ἀνατολὰς καὶ δύσεις ἐκμετρούμενος διάστημα . ἔστι δὲ καὶ ἀπαρχῆς ἀπαρχὴ ὁ ἑκατοστὸς λόγος , ὃν Λευῖται τοῖς ἱερωμένοις ἀπάρχονται
πάντες ζῳοποιηθήσονται . ἕκαστος δὲ ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι : ἀπαρχὴ Χριστός , ἔπειτα οἱ τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ παρουσίᾳ
ἱεροῖς ἐστὶ Σελινουντίοις , Συρακοσίοις δὲ καὶ ἀπὸ βαρβάρων τινῶν ἀπαρχὴ ἐσφέρεται : ᾧ δὲ μάλιστα ἡμῶν προύχουσιν , ἵππους
ἀρνίῳ ὅπου ἂν ὑπάγῃ . οὗτοι ἠγοράσθησαν ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἀπαρχὴ τῷ θεῷ καὶ τῷ ἀρνίῳ , καὶ ἐν τῷ
7955563 τελουμενη
Ἕστι δὲ χῆτις χήτεως . Ἀμφιδρόμια : ἑορτὴ ἦν Ἀθήνῃσι τελουμένη Διονύσῳ μετὰ τὴν γέννησιν τῶν παίδων . Κουρεότης Ἀπατουρίων
, Ὗς λουσαμένη εἰς κυλισμὸν βορβόρου . Ταύτην ἤδη , ἀγαπητοί , δευτέραν ὑμῖν γράφω ἐπιστολήν , ἐν αἷς διεγείρω
τιμῆσαι αὐτόν , ἐὰν κρηήνῃ . Κάρνεα : Κάρνεια ἑορτὴ τελουμένη τῷ Καρνείῳ Ἀπόλλωνι κατὰ τὴν Πελοπόννησον , ἀπὸ Κάρνου
κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν θεοῦ πατρός . Ὥστε , ἀγαπητοί μου , καθὼς πάντοτε ὑπηκούσατε , μὴ ὡς ἐν
7609901 ἀναδιδουσα
ἀπεικάζει φρέατι : βαθεῖα γὰρ καὶ οὐκ ἐπιπόλαιος , γλυκὺ ἀναδιδοῦσα νᾶμα καλοκἀγαθίας | διψώσαις ψυχαῖς , ἀναγκαιότατον ὁμοῦ καὶ
ὅταν νότον πνέοντα , λέγετε ὅτι Καύσων ἔσται , καὶ γίνεται . ὑποκριταί , τὸ πρόσωπον τῆς γῆς καὶ τοῦ
νοτίδες , ἔνδροσος γῆ , πιδύουσα , ἰκμάζουσα , ὕδωρ ἀναδιδοῦσα , νοτερά , νότιος , ἔννοτος , ἐννότιος ,
ἀπέθανεν . ἡ γυνὴ οὖν ἐν τῇ ἀναστάσει τίνος αὐτῶν γίνεται γυνή ; οἱ γὰρ ἑπτὰ ἔσχον αὐτὴν γυναῖκα .
7515475 Παμφυλος
Δωριεῖς οὐ μετέβαλον τὸ ἐξ ἀρχῆς ἦθος . Ὁ δὲ Πάμφυλος πρόγονος ἦν Δωριέων , οὗ καὶ φυλὴ ἐπώνυμος ἐν
τοῦ κυρίου ἡμῶν καὶ σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ . αὐτῷ ἡ δόξα καὶ νῦν καὶ εἰς ἡμέραν αἰῶνος . [ ἀμήν
Ὀρέστου . θνήσκουσι δὲ συμμαχοῦντες αὐτοῖς οἱ Αἰγιμίου παῖδες , Πάμφυλος καὶ Δύμας . ἐπειδὴ δὲ ἐκράτησαν Πελοποννήσου , τρεῖς
ἡμᾶς βασιλείαν , ἱερεῖς τῷ θεῷ καὶ πατρὶ αὐτοῦαὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας [ τῶν αἰώνων
7498706 Ῥιζαν
Θείου . Κόραν ] Ἤγουν νέαν γῆν καὶ νῆσον . Ῥίζαν ] Καὶ μητρόπολιν ἐσομένην . Ἀλεξάνδρου Φορτίου . Κόραν
ἐνεργοῦντος ἐν τοῖς υἱοῖς τῆς ἀπειθείας : ἐν οἷς καὶ ἡμεῖς πάντες ἀνεστράφημέν ποτε ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς σαρκὸς ἡμῶν
ῥύσιν καὶ εὐτονωτέραν ποιεῖ . [ Πρὸς ἐνουροῦντας . ] Ῥίζαν κρίνου δὸς πιεῖν προαναζέσας , ἢ ὑοσκυάμου χυλὸν ἢ
ἀπεκτείνατε , ὃν ὁ θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν , οὗ ἡμεῖς μάρτυρές ἐσμεν . καὶ ἐπὶ τῇ πίστει τοῦ ὀνόματος
7475930 Κλεψυδρα
κρήνη ἡ Κλεψύδρα , πρότερον Ἐμπεδὼ λεγομένη . ὠνομάσθη δὲ Κλεψύδρα , διὰ τὸ ποτὲ μὲν πλημμυρεῖν , ποτὲ δὲ
ἀπίστοις , ἡ δὲ προφητεία οὐ τοῖς ἀπίστοις ἀλλὰ τοῖς πιστεύουσιν . Ἐὰν οὖν συνέλθῃ ἡ ἐκκλησία ὅλη ἐπὶ τὸ
Μενάνδρου δὲ Θαὶς καὶ Φάνιον , Ἀλέξιδος Ὀπώρα , Εὐβούλου Κλεψύδρα . οὕτω δ ' ἐκλήθη αὕτη ἡ ἑταίρα ,
ἀληθῶς λόγον θεοῦ , ὃς καὶ ἐνεργεῖται ἐν ὑμῖν τοῖς πιστεύουσιν . ὑμεῖς γὰρ μιμηταὶ ἐγενήθητε , ἀδελφοί , τῶν
7469995 Σωτειρα
Λάρισσα , Ἥραια , Ἀπολλωνία , ἐν δὲ τῇ Παρθυηνῇ Σώτειρα , Καλλιόπη , Χάρις , Ἑκατόμπυλος , Ἀχαΐα ,
πεσεῖται , καὶ οὐκ εὐθέως ἀνασπάσει αὐτὸν ἐν ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου ; καὶ οὐκ ἴσχυσαν ἀνταποκριθῆναι πρὸς ταῦτα . Ἔλεγεν
μέλλοντος δυσελπιστίαν οὐ μειοῖ . Ἐμοὶ δὲ δοκεῖ , ὦ Σώτειρα , οὔτε ὁ θάνατος αἰσχρὸν οὔτε τι καλὸν εἶναι
ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης : νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου , ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι . ὁ δὲ τελώνης
7460775 θερμετο
οὕτω καταστερισθῆναι τὰς Πληιάδας τὸν Ὠρίωνα φευγούσας . τὸ δὲ θέρμετο ἀντὶ τοῦ ἐθερμαίνετο . ὅτι χαλκόποδες οἱ ταῦροι καὶ
τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσιν τοῖς λοιποῖς . ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία ἡ Ἰακώβου : καὶ
ξύλα δαῖον ἑλόντες . γάστρην μὲν τρίποδος πῦρ ἄμφεπε , θέρμετο δ ' ὕδωρ : αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ
, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων , ἦλθεν Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τὸν τάφον . καὶ
7448482 ἀζυμα
ἀσταχύων ἀπαρχή , τὸ ἱερὸν δράγμα : ἕκτη δ ' ἄζυμα : μεθ ' ἣν ἡ τῶν ἑβδομάδων ὄντως ἑβδόμη
] ἅτινα ἦν μοι κέρδη , ταῦτα ἥγημαι διὰ τὸν Χριστὸν ζημίαν . ἀλλὰ μενοῦνγε καὶ ἡγοῦμαι πάντα ζημίαν εἶναι
ἑορτῆς τὸ σύμβολον „ ἄρτον κακώσεως „ εἶπε , τὰ ἄζυμα . καίτοι τίς οὐκ οἶδεν , ὅτι ἑορταὶ καὶ
τις ἁμάρτῃ , παράκλητον ἔχομεν πρὸς τὸν πατέρα , Ἰησοῦν Χριστὸν δίκαιον : καὶ αὐτὸς ἱλασμός ἐστιν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν
7448056 ἡδυπαθουντων
καὶ βασιλέως ἐγκέφαλος . . Διὸς ἐγκέφαλος : ἐπὶ τῶν ἡδυπαθούντων ἡ παροιμία τέτακται . Κλέαρχος δὲ ἐν τῷ πέμπτῳ
αὐτὸ ὀθονίοις μετὰ τῶν ἀρωμάτων , καθὼς ἔθος ἐστὶν τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν . ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη
τὸ κάλλιστον βρῶμα : ἢ βασιλέως ἐγκέφαλος : ἐπὶ τῶν ἡδυπαθούντων : οἱ δὲ , ὅτι τὰ πολυτελῆ βρώματα παρὰ
σοί τι γένηται . ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλεν τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ . καὶ
7428891 ἀμυγδαλινον
ργ Ῥαφάνινον ἔλαιον ρδ Ἔλ . αἰγείρινον ρε Ἔλ . ἀμυγδάλινον ρϚ Ἔλ . καρύινον ρζ Ἔλ . μυροβαλάνινον ρη
, τῷ πνεύματι ζέοντες , τῷ κυρίῳ δουλεύοντες , τῇ ἐλπίδι χαίροντες , τῇ θλίψει ὑπομένοντες , τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες
παρηγοροῦϲι καὶ πάλιν καταπλαϲτέον τοῖϲ εἰρημένοιϲ καὶ ἐνϲτακτέον τῇ ἀκοῇ ἀμυγδάλινον ἔλαιον ἢ ῥόδινον ἐν κωδίᾳ μήκωνοϲ τεθερμαϲμένον ἐπὶ θερμοϲποδίᾳ
ἐλπίδι ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν , καὶ ὁ ἀλοῶν ἐπ ' ἐλπίδι τοῦ μετέχειν . εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν
7426600 κυνοσβατος
: οὕτως φησὶ Θεόφραστος . ἔστι δὲ ὁ κυνάκανθος . κυνόσβατος : ἄγριον ῥόδον . ἀνεμώνα : τὴν ἀνεμώνην Νίκανδρός
ἱμᾶσιν εἶπεν πρὸς τὸν ἑστῶτα ἑκατόνταρχον ὁ Παῦλος , Εἰ ἄνθρωπον Ῥωμαῖον καὶ ἀκατάκριτον ἔξεστιν ὑμῖν μαστίζειν ; ἀκούσας δὲ
τὸ λάδανον . κηκὶς ἤτοι τὰ μικρὰ κηκίδια ὀνομαζόμενα . κυνόσβατος ἤτοι κάππαρις λεγομένη . κυνόγλωσσον ἤτοι σκυλόχορτον . καλλίθαμνον
δὲ ὅτι Τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενον ἐκεῖνο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον : ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ
7414024 σησαμιδες
: ταῦτα γὰρ καὶ ὁ τυρὸς προαγορεύει . κοπταὶ δὲ σησαμῖδες καὶ πυραμοὶ ἀγαθὰ πᾶσι , μάλιστα δὲ τοῖς δίκην
τὸ πνεῦμά μου ἐπ ' αὐτόν , καὶ κρίσιν τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγελεῖ . οὐκ ἐρίσει οὐδὲ κραυγάσει , οὐδὲ ἀκούσει
: ταῦτα γὰρ καὶ ὁ τυρὸς προαγορεύει . κοπταὶ δὲ σησαμῖδες καὶ πυραμοὶ ἀγαθὰ πᾶσι , μάλιστα δὲ τοῖς δίκην
ἔκβαλε ἔξωθεν καὶ μὴ αὐτὴν μετρήσῃς , ὅτι ἐδόθη τοῖς ἔθνεσιν , καὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν πατήσουσιν μῆνας τεσσαράκοντα
7409646 κυανος
, ἅλας καππαδοκικὸν , μαγνησίας λευκῆς , ἀφροσέληνον ὑαλοῦ , κυανὸς , τίτανος ὀπτή . Ταῦτα παρὰ τοῦ εἰρημένου διδασκάλου
θανατῶσαι αὐτόν , καὶ οὐχ ηὕρισκον : πολλοὶ γὰρ ἐψευδομαρτύρουν κατ ' αὐτοῦ , καὶ ἴσαι αἱ μαρτυρίαι οὐκ ἦσαν
γὰρ ἄλλοις οἰκεῖα καὶ πρόσφορα καθάπερ τῆς μὲν πορφύρας ὁ κυανὸς τῆς δὲ κόκκου τὸ νίτρον δοκεῖ τὴν βαφὴν ἄγειν
γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον θεοῦ ἔχουσιν , ἀλλ ' οὐ κατ ' ἐπίγνωσιν : ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ θεοῦ δικαιοσύνην
7400667 κιβωτος
ζύμη : ζύθος , ὁ ἐκ κριθῆς οἶνος : ζύγλορον κιβωτός : ζυχεινεῖ τὸ μύει . Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς
. οὐχ ὅτι τὸν πατέρα ἑώρακέν τις εἰ μὴ ὁ ὢν παρὰ τοῦ θεοῦ , οὗτος ἑώρακεν τὸν πατέρα .
καὶ χρυσοῦ , ἡ κιβωτός . ΓΘ διενήνοχε κίστη καὶ κιβωτός . καὶ ὅτι ἡ μὲν εἰς ὑποδοχήν ἐστιν ἐδεσμάτων
ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα : ἓν οἶδα , ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω . εἶπον οὖν αὐτῷ , Τί ἐποίησέν
7397696 χρυσοπαστος
ἴασπις καὶ ἡ σάπφειρος : αὕτη δ ' ἐστὶν ὥσπερ χρυσόπαστος . ἡ δὲ σμάραγδος καὶ δυνάμεις τινὰς ἔχει :
τῶν τέκνων σου περιπατοῦντας ἐν ἀληθείᾳ , καθὼς ἐντολὴν ἐλάβομεν παρὰ τοῦ πατρός . καὶ νῦν ἐρωτῶ σε , κυρία
καὶ βηρύλλοις καὶ ἄνθραξιν Ἰνδικοῖς : καὶ ἐσθὴς δὲ ποικίλη χρυσόπαστος , καὶ βόνασοι καὶ παρδάλεις καὶ λέοντες τιθασοὶ καὶ
Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἕλληνι : οὐ γάρ ἐστιν προσωπολημψία παρὰ τῷ θεῷ . ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον , ἀνόμως
7396688 φυτεια
ὅτι κατὰ πολλοὺς καὶ διαφόρους τρόπους ἡ τῆς ἐλαίας γίνεται φυτεία . ιβʹ . πρὸς τὸ μὴ ἀπορρεῖν τῆς ἐλαίας
Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν . πλὴν καὶ ὑμεῖς οἱ καθ ' ἕνα ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς
Ἔστι δέ τινων καὶ ἀπὸ παρασπάδος καὶ ἀπὸ τῶν ἄκρων φυτεία καὶ γένεσις . ἀπὸ παρασπάδος μὲν καὶ ῥαφάνου καὶ
τις ἦν πλούσιος , καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ ' ἡμέραν λαμπρῶς . πτωχὸς δέ τις ὀνόματι Λάζαρος
7389743 πεπτα
] πέμματος εἶδος . τινὲς δὲ ἄζυμα , Εὐριπίδης δὲ πεπτά . παίζει τὸ “ ἐλατῆρος ” εἰπὼν διὰ τὴν
δυνάμει καὶ ἐν πνεύματι ἁγίῳ καὶ [ ἐν ] πληροφορίᾳ πολλῇ , καθὼς οἴδατε οἷοι ἐγενήθημεν [ ἐν ] ὑμῖν
δὲ πέμματος εἶδος . τινὲς μὲν ἄζυμα , τινὲς δὲ πεπτά , ὧν εἷς καὶ Εὐριπίδης . ἔπαιξε δὲ τοῖς
τὴν δεδομένην ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Μακεδονίας , ὅτι ἐν πολλῇ δοκιμῇ θλίψεως ἡ περισσεία τῆς χαρᾶς αὐτῶν καὶ ἡ
7383289 λυχνια
Ἅμα δὲ τούτοις ἐδημιουργεῖτο καὶ σκεύη ἱερά , κιβωτός , λυχνία , τράπεζα , θυμιατήριον , βωμός . ὁ μὲν
ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ , πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί , γέγονεν πάντων ἔνοχος . ὁ γὰρ εἰπών ,
μὲν ἐφ ' οὗ ἐντίθεται ὁ λύχνος , ἡ καλουμένη λυχνία : τοῦ δὲ λυχνίου τὸ ἀπευρυνόμενον , ᾧ ἐπιτίθεται
ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ , πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί , γέγονεν πάντων ἔνοχος . ὁ γὰρ εἰπών ,
7381930 Ἀγορα
μέσα τοῦ Σκάφους καὶ τῆς Ἀχερουσίας λίμνης καὶ Κρήνη καὶ Ἀγορὰ καὶ τὰ μέσα τοῦ Τράγου τῆς δωδεκαώρου . τῷ
ἵνα σταυρώσουσιν αὐτόν . Καὶ ἀγγαρεύουσιν παράγοντά τινα Σίμωνα Κυρηναῖον ἐρχόμενον ἀπ ' ἀγροῦ , τὸν πατέρα Ἀλεξάνδρου καὶ Ῥούφου
τῶν παρανομούντων . Ἐπίχαρμος : Ἀγρὸν τὴν πόλιν ποιεῖς . Ἀγορὰ λύκιος : ἐπὶ τῶν ταχέως πιπρασκομένων : ἐκ μεταφορᾶς
, Ἔρχου καὶ ἴδε . εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ , Ἴδε ἀληθῶς
7378499 φυλια
γένος δένδρου . λέγεται γὰρ ὅτι ἡ ἀνήμερος ἐλαία λεγομένη φυλία λέγεται . φωριαμός Ω . ο . . ,
τόν τε Βαρναβᾶν παραλαβόντα τὸν Μᾶρκον ἐκπλεῦσαι εἰς Κύπρον . Παῦλος δὲ ἐπιλεξάμενος Σίλαν ἐξῆλθεν παραδοθεὶς τῇ χάριτι τοῦ κυρίου
καὶ φυλία διαφέρει . φαυλία μὲν γὰρ εἶδος ἐλαίας , φυλία δὲ ἡ σχῖνος . φάκελος σφακέλου διαφέρει . φάκελος
διὰ τὸ καὶ τὴν νηστείαν ἤδη παρεληλυθέναι , παρῄνει ὁ Παῦλος λέγων αὐτοῖς , Ἄνδρες , θεωρῶ ὅτι μετὰ ὕβρεως
7375443 ἀλητηρ
τε ὁ ἀλητήρ . οὕτως δὲ καὶ ἐν Ἰθάκῃ καλεῖται ἀλητήρ , ὡς ἱστορεῖ Ἀριστόξενος ἐν πρώτῳ Συγκρίσεων . καὶ
ἐστίν , καὶ οἴδατε ὅτι πᾶς ἀνθρωποκτόνος οὐκ ἔχει ζωὴν αἰώνιον ἐν αὐτῷ μένουσαν . ἐν τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν ἀγάπην
καὶ ἡ παρὰ Ἀρκάσι κίδαρις , παρὰ Σικυωνίοις τε ὁ ἀλητήρ . οὕτως δὲ καὶ ἐν Ἰθάκῃ καλεῖται ἀλητήρ ,
: οὕτως γὰρ πλουσίως ἐπιχορηγηθήσεται ὑμῖν ἡ εἴσοδος εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν τοῦ κυρίου ἡμῶν καὶ σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ .
7371975 σεμιδαλις
ὁμοίως καὶ δι ' οὗ ἐπλάττοντο . εἴρηται δὲ καὶ σεμίδαλις παρά τε Λυκούργῳ τῷ ῥήτορι καὶ πολλοῖς τῶν κωμῳδοδιδασκάλων
, καὶ ἐνέκοψεν ἡμᾶς ὁ Σατανᾶς . τίς γὰρ ἡμῶν ἐλπὶς ἢ χαρὰ ἢ στέφανος καυχήσεωςἢ οὐχὶ καὶ ὑμεῖςἔμπροσθεν τοῦ
σκληρυνόμενα ἐν τῇ ἑψήσει ἢ ὀπτήσει ἢ τηγάνῳ , καὶ σεμίδαλις χωρὶς μέλιτος διὰ λιπαρῶν ζωμῶν ἐσκευασμένη , καὶ ἴτρια
τῶν αὐτῶν παθημάτων ὧν καὶ ἡμεῖς πάσχομεν . καὶ ἡ ἐλπὶς ἡμῶν βεβαία ὑπὲρ ὑμῶν , εἰδότες ὅτι ὡς κοινωνοί
7371441 ψακαζει
ὁ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἑπομένου Διδύμου κρύπτεται . Αἰγυπτίοις ψακάζει . Καίσαρι βροντή , ὑετός . ιβʹ . ὡρῶν
ἔχοντες ἐλπίδα . εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανεν καὶ ἀνέστη , οὕτως καὶ ὁ θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ
ὁ λαμπρὸς τοῦ Ἀετοῦ ἑσπέριος ἀνατέλλει . Αἰγυπτίοις καὶ Ἱππάρχῳ ψακάζει καὶ ἐπισημαίνει . κεʹ . ὡρῶν ιδ : ὁ
ἐπείθοντο αὐτῷ διελύθησαν καὶ ἐγένοντο εἰς οὐδέν . μετὰ τοῦτον ἀνέστη Ἰούδας ὁ Γαλιλαῖος ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ἀπογραφῆς καὶ
7369762 ἁλουργις
τυραννίδος ἐρᾷ . καὶ οὐκ ἔμελλε καί , ἦν γὰρ ἁλουργὶς ἀγάλματι περικειμένη , ταύτην ἐνδὺς ἔργου εἴχετο . προσπεσόντες
ὅτι ἐγώ εἰμι . οἱ δὲ εἶπαν , Τί ἔτι ἔχομεν μαρτυρίας χρείαν ; αὐτοὶ γὰρ ἠκούσαμεν ἀπὸ τοῦ στόματος
δικάζει μήτε θύει , ἀλλὰ πομπεύει μόνον . ἔστι δὲ ἁλουργὶς χρυσῆ : ἐξ ἴσου γὰρ ὁ χρυσὸς ὕφανται τῇ
παρεισάκτους ψευδαδέλφους , οἵτινες παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν ἣν ἔχομεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ , ἵνα ἡμᾶς καταδουλώσουσιν : οἷς
7364855 σιτωδων
δῆλον ὅτι κατὰ τὴν τῶν μερῶν ἀνωμαλίαν , οἷον τῶν σιτωδῶν πυρὸς κριθῆς στενοφυλλότερον καὶ λειοκαυλότερον καὶ πυκνότερον καὶ γλισχρότερον
τὰ καθ ' ὑμᾶς , διαταξάμενος τῷ ἑκατοντάρχῃ τηρεῖσθαι αὐτὸν ἔχειν τε ἄνεσιν καὶ μηδένα κωλύειν τῶν ἰδίων αὐτοῦ ὑπηρετεῖν
εἰρημένα . Τὴν δὲ ἄνθησιν πολυχρονιωτέραν ποιοῦνται τὰ χεδροπὰ τῶν σιτωδῶν ὅτι τῶν μὲν ἀσθενὲς τὸ ἄνθος : εἴρηται δὲ
δίκαιον ἐμοὶ τοῦτο φρονεῖν ὑπὲρ πάντων ὑμῶν , διὰ τὸ ἔχειν με ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμᾶς , ἔν τε τοῖς
7348866 ὀλυραι
μετὰ τοὺς πυρίνους εἰσίν , ὅταν γε εὐγενεῖς ὦσιν αἱ ὄλυραι , δεύτεροι δ ' αὐτῶν οἱ τίφινοι : μοχθηρῶν
καὶ φυλάξει ἀπὸ τοῦ πονηροῦ . πεποίθαμεν δὲ ἐν κυρίῳ ἐφ ' ὑμᾶς , ὅτι ἃ παραγγέλλομεν [ καὶ ]
ἀπὸ τῆς ὀλύρης εἰσὶ κάλλιστοι , ὅταν εὐγενεῖς ὦσιν αἱ ὄλυραι , δεύτεροι δ ' αὐτῶν εἰσιν οἱ τίφινοι .
, καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἡγούμενον ἐπ ' Αἴγυπτον καὶ [ ἐφ ' ] ὅλον τὸν οἶκον αὐτοῦ . ἦλθεν δὲ
7346098 ἐφυδροις
ὧνπερ καὶ ἡ σκληρότης . Ἐν δὲ τοῖς ἑλώδεσι καὶ ἐφύδροις ἀχρεῖα τὸ ὅλον : οὐ γὰρ ἐνδιδοῖ βρεχόμενα δι
καὶ Βαρναβᾶς οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν μὴ ἐργάζεσθαι ; τίς στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ ; τίς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ τὸν καρπὸν
τὸ τοῦ λίνου σπέρμα . φύεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῖς ἐφύδροις καὶ ἐν τοῖς ξηροῖς , ὥσπερ ὁ βάτος .
ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων , τὸ μαρτύριον καιροῖς ἰδίοις : εἰς ὃ ἐτέθην ἐγὼ κῆρυξ καὶ ἀπόστολοςἀλήθειαν λέγω
7342104 Ἐνορχης
φωτὸς καὶ λαμπάδος ἐπιτελεῖσθαι αὐτοῦ τὰ μυστήρια . δαίμων δὲ Ἐνόρχης ὁ Διόνυσος παρὰ Λεσβίοις : φασὶ δύο ἀδελφοὺς συμμιγέντας
αὐτὸς ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ . Ὡς δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ εἰς τὴν ἑορτήν , τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβη
ἰδίου ὀνόματος . λέγεται δὲ ἐξ ᾠοῦ γεννᾶσθαι . δαίμων Ἐνόρχης ὁ Διόνυσος παρὰ Λεσβίοις . φασὶ γὰρ δύο ἀδελφοὺς
ἐπιμεῖναι ἡμέρας τινάς . Ἤκουσαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ οἱ ὄντες κατὰ τὴν Ἰουδαίαν ὅτι καὶ τὰ ἔθνη
7340995 Βρεττιας
καλεῖν . . . . Ἀβρεττηνή : χώρα Μυσίας ἀπὸ Βρεττίας νύμφης . τὸ ἐθνικὸν Ἀβρεττηνός , ὡς Ἀρριανός φησιν
εἴπατε αὐτῷ , Ὁ διδάσκαλος λέγει , Ὁ καιρός μου ἐγγύς ἐστιν : πρὸς σὲ ποιῶ τὸ πάσχα μετὰ τῶν
θαλάσσης . ὁ οἰκήτωρ Βαδεωπολίτης . Βάδιζα , πόλις τῆς Βρεττίας , Πολύβιος τρισκαιδεκάτῳ . τὸ ἐθνικὸν Βαδιζαῖος . Βαία
καὶ ὑμεῖς , ὅταν ἴδητε ταῦτα γινόμενα , γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραις . ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ
7340789 ποπανων
ἔοικεν εἰς τὸ παλαιὸν ἔθος . τὸ δὲ παλαιὸν διὰ ποπάνων καὶ τῶν καρπῶν ἦν . ὅθεν καὶ θυσίαι καὶ
παντὸς ἀνδρὸς ἡ κεφαλὴ ὁ Χριστός ἐστιν , κεφαλὴ δὲ γυναικὸς ὁ ἀνήρ , κεφαλὴ δὲ τοῦ Χριστοῦ ὁ θεός
; ἢ μακρολογῶμεν τήν τε ὑφαντικὴν λέγοντες καὶ τὴν τῶν ποπάνων τε καὶ ἑψημάτων θεραπείαν , ἐν οἷς δή τι
πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαριτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικὸς μαρτυρούσης ὅτι Εἶπέν μοι πάντα ὅσα ἐποίησα . ὡς
7337783 αὐξητικη
, πρὸς τὰ ὅμοια δὲ καὶ προσεχῆ : σφόδρα γὰρ αὐξητικὴ ἡ τοιαύτη ἐξέτασις , ὅτ ' ἂν τοὺς ὁμοίους
, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός , πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας . Ἰωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγεν λέγων ,
τῶν προβάτων . τῇ δωδεκάτῃ δέ , ὡς ἔτι μειζόνως αὐξητικὴ τοῦ φωτός , οὕτως τὴν ἀρχὴν εἶχε τῆς τελείας
Χριστῷ : ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς ἀκούσαντες τὸν λόγον τῆς ἀληθείας , τὸ εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας ὑμῶν , ἐν ᾧ
7326630 Γλαυκη
οἷον : εἴπερ φίλανδρός ἐστι , πάντα σοι πεισθήσεται ἡ Γλαύκη : ἃ καλλιστεύεται : ἅπερ προτιμᾶται καὶ κάλλιστα νομίζεται
λαὸς ἅπας καταλιθάσει ἡμᾶς , πεπεισμένος γάρ ἐστιν Ἰωάννην προφήτην εἶναι . καὶ ἀπεκρίθησαν μὴ εἰδέναι πόθεν . καὶ ὁ
ἑαυτὴν λέγει . καὶ δὴ , φησὶν , ἡ μὲν Γλαύκη , ὡς εἰκὸς , ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχει τὸν
σαββάτων ἐξήλθομεν ἔξω τῆς πύλης παρὰ ποταμὸν οὗ ἐνομίζομεν προσευχὴν εἶναι , καὶ καθίσαντες ἐλαλοῦμεν ταῖς συν - ελθούσαις γυναιξίν
7324190 εὐωδεστατα
καὶ ἐρευγματώδεα , καὶ χολέρης γεννητικά : ἔστι δὲ τὰ εὐωδέστατα , στερεὰ καὶ ἥδιστα , ταῦτα ἄριστα δίεφθα καὶ
Ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες , ἀκούσατέ μου τῆς πρὸς ὑμᾶς νυνὶ ἀπολογίας ἀκούσαντες δὲ ὅτι τῇ Ἑβραΐδι διαλέκτῳ προσεφώνει αὐτοῖς
τοῖς δυσώδεσι , περισκέποντας πάντοθεν , ταῖς δὲ ῥισὶν ὀσφραντὰ εὐωδέστατα προσάγειν : συμμέτρῳ τε καὶ εὐχύμῳ τροφῇ χρήσθωσαν ,
καὶ ἐχθροὺς τῇ διανοίᾳ ἐν τοῖς ἔργοις τοῖς πονηροῖς , νυνὶ δὲ ἀποκατηλλάγητε ἐν τῷ σώματι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ διὰ
7308247 Ἀμφιδρομια
, χήτει οἰκείων κοσμούμενοι . Ἕστι δὲ χῆτις χήτεως . Ἀμφιδρόμια : ἑορτὴ ἦν Ἀθήνῃσι τελουμένη Διονύσῳ μετὰ τὴν γέννησιν
ἀπολλυμένην ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον , ἣν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑμῖν δώσει : τοῦτον γὰρ
ἀμφιλύκη . οὕτως Ὠρίων , . , . . . Ἀμφιδρόμια : τὰ δὲ ἀμφιδρόμια ἑορτή ἐστιν 〚 ἐν 〛
γράφω , ἵνα παρὼν μὴ ἀποτόμως χρήσωμαι κατὰ τὴν ἐξουσίαν ἣν ὁ κύριος ἔδωκέν μοι , εἰς οἰκοδομὴν καὶ οὐκ
7307860 ἀργματα
πολεμιστήρια . ἄραξε συνέτριψε , κατέβαλεν . ἀράρισκεν ἥρμοζεν . ἄργματα ἀπαρχάς . ἀρετήν τὴν κατὰ πόλεμον ἀνδρείαν . ὁτὲ
ἰδίῳ , ἐκεῖνον λήμψεσθε . πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι , δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ
παρὰ τὸ ἄρχω ἦργμαι ἄργμα καὶ ἄπαργμα : Ὅμηρος : ἄργματα θῦσε θεοῖς αἰειγενέτῃσι . . . . ἀπαιωρήσας :
ἀτενίσαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ εἰς τὸ πρόσωπον Μωϋσέως διὰ τὴν δόξαν τοῦ προσώπου αὐτοῦ τὴν καταργουμένην , πῶς οὐχὶ μᾶλλον
7307482 Λαυριῳ
χρυσοῦ ἡ γῆ αὐτοῖς δίδωσι . ἐν Θορικῷ γὰρ καὶ Λαυρίῳ τῆς Ἀττικῆς ἀργύρου μέταλλα . ἆρα . τόξα ἕλκουσα
Ἠλίας εἶ ; καὶ λέγει , Οὐκ εἰμί . Ὁ προ - φήτης εἶ σύ ; καὶ ἀπεκρίθη , Οὔ
ἀργύρου πηγή : ἐν Θορικῷ γάρ ἐστι μέταλλα καὶ ἐν Λαυρίῳ . τοξικὴ βολή . ἔγχη σταδαῖα : ἐκ τοῦ
καὶ μετὰ ταῦτα ἔδωκεν κριτὰς ἕως Σαμουὴλ [ τοῦ ] προ - φήτου . κἀκεῖθεν ᾐτήσαντο βασιλέα , καὶ ἔδωκεν
7301156 Νεμειου
ὤν , ὅθεν ἀφίενται οἱ ἵπποι εἰς τὸν δρόμον τοῦ Νεμείου ἀγῶνος , Ἀφέσας καὶ Ἀπέσας . Νέμεια δέ ἐστι
ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῶσιν , οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσιν νόμος : οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ
ἀπέχει σταδίους πέντε που καὶ δέκα . ἐν δὲ αὐτῇ Νεμείου [ τε ] Διὸς ναός ἐστι θέας ἄξιος ,
κατὰ τῆς ψυχῆς : τὴν ἀναστροφὴν ὑμῶν ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἔχοντες καλήν , ἵνα , ἐν ᾧ καταλαλοῦσιν ὑμῶν ὡς
7300801 μελαντηρια
χαλκοῦ . ἀντὶ ϲχοίνου πολυγόνου ῥίζα . ἀντὶ ϲκωρίαϲ Κυπρίαϲ μελαντηρία Αἰγυπτία . ἀντὶ ϲιϲυμβρίου ὤκιμον . ἀντὶ ϲταφίδοϲ ἡμέρου
δι ' αὐτῶν τὸ ἱερὸν καὶ ἄφθαρτον κήρυγμα τῆς αἰωνίου σωτηρίας . ἀμήν . 〛 Ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν ἀνατάξασθαι διήγησιν
ἀντὶ σκωρίας μολύβδου , ἕλκυσμα . ἀντὶ σκωρίας Κυπρίας , μελαντηρία Αἰγυπτική . ἀντὶ σμύρνης Τρωγλοδύτιδος , κάλαμος ἀρωματικός .
, πᾶσαν σπουδὴν ποιούμενος γράφειν ὑμῖν περὶ τῆς κοινῆς ἡμῶν σωτηρίας ἀνάγκην ἔσχον γράψαι ὑμῖν παρακαλῶν ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ
7289830 ἀπαργματα
Λυκόφρων : ἀπαρκτίαις πρηστῆρος αἴθωνος πνοαῖς . . . . ἀπάργματα : αἱ μεγάλαι ἀπαρχαὶ τῶν θυσιῶν : παρὰ τὸ
ἀπὸ θεοῦ ἄνθρωποι . Ἐγένοντο δὲ καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ , ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι , οἵτινες
ὀθνείων βρόχων ληῖτιν ἐμπταίσασαν ἰξευτοῦ πτερῷ , Θύσῃσιν ἁρμοῖ μηλάτων ἀπάργματα φλέγουσαν ἐν κρόκῃσι καὶ Βύνῃ θεᾷ , θρέξεις ὑπὲρ
βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ . καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν
7289254 Ῥου
ἢ λινοζώστι τὸ μέγα . παρθένια τὰ ἀνεμόχορτα ὀνομαζόμενα . Ῥοῦ μαγειρικοῦ : ἤτοι τοῦ ῥοϊδίου τὰ ἄνθη . ῥοῦ
ὑπὲρ ἀδίκων , ἵνα ὑμᾶς προσαγάγῃ τῷ θεῷ , θανατωθεὶς μὲν σαρκὶ ζῳοποιηθεὶς δὲ πνεύματι : ἐν ᾧ καὶ τοῖς
ξεʹ . Θεραπεία τῶν ὑπὸ ῥοῦ ἐρυθροῦ ἐνοχλουμένων ξϚʹ . Ῥοῦ λευκοῦ θεραπεία ξζʹ . Περὶ ὑστερικῆς πνιγὸς ξηʹ .
αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντος κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν . διελέγετο μὲν οὖν ἐν τῇ συναγωγῇ τοῖς Ἰουδαίοις καὶ τοῖς σεβομένοις
7285196 πηγος
οὖν , ἀπόπληκτε , περιπλοκὰς λέγεις ; πηγὸς πάρεστι ; πηγός ; οὐχὶ λαικάσει ἐρεῖς σαφέστερόν θ ' ὃ βούλει
μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις , οὐ πάντως τοῖς πόρνοις τοῦ κόσμου τούτου ἢ τοῖς πλεονέκταις καὶ ἅρπαξιν ἢ εἰδωλολάτραις , ἐπεὶ
, φης ' : ἅλας φέρε . τοῦτ ' ἔστι πηγός ; ἀλλὰ δεῖξον χέρνιβα . παρῆν . ἔθυεν ,
ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς : ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου ζήσει εἰς τὸν αἰῶνα : καὶ ὁ
7274305 Πεμπτος
οὐκ ἔχομεν μῖξιν ἐνδεχομένου καὶ ἀναγκαίου ἐν τρίτῳ σχήματι . Πέμπτος τρόπος . τὸ Α παντὶ τῷ Β ἐξ ἀνάγκης
σήμερον . τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος , Καὶ ἔλαβον τὰ τριάκοντα ἀργύρια , τὴν τιμὴν
ἶσα ἀπὸ ὡροσκόπου , τοῖς δὲ νυκτὸς τὸ ἀνάπαλιν . Πέμπτος κλῆρος τῆς Τόλμης , ὃν πραγματεύσῃ ἀπὸ μοίρας Ἄρεως
καὶ ἐγένετο αἷμα . καὶ ἤκουσα τοῦ ἀγγέλου τῶν ὑδάτων λέγοντος , Δίκαιος εἶ , ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν
7270977 Τιγριδι
ὑπὸ δὲ ταύτην ἥ τε Γαυζανῖτις , καὶ πρὸς τῷ Τίγριδι ποταμῷ ἡ Ἀκαβηνή , ὑπὸ δὲ τὴν Γαυζανῖτιν ἡ
ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι , καὶ ἔθηκεν αὐτὸν ἐν μνήματι λαξευτῷ οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὔπω κείμενος . καὶ ἡμέρα ἦν
πλεῖστα περὶ αὐτῶν φησί . Χωχή , κώμη πρὸς τῷ Τίγριδι ποταμῷ . Ἀρριανὸς δεκάτῳ „ καὶ βασιλεὺς δ '
τυχὸν παραμενῶ ἢ καὶ παραχειμάσω , ἵνα ὑμεῖς με προπέμψητε οὗ ἐὰν πορεύωμαι . οὐ θέλω γὰρ ὑμᾶς ἄρτι ἐν
7262719 χρυσονομου
ἐφέταις , ἤτοι τοξόταις καὶ ἡγεμόσι , τοῖς ἀπὸ τῆς χρυσονόμου γενεᾶς , ὀχυροῖς , στυφέλοις καὶ σκληροῖς ὁ ἰσόθεος
σου αἱ ἁμαρτίαι . ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν , Τί οὗτος
* ταρακτικοῖς ἢ σκληροῖς . ἐφέταις ] * τοξόταις . χρυσονόμου ] * πλουσιωτάτης : τοιοῦτοι γὰρ οἱ Πέρσαι .
γενόμεναι ἐν ὑμῖν , πάλαι ἂν ἐν σάκκῳ καὶ σποδῷ καθήμενοι μετενόησαν . πλὴν Τύρῳ καὶ Σιδῶνι ἀνεκτότερον ἔσται ἐν
7257363 Ἀκτιος
Ἑρμῆς . τὸ ἐθνικὸν ὡς τὸ Βοίβη Βοίβιος , Ἀκτή Ἄκτιος , οὕτως Ἀλύχμη Ἀλύχμιος . . . ἀλύη :
τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ . ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσίν με πᾶσαι αἱ γενεαί : ὅτι ἐποίησέν μοι
τοῦ Ἀττικοῦ , ὡς αὐλή αὐλίτης . ἔστι καὶ ” Ἄκτιος Αἰγεύς ” ὡς Εὐφορίων Διονύσῳ . ἔστι καὶ Ἀκτιάς
ἐγώ , ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός : ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί , ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ
7256694 θακος
πλεονασμῷ τοῦ η . . . . . θᾶκος : θᾶκος : ὁ καὶ θῶκος καλούμενος , ἡ καθέδρα .
, καθὼς τὸ μαρτύριον τοῦ Χριστοῦ ἐβεβαιώθη ἐν ὑμῖν , ὥστε ὑμᾶς μὴ ὑστερεῖσθαι ἐν μηδενὶ χαρίσματι , ἀπεκδεχομένους τὴν
: δᾳδίον μὲν γὰρ διὰ τὴν εὐφέγγειαν φιλοσοφίᾳ παραβέβληται , θᾶκος δὲ διὰ τὴν χαμαιπέτειαν ζῳωδίᾳ . Τὸ δὲ ἀλεκτρυόνα
τῷ τοιούτῳ ἡ ἐπιτιμία αὕτη ἡ ὑπὸ τῶν πλειόνων , ὥστε τοὐναντίον μᾶλλον ὑμᾶς χαρίσασθαι καὶ παρακαλέσαι , μή πως
7249787 θυεια
ὡς ἀποροῦντα μάκτρας καὶ θυείᾳ χρώμενον . μικρὰ γὰρ ἡ θυεία , ἡ δὲ κάρδοπος μεγάλη . ἐκεῖνο δ '
ἠτίμασαν . καὶ ἄλλον ἀπέστειλεν , κἀκεῖνον ἀπέκτειναν , καὶ πολλοὺς ἄλλους , οὓς μὲν δέροντες οὓς δὲ ἀποκτέννοντες .
διασύρει αὐτὸν καὶ ἀποροῦντα μάκτρας . μικρὰ δέ ἐστιν ἡ θυεία , ἡ δὲ καρδόπη μεγάλη . ἐπειδὴ πένης ἦν
ὀνόματί μου λέγοντες , Ἐγώ εἰμι ὁ Χριστός , καὶ πολλοὺς πλανήσουσιν . μελλήσετε δὲ ἀκούειν πολέμους καὶ ἀκοὰς πολέμων
7246099 βλυζω
Ἀποβλύζων : ἀπεμῶν . ὀνοματοποιΐα ὁ τρόπος : ἀπὸ τοῦ βλύζω , . . . . Ἁπλοῦς : ὥσπερ παρὰ
Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον , ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί . Καὶ ἦν Ἅννα προφῆτις , θυγάτηρ
. . . . ἀποβλύζων : ἀπεμῶν : τὸ δὲ βλύζω ἀπὸ τοῦ βάλλω βλῶ βλύζω . . . .
καμίνῳ πεπυρωμένης , καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ ὡς φωνὴ ὑδάτων πολλῶν , καὶ ἔχων ἐν τῇ δεξιᾷ χειρὶ αὐτοῦ ἀστέρας
7245356 κυπαρισσων
, οὐδὲ τὰ φυτὰ ὑπὸ πτηνῶν . εἰ δὲ φύλλα κυπαρίσσων κόψας ἀναμίξεις τοῖς σπέρμασιν , ἄβρωτα ταῦτα φυλαχθήσεται .
τὰς κοπιώσας ἐν κυρίῳ . ἀσπάσασθε Περσίδα τὴν ἀγαπητήν , ἥτις πολλὰ ἐκοπίασεν ἐν κυρίῳ . ἀσπάσασθε Ῥοῦφον τὸν ἐκλεκτὸν
Οἰχαλία , τὸ δὲ ἐφ ' ἡμῶν Καρνάσιον ἄλσος , κυπαρίσσων μάλιστα πλῆρες . θεῶν δὲ ἀγάλματα Ἀπόλλωνός ἐστι Καρνείου
Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲθ εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαυὶδ ἥτις καλεῖται Βηθλέεμ , διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου
7241626 ὑπορχηματικη
δὲ ὁρᾶται τὸ βαρὺ καὶ σεμνόν . ἡ δ ' ὑπορχηματικὴ τῇ κωμικῇ οἰκειοῦται , ἥτις καλεῖται κόρδαξ : παιγνιώδεις
ἤδη , ἀγαπητοί , δευτέραν ὑμῖν γράφω ἐπιστολήν , ἐν αἷς διεγείρω ὑμῶν ἐν ὑπομνήσει τὴν εἰλικρινῆ διάνοιαν , μνησθῆναι
δὲ ὁρᾶται τὸ βαρὺ καὶ σεμνόν . ἡ δ ' ὑπορχηματικὴ τῇ κωμικῇ οἰκειοῦται , ἥτις καλεῖται κόρδαξ . παιγνιώδεις
. Ἦσαν δὲ καὶ γυναῖκες ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι , ἐν αἷς καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ Ἰακώβου τοῦ
7240806 κηπευματα
, καὶ κατὰ μέσον ἔχει νῆσον εὔυδρον καὶ δυναμένην ἔχειν κηπεύματα . καθόλου δ ' ἐμφερέστατός ἐστι τῷ κατὰ τὴν
; προφήτην ; ναί , λέγω ὑμῖν , καὶ περισσότερον προφήτου . οὗτός ἐστιν περὶ οὗ γέγραπται , Ἰδοὺ ἐγὼ
τὰ ἔργα γεωργήματα , φυτεύματα , φυτουργήματα ἀμπελουργία ἀμπελουργήματα , κηπεύματα κῆποι , παράδεισοι , ἄλση . καὶ γεωργικοί ,
; προφήτην ; ναί , λέγω ὑμῖν , καὶ περισσότερον προφήτου . οὗτός ἐστιν περὶ οὗ γέγραπται , Ἰδοὺ ἀποστέλλω
7240656 Σκιρος
. ὠνομάσθη δὲ οὕτως ἀπὸ τῆς Σκιράδος Ἀθηνᾶς . καὶ Σκίρος ἑορτὴ Ἀθήνῃσιν . χρὴ σχεῖν . γρ . δεῖ
πατέρα ὑμῶν καὶ θεόν μου καὶ θεὸν ὑμῶν . ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι Ἑώρακα τὸν κύριον
, τῆς δὲ Δῶρος ὁμοίως Δωρίτης , [ ὡς ] Σκίρος Σκιρίτης , χῶρος χωρίτης , μέσος μεσίτης , Κοπτός
, ἔθηκαν τὸν Ἰησοῦν . Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωῒ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ
7238517 λεκαναισι
ἀμύλων καθήμενα . παρῆν δὲ χόνδρος γάλακτι καταμεμιγμένος ἐν καταχύτλοις λεκάναισι κἀμύλου τόμοι . . . ὀπταὶ κίχλαι δ '
δὲ ἐνεργήματα δυνάμεων , ἄλλῳ [ δὲ ] προφητεία , ἄλλῳ [ δὲ ] διακρίσεις πνευμάτων , ἑτέρῳ γένη γλωσσῶν
' ὄρνεα . Ἐπηλοφόρουν δ ' αὐτοῖσι τίνες ; Ἐρῳδιοὶ λεκάναισι . Τὸν δὲ πηλὸν ἐνεβάλλοντο πῶς ; Τοῦτ '
ὁ γενόμενος εἰς κεφαλὴν γωνίας . καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία , οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον
7236618 πυελοι
τὰ παρατεθέντα διασκευάσαντας . παρὰ Συβαρίταις δ ' εὑρέθησαν καὶ πύελοι , ἐν αἷς κατακείμενοι ἐπυριῶντο . πρῶτοι δὲ καὶ
. καὶ ὁ διψῶν ἐρχέσθω , ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς δωρεάν . Μαρτυρῶ ἐγὼ παντὶ τῷ ἀκούοντι τοὺς λόγους
τὰ παρατεθέντα διασκευάσαντας . παρὰ Συβαρίταις δ ' εὑρέθησαν καὶ πύελοι , ἐν αἷς κατακείμενοι ἐπυριῶντο : πρῶτοι δὲ καὶ
ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως , ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς , εἰς ἣν ἐκλήθης καὶ ὡμολόγησας τὴν καλὴν ὁμολογίαν
7236419 ἀλδαινω
* * ἐν Γάζῃ τῆς Συρίας τιμᾶται : παρὰ τὸ ἀλδαίνω , τὸ αὐξάνω , * * * ἐπὶ τῆς
δὲ τοῦτό σοι ὅτι κατὰ τὴν ὁδὸν ἣν λέγουσιν αἵρεσιν οὕτως λατρεύω τῷ πατρῴῳ θεῷ , πιστεύων πᾶσι τοῖς κατὰ
Ζεύς , ἐν Γάζῃ τῆς Συρίας τιμᾶται : παρὰ τὸ ἀλδαίνω , τὸ αὐξάνω , ὁ ἐπὶ ἀλδήσεως τῶν καρπῶν
τὸν πατέρα , καὶ καθὼς ἐνετείλατο μοι ὁ πατήρ , οὕτως ποιῶ . Ἐγείρεσθε , ἄγωμεν ἐντεῦθεν . Ἐγώ εἰμι
7227310 καρπιμος
καλὰ τάμοιο βουσί τε καὶ σμινύῃσιν , ἔοι δέ κε κάρπιμος ὦκα . ὣς δ ' αὕτως Ταύρῳ κεραῷ πονέεσθαι
χρόνον ὃν ἠκρίβωσεν παρὰ τῶν μάγων . τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος , Φωνὴ ἐν Ῥαμὰ
Καὶ τῆς ὀριγάνου δὲ ἡ μέλαινα ἄκαρπος ἡ δὲ λευκὴ κάρπιμος . καὶ θύμον τὸ μὲν λευκὸν τὸ δὲ μέλαν
ἁμαρτιῶν αὐτῶν . Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος , Ἰδοὺ ἡ
7222709 Χυτροι
Περὶ ἑορτῶν Ποσειδεῶνος μηνὸς πέμπτηι φθίνοντος . . . . Χύτροι : . . . ἔστι δὲ καὶ Ἀττική τις
παρεκάλει ὁ Παῦλος ἅπαντας μεταλαβεῖν τροφῆς λέγων , Τεσσαρεσκαιδεκάτην σήμερον ἡμέραν προσδοκῶντες ἄσιτοι διατελεῖτε , μηθὲν προσλαβόμενοι : διὸ παρακαλῶ
τόπος προσαγορεύεται μὲν Πελεκανία : τούτου δ ' ἔστιν ἄττα Χύτροι καλούμενοι βαθύσματα τῆς λίμνης , ἐν οἷς κάλλιστόν φασι
σπόρον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ καθεύδῃ καὶ ἐγείρηται νύκτα καὶ ἡμέραν , καὶ ὁ σπόρος βλαστᾷ καὶ μηκύνηται ὡς οὐκ
7216744 ἀνεδιδου
* . . . Ἀνεκήκιεν : ἀνέφερεν , ἀνῄει , ἀνεδίδου : ἐκ τοῦ κίω , τὸ πορεύομαι , ἔκιον
καταντήσω εἰς τὴν ἐξανάστασιν τὴν ἐκ νεκρῶν . Οὐχ ὅτι ἤδη ἔλαβον ἢ ἤδη τετελείωμαι , διώκω δὲ εἰ καὶ
καὶ νύκτα , τῆς μὲν ἡμέρας τὸ κράτος ὁ πατὴρ ἀνεδίδου τῷ ἡλίῳ , οἷα μεγάλῳ βασιλεῖ , τῆς δὲ
τῷ λόγῳ ὃν εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐπορεύετο . ἤδη δὲ αὐτοῦ καταβαίνοντος οἱ δοῦλοι αὐτοῦ ὑπήντησαν αὐτῷ λέγοντες
7215215 κινναμωμῳ
πλῆθος ὥστ ' ἀντὶ φρυγάνων καὶ τῆς καυσίμου ὕλης χρῆσθαι κινναμώμῳ καὶ κασίᾳ καὶ τοῖς ἄλλοις . γίνεται δ '
καὶ μετόχους γενηθέντας πνεύματος ἁγίου καὶ καλὸν γευσαμένους θεοῦ ῥῆμα δυνάμεις τε μέλλοντος αἰῶνος , καὶ παραπεσόντας , πάλιν ἀνακαινίζειν
ῥίζα ὁμοία ταῖς τοῦ μέλανος ἐλλεβόρου , ἐοικυῖα τῇ ὀσμῇ κινναμώμῳ . φιλεῖ δὲ τραχέα καὶ ἔνικμα χωρία . Βάλανος
Τότε ἤρξατο ὀνειδίζειν τὰς πόλεις ἐν αἷς ἐγένοντο αἱ πλεῖσται δυνάμεις αὐτοῦ , ὅτι οὐ μετενόησαν : Οὐαί σοι ,
7212771 Ὑδη
. αὐτῶν κατὰ . . . . . . : Ὕδη , πόλις Λυδίας , ἐν ᾗ ᾤκει Ὀμφάλη .
προεχόμεθα ; οὐ πάντως , προῃτιασάμεθα γὰρ Ἰουδαίους τε καὶ Ἕλληνας πάντας ὑφ ' ἁμαρτίαν εἶναι , καθὼς γέγραπται ὅτι
ἐν ” πίονι δήμῳ . „ οὐδεμία δ ' εὑρίσκεται Ὕδη ἐν τοῖς Λυδοῖς . οἱ δὲ καὶ τὸν Τυχίον
τῇ συναγωγῇ κατὰ πᾶν σάββατον , ἔπειθέν τε Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας . Ὡς δὲ κατῆλθον ἀπὸ τῆς Μακεδονίας ὅ τε
7206812 καταπετασματος
' ἑκάστην ἡμέραν ἐπιθυμιᾶται τὰ πάντων εὐωδέστατα θυμιαμάτων εἴσω τοῦ καταπετάσματος , ἀνίσχοντος ἡλίου καὶ δυομένου , πρό τε τῆς
κατέχον οἴδατε , εἰς τὸ ἀποκαλυφθῆναι αὐτὸν ἐν τῷ ἑαυτοῦ καιρῷ . τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας :
πρωίας προστάττει καίεσθαι λύχνους ἐπὶ τῆς ἱερᾶς λυχνίας εἴσω τοῦ καταπετάσματος , πολλῶν χάριν : ἑνὸς μὲν ἵνα ἐκ διαδοχῆς
δυνάμεις πολλὰς διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν . Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἤκουσεν Ἡρῴδης ὁ τετραάρχης τὴν ἀκοὴν Ἰησοῦ , καὶ
7205720 μνους
ἄχυρα καὶ χνοῦν , ἐν δὲ Δαναΐσι τῶν χειρῶν ἔργα μνοῦς ἐστιν . τὰ μὲν οὖν τυλεῖα καὶ τὰ κνέφαλλα
καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ποιῶμεν . αὕτη γάρ ἐστιν ἡ ἀγάπη τοῦ θεοῦ , ἵνα τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν :
ποτὸν , καί μιν ἤν τις ἐπαφήσαιτο , μαλθακὸς ὡς μνοῦς ἐστιν , ἔστι δ ' ὅτε ἀντιτυπεύμενος : ἀερθεὶς
οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ , ἀλλ ' ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον , ὅτι ὁ φόβος κόλασιν
7204872 ρλβʹ
εἰς τὰ ὦτα γυναῖκες ρλαʹ . Ἐλαίου σαλκᾶ σκευασία πολυτελὴς ρλβʹ . Φουλιάτου σκευασία ρλγʹ . Σπεκάτου σκευασία ρλδʹ .
καὶ ὁ Χριστός , ἅπαξ προσενεχθεὶς εἰς τὸ πολλῶν ἀνενεγκεῖν ἁμαρτίας , ἐκ δευτέρου χωρὶς ἁμαρτίας ὀφθήσεται τοῖς αὐτὸν ἀπεκδεχομένοις
Περικλέα , οὐκ ἐναντία λέγων τοῖς ἐν Γοργίᾳ εἰρημένοις . ρλβʹ Λελοιδορήκαμεν τὴν τῶν λόγων τέχνην Λέγει δὲ τὴν δημώδη
τὸν κάμνοντα , καὶ ἐγερεῖ αὐτὸν ὁ κύριος : κἂν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκώς , ἀφεθήσεται αὐτῷ . ἐξομολογεῖσθε οὖν ἀλλήλοις
7204707 βουθυσια
παιὰν ᾄδεται . ὅταν δὲ τοῖς ἥρωσι θύσωσι , μεγάλη βουθυσία γίνεται καὶ ἑστιῶνται πάντες μετὰ τῶν δούλων : οἱ
. ἀλλ ' ὥσπερ ἐν παντὶ περισσεύετε , πίστει καὶ λόγῳ καὶ γνώσει καὶ πάσῃ σπουδῇ καὶ τῇ ἐξ ἡμῶν
; καὶ πῶς οὐ γελοῖον , ὁπότε περιφανὴς ἦν ἡ βουθυσία καὶ πᾶσι γνώριμος ; πῶς δ ' ἂν ἦλθεν
Τότε πορευθέντες οἱ Φαρισαῖοι συμβούλιον ἔλαβον ὅπως αὐτὸν παγιδεύσωσιν ἐν λόγῳ . καὶ ἀποστέλλουσιν αὐτῷ τοὺς μαθητὰς αὐτῶν μετὰ τῶν
7204664 Μενδητος
μὲν πάντες ὀΐων ἀπεχόμενοι αἶγας θύουσι : ὅσοι δὲ τοῦ Μένδητος ἔκτηνται ἱρὸν ἢ νομοῦ τοῦ Μενδησίου εἰσί , οὗτοι
ὅτι καὶ συζήσομεν αὐτῷ : εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνῄσκει , θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει . ὃ
ἑρμηνεύς ἐστι Πτολεμαῖος , οὐχ ὁ βασιλεύς , ἱερεὺς δὲ Μένδητος . οὗτος τὰς τῶν βασιλέων πράξεις ἐκτιθέμενος κατ '
κλέψωσιν αὐτὸν καὶ εἴπωσιν τῷ λαῷ , Ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν , καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης
7203914 Ἑκτη
προτίθεται , ἡ δὲ ἀντωνυμία καθ ' ἑαυτὴν λέγεται . Ἕκτη ἡ πρόθεσις , καὶ προτέτακται τοῦ ἐπιρρήματος , ὅτι
: λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων . εἰ δὲ τὸν
ὀλιγίστη . Ἐκ τοῦ εἰσορᾶν γίνετ ' ἀνθρώποις ἐρᾶν . Ἕκτη ἡμέρα : ἐπὶ τῶν ἀγαθῶν : ἐν ταύτῃ γὰρ
καὶ εὐσέβειαν δεδωρημένης διὰ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ καλέσαντος ἡμᾶς ἰδίᾳ δόξῃ καὶ ἀρετῇ , δι ' ὧν τὰ τίμια καὶ
7203138 ὠνομασμενη
. ἔνθα Σινώπην : πόλις τοῦ Πόντου ἡ Σινώπη , ὠνομασμένη ἀπὸ τῆς Ἀσωποῦ θυγατρὸς Σινώπης , ἣν ἁρπάσας Ἀπόλλων
ἦλθεν εἰς πᾶσαν [ τὴν ] περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν , ὡς γέγραπται ἐν βίβλῳ
ψευδομένη τῷ ὀνόματι ἡ δίκη . ψευδώνυμος ] + ψευδῶς ὠνομασμένη . ψευδώνυμος ] κληθῇ ἂν ψευδώνυμος . Ξ Δίκη
. Καὶ πάλιν εἶπον : κύριε , καὶ οἱ τὸ βάπτισμα λαβόντες τί ; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι :
7202235 ἰσχνη
καθ ' ὃν αὐτῆς τε τῆς ἀρτηρίας ἡ περιοχὴ παντάπασιν ἰσχνὴ καὶ πομφολυγώδης ἐστὶν καὶ τὸ ἔγχυμα ἀμαυρὸν καὶ ἐξίτηλον
ἐπὶ τὸ ὄρος Σιών , καὶ μετ ' αὐτοῦ ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες ἔχουσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ τὸ ὄνομα
' ἐξ ἀριστερῶν . ἔστι δ ' ἡ ἔκφυσις αὐτῶν ἰσχνὴ καὶ πλατεῖα , κατὰ γραμμὴν ἐγκαρσίαν ἐπ ' ὦτα
καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο μαθεῖν τὴν ᾠδὴν εἰ μὴ αἱ ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες , οἱ ἠγορασμένοι ἀπὸ τῆς γῆς .
7201232 ἀμπελοφυτος
Αἰγυπτίοις μόνοις ἐλαχίστοις δαπανήμασι καὶ πόνοις συγκομίζεται . ἥ τε ἀμπελόφυτος ὁμοίως ἀρδευομένη δαψίλειαν οἴνου τοῖς ἐγχωρίοις παρασκευάζει . οἱ
. εἰ δὲ ἐν δακτύλῳ θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια , ἄρα ἔφθασεν ἐφ ' ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ .
μοσχεύειν ἂν λέγοιτο . καὶ ξυστὰς μὲν καὶ στάσις ἡ ἀμπελόφυτος γῆ , εἰ μὴ κατὰ στοῖχον εἴη πεφυτευμένη ,
κατεργάζομαι αὐτὸ ἀλλὰ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία . Εὑρίσκω ἄρα τὸν νόμον τῷ θέλοντι ἐμοὶ ποιεῖν τὸ καλὸν ὅτι
7200089 Σεμνων
δείπνων σχὼν τὴν προσηγορίαν . . . . : τῶν Σεμνῶν Ἀθήνησιν καλουμένων θεῶν τὰς μὲν δύο Σκοπᾶς ἐποίησεν ἐκ
Ἰσκαριώτης , πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς εἶπεν , Τί θέλετέ μοι δοῦναι κἀγὼ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν ; οἱ δὲ ἔστησαν αὐτῷ
. ἱδρύσατο δὲ καὶ παρ ' Ἀθηναίοις τὸ ἱερὸν τῶν Σεμνῶν , ὥς φησιν Λόβων ὁ Ἀργεῖος ἐν τῶι Περὶ
καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ οἰκοδομῆσαι καὶ δοῦναι τὴν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν . ἀργυρίου ἢ
7199876 Βιος
οὐ δυνάμεθα . Βιοῖ γὰρ οὐδεὶς ὃν προαιρεῖται βίον . Βίος κέκληται δ ' ὡς βίᾳ πορίζεται . Βροτοῖς ἅπασιν
καὶ χρίσας ἡμᾶς θεός , ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν .
τοῖς πατρίοις ὕμνοις ὑπὸ Ῥωμαίων ἔτι καὶ νῦν ᾄδεται . Βίος δ ' αὐτοῖς ἦν βουκολικὸς καὶ δίαιτα αὐτουργὸς ,
οὐ διεκρίθη τῇ ἀπιστίᾳ ἀλλ ' ἐνεδυναμώθη τῇ πίστει , δοὺς δόξαν τῷ θεῷ καὶ πληροφορηθεὶς ὅτι ὃ ἐπήγγελται δυνατός
7199364 μελιτεια
ἁ μελίτεια : ἤγουν ἡ μελιτόεσσα : ἔστι δὲ ἡ μελίτεια εἶδος βοτάνης γλυκιζούσης . μελίτεια : εἶδος ἄνθους γλυκώδους
τοῖς πιστεύουσιν ἐν τῇ Μακεδονίᾳ καὶ ἐν τῇ Ἀχαΐᾳ . ἀφ ' ὑμῶν γὰρ ἐξήχηται ὁ λόγος τοῦ κυρίου οὐ
μελιτόεσσα : ἔστι δὲ ἡ μελίτεια εἶδος βοτάνης γλυκιζούσης . μελίτεια : εἶδος ἄνθους γλυκώδους . ῥόδα κισθός . .
ὑμῶν ἡ καρδία , καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ ' ὑμῶν . καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐμὲ
7197459 εὐθηνια
. ὁ οἶνος φθινήσει ὑπὸ πάχνης : τῶν ξυλικῶν καρπῶν εὐθηνία . τοῖς μικροῖς ζώοις εὔθετον τὸ ἔτος , τοῖς
πάντα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐν παραβολαῖς τοῖς ὄχλοις , καὶ χωρὶς παραβολῆς οὐδὲν ἐλάλει αὐτοῖς : ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν
τοξότῃ οὔσης αὐτῆς , εὐετηρία καὶ πολυομβρία , καὶ σίτου εὐθηνία , καὶ εὐφροσύνη ἐν τοῖς ἀνθρώποις : θρεμμάτων δὲ
τοῦ θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου , ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσιν . Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς , τοσοῦτον ἔχοντες
7194515 ὀπτανιον
δόκιμον , τὸ δὲ μαγειρεῖον οὐκέτι . ἀντὶ δὲ τούτου ὀπτάνιον λέγουσιν , τῆς μὲν δευτέρας συλλαβῆς ὀξυτονουμένης , τῆς
φωνὴν τοῦ στρουθίου ἀναστήσεται πᾶσα βοτάνη , τουτέστιν ὑπὸ τὴν φωνὴν ἀρχαγγέλου ἀναστήσεται πᾶσα φύσις ἀνθρωπίνη . Καὶ πάλιν εἶπον
' , ἀλλὰ τὰ κρέα . παῖδες , παράγετε . ὀπτάνιον ἔστιν ; ἔστι . καὶ κάπνην ἔχει ; δηλονότι
μετώπων αὐτῶν . καὶ ἤκουσα φωνὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὡς φωνὴν ὑδάτων πολλῶν καὶ ὡς φωνὴν βροντῆς μεγάλης , καὶ
7193554 Λιμην
. . . . . . . . . . Λιμήν χωστὸς ὑπόκειται καὶ Λέχαιον λεγομένη πόλις . . .
τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν ; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη ; μὴ γένοιτο .
καὶ Λιλυβαιίτης καὶ Λιλυβηίς . Λιμενῶτις , χερρόνησος Κελτική . Λιμήν , ὁ ὕφορμος τόπος . καὶ λιμενίτης ὁ ἐν
Χρείαν ὑμῶν οὐκ ἔχω : ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον τὰ δοκοῦντα μέλη τοῦ σώματος ἀσθενέστερα ὑπάρχειν ἀναγκαῖά ἐστιν , καὶ ἃ
7192511 Ποντικη
Παρωρεῖς . Νικόλαος Παρωρεάτας φησίν . : Μεσημβρία , πόλις Ποντική . Νικόλαος πέμπτῳ . Ἐκλήθη ἀπὸ Μέλσου . Βρίαν
ἐν ἀκροβυστίᾳ : καὶ σημεῖον ἔλαβεν περιτομῆς , σφραγῖδα τῆς δικαιοσύνης τῆς πίστεως τῆς ἐν τῇ ἀκροβυστίᾳ , εἰς τὸ
. καὶ Σίφνιον ποτήριον καὶ σιφνιάζειν . Σιωνία , πόλις Ποντική . τὸ ἐθνικὸν Σιωνίτης καὶ Σιωνῖτις τὸ θηλυκόν .
αὐτοὶ ] υἱοὶ θεοῦ κληθήσονται . μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης , ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν .
7191536 εὐκαρπια
ἐκ δὲ τούτου δηλοῖ τὴν εὐετηρίαν . Γ νῦν ἁπλῶς εὐκαρπία . οὕτω καὶ καλοῦσι τὸ ἐκ πυρῶν ἀληλεσμένων βρῶμα
λέγω , πᾶσιν λέγω , γρηγορεῖτε . Ἦν δὲ τὸ πάσχα καὶ τὰ ἄζυμα μετὰ δύο ἡμέρας . καὶ ἐζήτουν
πως καὶ ὁ ἀὴρ καὶ ἡ τοῦ ὅλου κατάστασις : εὐκαρπία γὰρ γίνεται τοιαύτη διὰ τὴν τοῦ ἀέρος εὐκρασίαν :
ἀπελθόντες δὲ εὗρον καθὼς εἰρήκει αὐτοῖς , καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα . Καὶ ὅτε ἐγένετο ἡ ὥρα , ἀνέπεσεν καὶ
7190888 κναφος
τοῦ κ λέγουσι τὸ “ γναφεύειν ” : ἔστι δὲ κνάφος ἀκανθῶδές τι , ᾧ ξύουσι τὰ ἱμάτια : οἱ
θεῷ καὶ δόκιμος τοῖς ἀνθρώποις . ἄρα οὖν τὰ τῆς εἰρήνης διώκωμεν καὶ τὰ τῆς οἰκοδομῆς τῆς εἰς ἀλλήλους :
: Διὰ τοῦ κνάφου τὰ ἱμάτια καλλωπίζει . ἔστι δὲ κνάφος εἶδος ἀκάνθης . . βάπτει ἢ λευκαίνει . .
θανάτου καθημένοις , τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης . Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανεν καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι ,
7189214 στρυφνοτης
. ἔστι δὲ τὰ τοιάδε οἷον γλυκύτης καὶ πικρότης καὶ στρυφνότης καὶ πάντα τὰ τούτοις συγγενῆ , ἔτι δὲ καὶ
ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν : γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθεν τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη , ὅτι ἤκουον εἷς
χυμὸς ὀνομάζεται . εἰσὶ δὲ ποιότητες ὀξύτης , αὐστηρότης , στρυφνότης , δριμύτης , ἁλυκότης , γλυκύτης , πικρότης .
δὲ δεῖ αὐτὸν πολλὰ παθεῖν καὶ ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης . καὶ καθὼς ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Νῶε ,
7187865 ὁρκανη
κατὰ στοῖχον , ἡ δὲ ἄλλως δασεῖα δένδροις οὐχ ἡμέροις ὁρκάνη . εἰ δέ τις καύσειε τὴν ὕλην , τὸ
τι μηδὲν ὤν , φρεναπατᾷ ἑαυτόν : τὸ δὲ ἔργον ἑαυτοῦ δοκιμαζέτω ἕκαστος , καὶ τότε εἰς ἑαυτὸν μόνον τὸ
φυλακή . ὁρκάνη γὰρ εἶδος δικτύου ἢ ἀφανισμός . θ ὁρκάνη ] εἶδος δικτύου ὃ καλεῖται σαργάνη . ὁρκάνη ]
βασιλεία τοῦ θεοῦ . ὅταν ὁ ἰσχυρὸς καθωπλισμένος φυλάσσῃ τὴν ἑαυτοῦ αὐλήν , ἐν εἰρήνῃ ἐστὶν τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ :
7186600 Ῥοικου
” Θεόδωροι δὲ γεγόνασιν εἴκοσι : πρῶτος Σάμιος , υἱὸς Ῥοίκου . οὗτός ἐστιν ὁ συμβουλεύσας ἄνθρακας ὑποτεθῆναι τοῖς θεμελίοις
ἐπὶ τὸν θρόνον καθήμενος , καὶ ὁ καθήμενος ὅμοιος ὁράσει λίθῳ ἰάσπιδι καὶ σαρδίῳ , καὶ ἶρις κυκλόθεν τοῦ θρόνου
; τὴν κόμην ἡψήσατο . ἑφθὴν τὴν κόμην ξανθίζεται . Ῥοίκου κριθοπομπία . . . . . οὐδέν ἐστ '
ὑπάρχοντες τοῦ θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ , χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου , τὸ θεῖον
7185078 Ἀχιλλειος
κοὐ περάσιμος : ὑπὸ χιόνος γὰρ καὶ πάγων ἐξείργεται . Ἀχίλλειος δρόμος , ὅπερ ἐστὶν ᾐὼν σφόδρα μακρά [ τε
ἄνθρωπε πᾶς ὁ κρίνων : ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον , σεαυτὸν κατακρίνεις , τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ
τρισκαιδεκάτῃ . ὁ οἰκήτωρ Σμίνθιος , καὶ διὰ διφθόγγου ὡς Ἀχίλλειος . καὶ Σμινθήιον . καὶ θηλυκῶς Σμινθία ἡ χώρα
νόμῳ τοῦ θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον , βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσίν μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ
7183615 εὐφορησει
ὑδάτων : σῖτος μέσος , ἡ ἄμπελος καὶ ἡ ἐλαία εὐφορήσει , τῶν βοῶν ἔσται φθορά . Δημόκριτος δέ φησι
ἀνυπόκριτος : καρπὸς δὲ δικαιοσύνης ἐν εἰρήνῃ σπείρεται τοῖς ποιοῦσιν εἰρήνην . Πόθεν πόλεμοι καὶ πόθεν μάχαι ἐν ὑμῖν ;
ὁ σῖτος ἔσται σύμμετρος . ἡ ἄμπελος καὶ ἡ ἐλαία εὐφορήσει . εὔθετον τὸ ἔτος πρὸς ἐνοφθαλμισμόν , οὐ μὴν
, ἔτι αὐτοῦ πόρρω ὄντος πρεσβείαν ἀποστείλας ἐρωτᾷ τὰ πρὸς εἰρήνην . οὕτως οὖν πᾶς ἐξ ὑμῶν ὃς οὐκ ἀποτάσσεται
7179718 ἀθαρα
δὲ τὴν σεμίδαλιν . . ἀθάρας : Ἤγουν κουρκούτης . ἀθάρα λέγεται ἡ ἰδιωτικῶς λεγομένη κουρκούτη : ἤγαγε δὲ αὐτὴν
ἀγγελικὸς , καὶ παρακλίσει τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων , διὸ λέγει πάσαν οὖν βιοτικὴν ἀποθόμεθαν μέριμναν , ὡς τὸν βασιλέαν τῶν
τὴν ἐρίγμην δὲ ἐντεῦθεν ἐτυμολογοῦσί τινες . 〛 ἔτνος ἐστὶν ἀθάρα μετὰ γάλακτος . . 〚 ἔτνους : Ὃ νῦν
ἀγγελικὸς , καὶ παρακλίσει τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων , διὸ λέγει πάσαν οὖν βιοτικὴν ἀποθόμεθαν μέριμναν , ὡς τὸν βασιλέαν τῶν
7171540 ἀφοδος
καὶ ῥύπος ὁ ἐκ παλαίστρας , γλήχων , ἀριστολοχεία , ἄφοδος μυῶν , κύμινον , κοχλίας σὺν τῷ ὀστράκῳ λεῖος
, καὶ ὁ μισθός μου μετ ' ἐμοῦ , ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τὸ ἔργον ἐστὶν αὐτοῦ . ἐγὼ τὸ Ἄλφα
ἔτι προσέχοντες τὸν νοῦν , ἀλλὰ μὴ φυγὴ εἴη ἡ ἄφοδος , εἰ καταλιπόντες τὰ χρήματα ἀπίοιεν , καὶ οἵ
πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ , καὶ τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ . ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι
7167636 παραλαμβανομενος
: ἐπιχείρημα δέ ἐστι λόγος πρὸς πίστιν τοῦ ὑποκειμένου ζητήματος παραλαμβανόμενος . ἠθικὴ δὲ πίστις ἐστὶ λόγος ἀπὸ τῆς τοῦ
γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ἀληθινὸς ὅτι Ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων . ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν
εἴπερ οὖν παρέλκεται ὁ οὖν σύνδεσμος μετὰ τῆς οὔ ἀποφάσεως παραλαμβανόμενος , οὐ δεόντως τὸν τόνον μετατίθησι . ταύτῃ γοῦν
εὐλογίαν καὶ μὴ ὡς πλεονεξίαν . Τοῦτο δέ , ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει , καὶ ὁ σπείρων ἐπ
7166697 Σαρματιᾳ
δὲ ἄρκτων ἀγνώστῳ γῇ . Τῶν δὲ ὀνομαζομένων ἐν τῇ Σαρματίᾳ πόλεων ἡ μὲν Ἑρμώνασσα τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχει ὡρῶν
ὅτι , καθώς φησι τὸ Εὐαγγέλιον , πᾶς γὰρ ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ ἁμαρτία
ἀγνώστῳ γῇ παρακειμένῃ ταῖς ἀρκτικωτάταις χώραις τῆς Μεγάλης Ἀσίας , Σαρματίᾳ καὶ Σκυθίᾳ , καὶ Σηρικῇ . Τῶν δὲ περιλαμβανομένων
θεόν . πάντες ἐξέκλιναν , ἅμα ἠχρειώθησαν : οὐκ ἔστιν ποιῶν χρηστότητα , οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός . τάφος ἀνεῳγμένος
7158481 Συριακος
πνεῖν εἰ μὴ πρὸς ὀλίγον : ὁ δὲ Μηδιακὸς καὶ Συριακὸς τῇ δυνάμει εἰσὶν ἀσθενέστεροι καὶ βρωμωδεστέραν ἔχουσι τὴν ὀσμήν
τὸν βασιλέαν τῶν ὄλων ὑποδεξόμεθα . Τότε ὁ ὀφθαλμός σου μήτε ὅθεν μήτε κὴνθεν ἐπάρεται , ἐκ τοῦ ἀγίου θυσιἀστιρίου
Ἐπέχει δὲ κοιλίαν ῥέουσαν καὶ σίδια ῥοιᾶς , καὶ ῥοῦς Συριακὸς ὁμοῦ κοπέντα , καὶ διὰ στόματος δοθέντα . Λουτέον
μὴ πνέῃ ἄνεμος ἐπὶ τῆς γῆς μήτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης μήτε ἐπὶ πᾶν δένδρον . καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον ἀναβαίνοντα
7158279 Γλαυξ
τῶν χυτρῶν . Τί δὲ χύτρα νὼ ' πωφελήσει ; Γλαῦξ μὲν οὐ πρόσεισι νῷν . Τοῖς δὲ γαμψώνυξι τοισδί
καὶ οὐ δυνάμεθα ἀρνεῖσθαι : ἀλλ ' ἵνα μὴ ἐπὶ πλεῖον διανεμηθῇ εἰς τὸν λαόν , ἀπειλησώμεθα αὐτοῖς μηκέτι λαλεῖν
ϲαφῶϲ : ὥϲτε καὶ ἐρυϲιπέλατα θεραπεύει τὰ μὴ ἰϲχυρά . Γλαῦξ ἡ πόα θερμὴ καὶ ὑγρὰ τὴν κρᾶϲίν ἐϲτιν :
αὐτόν ; ἀποκριθεὶς Σίμων εἶπεν , Ὑπολαμβάνω ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο . ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ , Ὀρθῶς ἔκρινας
7157448 Κορσεατης
ἐν τῇ Αἰλίᾳ . ἔστι καὶ Αἰνεάτης , ὡς Κόρσεια Κορσεάτης , Ὕδρεια Ὑδρεάτης , Ὀρνειαί Ὀρνεάτης , Κεγχρειαί Κεγχρεάτης
διὰ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ , εἰς τὸ γενέσθαι ὑμᾶς ἑτέρῳ , τῷ ἐκ νεκρῶν ἐγερθέντι , ἵνα καρποφορήσωμεν τῷ
καὶ Ἀσεάτης λέγεται . καὶ ὁ κωμήτης ὁμοίως , ὡς Κορσεάτης Ὀρνεάτης . Ἀσία , πόλις Λυδίας παρὰ τῷ Τμώλῳ
ὑμῖν τὰ ὅσια Δαυὶδ τὰ πιστά . διότι καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει , Οὐ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν
7156282 ματτουσι
Μεσαππίων . ὑπὸ δὲ τρυφῆς οἱ Τυῤῥηνοὶ πρὸς αὐλὸν καὶ μάττουσι καὶ πυκτεύουσι καὶ μαστιγοῦσιν . διαβόητοι δ ' ἐπὶ
θεοῦ . λέγει γὰρ ἡ γραφὴ τῷ Φαραὼ ὅτι Εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐξήγειρά σε ὅπως ἐνδείξωμαι ἐν σοὶ τὴν δύναμίν
τρυφῆς οἱ Τυρρηνοὶ , ὡς Ἄλκιμος ἱστορεῖ , πρὸς αὐλὸν μάττουσι καὶ πυκτεύουσι καὶ μαστιγοῦσιν . : , , .
φανεροὶ γένωνται ἐν ὑμῖν . Συνερχομένων οὖν ὑμῶν ἐπὶ τὸ αὐτὸ οὐκ ἔστιν κυριακὸν δεῖπνον φαγεῖν , ἕκαστος γὰρ τὸ
7156106 Λιμναι
, ἐν ἡδίσταις ἐλπίσι γίνονται σωτηρίας . Ποταμοὶ δὲ καὶ Λίμναι καὶ Νύμφαι αἱ ἐφυδριάδες ἀγαθοὶ πρὸς παίδων γονήν .
καὶ ἀπελθὼν ἐκρύβη ἀπ ' αὐτῶν . Τοσαῦτα δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτόν , ἵνα
τὸ θηλυκὸν Εὐριπίδης ὃς τὴν ἀρίστην Χερρονησίαν πλάκα . . Λίμναι : πόλις ἐν Ἑλλησπόντωι περὶ Σηστόν . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι
ἀπὸ θεοῦ ἐλήλυθας διδάσκαλος : οὐδεὶς γὰρ δύναται ταῦτα τὰ σημεῖα ποιεῖν ἃ σὺ ποιεῖς , ἐὰν μὴ ᾖ ὁ
7154353 Αἰθιοπικος
αὐτοῦ τὸ μὲν ἀνατολικώτερον Ἐρυθρὰ θάλασσα , τὸ δὲ δυτικώτερον Αἰθιοπικὸς ὠκεανὸς προσαγορεύεται . Τῶν δὲ λοιπῶν δύο κλιμάτων τὸ
ἀνατολὴ ἐξ ὕψους , ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις , τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν
λυγκία δʹ , ἄρκηλοι γʹ , καμηλοπάρδαλις μία , ῥινόκερως Αἰθιοπικὸς αʹ . ἑξῆς ἐπὶ τετρακύκλου Διόνυσος περὶ τὸν τῆς
τοιούτους ἐντίμους ἔχετε , ὅτι διὰ τὸ ἔργον Χριστοῦ μέχρι θανάτου ἤγγισεν , παραβολευσάμενος τῇ ψυχῇ ἵνα ἀναπληρώσῃ τὸ ὑμῶν
7151480 Αὐλη
. βοῶ . Αὔω : πνέω : ἐξ οὗ καὶ Αὐλή . Εὔβοια : ὄνομα πόλεως . Εὔμηλος : ἡ
καρδίαις αὐτῶν καὶ ἔβρυχον τοὺς ὀδόντας ἐπ ' αὐτόν . ὑπάρχων δὲ πλήρης πνεύματος ἁγίου ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδεν
στρατόν , . , , . , . . . Αὐλή : ὁ περιτετειχισμένος καὶ ὕπαιθρος τόπος , οἷον :
ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου , περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων . ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ
7151367 ἀποκτισις
ὀλίγων ἐρῶ . Πόλις ἦν ἐκ τοῦ Λατίνων γένους Ἀλβανῶν ἀπόκτισις ἀπέχουσα τῆς Ῥώμης σταδίους ἑκατὸν ἐπὶ τῆς εἰς Πραίνεστον
ὑμῶν ἐπὶ τὸ αὐτὸ οὐκ ἔστιν κυριακὸν δεῖπνον φαγεῖν , ἕκαστος γὰρ τὸ ἴδιον δεῖπνον προλαμβάνει ἐν τῷ φαγεῖν ,
τὴν πόλιν αὐτῶν ἀποικίαν Ῥωμαίων ἐποίησαν . ἦν δὲ Ἀλβανῶν ἀπόκτισις ἡ Καμερία πολλοῖς χρόνοις ἀποσταλεῖσα πρότερον τῆς Ῥώμης :
σπείρων ἐπ ' εὐλογίαις ἐπ ' εὐλογίαις καὶ θερίσει . ἕκαστος καθὼς προῄρηται τῇ καρδίᾳ , μὴ ἐκ λύπης ἢ
7150457 Ὀρνιθες
δὲ ἀκολουθεῖ τῷ λόγῳ τούτῳ περὶ ζῴων ἀεροπόρων εἰπεῖν . Ὄρνιθες ἱεροὶ πλουσίοις μᾶλλον ἢ πένησι σύμφοροι , οἱ δὲ
νηστείαν ἤδη παρεληλυθέναι , παρῄνει ὁ Παῦλος λέγων αὐτοῖς , Ἄνδρες , θεωρῶ ὅτι μετὰ ὕβρεως καὶ πολλῆς ζημίας οὐ
Πόσειδον , τοῦ μάκρους . Τίνες ᾠκοδόμησαν αὐτὸ τηλικουτονί ; Ὄρνιθες , οὐδεὶς ἄλλος , οὐκ Αἰγύπτιος πλινθοφόρος , οὐ
αὐτῶν ἐξεπήδησαν εἰς τὸν ὄχλον , κράζοντες καὶ λέγοντες , Ἄνδρες , τί ταῦτα ποιεῖτε ; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν
7149723 φυστις
: ἡ πεφυρμένη καὶ ἐπὶ γῆς πεσοῦσα . λέγεται καὶ φύστις ἡ ἔκφυσις , γονή . τοῦτο δὲ διὰ μέσου
ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἐπισκέψασθαι τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ . καὶ ἰδών τινα ἀδικούμενον ἠμύνατο καὶ ἐποίησεν ἐκδίκησιν
ἐξ ἀγγελίας μάθησις , οὕτω καὶ ἐκ τοῦ φύω φύσω φύστις ἡ φυὴ καὶ ἡ φύσις . . ἐξέφθινται ]
, ὃς ἐδίδασκεν τῷ Βαλὰκ βαλεῖν σκάνδαλον ἐνώπιον τῶν υἱῶν Ἰσραήλ , φαγεῖν εἰδωλόθυτα καὶ πορνεῦσαι : οὕτως ἔχεις καὶ
7146445 παιδερως
ὑφήν τινα βομβυκοειδῆ γίνεσθαί φασι . Ἄκανθος ἢ μελάμφυλλος ἢ παιδέρως φύεται ἐν παραδείσοις καὶ ἐν πετρώδεσι καὶ ἐνύδροις χωρίοις
ἔτι κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανεν . μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται : ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις
μεῖζον δὲ πρὸς τὸ τῆς ἀκάνθης μᾶλλον , ἥτις καὶ παιδέρως καλεῖται : καυλοὺς δ ' ἀνίησιν ἀπὸ τῆς ῥίζης
εὔχεσθε ὑπὲρ ἀλλήλων , ὅπως ἰαθῆτε . πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη . Ἠλίας ἄνθρωπος ἦν ὁμοιοπαθὴς ἡμῖν , καὶ
7145268 Ὀρνεων
ναὸς θεοῖς πᾶσιν ἐς κοινὸν ἀνειμένος . τὰ δὲ ἐπέκεινα Ὀρνεῶν ἥ τε Σικυωνία καὶ ἡ Φλιασία ἐστίν . ἐρχομένοις
[ ὁ ] Ἰησοῦς , Οὐκ ἔστιν γεγραμμένον ἐν τῷ νόμῳ ὑμῶν ὅτι Ἐγὼ εἶπα , Θεοί ἐστε ; εἰ
τοῦ Πριάπου τιμωμένου παρ ' αὐτοῖς , εἴτ ' ἐξ Ὀρνεῶν τῶν περὶ Κόρινθον μετενηνεγμένου τοῦ ἱεροῦ , εἴτε τῷ
Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ , Ὃν ἔγραψεν Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται εὑρήκαμεν , Ἰησοῦν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ
7141310 Στυμφηλος
, Φθίος τε καὶ Τηλεβόας , Αἵμων , Μαντίνους , Στύμφηλος , Κλείτωρ , Ὀρχομενός τε καὶ ἄλλοι , οἳ
τὰ μὲν ὑποδείγματα τῶν ἐν τοῖς οὐρανοῖς τούτοις καθαρίζεσθαι , αὐτὰ δὲ τὰ ἐπουράνια κρείττοσιν θυσίαις παρὰ ταύτας . οὐ
ἑαυτὸν ἔρριψεν εἰς ποταμὸν Νύκτιμον : ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Στύμφηλος μετωνομάσθη . Ἀλφειὸς δὲ ἐκλήθη δι ' αἰτίαν τοιαύτην
ὅταν ὑμᾶς καλῶς εἴπωσιν πάντες οἱ ἄνθρωποι , κατὰ τὰ αὐτὰ γὰρ ἐποίουν τοῖς ψευδοπροφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν . Ἀλλὰ

Back