ὄρος ἀρσενικῶς * ἡ δὲ πόλις θηλυκῶς * ὡς Εὐφορίων βουκολέων αἰπῆς . Τυφρηστός πόλις τῆς Τραχῖνος ὀνομασθεῖσα ἀπὸ τῆς
κ ' ἄυπνος ἀνὴρ δοιοὺς ἐξήρατο μισθούς , τὸν μὲν βουκολέων , τὸν δ ' ἄργυφα μῆλα νομεύων : ἐγγὺς
8593212 νομευων
, τὸν μὲν βουκολέων , τὸν δ ' ἄργυφα μῆλα νομεύων : ἐγγὺς γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι
ἀοιδᾶς . Δάφνις ἐγὼν ὅδε τῆνος ὁ τὰς βόας ὧδε νομεύων , Δάφνις ὁ τὼς ταύρως καὶ πόρτιας ὧδε ποτίσδων
8314728 ἀργυφα
οὕτως καλοῦσιν : οἷον : ἀργύφεον πλῆτο σπέος , καὶ ἄργυφα μῆλα . οὕτως Ἐπαφρόδιτος , . , . *
ἐξήρατο μισθούς , τὸν μὲν βουκολέων , τὸν δ ' ἄργυφα μῆλα νομεύων : ἐγγὺς γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός
7333103 ἐξηρατο
τοὺς Ὁμήρου Λαιστρυγόνας , ἔνθα κ ' ἄυπνος ἀνὴρ δοιοὺς ἐξήρατο μισθούς . πᾶσα δὲ συμποσίου συναγωγὴ παρὰ τοῖς ἀρχαίοις
ὅπερ ποτὲ ὁ Πέλοψ ὁ ἥρως ὁ ἀπὸ τῆς Λυδίας ἐξήρατο , ἀντὶ τοῦ ἤρατο , ἤτοι ἔλαβεν , ἕδνον
7026123 κεφαλον
' ἐκ Γαίσωνος , ὅταν Μίλητον ἵκηαι , κεστρέα τὸν κέφαλον καὶ τὸν θεόπαιδα λάβρακα . εἰσὶ γὰρ ἐνθάδ '
ἀποθανοῦσιν αὐτῶν . ὀπηδεῖ : ἐπακολουθεῖ . Κεστρέα : τὸν κέφαλον . Φέρβειν : ἔχειν , φυλάσσειν . πρηΰτατον :
6854318 Μυρρινουσιον
μὲν ἐκείνῳ τὸν Ἀριστοκλέα , ὁ δὲ Παρμένων τούτῳ Ἄρχιππον Μυρρινούσιον . καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἐτίθεντο τὰς συνθήκας παρὰ
προτεραίας . Ἀλλὰ μήν , ἔφη φάναι ὑπολαβόντα Φαῖδρον τὸν Μυρρινούσιον , ἔγωγέ σοι εἴωθα πείθεσθαι ἄλλως τε καὶ ἅττ
6785384 τιτθον
τὴν πολιάν , ὀλοφυρομένης δὲ τῆς μητρὸς καὶ προϊσχομένης τὸν τιτθόν , ὅν , ἡνίκα παιδίον ἦν Ἕκτωρ , ἔφη
τεκμηράμενος ὅσον τὸν μαζὸν ἐκχωρήσει , καὶ οὕτως ἐντιθέναι τὸν τιτθόν : ἢν δὲ διαπύῃ , ἄμεινον τάμνειν , καὶ
6727169 Κυρηναιον
τέκμαρ εὗρε , λόγων πολλὰς εὑρόμενος διόδους . Ἄνδρα δὲ Κυρηναῖον ἔσω πόθος ἔσπασεν Ἰσθμοῦ δεινός , ὅτ ' Ἀπιδανῆς
ὑπομνήματα καὶ διαλόγους πλείονας , ἐν οἷς καὶ Ἀρίστιππον τὸν Κυρηναῖον , Περὶ πλούτου αʹ , Περὶ ἡδονῆς αʹ ,
6712664 Πλουτον
ἐνίκησαν Κορκυραῖοι παρὰ πολύ . . τὸν θεόν : Τὸν Πλοῦτόν φησι . . ἔρημον : Ἔρημος κυρίως ἡ μονωθεῖσα
τυφλὸς δ ' οὐκ αὐτὸς ὁ Πλοῦτος : τυφλὸν τὸν Πλοῦτόν φασιν , ἐπειδὴ τοὺς πλουτοῦντας ὁρῶμεν πηροῦσθαι τὴν διάνοιαν
6712603 ταρακτορα
ὑβρίζει τὰ πολλὰ τὸν Τυδέα , τὸν ἀνδροφόντην λέγων πόλεως ταράκτορα . ἀνδροφόντην δὲ τοῦτον ἐκάλεσεν ἐπειδὴ τοὺς Μελάνης ἀπέκτεινε
τὸν Τυδέα , τὸν ἀνδροφόντην λέγων , τὸν τῆς πόλεως ταράκτορα . ἀνδροφόντην δὲ τοῦτον ἐκάλεσεν , ἐπειδὴ τοὺς Μελαίνης
6687519 Προκυνα
ζώνη τόν τε Πρόκυνα καὶ τὸν Κύνα , τὸν μὲν Πρόκυνα χωρίζουσα πρὸς ἀνατολὰς ὅλον οὐκ ὀλίγῳ ἐκτὸς τοῦ γάλακτος
τῷ Τοξότῃ φασὶν ἀντικαταδύνειν τήν τε Ἀργὼ ὅλην καὶ τὸν Πρόκυνα , συνανατέλλειν δὲ τόν τε Ὄρνιθα , καὶ τὸν
6661807 κοιτωνα
μένω μετ ' αὐτοῦ . “ καὶ εἰσελθοῦσα εἰς τὸν κοιτῶνα ἐπένθει . Τοῦ δὲ πότου προκόπτοντος ζητήματα πρὸς ἀλλήλους
. ἀπὸ δὲ τοῦ πότου αὐτὸν μὲν ἀπαλλάττεσθαι ἐθέλειν ἐπὶ κοιτῶνα εἰσὶν οἳ ἀνέγραψαν : Μήδιον δὲ αὐτῷ ἐντυχόντα ,
6641489 Τηρεα
Πρόκνην καὶ Φιλομήλαν , ἠγάγετο νυμφίον ἐπὶ τῇ Πρόκνῃ τὸν Τηρέα : ὁ δὲ τῆς Φιλομήλας ἐρασθεὶς καὶ βιασάμενος αὐτὴν
] Αὐτοκλέα δεδαρμένον [ ] γυμνὸν ἑστάναι καμίνωι προσπεπατταλευμένον , Τηρέα τ ' Ἀριστο - μήδην . διὰ τί Τηρέα
6632939 Συλοσωντα
Καμβύσου θρόνον ἐκάθισε , τὰ μὲν ἄλλα πάντα ἀφῆκε , Συλοσῶντα δὲ οὐκ ἀφῆκεν . οἶδα ὅτι τὸν Συλοσῶντα ἐπιζητεῖς
ὅσα τῇ προφάσει τῆς ἑορτῆς ὅπλα συλλέξας τοὺς μὲν ἀδελφοὺς Συλοσῶντα καὶ Παντάγνωστον συμπομπεύειν ἔταξε . μετὰ δὲ τὴν πομπὴν
6602159 χρηματιστην
προκείμενα ἀμφισβητήσιμα μὲν διὰ τὸν ἰατρόν τε καὶ παιδοτρίβην καὶ χρηματιστήν , ἀσαφῆ δὲ διὰ τὸ μήπω γνωρίμου ὄντος τοῦ
διαγωνίζονται , εἴ γε μὴ χρηματιστὴς εἴη : τὸν δὲ χρηματιστήν , οὐδ ' ἂν πλουσιώτατος ὢν τύχῃ , συμβουλεύσω
6601471 Ποσειδω
φέρε ] εἰπέ . πῶς ] οὕτως . νὴ τὸν Ποσειδῶ ] οὕτως ἔλεγον , οὕτως ἔχει , οὕτω καλῶ
δὲ δεξιᾶς πίστιν . κυρίως νῦν ὁ νεανίσκος ὄμνυσι τὸν Ποσειδῶ θεὸν ἱππικὸν ὄντα ἅτε καὶ αὐτὸς περὶ ἵππους ἐσπουδακώς
6579751 νεανιαν
δύναιο μὴ καμὼν εὐδαιμονεῖν , αἰσχρόν τε μοχθεῖν μὴ θέλειν νεανίαν . ἐπίσταμαι δὲ καὶ πεπείραμαι λίαν ὡς τῶν ἐχόντων
ἀκριβὴς ἔσται δικαστὴς καὶ ἀδέκαστος , ἀφῆκε δὲ καὶ τὸν νεανίαν τῆς παρούσης τιμωρίας , ἀπειλῶν αὐτῷ θανάτου τρόπον βαρύτατον
6574938 Ἰακχον
στενάζω τὸν νεκρὸν Ἴακχον , τὸν θρῆνον τὸν εἰς τὸν Ἴακχον , ὅν φασι Περσεφόνης εἶναι υἱόν : τλήμων ἰατρός
δὲ ὅστις μὲν ἀκούει καὶ πείθεται , πολὺν ἠχήσει τὸν Ἴακχον : τῷ δὲ ἀπειθοῦντι καὶ παρακούσαντι κρύψω τὸ πῦρ
6562780 Καρα
βασιλείας ἀνεῖλε φυλάξασθαι τοὺς ἀλεκτρυόνας . Ψαμμήτιχος δὲ Πίγρητα τὸν Κᾶρα συνόντα ἔχων , παρ ' αὐτοῦ μαθὼν , ὡς
εἰ γοῦν ἐθεάσω τὸν Μαύσωλον αὐτόν , λέγω δὲ τὸν Κᾶρα , τὸν ἐκ τοῦ τάφου περιβόητονεὖ οἶδα ὅτι οὐκ
6550256 Λυκωνα
ἐκεῖνος ἦρχε . λαμβάνουσι δὲ οἱ τοῦ βασιλέως στρατηγοὶ χρήμασι Λύκωνα καὶ τοὺς Ἕλληνας , καὶ ἀφιστῶσι Πισούθνου : εἶτα
ἔργα τε πάντα χηρωσταὶ μετόπισθεν ἀποφθιμένοιο δάσαντο . Δηίφοβος δὲ Λύκωνα μενεπτόλεμον κατέπεφνε τυτθὸν ὑπὲρ βουβῶνα τυχών : περὶ δ
6536849 σκυτεα
, ὡς θαυμαστὸν εἴη τό , εἰ μέν τις βούλοιτο σκυτέα διδάξασθαί τινα ἢ τέκτονα ἢ χαλκέα ἢ ἱππέα ,
οὗτος δὲ τοὐναντίον συνεπεράνατο , τὸ τὸν Σίμωνα ἀγαθὸν ὄντα σκυτέα μοχθηρὸν εἶναι . ἡ δὲ ἀγωγὴ τοῦ σοφίσματος τοιαύτη
6513638 Μιτυληναιον
ὃν ἀναφέρεται τὸ εἰρημένον , ὡς ἐπὶ Πιττακὸν μὲν τὸν Μιτυληναῖον τὸ χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι , εἰς Χίλωνα δὲ τὸν
εἰς τὴν ἐκείνων ἀνάληψιν μετηνέχθησαν . Ἀρχαιάνακτα γοῦν φασι τὸν Μιτυληναῖον ἐκ τῶν ἐκεῖθεν λίθων τὸ Σίγειον τειχίσαι . τοῦτο
6513216 ξυσσιτον
ἀμοιβαίας εἰσθέσεως ἑβδομήκοντα κώλοις , ὧν τελευταῖον καὶ μινθῶσαι τὸν ξύσσιτον κἀκβάς τινα λωποδυτῆσαι . ἐπὶ τῷ τέλει τῆς μὲν
' εἰς τὸ στόμα τῷ θαλάμακι , καὶ μινθῶσαι τὸν ξύσσιτον κἀκβάς τινα λωποδυτῆσαι : νῦν δ ' ἀντιλέγει κοὐκέτ
6505463 γραψαμενον
ὡς κλέπτειν δὲ εἰδὼς καὶ τότε εἰληφώς , ἐπὶ τὸν γραψάμενον τὴν ὀργὴν ἦγεν αἰδούμενος τὸν ὁμότεχνον . ὡς δὲ
Ἀρίσταρχε , παρὼν , αἱρήσεις , ὡς πέπεισμαι , τὸν γραψάμενον : ἐγὼ δὲ ὑπὲρ τῶν Ἑλλήνων ἁπάντων σωτηρίας τὸν
6503336 νοσεοντα
καὶ τἄλλα κατὰ λόγον . Ἐπὴν δὲ ἐσίῃς πρὸς τὸν νοσέοντα , τουτέων σοι ἀπηρτισμένων , ἵνα μὴ ἀπορῇς ,
ἡσύχως , εὐσταλέως , μεθ ' ὑπουργίης τὰ πολλὰ τὸν νοσέοντα ὑποκρυπτόμενον : ἃ δὲ χρὴ , παρακελεύοντα ἱλαρῶς καὶ
6478005 ἐλλειποντ
Καδμείων πόλει . ὑμᾶς δὲ χρὴ νῦν , καὶ τὸν ἐλλείποντ ' ἔτι ἥβης ἀκμαίας καὶ τὸν ἔξηβον χρόνῳ ,
. Ξ χρὴ ] πρέπει . μερισμός . Ξ τὸν ἐλλείποντ ' ] καὶ τὸν νέον καὶ τὸν αὔξοντα τὴν
6462282 γυμναστην
ναύτην τε ἅμα ἔσεσθαι καὶ κυβερνήτην , οὐδὲ τὸν ἰατρὸν γυμναστήν τε καὶ ἰατρόν , ἀλλ ' ἐπιστατεῖν μὲν ἀνάγκη
χρὴ περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι αὐτούς . παιδοτρίβην . ἀλειπτήν , γυμναστήν . τί δέ ; σωφροσύνης κτλ . . ὅτι
6412417 Λεσχην
Λέσβιον Ἀρχιλόχου νεώτερον φέρει τὸν Τέρπανδρον , διημιλλῆσθαι δὲ τὸν Λέσχην Ἀρκτίνῳ καὶ νενικηκέναι . . : Φανίαν δὲ τὴν
ἱστορεῖ κατὰ Μίδαν γεγονέναι . Φανείας δὲ πρὸ Τερπάνδρου τιθεὶς Λέσχην τὸν Λέσβιον , Ἀρχιλόχου νεώτερον φέρει τὸν Τέρπανδρον :
6396806 Λαμαχον
αὐτοκράτορας Ἀλκιβιάδην τε τὸν Κλεινίου καὶ Νικίαν τὸν Νικηράτου καὶ Λάμαχον τὸν Ξενοφάνους , βοηθοὺς μὲν Ἐγεσταίοις πρὸς Σελινουντίους ,
μέτρων τίθεται περισπᾶται . ὁ ποῖος οὗτος : διασύρει τὸν Λάμαχον ὡσανεὶ ἄσημον ὄντα . Γ ταλαύρινος : ὑπομονητικός ,
6395557 ἀνδροφοντην
καὶ Λυκωπέα . τὸν ἀνδροφόντην ] αὗται αἱ ὕβρεις . ἀνδροφόντην ] ἐπεὶ τοὺς Μελαίνης ἀπέκτεινε παῖδας Ἀλκίθοον καὶ Λυκάνορα
, τὸν ἀνδροφόντην λέγων , τὸν τῆς πόλεως ταράκτορα . ἀνδροφόντην δὲ τοῦτον ἐκάλεσεν , ἐπειδὴ τοὺς Μελαίνης ἀπέκτεινε παῖδας
6375032 νοϲεοντα
ὁ τόκοϲ τῶνδε γίγνεται ὀλέθριοϲ . χρὴ ὦν μήτε τὸν νοϲέοντα ϲιγῆν αἰδοῖ τοῦ ἐλέγχου τῆϲ νούϲου μηδὲ ὑποδιδρήϲκειν δέει
τροφὴν ἐν τῇ κοιλίῃ ϲχέθειν καὶ εὔπνοον καὶ εὔϲφυκτον τὸν νοϲέοντα θέμεναι . ἢν δὲ ἐπὶ μέζω γίγνηται τάδε ,
6368375 ἀσωτον
Ἄρης ἐπιθεωρήσῃ τὸν ὡροσκόπον ἢ τὴν Σελήνην , δαπανήσει εἰς ἄσωτον τὰ χρήματα : ἐὰν δὲ Ἀφροδίτη μετὰ Ἄρεως γένηται
ὁ δ ' αὐτῶν αὐτίκ ' ἀγνοίᾳ λαβὼν ἔσθει βορὰν ἄσωτον , ὡς ὁρᾷς , γένει . κἄπειτ ' ἐπιγνοὺς
6347552 Ἀργεστην
μάρτυρας Θρασυάλκην τε καὶ τὸν ποιητὴν αὐτὸν τῶι τὸν μὲν Ἀργεστὴν τῶι Νότωι προσνέμειν ἀργεστᾶο Νότοιο , τὸν δὲ Ζέφυρον
μάρτυρας Θρασυάλκην τε καὶ τὸν ποιητὴν αὐτὸν τῶι τὸν μὲν Ἀργεστὴν τῶι Νότωι προσνέμειν ἀργεστᾶο Νότοιο , τὸν δὲ Ζέφυρον
6330602 πρωκτον
ἐπὶ τὸ χεῖρον ἰωμένων . Καὶ Ἀριστοφάνης : Ἀκεσίας τὸν πρωκτὸν ἰάσατο . Ἀκκίζεσθαι : Ἀκκὼ γυνή τις ἐπὶ μωρίᾳ
πρωκτὸν τοῦτο ὑπέβαλεν . διὰ τοῦ τὸ κρέας εἰς τὸν πρωκτὸν ἐμβαλεῖν τὴν μοχθηρίαν καὶ ῥυπαρίαν αὐτοῦ δείκνυσιν , ὅτι
6330252 Σωστρατον
ἦν ἀσελγής , θηλύκως ὑποφέρει τὸ ὄνομα . ] κἀνταῦθα Σώστρατόν τινα θηλυδρίαν ἐμπαίζει . . καὶ Σωστράτην τινὰ κατακόρως
ἦν ἀσελγής , θηλύκως ὑποφέρει τὸ ὄνομα . ] κἀνταῦθα Σώστρατόν τινα θηλυδρίαν ἐμπαίζει . . καὶ Σωστράτην τινὰ κατακόρως
6322582 Θανατον
ἔρεξε τοσοῦτον . ὅσσον ὁ παντοδαὴς ἤνυσε Δημόκριτος ; ὃς Θάνατον παρεόντα τρί ' ἤματα δώμασιν ἔσχεν καὶ θερμοῖς ἄρτων
οὖν συνέβαινεν οὐδένα τῶν ἀνθρώπων ἀποθνήισκειν , ἕως λύει τὸν Θάνατον ὁ Ἄρης καὶ αὐτῶι τὸν Σίσυφον παραδίδωσιν . πρὶν
6305292 ἀθλητην
ἱκαναῖς . οὕτω καὶ νόμιμον ῥήτορα τὸν ἱκανὸν καὶ νόμιμον ἀθλητήν φαμεν ὅ τι δὲ ἕκαστος . . . :
, οἷον ὑποκριτήν τινα νικᾶν τῶν ἐν τῇ σκηνῇ ἢ ἀθλητήν : προαιρεῖται δὲ ταῦτα οὐδεὶς ἀλλ ' ὅσα οἴεται
6292383 Στρεψιαδην
γὰρ ἡ διατριβὴ Σωκράτους . αὐτὸν : ἀντὶ τοῦ ” Στρεψιάδην “ . οἷσπερ ἂν ξυγγένηται ] οἷς ἂν ἀντιταχθῇ
ἀτὰρ οὐδέποτέ γε τὴν πατρίδα καταισχυνῶ ζῶν , ἀλλὰ καλοῦμαι Στρεψιάδην τίς οὑτοσί ; εἰς τὴν ἕνην τε καὶ νέαν
6285993 Τιμοσθενην
τινες ἦσαν τὰς ἀρετάς , ἀλλ ' ἐγὼ νῦν ἐγκωμιάζων Τιμοσθένην καὶ Ἀλκιμέδοντα τοὺς αὐτῶν ἀπογόνους δείξω πᾶσιν ἀνθρώποις τὴν
τὴν Ἄλκηστιν Ἡρακλῆς καὶ τὸν Θησέα καὶ Τύμωνα Λυδὸν καὶ Τιμοσθένην τὸν Ἀθηναῖον Εὐδόξῳ τὰ τοιαῦτα συγγράφοντι πείθεσθε . Πίνδαρος
6285160 βουκολον
κόρον ἀδυνατοῦντες φέρειν ἐξυβρίζουσι . χρὴ δὲ ὥσπερ αἰπόλον ἢ βουκόλον ἢ ποιμένα ἢ κοινῶς νομέα τὸν ἡμέτερον ἄρχειν νοῦν
, ὃς ὀρχάτου ἐγγύθι κεῖται : ἔνθα δὲ Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην προὔπεμψ ' , ὡς ἂν δεῖπνον ἐφοπλίσσωσι
6280036 σαλπικτην
, τὸ δὲ τεῖχος ἐσθῆτα τῆς πόλεως , τὸν δὲ σαλπικτὴν κοινὸν Ἀθηναίων ἀλέκτορα . ὁ δ ' ὀνοματοθήρας οὗτος
μέσας νύκτας ἐντυχὼν οἷς ὁ Μαγκῖνος ἔγραφε , τόν τε σαλπικτὴν ἐκέλευεν εὐθὺς ἐπὶ πόλεμον ἠχεῖν καὶ τοὺς κήρυκας συγκαλεῖν
6279063 Κορισκον
; εἰ δὲ ἐν ταῖς προτάσεσιν ἀποδώσει τὸ ἁπλῶς τὸν Κορίσκον λέγειν , ἐν δὲ τῷ συμπεράσματι ὅτι οὐκ οἶδα
καὶ ἓν σημαίνει , ἀλλὰ πολλά , τόν τε ὁρώμενον Κορίσκον καὶ τὸν κεκαλυμμένον , ὥσπερ οὐδὲ ἐκεῖ , ἤγουν
6274096 ἀσκιτην
ὅτε τελείως μεταβληθῇ εἰς πῦον . οὕτω δὴ μόνον τὸν ἀσκίτην χειρουργοῦμεν , καὶ τότε παραφυλάττομεν μήτε τοῦ ἤτρου ,
. μὴ οὖν τῆς εὐτελείας τῶν εἰδῶν καταφρονήσῃς εἰς τὸν ἀσκίτην καὶ ἐφ ' ὧν μή ἐστι πολλὴ σκληρία περὶ
6260595 Σιμωνιδην
τοῦτο γέρας ἀπένειμε μόνῳ : ἀκόλαστον γὰρ ἄν τινα λέγοι Σιμωνίδην ὁ Πρόδικος καὶ οὐδαμῶς Κεῖον . ἀλλ ' ἅ
, ὥσπερ ἂν εἰ θεῖμεν αὐτὸν λέγοντα τὸν Πιττακὸν καὶ Σιμωνίδην ἀποκρινόμενον εἰπόντα : Ὦ ἄνθρωποι , χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι
6259946 Ἰρον
ὃ καὶ μεταμώνια βάζεις . [ ἦ ἀλύεις , ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην ; ” ] ὣς ἄρα φωνήσας
πτωχοῦ δὲ περιθέμενος ῥάκη καὶ προσαιτῶν καὶ τῇ πρὸς τὸν Ἶρον πάλῃ τὸ σόφισμα συσκιάζων ἀπατήσας τοὺς οἴκοι μνηστῆρας ;
6255602 ἐρωμενον
γ ' οὖν σε οἱ πλεῖστοι τῶν πολιτῶν τὸν τοῦδε ἐρώμενον : ἐγὼ δέ σοι διαφυλάξω τοὔνομα καθαρὸν καὶ ἀνύβριστον
Ἔρωτι ποιούμενοι τὴν τῶν στεφάνων ἀνάθεσιν τοῦ μὲν Ἔρωτος τὸν ἐρώμενον ἄγαλμα , τούτου δὲ ναὸν ὄντα τὴν οἴκησιν στεφανοῦσι
6254459 τεθνηκοτα
εἷς ἕκαστος θερμολουτεῖν ἀεὶ δὲ καὶ ζῶντ ' ἐστὶ καὶ τεθνηκότα τἀν τῇ θαλάττῃ πολέμι ' ἡμῖν θηρία . ἂν
ἔζη , παυσάμενον δὲ τοῦ ζῆν ἄλλῳ παραχωρεῖν τὴν ἐνέργειαν τεθνηκότα τὴν αὐτοῦ κατ ' ἐνέργειαν ζωήν . Ὁ μὲν
6253642 Σιμωνα
δὲ σκυτεύς . οὗτος δὲ τοὐναντίον συνεπεράνατο , τὸ τὸν Σίμωνα ἀγαθὸν ὄντα σκυτέα μοχθηρὸν εἶναι . ἡ δὲ ἀγωγὴ
Μάρωνα γραμματίζοντος τοῦ πατρὸς αὐτῶι , τὸν Μάρωνα ἐποίησεν οὖτος Σίμωνα ὀ χρηστός : ὤστ ' ἔγωγ ' εἶπα ἄνουν
6251731 Σαλμωνεα
τοὺς θεοὺς πάντας ἀπέρριψεν ἀπὸ τοῦ θεσπεσίου βηλοῦ καὶ τὸν Σαλμωνέα ἀντιβροντῶντα πρῴην κατεκεραύνωσε καὶ τοὺς ἀσελγεστάτους ἔτι καὶ νῦν
πη ἔχει ; ἢ οὐχ ὁρᾷς , ὡς οὐδὲ τὸν Σαλμωνέα εἴκασαν οἱ ποιηταὶ αὐτῷ , καίτοι κερανοὺς ἀφιέντα ,
6235403 αὐλητην
μὲν τὸ βομβυλιὸν εἶδος μελίσσης . σημαίνει δὲ καὶ τὸν αὐλητήν , παρὰ τὸ τοῖς αὐλοῖς βομβεῖν . ἔστι δὲ
χορευτῶν στραφεὶς ἦρε τὰς χεῖρας ἀπὸ πυγμῆς πρὸς τὸν ἐπιφερόμενον αὐλητήν , τότ ' ἤδη κρότος ἐξαίσιος ἐγένετο καὶ κραυγὴ
6227534 στενωπον
: εἰ δὲ ἀπιστοίην , ἠξίου με παρακύψασαν ἐς τὸν στενωπὸν ὑμῶν ἰδεῖν πάντα κατεστεφανωμένα καὶ αὐλητρίδας καὶ θόρυβον καὶ
κυνοφθαλμίζεται : ἀναιδῶς ἐμβλέπει . κώμην : οἱ πλεῖστοι τὸν στενωπὸν καὶ τὴν οἷον γειτνίασιν , οἱ δὲ τοὺς ἐν
6204012 Ἰωνα
ἄφθονα . ἐν τούτῳ δὲ ὁ Κλεόδημος ἐπικύψας ἐς τὸν Ἴωνα , Ὁρᾷς , ἔφη , τὸν γέροντα Ζηνόθεμιν λέγων
καὶ εἰς στρατηγίας καὶ εἰς τὰς ἄλλας ἀρχὰς ἄγει : Ἴωνα δ ' ἄρα τὸν Ἐφέσιον οὐχ αἱρήσεται στρατηγὸν καὶ
6196781 Οἰδιποδα
, κακόμαντιν , πατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺν τελέσαι τὰς περιθύμους κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος : παιδολέτωρ δ ' ἔρις ἅδ ' ὀτρύνει
, τὸν σὸν δαίμονα , τὸν σόν , ὦ τλᾶμον Οἰδιπόδα , βροτῶν οὐδὲν μακαρίζω : ὅστις καθ ' ὑπερβολὰν
6184484 Ἰτυλον
τοῦ Πανδαρέου . Τῶν δὲ γίνεται Ἴτυλος καὶ Νηΐς . Ἴτυλον δὲ ἡ μήτηρ Ἀηδὼν ἀποκτείνει διὰ νυκτὸς , δοκοῦσα
Τηρεὺς ὁ ἀρχαῖος τὸ περὶ τὸν Ἴτυν : τοῦτόν τινες Ἴτυλον καλοῦσιν ἐν ἀηδόνος μνήμῃ : ἀντὶ τοῦ μεμνημένοι τῆς
6171611 Δημον
εὔκτιτον Αἰπύ ” . 〚 ψιλόν 〛 . παρὰ τὸν Δῆμον ἐποίησεν ὄνομα δημὸν ὀξυτόνως , ὃ σημαίνει τὸ λίπος
συνεφέλκεται . δείσαντος δὲ τοῦ Κλέωνος κἀπὶ τὸ ψωμίζειν τὸν Δῆμον ὁρμήσαντος , ἀντιψωμίζειν ἅτερος ἐγχειρεῖ . καὶ τέλος τοῦ
6164290 Ἰουδαν
ἀμείνους ἔταξεν ἐπὶ τῆς εὐλογίας , Συμεών , Λευί , Ἰούδαν , Ἰσσάχαρ , Ἰωσὴφ καὶ Βενιαμίν , τοὺς δ
τὴν γένεσιν ἐξ αὐτῆς ξηράν τε καὶ στεῖραν , ἡνίκα Ἰούδαν , τὴν ἐξομολόγησιν , τὸν τέλειον καρπόν , ἤνθησε
6160745 Εὐλαιον
Πολύκλειτος εἰς λίμνην τινὰ συμβάλλειν τόν τε Χοάσπην καὶ τὸν Εὔλαιον καὶ ἔτι τὸν Τίγριν , εἶτ ' ἐκεῖθεν εἰς
διάβασιν ἀνέζευξεν ἐπὶ πόλεως Βαδάκης , ἣ κεῖται παρὰ τὸν Εὔλαιον ποταμόν . οὔσης δὲ τῆς ὁδοιπορίας ἐμπύρου διὰ τὸ
6146348 κηφηνα
κισσὸν ὑπὲρ τύμβου ζῶντα Μάχωνι φέροις . οὐ γὰρ ἔχεις κηφῆνα παλίμπλυτον , ἀλλ ' ἄρα τέχνης ἄξιον ἀρχαίης λείψανον
Ἀὴρ διὰ τῶν νεφέων διάπεμψον Ἀντικύραν , ἵνα τόνδε κόριν κηφῆνα ποιήσω . γρυμέα θυροκοπεῖν καὶ θυροκοπία νεκρόν περίδου πολιτοκοπεῖν
6143529 Ἡρακλεωτην
ἐπιλανθάνεσθαι . ἔναγχος δὲ δήπου καὶ πρὸς ἐμὲ ἐπαινῶν τὸν Ἡρακλεώτην ξένον ἐπεί με ἐποίησας ἐπιθυμεῖν αὐτοῦ , συνέστησάς μοι
ἐπιλανθάνεσθαι . ἔναγχος δὲ δήπου καὶ πρὸς ἐμὲ ἐπαινῶν τὸν Ἡρακλεώτην ξένον ἐπεί με ἐποίησας ἐπιθυμεῖν αὐτοῦ , συνέστησάς μοι
6127267 δεκανον
δυστυχῶν , καὶ ἐπὶ ποῖον ὅριον , καὶ ἐπὶ ποῖον δεκανόν , καὶ ἐπὶ ποῖον ἐνατημόριον , καὶ ἐπὶ ποίαν
ὁ τὸν κλέπτην δηλῶν Ἄρης ἐπέχων τοῦ Κριοῦ τὸν τρίτον δεκανόν : λέγομεν ὅτι τῷ μεγέθει μέσος ἐστὶν ὁ κλέπτης
6112225 Μνευιν
, τὸ ἱερὸν ἔχουσα τοῦ Ἡλίου καὶ τὸν βοῦν τὸν Μνεῦιν ἐν σηκῷ τινι τρεφόμενον , ὃς παρ ' αὐτοῖς
τὸν Ἆπιν τὸν ἐν Μέμφει [ ποικίλον ] καὶ τὸν Μνεῦιν τὸν ἐν Ἡλιουπόλει καὶ τὰ περὶ τὸν τράγον τὸν
6104191 μαγον
ποιουμένων τοῦ μηδίζειν τὸ φορεῖν Μηδικὴν ἐσθῆτα καὶ τοῦ τὸν μάγον ἀνῃρηκέναι τὸν τύραννον τὸ εἴσω τῶν παρ ' αὐτοῦ
εἰ δὲ μὴ νὺξ ἐπελθοῦσα ἔσχε , ἔλιπον ἂν οὐδένα μάγον . Ταύτην τὴν ἡμέρην θεραπεύουσι Πέρσαι κοινῇ μάλιστα τῶν
6096108 κοχλιαν
ταῖς ἀφύαις συναλίσκεται : εἴη δ ' ἂν κατὰ τὸν κοχλίαν τὸν γυμνὸν τὸ εἶδος . Γὺψ νεκρῷ πολέμιος .
ἥλους καὶ λαβὼν τοσούτους μύρμηκας δῆσον ἐν λίνῳ πανίῳ καὶ κοχλίαν ἕνα μετ ' αὐτῶν καὶ καύσας αὐτοὺς λείωσον σὺν
6074871 ὁμοτεχνον
ἀοιδίμους ἐν βραχεῖ τίθησι ; τὸν γείτονα γοῦν μοι τὸν ὁμότεχνον οἶσθα τὸν Σίμωνα , οὐ πρὸ πολλοῦ δειπνήσαντα παρ
, ἣν οὐ πάντως φυλάττειν ἀναγκαῖον , διὰ τὸ μηδένα ὁμότεχνον τὰ τοιαῦτα ὁρίζειν : ὡς ἐμὲ γοῦν εἰδέναι οὐδέπω
6073568 κοτυλον
τασδί τε τὰς κρηπῖδας ἃς αὐτὴ φορεῖ , καὶ τὸν κότυλον τὸν σόν . Βαβαιάξ , οὑτοσὶ μείζων ἀγὼν τῆς
διακοσίων δραχμῶν . πόθεν οὖν γένοιτ ' ἄν ; τὸν κότυλον τοῦτον φέρε . πόσους ἔχει στρωτῆρας ἁνδρὼν οὑτοσί ;
6073109 Τιμωνα
ἐρήμους [ καὶ ἐρημίας ] μισάνθρωπος ἐπικληθείς , ὥσπερ τὸν Τίμωνά φασι : τί γάρ μοι συντίθεσθαι φιλίαν , ἵνα
ἐρήμους [ καὶ ἐρημίας ] μισάνθρωπος ἐπικληθείς , ὥσπερ τὸν Τίμωνά φασι : τί γάρ μοι συντίθεσθαι φιλίαν , ἵνα
6072450 λατριον
τοὺς Μολιονίδας ὁ Ἡρακλῆς ἵν ' εἰσπράξηται τὸν Αὐγείαν . λάτριον δὲ μισθὸν τὸν ἀντὶ τῆς λατρείας καὶ ὑπηρεσίας .
τοῦ ἀπαιτητικῶς ἀπῄτει καὶ ἐζήτει τῷ Αὐγέᾳ τὸν μισθὸν τὸν λάτριον , τὸν ὑπέρβιον καὶ τὸν πολὺν ἑκὼν καὶ βουλόμενος
6062722 Ἀπιν
ἄστυ ἐκάλεσεν , ἴσχει δὲ παῖδας ἐκ Πειθοῦς Αἰγιαλέα , Ἄπιν , Εὔρωπα , Νιόβην . Φηγεὺς δὲ πόλιν κτίζει
Αἰτωλοῦ τοῦ Ἐνδυμίωνος , ὃς ἦν Ἠλεῖος , ἀποκτείνας δὲ Ἄπιν ἐν τοῖς ἐπ ' Ἀζᾶνι ἄθλοις ἔφυγεν εἰς τὴν
6043069 παππον
ἕκαστον τούτων δεικνύει μὲν τὸν φύσαντα , δεικνύει δὲ τὸν πάππον . τὸ δὲ χαίρειν αὐτὸν τοῖς περὶ λόγους πόνοις
ὑποπαρωθῶν ὅπως ἐκεῖνος δοκοίη θάπτειν , ἀλλὰ μὴ ἐγὼ τὸν πάππον . Ἀμφισβητοῦντος δὲ τούτου καὶ τῆς οἰκίας ταύτης καὶ
6030081 ἀμολγεα
ἐν ταῖς Γλώσσαις πελλητῆρα μὲν καλεῖν Θεσσαλοὺς καὶ Αἰολεῖς τὸν ἀμολγέα , πέλλαν δὲ τὸ ποτήριον . Φιλητᾶς δ '
ὑπὲρ κεφαλᾶς : ὑπὲρ τὰ χείλη τοῦ ἀμολγέως πλήρη τὸν ἀμολγέα ποιεῖ . ἀμολγεὺς δὲ ἀγγεῖον δεκτικὸν γάλακτος . ὑπὲρ
6028501 Ἀλκιμον
τε καὶ Ἄλκιμος : ἡ διπλῆ ὅτι τὸν Ἀλκιμέδοντα νῦν Ἄλκιμον λέγει . . Ξάνθε τε καὶ Βαλίε , τηλεκλυτὰ
δὲ ἀνθ ' ὑμῶν οἷοίπερ ὑμεῖς οὐδένα . τὸν δὲ Ἄλκιμον ἀκούω τὰ νέων ἐν γήρᾳ τολμᾶν καὶ πρὸς τὴν
6025304 μελλησαντα
τε δὴ αὐτῷ παραγενομένῳ τὸν υἱὸν Λόφιν καὶ τὸν οὐ μελλήσαντα τῷ ξίφει τὸν νεανίσκον παῖσαι : καὶ τὸν μὲν
ὑπογραφέας ἀναγινώσκειν . ὡς δὲ διεξῆλθον ἅπαντας , προσέταττε μηδὲν μελλήσαντα ἀπιέναι : συμπέμψειν δὲ αὐτῷ καὶ Ἤσλαν Ῥωμαίοις λέξοντα
6016946 νεφρον
ὑπὸ τὸν μαζὸν καὶ ἐς τὸν σπλῆνα καὶ ἐς τὸν νεφρὸν , ἡ δὲ ἀπὸ τῶν ἀριστερῶν ἐς τὰ δεξιὰ
ἧπαρ : καὶ διακραίην ἐκφύσασα ἔναιμον , κατέχει ἐς τὸν νεφρὸν [ καὶ ] τὸν δεξιὸν λοβὸν τὸν ἡπατιαῖον .
6016285 Γετην
αὐτὸν ἁλῶναι λέγουσιν , ἀνασωθῆναι δὲ Ἀγαθοκλέους τὰ πρὸς τὸν Γέτην ὑπὲρ αὐτοῦ πράξαντος . ὡς δὲ ἐπανῆλθεν , Ἀγαθοκλεῖ
ἐφέλκεται τὰ σιδήρια , οὕτω καὶ αὐτὸς ἀκονιτὶ ἐφειλκύσω τὸν Γέτην δυνάστην , καὶ ἥκει σοι ἐθελοντὴς ὁ πάλαι σεμνὸς
6015959 Ἀρχεβιαδην
μηδὲν ζημιώσομαι . εἰπεῖν μὲν οὖν μοι ταῦτα πρὸς τὸν Ἀρχεβιάδην καὶ τὸν Ἀριστόνουν καὶ πρὸς αὐτὸν δὲ τὸν Κηφισιάδην
ἀποδοῦναι τὸ ἀργύριον , τὸν δὲ Κηφισιάδην δεῖξαι αὑτῷ τὸν Ἀρχεβιάδην , καὶ ὅτε Κάλλιππος προσῆλθεν τὸ πρῶτον πρὸς τὴν
6015532 Φειδιππιδην
κλήσεως . εἶτα κοινῇ καὶ κοινῶς συνέβημεν καὶ ὡμογνωμονήσαμεν καὶ Φειδιππίδην ἐθέμεθα . ἐκρινόμεθ ' ] ἐμαχόμεθα . ξυνέβημεν ]
τὸν ἄδικον , καὶ διαλέγονται ἕκαστος πρὸς ἀλλήλους βουλόμενος προτρέψαι Φειδιππίδην αἱρήσασθαι αὐτόν . ὑποχωρήσαντος Στρεψιάδου εἰσάγονται δίκαιος καὶ ἄδικος
6014870 κολοφωνα
πρὸς τὰ πράγματα : οὐδέτερον γὰρ τὸ πρᾶγμα . τὸν κολοφῶνα κτλ . παροιμία . δώδεκα πόλεις τῆς Ἰωνίας συνῄεσαν
Δίωνα , φάσκων οὐ πωλήσειν ἄνευ τοῦ πείθειν , τὸν κολοφῶνα , ὦ θαυμάσιε , ταῖς ὑποσχέσεσιν ἁπάσαις νεανικώτατον ἐπέθηκας
6009160 ἐγκρατη
ἁμαρτημάτων , εἰς ἕτερα δὲ εἰσέρχονται : τὸν δὲ τελείως ἐγκρατῆ δεῖ πάντα φεύγειν τὰ ἁμαρτήματα καὶ τὰ μείζω καὶ
ἀκρατῆ τῷ ἀκολάστῳ εἰς ταὐτὸν τίθεμεν καὶ τῷ σώφρονι τὸν ἐγκρατῆ καὶ περὶ τὰ αὐτὰ λέγομεν αὐτοὺς εἶναι , τὸν
5998054 Κηρα
φησιν , ὅτι ἡ Νὺξ ἐγέννησε τὸν Μόρον , τὴν Κῆρα , τὸν Θάνατον . ἐπεὶ γὰρ ἀφανῆ καὶ ἄδηλα
τοῦ πεπρωμένου καὶ εἱμαρμένου . ἐγέννησε δὲ ἡ Νὺξ καὶ Κῆρα καὶ τὸν Θάνατον , καὶ τὸν Ὕπνον καὶ τοὺς
5996985 ποτην
Μιμνέρμου δ ' εἰς ἔπος ἄκρον ἰὼν παιδομανεῖ σὺν ἔρωτι πότην ἶσον . ἔγραφε δ ' ὡνὴρ εὖ παρ '
ὦ γύναι , λίαν σπαθᾷς . σπαθᾷς ] τρυφᾷς . πότην λύχνον : ἢ τὸ ὄστρακον αὐτὸ καὶ αὐτὸν τὸν
5991009 Λακωνα
' ἀσπίδα μεταβαλοῦ „ . διόπερ οὕτως παραγγελοῦμεν ” τὸν Λάκωνα ἐξελίσσειν ” „ τὸν Μακεδόνα ἐξελίσσειν „ ” τὸν
σε λυπεῖ ἔτι ; Οὐδαμῶς : ἀλλὰ ἐρώμενον πενθῶ τὸν Λάκωνα τὸν Οἰβάλου . Τέθνηκε γάρ , εἰπέ μοι ,
5980590 Κειον
πεντηκόντορον στείλας ἐκόμισεν εἰς τὴν πόλιν , Σιμωνίδην δὲ τὸν Κεῖον ἀεὶ περὶ αὑτὸν εἶχεν , μεγάλοις μισθοῖς καὶ δώροις
, οἱ μὲν Γοργίαν τὸν Λεοντῖνον , οἱ δὲ τὸν Κεῖον Πρόδικον : ἦσαν | δέ τινες , οἳ καὶ
5978771 συμφοιτητην
τὸ εὖ ποιεῖν καταχρῆσθαι , πρὸς δέ γε τὸν ἐμὸν συμφοιτητήν , ᾧ πλοῦτος πολὺς ὢν καὶ δίκαιος οὐκ ἠβουλήθη
δὲ καὶ τὸν παῖδα μὲν τὸν ἐμόν , αὑτοῦ δὲ συμφοιτητήν , παῦσαί με τοῦτον ὀδύρεσθαι θελήσας δείσας μὴ τὸ
5977073 Μιλωνα
πυγμῇ παῖδας : Σιλανίωνος δὲ ἔργον ἐστὶν ὁ Τελέστας . Μίλωνα δὲ τὸν Διοτίμου πεποίηκε μὲν Δαμέας ἐκ Κρότωνος καὶ
τότε μὲν φοβηθέντες ἐπείσθησαν τοῖς συμβουλεύουσι : καὶ πέμψαντες πρὸς Μίλωνα τὸν ἁρμοστὴν τὸν Αἰγίνης εἶπον ὅπως δύναται τιμωρεῖσθαι τὸν
5975305 Ξενοφαντου
δασυτρίχων . τούτων ] τῶν παρεστώτων ⌈ ἐνταῦθα . τὸν Ξενοφάντου ] ⌈ υἱόν , ὃν [ υἱόν . τοῦτον
οἷόνπερ τὸν Ξενοφάντου : Ἱερώνυμον λέγει τὸν διθυραμβοποιόν , ὃς Ξενοφάντου μὲν ἦν παῖς , περὶ δὲ παῖδας ἄγαν ἐπτόητο
5974589 γαμοστολον
κυριεύσῃ τοῦ κλήρου , ταύτῃ δὲ συμπαρῇ ὁ Ἥλιος τὸν γαμοστόλον καὶ πατρικὸν κλῆρον κεκληρωμένος Κρόνου μαρτυροῦντος , πατράσι συνελεύσεται
λύχνον ἀκούω , λύχνον ἀπαγγέλλοντα διακτορίην Ἀφροδίτης , Ἡροῦς νυκτιγάμοιο γαμοστόλον ἀγγελιώτην , λύχνον , Ἔρωτος ἄγαλμα : τὸν ὤφελεν
5973300 Κιλικα
ὁ Τύριος παῖδας ἔσχε τρεῖς , Εὐρώπην , Κάδμον καὶ Κίλικα . τῆς δὲ Εὐρώπης ὑπὸ τοῦ Διὸς ἁρπαγείσης ἀπέστειλεν
ἀφιεὶς αἰτίας . ιθʹ . Ὑπερβάντες δ ' Ἀριοβαρζάνην τὸν Κίλικα καὶ Ξενόφρονα τὸν Σικελιώτην καὶ Πειθαγόραν τὸν ἐκ Κυρήνης
5971103 πονουμενον
, ἔχοντες ἀμφ ' αὑτοὺς ἱππέας ἐπικουρεῖν , ὅπῃ τι πονούμενον ἴδοιεν , ὁ μὲν Ἀννίβας τετρακισχιλίους , ὁ δὲ
καὶ τοὺς θρήνους οἱ διαπεφευγότες : τὸν θάνατον . τὸν πονούμενον : τὴν ἀσθένειαν . τῷ παραχρῆμα περιχαρεῖ : τῇ
5969035 κλιβανιτην
πρὸς τὰ ἀφροδίσια . ὁ δὲ Φλωρεντῖνός φησι , τὸν κλιβανίτην ἄρτον ἰσχνῶς πεπλασμένον καὶ ἐν ἡλίῳ ἐξηραμμένον , εὔπεπτον
κάλλιστ ' ὠπτημένον , ἄριστα δὲ ἐζυμωμένον καὶ μάλιστα τὸν κλιβανίτην , οἷον δέχεται : οὗτος γὰρ ἀπέριττος καὶ ἧττόν
5967749 ἰητρον
θανάτου ἔρανται . χρὴ ὦν μήτε ϲμικρότερόν τι γίγνεϲθαι τὸν ἰητρὸν τοῦ πάθεοϲ μήτε βραδύτερον : ἀλλά , ἢν μὲν
κατασκευάσασθαι : πιθανώτερον δὲ τοῖσι δημότῃσίν ἐστι , καὶ τὸν ἰητρὸν ἀναμαρτητότερον εἶναι , ἢν σωλὴν ὑποκέηται : καίτοι ἀτεχνέστερόν
5966129 Ἀκμονα
Παιονίας . οἱ πολῖται Δόβηρες . Δοίαντος πεδίον Φρυγίας . Ἄκμονα γὰρ καὶ Δοίαντά φασιν ἀδελφούς , ἀφ ' ὧν
, ὧν Κέλμιν ὀνομάζουσί τινα καὶ Δαμναμενέα καὶ Ἡρακλέα καὶ Ἄκμονα : καὶ οἱ μὲν ἐπιχωρίους τῆς Ἴδης οἱ δὲ
5951522 εἰσαγοι
ἡλικίαν , οἷον ὅτε τὸν Θεαίτητον ἤ τι τοιοῦτο πρόσωπον εἰσάγοι , πάντως οὐ κατὰ τὸ Κύρου δήπουθεν ὄν ,
τάχιον ἀπάγεσθ ' ὧδε . τίν ' ἄρ ' ἂν εἰσάγοι ; } ἔχω δ ' ἐπίκληρον Λάμιαν : οὐκ
5943730 χρονοκρατορα
ἕτερος ἀστήρ ἐστι χρονοκράτωρ , καὶ αὐτὸν δεῖ τηρεῖν τὸν χρονοκράτορα ἐν τίνος ζῳδίῳ ἐστίν . εἰ μὲν γάρ ἐστιν
ἤτοι κατὰ ζῴδιον ἐνιαυτὸν ἕνα . ἰδὲ δὲ καὶ τὸν χρονοκράτορα καὶ τὸν ἐπιμερίζοντα καὶ συνεπιμερίζοντα ποίου κλήρου δεσπόζουσι κατά
5940094 Ἀκταιωνα
κατ ' οἶκον , ἢ ποίοις τόποις ; οὗπερ πρὶν Ἀκταίωνα διέλαχον κύνες . τί δ ' ἐς Κιθαιρῶν '
ἐκ τοῦ Τευμησίου . ὧν γενομένων ἐμυθολογήθη ἐκεῖνα . Φασὶν Ἀκταίωνα ὑπὸ τῶν ἰδίων κυνῶν καταβρωθῆναι . τοῦτο δὲ ψευδές
5932115 ἀστρῳον
διάφορα σημαινόμενα , ὡς ἡ κύων φωνὴ εἰς χερσαῖον θαλάττιον ἀστρῷον φιλόσοφον , ἢ ὡς εἶδος εἰς ἄτομα , ὡς
οὐ κύνας ἀλλὰ κύνα θὴρ χρύσεος τρέμει , οὐ γηΐνους ἀστρῷον τοὺς καρχάρους . ἤγουν ἀστέρα κύνα . Ῥωχμόν :
5930013 Θεοδοτον
, θάτερ ' ἐκείνη μέμφεται ; Ἵππην λέγουσι τὴν ἑταίραν Θεόδοτον ἔχειν ἐραστὴν τὸν ἐπὶ τοῦ χόρτου τότε γενόμενον .
δὲ ὁ γενναῖος Πρισκιανὸς τὴν χάριν ἡμῖν τε πειθόμενος καὶ Θεόδοτον ἐν λόγῳ ποιούμενος . ἐκείνοις τε οὖν τὴν ὀρφανίαν
5929525 Βιθυνον
καὶ ὅτι ἄλλοι Ὀδρύσου παῖδάς φασι τὸν Θυνὸν καὶ τὸν Βιθυνόν , ὧν ἡ χώρα ὁμώνυμος . . . ,
καὶ ὅτι ἄλλοι Ὀδρύσου παῖδάς φασι τὸν Θυνὸν καὶ τὸν Βιθυνόν , ὧν ἡ χώρα ὁμώνυμος . . . Α
5922732 Ἐτεοκλην
πεποίηκεν ἅπαντα . ἄλλοι δὲ τὸ ἀρτίκολλον οἷον ἄρτι τὸν Ἐτεοκλῆν ἀκουσόμενον ὥστε κολλῆσαι τῇ διανοίᾳ ἢ τοῖς ὠσὶν ἀκούσαντα
τῶν καιρῶν ἀκόρεστοι : ταῦτα λέγει ὁ χορὸς πρὸς τὸν Ἐτεοκλῆν καὶ Πολυνείκην . ἄλλως : ἀτρύμονες : ἀδάμαστοι ,
5920592 πλευμονα
ῥαγῇ τῶν φλεβίων τῶν λεπτῶν , τῶν κατακρεμαμένων ἐς τὸν πλεύμονα , ἢ τῶν συρίγγων τῶν διὰ τοῦ πλεύμονος τεταμένων
: εἰ δὲ ἔλθοι τι τούτων τῶν φαρμάκων ἐς τὸν πλεύμονα , δοκέει ἄν μοί τι μέγα ποιῆσαι κακόν :
5920352 δακτυλιον
κοινοῖϲ βοηθήμαϲι χρηϲτέον . Θεραπεία τῆϲ περὶ τὸ ὄϲχεον καὶ δακτύλιον ἑλκώϲεωϲ ἐν πυρετοῖϲ ἐκ τῶν Φιλουμένου . πολλάκιϲ ἐπὶ
; Οὐ μανθάνω . Καλεῖς δέ τι χειρός ; οἷον δακτύλιον ἔστιν ὅτου ἂν ἄλλου τῶν τοῦ ἀνθρώπου φαίης ἢ
5912634 ἀνδροφονον
ταῦτα κελεύει καὶ ἀπ ' αὐτῶν τῶν βωμῶν ἐκδοῦναι τὸν ἀνδροφόνον . Ἀλλ ' οἱ μὲν ξίφεσιν ἢ δορατίοις ἢ
. Καλοῦσι δὲ αὐτὴν ἐπιχωρίῳ φωνῇ Διδὼ , ὃ ἔστιν ἀνδροφόνον . Πρότερον δὲ Φοινίκων εἶπεν , ἐπειδὴ πρῶτοι Φοινίκες

Back