δὲ καὶ ὀχευτὴν αὐτὸν παρεισάγεσθαι διὰ τὸ πλῆθος ὧνπερ εἴληφε σπερματικῶν λόγων καὶ τῶν κατὰ σύμμιξιν ἐξ αὐτῶν γινομένων . | ||
τὰ τρίδυμα . Ἐμπεδοκλῆς ὁμοιότητας γίνεσθαι κατ ' ἐπικράτειαν τῶν σπερματικῶν γόνων , ἀνομοιότητας δὲ τῆς ἐν τῷ σπέρματι θερμασίας |
, οἷόν ἐστιν ἐπὶ τῶν ἐξ ὑπεροπτήσεως τῆς ξανθῆς χολῆς ἀναπτομένων πυρετῶν . φαίνεται μὲν γὰρ καὶ ἐπὶ τῶν ἐπὶ | ||
δυνάμεως , τοῦτο δὲ προπαρασκευαστικὸν λύσεως τῶν ἐπὶ χυμοῖς σηπομένοις ἀναπτομένων πυρετῶν γίνεται , διδόναι καὶ πρὸ παρακμῆς ἀπομέλιτος ποτοῦ |
κρίσεως καὶ δίκης εἰσηγεῖται : ἡ γὰρ προσηγορία τῆς Μαδιὰμ μεταληφθεῖσα ἐκ κρίσεως ὀνομάζεται . διττὸν δὲ τοῦτο . δηλοῖ | ||
. ἐκεῖθεν δὲ καὶ ἐπὶ τοὺς ῥητορικοὺς λόγους ἡ κλῆσις μεταληφθεῖσα τοῦ προοιμίου κράτος ἔσχε τῷ χρόνῳ συνήθης εἶναι τοῖς |
ἐσπούδασεν εἰσαγαγεῖν : ἐπὶ μὲν τῆς ἐκλογῆς τῶν ὀνομάτων τὴν τροπικὴν καὶ γλωττηματικὴν καὶ ἀπηρχαιωμένην καὶ ξένην λέξιν παραλαμβάνων πολλάκις | ||
καὶ τετολμημένη , καὶ ἥ τε λέξις πολλὴν ἔχουσα τὴν τροπικὴν παρασκευήν , ἥ τε σύνθεσις κεκαινωμένη καὶ παρακινοῦσα τὴν |
' ὅσον πρόεισιν , ἐπὶ μήκιστον ἡβᾷ καὶ ἐπακμάζει τὸ ἀειθαλὲς εἶδος φαιδρυνομένη καὶ ταῖς συνεχέσιν ἐπιμελείαις καινουμένη . κἀν | ||
διὰ ταὐτό . Δάφνη δὲ γυναῖκα σημαίνει εὔπορον διὰ τὸ ἀειθαλὲς καὶ εὔμορφον διὰ τὸ χάριεν καὶ ἀποδημίαν καὶ φυγὴν |
εἰδῶν ἐκτάσεως εἰκών , καὶ τὸ ὀξὺ τῆς διαιρετικῆς καὶ κινητικῆς τῶν ὅλων αἰτίας ἀφομοίωσιν ἔλαχεν . διὸ καὶ τῇ | ||
, τοῦτο μὲν παραφροσύνης σημεῖον , τὸ δὲ ἀσθένειαν τῆς κινητικῆς δυνάμεως . εἰ δὲ ἔχει κατάκλασιν , περὶ τῶν |
τὴν θέσιν ὁρῶμεν , πρός τε τὴν ἐπέρεισιν τῶν δακτύλων ἐντυποῦται τὸ δέρμα εἰς παραμήκη κοιλότητα καὶ προσεπινύττεται : ῥαφανηδὸν | ||
τῶν νέων ψυχαῖς ῥᾳδίως ὥσπερ ἐν κηρίοις ἡ τῶν μύθων ἐντυποῦται παραίνεσις , ἀνεξάλειπτον φυλάττουσα τὴν ὠφέλειαν . Ζητεῖται δὲ |
ἐπαγωγῇ . Ξυμφέρει δὲ τούτῳ τροχοῖσιν ὀξέσι κεχρῆσθαι , ὅκως σύντηξις μὲν ὡς ἐλαχίστη τοῦ σώματος γένηται , πνεύματι δὲ | ||
τῶν πόρων ἀπεκρίνετο τῶν κάτω . τοσαύτη δὲ ἄρα ἡ σύντηξις ἡ τοῦ σώματος ἦν αὐτῷ , ὡς ἀδυνατεῖν καὶ |
παρεξόμεθα : ἐὰν δὲ μὴ ἐμπίπτῃ διήγησις , ἀντὶ διηγήσεως αὐξητικῆς μεμετρημένως τῇ προβολῇ χρησόμεθα , ὡς δέδεικται : τίς | ||
τούτοις , τῆς ἀκμαστικῆς ἐλθούσης ἡλικίας , καὶ παυσαμένης τῆς αὐξητικῆς , τὸ πλεονάζον φλέγμα ἄρχεται , ἐκκρίνεσθαι καὶ διὰ |
ηʹ περὶ δοθιῶνος . θʹ περὶ βουβῶνος . ιʹ περὶ ἀρθρίτιδος , ποδάγρας καὶ ἰσχιάδος . ιαʹ περὶ στεατώματος . | ||
Κρόνος τοῦτον κακοῖ , νοσήσει ἐμπνευματώσεις καὶ διὰ ψυχρότητος καὶ ἀρθρίτιδος καὶ νεύρων καὶ φλεβῶν ἀλγηδόνα : εἰ δὲ ὁ |
τὸ ἁδρομερές . Τὸ δὲ γλίσχρον διαχώρημα γίνεται ἐπὶ τῇ ἐκτήξει τῆς πιμελῆς , ἀλλ ' ἔστιν ὅτε διαχώρημα γλίσχρον | ||
ὅτι κακαί εἰσιν αἱ κριμνώδεις ὑποστάσεις : ἐπὶ γὰρ ἀνωμάλῳ ἐκτήξει ἐκκρίνονται , ἐπὶ πυρώδει καὶ φλογώδει θερμότητι γινομένης τῆς |
καὶ πορθήσειν ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς λαπάθου βοτάνης ἥτις ἐστὶ λίαν κενωτική . λαπάξειν ] πορθήσειν , ἀφανίσειν ἀπὸ τῆς μεταφορᾶς | ||
παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς τὰ κενώματα καὶ λάπαθος βοτάνη , ἣ κενωτική ἐστιν . θάψῳ : χλωρὸς ἢ ξανθός . θάψος |
. εἴδη δὲ αὐτῆς τρία : ἀκροχολία : πικρία : βαρυθυμία . ἔστι δὲ τοῦ ὀργίλου τὸ μὴ δύνασθαι φέρειν | ||
ἀθυμία : ἄση : νέμεσις : δυσφορία : γόος : βαρυθυμία : κλαῦσις : φροντίς : οἶκτος . αʹ Ἔλεος |
ἀλαπάξαι : ἐκπορθῆσαι , κυρίως δὲ τὸ κενῶσαι : ἔστιν ἀλαπάζω ἀλαπάξω . παρὰ τὴν λάπαθον τῶν κυνηγετῶν γινομένους λαπάθους | ||
. . . . ἀλαπαδνός : ἀσθενής : παρὰ τὸ ἀλαπάζω , ὃ σημαίνει τὸ ἐκκενῶ καὶ πορθῶ , γίνεται |
καρπῶν τὴν γινομένην ἤτοι ἐκ τῆς τοῦ καύματος καταφλέξεως ἢ βρούχου ἢ τῆς τῶν πνευμάτων ἐκτινάξεως ἢ ἐκ τῆς ἐν | ||
γεωργίας ἐκλογῶν , περιεχούσῃ δὲ σύνταξιν περὶ ἀκρίδων , καὶ βρούχου , καὶ σκορπίων , καὶ ὄφεων , καὶ τῶν |
ἐπικεκοινώνηκε φλεβῶν τε καὶ ἀρτηριῶν : τῶν γάρ τοι τοιούτων φλεβωδῶν ἀγγείων ῥᾳδίως αἰσθομένων τῆς ἐπὶ τῇ καρδίᾳ ἀλλοιώσεως . | ||
. συγκέκριται δὲ ἐκ τεσσάρων τὸν ἀριθμὸν ἀγγείων , δύο φλεβωδῶν καὶ δύο ἀρτηριωδῶν , δι ' ὧν εἰς θρέψιν |
ὧδε τὰ οὖρα προϊόντα , καὶ τὰ παρυφιστάμενα δὲ τούτοις ἀθροώτερα φαίνεται , καὶ χρονιώτεραι δὲ αἱ ἐπὶ τούτοις νόσοι | ||
ὧδε τὰ οὖρα προϊόντα , καὶ τὰ παρυφιστάμενα δὲ τούτοις ἀθροώτερα φαίνεται , καὶ χρονιώτεραι δὲ αἱ ἐπὶ τούτοις νόσοι |
τῶν χυλῶν , πλείους γὰρ , εὐοσμία γίνεσθαι καθάπερ ἅμα πνευματική τις οὖσα καὶ οὔπω τοῦ χυλοῦ τὴν οἰκείαν ἔχοντος | ||
τῆς φωνῆς τὴν γένεσιν λαμβάνει : διὸ καὶ ἀνεμώδης τουτέστι πνευματική . ὃς μοίσᾳ λιγὺ πᾶξεν ἰοστεφάνῳ : ὃς μουσικῶς |
χρόνῳ ὕστερον κατεκλίθη : ᾤκει πλησίον τῆς ἄνω ἀγωγῆς . Πυρετὸς ἔλαβε καυσώδης , ὀξύς : ἔμετοι τὸ κατ ' | ||
τὰ μάλιστα ἐξεργαζόμενα τῶν νουσημάτων πλευρῖτίς τε καὶ περιπλευμονίη . Πυρετὸς δὲ ἀπὸ τῶνδε γίνεται : ὁκόταν χολὴ ἢ φλέγμα |
πάθη καὶ τὰς δυνάμεις οἷον σκληρότης μαλακότης γλισχρότης κραυρότης πυκνότης μανότης κουφότης βαρύτης καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα : ἡ μὲν | ||
ἰδίας ἑκάστου φύσεις αἱ τοιαῦταί εἰσι διαφοραί , οἷον πυκνότης μανότης βαρύτης κουφότης σκληρότης μαλακότης , ὡσαύτως δὲ καὶ εἴ |
βλάψει κοινῇ σύμπαντα , φωνήν , ἐκφύσησιν , ἐκπνοήν , εἰσπνοήν . οὐ μὴν ἥ γε ἔμφραξις τῆς ῥινὸς ἀδικεῖ | ||
εἰς τὸ ἐντὸς ἀνθυποχωρήσει τῶι ἀερώδει τὴν ἀντεπείσοδον παρεχομένου τὴν εἰσπνοήν . τὴν δὲ νῦν κατέχουσαν φερομένου τοῦ αἵματος ὡς |
γε ” φαίνεται “ αἰσθάνεσθαί ἐστιν ; Ἔστιν γάρ . Φαντασία ἄρα καὶ αἴσθησις ταὐτὸν ἔν τε θερμοῖς καὶ πᾶσι | ||
τόπου τῆς μάχης . Προτροπὴ εἰς ἀνδρείαν καὶ πειθανάγκην . Φαντασία πλήθους . Φαντασία ὀλιγότητος . Τακτικά . Περὶ τῆς |
ἡμᾶς . οὕτω κιττῶ : ἐπιθυμῶ . ἀπὸ τῶν ἀρτίως τικτουσῶν γυναικῶν καὶ ἐπιθυμουσῶν τινων . εἴρηται δὲ ἐκ τοῦ | ||
, περισσοτέρως . εἰλείθυιαι : αἱ γένναι , ἔφοροι τῶν τικτουσῶν θεαὶ , αἳ ἦσαν τοῦ Διὸς καὶ τῆς Ἥρας |
ἐστὶ παρὰ τὴν ῥεῦσιν τῶν ὑδάτων , ἢ παρὰ τὴν ἕσιν τῶν ὑδάτων καὶ βοτανῶν αὐτομάτως : ἢ ἐξ ἧς | ||
οὗ μέλλων ἤσω , ἤνη καὶ ὑπήνη , παρὰ τὴν ἕσιν τῶν τριχῶν . οὕτω Φιλόξενος . Ὑπώπια . τὰ |
. ὀρνιθόπαιδος ὀρνιθοφυοῦς . τὸ δὲ ὀρνιθόπαις καὶ καλλίπαις καὶ ἀνδρόπαις καὶ τὰ ὅμοια διπλῶς νοοῦνται , ἡ δὲ ἔννοια | ||
εὐειδές , ἐπεὶ ἡ πρῷρα ὡς ὄψις ἐστὶ νεώς . ἀνδρόπαις δὲ ἀνὴρ ὁ νεωστὶ εἰς ἄνδρας ἐλθὼν ἢ ὁ |
ἐγὼ νέους οὐδὲν γυναικῶν ὄντας ἀσφαλεστέρους , ὅταν ταράξηι Κύπρις ἡβῶσαν φρένα : τὸ δ ' ἄρσεν αὐτοὺς ὠφελεῖ προσκείμενον | ||
, οἷον πρυλέες , οἱ πορείᾳ χρώμενοι . πρωθήβην ἄρτι ἡβῶσαν , ἀκμάζουσαν . πρώτῃσι θύρῃσι ἐπ ' ἄκραις ταῖς |
. Εἴωθε δὲ πολλάκις τὸ ἔλαιον οὐκ εἰς ἔμετον μόνον ὁρμᾷν . Τοῦτο ποιεῖ διὰ τὴν ἐπιμιξίαν τῶν ἄλλων τῇ | ||
κεῖσθαι τὴν βόσιν ἢ παρὰ τὸ κίειν τὸ πορεύεσθαι καὶ ὁρμᾷν : ἡ εἰς τὸ κίειν καὶ ἱέναι βόσιν ἔχουσα |
[ τοῦ ] στόματος . καὶ οὐ μόνον ἀπὸ τούτων ἀνάδοσις γίνεται καὶ πρόσθεσις , ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῶν ἐν | ||
? ? παράκειται ? ? ? ? ? τροφὴ καὶ ἀνάδοσις [ γίνεται ] αὐτῆς εἰς αὐτάς . * * |
μέμφεσθαι : ἢ ἄτομοι καὶ οὐδὲν ἄλλο ἢ κυκεὼν καὶ σκεδασμός : τί οὖν ταράσσῃ ; τῷ ἡγεμονικῷ λέγειν : | ||
σημαῖνον τὸ λαμβάνω γίνεται γάζω . καὶ ὡς σκεδῶ σκεδάζω σκεδασμός , κλύζω κλυσμὸς καὶ κατακλυσμός , οὕτω γάζω γασμὸς |
, καὶ γίνεται παχύς . πλὴν μηδὲν τῶν τῆς ὄρνιθος καταλειπτέον , μόνον δὲ τὰ ἔνδοθεν αὐτῆς σὺν τοῖς ἐντέροις | ||
συγχωρητέον , οὔτε τῷ γενομένῳ τὴν εἰς ὄλεθρον μεταβολὴν ἀβοήθητον καταλειπτέον . Πόθεν οὖν ἐκ τῶν Ἀριστοτέλους λάβοιμεν ἂν βοήθειαν |
ἱκανοὶ γὰρ οἱ γενιῶντες πρὸς τὸ λέγειν . Σωρανός . Πρόσωπον . ἀπὸ τοῦ πρόσω καὶ ἔμπροσθεν τοὺς ὦπας ἔχειν | ||
, οὐ δεδορκότες , κίνησις σχολαία , φωνὴ ἠπία . Πρόσωπον ἀνιαροῦ ἰσχνόν , μέτωπον ῥυσσόν , ὀφρύες ἀπεστραμμέναι , |
ποῦ γὰρ ἔσται τὸ μεταβεβληκός , εἰ μὴ ἐν ᾧ μεταβέβληκε ; τὸ μὲν γὰρ ἐξ οὗ κεῖται ἀπολελοιπέναι . | ||
γίγνοιτο , ἐξ ὧν ἕκαστα καὶ δι ' ἃς αἰτίας μεταβέβληκε : περὶ δὲ ἀνθρώπων βραχύτερα καὶ μᾶλλον προσήκοντα . |
παρὸ ἡ μεταβλητικὴ κίνησις οὐχ ἑτέρα κατὰ γένος ἐστὶ τῆς μεταβατικῆς κινήσεως . διόπερ ἡμεῖς πρὸς ταύτην μάλιστα κομιοῦμεν τὰς | ||
πάρεστι δὲ καὶ ἑτέρως ἀπορεῖν τοὺς οὕτω τὴν ἐπίνοιαν τῆς μεταβατικῆς κινήσεως ἀποδιδόντας . ἐὰν γὰρ νοήσωμέν τι ἀμερὲς καὶ |
γελοίαν τινά , ὡς ἔοικε , καὶ ἄτεχνον παρέξεται . Κινδυνεύει . Βούλει οὖν ἐν τῷ Λυσίου λόγῳ ὃν φέρεις | ||
ὥστε καὶ πρὸς ἀλλήλους τοιαῦτα ἄττα λέγειν , ὅτι “ Κινδυνεύει τοι ὥσπερ ἀτραπός τις ἐκφέρειν ἡμᾶς [ μετὰ τοῦ |
τὸ γέλασμα , χῦμα : ἐκ μεταφορᾶς τῶν γελώντων καὶ διαχεομένων . ὥσπερ γὰρ ἐκεῖσε εὐφραινομένης τῆς καρδίας γελῶσι , | ||
σφοδρότητα , εἶθ ' ὑπὸ τῆς φυσικῆς ἀνάγκης εἰς λειότητα διαχεομένων . εἰ οὖν συμβαίη κῦμα ὑψηλὸν ὑποδραμεῖν ναῦν , |
παρίσθμια φλεγμονὴ περὶ τὰ μῆλα καὶ ἕλκωσις καὶ ἀπόστασις . ἄφθα ἕλκωσις ἐπιπολῆς λευκαίνουσα γλῶτταν ἢ παρίσθμια ἢ κίονα ἢ | ||
ὀνίνηϲιν . Γίγνεται δὲ τῷ παιδίῳ καὶ ἕλκοϲ τὸ καλούμενον ἄφθα , τὸ μὲν ὑπόλευκον , τὸ δὲ ὑπέρυθρον , |
. καὶ ἀδίκους . καὶ ὑπερηφάνους . Ὕπνος : ὁ σωματοειδὴς θεός . καὶ ἡ ἐνέργεια . καὶ μεταφορικῶς ὁ | ||
καὶ ἀνέστιος ὁ ἄοικος . παρ ' Ἡσιόδῳ καὶ ἡ σωματοειδὴς θεὸς Ἑστίην καὶ Δήμητρα καὶ Ἥρην χρυσοπέδιλον . ὣς |
ἔχειν καὶ τὸ ῥυπτικὸν καὶ λεπτομερέϲ . ἡ δὲ τῆϲ καυθείϲηϲ μυρίκηϲ τέφρα ξηραντικῆϲ γίνεται δυνάμεωϲ . Μυρρίνη ἢ μυρϲίνη | ||
τὴν αὐτὴν ἀκριβῶϲ ἔχει κρᾶϲιν , ἀλλὰ κατὰ τὴν τῆϲ καυθείϲηϲ ὕληϲ διαφορὰν ὑπαλλάττεται . ἐκ μὲν δὴ τῶν ϲτρυφνῶν |
, καὶ γαλακτοποιῶν τὰ σπαρέντα : τὸ Ἔαρ δὲ , φύον ταῦτα , καὶ αὖξον , καὶ περιπνέον εὐκράτῳ ἀέρι | ||
χέρσου . φυσίζωον : τὸ φύον τὴν ζωὴν , τὸ φύον τὸ ζῇν , ἤως τὸ φύον , τὸ ἀναβλαστάνον |
ἐπὶ δὲ ϲφυγμοῦ κατά τιναϲ μὲν χρόνου κινήϲεωϲ πρὸϲ χρόνον ἠρεμίαϲ , οἷον τῆϲ διαϲτολῆϲ καὶ τῆϲ ϲυϲτολῆϲ πρόϲ τινα | ||
ἑτέρουϲ δὲ χρόνου κινήϲεωϲ καὶ ἠρεμίαϲ πρὸϲ χρόνον κινήϲεωϲ καὶ ἠρεμίαϲ ἢ κινήϲεωϲ πρὸϲ κίνηϲιν , οἷον διαϲτολῆϲ πρὸϲ ϲυϲτολήν |
α : τὸ δὲ στείβω , παρὰ τὸ στῶ , στείβω . αἰρήσειν , ἀπὸ τοῦ ἀλῶ , ὁ σημαίνει | ||
καὶ ἀστιβητός : μετὰ τοῦ στερητικοῦ α : τὸ δὲ στείβω , παρὰ τὸ στῶ , στείβω . αἰρήσειν , |
δὲ διὰ μικρομέρειαν καὶ τὸ σχῆμα : τῶν δὲ σχημάτων εὐκινητότατον τὸ σφαιροειδὲς λέγει : τοιοῦτον δ ' εἶναι τόν | ||
' οὖν δὴ πάντα , τὸ μὲν ἔχον ὀλιγίστας βάσεις εὐκινητότατον ἀνάγκη πεφυκέναι , τμητικώτατόν τε καὶ ὀξύτατον ὂν πάντῃ |
. . ὁ δὲ Ἀπολλωνιάτης Διογένης ἐκ τοῦ ἀέρος ἔφη ξυστῆναι τὸ πᾶν . . Ἵππασος δὲ ὁ Μεταποντῖνος καὶ | ||
καὶ τῆς ᾠδῆς , συνευχόμενος δὲ τῇ Ναυσικᾷ ὁμόφρονα αὐτῇ ξυστῆναι γάμον , εὐδαιμονίζων δ ' αὖ τῆς ἀθανασίας τὴν |
ἐκ μὲν γένος εἰσὶ θαλάσσης Εὐξείνου , θύννης δὲ βαρύφρονος εἰλείθυιαι : κεῖναι γάρ , Μαιῶτις ὅπῃ ξυμβάλλεται ἅλμῃ , | ||
συστρέφονται , ἀναστρέφονται . Πλεῖστον : περισσότερον , περισσοτέρως . εἰλείθυιαι : αἱ γένναι , ἔφοροι τῶν τικτουσῶν θεαὶ , |
, οὐδὲν δὲ ἀρχαιότερόν ἐστι τῆς ἀντιφάσεως . εἰ οὖν πειραθείη τις ἀποδεῖξαι αὐτήν , τὸ ἐν τῇ ἀρχῇ αἰτεῖται | ||
θεοὶ καὶ μάλιστα τῇ τελευτῇ τιμῆσαι , ὡς ἂν μηδενὸς πειραθείη τῶν χαλεπῶν . ἀνάγκη γὰρ αὐτῷ ἦν προβαίνοντι ἀντὶ |
ἐφ ' ὅσον οὖν ἰσχύει τὸ πνεῦμα καὶ μερίζει καὶ μετεωρίζει τὴν ὑπόστασιν , ἐπὶ τοσοῦτον ἀπεπτότερον γίνεται τὸ οὖρον | ||
μάλιστα τὴν κεφαλὴν γοργούμενος , καὶ τὰ μὲν σκέλη ὑγρὰ μετεωρίζει , τὴν δὲ οὐρὰν ἄνω ἀνατείνει . ὅταν οὖν |
προσχρῆται . Δοκεῖ δέ μοι καὶ ἄλλο διαμαρτάνειν ἡ παροῦσα ἐπίστασις : ὡς γὰρ ἐπ ' ἀνθρώπων ὑποθεμένη τῶν θεῶν | ||
ποιητικὸν καὶ τὸ παραδειγματικόν . ἡ δὲ περὶ τῶν συμβεβηκότων ἐπίστασις λύεται μὲν καὶ παρ ' αὐτοῦ : πολλὰ γὰρ |
τὸ ἐν ἀπείρῳ πλήθει λέγειν πλεῖστα ; ὡς γὰρ τὸ ὀλιγώτερον πρός τί ἐστι καὶ κατὰ τὴν ὡς πρὸς τὸ | ||
καὶ μειδιᾶν . τινὲς δὲ καὶ τοὺς ἀραιοὺς ἔχοντας ὀδόντας ὀλιγώτερον ζῆν τῶν πυκνοὺς ἐχόντων ἐχαρακτήρισαν . Τὸ στόμα τομεῖ |
ἤτοι τὰ μέλλοντα μεριμνάν . Μάχαιρα : διὰ τὸ μάχεσθαι ῥᾶον : ἢ διὰ τὸ μάχεσθαι πάσῃ φύσει καὶ τόπον | ||
ἡ κορύνη πληρεστέραν τὴν ἐντεριώνην ἕξει , καὶ τὸ ξεσθῆναι ῥᾶον ὑπομένει , καὶ ἐντιθεμένη κρατεῖ . Γυμνὰ κάρυα δίχα |
ὅτι Ζηνόδοτος γράφει μὰψ οἴχεσθον ἄγοντες . καὶ τὸ δυικὸν συγχεῖται ἐπὶ πολλῶν τασσόμενον : καὶ ἠγνόηκεν ὅτι ἀναγωγὴν καλεῖ | ||
ἐν τῷ ἀέρι φανταζόμεθα ὑπομένειν τὸ διάστημα τοὐμοῦ σώματος : συγχεῖται γὰρ εὐθὺς κινηθέντος ἡ περιέχουσά με ἐπιφάνεια καὶ ἑνοῦται |
: καί : Μωρότερος Μορύχου : ἐπὶ τῶν εὐηθῶν καὶ ἀλογίστων . Ναῦς παλαιὰ πόντῳ οὐχὶ πλωΐμη : ἐπὶ τῶν | ||
, ἡ τοῦ πράγματος ἀπόβασις αὐτῷ συμβαίνει . ὅπερ τῶν ἀλογίστων ἐστὶν ἀνάγκης μεγίστης χωρὶς μετὰ ζημίας νίκην κτᾶσθαι , |
μορίου καὶ τοῦ στάσις ἢ τοῦ ἵστημι στήσω . . νήστισιν αἰκίαις ] ἐστερημέναις τροφῆς καὶ στάσεως . . πληγαῖς | ||
. σκιρτημάτων δὲ νήστισιν αἰκίαις : Ἐν μάστιξι δὲ σκιρτημάτων νήστισιν παρεγενόμην λαβρόσσυτος καὶ ταχεῖα καὶ ἄγαν ὁρμητική , δαμασθεῖσα |
μέν ἐστιν ἀδήκτου καὶ μετρίως ξηραντικῆς , οὐσίας δὲ παχυμεροῦς ἐμπλαστικῆς . Καννάβεως ὁ καρπὸς ἄφυσός τε καὶ ξηραντικός ἐστιν | ||
τὰς θερμὰς φλεγμονὰς ἐμψύχει . Κόμμι ξηραντικῆς τέ ἐστι καὶ ἐμπλαστικῆς δυνάμεως : καὶ δῆλον ὅτι καὶ τραχυτήτων ἰατική . |
, πλησιάζει δὲ μᾶλλον τοῖς χείροσιν αὐτῶν καὶ τοῖς μήπω διηρθρωμένον ἔχουσι τὸ εἶδος ἅτε ἀμυδροτέραν ἔχουσι δύναμιν καὶ οὐ | ||
τε ὑπάρχον καὶ τοῖς μεγέθεσι τοῖς καθ ' ἕκαστον φθόγγον διηρθρωμένον καὶ διεστὼς , ὥσπερ κατὰ σωρείαν καὶ οὐ κατ |
τῶν γαστρὸς καὶ τῶν ὑπ ' αὐτήν , ὥστε πολλῶν ἐκκρεμαμένων ἐγγόνων βαρύτατον ἄχθος φέρουσα παρίεται καὶ χεῖρας ὑπ ' | ||
μάθησις . Πάντων οὖν τῶν Πλάτωνος δογμάτων ἀτεχνῶς ἐξηρτημένων καὶ ἐκκρεμαμένων τῆς κατὰ τὴν ψυχὴν θειότητός τε καὶ ἀθανασίας , |
τρόπος , ὅμως γε μέθεξις ἀπὸ τῆς ὑπάρξεως προϊοῦσα καὶ διακρινομένη . Τί οὖν τὸ διακρῖνον τὸ δεύτερον ἀπὸ τοῦ | ||
οὐσίαν αὐτὴν καθ ' αὑτὰς οὖσαι . οἷον ἡ ὄψις διακρινομένη μὲν ὑπὸ λευκοῦ αἰσθάνεται , τί δ ' ἔστιν |
τῶν Ἀμαζόνων , τροφὸς Πενθεσιλείας . αὕτη μετὰ θάνατον τῆς Πενθεσιλείας ἔπλευσε ζητοῦσα αὐτὴν καὶ ἦλθεν ἐν Ἰταλίᾳ καὶ ἐκεῖ | ||
. ἡ δὲ δούλης Κλήτη μία τῶν Ἀμαζόνων , τροφὸς Πενθεσιλείας . αὕτη μετὰ θάνατον τῆς Πενθεσιλείας ἔπλευσε ζητοῦσα αὐτὴν |
Καπιτωλιάς . . . . . . ξϚ λα γοʹ Θάμνα . . . . . . . . . | ||
ιδʹ Θεσσαλικῶν . καὶ Θαμίεια . τὸ ἐθνικὸν Θαμιεύς . Θάμνα , πόλις Παλαιστίνης . Ἰώσηπος πέμπτῳ Ἰουδαϊκῆς ἱστορίας . |
ἐχῖνον . δυσχρηστούμενον οὖν τῇ βρώσει καὶ οὐ συνιέντα τὴν ἀντιτυπίαν τῆς τραχύτητος εἰπεῖν : ὦ φάγημα μιαρόν , οὔτε | ||
ἐχῖνον . δυσχρηστούμενον οὖν τῇ βρώσει καὶ οὐ συνιέντα τὴν ἀντιτυπίαν τῆς τραχύτητος εἰπεῖν : ὦ φάγημα μιαρόν , οὔτε |
οὐ μόνον ἀνόνητον , ἀλλὰ καὶ ζημίας καταστήσει μοι πρόφασιν πενομένης με γυναικὸς ποιῶν κηδεστὴν τοῖς ἡμετέροις εἰς ἀποτροφὴν κεχρημένης | ||
μόνον βραχεῖαν εὐφροσύνην αἱρεῖται ; νόμιζε δὴ τοὺς ἐκ τῆς πενομένης σοι παῖδας ὁρᾶν ἀπορίᾳ σιτίων δακρύοντας νῦν μὲν εἰς |
μονὴν ἐπ ' ἀμφοτέρων τῶν συνδέσμων : αὕτη γὰρ ἦν διακριτικὴ τῆς ἀφαιρέσεως καὶ τῆς ἀποκοπῆς , ἐπεί , εἰ | ||
διακριτικήν τε καὶ τὴν πρὸς ἐξαιμάτωσιν : ἡ μὲν οὖν διακριτικὴ πᾶν ὅσον ἀτέραμνον καὶ δυσκατέργαστον εἰς τὸ παρακείμενον χολῆς |
. ὁ οἶνος φθινήσει ὑπὸ πάχνης : τῶν ξυλικῶν καρπῶν εὐθηνία . τοῖς μικροῖς ζώοις εὔθετον τὸ ἔτος , τοῖς | ||
τοξότῃ οὔσης αὐτῆς , εὐετηρία καὶ πολυομβρία , καὶ σίτου εὐθηνία , καὶ εὐφροσύνη ἐν τοῖς ἀνθρώποις : θρεμμάτων δὲ |
ὀνόματος παρελήφθη : καὶ ἐντεῦθεν ἡ σύνταξις αὐτοῦ προσεχώρει εἰς ἀντωνυμικὴν μετάληψιν . ἔστω γάρ τι τοιοῦτον , Χρύσης γὰρ | ||
τῇ ποῖος [ ᾧ λόγῳ καὶ τὸ ἡμεδαπός ἔχον τὴν ἀντωνυμικὴν θέσιν , καὶ ἔτι τὸ ὑμεδαπός τό τε παρὰ |
αὐτῶν τῶν αἰσθήσεων οὐχ εἷς ὁ λόγος , ἀλλὰ τῶν κυριωτέρων καὶ αἱ δυνάμεις ἀκριβέστεραι οἷον ἐπὶ ἁφῆς καὶ ὄψεως | ||
ἡ φύσις δεύτερον πλοῦν ὁδεύουσα ἀποδιώκει τὴν ὕλην ἀπὸ τῶν κυριωτέρων μορίων ἐπὶ τὰ ἀκυρότερα μόρια καὶ εἰς ἀπόστασιν τρέπεται |
ἐμπέσῃ τὸ καταπληκτικὸν θηρίον ἢ ἐπιβάλῃ . * ὑποζοφόωσα : σκοτώδης * ἄκροθεν οὐρή : κατὰ τὸ ἄκρον ἡ οὐρά | ||
. ὁ μὲν γὰρ ἥλιος φαεινός , ὁ δὲ ἀὴρ σκοτώδης καὶ ἐναντίος τούτου ἐστίν . ἣν Ὕδραν , ἤγουν |
πρόσθες . [ θʹ . Ἐκβόλιον ἐμβρύου τεθνηκότος . ] Χολῆς ταύρου τὸ μέγεθος ἀμυγδάλου διεὶς οἴνῳ ὕδατι κεκραμένῳ , | ||
ἑψεῖν ἐν πυρῶν κρίμνοισιν , ἔλαιον ἐπιχέας , δίδου . Χολῆς καθαρτικὰ ἐκ μήτρης : σικύης τὴν ἐντεριώνην λείην τρίψας |
λέγει δὲ ἐν τῇ Καθόλου ὁ Ἡρωδιανός , ὅτι τὸ ἀρειά παράλογόν ἐστι καὶ κατὰ τόνον καὶ κατὰ χρόνον : | ||
ἄρεως γενικὴν γέγονεν ἀρεά , καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ι ἀρειά , καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς η ἀρειή Ἰωνικῶς |
. . κάψα , , : κάψα : παρὰ τὸ κάπτω ῥῆμα τὸ δηλοῦν τὸ χωρῶ κάψω κάψα γέγονε , | ||
, ἐν ᾗ οἱ βοῦς κάπτουσιν : ἀπὸ γὰρ τοῦ κάπτω , τοῦ σημαίνοντος τὸ ἐσθίω , ἡ κάπη γίνεται |
τοῦ Πτερελάου θυγάτηρ ὑπῆρχε Κομαιθὼ καὶ ἄρρενες παῖδες Χρόμιος , Τύραννος , Ἄμπελος , Χερσιδάμας , Μήστωρ , Εὐήρης . | ||
βούλεται ἐκλείπειν ἔσθ ' ὅτε τὴν ἀντίθεσιν , ὁ μέντοι Τύραννος οὐχ οὕτως , ἀλλὰ βούλεται ἐν πάσῃ ἀντιλήψει ἀντίθεσιν |
ἀντίπαις δὲ ὁ ἐκβεβηκὼς τοῦ παιδὸς τὴν ἡλικίαν καὶ ἤδη πρόσηβος , βούπαις δὲ ὁ μέγας παῖς . μεταβολὴ πάθος | ||
παῖς , κόρος , ᾔθεος , οὔπω πρόσηβος , ἤδη πρόσηβος . καὶ ἀντίπαις ὑπὸ τῶν νέων κωμῳδῶν ἐκλήθη . |
ἐπικαλῶν τινὰ ἐλθεῖν εἰς ἔλεον . . : σφάκελος ] Σπασμὸς τοῦ ἐγκεφάλου . : σφάκελος : Ἰστέον ὅτι ὁ | ||
αὐθημερὸν , ἢ τῇ ὑστεραίῃ , ἢ τῇ τρίτῃ . Σπασμὸς ἐν πυρετῷ γενόμενος καὶ παυόμενος αὐθημερὸν , ἀγαθόν : |
αὐτῆς πᾶν θηρευτικόν . Ναί . Τὴν δέ γε μὴν θηρευτικὴν ἄλογον τὸ μὴ οὐ τέμνειν διχῇ . Λέγε ὅπῃ | ||
. . . . . . ἵππου : ὁ δὲ θηρευτικὴν . . . . . διώκῃ . λόγῳ ἑτέρῳ |
πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . ἀγαυρὸς κυρίως ὑπερήφανος πεδόεσσα ἤτοι χαμαιπετής , χαμηλή : διὸ | ||
πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . ἀγαυρὸς κυρίως ὑπερήφανος πεδόεσσα ἤτοι χαμαιπετής , χαμηλή : διὸ |
δ ' ἥμερα ἐπιμελείαις συναύξειν , τὰ δ ' ὑπὸ πλεοναζούσης τροφῆς κεχυμένα τομαῖς στέλλειν , τὰ δ ' ἐσταλμένα | ||
διχῶς , ἢ γὰρ διὰ τὸ ποσὸν τῆς ὑποκειμένης καὶ πλεοναζούσης ὕλης , ἢ διὰ τὸ ποιόν : τῶν γὰρ |
τῆς ἀρχῆς ἁψόμεθα . ἦν δὲ ὁ λόγος περὶ τῆς θρεπτικῆς δυνάμεως . οὐ δεῖ δὲ λανθάνειν , ὡς ἐπὶ | ||
καὶ φυσικήν τε καὶ φυτικήν φαμεν , καὶ ταύτῃ τῆς θρεπτικῆς τε καὶ αὐξητικῆς καὶ τοῦ ὁμοίου γεννητικῆς τε καὶ |
αὐτῶν δι ' ὧν ἔστι στοχάσασθαι τὴν φυσικὴν συμπάθειαν . Φυσικῶς ὥσπερ ὁ μαγνήτης ἕλκει πρὸς ἑαυτὸν τὸν σίδηρον , | ||
ὁ Καλλίμαχος εἶπε τὴν ἄγονον : ἀφάρωτος οἷον γυνή . Φυσικῶς οὖν τὸν ἁπάντων πατέρα χῶρον ὠνόμασε Φάρον , ἐκ |
περιττώματα , ἐν ὅσῳ ἐν ἡμῖν ἐστι , μετέχει τινὸς ζωτικῆς θέρμης , ἔξω δὲ προελθόντα ἀποψύχεται : ἔχει οὖν | ||
, ἰσχνότεροι δὲ , ὅτι ἐν τῷ ἀχρήστῳ ἐξαγομένης καὶ ζωτικῆς θερμασίας . οἱ μέντοι πεπυκνωμένοι , τὸ ἐναντίον , |
' ὥστε μὴ ἐπιδέχεσθαι ῥᾳδίως τοὺς ἄλλους ὥσπερ ὁ Ἐρυθραῖας ἁλυκός τις ὢν καὶ μαλακός . Τὴν αἰτίαν πειρατέον ἐκ | ||
ἐστι καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ ἀλυκτοπέδη . . . . ἁλυκός : παρὰ τὸ ἅλα ἁλικός καὶ ἁλυκός , ὡς |
μνημονικὸν τοῦ ἀναμιμνῃσκομένου πανταχοῦ κρεῖττον , ὅτι τὸ μὲν λήθῃ κέκραται , τὸ δὲ ἀμιγὲς καὶ ἄκρατον ἐξ ἀρχῆς ἄχρι | ||
ψυχρῶν ἢ τῶν θερμῶν ἢ τῶν ἄλλων , ἐξ ὧν κέκραται τὸ σῶμα , ὅταν ὑπερβολὴν ἔχῃ , καὶ ὁ |
καὶ ἀπαλθήσεσθον : σημαίνει δὲ τὸ ἰαθήσεσθον . τὸ δὲ ἀλθῶ παρὰ τὸ ἄλδω , ὃ σημαίνει τὸ αὐξάνω . | ||
: τὸ ἐθνικὸν Ἀπτερεύς . . . ἀπαλθήσεσθον : ἀλθέω ἀλθῶ πρώτης συζυγίας τῶν περισπωμένων , ὁ μέλλων ἀλθήσω ἀλθήσομαι |
ἐπιδείκνυσι τὴν αὑτῆς φύσιν : ἡ γὰρ τὰ ἄγρια καλὰ φύουσα δύναται θεραπευομένη καὶ τὰ ἥμερα καλὰ ἐκφέρειν . φύσιν | ||
πεποιημένων ἡ λέξις . φυσίζωος ἡ τὰ πρὸς τὸ ζῆν φύουσα . φυταλίη κῆπος . φῦλον ἀντὶ τοῦ γένος : |
αἱ κακῶς πενθοῦσαι . ἀλεγεινήν : φευκτὴν , ἀλγεινὴν , ἐλεεινὴν , χαλεπὴν , καὶ πένθος κακὸν καὶ ἐλεεινόν . | ||
νεανίου μὲν πρῶτον , εἶτα τοῦ φύσαντος , τὴν μὲν ἐλεεινὴν οὐ διέφυγε θέαν , ἀλλοτρίᾳ δὲ χειρὶ περιπίπτων ὁμοίαν |
μετὰ μέλιτος πινόμενον . ποιεῖ δὲ καὶ ἡ γλαύκουρις . θλασθεῖσα μετὰ μέλιτος καὶ ὕδατος ἴσου διδομένου τοῦ χυλοῦ ἀναγαργαριζέσθω | ||
οὐ πυρωτικόν : ῥίζα ἐκ μὲν τῶν ἐκτὸς μέλαινα , θλασθεῖσα δὲ λευκή . Ἄλλη λιβανωτὶς ἡ λεγομένη ἄκαρπος , |
οὖσαν Ὑποδώριον ποιεῖ , μιγνὺς τῇ Δωρίῳ τὴν Ὑποδώριον . ἁρμογὴ δέ ἐστιν , ὅταν αὐλήσας τὸν Φρύγιον τόνον καὶ | ||
. Μεθόδιος , . , . . Ἁρμός : ἡ ἁρμογὴ καὶ συνάφεια : Σοφοκλῆς Ἀντιγόνῃ : † ἀθρήσας θ |
ἐκ διαδοχῆς οὖσα . διαβόητος ὁ ἐν ἀρετῇ ἐγνωσμένος , ἐπιβόητος ὁ μοχθηρὰν ἔχων φήμην . δικαστὴς ὁ κατὰ νόμον | ||
, διέφθορας , διεφθάρης τὰς σαυτοῦ φρένας . διαβόητος καὶ ἐπιβόητος διαφέρει . διαβόητος μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐπ ' |
θάνατον τὸ οἰκεῖον πάθος ἀναχέοντος ἐπὶ φθορᾷ πάντων ὅσα ψυχῆς μεμοίραται ; τί χρὴ μακρηγορεῖν περὶ πυρός ; ἀτροφῆσαν γὰρ | ||
ἐπιδοῦναι θαλάττῃ καὶ κύμασι . ζῆν μὲν γὰρ καὶ τεθνάναι μεμοίραται πᾶσιν ἡμῖν , καὶ οὐκ ἔστι τὸ χρεὼν φυγεῖν |
τόν τε Πέρσην ἐς ἐλπίδα μειζόνων πραγμάτων ἐτύφωσε τηλικούτων ἔργων εὐπραγία . ὡς δὲ ταῦτα τῷ Ἀλεξάνδρῳ ἐδηλώθη χαλεπῶς νοσοῦντι | ||
καὶ ἐρώντων ἡδονὴ καὶ ὅλως ἡ ἐπὶ παντὶ τῷ γιγνομένῳ εὐπραγία . γῆν ὅτε ἂν καταλίπῃ τύχη , τότε καὶ |
αὐτὸ χρῶμα τοῖς μὲν πρεσβυτέροις ἀμαυρὸν φαίνεται τοῖς δὲ ἀκμάζουσι κατακορές , καὶ φωνὴ ὁμοίως ἡ αὐτὴ τοῖς μὲν ἀμαυρὰ | ||
ποτὸν χυλὸς ῥαφανῖδος ἢ νίτρον μεθ ' ὕδατος ἢ ἀψίνθιον κατακορές , εἶτ ' ἔμετος ἐκ διαλείμματος καὶ πάλιν τῶν |
πολυπλόκως , λέλεκται δ ' ἐκ τῆς κοινότητος εἰς τὴν ἀσυνήθη φράσιν ἐκβεβηκότα , φυλάττεται δὲ τὸ περιττὸν αὐτῶν ἐν | ||
παρὰ τὸ καθῆκον ποιεῖν ἠνάγκαζε , βιαζομένη τὴν ἀπεγνωσμένην καὶ ἀσυνήθη τροφὴν προσφέρεσθαι . Ὅτι αἱ ἀνθρώπιναι ψυχαὶ μετέχουσι θείας |
κυβερνήτης ἐπὶ τῆς νηὸς καὶ ἡνίοχος ἐπὶ τῶν ἵππων . Ἐλάφειος ἀνήρ : ἐπὶ τοῦ δειλοῦ , ἐκ μεταφορᾶς τοῦ | ||
: ἐν ταύτῃ γὰρ οἱ θεοὶ τοὺς Γίγαντας ἐνίκησαν . Ἐλάφειος ἀνήρ : ἐπὶ τοῦ δειλοῦ . Ἐλέφας μῦν οὐ |
στήθεσι κακῇ ἀλάλυγγι βαρῦνον ] κακωτικῶς συνεκλυποῦν λυγγί ἀλάλυγγι ] λυγμῷ βαρῦνον ] λυποῦν , ὀδυνῶν φῶτ ' ] τὸν | ||
ἀδημονεῖ . λύζει : ποιὰν φωνὴν τραχεῖαν ἀφίησιν , ἢ λυγμῷ συνέχεται . Γ λύζει ] λυγμῷ συνέχεται . ὀφλὼν |
ὅτι διὰ πολλῶν πόρων κατὰ τὸ λεληθὸς τὸ ψυχικὸν πνεῦμα διαπνεῖ . Διὰ τί ἐν τοῖς καύμασιν οἱ περιοδικῶς νοσοῦντες | ||
ἐμοὶ τρέφει τὸ προσφερόμενον βρῶμα , καὶ λεπτύνεται ὀρθῶς τε διαπνεῖ . τοιγαροῦν εἰς τοὺς πόρους ὁ χυμὸς ὁμαλῶς πανταχοῦ |
μονομερὴς καὶ ποικίλη καὶ δυσκατάληπτος , ἡ δ ' ἐξίχνευσις πολυμερὴς καὶ ποικίλη : ἐὰν μὲν οὖν τὸ διάστημα ἀκριβῶς | ||
ἐγκάρδιον . ὥστε ἐπεὶ καὶ ὁ κόσμος ὑπὸ φύσεως διοικεῖται πολυμερὴς καθεστώς , εἴη ἄν τι ἐν αὐτῷ τὸ κυριεῦον |
, καὶ διαφεύγει ὑπὸ τῶν αὐτέων . Τερηδών : ὅταν τερηδὼν γένηται ἐν τῷ ὀστέῳ , ὀδύνη λαμβάνει ἐκ τοῦ | ||
ἐπ ' αὐτῆς ὁ θάνατος . δυσίατος δ ' ἐστὶ τερηδὼν ἡ διὰ πάχους γεγονυῖα , τῆς μήνιγγος κατὰ φύσιν |
γὰρ τῷ πάσχειν ἀντιλαμβάνονται οἱ ὀφθαλμοί . διὰ οὖν τὴν εὐπάθειαν ἐδεήθη ἡ φύσις εἰς τὸ τάχος τῶν ἀσφαλιζόντων δύο | ||
κατὰ καιρόν . γίγνεσθαι δὲ καὶ χοροὺς καὶ τὴν ἄλλην εὐπάθειαν ἅπασαν . τὸν μέντοι πόνον τοῦτον , ὃν ἔχειν |
λεγομένων τότε ἐξάκουστος ἐγένετο κατὰ πᾶσαν τὴν πόλιν αὐλῶν τε βόμβος καὶ κυμβάλων ἦχος ἔτι τε τυμπάνων κτύπος μετὰ ᾠδῆς | ||
ἵπταται , μυκᾶται δὲ βροντὴν οὐρανὸς καὶ τὸν ἀέρα γεμίζει βόμβος , ἀντεβόμβει δὲ κάτωθεν τῶν κυμάτων ἡ στάσις , |
τοῖς οὐ προσδεχομένοις ; τὸ οὕτως ἔχειν ὡς ἔχουσιν . δυσαρεστεῖ τις τῷ μόνος εἶναι ; ἔστω ἐν ἐρημίᾳ . | ||
μέντοι εὐαρεστεῖ τῆι φαντασίαι , ἣν ἑαυτοῦ εἴληφεν , ἢ δυσαρεστεῖ ἢ ἀρρεπῶς ἴσχει : τὴν γὰρ ἑαυτοῦ ! ! |
θνήσκει Εὐχήνωρ ὑπ ' Ἀλεξάνδρου . . . , : Ἁρμονία , νύμφη Ναΐς : ἧς καὶ Ἄρεος Ἀμαζόνας εἶναι | ||
ποιηταῖς εἰρημένον , ὅτι ἐκ τῆς Ἄρεος καὶ Ἀφροδίτης συνουσίας Ἁρμονία συνέστηκεν , ἐξ ἐναντίων , βαρέων τε καὶ ὀξέων |
κακοπάθειαν καὶ ἀχαριστίαν , παρθένῳ ὕβριν , χήρᾳ διαβολήν . Ἀκρώμιον δεξιὸν ἁλλόμενον ἐλευθέρῳ εὐκρασίαν δηλοῖ , δούλῳ κακῶν ἀνάπαυσιν | ||
μετ ' εὐφρασίας σημαίνει . Ἀκρώμιον δεξιὸν ἐπιβουλὴν δηλοῖ . Ἀκρώμιον εὐώνυμον πάλλον κέρδος σημαίνει . Βραχίων εὐώνυμος εὐφρασίαν σημαίνει |
, βαρυδαίμων ἀνήρ , ἀναφανεῖται ἢ ἔμπαλιν ἄσωτος πεφορημένος , λαφύττειν καὶ σπαθᾶν ἑτοιμότατος , ἑταιρῶν καὶ πορνοτρόφων καὶ μαστροπῶν | ||
εἰλαπίνας ἀπὸ τῆς ἐν αὐταῖς παρασκευῆς γινομένης καὶ δαπάνης . λαφύττειν γὰρ καὶ λαπάζειν τὸ ἐκκενοῦν καὶ ἀναλίσκειν , ὅθεν |
λόγους τοῦ σώφρονος , τοὺς δὲ περὶ τοῦ θείου καὶ ἀναγωγοῦ οὐδέπω . Διὸ αὐτὸς μὲν ὡς ἄνθρωπος ἀποπαύεται , | ||
βούλεται διαλαβεῖν καὶ περὶ τοῦ ἀμείνονος καὶ ἐγκρατοῦς ἔρωτος καὶ ἀναγωγοῦ ἵππου , ὅτι ἕλκεται μὲν ἅτε δὴ σώματι προσομιλοῦσα |