πολύ : ἔχει δὲ φύλλον δαφνοειδὲς πλατυφύλλου δάφνης , πλὴν στρογγυλώτερον καὶ μεῖζον ὥσθ ' ὅμοιον φαίνεσθαι τῷ τῆς πτελέας
ἄνθη πορφυρᾶ , ἐν οἷς τὸ σπέρμα ὡς κνῆκος , στρογγυλώτερον δέ . Ἄκανθα Ἀραβικὴ ἔοικε τῇ λευκῇ ἀκάνθῃ :
5961377 πρασιῳ
καὶ δυσεπούλωτα θεραπεύει . Ὤρμινον βοτάνη ἐστὶν ὅμοιον τὴν ἰδέαν πρασίῳ . ταύτης τὸ σπέρμα πινόμενον συνουσίας παρορμᾷ . τὰ
διαμένει καὶ ἐν μέλιτι ἀποτεθέντα . Στάχυς θάμνος ἐστὶν ἐμφερὴς πρασίῳ , ὑπομηκέστερα δὲ καὶ πλείω τὰ φύλλα ἔχων ,
5824128 Ἀειζῳον
ὀστράκοις δ ' ἔνιοι φυτεύουσιν αὐτὸ ἐπὶ τῶν οἰκημάτων . Ἀείζῳον τὸ μικρὸν φύεται ἐν τοίχοις καὶ τάφροις ὑποσκίοις καὶ
ἐρυθρούς , ἐφ ' ὧν ἀθέρες οἱονεὶ τρίχες ἐκπεφύκασιν . Ἀείζῳον μέγα καυλοὺς ἀνίησι πηχυαίους καὶ μείζονας , πάχος μεγάλου
5457960 βαρυοσμα
φύλλα μακρότερα πολλῷ τοῦ ἄλλου πηγάνου ἔχων , τρυφερώτερα , βαρύοσμα : ἄνθος λευκόν , ἐπ ' ἄκρου δὲ κεφάλια
, ἔνδοθεν λευκά , ἐκ δὲ τῶν ἐκτὸς χλωρά , βαρύοσμα . Λιγυστικὸν φύεται μὲν πολὺ ἐν Λιγυστίᾳ , πάνακες
5292263 φυλλοις
ὀργάνοις . Καρύα τὸ δένδρον ἔχει μέν τι κἀν τοῖς φύλλοις κἀν τοῖς βλαστοῖς στυπτικόν , ἐνεργὲς δὲ καὶ πλεῖστον
στόμαχον σπόγγους ὄξει δριμυτάτῳ θερμῷ βεβρεγμένους ἐντίθει : ἢ κισσοῦ φύλλοις ἑφθοῖς ἐν οἴνῳ κατάπλασσε . [ Περὶ λυγμοῦ .
5263765 ἐπεσχισμενα
φύλλα δ ' ἔχει ὠκίμῳ ὅμοια , μικρότερα δὲ καὶ ἐπεσχισμένα ἐκ τῶν ἄνωθεν μερῶν , κλωνία δὲ πέντε ἢ
ἀκανθώδη , ὑπόκενον : φύλλα δ ' ἔχει ἐκ διαστημάτων ἐπεσχισμένα ἀραιῶς , σόγχῳ ἐμφερῆ τὴν περιφέρειαν , ἄνθη μήλινα
5119739 καυλον
ἐν τοῖς σκιεροῖς ἄγκεσι γινομένης στερεᾶς τε τὴν φύσιν καὶ καυλὸν ἐκτρεφούσης παρόμοιον ταῖς καλουμέναις βουνιάσιν : οἱ δὲ τῆς
καὶ πρὸς στραγγουρίαν τὸ τριχομανὲς ποιεῖ : ἔχει δὲ τὸν καυλὸν ὅμοιον τῷ ἀδιάντῳ τῷ μέλανι , φύλλα δὲ μικρὰ
5113407 καρποις
: τὰ μὲν γὰρ ἐπικουρεῖ τοῖς ὅπλοις , τὰ δὲ καρποῖς καὶ τέχναις καὶ ἠθοποιίαις . φανεραὶ δὲ καὶ αἱ
ποταμῶν παντοδαπῶν διαρρεῖ , καὶ ποιεῖ κατάφυτον πολλοῖς κηπεύμασι καὶ καρποῖς παντοδαποῖς τὴν χώραν . Τοῦ δὲ κατὰ τοὺς ποταμοὺς
5009600 φυλλον
οὐ γίνεται , οὐ γὰρ γίνεται ἐξ ἑτέρου ὅθεν τὸ φύλλον τὸ πρῶτον τροφὴν ἕξει , ἀλλ ' αὐτὸς ὁ
δὲ βάλανος ἔχει μὲν τὴν προσηγορίαν ἀπὸ τοῦ καρποῦ : φύλλον δ ' αὐτῇ παραπλήσιον τῷ τῆς μυρρίνης πλὴν προμηκέστερον
4978404 ἐντετμημενα
τὰ δένδρα καὶ τὴν συλλογήν . εἶναι δ ' ἀμφοτέρων ἐντετμημένα καὶ τὰ στελέχη καὶ τοὺς κλάδους , ἀλλὰ τὰ
σπιθαμῆς ἔχουσα ἢ καὶ μεῖζον ὕψος : πέταλα δ ' ἐντετμημένα , ὑπόλευκα , ἐκπεφυκότα ἐκ τοῦ καυλοῦ : μονόκλαδος
4945766 χρωμασι
' οὐκ εἴασεν αὐτῶν χείρω χρώματα , αὐτοῖς δὴ τοῖς χρώμασι τὴν Ἅδου πύλην παρασημαίνοντα . Πλὴν ἄλλ ' ἐστι
ἀρχαῖς βραχύ τι ἂν διαλλάξαιεν τῇ τε συστάσει καὶ τοῖς χρώμασι καὶ τοῖς παρυφισταμένοις . Προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου διασκεδασθείη
4918851 δενδροις
οἱ μὲν ἄλλοι χωρισθέντες ἀνεπαύοντο , οἱ μὲν ὑπὸ τοῖς δένδροις ὡς ἀγροῦ παρακειμένου , οἱ δ ' ὅπηι βούλοιντο
Ῥίζα . δι ' ἧς ῥέει τὸ ζῆν ἄνω τοῖς δένδροις . τινὲς δὲ φασὶ πλεονασμὸν εἶναι τοῦ ρ ,
4899785 ἀκανθωδεσι
τι καὶ ἄνθος : καὶ τῶν φυλλακάνθων ἔνια , πλὴν ἀκανθώδεσι κομιδῆ , καθάπερ ὁ σόγκος . Ἔστι δὲ καὶ
τῆς φιλανθρώπου λεγομένης καὶ ξανθίου τὸ σπέρμα τὸ ἐν τοῖς ἀκανθώδεσι σφαιρίοις εὑρισκόμενον παρεοικὸς λίνου σπέρματι , ἐλειῶν ἀσπαράγων ῥίζαι
4898828 φυεται
φύλλα γευομένῳ πυρωτικὰ ἰσχυρῶς καὶ δριμέα , ῥίζα ἄχρηστος . φύεται δ ' ἐν πεδίοις καὶ ἐν τραχέσι τόποις καὶ
τῶν τὰ ἀγαθὰ ἀγγελλόντων . Οὔ ποτε ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὔθ ' ὑάκινθος . Οὐδ ' ἴσασιν ὅσῳ πλέον
4869791 ὑποπλατυ
καθ ' ἃ ἂν ὑφίστασθαι τύχῃ . εἰ μὲν οὖν ὑπόπλατυ τὸ ἀπόστημα τύχοι καὶ μὴ πάνυ ἐξωγκωμένον , εὐθυτομήσομεν
τὰ μὲν πολλὰ ἁλυκὰ , ἓν δ ' ἡσυχῆ μὲν ὑπόπλατυ , τῇ δὲ χρείᾳ ὑγιεινὸν καὶ ψυχρὸν , τὰ
4813524 ἀποτομοις
Ἐνίοτε δὲ τὰ δοκοῦντα μέρη πόλεως εἶναι κρημνώδη καὶ πέτραις ἀποτόμοις ὠχυρωμένα τῶν διὰ χειρὸς ἀνεστηκότων τειχῶν ἔδωκε τοῖς πολιορκοῦσιν
δὲ συμφοροῦντες [ αὐτῶν ] φακέλλους φρυγάνων καὶ παρὰ τοῖς ἀποτόμοις τῆς πέτρας βωμοὺς ἐγείροντες ὑψηλοὺς ὑφῆπτον ἀνέμῳ παραδιδόντες τὰς
4813244 ἐπιμηκεσι
κείσθω ἐκ τετραδακτυλιαίων διαστημάτων ἐκτετρημένη , καὶ τὰς ἀρχὰς κατερράφθω ἐπιμήκεσι ξύλοις τετραγώνοις . τοῦτο δὲ πράττομεν διὰ τὸ μὴ
: μάχην εἱλικοέσσαις : ἑλικοέσσαις , ἤτοι ταῖς σπειρώδεσιν ἢ ἐπιμήκεσι . * καθήλατο : κατεπήδα ἐπήδησε τύψε δὲ κώλοις
4763427 πηγνυσθαι
γλίσχρου τοῦ αἵματος κατὰ τῶν σωμάτων ἐπίπαγος ἀποτακῇ μετὰ τοῦ πήγνυσθαι τὴν ἐπιφάνειαν καὶ δυσάλωτον εἰς τὴν τῶν ἐξανθημάτων γένεσιν
οἷον συκῆ καὶ ἄμπελος καὶ πλάτανος καὶ ἕκαστον λείπεται τοῦ πήγνυσθαι τὸν ὀπόν , παντὶ δὲ ὁμοῦ ἐξισοῦται . Μέχρι
4759293 μεσπιλου
τὸ μὲν ἐλάχιστον ἔχει μέγεθος πυρῆνος , τὸ δὲ μέσον μεσπίλου , τὸ δὲ μέγιστον ὥστε βασιλικοῖς παραβάλλεσθαι καρύοις .
περὶ διαμονῆς καὶ ἀποθέσεως συκαμίνων . οαʹ . περὶ φυτείας μεσπίλου . οβʹ . περὶ φυτείας κερατίων . ογʹ .
4741688 ψαμμωδεις
ἐπειδὴ ἀφόρους καὶ δυσφόρους χώρας , καὶ τὰς ἀνύδρους καὶ ψαμμώδεις , ὅπως ἐπαινεῖν χρὴ ὑπέδειξα . ὅτι γὰρ τῶν
στέγειν ὕδωρ δύναται . εἰσὶ δὲ ὀλίγοι τόποι τραχεῖς καὶ ψαμμώδεις εὐλάχανοι , οἳ πολὺ δηλονότι τῆς ἰλύος ἔχουσιν ,
4724139 φυκιοις
ἀκταῖς , εὑρίσκεται δ ' ἐν βρύοις καὶ πράσοις καὶ φυκίοις : ἔοικε φυτῷ , θαλαττίῳ μύκητι : δυσέκρυπτον δὲ
βαλάντιον δὲ τρισχιλίων δραχμῶν ὑπὸ τοῦ κύματος ἀπεπτύσθη καὶ κεῖται φυκίοις κεκαλυμμένον πλησίον δελφῖνος νεκροῦ , δι ' ὃν οὐδεὶς
4713838 ἀποκρουσει
πρὸς τὸ ἄνω τοῖς κέρασιν ἐσχηματίσθαι , ἐν δὲ τῇ ἀποκρούσει , τὸν ἀριθμὸν τῶν τριάκοντα ἡμερῶν πληρώσασαν , εἰς
. ποιεῖ δὲ ἐπὶ τῶν ῥευματιζομένων τοὺς ὀφθαλμούς . ἐν ἀποκρούσει σκεύαζε τῆς σελήνης καὶ τὸν δακτύλιον καὶ τὸ κολλούριον
4707797 δενδρεσι
ὁ αὐχμὸς κακός ἐστιν , ὅτι ἀποξηραίνεται καὶ ἀφανίζεται . δένδρεσι μὲν χειμὼν φοβερὸν κακόν , ὕδασι δ ' αὐχμός
ἡ δὲ τῇ , εὖρος ἐοῦσα ἑκατέρη ἑκατὸν ποδῶν , δένδρεσι κατάσκιος . Τὰ δὲ προπύλαια ὕψος μὲν δέκα ὀργυιέων
4652223 ῥιζαις
, καὶ τῶν φυκίων δὲ τῶν βαφικῶν τὰ πρὸς ταῖς ῥίζαις χλωρὰ καὶ πρὸς τούτοις τὰ ἐν ταῖς πέτραις τῆς
προσπεπηγὸς δάκρυον ὅμοιον τῷ λιβανωτῷ πρὸς τοῖς καυλοῖς καὶ ταῖς ῥίζαις . τοῦ δ ' ὀποῦ διαφέρει ὁ ἐν Σαρδόνι
4602996 σημανουσι
Αἱ δέ ἐπιτάσεις τῶν πονηρῶν τούτων χρωμάτων τὰς διαφοράς σοι σημανοῦσι τῆς παρὰ φύσιν θερμότητος καὶ δὴ ἐντεῦθεν διακριτέον τῷ
καὶ ὕψος ἐπικτήσονται , καὶ ὅσον οὔπω ἐσομένους ἱδρῶτάς σοι σημανοῦσι , καὶ μάλιστα ἢν πέψεως προηγησαμένης σημεῖα ὁρῴῃς .
4598904 Ἀκονιτον
καὶ εὐώδης : παρ ' ἐνίοις δὲ καὶ κηπεύεται . Ἀκόνιτον ἢ παρδαλιαγχὲς ἢ κυνοκτόνον φύλλα ἔχει τρία ἢ τέσσαρα
σπιθαμῆς : ῥίζα ὁμοία σκορπίου οὐρᾷ , στίλβουσα ἀλλαβαστροειδῶς . Ἀκόνιτον ἕτερον , ὃ ἔνιοι λυκοκτόνον καλοῦσι , γεννᾶται δὲ
4596027 κασιαν
δὲ λίβανον μὲν καὶ σμύρναν ἐκ δένδρων γίνεσθαί φασι , κασίαν δὲ καὶ ἐκ θάμνων : τινὲς δὲ τὴν πλείω
φαρμάκου καὶ προσέτι τὸ ἑλένιον καὶ τὸν ναρδόσταχυν καὶ τὴν κασίαν , ἔχειν δὲ ἐσκευασμένον ἕτοιμον διττόν , ὡς ἡμεῖς
4592979 ἀκρεμοσι
τὸ Ἰνδικὸν χεῦμα τοῦ Χοάσπου πιστάκια ἀμυγδαλόεντα φαίνεται ἐν τοῖς ἀκρεμόσι . * χεῦμα : ποταμόν * Χοάσπου : ποταμὸς
παραπλήσιον δὲ μάλιστα τῇ ἀπίῳ καὶ φύλλοις καὶ ἄνθεσι καὶ ἀκρεμόσι καὶ τῷ ὅλῳ σχήματι : πλὴν τὸ μὲν ἀείφυλλον
4525532 μερεσι
, τὸ ἀλλοιοῦν , τὸ ἀναδιδόναι , τὸ προστιθέναι τοῖς μέρεσι , τὸ προσφύειν ταύτην αὐτοῖς , τὸ ἐξομοιοῦν πρὸς
εἰπεῖν οὗτοι . Πλὴν εἴ τις * ἐν τούτοις τοῖς μέρεσι λέγοι τὴν σύντηξιν ὑπάρχειν : ἐπεὶ ὅταν γε ἁπλῶς
4504853 φυτοις
ἐναντίαν γεννᾷ εἴδωλον αὐτῆς αἴσθησιν καὶ φύσιν τὴν ἐν τοῖς φυτοῖς . Οὐδὲν δὲ τοῦ πρὸ αὐτοῦ ἀπήρτηται οὐδ '
δὲ κίνδυνος μολεῖν . κύκλος γὰρ αὑτὸς καρπίμοις τε γῆς φυτοῖς θνητῶν τε γενεᾷ : τῶν μὲν αὔξεται βίος ,
4476502 καταφυτος
μὲν περικείμενον ἔχων σιδηροῦν περίφραγμα , ἐντὸς δ ' αἰγείροις κατάφυτος . πάλιν δ ' εἴ τις εἰς τὴν ἀγορὰν
ἔχον τῆς Ἴσιδος , Σεσώστριος ἀφίδρυμα : εἶτα νῆσος ἐλαίᾳ κατάφυτος ἐπικλυζομένη , μεθ ' ἣν ἡ Πτολεμαῒς πρὸς τῇ
4473936 αἰγυπτιας
βʹ . κηρωτὰς βʹ ταύτας ἔχεις ὁμοῦ γρα - φείσας αἰγυπτίας , ἃς ὀλίγοι τῶν ἀνθρώπων ἔχουσιν . σκεύαζε θαρρῶν
δέκα ἀριθμῷ , ὠοῦ λέκιθον αʹ : λείου ἀφεψήματι ἀκάνθης αἰγυπτίας ἀποτριτωθέντι . Ἄλλο . Ὕελον ὄξει λεάνας εὖ μάλα
4443559 κυαθοις
καὶ κύμινον τρίψας ἐν τῷ αὐτῷ δὸς πιεῖν ἐν ὀξυμέλιτος κυάθοις Ϛ ὁλκὴν μίαν : ἢ ἀμπέλου φύλλα ἢ ἕλικας
κυάμῳ ἴσον . ἔδοσάν τινες ἀφρονίτρου κοχλιάριον α ἐν τρισὶ κυάθοις μελικράτου . καστορίου , πεπέρεως , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος ,
4438820 ἐκκαιομενον
ἐργάζεται καὶ εἰϲ ἀνέμου χρονίου ῥύϲιν ποιεῖ τὸ κατὰ βραχὺ ἐκκαιόμενον . κοινῶϲ μὲν οὖν πᾶϲ ἄνεμοϲ ἐκτενεϲτέραν ἀπόλαυϲιν ἀέροϲ
ἐσθιόμενα , σύμφυτον πετραῖον διαμασώμενον , καταπλασσόμενα δὲ ὠφελεῖ στόμαχον ἐκκαιόμενον , πολύγονον , σέρις , σόγχος , σέλινον κηπαῖον
4427567 ἁπαλωτερον
; Ἀλλ ' ἐγώ σε , ἔφη , θήσω γυναικῶν ἁπαλώτερον καὶ λευκότερον τὴν χροιὰν οὐ πολλοῦ χρόνου . Καὶ
πρὸς μεσημβρίαν τετραμμένον τῆς περιφερείας μέρος ὑγρότερον καὶ μανότερον καὶ ἁπαλώτερον καὶ εὐκαμπέστερον καὶ ἐλαφρότερον καὶ εὐτονώτερον καὶ τέκτονι εὐχερέστερον
4417878 τελεσφορηθηναι
ἂν οἱ ἐξ αὐτῶν καλούμενοι ψῆνες εἰς τοὺς ὀλύνθους μεταστάντες τελεσφορηθῆναι τούτους παρασκευάζωσιν . τοῦτο δ ' ἐρινάζειν λέγεται .
ἔστιν γόνιμα καὶ τὰ ὑπηνέμια ? ? ᾠὰ οὐ δύναται τελεσφορηθῆναι [ ] ? . Ἡ δ ' ἐν τῆι
4412420 προσεσταλμενα
μικράν , ὄμμα μέλαν , ῥῖνας μὴ συμπεπτωκυίας , ὦτα προσεσταλμένα , τράχηλον ἁπαλόν , χαίτην βαθεῖαν , οὐλοτέραν βραχύ
ἃ μηδὲν τῷ ἔξω χωρίῳ ἐπικοινωνέει , ἀλλ ' ἔστι προσεσταλμένα τε καὶ ἀνώδυνα : καὶ πᾶν τὸ ἔξω χωρίον
4412253 παραπλεκεσθω
ἂν ἁρμόττῃ . ἀνωδύνου δ ' ὄντος τοῦ ἕλκους , παραπλεκέσθω σμύρνης , ἴρεως , ἀριστολοχίας ἀνὰ ⋖ γ ,
καὶ μᾶλλον τοῦ κριθίνου ἀλεύρου . τούτοις δὲ σῦκον ἑφθὸν παραπλεκέσθω , ποτὲ δὲ καὶ περιστερᾶς ἄφοδος . καὶ συνεχέστερον
4399950 λιβανοιο
θύου ἢ σμύρνης ἢ εὐόδμου καλάμοιο ἢ καὶ θεσπεσίοιο πεπαινομένου λιβάνοιο ἢ κασίης : ἐτεὸν γὰρ ἀνὰ χθόνα λύσατο κείνην
Γερραίης δὲ τῆς Ἀραβικῆς . Γέρρα γὰρ πόλις τῆς Ἀραβίας λιβάνοιο δὲ χύσιν εἶπε ἐπεὶ περίκειται ἡ λιβανωτὶς τοῖς κλάδοις
4395668 χωριοις
ἅρματος ξὺν τοῖς πρώτοις ἔφευγε . καὶ ἔστε μὲν ὁμαλοῖς χωρίοις ἐν τῇ φυγῇ ἐπετύγχανεν , ἐπὶ τοῦ ἅρματος διεσώζετο
οὕτως ἐκάλουν οἱ Ἀττικοὶ τὰ ἐπόντα ταῖς ὑποκειμέναις οἰκίαις καὶ χωρίοις γράμματα , δηλοῦντα ὅτι ὑπόκεινται δανειστῇ : Δημοσθένης ἐν
4387149 Σαμοθρᾳκιον
καὶ σκαμωνίας ὀπόν , καὶ κάρδαμον Μιλήσιον , καὶ κρόμμυον Σαμοθρᾴκιον , καὶ καυλὸν ἐκ Καρχηδόνος , καὶ σίλφιον θύμον
Σαμοθρᾴκη Σύλλα παρόντος ἐλήφθησαν , καὶ τὸ ἱερὸν ἐσυλήθη τὸ Σαμοθρᾴκιον χιλίων ταλάντων κόσμον , ὡς ἐνομίζετο . ὃ δέ
4382447 ὑψιγυιον
ξύλα μακρὰ οἷς † λακτίζουσι καὶ ὀροφοῦσι τοὺς θαλάμους . ὑψίγυιον : ὑψηλόν . πρὸς οἰκοδομίαν χρήσιμον . ὑπ '
Ἵππαρις οἷσιν ἄρδει στρατόν , κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος , ὑπ ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε
4378951 ἐπιβεβληνται
ἄκανθαι πεφύκασι λευκαὶ καὶ μέλαιναι . ἐπ ' αὐτῆισι στέφανοι ἐπιβέβληνται ἄνω τῆς ἀκάνθου τοῦ ἄνθεος , καὶ ῥοιῆς [
κάτω γένυν . λοιποὶ δ ' οἱ δύο μύες ἔξωθεν ἐπιβέβληνται τῷ μήκει τῆς κάτω γένυος , παραφερόμενοί τε καὶ
4363723 κυλιξιν
τὸ δὲ Ϛʹ τῷ οἴνῳ , τὸ δὲ ζʹ ταῖς κύλιξιν , τὸ δὲ ηʹ τοῖς ἀπαντῶσιν , τὸ δὲ
ἀγκῶνα προβαλόντες καὶ τὸν αὐχένα ἐγκάρσιον ἐπιστρέψαντες , ἐνερευγόμενοι ταῖς κύλιξιν , ὕπνῳ βαθεῖ πιέζονται . μηδὲν μήτε ἰδόντες μήτε
4359457 εἰσπλεουσι
χοιραδώδεις δὲ κατὰ τὰ στόματα , ὥστε δεῖν προσοχῆς τοῖς εἰσπλέουσι . διὰ δὲ τὴν ἀρετὴν τῶν τόπων καὶ οἱ
τὸ δὲ ἑῷον μέρος , ὅπερ ἐστὶ καὶ δεξιὸν τοῖς εἰσπλέουσι , μῆκος ἔχει ͵ε ἢ μικρῷ πλέον ἀπὸ τοῦ
4352540 φυλλορροειν
τῆς ἀμπέλου τοῦτον πρὸς τὴν ἀφιέρωσιν διὰ τὸ τὴν μὲν φυλλορροεῖν , τὸν δὲ πάντα τὸν χρόνον ἀειθαλῆ διαμένειν :
καὶ οἷς τὸ πήγνυσθαι τὸν ὀπόν , τούτοις καὶ τὸ φυλλορροεῖν . οὐδὲν δ ' ἄτοπον , εἰ τὸ τοιοῦτον
4337200 πλατυνομενα
στενὰ μὲν τῇ βάσει κεχρημένα , κατὰ δὲ τὴν κορυφὴν πλατυνόμενα . Διαφέρει δὲ τὸ στεάτωμα χοιράδος , τὸ μαλακώτερον
τοῖς προσβορείοις : ἐν δὲ τοῖς πρὸς νότον σχιζόμενα καὶ πλατυνόμενα πολὺ ταπεινοῦσθαι , ἅμα δὲ καὶ τὸ πολὺ τοῦ
4323825 φυλλα
τοῦ φλοιοῦ ἁρμόϲει τὸ ἀφέψημα ἢ ϲίδια καταπλαϲθέντα ἢ μυρϲίνηϲ φύλλα ϲὺν κηρωτῇ μυρϲίνῃ ἐπιτιθέμενα : κρατύνεϲθαι γὰρ δεῖται τὰ
οἰδήματα τῶν ποδῶν ἐξαίρετα ἀνθήλην ἐν ὄξει βεβρεγμένην ἐπιδεῖν καὶ φύλλα κράμβηϲ πλατέωϲ ἐπιτιθέναι καὶ τὴν Κιμωλίαν μετ ' ὄξουϲ
4319320 Ἐλεφαντινη
δὴ δυοῖν ὄντοιν τῆς Αἰγύπτου μερῶν ἐπὶ τῆς Λιβύης ἡ Ἐλεφαντίνη πεπόλισται : πάντα γὰρ ἐνταῦθα ἤδη συμπέπτωκεν , Αἴγυπτος
δὲ οἰκήματα ἄττα προσγεγενῆσθαι , καὶ ὄνομα εἶναι τῷ χωρίῳ Ἐλεφαντίνη ἀπὸ Ἐλε - φαντίνης τῆς ἐν Αἰγύπτῳ . ἔχαιρον
4315505 ὠμαις
: πυριᾶν δὲ χρὴ καὶ τοῖς καταπλάσμασιν , ἐμπλάσσοντας ταῖς ὠμαῖς λύσεσιν ἀρτεμισίαν , ἀμάρακον , ἴριν ἢ ἕτερόν τι
δὲ πλῆθος παράκειται , καὶ βδέλλαις κενοῦντα καὶ ταῖς κοιναῖς ὠμαῖς λύσεσι καταπλάττειν . Οἱ ἄπρακτα μόρια ἔχοντες πρὸς ἀφροδίσια
4304151 διαστημασιν
διαφοράς . ἁρμονία μὲν οὖν καλεῖται τὸ τοῖς μικροτάτοις πλεονάσαν διαστήμασιν ἀπὸ τοῦ συνηρμόσθαι , διάτονον δὲ τὸ τοῖς τόνοις
ἐστι σφυγμῷ τῷ τῶν ἐγγιζόντων τῇ ἀκμῇ καὶ τοῖς χρονικοῖς διαστήμασιν ὁ αὐτὸς τῷ τῶν ἀκμαζόντων , πλὴν ἐπ '
4301224 καρπος
προσαντλούμενον , καὶ μάλιστα ὅσαι σκιρρώδεις εἰσίν . ὁ δὲ καρπὸς τῆς αὐτῆς ὢν δυνάμεως πινόμενος ὅσον ⋖ β ἢ
, μὴ γεύσασθαι αὐτὸν τῆς ἀμπέλου . Ἐπεὶ οὖν ὁ καρπὸς ἐπεφθάκει , τὸν οἰκέτην ἐκέλευσε κεράσαι αὐτῷ . Μέλλων
4266195 Αἰθιοπικον
τοῦ ὠκεανοῦ . Τὸ δὲ πρὸς νότον κλίμα Ἐρυθραῖον καὶ Αἰθιοπικὸν καλοῦσιν : ὅπου ὁ πολὺς καὶ ἐπιμήκης τῆς ἀοικήτου
, θρίων , ὀποῦ . ὅτι οἴδασιν οἱ παλαοὶ τὸ Αἰθιοπικὸν καλούμενον κύμινον . ὅτι εἴρηται ἀρσενικῶς ὁ θύμος καὶ
4265257 μερεσιν
ὡς τὸ δεξιὸν καὶ τὸ ἀριστερὸν ἐν τοῖς τοῦ ζώου μέρεσιν , καὶ δεσπότης καὶ δοῦλος ἐπὶ θεοῦ καὶ ἀνθρώπων
τῇ γαστρί , καὶ ταύτης μάλιστα τοῖς κατὰ τὸ στόμα μέρεσιν , αἴσθησιν ἐνδείας ἐπέστησεν ἐπεγείρουσάν τε καὶ κεντρίζουσαν τὸ
4258701 μικροτερα
ἀπὸ τοῦ αἰγιαλοῦ τε καὶ τοῦ στόματος τοῦ ποταμοῦ , μικροτέρα αὕτη καὶ δασεῖα ὕλῃ παντοίᾳ : εἶναι δὲ ἐν
κατὰ φύσιν εὐρυτέρα γένηται , λέγεται μυδρίασις : ἐὰν δὲ μικροτέρα γένηται ἡ κόρη τοῦ κατὰ φύσιν πάνυ ὡς ἐμποδίζεσθαι
4255693 ἐμφερη
δὲ ποταμοὺς ἔχειν φασὶ καὶ κροκοδείλους καὶ ἄλλα γένη ζῴων ἐμφερῆ τοῖς ἐν τῷ Νείλῳ : τινὲς δὲ καὶ τὰς
' Ἀμπελίτιδος γῆς τὴν μέλαιναν προκριτέον , πευκίνοις ἄνθραξι μακροῖς ἐμφερῆ , στίλβουσαν . Διφρυγοῦς προκριτέον τὸ τῇ γεύσει ἔγχαλκον
4249847 παρεμφερη
θάλατταν φοιτῶσαι κοιμῶνται μετέωροι τοῖς κύτεσι πρὸς τὸν ἥλιον , παρεμφερῆ τὴν πρόσοψιν ποιοῦσαι ταῖς κατεστραμμέναις ἀκάτοις : ἐξαίσιοι γὰρ
ὃ βοτρυώδη τὸν καρπὸν ἀφίησι λευκοφαῆ ὄντα καὶ μακρόν , παρεμφερῆ τοῖς δακρύοις , ἃ δὴ ῥαγῶν τρόπον ἀλλήλοις ἐπιβάλλει
4245930 τριχωμα
χρῶμα αὐτοῦ λευκότερον χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου , καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ λευκότερον ἐρίων λευκῶν , καὶ τὰ
εἰ καὶ πλαγίοις τοῖς ὀδοῦσι θίγοι τῶν κυνῶν , τὸ τρίχωμα ἐπέφλεξεν : εἰ δ ' ἀποθανόντος τῷ χαυλιόδοντι προσενέγκαις
4244363 μεγεθει
μόνως ἀρχαὶ μεγάλαι καταλύονται , στασιάσασαι . τὰ δὲ Ῥωμαίων μεγέθει τε καὶ χρόνῳ διήνεγκε δι ' εὐβουλίαν καὶ εὐτυχίαν
| . . . . . . ἴσα ] τῷ μεγέθει καὶ θαλάττῃκαὶ γὰρ κόλποις ἤνθει καὶ ναυτιλίαν παρείχετο |
4243043 φυομενης
τοῖς χείλεσι τοῦ ποταμοῦ , πολλῆς καὶ παντοίας ἐν αὐτοῖς φυομένης τροφῆς . διόπερ ὅταν γεύσωνται τοῦ θρύου καὶ τοῦ
Φρύνιχος τῆς Ἀτταλίδος . ἐκλήθη δὲ ἀπὸ τῆς ἐν αὐτῷ φυομένης ἄγνου . ἐπιπολάζει γὰρ καὶ τοῦτο τὸ εἶδος παρ
4241719 προσπλειν
καὶ μεμισθωμένους εἶναι πολλοὺς μὲν Θρᾳκῶν μαχαιροφόρους , Αἰγυπτίους δὲ προσπλεῖν , καὶ ἀριθμὸν ἔλεγον εἰς δώδεκα μυριάδας σὺν ἀσπίσι
τὴν Ἰταλίαν ἔπλευσαν , πυνθανόμεναι πλοῖα τοῖς Ἀθηναίοις γέμοντα χρημάτων προσπλεῖν . καὶ τῶν τε πλοίων ἐπιτυχοῦσαι τὰ πολλὰ διέφθειραν
4239122 ὑποπροσθεν
πρὸ αὐτῆς ὁ δύο πλείων [ τοῦ αʹ ] τοῦ ὑπόπροσθεν ὑπάρχει , καὶ ῥίζα γε τῆς πυθμενικῆς τοῦ μείζονος
δὲ μεταξὺ ἀμφοῖν ἴση [ τῷ αʹ βʹ ] τοῖς ὑπόπροσθεν [ ἤγουν ἐστὶ γʹ ] : εἰδοποιὸς ἄρα μεσότητος
4236737 ἐδωδιμου
, ἐν ᾧ διείρηται περιαιρεῖν τὴν ἀκαθαρσίαν ξύλου τοῦ φυτευθέντος ἐδωδίμου . ἀλλ ' ἡμεῖς μὲν οὐδὲ διδασκόμενοι πρὸς εὐμάθειαν
τοὺς πρώτους χιτῶνας , ὥστε ἀνὰ μέσον εἶναι τοῦ τε ἐδωδίμου τοῦ ἐντὸς καὶ τοῦ ἔξω : ὑφαίνεται δὲ ἐξ
4231952 ἀκροις
φρείατος εὐρὺ κύτος τῇδ ' ἀναμετρήσαιο , μέσας ὅτε τέρμασιν ἄκροις συνδρομάδας δισσῶν ἐντὸς ἕλῃς κανόνων . Μηδὲ σύ γ
. τοῦ ἁρμονικοῦ τοῦ κατὰ τὸν διπλάσιον λόγον ἐν τοῖς ἄκροις λαμβανομένου , ἐν γὰρ τούτῳ αἱ διαφοραὶ καὶ αὐταὶ
4226046 κορυμβοις
κοῦροι δὲ κρητῆρας ἐπεστέψαντο . καλύκεσσι : τοῖς τοῦ κισσοῦ κορύμβοις . ὁ δύσσοος : ὁ δυσχερῶς διωκόμενος . λαοσσόος
, ἔχοντα καὶ πρόσοψιν οὐκ ἀτερπῆ , χλωροῖς πετάλοις καὶ κορύμβοις σκιάζοντα τὸ μέτωπον καὶ τοὺς ἐν τῷ σφίγγειν τόνους
4223531 πληττουσα
τὸ μὲν ἀπὸ τοῦ ἔργου , τὸ δ ' ὅτι πλήττουσα τὸν ἀέρα τὸν λόγον ἐργάζεται , πλέγμα δ '
, ὅτι ἐν τῷ στόματι ἀρθροῦται , ὅτι ἡ γλῶσσα πλήττουσα τῇ τῆς φωνῆς τάσει τὸ ἔναρθρον ἐνσφραγίζεται καὶ λόγον
4222595 ἑλεσι
ὀλίγους πύργους κατεσκεύασεν : ἐπὶ πολὺν γὰρ τόπον τῆς πόλεως ἕλεσι περιεχομένης , κατὰ τοῦτον τὸν τόπον οὐκ ἔδοξεν αὐτῇ
ἡσσώμενος . περιόδους δὲ οὐκ ἔχοντες οὔτε δρόμους ὡς ἐν ἕλεσι καὶ τάφροις , ἀραρότως συνίσταντο , καὶ οὐδέτεροι τοὺς
4220711 βαφη
ὅτι διὰ τοῦτο φεύγει ἡ διὰ μόνου τοῦ χαλκοῦ κατασκευαζομένη βαφὴ , διὰ τὸ μὴ μετέχειν τῆς φύσεως τῆς μολίβδου
τῆς κόκκου τὸν καρπόν , καὶ ἔστι τοῖς ἐρίοις ἡ βαφὴ τὸ αἷμα τοῦ ζῴου . ἡ δὲ Ἄμβροσσος κεῖται
4216377 προσβορειοις
τὴν δὲ ἐν τοῖς ὀρεινοῖς καὶ δυσχειμέροις καὶ πολυσκίοις καὶ προσβορείοις διὰ τοῦ θέρους καὶ ἐν τοῖς καύμασιν ἐργάζου ὁμοίως
Οἰταίων . ὑπέρκεινται δ ' ἐν τῇ μεσογαίᾳ καὶ τοῖς προσβορείοις μέρεσι τῶν μὲν Ἀκαρνάνων Ἀμφίλοχοι , τούτων δὲ Δόλοπες
4212059 τρυφερωτερα
ἰσχνόν , ἔχοντα παραφυάδας φύλλων μεστάς , ὁμοίας βατραχείῳ , τρυφερώτερα μέντοι τὰ τοῦ χελιδονίου καὶ ὑπόγλαυκα τὴν χρόαν :
ἀναφέρων , φύλλα μακρότερα πολλῷ τοῦ ἄλλου πηγάνου ἔχων , τρυφερώτερα , βαρύοσμα : ἄνθος λευκόν , ἐπ ' ἄκρου
4204456 ὑλοτομειν
ἡμέρας ἐλάττωσις , ἡ τῆς νυκτὸς ἐπίδοσις , τηνικαῦτα δεῖ ὑλοτομεῖν . μετὰ θέρος ἀρχομένου τοῦ μετοπώρου τῶν δένδρων φυλλοροούντωνὅσα
ὀροφὴν καὶ τῶν πρὸς νεῶν κατασκευήν . τὸ μὲν οὖν ὑλοτομεῖν τηνικαῦτα συμβαίνει τοῖς ἔμπροσθεν ἐν οἷς εἶπε τότε χρῆναι
4198430 σκιρρουμενοις
τῷ κοινῷ λόγῳ πάντων τῶν γλυκέων : ἐμφραττομένοις δὲ καὶ σκιρρουμένοις αὐταὶ μὲν καθ ' ἑαυτὰς οὐδὲν οὔτε εἰς ὠφέλειαν
κατ ' ἰδίαν τινὰ δύναμιν ἐξαίρετον . ἐμπεφραγμένοις δὲ καὶ σκιρρουμένοις αὐταὶ μὲν καθ ' ἑαυτὰς οὐδὲν οὔτε εἰς ὠφέλειαν
4192819 ποταμοις
αἱ ψυχαὶ ἀναθυμιώμεναι νοεραὶ ἀεὶ γίνονται , εἴκασεν αὐτὰς τοῖς ποταμοῖς λέγων οὕτως ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοῖσιν ἐμβαίνουσιν ἕτερα καὶ ἕτερα
αἱ ψυχαὶ ἀναθυμιώμεναι νοεραὶ ἀεὶ γίνονται , εἴκασεν αὐτὰς τοῖς ποταμοῖς λέγων οὕτως „ ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοῖσιν ἐμβαίνουσιν ἕτερα καὶ
4186972 καρπιμοις
καλεῖσθαι Ἰολαεῖον . ἐξημερώσας δὲ τὴν χώραν καὶ καταφυτεύσας δένδρεσι καρπίμοις κατεσκεύασε περιμάχητον : ἐπὶ τοσοῦτο γὰρ ἡ νῆσος διωνομάσθη
τρίψας , ποήσας λαμπρόν , ἀσφαλῆ βάσιν στήσας , συνάψας καρπίμοις κισσοῦ κλάδοις ἔστεψα . θηλυκῶς δὲ τὴν θηρίκλειον εἶπε
4174669 δυναμικον
ταῖς ὀνομαζομέναις Ἀκόναις , ὅθεν καὶ τῆς προσηγορίας τετυχηκέναι , δυναμικὸν ἐναργῶς ὂν οὐκ ἐνεργεῖν οὐδέν , ἂν πίηι τις
θηριότας περὶ τὸ θυμοειδές , τοῦτο γὰρ τὸ ζέον καὶ δυναμικὸν μέρος τᾶς ψυχᾶς : ἁ δὲ φιλαδονία περὶ τὸ
4173488 μηλινα
χρυσίζον ἀνθύλλιον ἔχοντα : ἔξωθεν δὲ περίκεινται κυκλοτερῶς λευκὰ ἢ μήλινα ἢ πορφυρᾶ . συλλέγεται δ ' ἔαρος . Ἀνθυλλὶς
κλωσὶ μεῖζον , φρυγανωδέστερόν τε καὶ πεφοινιγμένον : ἄνθη δὲ μήλινα φέρει καὶ καρπὸν ὑπερικῷ ὅμοιον , ὄζοντα ῥητίνης καὶ
4172890 κλαδοις
: τῆς ὥρας ἤδη τῆς χειμερινῆς ἐπελθούσης , δένδρον τι κλάδοις τε καὶ φύλλοις ἀλλοτρίοις ἐπικαλύψαντες καί τινας μεταξὺ τῶν
: θάνατον γὰρ σημαίνει . στεφανοῦν δὲ θεοὺς ἄνθεσι καὶ κλάδοις τοῖς προσήκουσι καὶ νενομισμένοις ὁσίοις εἶναι ἀγαθὸν πᾶσιν ,
4172884 ἀνθος
' ὃ μετέβησαν : τὸ δ ' ἐν νεότητι παραμεῖναν ἄνθος εἰς γῆρας αὐτοὺς μαραίνειν πρόωρον . ἅμα γὰρ ἐν
κατὰ δὲ τὴν ἀρετὴν εὐστοχώτερος : ἀρχὴ δὲ αὐτοῦ ψυχῆς ἄνθος ἐν σώματι διαφαινόμενον : οἷον εἰ ξυνείης καὶ ποταμοῦ
4171075 ὀρεσι
δὲ νῆσος καλουμένη Δία : εἶτα κόλπος ὅσον πεντακοσίων σταδίων ὄρεσι περικλειόμενος καὶ δυσεισβόλῳ στόματι : περιοικοῦσι δὲ θηρευτικοὶ ἄνδρες
τέκνα μου ταῖς βάκχαις καὶ τοῖς κυσὶ τροφὴν καὶ τοῖς ὄρεσι ῥίμμα . ὑπενόει γὰρ ὡς μετὰ τὴν αὐτοῦ ἐξέλευσιν
4170884 ἑῳοις
Ἀρμενίοις καὶ Μήδοις καὶ Ἄραψι καὶ Ἰουδαίοις καὶ ἑτέροις ἔθνεσιν ἑῴοις , τὴν ἀρχὴν ὡρίσατο Ῥωμαίοις μέχρις Αἰγύπτου . ἐς
δ ' οὔσης ἐν Γάλλοις τῆς καταστάσεως , ἐν τοῖς ἑῴοις Ὀδέναθος , μετατιμηθεὶς τῆς ἀρχῆς , νικᾷ τε Πέρσας
4168881 πυρηνος
' Ἕλλησιν ἄπυρον : οὗ τὸ μὲν ἐλάχιστον ἔχει μέγεθος πυρῆνος , τὸ δὲ μέσον μεσπίλου , τὸ δὲ μέγιστον
, καὶ τελευτῶν οὕτω παχὺ ποιήσεις , ὡς διὰ μήλης πυρῆνος ὑπαλείφειν καθ ' ὑποβολὴν ἢ ἐκτροπὴν τοῦ βλεφάρου .
4168614 ἀρνογλωσσῳ
κισσοῦ φύλλοις ἑφθοῖς ἐν οἴνῳ κατάπλασσε τὴν γαστέρα , ἢ ἀρνογλώσσῳ μεθ ' ἁλῶν τριβέντι ἢ πρασίῳ μετ ' ἄρτου
οὔσης , ὥστε καὶ νέμεσθαι τὰ βλέφαρα , καὶ τῷ ἀρνογλώσσῳ τῷ μικρῷ ἢ τῷ μεγάλῳ μετὰ ψιχῶν κατάπλαττε :
4161096 λιμναις
τοῖόσδε . τῶν βασιλέων τῶν Ἀσσυρίων τοὺς τάφους ἐν ταῖς λίμναις τε εἶναι τοὺς πολλοὺς καὶ ἐν τοῖς ἕλεσι δεδομημένους
ἰχθύες ὀλίγου δεῖν ἅπαντες εὔχυμοι πλὴν τῶν ἐν ἕλεσι καὶ λίμναις καὶ ποταμοῖς ἰλυώδεσι διαιτωμένων , καὶ μάλιστα ὅταν ἐκ
4157439 ἑλιξι
δὲ πάντα : ἐλλαμβάνεται δὲ καὶ αὐτὴ τῶν δένδρων ταῖς ἕλιξι : καρπὸς δὲ βοτρυώδης , χλωρὸς κατ ' ἀρχήν
εἰς ψύχουσάν τε καὶ στρυφνὴν ποιότητα μυρσίνης τε καὶ ἀμπέλων ἕλιξι καὶ ῥόδοις καταστρωννύειν τὸ ἔδαφος . τούτων οὐδενὶ χρήσῃ
4151055 ἀνιησι
ἐνίκμοις χωρίοις . Λογχῖτις ἑτέρα , τραχεῖα , φύλλα ὅμοια ἀνίησι σκολοπενδρίῳ , τραχύτερα δὲ καὶ μείζονα καὶ μᾶλλον ἐσχισμένα
: ἐκ ταύτης ὁ Κνίδιος κόκκος . ῥάβδους δ ' ἀνίησι πολλὰς καὶ καλάς , ὅσον διπήχεις : τὰ δὲ
4147965 ἀποκαθαρσεως
δὲ νότος μετὰ πάχνην , ὅτι πέψεώς τινος γενομένης καὶ ἀποκαθάρσεως ἑκάτερόν τι πίπτει : μετὰ δὲ τὴν πέψιν καὶ
φιλοῦσι τοῖς κάμνουσινἰσχυρῶς οὖν ἀνθίστασθαι δεῖ τῷ πάθει τὴν ἀρχὴν ἀποκαθάρσεως ποιουμένους τῆς κάτω κοιλίας διά τε τοῦ ὀξυμέλιτος τοῦ
4138133 καρπον
καὶ ὑετίου κρυστάλλου , ἄμφω εὔκρητοί τε καὶ ὄμπνιον ἀλδήσκουσαι καρπὸν Ἐλευσίνης Δημήτερος . ἐν δέ μιν ἄνδρες ἀντίποδες ναίουσι
. ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ πέπραγεν , ὅτι φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον , οὐδ ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται ἔνδοθεν ,
4135603 πεφυτευμενης
: οὔπω γὰρ κατ ' ἐκείνους τοὺς χρόνους τῆς Λιβύης πεφυτευμένης , οἱ τὴν Ἀκραγαντίνην νεμόμενοι τὸν ἐκ τῆς Λιβύης
πάλιν . . Ἔστω δὴ καὶ φύλλα τηλεφίου καὶ νεωστὶ πεφυτευμένης ἐν βότρυσιν ἡμερίδος κλῆμα , σπέρμα τε κορίου τῆς
4128252 ἀποκλειουσα
δὲ διώνυμον οὕτω λέγεσθαι Κασπίαν τε καὶ Ὑρκανίαν , ἣν ἀποκλείουσά τις ἤπειρος ἐκ τοῦ ἐναντίου νησοποιεῖ τὴν θάλασσαν :
δὲ διώνυμον οὕτω λέγεσθαι Κασπίαν τε καὶ Ὑρκανίαν , ἣν ἀποκλείουσά τις ἤπειρος ἐκ τοῦ ἐναντίου νησοποιεῖ τὴν θάλασσαν :
4125032 λαιας
φέρει πάντως , ἐπὶ δὲ τῆς δεξιᾶς χειρὸς καὶ τῆς λαιᾶς ὁμοίως πρὸς ἕναν μέγιστον λαμπρὸν , ἄλλον εἰς τὴν
: Γύποδας ἔθνος . ἀντὶ γενικῆς . τινὲς γυμνόποδας . λαιᾶς δὲ χειρός : Ἐν τοῖς ἀριστεροῖς δέ , φησί
4119922 περασι
, καὶ ἀπ ' αὐτῶν ἴσαι περιφέρειαι ἀπειλήφθωσαν πρὸς τοῖς πέρασι τοῖς Α , Δ σημείοις αἱ ΑΗ , ΔΘ
ὑπάρξαι τῆς Λιβύης ἐν τοῖς πρὸς ἑσπέραν μέρεσιν ἐπὶ τοῖς πέρασι τῆς οἰκουμένης ἔθνος γυναικοκρατούμενον καὶ βίον ἐζηλωκὸς οὐχ ὅμοιον
4117337 Ἀλπειοις
καὶ Ῥητίαι καὶ Βενδέλικος καὶ Κάλασσος πρὸς τοῖς ὄρεσι τοῖς Ἀλπείοις , ἡ Ποντική τε παραλία καὶ ταύτης αἱ μέγισται
ἰσημερινῆς δύσεως : τετράγωνος δὲ οὖσα τῷ σχήματι τοῖς μὲν Ἀλπείοις ὄρεσι μεγίστοις οὖσι τῶν Εὐρωπείων συνάπτει κατὰ τὰς ἀνατολάς
4117328 ὑλαις
. ποτὲ μὲν οὖν δεῖ πλέον ἐπεμβάλλειν ὕδατος ταῖς προειρημέναις ὕλαις , καὶ ταύτας δεῖ ἐναλλάττειν κατὰ τὸ ποσόν :
τοὺς μὲν ἐντιμοτάτους ὑλοβίους φησὶν ὀνομάζεσθαι , ζῶντας ἐν ταῖς ὕλαις ἀπὸ φύλλων καὶ καρπῶν ἀγρίων , * ἐσθῆτος φλοιῶν
4116593 Αἰθιοψιν
, ἀλλὰ πλέον τι παρ ' ἡμῖν τοῦ παρ ' Αἰθίοψιν ὁρᾶται κόμπου . οἱ μὲν γὰρ ἣν Ἡλίου κεκλήκασι
' εἰ ἄλλος μὲν Ἰνδοῖς προσήκοι χωρογράφος , ἄλλος δὲ Αἰθίοψιν , ἄλλος δὲ Ἕλλησι καὶ Ῥωμαίοις . τί γὰρ
4115249 ἀρωματοφορος
πλὴν θέρους , οὐ πολὺ ἀμείνων τῆς τῶν Ἰχθυοφάγων : ἀρωματοφόρος δὲ νάρδου μάλιστα καὶ σμύρνης , ὥστε τὴν Ἀλεξάνδρου
Ἀντιοχείας . Δύο δέ εἰσιν Ἀραβίαι , ἡ μὲν ἑῴα ἀρωματοφόρος , μεταξὺ Περσικῆς καὶ Ἀραβικῆς θαλάσσης , ἡ δὲ
4115119 στρογγυλον
. Ἀλλὰ μὴν σχῆμά γε οὐδὲν μᾶλλον φῂς εἶναι τὸ στρογγύλον τοῦ εὐθέος , οὐδὲ τὸ ἕτερον τοῦ ἑτέρου .
καὶ κάτω ὑποχώρησις : ἄγρυπνος : καὶ κατὰ σπλῆνα ἔπαρμα στρογγύλον . Ἐνάτῃ , πρωῒ ἐξανέστη , ψόφου περὶ τὴν
4108843 ἀβακιῳ
. . . ἀξίωμα . ὁρᾷς γὰρ τὴν ἐν τῷ ἀβακίῳ γραμμὴν καὶ τὸ ἐν τῇ τέφρᾳ ἐπίπεδον : ἐπεὶ
τοῦ ἀβακίου τὸ ἐν τῷ τέκτονι συνώνυμόν ἐστι τῷ γινομένῳ ἀβακίῳ : διὸ καὶ αὐτὸς ἐπήγαγεν ὥσπερ τὰ φύσει ,
4107318 ἡμεροις
καὶ τὸ λοιπὸν ἀνατρέχουσι καὶ ζωοφυτοῦσιν . Διὸ καὶ τοῖς ἡμέροις φυλακὴν ἀπ ' αὐτῶν κατασκευάζουσιν . Ἀφαιροῦντες γὰρ τῶν
ἥμερον . βοτόν : θρέμμα , βόσκημα . Μειλιχίοισι : ἡμέροις . συνοίσεται : συντύχῃ . Χλούνης : ἄγριος χοῖρος
4107169 παραπλησιως
, τὴν ἐξ Ἰνδῶν ποιησάμενον ἐπάνοδον μετὰ πολλῶν λαφύρων . παραπλησίως δὲ καὶ τὰς λοιπὰς προσηγορίας ἐπιθετικὰς αὐτῷ γεγενῆσθαι ,
τὴν ἡλικίαν Ἀλκμαίων νέος ἐπὶ γέροντι Πυθαγόραι , ἀπεφήνατο δὲ παραπλησίως τούτοις : φησὶ γὰρ εἶναι δύο τὰ πολλὰ τῶν
4102324 σμυρνειον
ῥίζαι πετραίου , σὺν δ ' αὐτὸς ἐπαυχμήεις σταφυλῖνος , σμυρνεῖον σόγκος τε κυνόγλωσσός τε σέρις τε : σὺν καὶ
διὰ τὸ τὴν τῶν ἵππων στραγγουρίαν ἰᾶσθαι . τοῦτο δὲ σμυρνεῖον καὶ κόψειον καλοῦσι τινές , ὡς Ἀνακρέων ἐν τῷ
4100198 μαραθῳ
γόνασι διειλημμένον , πηχυαῖον , περὶ ὃν τὰ φύλλα ὅμοια μαράθῳ , μείζονα δὲ καὶ δασύτερα , δυσώδη , καὶ
ἄτοπον . Ἔχει δὲ ἡ θαψία φύλλον μὲν ὅμοιον τῷ μαράθῳ πλὴν πλατύτερον καυλὸν δὲ ναρθηκώδη ῥίζαν δὲ λευκήν .

Back