' αὐτοῖς τὰ γεννητικὰ μόρια διὰ τὸν τῶν προκειμένων ἀστέρων συσχηματισμὸν σπερματικὸν ὄντα φύσει . ἔτι δὲ θερμοὶ καὶ ὀχευτικοὶ
ἡγεμονικοῖς καὶ καθαρίοις καὶ μεγαλοψύχοις . διὰ μέντοι τὸν ἑσπέριον συσχηματισμὸν Διὸς καὶ Ἄρεως καὶ ἔτι διὰ τὸ τοῦ προκειμένου
5944872 Ἀδρηστον
: ὃ δ ' ἀπὸ ἕθεν ὤσατο χειρὶ ἥρω ' Ἄδρηστον : τὸν δὲ κρείων Ἀγαμέμνων οὖτα κατὰ λαπάρην :
ἐγέραιρον , τὸν μὲν Διόνυσον οὐ τιμῶντες , τὸν δὲ Ἄδρηστον . Κλεισθένης δὲ χοροὺς μὲν τῷ Διονύσῳ ἀπέδωκε ,
5626821 γεγηρακοτα
' ἀκμάζοντα θερμότερα καὶ ξηρότερα , τὰ δ ' ἤδη γεγηρακότα καὶ ἀμφοτέρων χείρω , μελαγχολικά τε ὄντα καὶ περιττωματικά
ἄρα καὶ ἐχειραγώγει τὸν δράκοντα ἤδη , ὡς φής , γεγηρακότα , ἢ σκίπωνα ἔχων ἐκεῖνος ἐπεστηρίζετο ; “ ”
5509401 τετελευτηκοτα
] πάθος καὶ ἡ διατύπωσις , ὅταν τις διατυπώσῃ τὸν τετελευτηκότα λέγοντα , οἷον εἰ τύχοι : φεῖσαι , πάτερ
τούτῳ ἀπεκρινάμην ὅτι ἐν μὲν τῷ παρόντι προσήκει θάπτειν τὸν τετελευτηκότα καὶ τἄλλα ποιεῖν τὰ νομιζόμενα , ἐπειδὰν δὲ τούτων
5495649 διαβολον
, ἐπιστάμενος τὴν τύχην μὴ οὖσαν παράμονον . ψίθυρον καὶ διάβολον ἄνδρα , εἰ καὶ ἀδελφός σού ἐστι , γευσάμενον
βλασφημίαν ὁ Ἄγγελος , ἐπιτιμήσαι σοι ὁ θεός πρὸς τὸν διάβολον ἔφη . Λέγεται τὸν Μιχαὴλ τὸν ἀρχάγγελον τῇ τοῦ
5387376 Στωϊκον
εἶτα Ἀρισταίνετος . εἶτα ἐνεδοιάζετο πότερον χρὴ πρότερον Ζηνόθεμιν τὸν Στωϊκὸν ἅτε γέροντα ἢ Ἕρμωνα τὸν Ἐπικούρειον , ἱερεὺς γὰρ
Ἑρμόδωρον μὲν τὸν Ἐπικούρειον χιλίων ἕνεκα δραχμῶν ἐπιορκοῦντα , τὸν Στωϊκὸν δὲ Ἀγαθοκλέα περὶ μισθοῦ τῷ μαθητῇ δικαζόμενον , Κλεινίαν
5322101 Ἀρην
, αἱ δὲ συναφαὶ τὸν μέλλοντα δηλοῦσιν , ὁρῶμεν τὸν Ἄρην τῆς Ἡλίου ἀπορροίας κρατοῦντα καὶ λέγομεν πρὸ τῆς γενέσεως
ὄντες ] τοῦ θεοῦ ] τοῦ Πλούτου δόξεις μ ' Ἄρην ] ὡς ἄλλον Ἄρεα ὠστιζόμεσθ ' ] διωκόμεθα ,
5294413 ἱερακα
, ἐάν τις ἐκτυφλώσῃ , πάλιν βλέπειν . Τὸν δὲ ἱέρακα τρία μὲν τίκτειν ᾠά , δύο δ ' ἐκλέπειν
τὸ ἐναντίον ποιήσει ἀγόνους . Γλύψον οὖν ἐν τῷ λίθῳ ἱέρακα καὶ ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ τὸν ἰχθύν . ὑποκατάκλεισον
5286997 Μυρρινουσιον
μὲν ἐκείνῳ τὸν Ἀριστοκλέα , ὁ δὲ Παρμένων τούτῳ Ἄρχιππον Μυρρινούσιον . καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἐτίθεντο τὰς συνθήκας παρὰ
προτεραίας . Ἀλλὰ μήν , ἔφη φάναι ὑπολαβόντα Φαῖδρον τὸν Μυρρινούσιον , ἔγωγέ σοι εἴωθα πείθεσθαι ἄλλως τε καὶ ἅττ
5231443 ἀῤῥωστον
τούτου παράδειγμα λαμβάνει τοῦτο , ὅτι εἰσῆλθον δύο ἰατροὶ πρὸς ἄῤῥωστον , καὶ εὑρήκασι φλεγμονὴν ὑποκειμένην . συνεῖδον ἀμφότεροι κενωθῆναι
οὔρων . Ἡ δὲ ὑπόθεσις τοιαύτη . εἰσέρχῃ πρὸς τὸν ἄῤῥωστον . πρὸ πάντων ζήτησον , εἰ ὀλέθριον ἢ σωτήριον
5230883 Περιπατητικον
. . . . : Οἱ περὶ Ἀριστοκλέα τοίνυν τὸν Περιπατητικὸν ὀρθῶς ὡρίσαντο διαίρεσιν εἶναι τομὴν ἤτοι διάκρισιν ὑποθέσεως εἰς
σαλεύουσαν . ἀμέλει γέ τοι καὶ οἱ περὶ Κριτόλαον τὸν Περιπατητικὸν καὶ πολὺ πρότερον οἱ περὶ Πλάτωνα εἰς τοῦτο ἀπιδόντες
5226120 Τανταλον
, ἐκ συῶν δὲ εἰς ἀνθρώπων μεταβῆναι διάθεσιν : ἔτι Τάνταλον τιμᾶσθαι μὲν διὰ σωφροσύνην , συνέστιον ὄντα θεοῖς ,
προσηρτημένη χρυσαῖς ἁλύσεσιν ἄνωθεν ἐξ οὐρανοῦ , ἵνα πρὸς τὸν Τάνταλον ἐλθοῦσα ἀποδύρωμαι τὰ συμβάντα . Ἀναξαγόρου δὲ μαθητὴς γενόμενος
5202345 γραμματιστην
προδοσίας . . Ὁ δὲ Κάμιλλος εἰς φυλακὴν παραδιδοὺς τὸν γραμματιστὴν καὶ τοὺς παῖδας ἐπιστέλλει τῇ βουλῇ διὰ γραμμάτων τὰ
νόμων . Ὀρθῶς . Ἆρ ' οὖν οὐ μετὰ τὸν γραμματιστὴν ὁ κιθαριστὴς ἡμῖν προσρητέος ; Τί μήν ; Τοῖς
5161564 ἐπειρωτων
ἐποίησαν τοιόνδε : πέμψαντες κοινῇ θεοπρόπους ἐς Δελφοὺς τὸν θεὸν ἐπειρώτων εἴ σφι ἄμεινον τιμωρέουσι γίνεται τῇ Ἑλλάδι . Ἡ
καὶ ὀϊστοὺς πέντε . Πέρσαι δὲ τὸν φέροντα τὰ δῶρα ἐπειρώτων τὸν νόον τῶν διδομένων : ὁ δὲ οὐδὲν ἔφη
5154193 Βατωνα
. Διοκλῆς δὲ καὶ τὸν δεσπότην αὐτοῦ Ποντικὸν εἶναι καὶ Βάτωνα καλεῖσθαι . ἀτηρότερον δ ' αἰτῶν ὑπὸ φιλαργυρίας ἴσχυσε
Φιλτίδα . φησὶ δ ' αὐτὸν Ἐρατοσθένης ἐν τοῖς Πρὸς Βάτωνα καὶ Κυνῶν διαλόγους συνθεῖναι : οἱ δέ , γεγραφέναι
5153649 ἐπῃτιωντο
Αἴσωπον οἱ Δελφοί ποτ ' ὀλίγον μοι μέλει . φιάλην ἐπῃτιῶντο κλέψαι τοῦ θεοῦ . ὁ δ ' ἔλεξεν αὐτοῖς
τῶν Χίων μᾶλλον , καὶ πέμψαντες ἕνα τῶν στρατηγῶν Ἀριστοκράτη ἐπῃτιῶντο αὐτούς , καὶ ἀρνουμένων τῶν Χίων τὸ πιστὸν ναῦς
5124562 γυμναστην
ναύτην τε ἅμα ἔσεσθαι καὶ κυβερνήτην , οὐδὲ τὸν ἰατρὸν γυμναστήν τε καὶ ἰατρόν , ἀλλ ' ἐπιστατεῖν μὲν ἀνάγκη
χρὴ περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι αὐτούς . παιδοτρίβην . ἀλειπτήν , γυμναστήν . τί δέ ; σωφροσύνης κτλ . . ὅτι
5115046 Τιτανες
δὲ καὶ Γῆς εἰσιν οἱ περὶ Κρόνον καὶ οἱ ἄλλοι Τιτᾶνες , ἐκ δὲ τῶν Τιτάνων οἱ ὕστεροι θεοί :
. : Τιτανὶς ] Ἡ μία τῶν Τιτάνων . : Τιτᾶνες ἐκαλοῦντο οἱ ἀπὸ τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς γεννηθέντες
5093567 σοφωτατον
λοιπόν . . ἐπαινεῖς ] θαυμάζεις λίαν , εἶναι . σοφώτατόν ] λέγεις . ὢ ] φεῦ . . τί
καὶ τὸ νοῆσαι , ὅτι δεῖ κατὰ καιρὸν σιωπῆσαι , σοφώτατόν ἐστι πρᾶγμα . εἰ δ ' ὄλβον ἢ χειρῶν
5073681 προσνεμουσι
τὸ μέσον ἀμφοτέρων ὀστοῦν , ὅ τινες μὲν τῇ κεφαλῇ προσνέμουσι , τινὲς δὲ τῆς ἄνω γένυος εἶναί φασιν .
ὅτι ἐνυπνίῳ ἔοικε τὸ λεγόμενον . οἱ δὲ τῷ Ἡρακλεῖ προσνέμουσι τοῦτο , οἱ δὲ τῷ Ξανθίᾳ . καὶ τὸ
5067540 ὡροσκοπικον
ἂν καὶ ἐνταῦθα πάλιν τοῦ διδόντος ἀστέρος ὑποτιθεμένου κατὰ τὸν ὡροσκοπικὸν λόγον καὶ τῶν λοιπῶν ὡς ἐπὶ γενέσεως συνθεωρουμένων .
μετὰ μοιρῶν , καὶ ἐκκρούσας ὅλους κύκλους τὰ λοιπὰ ἡγοῦ ὡροσκοπικὸν γνώμονα . κλίμα * * ὥρα ἡμέρας βʹ :
5062218 Παλαμηδην
ὅτι ἡ δίκη πρὸς αὐτοῦ ἔσται . Ἔστι καὶ τὸν Παλαμήδην ἰδεῖν , ἀμπελουργέ , καθάπερ καὶ τὸν Νέστορα εἶδον
ὁ Ναύπλιος * . πτόρθου διαρραισθέντος : πτόρθον λέγει τὸν Παλαμήδην διὰ τὸ ἀκμαῖον . ἐν Μηθύμνῃ δὲ τέθαπται ὁ
5056918 ὡροσκοπουντες
ἄστρων . Ἥλιος , Κρόνος Ἄρης τε σὺν Ἀφροδίτῃ ἅμα ὡροσκοποῦντες ἐν Κριῷ , δοῦλον ἄτιμον νόει . καὶ πρεσβυτέρας
γενέσεις ποιοῦσιν : ὁμοίως δὲ καὶ ἐὰν οἱ κύριοι τούτων ὡροσκοποῦντες ἢ ἐπίκεντροι τύχωσιν . ἐὰν τὸ συνοδικὸν ἢ πανσεληνιακὸν
5052609 Ἀκμονα
Παιονίας . οἱ πολῖται Δόβηρες . Δοίαντος πεδίον Φρυγίας . Ἄκμονα γὰρ καὶ Δοίαντά φασιν ἀδελφούς , ἀφ ' ὧν
, ὧν Κέλμιν ὀνομάζουσί τινα καὶ Δαμναμενέα καὶ Ἡρακλέα καὶ Ἄκμονα : καὶ οἱ μὲν ἐπιχωρίους τῆς Ἴδης οἱ δὲ
5026873 ἀετον
τοιούτων ἔφοροι : λέγει δὲ τὸν Ἀπόλλω . αἰετὸν ] ἀετὸν . ἐσχάραν ] † ἐν ᾗ τὰ ἱερεῖα τιθέασιν
καὶ ἄρκτου μεταξύ , γεννᾶται δ ' ἐν Αἰθιοπίᾳ : ἀετὸν δὲ Θηβαῖοι , λέοντα δὲ Λεοντοπολῖται , αἶγα δὲ
5010488 κηφηνα
κισσὸν ὑπὲρ τύμβου ζῶντα Μάχωνι φέροις . οὐ γὰρ ἔχεις κηφῆνα παλίμπλυτον , ἀλλ ' ἄρα τέχνης ἄξιον ἀρχαίης λείψανον
Ἀὴρ διὰ τῶν νεφέων διάπεμψον Ἀντικύραν , ἵνα τόνδε κόριν κηφῆνα ποιήσω . γρυμέα θυροκοπεῖν καὶ θυροκοπία νεκρόν περίδου πολιτοκοπεῖν
4996025 βλαπτοντα
μὴ παρείκῃ ὁ πυρετόϲ , διδόναι μὴ μεγάλα ἐπὶ πυρετῶν βλάπτοντα . ἀγαθὸν δὲ ξυμφωνέειν καὶ τὸν πυρετὸν καὶ τὴν
, οὐδὲν ὠφελοῦντα ἐν τοῖς δεινοῖς , ἀλλὰ τὰ μέγιστα βλάπτοντα , πῶς οὐκ ἄνανδρος σφόδρα , ἡττώμενος μὲν γυναικῶν
4975060 γενεαλογουσιν
τὴν κυνηγίαν τούτοις καὶ αὐτὴν συνεξελθεῖν . τινὲς δʹ Ἀρισταίους γενεαλογοῦσιν , ὡς καὶ Βακχυλίδης : τὸν μὲν Καρύστου ,
τύπτουσιν , καὶ τὸν Οὐρανοῦ πατέρα : οὕτως γὰρ αὐτὸν γενεαλογοῦσιν . εἴρηται δὲ ὁ μὲν τοῦ σιδήρου ἄκμων παρὰ
4973686 τεθνηκοτα
εἷς ἕκαστος θερμολουτεῖν ἀεὶ δὲ καὶ ζῶντ ' ἐστὶ καὶ τεθνηκότα τἀν τῇ θαλάττῃ πολέμι ' ἡμῖν θηρία . ἂν
ἔζη , παυσάμενον δὲ τοῦ ζῆν ἄλλῳ παραχωρεῖν τὴν ἐνέργειαν τεθνηκότα τὴν αὐτοῦ κατ ' ἐνέργειαν ζωήν . Ὁ μὲν
4965458 ἀποβλεπουσιν
καὶ δακρῦσαι . Μέλλουσι δ ' ἔτι καὶ ἐς ἀλλήλους ἀποβλέπουσιν ἡ ἡμέρα προύκοπτε . καὶ τὸ μὲν Ἰταλικὸν ἅπαν
περισημότατον καὶ ἐπιφανέστατον νεών , εἰς ὃν ἀνατολαὶ καὶ δύσεις ἀποβλέπουσιν ἡλίου τρόπον πανταχόσε λάμποντα , καθυβρίζων . εἰ δὲ
4958296 Προμηθεα
οὐ κατὰ τὸν κοινὸν λόγον ἐν Καυκάσῳ φησὶ δεδέσθαι τὸν Προμηθέα , ἀλλὰ πρὸς τοῖς Εὐρωπαίοις τέρμασι τοῦ Ὠκεανοῦ ,
ὀνομάζοντες Φορωνέως εἶναι : οὐ γάρ τι ὁμολογοῦσι δοῦναι πῦρ Προμηθέα ἀνθρώποις , ἀλλὰ ἐς Φορωνέα τοῦ πυρὸς μετάγειν ἐθέλουσι
4953608 Μεσσηνιον
τὸν Εὐκλήτου Μεσσήνιον ἀνελόμενον πεντάθλου νίκην καὶ Δαμάρετον καὶ τοῦτον Μεσσήνιον κρατήσαντα πυγμῇ παῖδας , τὸν μὲν αὐτῶν Βοιώτιος Θήρων
Ῥέμον . [ . . . . ] Ὅτι Πολυχάρη Μεσσήνιον πλούτῳ καὶ γένει διαφέροντα συνθέσθαι ἀγελῶν κοινωνίαν πρὸς Εὔαιφνον
4949759 κατηγορουσιν
ἐλεγχομένους ; εἰ μὲν γὰρ ὀρθῶς ἐκεῖνα πέπρακται , τί κατηγοροῦσιν ; εἰ δ ' ἡμάρτηται , τί οὐ τὰ
συκοφάνται , ὑπὲρ ὧν ὁ στρατηγὸς ἐκεῖ πράττει , ἐνταῦθα κατηγοροῦσιν εὐχερῶς : διὰ γὰρ τὸ μὴ παρεῖναι ὑμᾶς καὶ
4944896 τροφεα
ἐπεὶ δὲ βληθεὶς ὁ Ἰνδὸς κατώλισθε , περιβαίνει μὲν τὸν τροφέα ὁ ἐλέφας κατὰ τοὺς ὑπερασπίζοντας ἐν τοῖς ὅπλοις ,
γεραιέ : ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἄττα προσφώνησίς ἐστι πρὸς τροφέα ἀμετάφραστος . . μή μοι σύγχει θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν
4938688 ὑπερφυως
ἐτιμήσατε . οὗτος γὰρ Ἀθήνηθεν φεύγων εἰς Μέγαρα , φιλόπαις ὑπερφυῶς ὤν , ἔν τινι μάχῃ ἠρίστευσε καὶ ὑπερασπίζων τινὸς
' ἀρχαῖοι θηλυκῶς . χρυσίῳ βάλλειν κορώνας : ἐπὶ τῶν ὑπερφυῶς πλουσίων , ὡς ἀντὶ λίθων χρυσίῳ χρῆσθαι πρὸς τὸ
4936813 ἱερογραμματεα
ἀδυνατεῖ τοῦτο δρᾶσαι . Αἰγύπτια δὲ γράμματα δηλοῦντες , ἢ ἱερογραμματέα , ἢ πέρας , μέλαν καὶ κόσκινον καὶ σχοινίον
' αὐτῶν γραμματέας Μωϋσῆν τε καὶ Ἰώσηπον , καὶ τοῦτον ἱερογραμματέα : Αἰγύπτια δ ' αὐτοῖς ὀνόματα εἶναι , τῷ
4934011 γοητες
σίνεσθαι δὲ τὸ βλάπτειν λέγουσιν . Ἐρατοσθένης δέ , ἐπεὶ γόητες ὄντες εὗρον δηλητήρια φάρμακα : ὁ δὲ Πορφύριος ,
Ἴδης . Ἀριστεροὶ μὲν , ὥς φησι Φερεκύδης , οἱ γόητες αὐτῶν : οἱ δὲ ἀναλύοντες , δεξιοὶ , ὡς
4901792 Ἀπριην
μεγάλα ἐόντα καὶ ἀξιοθέητα . Καὶ οἵ τε περὶ τὸν Ἀπρίην ἐπὶ τοὺς Αἰγυπτίους ἤισαν καὶ οἱ περὶ τὸν Ἄμασιν
δηλῶσαι τὰ πρησσόμενα . Ὡς δὲ ἀπικέσθαι αὐτὸν πρὸς τὸν Ἀπρίην οὐκ ἄγοντα τὸν Ἄμασιν , οὐδένα λόγον ἑωυτῷ δόντα
4901412 αὐλητην
μὲν τὸ βομβυλιὸν εἶδος μελίσσης . σημαίνει δὲ καὶ τὸν αὐλητήν , παρὰ τὸ τοῖς αὐλοῖς βομβεῖν . ἔστι δὲ
χορευτῶν στραφεὶς ἦρε τὰς χεῖρας ἀπὸ πυγμῆς πρὸς τὸν ἐπιφερόμενον αὐλητήν , τότ ' ἤδη κρότος ἐξαίσιος ἐγένετο καὶ κραυγὴ
4900710 γελωσι
δείπνου τῷ Τηρεῖ δεικνύουσι , κεφαλὴν παιδίου καὶ χεῖρας : γελῶσι δὲ ἅμα καὶ φοβοῦνται . ἀναπηδῶν ἐκ τῆς κλίνης
μεθέμενοι τὴν ἀπὸ γενέσεως τῆς παθητῆς ψευδώνυμον ὠφέλειαν „ , γελῶσι καὶ χλευάζουσιν ἐπιφωνοῦντες ” ταῦτα εἰς αὔριον ” ,
4892638 κλεπτην
δοῦλος ἢ πένης ἢ μισθωτός . ἐὰν Ἀφροδίτη σημαίνει τὸν κλέπτην αἰτία τῆς κλοπῆς ἔσται γυνή , ἐὰν δὲ Ἑρμῆς
ἐστιν ἱεροσύλου καὶ κλέπτου , τὰ δὲ ἰδικὰ ἱεροσύλου πρὸς κλέπτην : κοινωνεῖ μὲν ἱερόσυλος κλέπτῃ πρῶτον μὲν τῷ βουλεύσασθαι
4881824 νεφωδους
γὰρ κἀκεῖσε τοῦ μὲν ἡλιακοῦ θερμοῦ κρατοῦντος ὅσον πάχος πέφυκεν νεφώδους οὐσίας , λεπτύνεταί τε καὶ διασκεδάννυται ἐξαερούμενον , κρατηθέντος
τῷ μὲν ζόφῳ μελανίαν ἀποτελεῖ , τῷ δὲ χρώματι τοῦ νεφώδους τὴν ἀστραπήν , τῷ δὲ πλήθει τοῦ φωτὸς τὸν
4878445 Ἑρμολαον
εἴη μή με αἰσχύνῃ περιβαλεῖν . ἀλλ ' εἴς τε Ἑρμόλαον γίγνου τοιοῦτος ὁποῖον οἶδα καὶ τὸ πρὸς ἡμᾶς ἐπιστέλλειν
γένοιτο ἄνθρωπος εἶπεν ἂν ἀποκτείνηι τὸν ἐνδοξότατον , τὸν δὲ Ἑρμόλαον ἐπὶ τὴν πρᾶξιν παροξύνων ἐκέλευε μὴ δεδιέναι τὴν χρυσῆν
4863925 Φοβον
φοβεῖται , δειλιᾷ , κλονεῖται , κατανεύει , κινεῖται . Φόβον : φυγήν . μῆχος : μηχανὴν , τρόπον :
Ὣς φάτο , καί ῥ ' ἵππους κέλετο Δεῖμόν τε Φόβον τε ζευγνύμεν , αὐτὸς δ ' ἔντε ' ἐδύσετο
4859671 Κλεωνυμον
. . ἐγένοντο ] ἅρπαγες γὰρ καὶ οἱ λύκοι . Κλεώνυμον ] ἢ τὸν Κλέωνα λέγει ἢ ἕτερον Κλεώνυμον τοὔνομα
λύκοι . Κλεώνυμον ] ἢ τὸν Κλέωνα λέγει ἢ ἕτερον Κλεώνυμον τοὔνομα . ἔλαφοι . . . ἐγένοντο ] δειλότατον
4854155 εὐχονται
ἐστι καὶ γενικὸν αὐτό . οἱ δ ' ἄνθρωποι ταῦτα εὔχονται καὶ διώκουσι , τουτέστιν αἱ ἀρεταὶ ἐπ ' αὐτοῖς
καὶ τοῦδε ἡνίοχοι ἕνεκα θυσίας θύουσι καὶ γενέσθαι σφίσιν ἵλεων εὔχονται τὸν Ταράξιππον . Ἕλληνες δὲ οὐ κατὰ τὰ αὐτὰ
4832470 κροκοδειλον
, σὺ δ ' Ὄλυμπον ἔχε . „ εἰς ὑμᾶς κροκόδειλον ἀποφθίμενον διαλύει , σκορπίοι , ἡ πάντα ζωοθετοῦσα φύσις
ἀπειλὰς ἔφυγεν εἰς τὴν ἀκρώρειαν Βορέου Κοίτης : καὶ εἰς κροκόδειλον μεταμορφωθεὶς [ ἔλαθεν : ὁ δὲ Προμηθεὺς ] ἕνα
4825444 πορνον
ἢ γινομένων : οἷον ὁ πόρνος τὸν σώφρονα εἰ λέγει πόρνον . ἐπειδὴ οἱ ποταμοὶ ἄνωθεν κάτω ῥέουσι . Ἄπαγέ
φόνου : ἐνταῦθα μὲν ἐξελέσθαι αἰτίας οὐχ οἷόν τε τὸν πόρνον , ὡμολόγηται γὰρ τὸ ἀδίκημα : φήσει δὲ ὁ
4813222 Φερεκλεα
αὐτὰ ταῦτα ἔλεγεν , ὡς οὐδεπώποτε ἔλθοι εἰς Θημακὸν ὡς Φερεκλέα : ἐκέλευε δὲ βασανίσαι τὰ ἀνδράποδα , καὶ μὴ
Ἀλκισθένη , Μενέστρατον , Ἐρυξίμαχον , Εὐφίλητον , Εὐρυδάμαντα , Φερεκλέα , Μέλητον , Τιμάνθη , Ἀρχίδαμον , Τελένικον .
4813102 προσκυνουντες
Τότε καὶ ἡμεῖς ἀναστησόμεθα , ἕκαστος ἐπὶ σκῆπτρον ἡμῶν , προσκυνοῦντες τὸν βασιλέα τῶν οὐρανῶν , τὸν ἐπὶ γῆς φανέντα
τοῦτο δὲ περσιστὶ πολλάκις αὐτοῦ βοῶντος , οἱ μὲν ἐξίσταντο προσκυνοῦντες , ἀποπίπτει δὲ τῆς κεφαλῆς ἡ τιάρα τοῦ Κύρου
4809413 θεμιστευοντα
πάντα , τὸν Ἀπόλλωνα τὸν Διδυμῆ λέγω , τὸν καὶ θεμιστεύοντα καὶ μουσηγέτην . Οὗ δὴ σχεδὸν μάλιστα καὶ πεπεισμένος
ἴδον Διὸς ” ἀγλαὸν υἱόν , χρύσεον σκῆπτρον ἔχοντα , θεμιστεύοντα „ νέκυσσι . ” καὶ οἱ μετὰ ταῦτα δὲ
4806825 ἀμαθη
διατριβή : τὸ δὲ μέγιστον , ὅτι τὸν νυστάζοντα καὶ ἀμαθῆ φύσει ἐγείρει καὶ εὐμαθῆ καὶ μνήμονα καὶ ἀγχίνουν ἀπεργάζεται
Ἑλλάδος : καὶ τοὺς διαλεκτικοὺς πολυφθόρους , Πύρρωνα δ ' ἀμαθῆ καὶ ἀπαίδευτον . Μεμήνασι δ ' οὗτοι . τῷ
4806729 δικαζομενον
καὶ γὰρ τοῦτον φράττοντα μὲν τὰ ἑαυτοῦ σωφρονεῖν ἡγοῦμαι , δικαζόμενον δέ μοι πονηρότατόν τ ' εἶναι καὶ διεφθαρμένον ὑπὸ
πρὸς αὐτὸν τὸν διαμαρτυρήσαντα , οὐ πρὸς τὸν ἐξ ἀρχῆς δικαζόμενον : εἰ δὲ μὴ προβάλοιτο μάρτυρα ὁ διώκων ,
4795529 Τιτιανον
λέγειν , ἐγὼ δὲ ἐν τῷ ψηφίζεσθαι : τὸν δὲ Τιτιανὸν ἴσθι ζῶντα , ὡς ἂν εὔξαιο , καὶ θέοντα
κἀν τῇ Πλάτωνος πόλει χώραν ὁρῶμεν οὖσαν . ἐγὼ δὲ Τιτιανὸν ἀεὶ μὲν ἰδεῖν ἐπόθουν , εἶναι δὲ ἐν φαυλοτέροις
4791375 τεθνεωτα
τὴν δίκην ἐπανελθεῖν , ὑφ ' ἡμῶν δὲ κατεκωλύθη τὸν τεθνεῶτα ἐλεούντων , εἰ τοὺς ἐχθροὺς αἰσθήσεται τὰ αὑτοῦ καρπουμένους
ποτε οὖσαν Αἰόλου τοῦ Ἕλληνος θυγατέρα κουρίδιον ἄνδρα τὸν ἑαυτῆς τεθνεῶτα θρηνεῖν πόθῳ φιλίας , Κήϋκα τὸν Τραχίνιον τὸν Ἑωσφόρου
4775870 σκυτεα
, ὡς θαυμαστὸν εἴη τό , εἰ μέν τις βούλοιτο σκυτέα διδάξασθαί τινα ἢ τέκτονα ἢ χαλκέα ἢ ἱππέα ,
οὗτος δὲ τοὐναντίον συνεπεράνατο , τὸ τὸν Σίμωνα ἀγαθὸν ὄντα σκυτέα μοχθηρὸν εἶναι . ἡ δὲ ἀγωγὴ τοῦ σοφίσματος τοιαύτη
4774915 ἐφημεροις
ὁ ἐπὶ ἀσήπτῳ αἵματι γινόμενος πυρετὸς , ἐπὶ τοῖς πολυημέροις ἐφημέροις ἀνάγεται : ὅθεν καὶ ὁ Γαληνὸς ἐν τῷ ὀγδόῳ
, τὸν οὕτω δυσίατον καὶ κακοήθη , ὁμογενῆ ἀναγορεύεις τοῖς ἐφημέροις . Λέγω μὲν καὶ ὅτι ὁμογενεῖς αὐτοὺς ἔφην εἶναι
4767380 Κοννον
τὸν μαθόντα τὰ ἰατρικὰ καὶ τὰ μουσικὰ Δάμωνά τε καὶ Κόννον τὸν Μητροβίου . οὐ γὰρ ᾐδεῖτο , οἶμαι ,
ἢ δῆλον ὅτι Ἀσπασίαν λέγεις ; Λέγω γάρ , καὶ Κόννον γε τὸν Μητροβίου : οὗτοι γάρ μοι δύο εἰσὶν
4766476 πιθηκον
ἐρασθῆναι ζῷον ἕτερον ἑτέρου : οὐ γὰρ δυνατὸν κύνα καὶ πίθηκον , λύκον τε καὶ ὕαιναν ἀλλήλοις συμμιγῆναι , οὐδὲ
ἢ χῆνα πλατυγίζοντα καὶ κεχηνότα , ἢ στρουθόν , ἢ πίθηκον , ἐπίβουλον κακόν . Κακὸς κακῶς ἀπόλοιθ ' ὅστις
4764061 ἰητρον
θανάτου ἔρανται . χρὴ ὦν μήτε ϲμικρότερόν τι γίγνεϲθαι τὸν ἰητρὸν τοῦ πάθεοϲ μήτε βραδύτερον : ἀλλά , ἢν μὲν
κατασκευάσασθαι : πιθανώτερον δὲ τοῖσι δημότῃσίν ἐστι , καὶ τὸν ἰητρὸν ἀναμαρτητότερον εἶναι , ἢν σωλὴν ὑποκέηται : καίτοι ἀτεχνέστερόν
4763097 παιδικα
αὐτοὺς διατιθεμένους , ἐὰν δὲ ἀμφότεροι ἑῷοι , πρὸς τὰ παιδικὰ μόνα νοσηματώδεις , ἀρρενικῶν δὲ ὄντων τῶν ζῳδίων καὶ
ὡς ἔφην , καὶ οἱ ἐν Εὐβοίᾳ Χαλκιδεῖς περὶ τὰ παιδικὰ δαιμονίως ἐπτόηνται . Ἐχεμένης γοῦν ἐν τοῖς Κρητικοῖς οὐ
4760453 Ἡλιον
τὸ προσεκτικὸν καὶ αἰδημονικὸν καὶ φιλότιμον . Μετὰ δὲ τὸν Ἥλιον πέμπτος ὁ τοῦ Ἄρεως ἐπιλαβὼν τὸ τῆς ἡλικίας ἀνδρῶδες
ὑποτεταγμένους ὑπὸ τῶν ὑπερεχόντων μάλιστα βλαβήσεσθαι . Ἐν δὲ Καρκίνῳ Ἥλιον ἐκλείποντα ἐν οἱᾳδήποτε τριώρῳ πάσῃ γῇ κάκωσιν σημαίνειν καὶ
4728829 Κρητα
καὶ ὁ Πλάτων ἐν τοῖς Νόμοις εἰσάγει τὸν Σωκράτη ἐρωτῶντα Κρῆτα καὶ Λάκωνα πολίτην περὶ Μίνωος καὶ Λυκούργου , οὓς
τὸν τρόπον Ἡρακλῆς ἐτόξευσεν αὐτάς . ἕβδομον ἐπέταξεν ἆθλον τὸν Κρῆτα ἀγαγεῖν ταῦρον . τοῦτον Ἀκουσίλαος μὲν εἶναί φησι τὸν
4725587 Κερκωπα
χωλῶν δρόμος : τὸ ἄδηλον δηλοῖ . Ζητῶν Ἑρμῆν γλύψαι Κέρκωπα ἔγλυψα . Ἣ Ζεὺς ἢ Χάρων : ἢ εὐδαίμονος
πρὸς Κῦρον : ἦν δὲ Ἐφέσιος : οἱ δὲ τὸν Κέρκωπα τὸν ἕτερον . Διότιμος Ἡρακλέους ἐν ἄθλοις : Κέρκωπές
4722464 ἀσελγαινοντα
γε σωφρόνων τούτοις τε μὴ προσέχειν καὶ ὃν ἂν λάβωσιν ἀσελγαίνοντα κολάζειν . μὴ δὴ τοῦτο λέγειν αὐτὸν ἐᾶτε ,
ἰητρὸν κακοὺς τρόπους ἔχοντα καὶ εἰς ἐμὲ καὶ εἰς Πέρσας ἀσελγαίνοντα . Εἰ δὲ μὴ , γνώσεσθε καὶ τῆς πρώτης
4721144 Καινεα
, ἀνὰ ἔτος πᾶν ἀμείβουσαι τὸ γένος . οὐκοῦν τὸν Καινέα καὶ τὸν Τειρεσίαν ἀρχαίους ἀπέδειξε τὸ ζῷον τοῦτο ,
' ἧς καὶ τὸν Βόσπορον εἰληφέναι τὴν κλῆσιν : ἔτι Καινέα τὸν Λαπίθην τὸ μὲν ἀπ ' ἀρχῆς γενέσθαι παρθένον
4711062 Σωκρατην
ἐλέγχει καὶ ἁπλούστερον ἀντὶ ποικιλωτέρου ποιεῖ . Τὸ οὖν τὸν Σωκράτην ἀποστρέψαι τὸν λόγον καὶ ὡς πρὸς μὴ παρόντα διαλέγεσθαι
ταῦτα καὶ παντάπασι παρέλκοντα , εἴπερ ἐναργὲς ὅτι τόν τε Σωκράτην ἄνθρωπον εἶναι ἀνάγκη καὶ τὸν ἄνθρωπον δίποδα : εἰ
4706141 μαγον
ποιουμένων τοῦ μηδίζειν τὸ φορεῖν Μηδικὴν ἐσθῆτα καὶ τοῦ τὸν μάγον ἀνῃρηκέναι τὸν τύραννον τὸ εἴσω τῶν παρ ' αὐτοῦ
εἰ δὲ μὴ νὺξ ἐπελθοῦσα ἔσχε , ἔλιπον ἂν οὐδένα μάγον . Ταύτην τὴν ἡμέρην θεραπεύουσι Πέρσαι κοινῇ μάλιστα τῶν
4701935 νεωτεροι
ἀπίαν τὴν πολὺ ἀφεστῶ - σαν , οὐχ ὡς οἱ νεώτεροι τὴν Πελοπόννησον . φησὶ γοῦν ἐξ ἀπίης γαίης δεκάτῳ
καθ ' αὑτὸν πολυτρόπου διαγράμματος πεποίηται μέγεθος , οἱ δὲ νεώτεροι τὸ πεντεκαιδεκάχορδον τρόπον μέγιστον ἐπὶ τὸ τρὶς διὰ πασῶν
4697012 αἰλουρον
τῶν ζώιων ἑκὼν διαφθείρηι , θανάτωι περιπίπτει , πλὴν ἐὰν αἴλουρον ἢ τὴν ἶβιν ἀποκτείνηι : ταῦτα δὲ ἐάν τε
τῶν ζῴων ἑκὼν διαφθείρῃ , θανάτῳ περιπίπτει , πλὴν ἐὰν αἴλουρον ἢ τὴν ἶβιν ἀποκτείνῃ : ταῦτα δὲ ἐάν τε
4692772 σοφιστην
: λέγει δὲ Φανίας ἐν τῶ πρὸς Διόδωρον Πολύξενον τὸν σοφιστὴν τὸν τρίτον ἄνθρωπον εἰσάγειν λέγοντα : „ εἰ κατὰ
καὶ αὐλητοῦ φασιν Ἀραβίου . ἀλλ ' εἰδὼς ὅτι καὶ σοφιστὴν οὐδὲν ἂν οὕτω λαμπρύνειεν ὡς εἰ πολλοῖς περιρρέοιτο φοιτηταῖς
4684534 νεανισκον
υἱὸν Ἀγαθοκλῆ , πρῶτον μὲν ἐν ταῖς Συρακούσαις συνέστησε τὸν νεανίσκον , ἀποφαινόμενος διάδοχον ἀπολείψειν τῆς ἀρχῆς : μετὰ δὲ
τοῖς Θηβαίοις . οὗτοι δὲ τῷ Ἐπαμεινώνδου πατρὶ παρέθεντο τὸν νεανίσκον καὶ προσέταξαν ἅμα τηρεῖν ἐπιμελῶς τὴν παρακαταθήκην καὶ προστατεῖν
4678400 ἀνδροφονον
ταῦτα κελεύει καὶ ἀπ ' αὐτῶν τῶν βωμῶν ἐκδοῦναι τὸν ἀνδροφόνον . Ἀλλ ' οἱ μὲν ξίφεσιν ἢ δορατίοις ἢ
. Καλοῦσι δὲ αὐτὴν ἐπιχωρίῳ φωνῇ Διδὼ , ὃ ἔστιν ἀνδροφόνον . Πρότερον δὲ Φοινίκων εἶπεν , ἐπειδὴ πρῶτοι Φοινίκες
4677386 Εὐδημον
συμπέρασμα . οἱ δὲ ἑταῖροι αὐτοῦ οἱ περὶ Θεόφραστον καὶ Εὔδημον καὶ ἔτι οἱ ἀπὸ Πλάτωνος οὔ φασιν οὕτως ἔχειν
ἀλλήλους . Εὐμενὴς μὲν γὰρ ἐπὶ τοῦ λαιοῦ κέρατος ἔταξεν Εὔδημον τὸν καταγαγόντα τοὺς ἐλέφαντας ἐξ Ἰνδῶν , ἔχοντα τὸ
4662289 βαδιζους
σκυτῆς , βαλανῆς , ἀλφιταμοιβοί , τορνευτολυρασπιδοπηγοί : οἱ δὲ βαδίζους ' ὑποδησάμενοι νύκτωρ . Ἐμὲ τοῦτό γ ' ἐρώτα
δ ' ὕπνου , ὃν ἐκπιόντες οἱ σοφοὶ κεκλημένοι οἴκαδε βαδίζους ' . ὁ δὲ τέταρτος οὐκ ἔτι ἡμέτερός ἐστ
4661272 ἡλον
ὡς δέ τινες , ὑποσχομένης ποιήσειν ἀθάνατον , καὶ τὸν ἧλον ἐξελούσης , διαῤῥυέντος τοῦ ἰχῶρος σὺν ὅλῳ τῷ αἵματι
καρύα , οἱονδήποτε κλάδον δάκε , καὶ ξηρανθήσεται . ἢ ἧλον πεπυρωμένον εἰς τὴν ῥίζαν ἔμπηξον οἱουδήποτε δένδρου . ἢ
4653879 ἀῤῥενα
' ΑΝΔΡΟΓΟΝΟΣ ΑΓΑΘΗ . Φασὶ γὰρ οἱ φυσικοὶ ὅτι τὰ ἄῤῥενα σπέρματα ξηρότερά εἰσι , τὰ δὲ θήλεα ὑγρότερα :
φασι τὸ παράπαν , ἀλλὰ καὶ εἰσκομισθεῖσαν ἀποθνήσκειν ⋮ Τὸν ἄῤῥενα ἡ θήλεια νικήσασα ὄρνιν ἐν τῇ μάχῃ , ἀμβρύνεταί
4653848 ἐρωμενον
γ ' οὖν σε οἱ πλεῖστοι τῶν πολιτῶν τὸν τοῦδε ἐρώμενον : ἐγὼ δέ σοι διαφυλάξω τοὔνομα καθαρὸν καὶ ἀνύβριστον
Ἔρωτι ποιούμενοι τὴν τῶν στεφάνων ἀνάθεσιν τοῦ μὲν Ἔρωτος τὸν ἐρώμενον ἄγαλμα , τούτου δὲ ναὸν ὄντα τὴν οἴκησιν στεφανοῦσι
4644492 ἀκμαζοντα
δὲ τὰ ἔπη ταυτὶ δύο ἁμαρτήματα φέρει , ἀρτιγένεια καὶ ἀκμάζοντα , καὶ ὧν οὐδέποτε τῆς ἀβελτη - ρίας γῆρας
ἕκαστον εἰς τὰς καθ ' ἡλικίαν διαφορὰς νεκρά τε καὶ ἀκμάζοντα καὶ γεγηρακότα φαινόμενα , ἔτι δὲ αὐτῶν τὰ μὲν
4641892 Ἀβδηριτην
καὶ πολλὰ δὲ ἔθνη γαλακτοποτοῦντα ζῇ . Δημόκριτον δὲ τὸν Ἀβδηρίτην λόγος ἔχει διὰ γῆρας ἐξάξαι αὑτὸν διεγνωκότα τοῦ ζῆν
. , , , . . . . Δημόκριτον τὸν Ἀβδηρίτην λόγος ἔχει τά τε ἄλλα γενέσθαι σοφὸν καὶ δὴ
4630278 μυθοι
: οὔτοι τὸ ταχὺ τὴν δίκην ἔχει , βραδεῖς δὲ μῦθοι πλεῖστον ἀνύτουσιν σοφοῖς . σχάσον δὲ δεινὸν ὄμμα καὶ
: τὰ γὰρ παλαιὰ καὶ ψευδῆ καὶ τε - ρατώδη μῦθοι καλοῦνται , ἡ δ ' ἱστορία βούλεται τἀληθές ,
4626650 γοητα
καὶ ἐπὶ ζῴων τὴν φάτταν περιστεράν : ἐπιτηδευμάτων δὲ τὸν γόητα τελεστήν . Τὰ δὲ πολὺ διαφέροντα κατάδηλά ἐστιν .
ἔφη „ πῶς δήσεις ; εἰ δὲ δήσεις , πῶς γόητα εἶναι φήσεις ; ” ” καὶ ἀνήσω γε οὐ
4615781 Βοηθουνται
ἀκοῆς ἀποκοπή , βράδιον δὲ τούτοις ὁ θάνατος παρέπεται . Βοηθοῦνται δὲ οἱ ἀσπιδόδηκτοι καὶ μάλιστα οἱ ὑπὸ πτυάδος δηχθέντες
δὲ κέντρον τῆς σφηκὸς οὐκ ἐναπομένει τῷ πληγέντι τόπῳ . Βοηθοῦνται δὲ οἱ ἀμφότεροι πηλῷ ἢ βολβίτῳ καταχριόμενοι μετ '
4604040 μισουσι
Λακωνική κλείς ἐστιν ὡς ἔοικέ μοι περιοιστέα . Ὦ πάτερ μισοῦσι μὲν Θράσων ' , ἀπεκτάγκασι δ ' οὔ .
σμερδαλέ ' εὐρώεντα τά τε στυγέουσι θεοί περ . στυγέουσι μισοῦσι : Ο . . ἤτοι ὁ μὲν γὰρ ἔναντα
4602593 Ὀπουντιον
πλάσασθαι αὐτὸν τὸ ἐπὶ Πατρόκλου προειρημένον ἐπαινεῖν βουλόμενος τὸν Ἐφάρμοστον Ὀπούντιον ὄντα Πατρόκλου πολίτην . εὑρεσιεπής : καινολόγος . ἀναγεῖσθαι
ἐν τοῖς φαύλοις : οἷόν τι καὶ περὶ τοῦτον τὸν Ὀπούντιον ἀκούω γεγονέναι χαρίεντα καὶ κομψὸν νεανίσκον ἀποβαλόντα , ἡμέτερον
4596776 πτωχον
ἐστιν ἐργαζόμενον . : Ταπεινὸν καὶ εὐτελῆ καὶ ἄσημον , πτωχόν , χειροτέχνην . μήποτ ' ὦ Μοῖραι : Ὁ
ὑπομονή , μάταια ἀγαπῶντες , διώκοντες ἀνταπόδομα , οὐκ ἐλεοῦντες πτωχόν , οὑ πονοῦντες ἐπὶ καταπονουμένῳ , οὑ γινώσκοντες τὸν
4595401 Ἀρτεμιδωρον
ἐποιήσατο τὴν ἐπαγγελίαν . Ἐγὼ τοίνυν πάντων τῶν μνημονευθέντων προκρίνας Ἀρτεμίδωρον τὸν Ἐφέσιον , ἐπιτομὴν τῶν ἕνδεκα βιβλίων τοῦ μνημονευθέντος
τι κωμικευσάμενος , καὶ οὐ κατὰ Ἀρίστανδρον τὸν Τελμισέα καὶ Ἀρτεμίδωρον τὸν Ἐφέσιον ἐξίχνευσα τοῖς ὀνείρασιν ; ἦ δ '
4592967 ἀναστησονται
αὐτῷ ἐπὶ γῆς , συγχαρίσονται αὐτῷ : τότε καὶ πάντες ἀναστήσονται , οἱ μὲν εἰς δόξαν , οἱ δὲ εἰς
: ἦ μάλα δὴ Τρῶες μεγαλήτορες οὕς περ ἔπεφνον αὖτις ἀναστήσονται ὑπὸ ζόφου ἠερόεντος , οἷον δὴ καὶ ὅδ '
4592399 σκεπουσιν
καὶ αὐτὸν ὅλον τὸν πνεύμονα συνδοῦσι τῷ παντὶ θώρακι καὶ σκέπουσιν οἱ ὑμένες οἵδε περιτεινόμενοι . Τὴν τοῦ θώρακος ὁ
οἳ τὰ φυτὰ μέχρι μὲν πρόσγεια καὶ νήπιά ἐστι , σκέπουσιν καὶ περιφράττουσιν ὡς μὴ βλάπτοιντο ὑπὸ τῶν πνευμάτων ,
4591915 διατιθεμενους
μόνα καταφερεῖς , θηλυκῶν δὲ ὄντων τῶν ζῳδίων καὶ αὐτοὺς διατιθεμένους , ἐὰν δὲ ἀμφότεροι ἑῷοι , πρὸς τὰ παιδικὰ
, ἐνίοτε δὲ καὶ ἀσώτους , φιλοκόσμους καὶ θρασεῖς καὶ διατιθεμένους καὶ ἀσελγαίνοντας . τῷ δὲ τοῦ Ἑρμοῦ συνοικειωθεὶς ἐπὶ
4590617 ἠπατημενοι
βραβεύς ; οὐχ ἥδε : πρὸς θεῶν δ ' ἦμεν ἠπατημένοι [ νεφέλης ἄγαλμ ' ἔχοντες ἐν χεροῖν λυγρόν ]
εἰσβαλεῖν . ἀντιλεγόντων δὲ τῶν Δωριέων ὡς καὶ πρότερον εἶεν ἠπατημένοι , εἶπεν ὡς οὐ συνήκατε τὸν χρησμόν : στενὰ
4586546 σχολαστικοι
. οὐδὲν οὖν αὐτῆς ἐστι κρεῖττον . “ οἱ δὲ σχολαστικοὶ εἶπον ” καλῶς λέγει , οὐδὲν κρεῖττον γλώσσης .
” πάντα . “ Αἴσωπος ἑστὼς ἐγέλασεν . οἱ δὲ σχολαστικοὶ ὡς εἶδον αὐτὸν ἐξαίφνης γελάσαντα καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ
4581666 ἀπατησασα
τροφῶν . Ληθομένη : ἐπιλανθανομένη , ἀγνοοῦσα . παρασφήλασα : ἀπατήσασα , παρατρέψασα , ἀποπλανήσασα . νόοιο : ἀπὸ ,
. , κακουργότερον οὐδὲν διαβολῆς ἔστι πω : λάθρα γὰρ ἀπατήσασα τὸν πεπεισμένον μῖσος ἀναπλάττει πρὸς τὸν οὐδὲν αἴτιον .
4580023 ὑμνουσι
παθῶν οὐσίας . Διὸ τὴν μὲν αἰδῶ , θεῖον φόβον ὑμνοῦσι : τὴν δὲ νέμεσιν , δίκης ἄγγελον . Καλῶς
ἐν δόμοις μένει , δύσπεμπτος ἔξω , συγγόνων Ἐρινύων . ὑμνοῦσι δ ' ὕμνον δώμασιν προσήμεναι πρώταρχον ἄτης : ἐν
4579187 ἐπεφωνουν
καὶ τάχεως ἀπατωμένους ὀλίγῳ λήμματι . ΓΘ ὑπερεπύππαζον : πύππαξ ἐπεφώνουν , ὃ ἡμεῖς ποππύζειν λέγομεν . ΓΘ ] διασύρει
κατέαγεν ἡ χύτρα . ὡς διὰ τὸ ἐρᾶν μὴ προσεχουσῶν ἐπεφώνουν ταῦτα οἱ ἄνδρες , εἰ ἡ γυνή τι ἐκ
4571620 ἐδιδασκοντο
. παρὰ γὰρ Ἀθηναίοις εὐθὺς ἐκ παιδὸς κολυμβᾷν καὶ γράμματα ἐδιδάσκοντο . Μητρίδα , τὴν πατρίδα καὶ Πλάτων καὶ Φερεκράτης
Λαΐου υἱὸν αὐτὸν λέγων , ἐπεὶ ᾧ ἔτει οἱ Πελαργοὶ ἐδιδάσκοντο , καὶ ὁ Μέλητος Οἰδιπόδειαν † ἔθηκεν , ὡς
4570941 φονεα
ἐκ τῆς Ἀπόλλωνος ἀπολογίας κατακρίνουσιν Ὀρέστην . εἰ γὰρ τὸν φονέα οὐχ οἷόν τε τὸν φόνον ἀνακαλέσασθαι , πῶς Ὀρέστης
ἔτυχε τοῖς πρωτουργοῖς αἰτίοις . οἷον φέρε ὁ δικαστὴς τὸν φονέα κολάζειν βούλεται καὶ οὐ τόνδε τὸν ἄνθρωπον , κολάζει
4570531 βουκολεων
ὄρος ἀρσενικῶς * ἡ δὲ πόλις θηλυκῶς * ὡς Εὐφορίων βουκολέων αἰπῆς . Τυφρηστός πόλις τῆς Τραχῖνος ὀνομασθεῖσα ἀπὸ τῆς
κ ' ἄυπνος ἀνὴρ δοιοὺς ἐξήρατο μισθούς , τὸν μὲν βουκολέων , τὸν δ ' ἄργυφα μῆλα νομεύων : ἐγγὺς
4567985 Ἡφαιστον
' οὐρανὸν ἄστρωι . ἔνιοι δὲ τῶν ἱερέων φασὶ πρῶτον Ἥφαιστον βασιλεῦσαι πυρὸς εὑρετὴν γενόμενον . . . μετὰ δὲ
νήσων ἐστὶν ἡ Ἱέρα καλουμένη , ἐν ᾗ φασι τὸν Ἥφαιστον χαλκεύειν . πλαγκτὴν δὲ αὐτὴν εἴρηκεν ἀκολουθήσας τοῖς περὶ
4566873 Λεωτυχιδην
Ἴωνας ἀποστήσεσθαι πρὸς τοὺς πολεμίους . οἱ δὲ περὶ τὸν Λεωτυχίδην παντὶ τῷ στόλῳ κεκοσμημένῳ προσπλεύσαντες τοῖς ἐν τῇ Μυκάλῃ
ψιθυρίζουσαν οἴκοι πρὸς τὰς εἱλωτίδας Ἀλκιβιάδην τὸ παιδίον , οὐ Λεωτυχίδην , καλεῖν . Καὶ μέντοι καὶ τὸν Ἀλκιβιάδην αὐτὸν
4552175 φιλανθρωποτατον
' Ὀππιανῷ . ἔστι δὲ συνετώτατον ζῷον ὁ δελφὶς καὶ φιλανθρωπότατον καὶ χάριν ἀποδοῦναι ἐπιστάμενον . Φύλαρχος οὖν φησι Κοίρανον
θεῶν τὸν Πυθαγόραν λοιπὸν κατηρίθμουν ὡς ἀγαθόν τινα δαίμονα καὶ φιλανθρωπότατον , οἳ μὲν τὸν Πύθιον , οἳ δὲ τὸν

Back