αλ συλλαβῆς φυταλίζω . . . . . φυτάλιμος : φυτάλμιος : παρὰ τὸ φυτὸν φύτιμος : καὶ πλεονασμῷ τῆς | ||
μέγας ὥρμουν . Ἐή , ἀλαῶν ὀμμάτων ἆρα καὶ ἦσθα φυτάλμιος ; δυσαίων μακραίων θ ' , ὅς ' ἐπεικάσαι |
ἢ διὰ τὸ βαρβάρων καὶ Ἑλλήνων οἰκούντων τὰς Θήβας . μιξοθρόου ] διὰ τὸ εἶναι ἐκεῖσε πολλαὶ γλῶσσαι διὰ τοῦτο | ||
ἢ διὰ τὸ εἶναι καὶ νέων φωναὶ καὶ γερόντων . μιξοθρόου ] ἤτοι τῆς θροῦν καὶ βοὴν ποιουμένης . μιξοθρόου |
χάλκεα ἐποίουν , ἐνδύματα . Κόρυθες : περικεφαλαῖαι : ἀπὸ Κόρυθός τινος Ἰβηρίου ἐκλήθη , ταύτην ἐφεύραντος πρῶτον . δοῦρα | ||
χάλκεα ἐποίουν , ἐνδύματα . Κόρυθες : περικεφαλαῖαι : ἀπὸ Κόρυθός τινος Ἰβηρίου ἐκλήθη , ταύτην ἐφεύραντος πρῶτον . δοῦρα |
ἐν εἰρήνῃ καταστήσασθαι τὴν πολιτείαν . ἔοικε δὲ καὶ τῆς Ὀλυμπιακῆς ἐκεχειρίας ἡ ἐπίνοια πρᾴου καὶ πρὸς εἰρήνην οἰκείως ἔχοντος | ||
τοῦ Κρόνου παῖδα Δία ὑμνεῖν . πιθανώτερον γὰρ τῆς νίκης Ὀλυμπιακῆς οὔσης τὸν Ὀλύμπιον Δία παρὰ τῷ Ὀλυμπιονίκῃ ὑμνεῖσθαι . |
δʹ Μεσσηνιακῶν ” αὐδὴν εἰσάμενος Δωτηίδι Νικοτελείῃ ” . καὶ Δωτιάς , ὡς Ἰλιάς τοῦ Ἰλιεύς . Σοφοκλῆς ἐν Πηλεῖ | ||
δʹ Μεσσηνιακῶν ” αὐδὴν εἰσάμενος Δωτηίδι Νικοτελείῃ ” . καὶ Δωτιάς , ὡς Ἰλιάς τοῦ Ἰλιεύς . Σοφοκλῆς ἐν Πηλεῖ |
ω , ἀγριώτης . Ἀγαυός . Ἡρωδιανὸς λέγει παρὰ τὸ γαίω τὸ γαυρίω ἀγαιὸς εἶναι , καὶ τροπῇ τοῦ ι | ||
αἰγιαλός : παρὰ τὸ τὴν ἁλός . ἢ ἀπὸ τοῦ γαίω , τὸ γαυριῶ . ἢ ἀπὸ τοῦ δίκην αἰγὸς |
τε καὶ καταρρηγνυμένην ὥστε ἐοῦσαν ἰλύν τε καὶ πρόχυσιν ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ : τὴν δὲ Λιβύην ἴδμεν | ||
βορέην ἄνεμον , τὸ δ ' ἕτερον ἥμισυ ἐπ ' Αἰθιοπίης τε καὶ νότου . Ὡς δὲ ἄβυσσοί εἰσι αἱ |
ἐθέλει ἡ τυραννὶς ὑπὸ ῥᾳθύμου τε καὶ τρόπον τινὰ ἀεὶ κοιμωμένης διανοίας θηρεύεσθαι , ἀλλὰ τοὐναντίον ὑπὸ δριμείας τε καὶ | ||
γὰρ πολεμοῦσι τοὺς ἐναντίους οἱ ῥήτορες . δυσκολοκοίτου ] δυσκόλως κοιμωμένης . τρυσιβίου ] καταπονούσης τὸν βίον . τρυσιβίου ] |
μητρὸς αὐτοῦ Ἀστυδαμείας εἰς Ἀμύντορα : Ἀμύντωρ γὰρ ὁ τῆς Ἀστυδαμείας πατήρ . εἶναι . ἀπόγονοι Ἀμύντορος . . Τὸ | ||
δ ' ἐν δευτέρῳ Ἐπιτομῶν Καύκωνός φησι τοῦ Ποσειδῶνος καὶ Ἀστυδαμείας τῆς Φόρβαντος γενέσθαι τὸν Λεπρέα , ὃν τὸν Ἡρακλέα |
λεγομένοις ἀνδράσι Πυγμαίοις ἐγένετο παῖς ὄνομα Οἰνόη τὸ εἶδος οὐ μεμπτή , ἄχαρις δὲ τὸ ἦθος καὶ ὑπερήφανος . ταύτῃ | ||
, μᾶλλον δὲ ταραχήν : πᾶσα μὲν γὰρ παρανομία σατράπου μεμπτή , μάλιστα δὲ αὕτη . καὶ γὰρ ὁ Διονύσιός |
διὰ τῆς προσθήκης τοῦ ι πέφυκε μεγεθύνεσθαι , οἷον τυφθέντος τυφθεῖσα , δαρέντος δαρεῖσα , νυγέντος νυγεῖσα , καὶ αὐτὸ | ||
διὰ τῆς ει διφθόγγου τὴν παραλήγουσαν γράφεται : οἷον , τυφθεῖσα : λυθεῖσα : τιθεῖσα . Αἱ εἰς εις ἀρσενικαὶ |
οἰκῶν ἐν πόλει . καὶ ναὶ μὰ Δί ' ἄλλα σκευάρι ' οἰκητήρια ἐβίασέ μου τὴν γυναῖκα . παραβάλλεταί σε | ||
λέγω μέντοι , σὲ τὸν τεθνηκότα . Ἄνθρωπε , βούλει σκευάρι ' εἰς Ἅιδου φέρειν ; Πός ' ἄττα ; |
. αἰαῖ αἰαῖ : τί γὰρ οὐ πάρα μοι μελέαι στενάχειν , ἧι πατρὶς ἔρρει καὶ τέκνα καὶ πόσις ; | ||
ὧν ὀνόματα ταῦτα ἐκ τῶν Ὀρφέως ἐπῶν . τὴν συμφοράζουσαν στενάχειν ὑπὲρ τῆς θυγατρός : Καλλιόπης δὲ καὶ Κλεισιδίκης καὶ |
γενέσεων ἀναγκαῖον ἀλλοιουμένου τινός , οἷον τῆς ὕλης πυκνουμένης ἢ ψυχομένης , οὐ μέντοι τὰ γινόμενά γε ἀλλοιοῦται , οὐδὲ | ||
χιόνος τῆς ἐν τῆι Αἰθιοπίαι τηκομένης μὲν τῶι θέρει , ψυχομένης δὲ τῶι χειμῶνι . Δημόκριτος τῆς χιόνος τῆς ἐν |
πέφυκεν , ἔξωθεν δ ' οὔ , σύνθετον ὑπάρχον ἐκ στρυφνῆς καὶ πικρᾶς δυνάμεως . ὅσα οὖν ἀνευρίσκεται λιτρώδη καὶ | ||
οὔσης ἐπιρροῆς , μετρίως στυφούσης , σφοδροτέρας δέ , τῆς στρυφνῆς . διακλύσματα μὲν οὖν μέτρια τά τε διὰ τῶν |
λεγομένων τὸ πιστὸν συνακολουθεῖν ἐννοούμενος εὐχαῖς ἡμᾶς ἀμείψασθαι τῆσδε τῆς ἐγχειρήσεως προθυμήθητι , τὸν κοινὸν δεσπότην ἐξιλεούμενος ἢ παρενεγκεῖν ἡμῖν | ||
εἰς ταυτὸν συνθῇ τις , οὐδ ' ἐγγὺς τῆς νῦν ἐγχειρήσεως . τὸ γὰρ Λακεδαιμονίους ἀνελεῖν ἐθέλοντας φανῆναι τίς ἂν |
? ! [ [ ] ! λυξ [ [ ] εσσα [ [ ] ! ορω [ [ ] ώ | ||
! [ [ ] ρος ? πολυ [ [ ] εσσα ? [ [ ] ! [ . . . |
Ἄραγον ἐκ τοῦ Καυκάσου ῥέοντα καὶ ἄλλα ὕδατα διὰ στενῆς ποταμίας εἰς τὴν Ἀλβανίαν ἐκπίπτει : μεταξὺ δὲ ταύτης τε | ||
ῥέουσί τινες ποταμοί . πρὸς δὲ τούτοις ἐν βάθει τῆς ποταμίας τά τε Σύηβα ὄρη , ὧν τὰ πέρατα ἐπέχει |
. βαθεῖαν : τὴν συνετήν . ὑπέχων : ὑποτιθείς . ἀγροτέραν : ἀγρευτικὴν τῶν ἡδέων , θηρευτικωτέραν πρὸς τὸ πορίζειν | ||
ἀπὸ τῶν ἐν βάθει ὑδάτων . τὴν ἅπαντα ἀγρεύουσαν . ἀγροτέραν : ἀντὶ τοῦ εὐαγροτέραν , καὶ θηρευτικὴν εἰς τὸ |
Λέγονται τοίνυν Φρύγες εὑρεῖν πᾶσαν τὴν οἰωνιστικήν . τῆς δὲ οἰωνιστικῆς , τὸ μέν ἐστιν ὀρνεοσκοπικόν , τὸ δὲ οἰκοσκοπικόν | ||
τὸ ἐκ τῆς μανίας ἀποτελούμενον τοῦ ἔργου τοῦ ἐκ τῆς οἰωνιστικῆς ἐγγινομένου . Θαυμάσειε δ ' ἄν τις τοῦ φιλοσόφου |
ἐκβαλὼν τῆς ἁμίλλης , ⌈ ἀπὸ τοῦ ἁλίζω , τὸ συναθροίζω . οὐ κυλισθῆναι ποιήσας , ὥς τινές φασιν . | ||
ἐκ δὲ τοῦ ἀολλής γίνεται ἀολλίζω , σημαίνει δὲ τὸ συναθροίζω . . . . ἀοσσητήρ : ὁ ἄνευ ὄσσης |
: καὶ τὸ φύλλον αὐτοῦ οὐκ ἀπορρυήσεται . ἀπὸ τοῦ ῥύω ῥυήσω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔρρυον , ὁ παθητικὸς | ||
τὰ ἀπὸ τῆς ἕκτης τῶν βαρυτόνων , κύω κυΐσκω , ῥύω ῥυΐσκω , καὶ τὰ ἀπὸ τῆς τρίτης τῶν περισπωμένων |
στενοχωρίαν ἐν τῇ παρόδῳ τῶν σιτίων . πῶς οὖν οὐ στενοχωρεῖται καταπινόντων ; πῶς δ ' ἄλλως ἢ κατασπωμένου μὲν | ||
γαστήρ : ἡ διπλῆ ὅτι ἔστι μὲν ἐκδέξασθαι καὶ τὸ στενοχωρεῖται ὥστε καταστρέφειν εἰς τὸ βαρύνεται : βέλτιον δὲ παρεμπεπτωκέναι |
σῶμα , τὰ δ ' ἐπὶ πιτυριάσεως καὶ ψώρας καὶ φθειριάσεως ἢ κονίδων ἐνοχλουσῶν . ῥυπτικὰ μὲν οὖν ἐστι νίτρον | ||
ιαʹ περὶ κριθῆς . ιβʹ περὶ λιθιάσεως . ιγʹ περὶ φθειριάσεως . ιδʹ περὶ τριχιάσεως . ιεʹ περὶ φαλαγγώσεως . |
Κάνωβος κρύπτεται . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τῆς νοτίου Χηλῆς ἑῷος δύνει . Αἰγυπτίοις ἐπισημαίνει . Εὐκτήμονι καὶ Φιλίππῳ | ||
. δʹ . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τῆς βορείου Χηλῆς κρύπτεται . Αἰγυπτίοις καὶ Καλλίππῳ χειμάζει , δυσαερία . |
τοῦ ι διὰ τὴν σύνταξιν : σεσημείωται τὸ εὑρίσκω : τελίσκω : γαμίσκω : κυΐσκω : ὀφλίσκω , ἀφ ' | ||
, , : ὡς γάρ φησιν Ἡρακλείδης , καθὰ τελῶ τελίσκω Ἰακῶς καὶ θορῶ θορίσκω καὶ μολῶ μολίσκω , ἐξ |
Ἐρωή . ἡ ὁρμή . ὁρῶ ἐστὶ ῥῆμα , καὶ ῥώω . ὅθεν τὸ ἐῤῥώσαντο . καὶ τὸ τούτου ῥηματικὸν | ||
ζέω , ζώω : τρέω , τρώω : ῥέω , ῥώω : σέω , σώω : πλέω , πλώω : |
ᾗ ἐν Ἀπόλλων μαντοσύνας Κοροπαῖος ἐθήκατο καὶ θέμιν ἀνδρῶν : μὶξ δὲ κονυζῆεν φυτὸν ἔγχλοον ἠδὲ καὶ ἀκτῆς καυλοὺς ἠνεμόεντας | ||
ἐπιτάξω , ἀποβολῇ τοῦ ω , ὡς παρὰ τὸ μίγω μὶξ ἐπιμίξ . Ἔναρα . κυρίως ἐν οἷς ἀρήρεται τὸ |
ἁνύειν : δασύνουσιν οἱ Ἀττικοί . καὶ δῆλον ἐκ τῆς συναλοιφῆς . καθήνυσαν γάρ . ἀσύφηλος ὕβρις : ἡ μετὰ | ||
λέγοντες ὡς χρυσῆν . πῶς ἔδοξεν ὁ Ἡγέλοχος ἐκ τῆς συναλοιφῆς γαλῆν εἰπεῖν ; τὸ μὲν γὰρ περισπωμένως προενέγκασθαι οὐ |
Πολλοῖς τε ὕστερον ἐνιαυτοῖς πλῆθος Γάλλων ἀξιομάχητον Τούσκοις τε καὶ Σαμνίταις κατὰ τῆς Ῥώμης ἐκοινώνησαν , καὶ τὸν δρόμον ἐπ | ||
τῶν τεσσαράκοντα . Ἅμα δὲ τούτοις πραττομένοις Ῥωμαῖοι μὲν διαπολεμοῦντες Σαμνίταις Φερέντην , πόλιν τῆς Ἀπουλίας , κατὰ κράτος εἷλον |
ὥρας κούφισον ἀπὸ τῶν τῆς μέσης ἀποκυή - σεως ἡμερῶν σογ ὡρῶν η , καὶ τὰς ὑπολοίπους ἀπὸ τῆς γεννητικῆς | ||
τε καὶ ὥρας κούφισον ἀπὸ τῶν τῆς μέσης ἀποκυήσεως ἡμερῶν σογ ὡρῶν η , καὶ τὰς ὑπολοίπους ἀπὸ τῆς γενεθλίου |
Αἰολικώτερα τὰ τῆς προφορᾶς καθίστατο . ὅθεν οὐδὲ ἐπὶ τῆς ἀπολελυμένης σημασίας δεῖ τὸν τόνον τῆς περισπωμένης τρανότερον προφέρεσθαι , | ||
περιπατεῖ , οὐδένα εὗροντὸν . αὐτὸν δὴ τρόπον ὑπούσης ἐκφορᾶς ἀπολελυμένης φήσομεν φιλολογῶ , φιλολογεῖς : εἰ μέντοι γε τὴν |
τὸ δ ' αἷμα τὸ μὲν παχύτατον ὑπὸ τῶν σαρκωδῶν ἐκπίνεται : ὑπερβάλλον δὲ εἰς τοὺς τόπους τούτους λεπτὸν καὶ | ||
τῶν ἐφόδων τοῦ ἡλίου καὶ ὑπὸ τὴν μεσημβρίην πνέων , ἐκπίνεται τὸ ὑγρὸν ὑπὸ τοῦ ἡλίου : ἀποξηραινόμενος δὲ ἀραιοῦται |
τὸ εἶδος τοῦ Κυνικοῦ λόγου σαίνοντι ἅμα ἔοικέ τῳ καὶ δάκνοντι . Χρήσονται δ ' αὐτῷ καὶ οἱ ῥήτορές ποτε | ||
. . οὐκ εἰκῆι δέ , ἀλλὰ συνπαρατιθεὶς ἐντέχνως τῶι δάκνοντι τὸ γλυκύ , οἷον μίσγων ἔπαινον ἁδρότερον ἐλάττονι ψόγωι |
Σηπιάδος ἀκτῆς . Μέχρι μέν νυν τούτου τοῦ χώρου καὶ Θερμοπυλέων ἀπαθής τε κακῶν ἦν ὁ στρατός , καὶ πλῆθος | ||
ἐγένετο μακρῷ Ἀριστόδημος κατὰ γνώμας τὰς ἡμετέρας , ὃς ἐκ Θερμοπυλέων μοῦνος τῶν τριηκοσίων σωθεὶς εἶχε ὄνειδος καὶ ἀτιμίην : |
ὡς ἀγοραῖον Ἀριστοφάνης ἔφη . Βαβυλωνίων δ ' ἐστὶν ὁ καυνάκης . ἡ δὲ μανδύη ὅμοιόν τι τῷ καλουμένῳ φαινόλῃ | ||
, ὕφασμα μαλλοὺς ἔχον ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους . “ καυνάκης ἐστὶ περσικὸν ἱμάτιον ἔχον ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους μαλλούς |
παῖδας τὰς σάρκας αὐτῶν ἐσιτοῦντο . βουλόμενος δὲ ἀπὸ τῆς Ἰκαρίας εἰς Νάξον διακομισθῆναι , Τυρρηνῶν λῃστρικὴν ἐμισθώσατο τριήρη . | ||
οὖν καὶ ἄκρα τις Ἄμπελος βλέπουσά πως πρὸς τὸ τῆς Ἰκαρίας Δρέπανον , ἀλλὰ καὶ τὸ ὄρος ἅπαν ὃ ποιεῖ |
δεινῶς καὶ δυσθεράπευτα ἔχοντας τὰ σώματα ἁλισπάρτους καλεῖ . . ἁλοᾶν δασύνεται , τὸ ἐπὶ τῆς ἅλω πατεῖν : ἀλοιᾶν | ||
κατ ' ἐπερώτησιν λεγόμενον . ἁλοᾶν καὶ ἀλοιᾶν διαφέρει . ἁλοᾶν μὲν γὰρ δασέως τὸ ἐπὶ τῆς ἅλω πατεῖν καὶ |
Ἰνοῖ κατοπτεύσασα ἡ Νεφέλη ᾤχετο . Πάλιν δὲ τῆς οἰκίας ἐπικρατήσασα ἡ Ἰνὼ ἐπεβούλευσε τοῖς τῆς Νεφέλης παισίν . Εὑροῦσα | ||
Ἰνοῖ κατοπτεύσασα ἡ Νεφέλη ᾤχετο . πάλιν δὲ τῆς οἰκίας ἐπικρατήσασα ἡ Ἰνὼ ἐπεβούλευσε τοῖς τῆς Νεφέλης παισίν , εὑροῦσα |
ἀνιεὶς ὑγρασίαν τινὰ μελιτώδη . τοιοῦτος δ ' ἐστὶν ὁ Γαβαλίτης καὶ ὁ Πισιδιακὸς καὶ Λύκιος : φαῦλος δ ' | ||
Μεγαρεύς . Πολύβιος δ ' Αἰγοσθενίτην φησίν , ὡς Γάβαλα Γαβαλίτης . Ἀρκάδιος δ ' Αἰγοσθένειαν αὐτήν φησι καὶ Φωκίδος |
λαμβάνονται . . . . Βουτάδαι : δῆμός ἐστι τῆς Οἰνηΐδος Βουτία , ἀφ ' ἧς καὶ Βουτάδαι οἱ δημόται | ||
φυλῆς εἶναι , οὐκ ὀρθῶς : οἱ γὰρ Ἀχαρνεῖς τῆς Οἰνηΐδος φυλῆς εἰσιν . οἱ δὲ περὶ Ἀσκληπιάδην φασὶν , |
το ? ? ! ! ! ! ! ! ! ωντ ? ! ἐ ! ! ! | ! ! | ||
[ [ ] ως ! ! ! [ [ ] ωντ ! ! ! [ [ ] λυθροναγ ? ? |
εἰς υ ῥύαξ . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ τῆς Ἰάδος διαλέκτου . . . , : κόρυς : παρὰ | ||
ποιητῶν , κατοικῶν δ ' ἐν Ὠλένῳ τῆς τότε μὲν Ἰάδος , νῦν δ ' Ἀχαΐας καλουμένης . εἶχε δὲ |
δὲ καὶ Φαλωρία καὶ Ναρύκειον καὶ Θρονίτιδες πόλεις Λοκρίδος . Νᾶρυξ : τινὲς δὲ Ναρύκειον τὴν πόλιν φασίν : ἐξ | ||
ὀκτωκαιδεκάτῳ Ῥωμαϊκῆς ἀρχαιολογίας . τὸ ἐθνικὸν Ναρνιάτης ὡς Καυλωνιάτης . Νᾶρυξ , πόλις Λοκρίδος , θηλυκῶς λεγομένη . τινὲς δὲ |
ἐξορισμοῦ ἐξέβαλλεν αὐτὸν ἐκ τοῦ παραδείσου , ὅπως διὰ τῆς ἐπιτιμίας τακτῷ ἀποτίσας χρόνῳ τὴν ἁμαρτίαν καὶ παιδευθεὶς ἐξ ὑστέρου | ||
παρὰ τῶν παίδων οὐκ ἔτι δορυφορούμενον , ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπιτιμίας τὸ λοιπὸν κινδυνεύοντα . Ἡ ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ . Ἀλλὰ γὰρ |
τὰ αὐτοῦ πράγματα . . στερῶ ἐνεργητικῶς καὶ στερέω , στερῶ , ὅπερ καὶ ὡραῖον μετὰ τῆς ἀπό προθέσεως , | ||
τῶν αὐτοῦ πραγμάτων τὰ ἑαυτοῦ τὰ αὐτοῦ πράγματα . . στερῶ ἐνεργητικῶς καὶ στερέω , στερῶ , ὅπερ καὶ ὡραῖον |
τόποις , Λοκοξίτας τούτους καλῶν . . . , : Σαγγάριος , ποταμὸς Φρυγίας : ὁ δὲ Μυρλεανὸς Σάγγαρον αὐτὸν | ||
: διὰ γὰρ τοῦ παρακολουθοῦντος εὔχεται Ἀγαμέμνων Ἕκτορα ἀνελεῖν . Σαγγάριος ποταμὸς ἐν Φρυγίᾳ . Σάμος πόλις ἐν Κρήτῃ . |
. . . . . λη ∠ ʹ λβ . Σύρτεως μικρᾶς θέσις . Θέαιναι . . . . . | ||
ἀπὸ τοῦ Ἀμψάγα ποτ . μέχρι τοῦ μυχοῦ τῆς Μεγάλης Σύρτεως , ἧς ἡ περιγραφὴ ἔχει οὕτως : Μετὰ τὰς |
ἐξαπατῶν τοῖς λόγοις . ἐπιλίγδην ὅσον ἐπιψαῦσαι : “ ἄκρον ἐπιλίγδην . ” ἐπιλλίζουσι . ἐπιλλίζειν ἐστὶν τὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς | ||
φόβοιο : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ φυγῆς . . ἄκρον ἐπιλίγδην : ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἐπιλίγδην μεσότητός ἐστιν . |
ἀριστερῶν μερῶν , μέχρι τῶν στενῶν τοῦ Ἀραβίου κόλπου στάδιοι ͵͵α ͵αχοʹ . Ἀπὸ δὲ τῶν στενῶν τοῦ Ἀραβίου κόλπου | ||
τὸ μὲν ἀρκτῷον αὐτῆς ἄκρον ἀπὸ τοῦ ἀρκτῴου ὁρίζοντος σταδίους ͵͵α ͵δσνʹ : τὸ δὲ δυτικὸν αὐτῆς ἄκρον [ ἀπὸ |
, ὡς ἀταρτηρός καὶ ἐτήτυμος καὶ ἀτιτάλλειν . ἢ ἀπὸ Ἀλαλκομενέως τινὸς ἱδρυσαμέ - νου αὐτῆς ναὸν Ἀλαλκομενηΐς , ὡς | ||
ὄρος ὁμώνυμον . Ἀλαλκομένιον , πόλις Βοιωτίας , ἀπὸ τοῦ Ἀλαλκομενέως , ὃς καὶ ἵδρυσε τὴν Ἀθηνᾶν Ἀλαλκομενηίδα . οὐ |
τὸ τὴν ἁλός . ἢ ἀπὸ τοῦ γαίω , τὸ γαυριῶ . ἢ ἀπὸ τοῦ δίκην αἰγὸς ἅλλεσθαι ἐν αὐτῷ | ||
ὡς ναός ναυός . ἢ ἀπὸ τοῦ γαίω , τὸ γαυριῶ , γίνεται γαῖος , καὶ τροπῇ τοῦ ι εἰς |
ἡ δὲ νοῦσος οὐ θανατώδης . Ἑτέρη νοῦσος : ἢν σφακελίσῃ ὁ ἐγκέφαλος , ὀδύνη λάζεται ἐκ τῆς κοτίδος ἐς | ||
πτισάνης δὲ χυλῷ χρῆσθαι . Σφακελισμὸς ἐγκεφάλου : ἢν δὲ σφακελίσῃ ὁ ἐγκέφαλος , ὀδύνη ἴσχει τὴν κεφαλὴν , καὶ |
; Τραχεῖαν ] Τὴν σκληρὰν καὶ δειλήν . Ἄνευθε ] Μακράν . Ἐγχέων ] Ἤγουν τὰ ἔγχη . Ἀκμὰν ] | ||
τῆς προθέσεως . : , : τὴν Λευκὴν . , Μακράν , . : . . . , : ; |
κολυμβῶ κολυμβήσω κολυμβήθρα , οὐρήσω οὐρήθρα , τὸ δ ' ἀλινδήθρα σημαίνει τὴν κυλίστραν . . . + + . | ||
τοῦ ἀποβαίνω , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ κρεμῶ κρεμάθρα καὶ ἀλινδῶ ἀλινδήθρα . ἀλλογνοεῖν καὶ ἠλλογνόουν : τὸ μὴ σαφῶς τι |
: σὺ γὰρ ἐν σεαυτῇ τὰ φάρμακα ἔχεις . Συστομώτερος σκάφης : τάσσεται ἐπὶ τῶν διὰ τὸ ἀγεννὲς σιωπώντων , | ||
, ὡς οἴονται οἱ μεθοδικοί ; ἀλλὰ καὶ ἡ διὰ σκάφης αἰώρα χαλαστική ἐστι , καὶ τῷ παραλαμβάνεσθαι ταύτην ὑπνώδεις |
τοῦ πλοίου ἔνθα συνάγεται τὸ ἔξωθεν εἰσερχόμενον ὕδωρ . οὐ καταπροΐξῃ : οὐ προῖκά μου καταφρονήσεις , τουτέστι δωρεάν . | ||
. παρεπιγραφή . τὸ ⌈ ” προΐξῃ “ [ ” καταπροΐξῃ “ ] μεταφορικῶς λέγεται . . . τινῶν ⌈ |
Μνασέαν συνταξάμενον τὰ ἐπιγραφόμενα παίγνια διὰ τὸ ποικίλον τῆς συναγωγῆς Σάλπην οἱ συνήθεις προσηγόρευον . Νυμφόδωρος δὲ ὁ Συρακόσιος ἐν | ||
προσηγόρευον . Νυμφόδωρος δ ' ὁ Συρακούσιος Λεσβίαν φησὶ γενέσθαι Σάλπην τὰ παίγνια συνθεῖσαν . Ἄλκιμος δ ' ἐν τοῖς |
ὀξύτονα μέν , οἷον ἀνδριάς , περισπώμενα δέ , οἷον Φιλιᾶς . Ἰστέον δὲ ὅτι πᾶν ὄνομα διὰ τοῦ ιας | ||
ὀξύτονα μέν , οἷον ἀνδριάς , περισπώμενα δέ , οἷον Φιλιᾶς . Ἰστέον δὲ ὅτι πᾶν ὄνομα διὰ τοῦ ιας |
Ταξίανα λεγομένη . Ἀπὸ δὲ τοῦ κόλπου ἐπὶ τὰς τοῦ Εὐλαίου ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι χϘʹ . Κατὰ τοῦτον τὸν ποταμὸν | ||
. . . . . . . . πγ λα Εὐλαίου ποταμοῦ ἐκβολαί . . . . . . . |
δυσμενὴς ἐμοί . μή , πρός σε γονάτων τῆς τε νεογάμου κόρης . λόγους ἀναλοῖς : οὐ γὰρ ἂν πείσαις | ||
. ἡττηθεὶς οὖν τῷ πολέμῳ ἔφυγεν εἰς Ἔφεσον μετὰ τῆς νεογάμου . ἐν δὲ τῇ δευτέρᾳ ὁ αὐτὸς Πολύβιος ἱστορεῖ |
παράκοπον ] Παρακεκομμένην μέρος τοῦ νοῦ . : ἄδην ] Ἱκανῶς . : γεγυμνάκασιν ] Παρήλασαν . : παρθένου : | ||
τὴν μνήμην , δοίης δὲ τῷ παντὶ τὴν ἀθανασίαν . Ἱκανῶς ἡμῖν ηὖκται . Ἀλλ ' ἴωμεν . Εἰ σὸν |
ὑπάρχειν : καὶ τέμνει οὖν καὶ ῥύπτει πικρότητα ἔχον . Μελίλωτον ἔχει μέν τι καὶ στυπτικόν , ἀλλὰ καὶ διαφορεῖ | ||
Μαλάχη σξη Μανδραγόραϲ σξθ Μάραθρον σο Μαϲτίχη σοα Μελάνθιον σοβ Μελίλωτον σογ Μέλι σοδ Μελιϲϲόφυλλον σοε Μέϲπιλον σοϚ Μήκων πᾶϲα |
αἰδοῦς καὶ κοσμιότητος ἀναστήσεις . ἀναπλήσειν : ἀντὶ τοῦ ” ἀφανίσειν “ . ἀναπλήσειν ] ἀναπληρώσειν . εἰσιέναι ] ἀντὶ | ||
πορθήσεις καὶ ἀφανισμούς . . λαπάξειν ] ἐκπορθήσειν . . ἀφανίσειν , πορθήσειν . . τήνδε ] τὴν τῶν Θηβαίων |
τὸ ηʹ τροχαϊκὸν τρίμετρον καταληκτικόν , [ ὃ καλεῖται ] Ἀρχιλόχειον . τὸ θʹ τροχαϊκὸν δίμετρον ἀκατάληκτον . τὸ ιʹ | ||
χοριάμβου . Τὸ δʹ τροχαϊκὸν τρίμετρον καταληκτικόν , ὃ καλεῖται Ἀρχιλόχειον . Τὸ εʹ τροχαϊκὸν τρίμετρον ἀκατάληκτον Στησιχόρειον τῷ Πινδαρικῷ |
τὸ παῖσαι κέντρῳ σκορπίον ἢ σφῆκα ἤ τι τοιοῦτον . ἐδέατρος : τὸ μὲν ὄνομα Ἑλληνικόν , ἡ δὲ χρεία | ||
ὅτι προήσθιον τῶν βασιλέων πρὸς ἀσφάλειαν . νῦν δὲ ὁ ἐδέατρος ἐπιστάτης γέγονε τῆς ὅλης διακονίας . ἦν δ ' |
] , γρ . καὶ λεληϊμμένοι [ ] ἀπὸ τοῦ λιλαίω . λελιμμένοι ] ἐπιθυμοῦντες . θΞ τὸ μὲν λελιμμένοι | ||
Ο : λιλαιόμενα : . . . ἔστι λῶ λαίω λιλαίω , ὡς κερῶ κεραίω : „ ζωρότερον δὲ κέραιε |
ἀπὸ τοῦ τείρω κατὰ συγκοπήν . παρὰ δὲ τὸ τείρω τέρετρον , ὡς φέρω φέρτρον καὶ παρὰ τὸ λέγω , | ||
, πέλεκυς ξυλοκόπος , ὡς ἔφη Ξενοφῶν , τρύπανον , τέρετρον , τρυπανοῦχος , ἀρίςΚαλλίας γοῦν ἐν Πεδήταις λέγει τῆς |
φασι εἶναι ἱρούς . Ἔστι δὲ χῶρος τῆς Ἀραβίης κατὰ Βουτοῦν πόλιν μάλιστά κῃ κείμενος , καὶ ἐς τοῦτο τὸ | ||
, ἐπενόεε τείσασθαι τοὺς διώξαντας . Πέμψαντι δέ οἱ ἐς Βουτοῦν πόλιν ἐς τὸ χρηστήριον τῆς Λητοῦς , ἔνθα δὴ |
ρμϚ ∠ ʹ κ ἐκτροπὴ ἀπὸ τοῦ Γάγγου εἰς τὸ Ἀντιβολὴ στόμα . . . . . . . . | ||
δὲ τοῦ πέμπτου στόματος τοῦ Γάγγου ποταμοῦ , ὃ καλεῖται Ἀντιβολὴ , μέχρι τῶν ὅρων τῶν πρὸς τοὺς Σίνας , |
δὲ κατὰ τὴν δευτέραν ἀπόϲταϲιν . Γλαύκιον ϲτύφει μετά τινοϲ ἀηδίαϲ , ἀλλὰ καὶ ψύχει ϲαφῶϲ οὕτωϲ , ὡϲ θεραπεύειν | ||
ἀναξηραίνεται καὶ τοῖϲ περὶ ϲτόμαχον πυρώϲεωϲ ἢ ἄϲηϲ ἤ τινοϲ ἀηδίαϲ ἀνατρεπτικῆϲ ἀντιλαμβανομένοιϲ . δοτέον δὲ καὶ τοῖϲ ὠχροτέροιϲ παρὰ |
ἢ παρὰ τὸ ἅλις καὶ τὸ δινῶ καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀλινδῶ . οὕτως Μεθόδιος , . , , . , | ||
ἀπὸ τοῦ ἀποβαίνω , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ κρεμῶ κρεμάθρα καὶ ἀλινδῶ ἀλινδήθρα . ἀλλογνοεῖν καὶ ἠλλογνόουν : τὸ μὴ σαφῶς |
Καπιτωλιάς . . . . . . ξϚ λα γοʹ Θάμνα . . . . . . . . . | ||
ιδʹ Θεσσαλικῶν . καὶ Θαμίεια . τὸ ἐθνικὸν Θαμιεύς . Θάμνα , πόλις Παλαιστίνης . Ἰώσηπος πέμπτῳ Ἰουδαϊκῆς ἱστορίας . |
ὅπλων μεγάλην ἐπιφέρων κατάπληξιν Ἄρει παρεμφερὴς ὑπελαμβάνετο , ὁ δὲ Διώξιππος ὑπερ - έχων τε τῇ ῥώμῃ καὶ διὰ τὴν | ||
τὰς σατραπῶν καὶ βασιλέων κελεύων με δειπνοῦντα προσφέρεσθαι κεφαλάς . Διώξιππος δὲ ὁ Ἀθηναῖος παγκρατιαστὴς τρωθέντος ποτε τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ |
Ἀλεξάνδρου τοῦ Πάριδος , εἰ μὴ ἄχθῃ αὐτῷ σφόδρα . Ἄχθομαι μέν , οὐ χεῖρον δὲ ἀκοῦσαι . Φησὶ τοίνυν | ||
τὸ δὲ φενακίζειν προσόν ἔμβαμμα τοῖς ἄρτοις πονηρὸν γίγνεται . Ἄχθομαι δ ' ἀπολωλεκώς ἀλεκτρυόνα τίκτουσαν ᾠὰ πάγκαλα . Μᾶζαι |
οὖν ἡμῖν οἰκονομεῖ τὸ πρᾶγμα . χαίρειν γὰρ ἀνάγκη τὴν τήθην τοιαῦτα ἀκούουσαν , χαίρουσαν δὲ καὶ ζεύξειν εἰκός . | ||
βούλεται τὴν Ἐπιλύκου θυγατέρα λαβεῖν , ἵν ' ἐξελάσῃ τὴν τήθην ἡ θυγατριδῆ . Ἀλλὰ γὰρ τῷ παιδὶ αὐτοῦ τί |
, ἄστρωτος εὕδω : καὶ τὰ μὲν πρᾶτ ' οὐ κοῶ , ἇς κά μ ' ἔχων ὥκρατος ἀμφέπηι φρένας | ||
Ἱππεῦσιν , οἷον ” κοάλεμον αἱματοπώτην ” . παρὰ τὸ κοῶ ῥῆμα δηλοῦν τὸ νοῶ , οἷον „ ἡ δ |
χωρὶς δὲ τούτων εἰσὶ καὶ ἕτερα : σέες σέων καὶ φῴδων οὐδένων Φθάντων . ἔστι δὲ εἰπεῖν περὶ ὅλων τῶν | ||
καὶ τὸ πλευρὸν , καὶ καῦμα ἔχει , καὶ καταπίμπλαται φῴδων , καὶ ξυσμὴ ἔχει , καὶ οὐκ ἀνέχεται οὔτε |
βιασάμενος αὐτὴν νυκτὸς εἷλε , καὶ τὸν βασιλέα Εὐρύπυλον , Ἀστυπαλαίας παῖδα καὶ Ποσειδῶνος , ἔκτεινεν . ἐτρώθη δὲ κατὰ | ||
ἐπὶ τοῦ Σαμίου Ἀγκαίου εἴρηται , ὃς ἦν Ποσειδῶνος καὶ Ἀστυπαλαίας υἱὸς τῆς Φοίνικος βασιλεύων τῆς Σάμου . Ἀριστοτέλης δὲ |
Ἀθηναίων . Οἷον , οἱ δωροδοκούμενοι ἐσιώπων . Βὴξ ἀντὶ πορδῆς : ἐπὶ τῶν ἐν ἀπορίᾳ προσποιουμένων ἕτερόν τι πράττειν | ||
ἐπὶ τῶν τὰ κάλλιστα μιγνύντων τοῖς αἰσχίστοις . Βὴξ ἀντὶ πορδῆς : ἐπὶ περδόντων καὶ προσποιουμένων βήχειν ἢ γελᾶν . |
] [ δρόσον ] [ ] [ εὐεπιάων ] ἄμμι νέης ? μέλπουσα [ ] δίδου [ ] τινὰ ? | ||
τηλοῦ χθονὸς εἴσατο Λυγκεύς τὼς ἰδέειν , ὥς τίς τε νέης ἐνὶ ἤματι μήνην ἢ ἴδεν ἢ ἐδόκησεν ἐπαχλύουσαν ἰδέσθαι |
τῶν τὸ αἴτιον ποιούντων πρὸς τὰ κέντρα καὶ τὰς ἐπαναφορὰς προσνεύσεως . Καὶ ἡ ἀξιωματικὴ δὲ τύχη συνῆπτε ὥσπερ ταῖς | ||
μὲν τοῦ ζῳδιακοῦ τὸ Ε σημεῖον , τὸ δὲ τῆς προσνεύσεως τοῦ ἐπικύκλου τὸ Ζ , καὶ πρὸς ὀρθὰς ἡ |
Κύφος Κυφαῖος . καὶ ἀπὸ τοῦ Ἐχιναῖος Ἐχιναιεύς , ὡς Κρηταῖος Κρηταιεύς . τινὲς δὲ καὶ Ἐχινοῦντα φασὶ τὴν αὐτήν | ||
. καὶ ἑνικῶς Σίφη . ἔστι δὲ ὡς ἀπὸ τῆς Κρηταῖος Κρηταιεύς οὕτω Σιφαῖος Σιφαιεύς . Σίφνος , περὶ τὴν |
εἰρηνικοὺς ἀλλὰ καὶ πολιτικοὺς ἤδη τινὰς αὐτῶν ἀπεργασάμενος τυγχάνει . Λοιπὴ δ ' ἐστὶ τῆς Ἰβηρίας ἥ τε ἀπὸ τῶν | ||
καὶ δρυμῶν ἀβάτων ἐφ ' ἡμέρας πλείους ἐποίησαν μεστήν . Λοιπὴ δ ' ἐστὶ τῆς μεταξὺ Ἴστρου καὶ τῶν ὀρῶν |
μὴν ἀλλὰ καὶ ὑποχύϲεϲι καὶ ἀμβλυωπίαιϲ ταῖϲ διὰ πάχοϲ ὑγρῶν γιγνομέναιϲ ἀγαθὸν φάρμακον . Ϲάμψυχον λεπτομεροῦϲ ἐϲτι καὶ διαφορητικῆϲ δυνάμεωϲ | ||
χρὴ ἐμβροχαῖϲ ψυχροτάτου ἐλαίου ἢ ῥο - δίνου μετὰ κρουνιϲμοῦ γιγνομέναιϲ . καὶ τὰ ἐπὶ τῶν καύϲων προειρημένα βοηθήματα καὶ |
ἡ γὰρ χρύσασπις ἐπὶ τῆς ἡρωίδος , ἣν Ἀσωποῦ καὶ Μετώπης τῆς Λάδωνός φασιν . ὁ δὲ νοῦς : ὦ | ||
φασι Κισσέως , ἢ ὡς ἕτεροι λέγουσι Σαγγαρίου ποταμοῦ καὶ Μετώπης . γεννᾶται δὲ αὐτῷ πρῶτος μὲν Ἕκτωρ : δευτέρου |
μετ ' ὄξουϲ καὶ ἀλεύρου καὶ νίτρου , ὀπὸϲ ϲυκῆϲ ἐπιχριόμενοϲ , ὁμοίωϲ δὲ καὶ τιθυμάλλου , ϲμαρίδοϲ κεφαλὴ ταριχηρὰ | ||
. ” μετὰ μυρϲίνου δὲ ἐλαίου ἀνεθεὶϲ τοῖϲ ποδαγρικοῖϲ ἐπαρκεῖ ἐπιχριόμενοϲ . Πυρίτηϲ . Εἷϲ δὲ τῶν ἰϲχυρὰν ἐχόντων δύναμίν |
καὶ δόκησις . Αἶσα , ταυτὸν σημαίνει τῇ μοίρᾳ . Κλέος , λαμβάνεται καὶ ἀντὶ τῆς δόξης καὶ ἀντὶ τῆς | ||
τῷ ὕδατι , καὶ μὴ ὁλοτελούς . οὕτως Ἡρακλείδης . Κλέος . παρὰ τὸ κλείειν . ἐγὼ δέ σε κλείω |
μετά τινος τῶν ἀνωδύνων κολλουρίων . καὶ ὁ χυλὸς τῆς περδικιάδος καλῶς ποιεῖ καὶ καθ ' ἑαυτὸν καὶ μετ ' | ||
μάλιστα τῇ ῥοδίνῃ προσλαμβανούσῃ ὀλίγον ὄξους ἢ χυλοῦ ἀνδράχνης ἢ περδικιάδος ἤ τινος ἄλλου τῶν ἔμπροσθεν εἰρημένων . δεῖ δὲ |
. Τὸν δὲ Κλέοχον ἀνελέσθαι , καὶ ὀνομάσαι ἀπὸ τῆς μίλακος Μίλητον . Τοῦτον δὲ ἀνδρωθέντα , καὶ φθονούμενον ὑπὸ | ||
δὲ εἰς ὀξὺ προήκοντα καὶ παρακανθίζοντα , καθάπερ τὰ τοῦ μίλακος . καὶ ταῦτα μὲν ἄσχιστα : τὰ δὲ σχιστὰ |
ἔλεξαν , ἀπὸ τῆς Ἀνίου τοῦ Δηλίων βασιλέως θυγατρός , Λαύνας καὶ τῆςδε ὀνομαζομένης , ἧς ἀποθανούσης νόσῳ περὶ τὸν | ||
ἀδελφὸς ὢν Ἀσκανίου , μετὰ τὸν Αἰνείου θάνατον γενόμενος ἐκ Λαύνας τῆς Λατίνου θυγατρός . . . . . . |
τῇ ἐφ ' ἧς ἐβεβήκεσαν . Ἐκεῖ δὲ χρόα ἡ ἐπανθοῦσα κάλλος ἐστί , μᾶλλον δὲ πᾶν χρόα καὶ κάλλος | ||
μηκυνομένη καὶ ὠχριῶσα , ῥαγὶ παραπλήσιος . σῦκον σὰρξ ἑλκώσει ἐπανθοῦσα , ἄνωθεν πλατυνομένη , ἐπίπονος , βουβῶνας ἐγείρουσα . |
δὲ τίνος ; Ἀπολήξιδος θυγατρὸς Προσπαλτίου , ἀδελφῆς δὲ Μακαρτάτου Προσπαλτίου . ὁ δὲ Θεόπομπος τίνος ἦν πατρός ; Χαριδήμου | ||
γε , ὦ Ἑρμόγενες , μάλιστα αὐτὴν ἀπὸ Εὐθύφρονος τοῦ Προσπαλτίου προσπεπτωκέναι μοι : ἕωθεν γὰρ πολλὰ αὐτῷ συνῆ καὶ |
, ἐλλείψει τῆς ἐπὶ τὸ Θ ἀπόγειον ἀποκαταστάσεως τὴν ὑπὸ ΗΒΘ γωνίαν , ἥτις συντεθεῖσα μετὰ τῆς ὑπὸ ΑΖΒ , | ||
οἵων αἱ δ ὀρθαὶ τξ , τὴν δὲ ὑπὸ τῶν ΗΒΘ τῶν αὐτῶν ξ . συνάγεται οὖν ἡ ΕΗ διὰ |
καρῖδα καθηκατω κἀνέσπας ' αὖθις . Ἀναξανδρίδης Λυκούργῳ : καὶ συμπαίζει καριδαρίοις μετὰ περκιδίων καὶ θρᾳττιδίων καὶ ψητταρίοις μετὰ κωθαρίων | ||
εὕρημα δέξατ ' ἔκ του Νυμφᾶν Ἑλικωνίδων , αἷς πλεῖστα συμπαίζει . Εἰ χρή τι κἀμὲ μὴ συναλλάξαντά πω , |
τὴν διαδοχὴν καὶ τὴν πέψιν ἄθετον . μέτρον δὲ τῆς διαβροχῆς οὐ τὸ ἀνοιδῆσαι μόνον , ἀλλὰ καὶ τὸ ἀποπνεῦσαι | ||
ἐξ ὀθονίων καθαρῶν ἐπιτήδειοι . Χρώμεθα δὲ καταντλήσει μὲν ὑπὲρ διαβροχῆς σωμάτων , ἤτοι μιμούμενοι τὴν τοῦ λουτροῦ χρῆσιν , |
! ! ! ! ] λαρως ? ! ? ! ἐπεφράσσαντο νε [ τεν ! ! ! ! βοτάνηισιν Ἀχαιίδος | ||
ὅτ ' εἰαρινὸς θύννων στρατὸς ὁρμήσωνται . χῶρον μὲν πάμπρωτον ἐπεφράσσαντο θαλάσσης οὔτε λίην στεινωπὸν ἐπηρεφέεσσιν ὑπ ' ὄχθαις οὔτε |
, ἀπὸ Κύθνου κτίσαντος . ἐκαλεῖτο δὲ καὶ Ὀφίουσα καὶ Δρυοπίς . ὁ νησιώτης Κύθνιος . καὶ Κύθνιος τυρὸς καὶ | ||
καὶ τῆς Φωκίδος χώρης , ἥ περ ἦν τὸ παλαιὸν Δρυοπίς : ἡ δὲ χώρη αὕτη ἐστὶ μητρόπολις Δωριέων τῶν |
, πλὴν ὅτι ἀρσενόθηλυν αὐτὴν ὑπεστήσατο πρὸς ἔνδειξιν τῆς πάντων γεννητικῆς αἰτίας . . . ὁ Χρόνος οὗτος ὁ δράκων | ||
ζῳδίου , καὶ οὕτως λαβὼν ἀπ ' αὐτοῦ ἕως τῆς γεννητικῆς ἡμέρας τε καὶ ὥρας τὸ γενόμενον πλῆθος τῶν ἡμερῶν |
. μὴ μέϲφι λειποθυμίηϲ : προϲτιμωρέει γὰρ τῇ πνιγὶ ἡ λειποψυχίη . ἀλλὰ κἢν ϲμικρὸν ἀναπνεύϲωϲι , ἐπιϲχόντα χρὴ τὴν | ||
. Ἐπὶ φύματος ἔσω ῥήξει ἔκλυσις , ἔμετος , καὶ λειποψυχίη γίνεται . Ἐπὶ αἵματος ῥύσει παραφροσύνη ἢ σπασμὸς , |
ὑπὸ χθόνα τάξιν ἔχουσα καὶ δυσήλιον κνέφας . πρόσωθεν ἐξήκουσα κληδόνος βοὴν ἀπὸ Σκαμάνδρου , γῆν καταφθατουμένη , ἣν δῆτ | ||
ὁρᾶις . τί σοι λέγω ; οὐ γὰρ μιᾶς σε κληδόνος προθυμίαι μετῆλθον ἀλλὰ μυρίων ὑπ ' ἀγγέλων . ἔριν |