' ἔσω ῥηγμῖνος αὐδηθήσεται ἔρημος ἐν κρόκαισι νυμφίου δρόμος , στένοντος ἄτας καὶ κενὴν ναυκληρίαν καὶ τὴν ἄφαντον εἶδος ἠλλοιωμένην | ||
ἐπεδέθη τινὶ δένδρῳ , τὸ τηνικαῦτα ἀκούσας ὁ μῦς αὐτοῦ στένοντος ἐλθὼν τὸν κάλων περιέτρωγε καὶ λύσας αὐτὸν ἔφη : |
, ἑκάς , ἑκηβόλος , ἑκών , κἂν ἀπὸ τοῦ εἴκω ἐνεστῶτος ἐσχηματισμένον ᾖ : τοῦ δὲ δευτέρου ἐκάλουν , | ||
ὄνομα εἴη : ῥέγκω δέρκω πλέκω τέκω πέκω ἕλκω δείκω εἴκω . τοιαῦτα καὶ τὰ ὑπερδισύλλαβα τῷ Ε παραληγόμενα : |
κελέβη καλεῖται ἀπὸ τοῦ χέειν εἰς αὐτὸ τὴν λοιβὴν ἤτοι λείβειν : τοῦτο δὲ ἐπὶ τοῦ ὑγροῦ συνήθως ἔταττον , | ||
κυρίως : “ Δηΐφοβον δ ' ἐκάλει λευκάσπιδα . ” λείβειν ἐπὶ μὲν τοῦ ῥεῖν “ ὠδύρετο δάκρυα λείβων , |
ὄχλον , πολὺ δὲ τὸ θαῦμα , λαμπραὶ δὲ αἱ βοαί , καὶ οὐκ ἀπιστῶ . τίς γὰρ ἂν εἴης | ||
δὴ παιδίοις τὸ δήλωμα ὧν ἐρᾷ καὶ μισεῖ κλαυμοναὶ καὶ βοαί , σημεῖα οὐδαμῶς εὐτυχῆ : ἔστιν δὲ ὁ χρόνος |
δισύλλαβα ἔχοντα τὸ Α ἐν τῇ πρὸ τέλους βαρύνεται : ἄχω μάχω ἄρχω πάσχω , μεθ ' ὧν καὶ τὸ | ||
ὁ μὴ χωρούμενος διὰ τὴν λύπην , γίνεται δ ' ἄχω ἀχύω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχνύω καὶ ἄχνυμι |
παρωνύμως προφῆτις , οἰκέτης οἰκέτις , οὕτως ἄρτης ἄρτις καὶ ἄρδις . ἢ παρὰ τὸ ἄρης , ὃ σημαίνει τὸν | ||
τὸ ἄρης , ὃ σημαίνει τὸν σίδηρον , ἄρις καὶ ἄρδις . οὕτως Ἐπαφρόδιτος , . , , . . |
σεσηρέναι καὶ διαχάσκειν ποιεῖ . ἢ παρὰ τὸ σείεσθαι καὶ πάλλεσθαι . ὁμοίως δὲ καὶ πάντα τὰ ἄστρα σείρια καλοῦσιν | ||
πάλλεσθαι πρὸς τὴν ἄρσιν τοῦ λαγχάνοντος , ἢ ἀπὸ τοῦ πάλλεσθαι τὴν καρδίαν τῶν κληρουμένων . ὅθεν ἁμαρτάνουσιν οἱ γράφοντες |
ἀτυχῶς δ ' οἱ πλείους κατεκόπησαν . γενομένης δ ' οἰκτρᾶς νίκης περὶ τοὺς Ῥωμαίους , καὶ οὐ παντάπασιν εὐτυχὲς | ||
ἔλαττον ] τῆς ὑμῶν σοφίας . φορτικῆς : ἀντὶ τοῦ οἰκτρᾶς . τῆς ὑπ ' ἄλλων λεγομένης , ἐν ᾗ |
οὑγὼ πέπονθα καί με † συμφοροῦσα † βαθεῖα κηλὶς ἐκ βυθῶν ἀναστρέφει λύσσης πικροῖς κέντροισιν ἠρεθισμένον οὗτοι γάρ , οὗτοι | ||
ἔν γε μὴν τοῖς τοῦ πίνακος τέρμασιν Ἀμφιτρίτη τις ἐκ βυθῶν ἀνέβη ἄγριόν τι καὶ φρικῶδες ὁρῶσα καὶ γλαυκόν τι |
, καὶ ἕως τοῦ παρατατικοῦ κλίνεται . . . . ἀλεύω : σημαίνει τὸ ἀποφεύγω , τὸ ἀπὸ ψύχους εἰς | ||
ἀλέξω ἀλεξίκακος . . . . ἀλεός : ὁ ἥρως ἀλεύω , καὶ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ λοχεύω Λοχεός οὕτω καὶ |
τὸ βλάπτω , γίνεται ἀτέμβω , τὸ 〚 οὐ 〛 βλάπτω στερῶν : οὕτως Ὅμηρος ἐν Ὀδυσσείᾳ : οὐ γὰρ | ||
Ἰπνὸς λέγεται ὁ φοῦρνος : ἐκ γὰρ τοῦ ἴπτω τὸ βλάπτω οὐ μόνον τὸ ἰάπτω γίνεται , ἀλλὰ καὶ ιπτος |
ἀπείριτον ὀροκτύπου καὶ ἀπὸ τῶν ὀρῶν κατερχομένου μετὰ κτύπου . ἐλεδεμνὰς ] ἐλαύνων καὶ διώκων ἀπὸ τῶν δεμνίων τοὺς λαούς | ||
, ἤγουν ἐκ τῶν ἁρμάτων κτύπον ἐμποιοῦσα τῇ γῇ . ἐλεδεμνὰς ἀντὶ τοῦ τὸ δέμας καὶ τὸ σῶμα ἡμῶν τῷ |
ἐγκύμων ἐγκύμονος , κατάπυγος καταπύγων καταπύγονος : διὰ τοῦτο τὸ Ἀκταίων ἀναλογώτερόν ἐστι φυλάττον τὸ ω ἐν τῇ γενικῇ , | ||
ὀλίγου δεῖν ὑπὸ τῶν Κυνικῶν ἐγώ σοι διεσπάσθην ὥσπερ ὁ Ἀκταίων ὑπὸ τῶν κυνῶν ἢ ὁ ἀνεψιὸς αὐτοῦ ὁ Πενθεὺς |
] ὑπὸ τοῦ Διός . δυσκλεὴς ] ἄδοξος . . σιδηρόφρων τε ] ὁ τῶν Ὠκεανίδων γυναικῶν χορὸς ἰδὼν τὸν | ||
ἤγουν ὑπὸ τοῦ Διός δυσκλεὴς ] ἄδοξος θέα ] θεωρία σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος τὸ φρόνημα καὶ ὥσπερ ὑπὸ |
τὸ ἦθος . Ἡλικίαν σὴν οὐκ ἔχω : ἐπὶ τοῦ καταφρονοῦντός τινος ὡς ἀνοήτου . Ἢ λέγε τὶ σιγῆς κρεῖττον | ||
τὸ ἦθος . Ἡλικίαν σὴν οὐκ ἔχω : ἐπὶ τοῦ καταφρονοῦντός τινος ὡς ἀνοήτου . Ἢ λέγε τὶ σιγῆς κρεῖττον |
ἀλόγων , ἡ διὰ τῶν χρεμετισμῶν τῶν ἵππων ἀναπνεομένη : καπῶ τοίνυν τὸ θέμα , ἤως τὸ ῥῆμα , καπήσω | ||
τοῦ κ κεκαφηὼς κεκαφηότος . κεκαφηότα καθίσταται οὕτως ἔστι θέμα καπῶ τὸ πνέω , ἔνθεν καπνὸς ἡ πυρώδης πνοὴ , |
αἰτίαν τοῦτο πράττει , ἔφη : ” τὰς χεῖρας μου θερμαίνω ἐκ τοῦ κρύους . ” μετὰ μικρὸν δὲ ἐδέσματος | ||
ὡς Πάτροκλος Ἀχιλλέως . θέρεσθαι θερμαίνεσθαι , καὶ τὸ θερέω θερμαίνω . ἀφ ' οὗ καὶ θέρος , καθ ' |
μόνου καλοῦ Φινεές , ὁ τῶν σωματικῶν στομίων καὶ τρημάτων δίοπος , ὡς μηδὲν αὐτῶν διαμαρτάνον ἐξυβρίζεινἑρμηνεύεται γὰρ στόματος φιμός | ||
Φιλιππικῶν . Διοπεύων : Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Λακρίτου . δίοπος λέγεται νεὼς ὁ διέπων καὶ ἐποπτεύων τὰ κατὰ τὴν |
χεύσω : καὶ τρέπει τὸ ε εἰς ι ἐν τῷ χοὴ καὶ προχοή : σημειωτέον τὸ κέω , ἐξ οὗ | ||
βαρύνεται , ἐξ ἑτέρας ἐστὶν εὐθείας , ἥτις ἐστὶν ἡ χοὴ θηλυκῶς , καὶ κλίνεται τῆς χοῆς . τὸ ” |
ὑστάτην κεύθοντας ἐκ πυρὸς τέφρην κρωσσοῖσι ταρχυθεῖσαν , ἣ θέμις φθιτῶν , ἀλλ ' οὔνομ ' οἰκτρὸν καὶ κενηρίων γραφὰς | ||
Ἰφιγένεια ποιφύξει καὶ φυσήσει λεβητίζουσα καὶ ἑψῶσα τὰς σάρκας τῶν φθιτῶν ἤτοι τῶν ἀνθρώπων ἐν δαιταλουργίᾳ καὶ μαγειρικῇ τέχνῃ . |
αὐτό , διότι ἕστηκεν ἀσάλευτον : θώραξ δέ , οἷον ὦρος καὶ φύλαξ τοῦ θερμοῦ ἢ σιτίωθος ἐκ τοῦ ὠθεῖν | ||
* κατὰ πλεονασμὸν τοῦ † ωρος μηδὲν πλέον σημαίνοντος : ὦρος γὰρ ὁ ὕπνος : Καλλίμαχος : πολλάκι καὶ κανθῶν |
ἐκ χοριάμβου καὶ βακχείου . ἐπὶ τῷ τέλει παράγραφος . ἀχὴν ] βοήν . θ ἀχὼ ] ἦχον . αὐτοὺς | ||
ἐπὶ ψυχροῦ Ἀχέροντος , ὡσεί τις μακέλᾳ τετυλωμένος ἔνδοθι χεῖρας ἀχὴν ἐκ πατέρων πενίην ἀκτήμονα κλαίων . πολλοὶ ἐν Ἀντιόχοιο |
, παρίστησι δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἀποθανόντων . τῶν ἀρχελείων ] λαῶν ἀρχόντων . . τῶν βασιλέων , ἀπὸ | ||
δὲ παρίστησι καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἀποθανόντων . . τῶν ἀρχελείων ] τῶν βασιλέων ἀπὸ τοῦ τῶν λαῶν ἄρχειν . |
καταφαγᾶς . Ὡς ὁ μὲν κλέπτης , ὁ δ ' ἅρπαξ , ὁ δ ' ἀνάπηρος πορνοβοσκός καταφαγᾶς . Φέρωνος | ||
ἦν λίθινον τὸ κιβώτιον . ” Νεοκλείδης : οὗτος ὡς ἅρπαξ τῶν δημοσίων κωμῳδεῖται . τῶν φαρμάκων τὰ μέν εἰσι |
ἀναγωγῆϲ τάμνειν φλέβα : ἤν τε γὰρ ἐκ ῥήξιοϲ ἢ διαβρώϲιοϲ , εὐάρμοϲτοϲ φλεβοτομίη , ἤν τε ἐπ ' ἀραιώϲει | ||
τῇ ἀρτηρίῃ λάβρωϲ τὸ αἷμα ἐκχέεται . ἢν δὲ ἀπὸ διαβρώϲιοϲ , χρὴ ἐπανερωτῆν , εἴ κοτε πρόϲθεν ἔβηξε ὥνθρωποϲ |
Ἀήτης : ὁ ἄνεμος : παρὰ τὸ ἀῶ , τὸ πνέω , ὁ μέλλων ἀήσω , ὄνομα ῥηματικὸν ἀήτης , | ||
δηλοῦντος : ἔστι γὰρ πνύω , ἐξ οὗ γέγονε τὸ πνέω , ὁ μέλλων πνεύσω , ἐξ οὗ τὸ πνευστός |
. πρὶν κακά . δυστυχία προτέρα . . Πένθος δὲ πιτνεῖ ] κρύπτεται , ἀφανίζεται , καταφέρεται , καταβάλλεται . | ||
] τῶι ἀτρήτωι ἱματίωι . τύπτει ] ἤγουν σφάττει . πιτνεῖ ] πίπτει ὁ Ἀγαμέμνων ἐν τῶι λέβητι τῶι ἔχοντι |
οὕτως : τοιαῦτ ' ἀυτεῖ Πολυνείκους βία . ἀυτεῖ ] φωνεῖ . ἀυτεῖ ] βοᾷ . γενεθλίους ] τοὺς ἐφόρους | ||
ἀκράτῳ : ἀνὴρ γὰρ ἕλκων οἶνον ὡς ὕδωρ ἵππος Σκυθιστὶ φωνεῖ , οὐδὲ κόππα γινώσκων : κεῖται δ ' ἄναυδος |
αὐτήν , εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον . ” κατεκλάσθη Χαιρέας πρὸς τὰς τῶν γονέων ἱκεσίας καὶ ἔρριψεν ἑαυτὸν | ||
κακοσήμων οἰωνῶν , ὑπὸ ἀδίκων ἐρώτων Ἀφροδίτης δεινῇ νόσῳ φρένας κατεκλάσθη : χαλεπᾷ δ ' ὑπέραντλος : ἐκ μεταφορᾶς τῶν |
ὡς τὸ “ ἱπτούμενος ταῖς συμφοραῖς . ” ἐκ τοῦ ἵπτω δὲ καὶ ἴψ ὁ σκώληξ , ὁ τοῖς κέρασιν | ||
ῥηθὲν ὑποδιαιρεῖται κατὰ μέρος . [ Νιρεὺς δὲ ἐκ τοῦ ἵπτω : Νειρεὺς δὲ ἐκ τοῦ νέω τὸ πορεύομαι : |
μέτρα ῥέος ] ῥεῦμα παρειὰν ] ἐμοῦ νοτίοις ] ὑγραῖς ἔτεγξα ] ἔβρεξα παγαῖς ] ῥεύμασι δακρύων ἀμέγαρτα ] ἀφθόνητα | ||
παρθενικῶν . λειβομένα ῥέος ] στάζουσα ῥεῦμα . . νοτίοις ἔτεγξα πηγαῖς ] ὑγροῖς ἔβρεξα ῥεύμασι δακρύων . . ἀμέγαρτα |
ἡ τὸν Θοραῖον Πτῷον Ὡρίτην θεὸν λίπτοντ ' ἀλέκτρων ἐκβαλοῦσα δεμνίων , ὡς δὴ κορείαν ἄφθιτον πεπαμένη πρὸς γῆρας ἄκρον | ||
κρατοῦσα τὸ δέμας . ἐλεδεμνὰς ] ἐλαύνων ἐμὲ ἐκ τῶν δεμνίων καὶ οὐκ ἐῶν καθεύδειν φόβον ἐμβάλλων . θ ἑλεδεμνὰς |
καὶ ἀφετήρ . . . ἄφεμα : ἐκ τοῦ ἵημι ἵεμαι ἕμα καὶ ἄφεμα ' . . . . ἀφ | ||
τῆς καινίδος καὶ ῥήξας τὸν ἱμάντα ᾧ διηγόμην καὶ ἀνασκιρτήσας ἵεμαι δρόμῳ εἴσω ἔνθα ἐδείπνουν οἱ κίναιδοι σὺν τῷ δεσπότῃ |
. . . βλῆτο : ἀπὸ τοῦ βλῶ βλήσω βέβληκα βέβλημαι ἐβεβλήμην ἐβέβλησο ἐβέβλητο καὶ κατὰ συγκοπὴν ἔβλητο , οἷον | ||
. . . βλῆσθαι : ἀπὸ τοῦ βλῶ βλήσω βέβληκα βέβλημαι βεβλῆσθαι καὶ ἀφαιρέσει τῆς βε βλῆσθαι . . . |
καὶ ἐπιγράφονται ἅπαντες προστάτιν ἑαυτῶν ; ἀλλ ' ἐγὼ μὲν ἀντέχω τοσούτων μνηστευόντων , καὶ κόπτουσιν αὐτοῖς τὴν θύραν καὶ | ||
ἐπὶ σφαγὴν δίδοται . μέχρι τίνος ὁ σιδηροῦς πρὸς τοσαύτας ἀντέχω συμφοράς ; οἶδ ' ὅτι μαλακίζομαι πρὸς θάνατον , |
ἀνθρώποις λαθεῖν δυνάμενον . καὶ δαίμων τις καλεῖται ἐπεξιὼν τοὺς ἄλαστα εἰργασμένους καὶ αὐτὸς ὁ πράξας τι τοιοῦτον , μάλιστα | ||
ἐς Κρότωνα , ἐνθάδε εἰρηνεῖς . οἱ δὲ Αἰακέος παῖδες ἄλαστα κακὰ ἔρδουσι καὶ Μιλησίους οὐκ ἐπιλείπουσι αἰσυμνῆται . δεινὸς |
τὰ μὲν ἐσπάρακται τῶν μελῶν , τὰ δὲ συντέτριπται , πέφυρται δ ' ἡ κόμη , καὶ τὸ μὲν στέρνον | ||
κητείου λύθρου προσπέφυρται . λύθροιο : δι ' αἵματος . πέφυρται : μολύνεται , γίνεται , σμίγεται , γέμει . |
: ὅστις δ ' ἀλιτὼν ὥσπερ ὅδ ' ἁνὴρ χεῖρας φονίας ἐπικρύπτει , μάρτυρες ὀρθαὶ τοῖσι θανοῦσιν παραγιγνόμεναι πράκτορες αἵματος | ||
τοὐφειλόμενον πράσσουσα Δίκη μέγ ' ἀυτεῖ : ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν πληγὴν τινέτω . δράσαντα παθεῖν , τριγέρων μῦθος |
ἄγαν ὠγύγιος ἐγγύς . τὸ μέντοι ἁγνός καὶ ἅγιος τοῦ ἅζω ῥήματος τὴν δασεῖαν ἐφύλαξεν . Τὸ Α πρὸ τοῦ | ||
: . . . ἐπὶ δὲ τοῦ σέβομαι δασύνεται : ἅζω . Τὸ Α πρὸ δασέως ψιλοῦται . σεσημείωται τὸ |
διακαεϲτάτου πυρετοῦ ἀναλύεται καὶ τήκεται ἥ τε τῶν ϲτερεῶν αὐτῶν οὐϲία ἐκ μέρουϲ ἀποτήκεται , χρονίζοντοϲ ἤδη τοῦ κακοῦ . | ||
τοὺϲ ὅρουϲ πρότερον ὑπογράφομεν . αὐτὸϲ μὲν οὖν ὁ δίδυμοϲ οὐϲία ἐϲτὶν ἀδενώδηϲ καὶ ψαφαρὰ πεποιημένη εἰϲ τὴν τοῦ ϲπέρματοϲ |
αἰολοπώλους : ταχυπώλους ποικίλως ἱππαζομένους . γίνεται δὲ ἐκ τοῦ αἰόλλω , ὃ σημαίνει τὸ κινῶ , καὶ † τὸ | ||
παρὰ τὸ κείρω . . . , : κορυθαίολος : αἰόλλω ῥῆμα , τὸ κινῶ : καὶ ἀπὸ τοῦ αἰόλλω |
καὶ διὰ τὸ μὴ δοκιμάζειν , ἐποίησε : πρὶν μὲν εἷρπε σχοινοτένειά τ ' ἀοιδὰ καὶ τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποις | ||
ἀγῶνας ἐξιὼν οὕτω φράσαι , ἀλλ ' ὥς τι δράσων εἷρπε κοὐ θανούμενος . Νῦν δ ' , ὡς ἔτ |
ἀμηχανεῖν τοὺς Πέρσας ὅποι φύγοιεν . πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ χερῶν : πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ χερῶν ἠράσσαντο πέτροισιν ἤγουν | ||
ἐπωτίδων ἄγκυραν ἐξανῆπτον , οἱ δὲ κλίμακας σπεύδοντες ἦγον διὰ χερῶν πρύμνης τ ' ἄπο πόντωι διδόντες τῆι ξένηι καθίεσαν |
τις αὐτὸν δονοίη ταῖς χερσί , καθάπερ κρότον ἀποτελῶν . τρανὸς οὖν ἔσῃ , φησί , καὶ τὴν φωνὴν διηρθρωμένος | ||
πρῶτον μὲν διάκτορος κέκληται ἤτοι ἀπὸ τοῦ διάτορος εἶναι καὶ τρανὸς ἢ ἀπὸ τοῦ διάγειν τὰ νοήματα ἡμῶν εἰς τὰς |
. τῶν ἐκ μεγάλης ἰσχύος γινομένων . τοῦ . ὁ κῶμος . * * ἔρχεται . . Μὴ λάβῃς εἰς | ||
πεπωκώς γ ' , ὡς θρασύνεσθαι πλέον , βρότειον αἷμα κῶμος ἐν δόμοις μένει , δύσπεμπτος ἔξω , συγγόνων Ἐρινύων |
τοῦ ἄτη ἡ βλάβη , ἀτηρὸν καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἀταρτηρόν . δυσαντέα : κακοσυνάντητα , δυσαπάντητα , τὰ δυσμενῆ | ||
μάρναται ἐκ θυμοῖο καὶ οὐκ ἐμπάζεται ἀνδρῶν ἐνθεμένη φρεσὶ θάρσος ἀταρτηρόν τε νόημα . Ἡμῖν δ ' ἄλλοθεν ἄλλα παραὶ |
ΡΟΣ δισύλλαβα τριγενῆ ἔχοντα δασὺ πρὸ τοῦ Ρ ὀξύνεται : νωθρός σαθρός ψυχρός ἐχθρός αἰσχρός στιφρός . σεσημείωται τὸ γλίσχρος | ||
νω στερητικοῦ μορίου καὶ τοῦ θορῶ τὸ πηδῶ νωθορὸς καὶ νωθρός . Εἰλεῦνται : δωρικῶς καὶ αἰολικῶς , καὶ κινοῦνται |
. ἰὼ ] φεῦ . μοῖρα ] τύχη . . πέφρικ ' ] ἐφοβήθην . . πρό γε στενάζεις ] | ||
κέντρῳ ψύχειν ψυχὰν ἐμάν . ἰὼ ἰὼ μοῖρα μοῖρα , πέφρικ ' εἰσιδοῦσα πρᾶξιν Ἰοῦς . πρῴ γε στενάζεις καὶ |
ἐκχωρήσας δαίμονι , ὅστις τὴν ὀξύτητα τοῦ πυρὸς προσβάλλων † θρώσκει αὐτὸν † αἰσθητικῶς καὶ μᾶλλον ἐπὶ τὰς ἀνομίας αὐτὸν | ||
ἀγκοίνῃσι λίνοιο κυκλωθεὶς ξιφίης μέγα νήπιος ἀφροσύνῃσιν ὄλλυται , ὃς θρώσκει μὲν ὑπεκδῦναι μενεαίνων , ἐγγύθι δὲ τρομέων πλεκτὸν δόλον |
μάνις : οἱ γὰρ ὀργιζόμενοί πως μαίνονται : Ἀρίσταρχος δὲ κότος πολυχρόνιος , ἀπὸ τοῦ ἐγκεῖσθαι . λέγεται καὶ ἀρσενικῶς | ||
συμπρέσβεις παρῇσαν , ἤδη δὲ τοῦ τείχους ἱκανῶς προκεχωρη - κότος τοῖς Λακεδαιμονίοις ἤγγελτο ὅτι τετειχισμέναι λοιπὸν εἶεν Ἀθῆναι , |
ἐναντίον τῷ ἀγαθῷ . δαμασθέν : ἀντὶ τοῦ ἡττηθέν . παλίγκοτον : εἰς τοὐπίσω τὸν κότον ἀποβαλὼν καὶ εἰς λήθην | ||
[ καὶ ὅταν τὴν εὐδαιμονίαν εἰς ὕψος ἄγῃ ] . παλίγκοτον : τὸ χαλεπὸν καὶ ἐναντίον τῷ ἀγαθῷ . δαμασθέν |
: σεσημείωται τὸ φαίνω τὸ λάμπω , ἐπὶ γὰρ τοῦ φονεύω διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : Φαίναξ ὄνομα κύριον : | ||
στορῶ : τορῶ : φρονῶ : χολῶ : φονῶ τὸ φονεύω : κορῶ : φθονῶ : τονῶ : λοχῶ , |
' ἑκάστην δὲ τὴν νύκτα ὁ μὲν στενωπὸς ἡμῶν ἐνεπίμπλατο μεθυόντων ἐραστῶν κωμαζόντων ἐπ ' αὐτὴν καὶ κοπτόντων τὴν θύραν | ||
, οἱ δὲ περισπῶσιν : ἄλογοι γὰρ αὐτῶν λυπουμένων ἢ μεθυόντων φωναὶ , καθὼς εἴρηται : χαμαί : τοῦτο ὀξύνεται |
τῆς ἐμῆς δυνάμεως καὶ προθέσεως κωλυτής . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀλιτῶ γίνεται ῥῆμα ἀλιταίνω , ἐξ οὗ τὸ ἀλιτρός καὶ | ||
ω εἰς ο : οἷον , λείπω , λειποτάκτης : ἀλιτῶ , ἀλιτόμηνος : ἐθέλω , ἐθελόκακος : μίξω , |
καὶ τῆς γενομένης δι ' αὐτοῦ εἰς τὴν πέτραν . ἀλευόμενος : φεύγων , ἐκφεύγων τὴν μύραιναν , ἀπὸ τοῦ | ||
ἑ μῆτις ἐπιφροσύνης ἐσάωσε πετραίης : εἰ γάρ ποτ ' ἀλευόμενος περὶ πέτρην πλέξηται , χροιήν τε πανείκελον ἀμφιέσηται , |
τατταταί θρῆνοί εἰσι τραγῳδῶν . Τὸ ἰατατάξ τῶν κακῶν καὶ ἰατταταί σχετλιασμοῦ : τὸ ὑπαπαί ἐπιφώνημά ἐστι ναυτικόν : τὸ | ||
] ἀπὸ χοριάμβου εἰς ἰάμβου βάσιν . τετρασύλλαβος χορίαμβος . ἰατταταί ἰατταταί : καταπονούμενος ὑπὸ τῶν κόρεων στενάζει ὁ Στρεψιάδης |
ἐμὸν ὁπλίζων καὶ διεγείρων λόγον . ὡς ἐπεὶ σπλάγχνων ὑπὸ ματέρος αὐτίκα : διηγήσομαι , φησίν , ὅπως ἐκ τῆς | ||
ἐρωτύλα , καί με δίδασκε θνατῶν ἀθανάτων τε πόθως καὶ ματέρος ἔργα . κἠγὼν ἐκλαθόμαν μὲν ὅσων τὸν Ἔρωτα δίδασκον |
κάρφουσι ] τοῖς ξηραίνουσι κάρφουσι ] ξηροῖς δέδουπε ] ἔπεσε δαμείς ] δαμασθείς ποθέει ] ἐπιζητεῖ γλάγεος ] τοῦ γάλακτος | ||
: ὃ γὰρ ἦν οἱ , ἀπώλεσε πιστὸς ἑταῖρος Τρωσὶ δαμείς : ὁ δὲ κεῖται ἐπὶ χθονὶ θυμὸν ἀχεύων . |
χρὴ τό γ ' εὐσεβὲς σκοπεῖν . εἴσηι σύ : χερνίβων γὰρ ἑστήξεις πέλας . στήσομεν ἄρ ' ἀμφὶ βωμόν | ||
μὲν γὰρ ἡγοῦμαι δεῖν τὸν εἰς ἱέρ ' εἰσιόντα καὶ χερνίβων καὶ κανῶν ἁψόμενον , καὶ τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς |
. οὔπω κεῖθεν ἔην δολιχὸς πλόος , οὐδὲ γαλήνης δηρὸν ἐρεσσομένων ἠκούετο δοῦπος ἐρετμῶν , καὶ χθονὸς εὐκόλποισιν ἐπ ' | ||
τοῦ πίπτω πίπτυλος καὶ πίτυλος καὶ ἔστιν ὁ ἀπὸ τῶν ἐρεσσομένων κωπίων γενόμενος θόρυβος . πίτυλος ὁ κτύπος ὡς ἀπὸ |
τε Σελήνην . φοιταλέην : ἐμμανῆ , μανιωδῶς πορευομένην : φοῖτος γὰρ ἡ μανία λέγεται . καὶ Εὐφορίων : φοιταλέος | ||
οἶτος : κοῖτος : Προῖτος : γοῖτος ὁ ῥύπος : φοῖτος . Τὰ διὰ τοῦ αιτος δισύλλαβα βαρύτονα , μὴ |
ἔστι δὲ ὑπερβατὸν καὶ πέλας τοῦ κρατῆρος τοῦ Ἅιδου τοῦ παφλάζοντος ἐκ βυθῶν τῷ πυρί . Ἅιδου δὲ κρατῆρα λέγει | ||
περιάψειεν , ὀλισθαίνειν διακωλύσει τὸ βρέφος . κἂν ἐν λέβητι παφλάζοντος ὕδατος ἐπιψαύσῃ , τὴν τοῦ πυρὸς νικήσει πάντως ἰσχύν |
πῇ δὴ τόνδε μολοβρὸν ἄγεις , ἀμέγαρτε συβῶτα , πτωχὸν ἀνιηρόν , δαιτῶν ἀπολυμαντῆρα ; ὃς πολλῇς φλιῇσι παραστὰς φλίψεται | ||
καθαιρουμένης , οἱ δὲ παλαιοὶ καθαιρέσεις ἐκάλουν τὰς ἐκλείψεις . ἀνιηρόν : ἀθεράπευτον . τὴν δ ' αἶψα πόδες φέρον |
, ἀθανατίζεται μᾶλλον ἢ φθείρεται κατὰ τὸ φιλοσοφηθὲν ὑπὸ τοῦ τραγικοῦ ” θνῄσκει δ ' οὐδὲν τῶν γιγνομένων , διακρινόμενον | ||
, ὅτε κακῶς τὴν Ὑψιπύλην ὑπεκρίνατο : μή με Λεοντῆος τραγικοῦ κεναρηφαγον ηχος λεύσσων Ὑψιπύλης ἐς κακὸν ἦτορ ὅρα . |
ἔρις ἀλλὰ φόνωι φόνος Οἰδιπόδα δόμον ὤλεσε κρανθεῖς ' αἵματι δεινῶι , αἵματι λυγρῶι . † τίνα προσωιδὸν † ἢ | ||
Πανδίονος γῆν πατρὸς εὐγενὴς δάμαρ ἰδοῦσα Φαίδρα καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι δεινῶι τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασιν . καὶ πρὶν μὲν ἐλθεῖν τήνδε |
ὠκέϊ δίνηι ἀμφότεροι θρώσκουσι παρηορίηισι δεθέντες τοῖοι νῦν τελέθουσιν ἁμιλλητῆρες ἀέλλης , ἄζυγες ἀσπαίροντες ἐπειγομένηισι κελεύθοις , ἄπνοον ἀσθμαίνοντες : | ||
ἀπὸ τοῦ αἰόλλω , ὃ δηλοῖ τὸ ταχέως καὶ δίκην ἀέλλης κινῶ : ἀφ ' οὗ Ὅμηρος ” αἰολοπώλους “ |
: μέλλουσι γάρ ς ' , εἰ τῶνδε μὴ λήξεις γόων , ἐνταῦθα πέμψειν ἔνθα μήποθ ' ἡλίου φέγγος προσόψει | ||
εἰς Κύπριν τρέπων . δοκεῖς τὸν Ἅιδην σῶν τι φροντίζειν γόων καὶ παῖδ ' ἀνήσειν τὸν σόν , εἰ θέλοις |
γράφουσιν ἀντὶ τοῦ νυκτὸς ἀμείνω . πολλὸν ἀμείνω ? . κονίσαλος ὤρνυτ ' ἀελλής : ἡ διπλῆ ὅτι οὐ λέγει | ||
' ἐπὶ λᾶαν ἵησιν : ὣς ἄρα τῶν ὑπὸ ποσσὶ κονίσαλος ὄρνυτ ' ἀελλὴς ἐρχομένων : μάλα δ ' ὦκα |
τὸν ἔρωτα μεταστῆσαι εἰς ἑαυτήν , τὸν χιτῶνα τοῦ Ἡρακλέους χρίει τῷ αἵματι τοῦ Νέσσου , καὶ δίδωσιν ἐνδύσασθαι τῷ | ||
ψυχικόν : οἷον ἢ σχετλιασμὸν ἢ ὄνειδος ἢ ἀγανάκτησιν . χρίει τίς αὖ με : Ἤτοι , κεντᾷ με τίς |
ἐξανιστάμενος : ἀπὸ τοῦ ἄττω ἀττάζω : καὶ ἀκτάζω . ἀκταίνειν περὶ τὸ ἀκτὴ , ἀκτός : καὶ ῥῆμα ἀκτῶ | ||
† γίνεται δὲ παρὰ τὴν ἀκτήν . . . . ἀκταίνειν : τὸ μετεωρίζεσθαι ἦκται τρίτον πρόσωπον γίνεται ἀκτός , |
ὀρθὰ εἴη ἢ πλάγια , καὶ ἐκ τούτων διανοεῖς τοῦ προσελθόντος τὸν νοῦν . ἀγαθοποιοῦ δὲ ὄντος ἐπὶ τοῦ ὡροσκόπου | ||
ὡς λόγος λογίζω , Ὅμηρος ὁμηρίζω . τὸ δὲ ὀρτίζω προσελθόντος τοῦ αλ ἐποίησεν ὀρταλίζω . Οὐδαμῶς . ὄνομα ἐστὶν |
, „ καὶ οἱ θησαυροὶ δηλοῦσι καὶ ἡ σύλησις ἡ γενηθεῖσα ὑπὸ τῶν Φωκέων , ἐξ ἧς ὁ Φωκικὸς καὶ | ||
δὲ καὶ ἡ τῶν Ῥωμαίων ἐπὶ τοὺς Ἄραβας στρατεία νεωστὶ γενηθεῖσα ἐφ ' ἡμῶν , ὧν ἡγεμὼν ἦν Αἴλιος Γάλλος |
ὅρκος οὐ δάκνει . λιθωμόται δημηγόροι φθάνοντος ἔργον γίνεται . ἠχὼ πετραίαν χυτρόπωλιν συνδήσας ἄρα τὼ χεῖρε μηδὲ σὺ ζήτει | ||
ἑαυτοῦ ἔχων τὰ κακὰ , ἐκ βάθους θρηνῶν . ἥτις ἠχὼ μινύθει καὶ ἐλαττοῦται ἐμοῦ θρηνούσης , ἕνεκα τῶν δύο |
πίθου , τῷ κρουσθέντα αὐτὸν ἀποδοῦναι ἦχόν τινα ὀξὺν καὶ τορόν . οὐκ ἔστι δὲ τοῦτο αὔταρκες , ἀλλὰ χρὴ | ||
τὴν Λύδην ἔφη : Λύδη καὶ παχὺ γράμμα καὶ οὐ τορόν . Κρημνοποιός τε καὶ στόμφαξ παρὰ τοῖς τραγικοῖς Αἰσχύλος |
γὰρ λιμῷ Μηλίους ἀνεῖλεν . ἐλελελεῦ : Ἐπίφθεγμα πολεμικὸν τὸ ἐλελεῦ . οἱ προσιόντες γὰρ εἰς πόλεμον τὸ ἐλελεῦ ἐφώνουν | ||
, σύ τ ' οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς . ἐλελεῦ , ἐλελεῦ , ὑπό μ ' αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῖς μανίαι |
. οἱ δὲ τρόποι τρεῖϲ ἔαϲι : ἢ γὰρ ἀπὸ ῥήξιοϲ ἀγγείου , ἢ διαβρώϲιοϲ , ἢ ἀραιώϲιοϲ ἀνάγεται . | ||
πάϲῃ ἰδέῃ ἀναγωγῆϲ τάμνειν φλέβα : ἤν τε γὰρ ἐκ ῥήξιοϲ ἢ διαβρώϲιοϲ , εὐάρμοϲτοϲ φλεβοτομίη , ἤν τε ἐπ |
ὁμολογεῖν , ὅ τι εἴη , ἐπικειμένου δὲ καὶ μὴ ἀνιέντος ἔμπουσά τε εἶναι ἔφη καὶ πιαίνειν ἡδοναῖς τὸν Μένιππον | ||
βαρεῖς ἀτμοὶ καὶ δυσώδεις , οὔτε ποταμοῦ τινος ψυχρὰς ἕωθεν ἀνιέντος αὔρας , ὑδάτων τε οὐ σπανίων ὄντων οὐδ ' |
καὶ ἀπὸ τοῦ βέλω τοῦ σημαίνοντος τὸ αὐτό , βλήσω βέβληκα βέβλημαι ἐβεβλήμην ἐβέβληντο , προσθέσει τοῦ ο ἐβεβόληντο καὶ | ||
+ . . . Βλῆτο : ἀπὸ τοῦ βλῶ βλήσω βέβληκα , ὁ παθη - τικὸς βέβλημαι ἐβεβλήμην , τὸ |
οἱονεὶ μαίνεσθαι . μαρμαρυγάς τὰς συνεχεῖς τῶν ποδῶν κινήσεις . μάσταξ τὸ στόμα : “ μάστακ ' ἐπεί κε λάβῃσι | ||
νάω : ἀφ ' οὗ καὶ ὁ μαστὸς καὶ ἡ μάσταξ . . . . . μαστεύω , . . |
: ἀλλ ' ἄσπετον χέασα παμμιγῆ βοὴν δαφνηφάγων φοίβαζεν ἐκ λαιμῶν ὄπα , Σφιγγὸς κελαινῆς γῆρυν ἐκμιμουμένη . τῶν ἅσσα | ||
Λιβυσσᾶν γένος . ἴτω δίκα φανερός , ἴτω ξιφηφόρος φονεύουσα λαιμῶν διαμπὰξ τὸν ἄθεον ἄνομον ἄδικον Ἐχίονος γόνον γηγενῆ : |
ἀμνημόνευτος θεὰν προδοῦς ' ἁλίσκεται . ὦ τλῆμον Ἰφιγένεια , συγγόνου μέτα θανῆι πάλιν μολοῦσα δεσποτῶν χέρας . ὦ πάντες | ||
γε συμφορὰς εὐκλεᾶ με θήσει . τάλαιν ' ἐγὼ σῶν συγγόνου θ ' ὑβρισμάτων , ὃς ἐκ δόμων νέκυς ἄθαπτος |
διαιτῶνται καὶ βαρύνωνται ὑπὸ τῶν θερμαινόντων ἐδεϲμάτων καὶ πομάτων καὶ ὀϲμῶν καὶ τῶν ἔξωθεν προϲπιπτόντων ἁπάντων . ἔτι δὲ μᾶλλον | ||
τὴν κεφαλὴν ὑπὸ τῶν θερμαινόντων ἐδεϲμάτων τε καὶ πομάτων καὶ ὀϲμῶν καὶ τῶν ἔξωθεν προϲπιπτόντων . βραχέϲιν ὕπνοιϲ αἱ τοιαῦται |
τε γὰρ φύσει ποιητικὴ ἡ σύμπασα αἰνιγματώδης καὶ οὐ τοῦ προστυχόντος ἀνδρὸς γνωρίσαι : ἔτι τε πρὸς τῷ φύσει τοιαύτη | ||
εὐχῆς ἄξιον : οὐ γὰρ ἂν εἰκῇ οὐδὲ ἐκ τοῦ προστυχόντος κατηξιώθη ᾠδῆς , καὶ ἔμεινεν ᾀδόμενον . Εἰ δὲ |
Βακχεῖος , συγκεκαμμένα . πεποίηται δὲ ἡ λέξις ἀπὸ τῶν λύγων , ἅπερ ἐστὶν εὔκαμπτα φυτά . | λωτοῦ ἰχθυήματα | ||
' ἀλλήλους φοιτᾶν ὥρᾳ χειμῶνος . οἱ δὲ κύκλους ἐκ λύγων τοῖς ποσὶ περιαρμόσαντες αὐτοί τε ἀβλαβῶς ἐπήρχοντο κατὰ τῆς |
γὰρ αὐτῶν ἡ χροιά . Γ ὡρακιάσας : οἷον Γ ὠχριάσας Γ ἢ ἐκλυθεὶς ἢ Γ λιποψυχήσας Γ ἢ ἀθυμήσας | ||
ὁ δὲ Ξάνθος : ” τί τοῦτο ; “ Αἴσωπος ὠχριάσας ἔφη ” οἱ δύο χοῖροι πόσους πόδας ἔχουσιν ; |
ὅταν γὰρ πρὸς ταῦτα ἔχῃ μὲν μηδὲν ὅτι λέγῃ , γελᾷ δέ , αὑτοῦ καταγελάσεται καὶ ὑπὸ τῶν παρόντων αὐτὸς | ||
, οὐδὲν οἶδεν , ὡς ἔοικεν , ἐφ ' ᾧ γελᾷ οὐδ ' ὅτι πράττει : κάλλιστα γὰρ δὴ τοῦτο |
οὐρήτρας τρίμμα ὑπόκειται . υιδʹ . Λιπόδερμός ἐστιν ἔλλειψις τοῦ σκέποντος τὴν βάλανον δέρματος ὡς μηκέτι ἀποσύρειν δύνασθαι . τὸ | ||
μὲν συνδοῦντος ὅλον τὸν ὀφθαλμὸν τοῖς ὀστοῖς , ἅμα δὲ σκέποντος τοὺς κινοῦντας αὐτὸν μῦς . καί σοι καὶ τοῦτον |
τοῖς πόθοις κρατοῦσα ὑπὸ τῶν ῥόδων κρατύνῃ . Χθονίῳ βραχεῖ βελέμνῳ Παφίην Ἔρως δαμάζει , γλυκερὸν βέλος φυτεύει ῥόδον , | ||
, εὖτ ' ἀπὸ πέτρης ἄγριον αἶγα βάλῃσιν ἀνὴρ στονόεντι βελέμνῳ : ὣς ὃ πεσὼν τετάνυστο , λίπεν δέ μιν |
. καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ , φράζω . τὸ δὲ βάζω ὁ μέλλων βάξω , καὶ ὄνομα βάξις . Βάβαξ | ||
ἀνιῶ ἀνιάζω , ἀτιμάζω , πελάζω . ἐκ δὲ τοῦ βάζω καὶ ἡ βάξις Δωρικώτερον . καὶ οὕτω μὲν ἐκ |
. ὑπ ' ἄλγεσι ] ἀντὶ ὑπὸ τῶν κοπετῶν . τορὸς ] σαφής . ὀρθότριξ ] ὀρθοῦσθαι ποιῶν τὰς τρίχας | ||
' ἄλγεσιν , πρόστερνοι στολμοὶ πέπλων ἀγελάστοις ξυμφοραῖς πεπληγμένων . τορὸς γὰρ [ Φοῖβος ] ὀρθόθριξ δόμων ὀνειρόμαντις , ἐξ |
χερσὶν αὑτῶν πληροῦντες τὰ ἀφροδίσια . Λήθαργος κύων : ὁ προσσαίνων μὲν , δάκνων δὲ λάθρα . Λύκου πτερά : | ||
[ περὶ τῶν τοῦ δεσπότου ] ποδῶν καὶ τερπόμενος καὶ προσσαίνων [ . ὁ δὲ ὁρῶν τὰς φλυαρίας ] τάσδε |
μὴ ψόφει , πρὸς τῶν θεῶν . ἀλλ ' οὐ ψοφῶ μὰ τὴν Γῆν . εἰς δεξιάν . ἰδού . | ||
. . ἀψοφητί : ἀντὶ τοῦ ἀψόφως : ἐκ τοῦ ψοφῶ ψοφήσω . διαφέρει δὲ ψοφεῖν κόπτειν καὶ κλαυσιᾶν : |
: ἀχρεῖον : ἔστι ῥῆμα χρῶ δηλοῦν τὸ ἅπτομαι καὶ πλησιάζω , ἐξ οὗ παράγωγον χραύω : ” χραύσῃ μέν | ||
: ἀχρεῖον : χρῶ ἐστι ῥῆμα δηλοῦν τὸ ἅπτομαι καὶ πλησιάζω , οὗ παράγωγον χραύω : ” χραύσῃ μέν τ |
κατασκευὴ καὶ καλοῦνται ῥυτά . Πίνδαρος : ἐπεὶ Φῆρες δᾶεν ῥιπὰν μελιηδέος , ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον | ||
! ] ! [ θαλάσσας ] [ ] ος ? ῥιπὰν μελαίνας ? : [ ] ! δ ' ἐρήμα |
θ ' ὁμοίως καὶ θεοῖς εἴη φίλος . Ὀρεστέρα παμβῶτι Γᾶ , μᾶτερ αὐτοῦ Διός , ἃ τὸν μέγαν Πακτωλὸν | ||
? το ! ! ! ! ! [ ἰώ , Γᾶ , θεῶν ⌊ μᾶτερ ἀξύνετ ! ! [ ὁ |
ἄναλκις : ὄνομα σύνθετον : ἔστιν ἀλκή , καὶ ῥῆμα ἀλκῶ , τὸ βοηθῶ , ὁ μέλλων ἄλξω , ὄνομα | ||
, ὄνομα ῥηματικὸν ἄλξις καὶ ἔπαλξις . ἐκ τοῦ οὖν ἀλκῶ ἄλξω ἄλξις , καὶ τροπῇ τοῦ ξ εἰς τὸ |
. οὕτως Ἡρωδιανός . τὸ δὲ ἄση γέγονεν ἐκ τοῦ ἄω , τὸ βλάπτω , ἄσω ἄση . . . | ||
. Ἀεσίφρων : ὁ μὴ διεγηγερμένας ἔχων τὰς φρένας : ἄω , τὸ κοιμῶμαι , ὁ μέλλων ἀέσω , ὅθεν |
πυκνότητι τοῦ ἀέρος ἀντωθούμενος καταιβάτης ] ὄνομα τοῦτο τοῦ κεραυνοῦ ἐκπνέων ] ἐκπέμπων ἐξέπληξε ] μετ ' ἐκπλήξεως ἔπαυσε ὑψηγόρων | ||
αὐτόν [ . ] ὧδε γὰρ [ ἐπεφώνησεν ] ? ἐκπνέων : ἑβδόμηι [ ] γὰρ ἡμέραι , φησίν , |
ἦν πάροιθε μὲν ὄλβος δικαίως : νῦν δὲ τῇδε θἠμέρᾳ στεναγμός , ἄτη , θάνατος , αἰσχύνη , κακῶν ὅς | ||
τῆς πόλεως . διήκει ] διέρχεται . θ στόνος ] στεναγμός . στένουσι ] στενάζουσι . στένει ] στενάζει . |
μοι τοῦ λόγου , εἰ μεταδώσεις μοι τοῦ λόγου : αἰαῖ κακῶν ἀρχηγόν : ἀντὶ τοῦ : κακοῦ λόγου ἀρχὴν | ||
. Οὐκ ἐκτός ; οὐκ ἄψορρον ἐκνεμῇ πόδα ; Αἰαῖ αἰαῖ . Ὦ πρὸς θεῶν , ὕπεικε καὶ φρόνησον εὖ |
ζαθέων πιθακνῶν ἀφύσαντες ὄλπαις οἶνον ὑπερφίαλον κελαρύζετε ἀθίκτους κόρας ἰήιος κυδρός ψαλάσσων ἴθι μοι δόμον , οἰκέτα , κλεῖσον ὑπόπτερος | ||
τὸ ἔχθος ἐχθηρὸς , καὶ συγκοπῇ ἐχθρὸς , ὡς κῦδος κυδρός . οἱ δὲ διὰ τοῦ κ γράφοντες φασὶν εἶναι |