ἔαρ ἐπὶ τελειώσει τῶν σπειρομένων , τὴν δὲ μετοπωρινὴν ἐπὶ συγκομιδῇ καρπῶν ἁπάντων , οὓς καὶ τὰ δένδρα ἤνεγκεν :
ἡ ἀπειρία ποιεῖ τὸν φόβον . ὁ καρπὸς δὲ ἐν συγκομιδῇ , κἂν μὴ φανῶσιν ἐκεῖνοι , πάντα Εὐστοχίῳ διέφθαρται
5951874 ἀπαρχη
ἀνατολὰς καὶ δύσεις ἐκμετρούμενος διάστημα . ἔστι δὲ καὶ ἀπαρχῆς ἀπαρχὴ ὁ ἑκατοστὸς λόγος , ὃν Λευῖται τοῖς ἱερωμένοις ἀπάρχονται
ἱεροῖς ἐστὶ Σελινουντίοις , Συρακοσίοις δὲ καὶ ἀπὸ βαρβάρων τινῶν ἀπαρχὴ ἐσφέρεται : ᾧ δὲ μάλιστα ἡμῶν προύχουσιν , ἵππους
5779050 ἠριγεροντος
ἀρνογλώσσου καὶ ἀνακόψας χρῶ . μὴ παρόντος δὲ ἀρνογλώσσου , ἠριγέροντος χυλὸν ἢ σέρεως μίσγε . Ἐὰν δὲ πολλὴ θερμασία
σκεύαζε καὶ χρῶ ἐπὶ τῶν προειρημένων . Ἡ διὰ χυλοῦ ἠριγέροντος πάνυ καλλίστη . Κηροῦ λι αʹ , ἐλαίου χαμαιμηλίνου
5749530 σπορος
χῶραι ἀνάγκας ὑποστήσονται μεγάλως ξενωθέντες . ἔσται δ ' ὁ σπόρος ἄχρηστος ἐκ πολλῆς ἐπομβρίας . Εἰ δὲ πολλάκις καυστικὸς
εἰς ο : οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τῇ καθόλου : σπερῶ σπόρος : φθερῶ φθόρος . Τὰ διὰ τοῦ αιρος δισύλλαβα
5697969 ἀνεμωδης
ὁ ἐν τῷ ἡγουμένῳ ὤμῳ τοῦ Ὠρίωνος κρύπτεται . Αἰγυπτίοις ἀνεμώδης κατάστασις . Μητροδώρῳ καὶ Καλλίππῳ νοτία . γʹ .
ὡρῶν ιδ ∠ ʹ : Στάχυς ἑσπέριος ἀνατέλλει . Αἰγυπτίοις ἀνεμώδης κατάστασις . Εὐκτήμονι καὶ Φιλίππῳ ὀρνιθίαι ἄρχονται πνεῖν ,
5697734 θερειᾳ
σὺ οὖν ἐν σεαυτῷ καρποφόρει , ἵνα ἐν ἐκείνῃ τῇ θερείᾳ γνωσθῇ σου ὁ καρπός : ἀπέχου δὲ ἀπὸ πολλῶν
τῷ θεῷ , καὶ πᾶσι φανεροποιηθήσονται . ὥσπερ γὰρ τῇ θερείᾳ ἑνὸς ἑκάστου δένδρου οἱ καρποὶ φανεροῦνται καὶ ἐπιγινώσκονται ποῖοί
5697626 ὀπτωμενος
ὑπάρχει . ὁ γὰρ ἐν τοῖς ἄλλοις τοῖς καλουμένοις φούρνοις ὀπτώμενος ἄρτος βαρυτέραν τὴν πέψιν ποιεῖ . Ἐὰν δὲ καὶ
γάρου καὶ τυροῦ κατασκευαζόμενος καὶ ἑλιττόμενος ἐν φύλλῳ συκῆς καὶ ὀπτώμενος . ὀπτήσω δ ' ἐκεῖ : ἀντὶ τοῦ ἔνθα
5676172 κινναμωμῳ
πλῆθος ὥστ ' ἀντὶ φρυγάνων καὶ τῆς καυσίμου ὕλης χρῆσθαι κινναμώμῳ καὶ κασίᾳ καὶ τοῖς ἄλλοις . γίνεται δ '
ῥίζα ὁμοία ταῖς τοῦ μέλανος ἐλλεβόρου , ἐοικυῖα τῇ ὀσμῇ κινναμώμῳ . φιλεῖ δὲ τραχέα καὶ ἔνικμα χωρία . Βάλανος
5673451 Καμβυσηνη
τύπῳ τῆς χώρας . Ξερξήνη , ἀπὸ Ξέρξου , ὡς Καμβυσηνή ἀπὸ Καμβύσου , τῇ μικρᾷ Ἀρμενίᾳ ὅμορος . Ξήρα
, ἀκίνητος γὰρ ἀμείνων ” . ὁ πολίτης Καμαριναῖος . Καμβυσηνή καὶ Ξερξήνη , ἀπὸ Καμβύσου καὶ Ξέρξου , Περσικαὶ
5613646 ποπανων
ἔοικεν εἰς τὸ παλαιὸν ἔθος . τὸ δὲ παλαιὸν διὰ ποπάνων καὶ τῶν καρπῶν ἦν . ὅθεν καὶ θυσίαι καὶ
; ἢ μακρολογῶμεν τήν τε ὑφαντικὴν λέγοντες καὶ τὴν τῶν ποπάνων τε καὶ ἑψημάτων θεραπείαν , ἐν οἷς δή τι
5589154 μιλτος
ἀθέλδεται τύπων . ἀπὸ λασάνων θερμὴν ἀφαιρήσω χύτραν . ἡ μίλτος οἶμαι καὶ τὸ τιγγάβαρι . * * * τιγγάβαρι
. ἡ φυλλὰς οὖν ἡ μελίφυλλός ἐστιν Φυλλίς : ἡ μίλτος κνημοῖσιν ] βασίμοις τόποις κνημοῖσιν ] τοῖς βουνοῖς κνημοῖσιν
5586688 Καππαδοκιᾳ
τῆς οὐ δικαίας κτήσεως καταγνόντες , χαλεπαίνων δ ' ἐπὶ Καππαδοκίᾳ , δεδομένῃ καὶ τῇδε πρὸς ὑμῶν Ἀριοβαρζάνῃ , δεδιὼς
κληματῶδες , λεπτόφυλλον ὡς ἀψίνθιον : πλεῖστον δ ' ἐν Καππαδοκίᾳ καὶ Γαλατίᾳ καὶ Ἱεραπόλει τῇ κατὰ Συρίαν γεννᾶται .
5582309 Θορικῳ
, ἔστι δ ' ἐν τῇ πρὸς ἄρκτον τεῖχος ἐν Θορικῷ : ἀπέχει δὲ ταῦτα ἀπ ' ἀλλήλων ἀμφὶ τὰ
ἱρὰ ἐπετέλεσαν ὡς θεῷ . Κέφαλος ὁ Δηίονος ἔγημεν ἐν Θορικῷ τῆς Ἀττικῆς Πρόκριν τὴν θυγατέρα τὴν Ἐρεχθέως . ἦν
5570094 ἑσπερᾳ
Πυθῶνά τε καὶ̆ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ ' ἄκˈρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν ἀγῶνί τε Κίρρας , ἐν τῷ
ἀπὸ τῶν ὑψηλοτάτων ἐπαύλεων τοῦ Χείρωνος εἰς τὴν πρὸς τῇ ἑσπέρᾳ γῆν τῆς εὐδόξου Ἰωλκοῦ παραγένηται ξένος ὢν καὶ πολίτης
5550561 πλατειαϲ
ἀνώνυμόϲ ἐϲτι , πικροτέρα δὲ τῆϲ Ἀλκιβιαδείου τυγχάνουϲα πρὸϲ τὰϲ πλατείαϲ ἕλμινθαϲ ἁρμόζει πλῆθοϲ ὀξυβάφου πινομένη . Ἀδάρκη οἷον ἀφρόϲ
πικροτέρα καὶ πλέον ἔτι φαρμακωδεϲτέρα καὶ διὰ τοῦτο πρὸϲ τὰϲ πλατείαϲ ἕλμινθαϲ ἐπιτηδεία , πλῆθοϲ ὀξυβάφου ϲὺν ὑϲϲώπῳ καὶ καρδάμῳ
5548820 λιθωδης
. ὁ δὲ τόπος ὁ Φελεὺς ἦν ⌈ πετρώδης [ λιθώδης ] καὶ τραχύς ⌈ πάνυ : ⌈ καλοῦσι δὲ
μήτραν , ὁπότε παρακολουθεῖ πρόδηλος ὄγκος περὶ τὸ ἐπιγάστριον ἀπηνὴς λιθώδης μετὰ κατασπασμοῦ τῶν ὑπερκειμένων ὑποχονδρίων καὶ ἰσχνώσεως ἀχροίας τε
5543677 ιϚῃ
εὐδία : ἐνίοτε καὶ ζέφυρος πνεῖ . Ἐν δὲ τῇ ιϚῃ Δημοκρίτῳ ζέφυρος πνεῖν ἄρχεται ἡμέραις γ καὶ μ ἀπὸ
Καλλίππῳ Αἰγόκερως ἄρχεται ἀνατέλλειν : νότος . Ἐν δὲ τῇ ιϚῃ Εὐκτήμονι νότος χειμέριος κατὰ θάλασσαν . Ἐν δὲ τῇ
5514288 μετοπωρινην
ἑξῆς ἔτει , πρώτωι δὲ μετὰ τὴν ἅλωσιν ὑπὸ τὴν μετοπωρινὴν ἰσημερίαν ἄραντες οἱ Τρῶες ἐκ τῆς γῆς περαιοῦνται τὸν
δὲ ἰδίως τῇ τοῦ Νείλου ἀναβάσει , κατὰ δὲ τὴν μετοπωρινὴν ἰσημερίαν τῷ σπόρῳ , κατὰ δὲ τὴν χειμερινὴν τροπὴν
5509413 ἐμπορφυρος
εἶναι δοκεῖ ὁ κουφότατος καὶ πλακώδης , εὔθρυπτός τε καὶ ἐμπόρφυρος , ἀφρώδης , ἔτι δὲ δηκτικός , οἷόν ἐστιν
μετὰ ποσῆς πυρώσεως ἀρωματιζούσης , οἰνίζουσαν : ἡ δ ' ἐμπόρφυρος καὶ παχεῖα ἡ γιζηρὰ καλουμένη , ῥοδίζουσα τῇ ὀσμῇ
5508295 πληθυει
ὕδασι ναματιαίοις διαρρεῖται , δένδρων δὲ παντοδαπῶν καὶ μάλιστα καρπίμων πληθύει : καὶ τὸν μὲν ἀέρα τῇ κράσει παραπλήσιον ἔχει
τῆς ἐμῆς ἢ συμμάχων . ἔα : τί νεκρῶν τῶνδε πληθύει πέδον ; οὔ που λέλειμμαι καὶ νεωτέρων κακῶν ὕστερος
5497682 παλιουρος
, νυμφαία , φοίνικες , ὠοῦ τὸ χλωρὸν ὀπτόν , παλίουρος , ἱππούρεως ῥίζα , αἷμα πεπηγός , κύπερος ,
Ἐν Λιβύῃ δὲ ὁ λωτὸς πλεῖστος καὶ κάλλιστος καὶ ὁ παλίουρος καὶ ἔν τισι μέρεσι τῇ τε Νασαμωνικῇ καὶ παρ
5495124 ἐαρινη
θʹ τοῦ Ἀθὺρ μετὰ τὴν ἡλίου ἀνατολήν , ἡ δὲ ἐαρινὴ τῇ ζʹ τοῦ Παχὼν μετὰ τὴν μεσημβρίαν , ὡς
, ἡ δὲ γεροντική . καὶ τῶν ὡρῶν ἡ μὲν ἐαρινὴ , ἡ δὲ θερινὴ , ἡ δὲ φθινοπωρινὴ ,
5489941 φθινοπωρινη
. οὗτος δὲ καλεῖται καὶ ὀξύρυγχος . σάλπη κρείττων ἡ φθινοπωρινή , ὑγρόν τι καὶ λευκὸν καὶ ἄβρομον ἀνίησιν .
δὲ χειμερινή , ἐν καρκίνῳ δὲ θερινὴ καὶ ἐν ζυγῷ φθινοπωρινή . στερεὰ δὲ ὑπειλήφασι ταῦρόν τε καὶ τὸ διαμετροῦν
5485937 κεραμεοις
. Ἡ καλουμένη μέλκη αὐτοσχέδιος καὶ καλλίων ἔσται , εἰ κεραμέοις ἀγγείοις καινοῖς ὄξος ἐμβάλῃς δριμύ , καὶ ἐπιθῇς αὐτὰ
Σόφακος ἀπογόνους εἶναι . : Μέχρι γὰρ τῶν Μακεδονικῶν χρόνων κεραμέοις σκεύεσιν οἱ δειπνοῦντες διηκονοῦντο , ὥς φησιν ὁ ἐμὸς
5468164 ἀρια
φύσει κυπάριττος κέδρος ἔβενος λωτὸς πύξος ἐλάα κότινος πεύκη ἔνδᾳδος ἀρία δρῦς καρύα Εὐβοϊκή . τούτων δὲ χρονιώτατα δοκεῖ τὰ
τοῦ φυτοῦ διὰ τοῦ ι γράφεται καὶ παροξύνεται , οἷον ἀρία , ὡς παρ ' Εὐπόλιδι : χήτει τοι πρίνης
5464143 εὐφοριας
ἔθυσαν Πεδιοκράτει τινὶ ἥρωι , καὶ μετὰ τὴν ἐπάνοδον τῆς εὐφορίας πολλοῖς δώροις τὸν βωμὸν τῶν Παλικῶν ἐνέπλησαν . :
ἀνδρῶν , εὐπορίας , ὀψώνια , δωρεὰς μεγάλας , καρπῶν εὐφορίας , δικαιοσύνην , ἀρχάς , πολιτείας , δόξας ,
5463301 μελιλωτος
ῥόδον , τὰ δὲ ξηρανθέντα καθάπερ ὁ κρόκος καὶ ὁ μελίλωτος : χλωρὰ γὰρ ὑγρότερα . Τὰς μὲν οὖν φύσεις
ἐέρσα κάλα κέχυται τεθάλαισι δὲ βρόδα κἄπαλ ' ἄνθρυσκα καὶ μελίλωτος ἀνθεμώδης : πόλλα δὲ ζαφοίταις ' ἀγάνας ἐπιμνάσθεις '
5462357 πολυκαρπιας
μὲν μακροβιότητος ἐν τούτοις ἔστωσαν αἱ αἰτίαι : περὶ δὲ πολυκαρπίας τῶν δένδρων εἴρηται πρότερον ὅτι τὰ θερμὰ καὶ μανὰ
ἀσθενέστερον ὥσπερ πολλάκις ἐλέγομεν εὐπαθέστερον . Τάχα δὲ καὶ τῆς πολυκαρπίας , πολυχούστερα γὰρ δὴ τὰ χεδροπὰ , τὴν αὐτὴν
5459297 εὐφορια
ἄλλη τιϲ ἀηδία καὶ εἰ μετὰ τὸ λουτρὸν ἐφεξῆϲ ἡ εὐφορία μένοι , θαρρῶν τρέφοιϲ τε ἂν αὐτοὺϲ καὶ οἴνου
, τὸ τῶν ἰδεῶν τῆς λέξεως . ἔστι δ ' εὐφορία κατὰ κρίσεις φαύλων ὀνομάτων : τοῦτο δικανικὸν ὄνομα ,
5448660 Ἀγαθη
τῇ , Λύκων δεκάς : καὶ , Κρωβύλου ζεῦγος . Ἀγαθὴ καὶ μᾶζα μετ ' ἄρτον : ἐπὶ τῶν τὰ
ἐκφορίων τοῦ καρποῦ ταὐτὰ μέτρα τῇ Βαβυλωνίῃ γῇ κατίσταται . Ἀγαθὴ δὲ γῆ καὶ τὴν Εὐεσπερῖται νέμονται : ἐπ '
5439683 εὐηλιοις
ἐν παλισκίοις καὶ νηνέμοις καὶ ἐφύδροις , τὰ δὲ ἐν εὐηλίοις καὶ χειμερίοις καὶ πνευματώδεσι καὶ λεπτοῖς καὶ ξηροῖς :
Τὸ πήγανον οὐ χαίρει κόπρῳ , χαίρει δὲ θερμοῖς καὶ εὐηλίοις τόποις , διὸ χειμῶνος τέφραν τοῦτο περιπάσσειν χρή .
5435119 εὐτελεστατα
ὁλοκλήρου . * οὐδ ' ὅσον ἐν μαλάχῃ : τὰ εὐτελέστατα τῶν βροτῶν παρέλαβεν ἀφ ' ὧν τρέφεσθαι δυνατόν ,
τῇ Ἀττικῇ , σπανίζειν δὲ τὴν Μακεδονίαν , ὅθεν ἔξεστιν εὐτελέστατα τοῖς βουλομένοις ὠνεῖσθαι . εἶθ ' ὅτι ἐφ '
5432403 ἐπιτεταμενης
τὸ θαμνίον χλωρὸν ἔτι , ῥάμνος , ῥαφανίς , σκάνδιξ ἐπιτεταμένης , σκολύμου ἡ ῥίζα , σκορπιοειδές , σμύρνα ,
παρασκευάζουσιν . Ἐπὶ δὲ τοῦ διαβήτου καλουμένου πάθους δυσκρασία τις ἐπιτεταμένης θερμότητος περὶ τοὺς νεφροὺς αἰτία πέφυκεν : αὕτη γὰρ
5427518 ἐκκρινῃ
, ἵν ' ἐπειδὰν εἰς φῶς προέλθῃ , τὴν περιττεύουσαν ἐκκρίνῃ . τό τε γὰρ μηκώνιον καλούμενον περίττωμα [ ὂν
μὴ μόνον ἐρυθρὸς ᾖ , ἀλλὰ καὶ ὅταν πολὺ δάκρυον ἐκκρίνῃ . ξηροφθαλμία δέ ἐστιν , ὅταν οἱ κανθοὶ ἑλκώδεις
5421539 σταφυλινου
σεσέλεως , καρώου , γλήχωνος , ἄμεως , ζιγγιβέρεως , σταφυλίνου σπέρματος , σίνωνος ἀνὰ # α , λιγυστικοῦ ⋖
ἀσπαράγου , κράμβης καὶ τὰ τούτων φύλλα καὶ καρποὶ καὶ σταφυλίνου , τριχομανές , ἄμωμον , κάρδαμον , σχοῖνος εὐώδης
5421206 κυανος
, ἅλας καππαδοκικὸν , μαγνησίας λευκῆς , ἀφροσέληνον ὑαλοῦ , κυανὸς , τίτανος ὀπτή . Ταῦτα παρὰ τοῦ εἰρημένου διδασκάλου
γὰρ ἄλλοις οἰκεῖα καὶ πρόσφορα καθάπερ τῆς μὲν πορφύρας ὁ κυανὸς τῆς δὲ κόκκου τὸ νίτρον δοκεῖ τὴν βαφὴν ἄγειν
5419307 βατων
ϲὺν γάλακτι πίνειν ἢ πολυγόνου χυλὸν ἢ ἀμπέλου ἀκρεμόνων ἢ βάτων ἢ νάρθηκοϲ ἁπαλοῦ τῆϲ ἐντεριώνηϲ ἢ μύρτων μετ '
ἀϲφοδέλου ἡ ῥίζα καὶ μᾶλλον ἡ τέφρα βαλαύϲτιον πάνυ τῶν βάτων ὁ ἄωροϲ καρπὸϲ δρυὸϲ πάντα τὰ μόρια φηγοῦ ὁμοίωϲ
5416912 πυρινῃ
φλεγμονὰς φλεβοτομεῖν καὶ καταπλάσσειν ἄρτῳ ἐξ ὑδρελαίου ἑφθῷ ἢ γύρει πυρίνῃ ἢ κριθίνῃ , ἔσθ ' ὅτε προκαταιονήσαντα ὕδατι θερμῷ
ἀνυπόπτως . παραδόξως ποιεῖ . καὶ οὐρηθεὶς δὲ λίθος , πυρίνῃ ὁμοίως ἐλαίας τριβόμενος ἂν εἴη ἔμπυρον λευκὸν , οὗτος
5410624 διπλωματι
εἷϲ , ϲτύρακοϲ λιπαροῦ # β . ἑψηθέντα δὲ ἐν διπλώματι ἐναποτίθεται τῷ ἐλαίῳ τὴν τοῦ ϲτύρακοϲ δύναμιν . θερμότερον
η , τερεβινθίνηϲ # β , κρόκου ⋖ δ : διπλώματι τήκεται . Ἀνίϲου ϲπέρματοϲ , ϲελίνου ϲπέρματοϲ , ϲχοίνου
5407901 ἐφηβαιῳ
ἄγειν καὶ ἀναρρόπως κατακλίνειν καὶ σπόγγους ἀποτεθλιμμένους ἐν ὀξυκράτῳ περιβάλλειν ἐφηβαίῳ καὶ ὀσφύι , πολλάκις γὰρ οὕτως ἔκτρωσις ἐκρατήθη ,
θερμῷ ἐπιθετέον ἤτρῳ καὶ ὀσφύϊ , σικύας δὲ προσενεκτέον τῷ ἐφηβαίῳ καὶ τῷ ἐπιγαστρίῳ , ἐνίοτε δὲ καὶ τῇ ὀσφύϊ
5402252 ἀνδραχλη
μὲν τοῖς πρώτοις ψύχεσιν , ἀχρὰς δὲ ὀψία χειμῶνος : ἀνδράχλη δὲ καὶ ἀφάρκη τὸ μὲν πρῶτον πεπαίνουσιν ἅμα τῷ
καθάπερ ἄμπελος , τὰ δὲ καὶ ὡς περιπίπτειν , οἷον ἀνδράχλη μηλέα κόμαρος . ἔστι δὲ καὶ τῶν μὲν σαρκώδης
5400726 στελεχων
: ὀκτὼ καὶ τεσσαράκοντα κίονες κέδρου | τῆς ἀσηπτοτάτης ἀπὸ στελεχῶν κοπέντες εὐερνεστάτων περιεβάλλοντο χρυσῷ βαθεῖ : κἄπειθ ' ἑκάστῳ
ἐν τῇ μέσῃ δὲ , ἤτοι ἐν τοῖς κοιλώμασι τῶν στελεχῶν , μελίσσας . . ΤΟΙΣΙ ΦΕΡΕΙ ΜΕΝ . Τούτοις
5400126 Ἰνδιᾳ
ἀρδεῦσαι τοῦτον τὰ ἐκεῖσε χωράφια , συνελθόντες οἱ ἐν τῇ Ἰνδίᾳ οἰκοῦντες φωνὰς εὐχαριστηρίους μετὰ κυμβάλων καὶ ἤχων ὀργάνων τούτῳ
λαγὼς ἔχει τὴν ἰσχύν . Ἐν τοῖς χωρίοις τοῖς ἐν Ἰνδίᾳ ὄρη φασὶν εἶναι δύσβατά τε καὶ ἔνθηρα , καὶ
5392871 πιπρασκεται
τρόπαιον . ὁ δὲ ΟΒΕΛΙΑΣ ἄρτος κέκληται ἤτοι ὅτι ὀβολοῦ πιπράσκεται , ὡς ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ , ἢ ὅτι ἐν
ἔλεγον καὶ τὸ πίσινον ἕψημα . τὰ δὲ ἄλφιτα δημοσίᾳ πιπράσκεται . ΓΘ ἄλλως : ἔθος εἶχον ποιεῖν πλακοῦντας ἢ
5369511 ϲτροφουμενοιϲ
πυρέϲϲουϲι δὲ μελικράτῳ . ποιεῖ πρὸϲ ϲπάϲματα ῥήγματα ὀρθοπνοικοῖϲ περιπνευμονικοῖϲ ϲτροφουμένοιϲ ἰκτερικοῖϲ καὶ τοῖϲ δηλητήριον πεποκόϲιν : ἔϲτι δὲ καὶ
τὸ ϲπέρμα : δι ' ὃ τοῖϲ τε λύζουϲι καὶ ϲτροφουμένοιϲ δίδοται ϲὺν οἴνῳ . Ϲιϲύμβριον , ὃ καὶ καρδαμίνην
5362458 πωλυψ
εὔπεπτος καὶ τρόφιμος καὶ μᾶλλον ἡ μικρά , ὁ δὲ πῶλυψ συνεργεῖ μὲν ἀφροδισίοις , σκληρὸς δέ ἐστι καὶ δύσπεπτος
τὰς ὀχείας καὶ τὰς γενέσεις ἐξ ἰλύος ἔχει . ὁ πῶλυψ δύο κοτυληδόνας ἔχει , ἡ δὲ ἑλεδώνη μονοκότυλός ἐστι
5361543 φυτειᾳ
βάσκανα φῦλ ' ἀνθρώπων . πρώτη γὰρ μακάρων ἐχρήσατο τῇδε φυτείᾳ Παλλὰς Ἀθηναίη , κούρη Διὸς αἰγιόχοιο , Πάλλαντα κτείνασα
τὰς βαθείας ἢ τὰς σκιαζομένας τῇ περὶ αὐτὰς τῶν ἐλαιῶν φυτείᾳ . μνᾶμα τῶν Ὀλυμπίᾳ : σύμβολον στέμμα τῶν ἱερῶν
5359575 Λαυριῳ
χρυσοῦ ἡ γῆ αὐτοῖς δίδωσι . ἐν Θορικῷ γὰρ καὶ Λαυρίῳ τῆς Ἀττικῆς ἀργύρου μέταλλα . ἆρα . τόξα ἕλκουσα
ἀργύρου πηγή : ἐν Θορικῷ γάρ ἐστι μέταλλα καὶ ἐν Λαυρίῳ . τοξικὴ βολή . ἔγχη σταδαῖα : ἐκ τοῦ
5356176 προσαγεσθω
, λαμβανέσθω : καὶ ἡ θεία φύσις πρὸς ταῦτα μηδαμῇ προσαγέσθω , ἀλλ ' ἀλειτούργητος διατηρείσθω καὶ ἐν τῇ πάσῃ
δὲ πέντε κομίσασθαι τὰ σιτία πάντα : καὶ ἐμέσας πάλιν προσαγέσθω κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον . Ὅ τι δ '
5355306 ῥανθεισα
ὀρθῶς . Χρὴ τοίνυν μεγάλα δ ' ἀρετὰ γράφειν καὶ ῥανθεῖσα καὶ συντάττειν οὕτω : Μεγάλη δ ' ἀρετή ἐστιν
, ἢ τριβόλου ἡψημένης ἐν ὕδατι . ψύλλας ἅλμη δριμεῖα ῥανθεῖσα καὶ θαλάττιον ὕδωρ διαφθείρει . κἂν ἐν μέσῳ τῆς
5353997 κηριων
βδέλος ὁ ἀπὸ λύχνου , λιγνὺς καὶ κνίσσα ὁ ἀπὸ κηρίων καὶ ἐλαίων . καπνὸς ἀπὸ ξύλου , ἀτμὸς ἀπὸ
ὡς τοῦ μέλιτος εἶναι μᾶλλον ἐν αὐτῷ χρείαν ἢ τῶν κηρίων : πλύνεται γὰρ ταῦτα κατὰ τὸ ὕδωρ , οὐχ
5351689 ἐρημωσιν
δόξασμα Θεοῦ ἕως τοῦ αἰῶνος . Καὶ οὐκέτι ὑπομένει Ἱερουσαλὴμ ἐρήμωσιν , οὐδὲ αἰχμαλωτίζεται Ἰσραήλ , ὅτι Κύριος ἔσται ἐμμέσῳ
δὲ λέγεται σφάξ . λεύσσουσαν ἄτην τὴν πόρθησιν καὶ τὴν ἐρήμωσιν τῆς πατρίδος πλησίον τῶν ποδῶν αὐτῆς ὁρῶσαν . ἄλμα
5347292 πεπανσις
τῶν ψυχρῶν ὥσπερ ἡ ἄμπελος : οὕτω γὰρ μᾶλλον ἡ πέπανσις . Ὅσα δὲ ξηροκαρπότερα καθάπερ ὁ μύρρινος , καὶ
ἄνθησις ἐν χειμῶνι : οὐδὲ βλάστησις ἐν θέρει : οὐδὲ πέπανσις ἐν χειμῶνι . Οὕτω δὲ καὶ ἐπ ' ἀνθρώπου
5340352 τελουμενη
Ἕστι δὲ χῆτις χήτεως . Ἀμφιδρόμια : ἑορτὴ ἦν Ἀθήνῃσι τελουμένη Διονύσῳ μετὰ τὴν γέννησιν τῶν παίδων . Κουρεότης Ἀπατουρίων
τιμῆσαι αὐτόν , ἐὰν κρηήνῃ . Κάρνεα : Κάρνεια ἑορτὴ τελουμένη τῷ Καρνείῳ Ἀπόλλωνι κατὰ τὴν Πελοπόννησον , ἀπὸ Κάρνου
5338063 Σεβαστη
∠ ʹʹδʹʹ Ταμάρη ιεʹ νβʹ δʹʹ Ἴσκα , λεγίων δευτέρα Σεβαστή ιζʹ ∠ ʹʹ νβʹ ∠ ʹʹδʹʹ Νῆσοι δὲ παράκεινται
. . . . ξϚ ∠ ʹ λα ∠ ʹγιβʹ Σεβαστή . . . . . . . . .
5336043 ἐπιπολαστικα
πάντα τὰ λάχανα ἄτροφα καὶ λεπτυντικὰ καὶ κακόχυλα ἔτι τε ἐπιπολαστικὰ καὶ δυσοικονόμητα . θερινῶν δὲ λαχάνων Ἐπίχαρμος μέμνηται .
τὰ μὲν ἁπαλὰ ὀλιγότροφα καὶ κακόχυλα , εὐέκκριτα δὲ καὶ ἐπιπολαστικὰ εὐοικονομητότερά τε τῶν ξηρῶν . τὰ δὲ πρὸς τῷ
5327604 γηλοφοις
κούφην , καὶ τὴν λευκάργιλλον , καὶ τὴν ἐν τοῖς γηλόφοις ἐργάσῃ διὰ τοῦ χειμῶνος . τὴν δὲ ἁλμυρὰν ἐν
τοὺς ποταμοὺς σπεύδουσι καθέζονταί τ ' ἐν μέσοις τοῖς ἐκείνων γηλόφοις , οὓς ὥσπερ τινὰς νήσους παραρρεῖ τὸ ὕδωρ περισχιζόμενον
5323150 ὑδρομελιτι
ἣν ἰβίσκον ὀνομάζουσι Ῥωμαῖοι : ἐπιδιδόναι τε αὐτοῖς νίτρον σὺν ὑδρομέλιτι πρὸς τὸ καταβιβάσαι καὶ ἐκνίψαι τὰ ἔτι παρακείμενα τῷ
δριμεῖ κομιούμεθα . Ποιεῖ δὲ καὶ τὸ νίτρον λεῖον σὺν ὑδρομέλιτι παραλαμβανόμενον , καὶ οἶνοι πολλοὶ καὶ παλαιοὶ πινόμενοι ,
5321363 κρεωδη
τροφιμωτέρα . κοινῶς δὲ πάντα τὰ σελάχια φυσώδη ἐστὶ καὶ κρεώδη καὶ δυσκατέργαστα πλεοναζόμενά τε τὰς ὄψεις ἀμβλύνει . ἡ
τροφιμωτέρα . κοινῶς δὲ πάντα τὰ σελάχια , φυσώδη , κρεώδη , δυσκατέργαστα , πλεοναζόμενά τε τὰς ὄψεις ἀμβλύνει .
5319617 ἐκτρωσις
. προκατάρχει δὲ τοῦ πάθους ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπάλληλος ἔκτρωσις , ὠμοτοκία , χηρεία μακρά , κράτησις ἐμμήνων καὶ
καὶ ἄλλα , συνεχέστερον δὲ ψύξις , ὡσαύτως κόπος , ἔκτρωσις φαύλη τε μαίωσις , ὧν οὐδὲν εἰς τὴν ἐξαλλαγὴν
5318310 παλαθη
πανοῦργον καὶ ποικίλον ἐν κακίᾳ καὶ παμπόνηρον σὺν ἀγχινοίᾳ . παλάθη : ἡ τῶν σύκων ἢτοι [ ] τῶν ἰσχάδων
εὐθέστερος . ζυγώσω : καθέξω , δαμάσω . ἡγητηρία : παλάθη σύκων , ἣν ἐν τῇ πομπῇ τῶν Πλυντηρίων φέρουσιν
5316111 σιτοφορος
, ἄμπελοί τε ἐν αὐτῇ ἐπεφύκεσαν καὶ φοίνικες , καὶ σιτοφόρος ἦν : τὸ δὲ μῆκος [ ἦν ] τῆς
ἀγαθὰς ἔχει καὶ πολλάς , ἄδενδρος δ ' ἐστὶν ὡς σιτοφόρος : οὐδ ' αὖ φυτὰ μὲν ἱκανὴ παντοῖα θρέψασθαι
5312251 κεγχρῳ
Ὀυένδων : λυπρὰ δὲ τὰ χωρία , καὶ ζειᾷ καὶ κέγχρῳ τὰ πολλὰ τρεφομένων : ὁ δ ' ὁπλισμὸς Κελτικός
κεχωρίσθαι : οὕτω δ ' ἂν καὶ ὁ οὐρανὸς ἐν κέγχρῳ συναχθήσεται . καὶ οὐ δι ' ἀέρος μόνον ,
5308634 πτελεᾳ
, ὧν τελευταῖος ἦρος ἐν ὥρᾳ χαίρων , ὁπόταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ . καλεῖται δὲ τοῦτο τὸ μέτρον ἀριστοφάνειον ,
τελευταῖος τῶν τετραμέτρων ἀναπαίστων . ἦρος ] ἔαρος . πλάτανος πτελέᾳ ] δένδρα ὑψίκομα ⌈ ἀμφότερα . ψιθυρίζῃ ] ⌈
5304897 ἀνεϲει
ῥοδίνου . Τοὺϲ νηπίουϲ καὶ ἀπὸ τοῦ γάλακτοϲ γεγονόταϲ ἐν ἀνέϲει τε ἐᾶν καὶ ἱλαρότητι , γυμνάϲια δὲ καὶ τροφὰϲ
πυρετοὶ ἀμυδροί , ῥίγεα πρὸϲ ἑϲπέρην , ἱδρῶτεϲ ἐπ ' ἀνέϲει , ἀγρυπνίη : οἰδήματα ἐν ἄκροιϲι ποϲὶ καὶ χειρῶν
5298719 ἰσημερια
. καὶ ἣ μέν ἐστιν ἐαρινή , ἣ δὲ μετοπωρινὴ ἰσημερία , ἐαρινὴ μὲν ἐν Κριῶι , ὅτε ἐφάπτεται τοῦ
ἰκτῖνος φαίνεται , καὶ βορρᾶς πνεῖ . κϚʹ . ἐαρινὴ ἰσημερία . ὡρῶν ιδ : ὁ λαμπρὸς τοῦ βορείου Στεφάνου
5297023 λεπτυντικη
δ ' ὁ Σίφνιος ἰατρὸς ἡ γογγυλίς , φησί , λεπτυντική ἐστι καὶ δριμεῖα καὶ δύσπεπτος , ἔτι δὲ πνευματωτική
, οὐρητικὴ δὲ καὶ δύσπεπτος , ταριχευθεῖσα δὲ εὐκοίλιος καὶ λεπτυντική , ἡ δὲ μείζων συνοδοντὶς καλεῖται . ἡ δὲ
5291583 εὐτροφος
εὐηλίῳ καὶ εὐηνέμῳ καὶ ἐξειργασμένῃ ἀναφύσεται , εὐθαλὴς οἶμαι καὶ εὔτροφος καὶ πολύχους καρπός , ἄλλως δὲ ἐν ὄρει καὶ
: ἐν ἐξόδοις . πολυῤῥαθάγου : πολυῤῥέοντος . Εὔβοτος : εὔτροφος . Πάσσονα : μεγάλην . Κατηφέας : κατωφερεῖς .
5288547 ἡδυπαθουντων
καὶ βασιλέως ἐγκέφαλος . . Διὸς ἐγκέφαλος : ἐπὶ τῶν ἡδυπαθούντων ἡ παροιμία τέτακται . Κλέαρχος δὲ ἐν τῷ πέμπτῳ
τὸ κάλλιστον βρῶμα : ἢ βασιλέως ἐγκέφαλος : ἐπὶ τῶν ἡδυπαθούντων : οἱ δὲ , ὅτι τὰ πολυτελῆ βρώματα παρὰ
5285153 τελειοτητι
τινὰ καὶ συλλέγεται καὶ θείου πληροῦται τόνου καὶ τῇ νοερᾷ τελειότητι τῆς ψυχῆς συνέπεται . τί οὖν ἡ ἐνίων βρωμάτων
νοητῶν ἀρχῶν καὶ στοιχείων καὶ γενῶν , διότι ἀπολείπεται αὐτῶν τελειότητι καὶ καθαρότητι καὶ ἁπλότητί τε καὶ τῇ ἐπὶ πλεῖστον
5273089 τραγοριγανου
ἢ ἀβρότονον ἢ ἀψίνθιον ἢ Συριακῆς νάρδου ἀπόβρεγμα ἢ Κρητικῆς τραγοριγάνου : παχέος δὲ καὶ γλίσχρου , | ῥαφανῖδας μετ
δ ' ἶσον ἀποτμήξειας ὀποῖο : πολλάκι δ ' ἀγροτέρης τραγοριγάνου ἠὲ γάλακτος πηγνυμένου κορέοιτο νεημέλκτῃ ἐνὶ πέλλῃ . Ἢν
5271973 Καλαμος
λευκή , ὑπόπαχυς , οὐ ψωρώδης , τάχιστα τηκομένη . Κάλαμός ἐστιν ἀρωματικὸς κάλλιστος ὁ κιρρός , πυκνογόνατος καὶ εἰς
λευκή , ὑπόπαχυς , οὐ ψωρώδης , τάχιστα τηκομένη . Κάλαμός ἐστιν ἀρωματικὸς κάλλιστος ὁ κιρρός , πυκνογόνατος καὶ εἰς
5270173 κυαμινων
ἅμα τῷ δέρματι θλασθέντι καὶ ἕλκωσις γένηται τὸ διὰ τῶν κυαμίνων ἀλεύρων , καὶ ὀξυμέλιτος ἐπιτήδειον κατάπλασμα : τῇ θλάσει
, θεράπευε οὕτως . περιορυγεισῶν τῶν ῥιζῶν , περίβαλλε ἀχύρων κυαμίνων κεκραμένων ὕδατι τῷ μὲν μεγάλῳ δένδρῳ μέτρον χοῶν ὀκτώ
5262887 ἀκακιᾳ
. ἐκλέγου δὲ τὸ ἠρέμα ἔγκιρρον , εὐῶδες ὡς ἐν ἀκακίᾳ . χυλίζουσι δέ τινες καὶ τὰ φύλλα σὺν τῷ
παντὸς πλέον καὶ ὁ μασουχᾶς σὺν σιδίοις καὶ κηκῖσι καὶ ἀκακίᾳ καὶ σμύρνῃ , λαδάνῳ , ἀλόῃ , σχοινανθίοις ,
5260951 ἀναβασει
σφυγμοῦ μετά τινος ἀνωμαλίας καὶ σμικρότητος : ἐν δὲ τῇ ἀναβάσει μοχθηροί πως γίνονται , ἐπαυξανομένης τῆς διαστολῆς μέχρι τελείας
τὸ γυμνοῖς ἀνιέναι : ἕως ἄν τις παρελθὼν ἐν τῇ ἀναβάσει πᾶν ὅσον ἀλλότριον τοῦ θεοῦ αὐτῷ μόνῳ αὐτὸ μόνον
5259642 κληθρα
τῆς λύπης γίνεσθαι . ὁ δὲ νοῦς : σὺ παρὰ κλῆθρα ἵστασο : σοὶ γὰρ μέλει ἡ ἐκ τῶν οἴκων
τῆς λύπης γίνεσθαι . ὁ δὲ νοῦς : σὺ παρὰ κλῆθρα ἵστασο : σοὶ γὰρ μέλει ἡ ἐκ τῶν οἴκων
5256045 Ἀρμενιακης
χυλὸς αὐτῆς , ἀτράφαξυς , βλίτον , κολοκύνθη , μηλέας Ἀρμενιακῆς ὁ καρπός , σίκυος πέπων , φακὸς ὁ ἐπὶ
αὐτοῦ , βλίτον , κηκὶς ὀμφακῖτις , κολοκύντη , μηλέας Ἀρμενιακῆς καρπός , μύκητες , ὄμφακος χυλός , ῥοῦς ,
5252613 μετοπωρινη
πρώταις ἡμῖν τετηρημένων ἰσημεριῶν μία τῶν ἀκριβέστατα ληφθεισῶν γέγονεν ἰσημερία μετοπωρινὴ τῷ ιζʹ ἔτει Ἀδριανοῦ κατ ' Αἰγυπτίους Ἀθὺρ ζʹ
Ϙʹ , Καλλίππῳ Ϙβʹ . . . . κη : μετοπωρινὴ ἰσημερία . Αἰγυπτίοις καὶ Εὐδόξῳ ἐπισημαίνει . . .
5250546 εὐθετος
αὐτὰς τὰς ῥίζας τὰς προκυπτούσας τῆς γῆς ἐπικεντρίζουσιν . Ὥρα εὔθετος πρὸς τὴν τοῦ κοινοῦ ἐλαίου σκευασίαν , ὅταν τὸ
φαίνεται συνειλεγμένον αἷμα , ὀλίγα ἁρμόζει σιτία καὶ ἡ ναυτία εὔθετος καὶ ἡ ἀποσιτία , καὶ γυμνάσια γυναιξὶ πρέποντα διαφορεῖν
5247962 πλυνομενος
χερσί , κἂν μὴ πλυθῇ μετὰ τὴν συλλογὴν συνέχεται : πλυνόμενος δὲ ὁ μὲν λευκὸς καὶ ἄπεπτος ἐπιπλεῖ , ὁ
' αὐτοῦ γένους καὶ χόνδρος πλυτός , ἀποχυλιζόμενος μὲν καὶ πλυνόμενος ἱκανῶς , ἑφθὸς δὲ διδόμενος ἐν ὕδατι ἢ μελικράτῳ
5247765 κυτισσον
, καὶ σμήνη τίκτουσιν . ἐλελίσφακόν τε καὶ θύμβρα καὶ κύτισσον ἥδισται μελισσῶν τροφαί , τά τε νέα σμήνη προσιζάνει
, καὶ κάλλιον γάλα ποιήσει , καὶ πολλῷ μᾶλλον , κύτισσον . Τὸ γάλα δὲ μένει ἐπὶ ἡμέρας γʹ ,
5241813 χλιαρα
κισσοῦ κορύμβων ἡδυόσμου τε χλωροῦ σκευαζόμενον . προσάγειν δὲ ταῦτα χλιαρὰ μέν , ψυχροτέρου καὶ ὠμοτέρου τοῦ πλήθους ὄντος ,
εὐεξίαν . Δεξιοκοίταις , ὡς ἰατρός τις λέγει , Καὶ χλιαρὰ πίνουσι μακρὸς ὁ χρόνος . Ἐν τῷ λιβάνῳ θυμιῶν
5241318 ἐφυδρος
ἀέρα πολὺ διαφέρει τῶν ἄλλων . Ἡ δὲ τῶν Λατίνων ἔφυδρος πᾶσα : καὶ ἡ μὲν πεδεινὴ δάφνην ἔχει καὶ
: οὐ γὰρ ἐφολκίῳ ἐχρῶντο τότε . ἐφράσθην ἐνόησας . ἔφυδρος ὕδωρ ἐπάγων . Ἐφύρους : “ τὼ μὲν ἂρ
5241133 σχιστῃ
: εἶτα πῆξον , καὶ συλλείου σὺν ὄξει καὶ στυπτηρίᾳ σχιστῇ , καὶ ἁλὶ ἐπὶ ἡμέρας ζʹ : καὶ γλυκάνας
Μαγνησίαν λευκήν : λευκάνῃς δὲ αὐτὴν , ἅλμῃ καὶ στυπτηρίᾳ σχιστῇ ἐν ὕδατι θαλασσίῳ , ἢ χυλῷ , κίτρῳ λέγω
5238290 Μηδιᾳ
γράμματα φέροντα παρ ' Ἀλεξάνδρου πρὸς τοὺς στρατηγοὺς τοὺς ἐν Μηδίᾳ , Κλέανδρόν τε καὶ Σιτάλκην καὶ Μεννίδαν [ ]
ὑποστάντες ἀνῃρέθησαν . καὶ τὰ μὲν περὶ τοὺς ἀποστάντας ἐν Μηδίᾳ τοιαύτην ἔσχε τὴν κατάστασιν . Ὁ δ ' Ἀντίγονος
5236442 Βαρυγαζων
. Οἱ δὲ κύθρινοι τόποι εἰσὶ τοῦ ποταμοῦ βαθύτεροι μέχρι Βαρυγάζων : ἀπέχει γὰρ ἀπὸ τοῦ στόματος ἄνω παρὰ τὸν
καταστήμασι τῆς σελήνης ἐλασσουμένας , πολὺ δὲ μᾶλλον ἡ κατὰ Βαρυγάζων , ὥστε αἰφνίδιον τόν τε βυθὸν ὁρᾶσθαι , καὶ
5233266 βορειοισιν
καὶ ταῦτα τοῖσι μὲν νοτίοισι πάνυ πονηρὰ , τοῖσι δὲ βορείοισιν ἀμείνω . Τουτέοισι δὲ πρέπει ὧδε χρέεσθαι : ὅστις
καὶ ἐπ ' ἀρκτούρου , ὕδατα πουλλὰ , μεγάλα ἐν βορείοισιν . Περὶ δὲ ἰσημερίην καὶ μέχρι πληϊάδος , νότια
5225754 διτταις
τῆς τ ' ἀξιώσεως τοῦ γένους ἕνεκα , καὶ ὅτι διτταῖς ὑπατείαις ἤδη κεκοσμημένος ἦν . ἐφ ' οἷς ὁ
τὴν δενδρίτιδα γῆν καὶ μάλιστα τὴν ἀμπελόφυτον κατασπείροντες , ἵνα διτταῖς προσόδοις καθ ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν ἀμφοτέραις ἀδίκοις αὔξητε τὰς
5224141 δενδρικων
καιρόν : κατὰ μὲν τὴν ἐαρινὴν ἰσημερίαν τοῖς βλαστοῖς τῶν δενδρικῶν καρπῶν τῶν τότε συνακμαζόντων , κατὰ δὲ τὴν θερικὴν
ἐὰν δὲ τὴν κόμην πρὸς βορρᾶν ἀποτείνῃ , λύπας καὶ δενδρικῶν καρπῶν ἀφορίας ἀποτελέσει . ἐν δὲ Αἰγοκέρωτι ἀμαυρωθεὶς τῷ
5222466 πολυρριζος
τῶν συμβαινόντων τὸ αἴτιον . Ὁ μὲν γὰρ χειμοσπορούμενος πυρὸς πολύρριζος ὢν καὶ ἐνταῦθα πρῶτον ἀποδοὺς τὴν δύναμιν ἀποδίδωσι πλῆθος
πᾶσι τοῖς ζώοις . τῶν δὲ ἄλλων ὁ βρόμος : πολύρριζος γὰρ καὶ οὗτος καὶ πολυκάλαμος . ἡ δὲ ὀλύρα
5221900 παπυρος
δὲ προπαρασκευὴ τοῦ ἰπωτηρίου γίνεται τρόπῳ τοιούτῳ : βρέχεται ἡ πάπυρος ἐπὶ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας : ὅταν δ '
γὰρ ἔχει τὸ ξύλον καὶ καλόν . αὐτὸς δὲ ὁ πάπυρος πρὸς πλεῖστα χρήσιμος : καὶ γὰρ πλοῖα ποιοῦσιν ἐξ
5217659 μυριοισι
δυστυχεῖν . Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ ' ἀτυχία φίλου . Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις . Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν
πλοῦτος δ ' ἀμαθία δειλόν θ ' ἅμα . σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις . νεανίαν γὰρ ἄνδρα χρὴ
5217271 ὀψιαιτατα
παρέχουσι , καὶ ταῦτα πάντα ἐνταῦθα πρῳαίτατα μὲν ἄρχεται , ὀψιαίτατα δὲ λήγει . οὐ μόνον δὲ κρατεῖ τοῖς ἐπ
ὑεῖς , πρῳαίτατα εἰς διδασκάλων τῆς ἡλικίας ἀρξάμενοι φοιτᾶν , ὀψιαίτατα ἀπαλλάττονται . ἐπειδὰν δὲ ἐκ διδασκάλων ἀπαλλαγῶσιν , ἡ
5213051 βλαστησις
καὶ πρὸς τούτοις ὧν μὴ κατὰ τὴν αὐτὴν ὥραν ἡ βλάστησις καὶ καρποτοκία : τροφήν τε γὰρ ἐλαχίστην παραιρεῖται ταῦτα
μὲν γὰρ ταχὺ διαπέμπεσθαι τὴν τροφὴν ἀφ ' ἧς ἡ βλάστησις καὶ οἱ καρποὶ , τοῖς δὲ βραδέως διὰ τὸ
5211618 Νεαπολει
ἐμφερής . ὁ Βενεφρανὸς εὐστόμαχος καὶ κοῦφος . ὁ ἐν Νεαπόλει Τρεβιλλικὸς εὔκρατος τῇ δυνάμει εὐστόμαχος , εὔστομος . ὁ
, οὐκ ἐλάττων τῆς Δικαιαρχείας . ἐπιτείνουσι δὲ τὴν ἐν Νεαπόλει διαγωγὴν τὴν Ἑλληνικὴν οἱ ἐκ τῆς Ῥώμης ἀναχωροῦντες δεῦρο
5208644 ἐλασσοσι
καὶ ἐν πλείστοις μὲν αἱ ΒΚ , ΝΔ , ἐν ἐλάσσοσι δὲ αἱ ΚΛ , ΜΝ , ἐν ἐλαχίστοις δὲ
πλείστοις μὲν αἱ πρὸς ταῖς συναφαῖς τῶν τροπικῶν , ἐν ἐλάσσοσι δὲ αἱ ἑξῆς τούτων , ἐν ἐλαχίστοις δὲ αἱ
5207550 βαρυοσμος
, λεῖος , λιπαρός , εὔθρυπτος , τάχιστα διιέμενος , βαρύοσμος . Πεπέρεως ἐκλέγου τὸ βαρύτατον καὶ πλῆρες , μέλαν
σκίδναται : διαμερίζεται * ἐμβαρύθουσα : βαρύοσμος ἡ βοτάνη αὕτη βαρύοσμος μέσον δ ' ὡς ἀχράδα καρπὸν ἤτοι ἕως τῆς
5206708 βλαστησει
' ἰσημερίαις ἔτι κυόντων : ἅμα γὰρ τῇ ἐγκυήσει καὶ βλαστήσει καὶ ὁ φλοιὸς ἐπιφύεται καὶ περιλαμβάνει . οἱ δὲ
δὴ προκατέσπειρε καὶ τοῖς θνητοῖς τὸ ἀθάνατον , ὃ καὶ βλαστήσει ποτὲ καὶ κρατήσει καὶ τὸ ἔλαττον ἐκτρίψει καὶ πρὸς
5203999 τετραποδοις
Ἀργὼ καὶ ναυαγίοις περιπίπτοντας , ἐν δὲ τοῖς τροπικοῖς ἢ τετραπόδοις ἡλίῳ συνὼν ἢ διαμηκίσας ἢ ἀντὶ τοὺ ἡλίου τῷ
πράττοντας , συνετῶς δέ . Στάσις δὲ ἦλθε πᾶσι τοῖς τετραπόδοις καύχημα κατέχουσα εἰς παίδων πλήθη . Καὶ δὴ ἔφασκον
5200800 ἐπιτελλειν
αὔλακες ἀνατέμνονται πρὸς σπόρον : ἡνίκα δ ' ἂν μέλλωσιν ἐπιτέλλειν , ἄμητον εὐαγγελίζονται , καὶ ἐπιτείλασαι χαίροντας γεωπόνους πρὸς
. . ἐν δὲ τῇ ιβ Εὐδόξῳ Ὠρίων ἀκρόνυχος ἄρχεται ἐπιτέλλειν . . ἐν δὲ τῇ ιδ Εὐδόξῳ ὑετία .
5199181 παιδικῃ
ἀλλ ' αὐτοτελὲς ἔγκειται , ἐπειδὴ οἱ ὄνυχες οὔπω ἐν παιδικῇ ἡλικίᾳ τὸ αὐτοτελὲς εἶδος ἀπέλαβον , ἀλλ ' ἐν
. Ἐὰν γυνὴ ἄῤῥενα γεννῆσαι θέλει . ] Φασκίᾳ λευκῇ παιδικῇ δῆσον τὸν δεξιὸν πόδα καὶ συγίνου . [ δʹ

Back