκου ἢ Φιλυλλίου Ἄντεια , Μενάνδρου δὲ Θαὶς καὶ Φάνιον , Ἀλέξιδος Ὀπώρα
5069255 ἀπειθω
. . . ἀπίθησεν : ἐκ τοῦ πείθω πειθῶ καὶ ἀπειθῶ ἀπειθήσω ἠπίθησα ἠπίθησε , συστολῇ τοῦ η εἰς α
ἐναντίον ἐναντιοῦμαι ὑπεναντιοῦμαι , ἀντιλέγω , ἀντικρούω , ἀντιτείνω , ἀπειθῶ , διέστηκα τῇ γνώμῃ , διχογνωμονῶ , ἀλλοδοξῶ ἑτεροδοξῶ
5065054 ὠνειδισαν
: ἄγονός εἰμι σοφίας , καὶ ὅπερ ἤδη πολλοί μοι ὠνείδισαν , ὡς τοὺς μὲν ἄλλους ἐρωτῶ , αὐτὸς δὲ
Φαῖδρον εἰπεῖν ὅτι ἴσως οὐ ποιήσει τοῦτο , ἐπειδή τινες ὠνείδισαν αὐτῷ ὡς λογογράφῳ . ςϘʹ Τὸ μὲν οὖν ἔντεχνον
5064875 σμεʹ
ἐὰν δὲ Σκορπίῳ , σπγʹ : ἐὰν δὲ Τοξότῃ , σμεʹ ἥμισυ : ἐὰν δὲ Αἰγόκερῳ , σπηʹ . Ἔστω
τέλος τῶν Ἀριστοφάνους Νεφελῶν . ἡ εἴσθεσις . . . σμεʹ . . . ἀκατάληκτον : ἐν εἰσθέσει . .
5064673 Νυμφαισιν
. ἔκλυσε δίνα τὸν Μοίσαις φίλον ἄνδρα , τὸν οὐ Νύμφαισιν ἀπεχθῆ . λήγετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι , ἴτε λήγετ
εἴπατε δ ' αὖ κούραις Οἰαγρίσιν , εἴπατε πάσαις Βιστονίαις Νύμφαισιν , ἀπώλετο Δώριος Ὀρφεύς . ἄρχετε Σικελικαί , τῶ
5059423 ψυκτικηϲ
τῆϲ μέϲηϲ κράϲεωϲ ἐπὶ τὸ ψυχρότερον . Μόλυβδοϲ δυνάμεώϲ ἐϲτι ψυκτικῆϲ , ἔχει δὲ καὶ ὑγρὰν οὐϲίαν πλείϲτην ὑπὸ ψύξεωϲ
' οὐδὲ ῥυπτικῆϲ μετέχει δυνάμεωϲ . Μόλυβδοϲ . Δυνάμεώϲ ἐϲτι ψυκτικῆϲ : διότι ὑγρὰν οὐϲίαν κέκτηται ὑπὸ ψύξεωϲ πεπηγυῖαν ,
5058662 ἀγλαισμα
τἄδικον τοῦτ ' ἔστ ' ἐμόν . ἣ δ ' ἀγλάισμα δωμάτων ἐμόν τ ' ἔφυ , θυγάτηρ ἄνανδρος πολιὰ
. ὅμοιος ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει . οὐ Σύριον ἀγλάισμα δώμασιν λέγεις ; ἀλλ ' εἶμι κἀν δόμοισι κωκύσους
5053638 βοατιν
καὶ φωνὴν τάλαιναν καὶ τληπαθῆ , δυσβάϋκτον καὶ θρηνητικὴν , βοᾶτιν καὶ βοητικήν . . τεῖνε ] εἰς ὕψος αἶρε
τοῦ οὐρανοῦ βόησον τὰ ἄχη . δυσβάϋκτον ] θρηνητικήν . βοᾶτιν ] βοητικήν . ἀναύδων ] τῶν ἰχθύων . τᾶς
5052113 ὡρμημενος
. τεθοώμενος : καιόμενος , καὶ διεγειρόμενος , ὀξυνόμενος , ὡρμημένος , καιόμενος , πυρούμενος , σκοτιζόμενος τῇ τοῦ ἔρωτος
Θεόπομπος α Φιλιππικῶν * * καὶ γ : ἔτι συνεπολέμησεν ὡρμημένος ἐκ Χαλκῶν τῆς Λαρισσαίας . . . : περὶ
5045084 ΡΗΘ
ΒΑ ΛΡ καὶ τοῦ ὑπὸ ΗΘΚ τῷ τε δὶς ὑπὸ ΡΗΘ καὶ τῷ ὑπὸ ΒΑΛ μετὰ τοῦ ὑπὸ ΗΘΚ .
ΛΣ τῇ ΘΗ ἐστὶν ἴση . ἐπεὶ οὖν τὸ ὑπὸ ΡΗΘ ἴσον ἐστὶν τῷ ὑπὸ ΡΘΗ μετὰ τοῦ ἀπὸ ΗΘ
5042176 πλησιαζομεν
εἰς ἔλεον ἐπικαλούμεναι . . πελαζόμεθα ] τῷ σῷ βωμῷ πλησιάζομεν . . Λύκει ' ἄναξ , λύκειος γενοῦ ]
ἀπύουσαι ] βοῶσαι . ἀπύουσαι ] ἐπικαλούμεναι . πελαζόμεθα ] πλησιάζομεν . πελαζόμεθα ] ἐρχόμεθα . πελαζόμεθα ] τῷ σῷ
5041725 Νεος
μύθοις τοῖς παιδίοις . Νεοθνής . ὁ νεωστὶ τεθνεώς . Νέος ἐστὶ καὶ ὀξύς , ἀμαθής ἐστι καὶ προπετής .
τὰ κρείττονα . Νόμιζ ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους . Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε . Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους
5041292 ἀχθεσθῃς
κακῶς εἰπεῖν Περικλέα αὐτὸς μαρτυρήσει . καὶ ὅπως μὴ πάλιν ἀχθεσθῇς ὑπὲρ τοῦ αὐτοῦ . σκόπει γὰρ αὐτὰ ἃ λέγει
βουλεύσαιο . “ καίτοι , ὦ φίλε Σώκρατεςκαί μοι μηδὲν ἀχθεσθῇς : εὐνοίᾳ γὰρ ἐρῶ τῇ σῇοὐκ αἰσχρὸν δοκεῖ σοι
5040148 καταβρωμα
: καὶ δοκεῖς κατενεγκεῖν με τῆς πέτρας καὶ σεαυτῷ θέσθαι κατάβρωμα . „ ὁ μῦθος δηλοῖ , ὡς πολλοὶ τῶν
τῷ δὲ ὀνάγρῳ μεμονωμένῳ τυγχάνοντι σφοδρῶς ἐπελθεῖν καὶ αὑτῷ θέσθαι κατάβρωμα . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὡς οἱ ἀνυπότακτοι καὶ
5039187 ἐργαζει
ἀξίους παρ ' ἑαυτῶν δι ' ὧν ἀποστερεῖς οὕτως ἀναξίους ἐργάζει καὶ πολλῷ χείρους ἐκείνων , ὡς τοῖς μὲν οὐδὲν
, ἀνθ ' ἕρματος πολλὰς καταπεπωκὼς δίκας . Τουτὶ γὰρ ἐργάζει σὺ τοὔργον ; Εἰπέ μοι , νεανίας ὢν συκοφαντεῖς
5039078 μονομματους
στεγανόποδας ἱστοροῦντος , οὐδ ' Αἰσχύλου κυνοκεφάλους καὶ στερνοφθάλμους καὶ μονομμάτους , ὅπου γε οὐδὲ τοῖς πεζῇ συγγράφουσιν ἐν ἱστορίας
δ ' ὥστ ' ἀνασπᾶν δένδρα καὶ ῥήττειν νευράν , μονομμάτους τε ἄλλους ὦτα μὲν ἔχοντας κυνὸς ἐν μέσῳ δὲ
5039024 τεκανον
ἐπιτήδεια . . . ἢ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ τέκω γίνεται τέκανον καὶ κατὰ συγκοπὴν τέκνον , οὕτως καὶ παρὰ τὸ
ἄπτερος : πολύπτερος : ἐξάπτερος . Ἀπὸ τοῦ τέκω , τέκανον , ὡς λείψω , λείψανον : πήσσω , πήγανον
5038162 Λεξεσι
δὲ ἡ λέξις , κειμένη καὶ παρὰ Ἀριστοφάνει ἐν Ἀττικαῖς Λέξεσι καὶ παρὰ Αἰσχύλωι ἐν Σισύφωι καὶ Εὐριπίδηι ἐν Ἱππολύτωι
λέξεως καὶ Αἰσχύλος καὶ Ἀριστοφάνης ὁ γραμματικὸς ἐν ταῖς Ἀττικαῖς Λέξεσι . Ἐπιθέρσης δ ' ἐν β τῶν Λέξεων ἄμβωνά
5035260 δαμαζομενην
τῆς ἐπικουρίας τῶν θεῶν νεμόμεθα τὴν πόλιν ἀδάμαντον καὶ μὴ δαμαζομένην παρὰ τῶν πολεμίων καὶ μὴ καταπονουμένην : τὸν ὄχλον
ἄρασθαι καὶ τολμῆσαι κατὰ τοῦ ἀγαμέμνονος ; ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομένην , ἤγουν ἑτέρῳ ἀνδρὶ μισγομένην , αὐτὴν αἱ νυκτεριναὶ
5031645 σημαινωσιν
, ὅτι αἱ δεύτεραι οὐσίαι συμβεβηκότα : κἂν γὰρ ποιότητα σημαίνωσιν , ἀλλ ' οὐσιώδη ποιότητα . ἀλλ ' ἐπειδὴ
, μάλιστα παῖδες : καὶ γὰρ ὅ τι ἂν ἄλλο σημαίνωσιν , ἅμα καὶ τὴν γενεὰν δηλοῦσιν . οἷον ἔδοξέ
5031359 τολμηρε
ἐκ τῆς καρδίας ὁ Ἔρως ἀντεφθέγγετο : “ Ναί , τολμηρέ , κατ ' ἐμοῦ στρατεύῃ καὶ ἀντιπαρατάττῃ ; ἵπταμαι
συστρεφόμεναι , πρὸς ἀλλήλας φερόμεναι . τολμῶν ] λέγειν , τολμηρέ , τολμηρῶς λέγων , ὁ ἐπιχειρῶν τολματίας ὤν .
5030917 βουλευομαι
τὸ σύμβολον . ἔγνως : ἄκουσον δ ' ὡς καλῶς βουλεύομαι . εἰ μὲν γὰρ ἐς γυναῖκα σωφρονεστέραν ξίφος μεθεῖμεν
. . κατορθώσωμεν : Ἃ βουλόμεθα . Θ . ἃ βουλεύομαι . . σφαλῶμεν : Ἀστοχήσωμεν , ἀποτύχωμεν τούτου .
5030572 θρυπτομενη
' ὅταν τις ἡμῶν μουσικῇ χαίρῃ νέων . ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη ἐξεπλάγη γὰρ ἰδὼν στίλβοντα τὰ λάβδα . χήτει τοι
ἐξιόντι μοι ἄνθρωπος ἀποφρὰς καὶ βλέπων ἀπιστίαν . Ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη . Καὶ γὰρ αἰσχρὸν ἀλογίου ' στ ' ὀφλεῖν
5028284 κιτρον
. Πάμφιλος δ ' ἐν ταῖς Γλώσσαις Ῥωμαίους φησὶν αὐτὸ κίτρον καλεῖν . ἑξῆς δὲ τοῖς προειρημένοις κατ ' ἰδίαν
διὰ τοῦ ο μικροῦ γράφονται : Οἷον , νίτρον : κίτρον ξύλον . Εἰς ως μέγα λῆγον οὐδέτερον , οὔτε

Back