συνεσταλμέναι ἦσαν : στόλον γὰρ ἔλεγον τὰ ἀπωξυμμένα , οἷον συνεσταλμένα ἐν τῇ ὀξύτητι . λέγει δὲ χαλκήρη τὸν χαλκῷ | ||
ὅσα μὴ πολὺν ἐπιλαμβάνει τόπον εἰς τὸ πλάτος ἐκτεινόμενα , συνεσταλμένα δ ' ὄντα πρός τινα κορυφὴν ἀνατείνεται μίαν , |
μείζονι μακρά : τὰ δ ' ἐπαμφοτερίζοντα τῷ χρόνῳ καλεῖται δίχρονα . τῶν δ ' ἡμιφώνων τὰ μὲν δύο συμφώνοις | ||
, μακρὰ ? [ β , η καὶ ω , δίχρονα ] [ ] [ γ , α , ι |
οἷον εὔστροφος καὶ εὐκίνητος ἐν τοῖς πράγμασι . λέγεται δὲ στρόφιγξ τὸ τοῖς σωλῆσιν ἐμβαλλόμενον , ὥστε τὴν τοῦ ὕδατος | ||
: συστροφὰς , συστροφὰς ζώων δῆλον : παρὰ τὸ στρέφω στρόφιγξ πλεονασμῷ τοῦ γ καὶ τοῦ α καὶ λ στροφάλιγξ |
συλλαβῆς , οἷον δεδεγμένος δέγμενος . Ἔκτασις δὲ ὅταν τὰ συστελλόμενα δίχρονα ἐκταθῇ , ὡς Ἄρες Ἆρες , ἢ ὄντα | ||
καὶ τὰ προσπεφυκότα τῶν ζώων μόνης τῆς ἁφῆς κοινωνοῦντα ὁρᾶται συστελλόμενα καὶ διαχεόμενα , ὧν τὸ μὲν ἡδέος ἐστί , |
νέοι θηλυγόνοι ὡς ἐπὶ τὸ πολύ . οἱ τὰ στήθη ψιλὰ καὶ στενὰ ἔχοντες εὐαδίκητοι ὑπὸ τῶν συνουσιῶν . τῶν | ||
καὶ ἐκ τῶν ὑπολειπομένων ἐπιλαμβάνων , καὶ ὅταν τις μὴ ψιλὰ τὰ πράγματα ἐκτίθηται , ἀλλὰ μετὰ τῶν παρακολουθούντων αὐτοῖς |
τὰ συστελλόμενα δίχρονα ἐκταθῇ ἢ τὰ βραχέα εἰς τὰ μακρὰ ἀντίστοιχα αὐτῶν μετασταθῇ , οἷον κᾰλός κᾱλός , Ἀ̆πόλλων Ἀ̄πόλλων | ||
ὑμῖν ὑμίν , ἢ τὰ φύσει μακρὰ εἰς φύσει βραχέα ἀντίστοιχα μεταστῇ [ φυσίζωος φυσίζος λαοσῶος λαοσόος ] : ἀργῆτα |
δίναισι βαθείαις θείει χρυσορόας Ἀχέρων κρυεροῦ διὰ χώρου , ἀργυροειδὲς ὕδος προρέων , λίμνη τε κελαινή ἀνδέχεται : παταγεῖ δὲ | ||
τῶν εἰς ας οὐδετέρων , εἰς ος , ὕδας , ὕδος , ὡς κῶας κῶος , κώεσιν ἐν μαλακοῖσιν . |
ἄκλιτα , Τλῶς Κρῶς , ἃ ὤφειλεν ἀποβολῇ τοῦ ς κλίνεσθαι : αἱ δὲ κλητικαὶ κοινῶς μὲν εἰς οι , | ||
γαμψοὺς : ἤγουν τὰς καμπτούσας καὶ πλαγίους νεφέλας ἐν τῷ κλίνεσθαι . . . . Οἰωνοί ; οἰωνοὺς ] ὄρνεις |
τῶν ἑνικῶν , ταχέος ταχέας , καλοῦ καλούς , βέλεος βέλεα , Μούσης Μούσας , ἀθλητοῦ ἀθλητάς , χαλκοῦ χαλκοῦς | ||
ἀλλήλους τρώσητε , ἀλλήλους δ ' ἐλήϊσαν , ἀλλήλων ἀλεείνοντες βέλεα στονόεντα . αἱ δὴ τοιαῦται συντάξεις ἐν ὀρθῇ καὶ |
τέκνοισιν ὑπωροφίοισι χελιδών ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον ἀγείρειν : ὠκυτέρα μαλακᾶς ἀπὸ δίφρακος ἔπτετο τήνα ἰθὺ δι ' ἀμφιθύρω | ||
καὶ ἀδελφὴν κατὰ σχῆμα . καὶ τοῦτο ἐκεῖνος λέγει : ὠκυτέρα τε εἶναι δοκεῖ , παρίστησι δὲ καί τινα σμικρότητος |
, προστιθέασι τὸ υ , τὸ ἀὴρ αὐὴρ καὶ τὸ ἄως αὔως λέγοντες . Ἐπεὶ οὖν οὐ μόνον ἄτη , | ||
τὸ υ , ὡς ἐπὶ τοῦ ἀήρ αὐήρ , καὶ ἄως αὔως . ὅτε δὲ σύμφωνόν ἐστι μεταξὺ , οὐκέτι |
καὶ εὐναίᾳ ἵν ' ᾖ τὴν εὐνήν , ὡς σεληναῖα ἁμαξαῖα καὶ Ἀθηναῖα . εὐνοίᾳ ] φιλίᾳ . εὐνοίᾳ ] | ||
οια παρώνυμα διὰ τῆς αι διφθόγγου γράφονται : σεληναῖα : ἁμαξαῖα : θυραῖα ἐπὶ τῆς διεξόδου , οὐκ ἐπὶ τοῦ |
, κάταντα κατωφερῆ , πάραντα τὰ πρόμαλα καὶ γήλοφα , δόχμια δὲ τὰ πλάγια , . . . Ἀριφραδέα : | ||
ἐσσύμενον μίμνει , τὸν δ ' ὤλεσε πρῶτος ἐναίρων . δόχμια γὰρ κλίνας βαιὸν κερόεντα μέτωπα , τεύχεσιν ὀξυτέροις δεδοκημένος |
διαυθαιρέτων τὰ μὲν εἶναι τελικά , τὰ δὲ ποιητικά . Τελικὰ μὲν τὰς κατ ' ἀρετὴν προηγουμένας πράξεις : ποιητικὰ | ||
μέλλει πράττειν . καὶ τούτων τοῖς συμβαλλομένοις ἡμῖν χρηστέον . Τελικὰ δὲ κεφάλαια κυρίως μέν ἐστι τρία ὡς καὶ ἐν |
. . , : τρώγλη : παρὰ τὸ τρώγω τρώξω τρώγλη : τὸ διαβεβρωμένον καὶ τετρημένον μέρος τοῦ τοίχου . | ||
καὶ τετραχθὰ διατρυφὲν ἔκπεσε χειρός „ . . , : τρώγλη : παρὰ τὸ τρώγω τρώξω τρώγλη : τὸ διαβεβρωμένον |
τὰ μὲν πλεῖστα αὐτῶν ἐστὶ ῥυπαρὰ , ὀχθώδη δὲ , λευκανθίζοντα καὶ εἰδεχθῆ τὰ δοκοῦντα κεκαθάρται , πελία τε , | ||
τὸ ὑελοειδές : πάντα δὲ ταῦτα ὑγρά , διαυγῆ καὶ λευκανθίζοντα ὑπάρχει . πρὸς τούτοις δηλονότι ὁ πρῶτος χιτὼν λευκός |
τὸ Αἴσων Αἴσονος . Δεῖ δὲ γινώσκειν , ὅτι τὰ μετοχικά , κἂν ὑποπίπτῃ τινὶ τῶν προειρημένων , διὰ τοῦ | ||
: Ἐρίγων Ἐρίγωνος , ὄνομα κύριον : τὸ Οὐκαλέγοντος Ἁρπάγοντος μετοχικά : τὸ προάγωνος σύνθετον ὂν τοῦ ἁπλοῦ τὴν κλίσιν |
καὶ ὅτι πολλά . Τημένεω ἀδελφιδῆ πνευματώδης , ὑποχόνδρια καὶ ἐντεταμένα ἐφάνη διὰ χρόνου : εἰ δὲ καὶ εἶχέ τι | ||
ὅ τε γὰρ ἰϲθμὸϲ ϲυνερείδεται καὶ τὰ παρίϲθμια ϲκληρὰ καὶ ἐντεταμένα ἐόντα οὐ ξυμπίπτει ἐϲ τὴν ἔνθλιψιν τοῦ καταπινομένου . |
ξάσμα ξυνῶνα ὀκριάζων ὁλοσπάδες ὀρθόφρων οὐράν ὄφελμα πεσσεία προσσαίνειν πτέρυγας πτύον πύγαργος ῥᾶ Ῥαικοί Γραικοί ῥαχία Ῥειτά ῥήτωρ ῥικνός σάγη | ||
χωρῶ καὶ λαμβάνω , γύω καὶ γύον , ὡς πτῶ πτύον καὶ θῶ θύον , οἷον „ κέδρου τ ' |
, οἷον Κρωβύλος , σημαίνει δὲ τὸν πορνοβοσκόν , Αἰσχύλος ἀγκύλος . . . . , . † ἀγκονίδες : | ||
ἂν παρ ' αὐτῷ λόγων τινὰς σκινδαλμοὺς ἐκμαθὼν ἐριστικὸς καὶ ἀγκύλος τὴν γλῶσσαν γένηται . ὁ δὲ παῖς ἐς τὸ |
ὀσφὺς μακρά , στέρνα ἀσθενῆ , χεῖρες μακραί , φωνὴ λιγυρὰ μαλακή . ταῦτα ὑπάρχουσι σημεῖα δειλοῦ . Τὸν εὐφυῆ | ||
ἀνάταυρος , παραβλέπει ἑαυτὸν καὶ περιβλέπει , φωνὴ λεπτὴ κράζουσα λιγυρὰ σχολαία πάνυ καὶ ἐπίτρομος . Πικρὸν ἄνδρα σεσηρέναι . |
ὡς ἄνω ἀνύω , ἀφ ' οὗ ἀλύσσω , ὡς ὀρύσσω : καὶ ὥσπερ ὀρύσσω ὀρυκτός , οὕτως ἀλύσσω ἀλυκτός | ||
παρακείμενος ἔχει τὸ Χ , οἷον παίζω παίξω πέπαιχα , ὀρύσσω ὀρύξω ὤρυχα : ὅταν δὲ ἔχει τὸ Σ ὁ |
. . . , πεπάλη : πάσω πάλη καὶ ἀναδιπλασιασμῷ πεπάλη . . . . . . πεπάλη , , | ||
ἦν νῆσος . Πεπάλη . πέσω πάλη , καὶ ἀναδιπλασιασμὸς πεπάλη . Πτωχός . ὁ ἐκπεπτωκὼς τοῦ ἔχειν . Πίθος |
λήγοντα ἀρσενικὰ ὀξύτονα πρὸ τοῦ ω ἔχοντα ἕν τι τῶν δασέων μὴ ὄντα ἐθνικὰ διὰ τοῦ ω κλίνονται , πιθών | ||
καὶ ἐκ τοῦ φθείρω δὲ ἀπελθόντων τῶν ἐν ἀρχῇ κειμένων δασέων τὸ ἔρρω φησὶ γίνεσθαι καθ ' ὁμοιότητα τοῦ κείρω |
παροξύτονον . τὸ δὲ ὀβολός ὀξύνεται . Τὰ διὰ τοῦ ΥΛΟΣ τρισύλλαβα προσηγορικὰ ἢ κύρια , εἰ ἄρχοιτο ἀπὸ φύσει | ||
. τὸ δὲ αἴσυλος ἐπίθετόν ἐστιν . Τὰ διὰ τοῦ ΥΛΟΣ τρισύλλαβα ἐπιθετικὰ ἁπλᾶ ἔχοντα τὴν τρίτην μακρὰν παροξύνεται : |
καὶ τὴν γῆν σχίζει . ὃ δὲ κρατεῖ ὁ ἀρῶν ἐχέτλη καλεῖται . τὸ δὲ διὰ τοῦ ἐλύματος διαβεβλημένον ξυλάριον | ||
δὲ διὰ τοῦ ἐλύματος διαβεβλημένον ξυλάριον , εἰς ὃ ἡ ἐχέτλη καθίεται , ἀλύη : τὸ δὲ ξύλον τὸ ἀπὸ |
διφθόγγου γραφόμενα . Τὰ διὰ τοῦ ωνιος ὑπὲρ δύο συλλαβὰς προπαροξύτονα κύριά τε καὶ προσηγορικὰ , μὴ σημαίνοντα μέρος σωματικὸν | ||
διὰ τὸ πορνεύω , πορνεῖον . Τὰ διὰ τοῦ ηϊον προπαροξύτονα Ἰωνικὰ τὴν πρὸ τέλους ἔχει διὰ τοῦ ι , |
αὐτὴ πίτυος . Τρίτη ἐστὶν ἄρρην καλουμένη , βοτάνιον ἔχον φυλλάρια λευκά , λεπτά , δασέα : καυλὸν λευκόν , | ||
ἄνθος μήλινον ὥσπερ ἀνθεμίδος : κεφάλιον περισχιδές : ἔχει δὲ φυλλάρια ἀστέρι ὅμοια , τὰ δὲ περὶ τὸν καυλὸν φύλλα |
ἀττικήν : αὕτη γὰρ τὰ παθητικὰ ἐνεργητικῶς λέγει καὶ τὰ ἐνεργητικὰ παθητικῶς . ἄλλως . ὁ Ἑρμῆς ἐστάλη παρὰ τοῦ | ||
ο μικρόν , πάντως ἂν ἀπ ' ἐκείνων τὰ εὐκτικὰ ἐνεργητικὰ ἐκανόνισεν : ἐπεὶ δὲ οὐκ ἔστιν ἐν τοῖς ὁριστικοῖς |
ἰοχέαιρα , ἄντλῳ δ ' ἐνδούπησε πεσοῦς ' ὡς εἰναλίη κήξ . καὶ τὴν μὲν φώκῃσι καὶ ἰχθύσι κύρμα γενέσθαι | ||
ὁπλίτην : κορυστὴς γὰρ ἀπὸ μέρους ὁπλίτης καὶ μαχητής . κήξ ο . . , : κήξ : ὁ μὲν |
μὲν ἄγαγον , ποποῖ , νᾶες δ ' ἀπώλεσαν , τοτοῖ , νᾶες πανωλέθροισιν ἐμβολαῖς , διὰ δ ' Ἰαόνων | ||
, ἐν ταῖς Ἀθήναις δηλαδή . ὁμοίως δὲ καὶ τὸ τοτοῖ : εἰ μὲν τότοι , ἀντὶ τοῦ φεῦ , |
αἱ δ ' ἀνατέλλοντος , αἱ δ ' ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖν ' , αἱ δ ' ἐννυχιᾶν ἀπὸ Ῥιπᾶν . | ||
εἱλίσσων φλόγα , ὡς δυστυχῆ Θήβαισι τῆι τόθ ' ἡμέραι ἀκτῖν ' ἐφῆκας , Κάδμος ἡνίκ ' ἦλθε γῆν τήνδ |
καὶ τὰ ἑξῆς ” . μασσώμενος : ἀπὸ θέματος τοῦ μασσῶ , συζυγίας δευτέρας , ὡς τὸ “ γελώμενος ” | ||
καὶ τὰ ἑξῆς ” . μασσώμενος : ἀπὸ θέματος τοῦ μασσῶ , συζυγίας δευτέρας , ὡς τὸ “ γελώμενος ” |
: τὰ δὲ τῶν δεκαεπτὰ συμφώνων θεματικὰ ὄντα τῶν ῥημάτων μεταβολικά εἰσιν οἷον τὸ Β . Π . Φ . | ||
? ? ! ! ! ! ! [ ] οι μεταβολικά γ ? , τὸ ? ε ? , τὸ |
, παρὰ τὸ θῶ , τρίτης ἐστὶ συζυγίας , τὸ στρέφω , θήσω μέλλων . ῥηματικὸν ὄνομα θώνη , καὶ | ||
τέρπω τερπνός . . , : στραβός : παρὰ τὸ στρέφω , τροπῇ τοῦ ε εἰς α καὶ τοῦ φ |
ἀπόστολοι καὶ διδάσκαλοι τοῦ κηρύγματος τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ . Διατί οὖν , φημί , κύριε , αἱ παρθένοι καὶ | ||
καθαρὸν ληγόντων ὀνομάτων , κλίνεται δὲ ἰσοσυλλάβως κοχλίας κοχλίου . Διατί ; ὅτι τὰ εἰς ας καθαρὸν ὀνόματα ὑπὲρ δύο |
φύσει βραχέα εἰς φύσει μακρὰ ἀντίστοιχα μεταστῇ , οἷον φυσίζοος φυσίζωος , λαοσσόος * λαοσσῶος , τιθέμενος τιθήμενος , Διόνυσος | ||
ἐν τῇ Δ Ἰλιάδος . τῶν πεποιημένων ἡ λέξις . φυσίζωος ἡ τὰ πρὸς τὸ ζῆν φύουσα . φυταλίη κῆπος |
τῶν ἐνύδρων , ῥυπαρομέλαινα τὴν χροιὰν καὶ ῥύγχος ὀξὺ ἔχει σκέπον τε τὰ ὄμματα , τὰ δὲ πολλὰ καταδύεται . | ||
σκέποντος τὴν βάλανον δέρματος ὡς μηκέτι ἀποσύρειν δύνασθαι . τὸ σκέπον δὲ τὴν βάλανον ποσθὴ ἢ ἀκροποσθία καλεῖται . υιεʹ |
μὴ παρὰ πρόθεσιν παροξύνεται : λεοντομάχος μονομάχος , χωρὶς τοῦ ἀγχέμαχος . τὸ δὲ πρόμαχος καὶ σύμμαχος ἐκ προθέσεων . | ||
βιβῶ , εἰς ε βέ - βαιος , ὡς ἀγχίμαχος ἀγχέμαχος . γίνεται οὖν βέβαιος , ὁ ἑδραῖος ἀπὸ ῥημάτων |
κατεσημαίνοντο . τάχα δὲ τῶν τοῦ δικαστηρίου μερῶν ἐστὶ καὶ κιγκλὶς καὶ δρύφακτος . ἔνιοι δ ' οἴονται καὶ ἀνάγκην | ||
θύρας οὕτω κλητέον , ἅς τινες δικλίδας φασίν . ἢ κιγκλὶς ἰδίως ἡ τρύπη , δι ' ἧς ἡ κλεὶς |
, πάντα μακροθυμεῖν κελεύει καὶ μὴ κενοσπουδεῖν : ὅσα δὲ κολοβὰ καὶ βραχέα , σπεύδειν ἐγκελεύεται . Ὅσα δὲ στερεά | ||
τὴν θάλατταν φεύγει . Ἐρετριεῖς δὲ τῇ ἐν Ἀμαρύνθῳ Ἀρτέμιδι κολοβὰ θύουσιν . Πέπυσμαι δὲ πρὸς τοῖς ἤδη μοι προειρημένοις |
; οἷος καὶ τοῖς ὀστοῖς δηλονότι : οὐδὲ γὰρ ταῦτα ἐκτεινόμενα καὶ συστελλόμενα συμπεριφέρεται τοῖς κώλοις , ἀλλ ' ὥσπερ | ||
. Συστολὴ δὲ ἡ τὰ ἀντικείμενα ποιοῦσα : ἢ τὰ ἐκτεινόμενα δίχρονα συστέλλουσα , ἢ τὰ φύσει μακρὰ εἰς τὰ |
εἰς ΑΣ συνεσταλμένα ἀρσενικὰ καὶ θηλυκὰ ὀξύνεται καὶ διὰ τοῦ ΔΟΣ κλίνεται : ὁ φυγάς καὶ ἡ φυγάς , ὁ | ||
Τένεδος κόρυδος , ὅπερ οἱ Ἀττικοὶ ὀξύνουσιν . Τὰ εἰς ΔΟΣ ὑπερδισύλλαβα ἔχοντα κατ ' ἐπιπλοκὴν σύμφωνον κύρια ἢ προσηγορικὰ |
δὲ οὐκ ἀναγέγραπται , ἀλλὰ κέρχνη . [ καὶ ἡ κολυμβὶς δὲ φαίνεται καὶ ὁ δρύοψ , καὶ ἡ ἀμπελίς | ||
δὲ οὐκ ἀναγέγραπται , ἀλλὰ κέρχνη . [ καὶ ἡ κολυμβὶς δὲ φαίνεται καὶ ὁ δρύοψ , καὶ ἡ ἀμπελίς |
δ ' ἐπὶ τῶν ἐξεχόντων , ὁποῖόν ἐστιν ἰσχίον καὶ πτέρνα : ἐπεὶ δ ' ἐν ταῖς τοιαύταις θέσεσιν καὶ | ||
αὐτῷ τὸ μέγιστον ὀστοῦν τῶν ἐν ποδί , καλεῖται δὲ πτέρνα , τὰ μὲν περιφερῆ τοῦ ἀστραγάλου περιλαμβάνουσα , δύο |
: τὸ μεσαίτατον , φησίν , ἔκδησον σπάρτῳ , ἵνα τρυτάνη γένηται ἐκ τοῦ αὐλοῦ τῆς σάλπιγγος . Γ οὕτω | ||
συμφέρον τῆς πόλεως σκοπῶν καὶ τοῦτο θηρεύων . τρυτάνην ] τρυτάνη μέν ἐστι τὸ πᾶν ζύγιον , πλάστιγγες δὲ αὐτὰ |
Πρόσκειται πάλιν βαρύτονα διὰ τὰ ὀξύτονα , οἷον διὰ τὸ προβλής προβλῆτος καὶ ἀβλής ἀβλῆτος : ταῦτα γὰρ διὰ καθαροῦ | ||
περισπασθῇ , κατὰ πάθος γέγονε . τὸ μέντοι γυμνής ἀβλής προβλής ἐπιθετικὰ ὄντα ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΗΣ ἐπιθετικὰ δισύλλαβα |
. αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο , νεῦς ' Αἴας Φοίνικι : νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεύς , | ||
θεοειδὴς ἐρχόμενον κατὰ δῶμα συβώτην , ὦκα δ ' ἔπειτα νεῦς ' ἐπὶ οἷ καλέσας : ὁ δὲ παπτήνας ἕλε |
δύναται ἄρθρα οὔτε προτακτικά , ἀλλ ' ἢ ἀντωνυμικὰ ἢ ἀοριστούμενα μόρια , ἐπὰν τὰς συντάξεις ἐπίωμεν τῶν ἀντωνυμιῶν , | ||
εἶναι τὸ τοιοῦτο , διὰ τοῦτο τὰ μετὰ τὰ δυϊκὰ ἀοριστούμενα μιᾷ πληθυντικῇ περιλαμβάνεται ἐκφορᾷ : ἀοριστούμενα δὲ εἶπον διὰ |
, τρὶς τρεῖς ἐννέα : ὑπὸ δυάδος γὰρ γίνεται ὁ διπλασιασμός . ἐπεὶ οὖν πάντα ἐκ τῆς ὕλης γίνονται διὰ | ||
. προφάσεσι . ἴσως ἄν , ἴσως ] τεχνικὸς ὁ διπλασιασμός . οὔτε γὰρ φανερῶς ἀπεφήνατο οὔτε μόνῳ τῷ ἴσως |
ὄστρεα , πίννη , ὄστρεον , μῦς , κτείς , σωλήν , κόγχη , λέπας , τῆθος , βάλανος . | ||
φησίν , πίνη , ὄστρεον , μῦς , κτείς , σωλήν , κόγχη , λεπάς , τῆθος , βάλανος . |
Στύγιος : Μύσιος : Πύθιος : βύθιος : δύϊος : κύκλιος : μύριος , ἡ τῶν δέκα χιλιάδων ἀπαρίθμησις : | ||
τε στεφθεῖσα χλόα νάρθηκας εἰς ἱεροὺς ῥόμβου θ ' εἱλισσομένα κύκλιος ἔνοσις αἰθερία βακχεύουσά τ ' ἔθειρα Βρομίωι καὶ παννυχίδες |
ἀκτίς ἀκτῖνος ἀκτίν , δελφίς δελφῖνος δελφίν , Τελχίς Τελχῖνος Τελχίν , Σαλαμίς Σαλαμῖνος Σαλαμίν , ῥίς ῥινός ῥίν , | ||
αὐτὴν ἔχουσι κλίσιν , οἷον δελφίν δελφῖνος δελφίς δελφῖνος , Τελχίν Τελχῖνος Τελχίς Τελχῖνος , Σαλαμίν Σαλαμῖνος Σαλαμίς Σαλαμῖνος . |
δεχομένη τὰ σχοινία πέτρα . . . . . . γρώνη : γρώνη : . . . παρὰ τὸ γῶ | ||
οἷον , φωνή : ὠνή : χώνη : ζώνη : γρώνη : μνώνη : πρόσκειται μὴ ἀπὸ ῥημάτων γινόμενα διὰ |
ἕξις διακριτικὴ σωμάτων . Ὀστοῦν μυελὸς ὑπὸ θερμοῦ παγείς . Στοιχεῖον τὸ συνάγον καὶ διαλύον τὰ σύνθετα . Ἀρετὴ διάθεσις | ||
ποιήματος , πρὸς ἔνδειξιν τοῦ σκοποῦ τῆς μετρικῆς παρατιθέμενος . Στοιχεῖον μὲν οὖν ἐστι φωνῆς ἐνάρθρου μέρος ἐλάχιστον : τῶν |
. α . Ἄνυσις : πόλις Αἰγύπτου . Ἀνυσίτης ὡς Ὄασις Ὀασίτης . . . Ἄνωλος : πόλις Λυδίας : | ||
ἄλλοι , Βακτριανή , Κασπειρία , Σηρική , Θηβαΐς , Ὄασις , Τρωγλοδυτική . μερικῶς δέ , ὡς Ὠδαψὸς καὶ |
ἄλλων † ὑπερέπλετο εἰν ἁλὶ νήσων : τοὺς δὲ Τάλως χάλκειος , ἀπὸ στιβαροῦ σκοπέλοιο ῥηγνύμενος πέτρας , εἶργε χθονὶ | ||
Εὐηνίαν αὐτήν φησι καλεῖσθαι . . : Ἰοφῶσσα : ἡ χάλκειος , ὥς φησι Φερεκύδης . . . . , |
δὲ καὶ ὁ ἁγνὸς καλούμενος ἢ καὶ καλλιώνυμος βαρεῖς . βῶξ δὲ ἑφθὸς εὔπεπτος , εὐανάδοτος , ὑγρὸν ἀνιείς , | ||
λέγεται θηλυκῶς . τῷ βωκί , τὸν βῶκα , ὦ βῶξ . Δυϊκά . Τὼ βῶκε , τοῖν βωκοῖν , |
ἡ ὥσπερ ἀγείρουσα νεφέλας , καὶ ταύταις συγκαλυπτομένη , καὶ σκοτεινὴ καὶ ἀπροόρατος Εἱμαρμένη , πρὸ τοῦ εἰς ἔκβασιν ἀφικέσθαι | ||
. Τὸ δὲ βάθος ἑκάστου ἡ ὕλη : διὸ καὶ σκοτεινὴ πᾶσα , ὅτι τὸ φῶς ὁ λόγος . Καὶ |
ἀπὸ τῆς εἰς ος , ὡς φοίνιξ : ἀπὸ τοῦ στροφάλιγξ στροφαλίζω , ὡς καναχὴ καναχίζω , ὀργὴ ὀργίζω , | ||
πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς σταλάσσω . . . , : στροφάλιγξ : παρὰ τὸ στρέφω . εἰς ιξ γίνεται παρώνυμα |
τὰ ὑπεναντία τούτοις ἀπὸ τῶν ὀξυτέρων ἐπὶ τὰ βαρύτερα : ϹϜ # Ϝ # Ϝ # Ϝ . Ἐκκρουσμὸς δέ | ||
Ϝ πρόκρουσις ϜϹ Ϝ # Ϝ # Ϝ # ἔκκρουσις ϹϜ # Ϝ # Ϝ # Ϝ ἐκκρουσμός ϜϹϜ ϹϹ |
: ταῖς δὴ δαίμων κλυτὸς ἶσα θοοῖσι ποσὶν δονέων ἅμα πολύπλοκα μεθίει μέτρα μολπᾶς . Νῦν δ ' αἰεὶ πέσσω | ||
καὶ πεποιημέναι λέξεις ἐν ταύταις μάλιστα ἐπιπολάζουσι , καὶ τὰ πολύπλοκα καὶ ἀγκύλα καὶ βεβιασμένα σχήματα πλεῖστα περὶ ταύτας ἐστίν |
ἤγουν αἱ σύριγγες , ὅ ἐστιν ὀπαὶ , ἃς καὶ πλήμνας φασὶν , ἤγουν τὰ μέσα τῶν εἰρημένων συρίγγων , | ||
καὶ πλάνητες πυρετοὶ λέγονται οἱ μὴ κατὰ τάξιν φοιτῶντες . πλήμνας : τὰς χοινικίδας τοῦ τροχοῦ , δι ' ὧν |
. καὶ τὸ συναιρεῖν τὸ ι ἐπὶ τῶν τοιούτων , ἠιόνες ᾐόνες , Νηρηίδες Νηρῇδες . οὕτω καὶ τὸ σφῲ | ||
οἰκῶν τυγχάνει γέρων , ἀπ ' ἀρχῆς Λαομέδων καλούμενος : ἠιόνες δ ' ἅλιαι : τὴν ἁλκυόνα λέγει . οὕτως |
ἀλλὰ καὶ τὰ βουλεύματα . . βουλυτός : ἡ δειλινὴ ὀψία . . . . Ἀρριανός : γίνεται μάχη καρτερὰ | ||
. ὡς δὲ Μενέστωρ φησίν , ἡ μὲν βλάστησις αὐτῆς ὀψία διὰ τὴν ψυχρότητα τοῦ τόπου , ἡ δὲ πέψις |
θάτερον θατέρῳ . ἐγὼ μὲν οὖν δέχομαι τὸ συνεγγίζειν τὰ τενάγη τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάττῃ , ἕως ἀκμὴν ἐκέκλειστο τὰ κατὰ | ||
τὸν πόρον , ὥστε καὶ τὰς ἐπικειμένας νησῖδας ἐξηπειροῦσθαι καὶ τενάγη ποιεῖν ἀνώμαλα καὶ δυσφύλακτα : τὴν δ ' ἀνωμαλίαν |
; δότε μοι ξίφος ὅπως τάχιστ ' , ἢ πινάκιον τιμητικόν . ἅνθρωπος οὗτος μέγα τι δρασείει κακόν . μὰ | ||
καὶ τὰς μακρὰς λεγομένας εἷλκον : ἐν τοῖς ἐπάνω . τιμητικόν : καταδικαστικόν : ὅπου τὴν μακρὰν χαράσσοντες κατεδίκαζον , |
, καὶ σύμφωνα μὲν ὁπόσα ὑπὸ συμφώνων φθόγγων περιέχεται , διάφωνα δὲ ὁπόσα ὑπὸ διαφώνων . τῶν δὲ συμφώνων διαστημάτων | ||
σύνθετον τὸ διὰ πασῶν , τὰ δὲ τούτων ἀνὰ μέσον διάφωνα ἔσται . ταῦτα μὲν οὖν λέγομεν ἃ παρὰ τῶν |
ἥτις ἀναφύει ἅμα τῷ φανῆναι τοὺς τέττιγας . λέγεται δὲ πρὼξ καὶ ἡ δρόσος . πρῶκας : πρωϊνὴν δρόσον . | ||
πρὼξ καὶ ἡ δρόσος . πρῶκας : πρωϊνὴν δρόσον . πρὼξ ἡ δρόσος ἀπὸ τοῦ πρωΐ πέμπεσθαι . οὐ Δᾶν |
ὀρθῆς πτώσεως ἄρχεσθαι ἀφελῆ ποιεῖ τὸν λόγον καὶ τὸ κατὰ κόμματα λύειν τὰ νοήματα . πολλάκις δὲ οἱ ἀφελεῖς καὶ | ||
διαφέρει : σφοδρὰ μὲν γὰρ καὶ τὰ μηδὲ κῶλα , κόμματα δέ , ἃ καὶ ἡ τραχύτης ἔχει , πλέον |
δὲ καὶ τοῦτο παρένταξις , δι ' ὅτι ἀνομοίων ἐστὶ παρένθεσις , οἷον ψιλῶν παρ ' ὁπλίτας : τὴν γοῦν | ||
εἰσὶν ὀκτώ , ὄνομα ἀντωνυμία ῥῆμα μετοχὴ ἐπίρρημα πρόθεσις σύνδεσμος παρένθεσις : τισὶν δὲ δοκεῖ καὶ προσηγορία . , . |
] ⌈ ἀργῶ , ⌈ πιέζομαι , συνθλίβομαι / ⌈ στρὰγξ γάρ [ στράγξ στρὰξ δέ ] ἐστιν ὁ διὰ | ||
. ἔστι δὲ μεταφορικὸν ἀπὸ τοῦ πάθους τῆς στραγγουρίας : στρὰγξ γὰρ ἡ στραγγουρία : καὶ λέγεται , ὅταν τις |
τοῖς τοιούτοις τροπὴ τοῦ ε εἰς ο , καὶ αὖθις ἔκτασις τοῦ ο εἰς ω : νέμω , νωμῶ : | ||
ἐστιν αὕτη καὶ οἷον γένεσίς τις ἀπὸ λόγου σπερματικοῦ καὶ ἔκτασις , τετευχυῖα παρὰ τὸ τοιοῦτον τῆς ὀνομασίας , παρ |
τὸ ἵστημι ἐστὶ τὸ ἱστάς καὶ παρὰ τὸ βίβημι τὸ βιβάς , κίχρημι κιχράς , τίθημι τιθείς . ἔδει οὖν | ||
ὁ μὲν Ἀπίων προβαίνοντες : καὶ γὰρ „ ἤιε μακρὰ βιβάς „ . ἢ φωνοῦντες , οἷον προεγκελευόμενοι μετὰ βοῆς |
: οἷον , φωλεύω φωλεός : κηδεύω κηδεός : ὀχεύω ὀχεός : καὶ ἐν πλεονασμῷ τοῦ σ ὀσχεός : ὀρεύω | ||
φωλεύω , φωλεός : κηδεύω , κηδεός : ὀχεύω , ὀχεός : ὠρεύω , ὠρεός : μεδεύω , μεδεός : |
καλεῖ : τῶν γὰρ δεξιῶν ἡ καλὴ ἐργασία . ἢ εὐώνυμα λέγει τὰ πληγώματα αὐτῶν : εὐωνύμως γὰρ ἐπλήγησαν . | ||
ὁ δὲ ἥλιος οὐ τοσοῦτον παραβαίνει ἐπὶ τὰ δεξιὰ καὶ εὐώνυμα , ὅσον οἱ πέντε , ἀλλὰ τῶν τριῶν τούτων |
ἣν καλέουσι Πηγάς : ὄνομα κρήνης Πηγαὶ οὕτω κυρίως . ἀγχίγυοι δὲ οἱ πλησιόχωροι , οἱ γείτονες . ἀμφίγυοι : | ||
αὐτὰρ Ἐρυθραίης πλευρὸν ναίουσι θαλάσσης Μινναῖοί τε Σάβαι τε καὶ ἀγχίγυοι Κλεταβηνοί . τόσσα μὲν Ἀραβίην περιώσια φῦλα νέμονται , |
ἀνθρώπων γενεὴν καὶ ἤθεα γαίης . τοῖς ἐπὶ Κασπίη κυμαίνεται ἀμφιτρίτη . ῥεῖα δέ τοι κἂν τήνδε καταγράψαιμι θάλασσαν , | ||
' εἰς αὐγὰς σκολιὸν περιτέλλεται οἶμον πολλὸν ἔσω βεβαυῖα περίδρομος ἀμφιτρίτη , γείτων Εὐξείνοιο πολυκλύστοιο θαλάσσης . κεῖνός τοι Κιλίκων |
κράτος κάρτος . καλεῖται δὲ καὶ ἐναλλαγὴ καὶ ὑπέρθεσις . Μετάληψις δέ ἐστι στοιχείων μετακίνησις ἐπ ' ἀντίστοιχον ἄλλο , | ||
ἁπλουστέρας τε καὶ ταῖς λογικαῖς ἃς ἔτι μελετῶμεν ᾠκειωμένης . Μετάληψις τοίνυν ἐστὶ στάσις πολιτικοῦ πράγματος τῶν ἐπὶ μέρους , |
ἀπὸ τοῦ Ε ἄρχονται : ἄρα τὸ ῥυπῶ καὶ τὸ ῥάπτω οἱ ἐνεστῶτες ἀπὸ συμφώνου ἄρχονται : πρόδηλον , ὅτι | ||
Ρ καὶ δασύνεται καὶ ψιλοῦται : καὶ δασύνεται μὲν οἷον ῥάπτω , ψιλοῦται δὲ ὡς ἐν τῷ ῤάρος καὶ ὡς |
τοῦ Οἰδίποδος τένοντας ἐξῄμασσον οὐχ ὑποχωροῦντος αὐτοῦ τῆς ὁδοῦ : χηλὴ διὰ τὸ ὥσπερ κεχηνέναι τοὺς ὄνυχας : τοῖς ὄνυξιν | ||
, ὁ μὲν ὦμος ἀδιαφόρως πλεῖον ὑπολειπόμενος , ἡ δὲ χηλὴ ὡς λʹ μέρος ὥρας προηγουμένη τοῦ εἰρημένου διὰ τῶν |
Δήμοις . λέγειν δ ' ἔστι καὶ κατάγεια οἰκήματα καὶ ὑπόγεια . ἔνι δ ' εἰπεῖν λίθον σκληρὸν καὶ λίθον | ||
δίδωσι , μάλιστα καὶ τοῦ περὶ ἀποδημίας κλήρου εἰς τὰ ὑπόγεια πίπτοντος . κἂν οἱ κλῆροι πάλιν ὅ τε τῆς |
ἐν ἅπασι φύουσα καὶ κινουμένη . . . . . φύτλη : φύτλη : ἡ φύσις . ὡς ζεύγω ζεύξω | ||
. τὰ δὲ εἰς λη , οὐκέτι : ὁμίχλη , φύτλη , γενέθλη , αἴγλη , τρώγλη . ὁμοίως οὖν |
τὰ κρέα ἀττικῶς . ὦ κρέατα κοινῶς , ὦ κρέαα ἰωνικῶς , ὦ κρέα ἀττικῶς . Ἑνικά . Τὸ τεῖχος | ||
ὅτε δὴ κείρασθαι , καί τινα ἐπιστολὴν ἀνέπλασαν ξυγκειμένην μὲν ἰωνικῶς , τὸ δὲ μῆκος ἄχαρι , ἐν ᾗ βούλονται |
νευροχονδρώδη σύνδεσμον . θρὶξ δὲ καὶ ὄνυξ ψυχρότατά τε καὶ ξηρότατα ἁπάντων ἐστίν , ἧττον δὲ τούτων ὀστοῦν ψυχρόν ἐστι | ||
σαρξίν , ἀλλὰ καὶ τοῖς ὀστοῖς αὐτοῖς , ἃ δὴ ξηρότατα τῶν ἐν ἡμῖν ὑπάρχει μορίων . οἱ δὲ γεγηρακότες |
. ὃ δὲ νῦν ταγηνοστρόφιον , οἱ πάλαι λιστρίον ἢ πτέον . κρατευτήρια δὲ σιδήριον ᾧ τοὺς ὀβελίσκους ἐπετίθεσαν πρὸς | ||
, καὶ ἅμαξα καὶ ἁμάξης μέρη . τὰ δὲ λοιπὰ πτέον , ὡς οἱ Ἀττικοὶ λέγουσιν , ἢ πτύον , |
ἀλεείνω : ἐλεείνω : τὸ ὀρίνω : ὠδίνω , οὐ παράγωγα , διὸ καὶ διὰ τοῦ ι γράφονται . Καθόλου | ||
, σοφώς : καλὸς , καλῶς . Τὰ εἰς χως παράγωγα ἐπιῤῥήματα ἐπὶ ποσότητος ταττόμενα διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφονται |
ἱστορίαν κρῖναι δυνήσεται . ἱστορήσαντος γάρ τινος , ὅτι ἀνθρώπῳ διατεταμένα τὰ ἀγγεῖα ἔχοντι καὶ βαρυνόμενα αἱμοῤῥαγία ἐγγενομένη περιέγραψε τὸ | ||
κάθαρσις φλεγματώδης , καὶ φανεῖται ὑμενώδης , καὶ ὥσπερ ἀράχνια διατεταμένα ἐν ταύτῃ ἔσται : καὶ πείσεται μὲν τὰ αὐτὰ |
ἀμφότερα ταῦτ ' ἐστὶν ἑξῆς τά τε συνημμένα καὶ τὰ διεζευγμένα . πρὸς δὴ ταῦτα τοιοῦτοί τινες ἐλέγοντο λόγοι : | ||
ἀλλὰ ὀξὺ βλέπων , ἄνπερ ἅμ ' ἕπηται φρονήσει . διεζευγμένα μὲν οὖν ἀσθενεῖ πρὸς τὰς ἐπιχειρήσεις , συμπλακέντα δὲ |
μόσχος , ἀμνός , χίμαρος , ἔλαφος , δορκάς , βούβαλος , τραγέλαφος , πύγαργος , ὄρυξ , καμηλοπάρδαλις . | ||
τὸ δὲ ἐλάφῳ ἐν τῇ Λιβύῃ . ὅτι ἔστιν ἕτερος βούβαλος ὑπὲρ τὰς Ἄλπεις πλησίον Ῥήνου τοῦ ποταμοῦ . οὗτος |
ἔχοντα τόπον τῆς βαρείας , πάντα βαρύνεται : τὰ δὲ μονοσύλλαβα , οὐ δυνάμενα ἐκτὸς τῆς ὀξείας γενέσθαι , δυνάμει | ||
διὰ τοῦ ι γράφονται ὡς δικατάληκτα . Τὰ εἰς ρ μονοσύλλαβα ἐξ ἴσου τὴν διὰ τοῦ ι , καὶ τὴν |
. Ὤμοκε τελέως ἄηθες : χρὴ γὰρ ὀμώμοκε λέγειν . Ἀλκαϊκὸν ᾆσμα δι ' ἑνὸς ι οὐ χρὴ λέγειν , | ||
δεξιῶς ἐχρήσατο : ὥσπερ Ἀριστοφάνειόν τι μέτρον καὶ Σαπφικὸν καὶ Ἀλκαϊκὸν καὶ ἄλλο ἀπ ' ἄλλου λέγεται , οὐχ ὡς |
δὲ διεγείρεται : τὸ δὲ περὶ τὴν ναῦν προσρήγνυται . πιτνὸν ] προσπῖπτον . ἄλλο δ ' ἀείρει ] ὑψοῖ | ||
] ὑψοῖ . ἡ μὲν σύνταξις ἀεῖρον ἀπῄτει πρὸς τὸ πιτνὸν , ὁ δὲ ἀείρει πρὸς τὸ θάλασσα εἶπεν . |
ἀνέμου . Κάμπτουσι : κοιλαίνουσι , συστρέφουσιν . περιστένεται : ἠχεῖται , στενοχωρεῖται πληρουμένη . Παλιῤῥοίζῃσι : ὀπισθορμήτοις . Ξαινόμενος | ||
' , ὦναξ . Τίς αὖ παρ ' ὑμῶν κοινὸς ἠχεῖται κτύπος σαφὴς μὲν αὐτῶν , ἐμφανὴς δὲ τοῦ ξένου |
ἀττέλαβος , ὅπερ οἱ Ἀττικοὶ παραλόγως ὀξύνουσι . Τὰ εἰς ΒΟΣ ἐπιθετικὰ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς , εἰ μὴ τῷ Η | ||
λήγοντα καθαρά . Τὸ δὲ ἕκτον ἀρξάμενον ἀπὸ τῶν εἰς ΒΟΣ συμπληροῖ τὰ εἰς ΛΟΣ : κατὰ γὰρ τὴν τῶν |
ἢ κοιλότητος κἀν ταῖς ἐξαρθρήσεσι διακριτέον τὸ πρὸς τοῖς κορωνοῖς ῥαφανηδὸν γινόμενον κάταγμα διὰ τοῦ κινεῖσθαι κατὰ τὴν διὰ τῶν | ||
ταρσοῦ , πάντα μεγαλομερῶς μὲν κατάγνυται , καυληδὸν , ἢ ῥαφανηδὸν , ἢ σχιδακηδόν . ἐπὶ λεπτὸν δὲ καρυηδὸν ἢ |
δέ ἐστιν ἐν χρόνοις δύο οἷον ἐκ τοῦ ἐγγὺς φθόγγου ϜϹ , διὰ τριῶν Ϝ # , διὰ τεσσάρων Ϝ | ||
ταη τηω τωα ταη τηω τωε ⊢ Γ Γ⌙ ⌙Ϝ ϜϹ Ϲ # # # # # διὰ τριῶν Ϝτωη |
, ἐπὶ δὲ τῶν βραχέων ἐλάττονα . Καὶ ἄλλως τὰ δασέα ἐξεφώνουν καὶ ἄλλως τὰ ψιλά . Υ μακρὸν δασυνόμενον | ||
ποταμοὶ καὶ αἱ κρῆναι καὶ τὰ βάσιμα ἢ κατάσκια καὶ δασέα ὄρη , χαίρετε . Ἄρτι γὰρ καὶ τὸ μέγα |
“ οὖν εἶπε διὰ τὸ τρίβεσθαι τοὺς λίθους , ” κρόταλον “ δὲ διὰ τὸ κρούειν τοὺς λίθους , ” | ||
ψευδῶν συγκολλητής , εὑρησιεπής , περίτριμμα δικῶν , κύρβις , κρόταλον , κίναδος , τρύμη , μάσθλης , εἴρων , |
ἐπιοῦσαν τὰ μέρη λιπόντες λέγομεν ἕωλα . . , : ζεύγλη : παρὰ τὸ ζεύγω ζεύξω ζεύγλη , ὡς ἀΐσσω | ||
φύτλη : φύτλη : ἡ φύσις . ὡς ζεύγω ζεύξω ζεύγλη , τρώγω τρώξω τρώγλη , οὕτω φύω φύσω φύτλη |
, τὰ ὦτα τέτακται . τούτων δὲ τὰ μὲν ἀναπεπταμένα πτερυγώματα , τὰ δὲ ἀνακεκλασμένα εἰς τοὐπίσω ἐκ τῶν ἔμπροσθεν | ||
ὃν ὑμνεῖ ὁ οὐρανὸς τῶν οὐρανῶν , ὃν ὑμνοῦσι τὰ πτερυγώματα τοῦ χερουβίμ . ὁρκίζω σε τὸν περιθέντα ὄρη τῇ |