ᾠδὰς προβάντος τοῦ πότου σπουδῆς αὐτὸν ἅπτεσθαι , πρὶν ὕπνου σπάσαι . διεβέβλητο δὲ μάλιστα πρὸς τοὺς ἀλαζόνας τῶν νέων
ἁπαλοὺς αἰγῶν ἑλκύσαι καὶ προβάτων μαστοὺς ἢ κατοικιδίων κυνῶν καὶ σπάσαι γάλακτος ἐκεῖθεν μηδέποτε συγχωρήσειας : ὧδε γὰρ ἂν ἀποβαῖεν
5979454 γευσασθαι
σταφυλῇσι δαμάσσῃ , οἳ δ ' ἄρ ' ἀποπνείουσι πάρος γεύσασθαι ὀπώρης : ὣς τοὺς αἶψ ' ἐδάμασσε πρὶν ἔντεα
ἁλμυρῶν σφόδρα , μήτε τῶν ὅσα ἐξαλλάσσει τὴν γεῦσιν βεβρωκότα γεύσασθαι , ἀλλ ' ὡς μάλιστα ὀλιγοσιτήσαντα καὶ εὔπεπτον ὄντα
5863322 προσεγχεας
λεβίαν , ἐφ ' ᾧ χαριεῖ πολὺ μᾶλλον ἢ μυρίνην προσεγχέας . ἀστεῖον ὁ σιλουρισμός . ἂν Βυζαντίους , ἀψινθίῳ
λεβίαν , ἐφ ' ᾧ χαριεῖ πολὺ μᾶλλον ἢ μυρίνην προσεγχέας . ἀστεῖον ὁ σιλουρισμός . ἂν Βυζαντίους , ἀψινθίῳ
5801902 πηλωι
μὲν κάτω καὶ ἐν βυθῶι τοῦ ποταμοῦ διατρίβουσι , τῶι πηλῶι καὶ τῆι ἰλύι φιληδοῦντες , καὶ ἐντεῦθεν οὔκ εἰσιν
' ἄλλωι αἵματι μιαινόμενοι οἷον εἴ τις εἰς πηλὸν ἐμβὰς πηλῶι ἀπονίζοιτο . μαίνεσθαι δ ' ἂν δοκοίη , εἴ
5797879 κερματος
, οἵας Ἠριδανὸς ἁγνοῖς ὕδασι κηπεύει κόρας , μικροῦ πρίασθαι κέρματος τὴν ἡδονήν , καὶ μὴ λαθραίαν κύπριν , αἰσχίστην
πολεμοῦσι πρὸς ἀλλήλους περὶ τούτων , οὐχ ὅπλα κέκτηνται περὶ κέρματος , οὐ περὶ δόξης . οὔθ ' ὑπὸ χρυσείων
5736079 σκυλακας
καὶ ὅτι ἄκοντας προὐτρέψατο χρῆσθαι αὐτοῖς τρόπῳ τοιῷδε . Δύο σκύλακας λαβὼν ἀπὸ τῆς αὐτῆς μητρὸς ἔτρεφε , χωρὶς δὲ
εὐθαλέστερα καὶ εὔσαρκα καὶ τὸ χρῶμα εὐανθέστερα , καὶ τοὺς σκύλακας καὶ τῶν ἄλλων ζῴων τὰ νεογνὰ κρείττω καὶ ὑγιεινότερα
5639475 κληματιδος
, ἀλλά τινα φύσιν ἐν μεθορίῳ , καθάπερ ἀπὸ ἀμπέλου κληματίδος ἀφαιρεθείσης εἰς ἑτέρας ἀμπέλου γέννησιν . Διό φησιν :
γὰρ χαλκοῦ ἄνθος πιεῖν ἄνθην ] ἰάνθινον ἴον κληματόεσσαν : κληματίδος , φησί , θρύψον σποδὸν ἐν τῷ ὄξει ,
5613756 μεστας
τρέφων τῶν Σικελικῶν τούτων πάνυ κομψάς . Τῆς φιλοτησίας ἐγώ μεστὰς προπίνω γ ' ἴσον ἴσῳ κεκραμένας . Εἰσῆλθεν ἡταίρα
καὶ Ἄλεξις ἐν Δορκίδι ἢ Ποππυζούσῃ : τρεῖς φιλοτησίας ἐγὼ μεστὰς προπίνω ἴσον ἴσῳ κεκραμένας . καὶ Ξέναρχος ἢ Τιμοκλῆς
5589630 πειναν
τοῦ βοῦ ἐπιτατικοῦ καὶ τοῦ βρῶσις . βούβρωστιν : μεγάλην πείναν , καὶ λύσσαν πολυφάγον ἀπὸ τοῦ βοῦ ἐπιτατικοῦ μορίου
πίναξ τὸ ἄκος τῆς πείνης , ἤγουν ὁ θεραπεύων τὴν πείναν διὰ τῶν ἐν αὐτῷ βρωμάτων . Θ . .
5548431 ποας
δὲ πικρὸς καί τι καὶ στύψεως ἔχει . Δάφνης τῆς πόας ἡ κρᾶσις ἐνεργῶς ἐστι θερμή : δριμεῖά τε γὰρ
ἐγκρύψας εἶτα ὑποθάλπει καὶ μάλα ἀγαπητῶς . δεῖται δὲ οὔτε πόας τηνικάδε οὔτε ἰχθύος ἐς βορὰν ἑτέρου , κρυμοῦ δὲ
5546067 τρυγος
τῆς κάτω τρυγὸς ἀναπνοήν : εἶτα διεκμυζῶντες ἀνασπῶσι μέρος τῆς τρυγός , καὶ πρὸς τὴν ποιότητα τῆς τρυγός , καὶ
γλήχωνος , θύμβρας , σαμψύχου , σκόρδου , οἴνου εὐώδους τρυγός , ἑκάστου τὸ ἶσον , στῆρος ἢ μυελοῦ τῶν
5537606 ὀζειν
οὐ ποιεῖ . Ἰσότης φιλότης . Ἰχθὺς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται : ἐπὶ τῶν ἐπιστάτας φαύλους ἐχόντων . Ἰχθὺν
, ἀλλὰ δὴ καὶ τῷ ἐπ ' ἀνθράκων ἐντιθεμένων βαρέως ὄζειν . Καὶ ἃ μέν ἐστι διαγνῶναι ἔκ τε τῶν
5532754 ἀποζεσας
εἰς ἀποκατάστασιν , οἷόν ἐστι καὶ τὸ ὑποτεταγμένον : γλοιὸν ἀποζέσας ἤθησον πρῶτον ὡς καθαρὸν γενέσθαι , καὶ πάλιν ἐμβαλὼν
εἰσιοῦσι δοὺς αὐτοῖς εὐθὺς ἀπὸ θερμοῦ τὴν μεγάλην σπάσαι , ἀποζέσας σίλουρον ἢ λεβίαν , ἐφ ' ᾧ χαρίῃ πολὺ
5504896 ὀψου
μισθόν τε οὐδένα εἰσεπράξατο . καὶ ἔλεγεν ἥδιστα ἐσθίων ἥκιστα ὄψου προσδεῖσθαι : καὶ ἥδιστα πίνων ἥκιστα τὸ μὴ παρὸν
τοῖς παιδίοις διδόασιν . καὶ πρὸς τῇ κολλύρᾳ ἀντὶ τοῦ ὄψου κόνδυλον . ἔπαιξε δὲ παρὰ τὸ λεγόμενον . κολλύραν
5496597 ἀνθοσμιου
ἕτερον ἀγρυπνεῖν ποιοῦντα τοὺς πίνοντας . περὶ δὲ τῆς τοῦ ἀνθοσμίου οἴνου σκευασίας Φαινίας ὁ Ἐρέσιός φησι τάδε : γλεύκει
ἀναλώσαντι ] γνώμη . ἐπεισπέπαικεν ] ὑπεισῆλθε σιπύη ] ἀρτοθήκη ἀνθοσμίου ] μεμυρισμένου : ἐρυθροῦ ἡμῖν ] ἡμῶν ὀξὶς ]
5482872 ἐπιχεοντες
φλεγμονάς , εἰς ὕδωρ ἐμπάσσοντες λινόσπερμόν τε καὶ γῦριν καὶ ἐπιχέοντες μετὰ τὴν ἕψησιν ἔλαιον . καὶ ἐὰν μὲν ὑγρᾶναι
χρώμενοι καὶ σμηχέσθωσαν εὐκράτῳ πτισάνης χυλῷ ἢ λεκύθοις ὠῶν χλιαρὸν ἐπιχέοντες ὕδωρ : τὸ γὰρ θερμὸν πάνυ καὶ ζέον πρὸς
5476190 ποτου
λωτόν , πόαν τινὰ καὶ ῥίζαν , οὐ δεόμενοι δὲ ποτοῦ , οὐδὲ ἔχοντες διὰ τὴν ἀνυδρίαν , διατείνοντες καὶ
οἱ δ ' ἀσεβεῖς ἀποδράντες , ἄγευστοι τοῦ τῆς ἀθανασίας ποτοῦ διατελέσαντες , ὤρυξαν , οἱ φρενοβλα - βεῖς ,
5462047 ἀθαρης
κοσμίως κατεκείμεθα . Κἀγὼ καθεύδειν οὐκ ἐδυνάμην , ἀλλά με ἀθάρης χύτρα τις ἐξέπληττε κειμένη ὀλίγον ἄπωθεν τῆς κεφαλῆς του
] ὑπερέβαλεν ὁ πρόσπολος ] ὁ ἱερεύς ἀθάρης ] σεμιδάλεως ἀθάρης . . . ἐξέπληττε ] ἑψομένου ἀλεύρου πεπλησμένη γραϊδίου
5458400 κριθινων
ὄξους δριμέος ἐπιτίθει . Κατάπλασμα : τήλεως # δ , κριθίνων ἀλεύρων # γ , καρδαμώμου σπέρματος # α ,
θυσίαις μόνον , πίνειν δ ' ἀπ ' ὀρύζης ἀντὶ κριθίνων συντιθέντας : καὶ σιτία δὲ τὸ πλέον ὄρυζαν εἶναι
5440207 ἀμπεχοναις
μὲν ἄλλως πως αὐτῆς πειρᾶσθαι ἀπέγνω , ἀμφιεσάμενος δὲ γυναικείαις ἀμπεχόναις καὶ ὁμοιωθεὶς κόρῃ συνεθήρα αὐτῇ . ἔτυχε δέ πως
κεφαλῆς , ἐξ οὐδενὸς πεφυκότα . κόραι δ ' ἐν ἀμπεχόναις τριχάπτοις ἀρτίως ἡβυλλιῶσαι καὶ τὰ ῥόδα κεκαρμέναι πλήρεις κύλικας
5407321 λουσαμενῳ
, λεπίδος ἀνὰ ⋖ β , σχιστῆς ⋖ α . λουσαμένῳ ἐπιτίθει ξηρὸν δαψιλὲς τὸ φάρμακον , λουσαμένῳ δὲ τῇ
πολὺ δύο ἀπελθεῖν ἐπὶ τὸ λουτρὸν ἐπίτρεψον τῷ πάσχοντι καὶ λουσαμένῳ ἀπελθόντι εἰς τὸν οἶκον οὕτω πίνειν τὴν ἀντίδοτον ,
5384789 σβεστηριον
ψυχὴν νεωτερισμὸν αὐτῶν καθελεῖν : δύναμιν δὲ περιβεβλῆσθαι φρόνησιν παθῶν σβεστήριον εἴτε ὑπὸ φλεγμαίνοντος ἔρωτος οἴστρων ἀνερριπισμένων εἴτε ὑπὸ πολλοῦ
αὕτη . Τοιγαροῦν ἀπὸ τῶν διαφλεξάντων Ἀχιλλέα θυμῶν ὥσπερ τι σβεστήριον κακοῦ φάρμακον ἐπέστη , ξανθῆς δὲ κόμης ἕλε Πηλείωνα
5381732 μυρου
ἅμα τρίψας συναναλάμβανε , προσεπιβάλλων δηλαδὴ καὶ ὀποῦ καὶ ἰρίνου μύρου , σίλφιόν τε μετ ' ἐλαίου λευκοῦ λειώσας ,
” κοβελθω “ . Ἡ δὲ κόπρος αὐτοῦ μετὰ ἰρίνου μύρου συγχριομένη λεπτοπυρέτια παύει . σὺν δὲ σινάπει καὶ ὄξει
5381718 ἐμπλησατο
μάχη , πόλεμος . ἄλλου : ἐξ , ὑπό . ἐμπλήσατο : ἐγέμισεν , ἐκόρεσεν , ἐπλήρωσεν . νηδύν :
: γνάμψε δὲ γούνατ ' ἐλαφρά , μέγαν δ ' ἐμπλήσατο θυμόν ἀλκῆς , μαιμώων συῒ εἴκελος , ὅς ῥά
5381586 μηχανικως
χρυσοποίκιλον , ἱμάτιον δὲ ἠμφίεστο Λακωνικόν . Ἀνίστατο δὲ τοῦτο μηχανικῶς , οὐδενὸς τὰς χεῖρας προσάγοντος , καὶ σπεῖσαν ἐκ
χρυσοποίκιλον , ἱμάτιον δὲ ἠμφίεστο Λακωνικόν . ἀνίστατο δὲ τοῦτο μηχανικῶς οὐδενὸς τὰς χεῖρας προσάγοντος καὶ σπεῖσαν ἐκ χρυσῆς φιάλης
5369146 πισσαν
' ἄκρῳ μυρσίνην προσδήσαντες , καὶ ἔπειτα ἀναφέρουσι τῇ μυρσίνῃ πίσσαν , ὀδμὴν μὲν ἔχουσαν ἀσφάλτου , τὰ δ '
εἰ καὶ πίσσαν αὐτὴν εἶπε : πᾶν γὰρ τὸ ἀποστάζον πίσσαν καλεῖ πελανοῦ δὲ βάρος : ἀντὶ τοῦ ὀβολοῦ ὁλκήν
5361949 φορυτος
σφόδρα γὰρ ἐσωζόμην ] κατ ' εἰρωνείαν λέγει ἀγανακτῶν . φορυτὸς ψιαθῶδές τι πλέγμα ἐν ᾧ τοὺς στάχυας ἐμβάλλουσιν .
χωρίζεται , ἀθέρες δὲ καὶ ἄχυρα καὶ εἴ τις ἄλλος φορυτὸς ἑτέρωσε σκίδναται , οὕτως καὶ παρ ' ἡμῖν τὰ
5359663 ὑελου
Δεῖ γε μὴν τὰς ἀμίδας ταύτας μήτε ζώναις περιδεῖν ἐξ ὑέλου ὡς ἐπιπροσθούσαις , ὥστε τοὺς πυθμένας αὐτῶν ἐπὶ πολὺ
ἕτερον ἔχον οὐ δύναται . ἐξάπτεται δὲ ἀπό τε τῆς ὑέλου καὶ ἀπὸ τοῦ χαλκοῦ καὶ τοῦ ἀργύρου τρόπον τινὰ
5354512 τεφραν
μὲν γὰρ συμπεράσματος αἴτιον τοῦ πῦρ ἐνταῦθα κεκαῦσθαι τὸ τὴν τέφραν ὑπολελεῖφθαι , ὡς [ τοῦ ] πράγματος δ '
καὶ / τὰς τοῦ πρωκτοῦ ⌈ καὶ τῆς πόσθης τρίχας τέφραν πυρὶ ζέουσαν ἐπάττετο : εἰσώθουν δὲ καὶ εἰς τὴν
5352843 κοπτεσθαι
ὑπνοφόρον τὸ ἐπίπλασμα τοῦτο . ὄξει δ ' ἐν τῷ κόπτεσθαι ἐπιρραινόμενον καὶ ἐρυσιπέλασι τοῖς ἄνευ ἕλκους ἐστὶν ἐπιτήδειον .
δὲ ὡς ἔοικε χώρα χώρας καὶ ἀὴρ ἀέρος εἰς τὸ κόπτεσθαι καὶ μὴ τὰ σπέρματα : ἐν Ἀπολλωνίᾳ γοῦν τῇ
5351826 ἐμπυρους
ἴγδις ἡ θυία . τὸ δὲ πύραυνον , ᾧ τοὺς ἐμπύρους ἄνθρακας κομίζουσιν , εἴποις ἂν ἐμῇ δόξῃ καὶ πυρφόρον
σὲ τὴν ὄρεγμα δεινὸν ἡμιλλημένην τύμβου ' πὶ κρηπῖδ ' ἐμπύρους τ ' ὀρθοστάτας , μεῖνον : τί φεύγεις ;
5351577 ἁπαλην
παρῆσαν , ὥστ ' ἀφθονία τὴν ἔνθεσιν ἦν ἄρδονθ ' ἁπαλὴν καταπίνειν . λεκανίσκαισιν δ ' ἀνάπαιστα παρῆν ἡδυσματίοις κατάπαστα
ἀέρα συστῆναι , καὶ ὑποστῆναι τὴν γῆν πηλώδη καὶ παντελῶς ἁπαλὴν , σηπεδονώδεις καὶ πομφολυγώδεις ὑμένας ἐκ ταύτης ἀναδοθῆναι :
5341378 κονιν
: τὸν νεκρόν τις ἀρτίως θάψας βέβηκε κἀπὶ χρωτὶ διψίαν κόνιν παλύνας κἀφαγιστεύσας ἃ χρή . Τί φῄς ; τίς
: διακρίναι γὰρ τὸ διαχωρίσαι : κονίσαλος , ἐκ τοῦ κόνιν σαλεύεσθαι : κατήφια ἀπὸ τοῦ κάτω τὰ φάη βάλλειν
5338305 ἀπημεσε
: ταύτῃ ἐδόθη ἐλατήριον κατάποτον ἰσχυρότερον τοῦ δέοντος , καὶ ἀπήμεσε χολὴν ξυγκεκαυμένην ὑπό τε τῆς ἀσιτίης καὶ τοῦ πυρετοῦ
οἶδεν . Λοίγιον : θανάσιμον , ὀλέθριον , φθαρτικόν . ἀπήμεσε : ἀπέπτυσεν , ἐξέρασεν , ἐξέχεεν , ἐξέχυσεν ,
5336735 αὐρας
τιθέασιν ἐπὶ τοῦ ταχέως καὶ τάχα . οὐκ ἀπὸ τῆς αὔρας , ἀλλὰ κατά τινα βαρβαρικὴν λέξιν : τάχα δὲ
ναύταις : οἰστρομανὲς παλεομίσημ ' ἄπιστόν τ ' ἀγκάλισμα κλυσιδρομάδος αὔρας . φάτ ' ἄσθματι στρευγόμενος , βλοσυρὰν δ '
5333562 ῥαφανιδας
βιβλίων συμβολάς . ὅστις ἀγοράζων ὄψον ἐξὸν ἀπολαύειν ἰχθύων ἀληθινῶν ῥαφανῖδας ἐπιθυμεῖ πρίασθαι μαίνεται : φησὶν Ἄμφις . ὅτι καὶ
. Ὅστις ἀγοράζων ὄψον , ἐξὸν ἀπολαύειν ἰχθύων ἀληθινῶν , ῥαφανῖδας ἐπιθυμεῖ πρίασθαι μαίνεται . Ἐρίοισι τοὺς τοίχους κύκλῳ Μιλησίοις
5331226 καπνου
' ἐφημέρια φρονεῖ , καὶ πιστὸν οὐδὲν μᾶλλον , ἢ καπνοῦ σκιά . Αἰσχύλου . Τοῦ Κροίσου παιδὸς σιγηλότερος :
δ ' ἀπῇ τούτων τὸ χαίρειν , τἄλλ ' ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην ἀνδρὶ πρὸς τὴν ἡδονήν .
5324361 καθεσθεις
. τὰς Τρῳάδας : εἰσὶ γὰρ καὶ Ἀττικαί ἱδρυθείς : καθεσθείς . πράσσων : τὰ συμφέροντα ἑαυτῷ . ἐσηγγέλλετο :
τῇ πρωίᾳ τὰ ποίμνια ἐκβάλλει περὶ τὴν θύραν τοῦ σπηλαίου καθεσθείς , ὅπως ὕστερον κλείσας τὸ σπήλαιον καὶ ἔνδον αὐτοὺς
5324077 δραμειν
ὑπερανεστηκότα . συγκείσθων δὲ εὐπαγεῖς , ἀρχὴ γὰρ τοῦ εὖ δραμεῖν τὸ εὖ στῆναι . ἁρμονία δὲ αὐτῶν ἥδε :
ἂν ἔτι τέκοι παρὰ τὰς ὁδούς : οἶδε γὰρ ὅτι δραμεῖν ἐστι νωθεστέρα : τίκτει οὖν ἐν τοῖς ἄγγεσι καὶ
5322890 ἐρεμνας
' ἀκροτάτοισι ποδῶν : τοῖς σφυροῖς ἢ τοῖς ἀστραγάλοις . ἐρεμνὰς δὲ ἤτοι κατὰ συγκοπὴν τὰς ἐρεβεννάς , τουτέστι [
φέρει ὕδωρ . Ἐκ δ ' ἱκόμην ἐλάταισι περὶ χλωρῇσιν ἐρεμνὰς νήσους ὑψικόμοισιν ἐπηρεφέας δονάκεσσιν . Ἡμικύνων τ ' ἐνόησα
5318158 ποιμνην
' ἀπήρχετο βοηθῆσαι , ὁ λύκος ἀδείας λαβόμενος εὐκόλως τὴν ποίμνην πᾶσαν διέφθειρεν . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι τοσοῦτον
: ταῦρος ἀγελάρχης βουσὶν ἐπιθόρνυται , καὶ κριὸς ὅλην τὴν ποίμνην ἄρρενος πληροῖ σπέρματος . τί δέ ; οὐ συῶν
5313955 γαλακτος
ἢ ἀνθοῦντι . λαμβάνεται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν μασθῶν πεπληρωμένων γάλακτος . Κόδρον . Κόδρος ἦν ἀπὸ Δευκαλίωνος , ὥς
βουτύρῳ ἔχοντι σπόδιον ἢ στίμμι ἢ μολυβδαίνην , λιθάργυρον μετὰ γάλακτος γυναικείου , ἢ μολύβδου πλύματα . Δυσωδῶν δὲ ὄντων
5301037 κυλικας
οὐδεπώποτε : καθαρώτερον γὰρ τὸν κέραμον εἰργαζόμην ἢ Θηρικλῆς τὰς κύλικας , ἡνίκ ' ἦν νέος . ἐν δὲ Κυβευταῖς
οὐδεπώποτε : καθαρώτερον γὰρ τὸν κέραμον εἰργαζόμην ἢ Θηρικλῆς τὰς κύλικας , ἡνίκ ' ἦν νέος . πρὸς φθεῖρα κείρασθαι
5298164 σιλουρον
καὶ ὑγρὰν σήπειν τῆς νυκτὸς τοὺς καρπούς . Τινὲς δὲ σίλουρον τὸν ἰχθὺν κατατεμόντες καίουσι κατὰ ἄνεμον , κατὰ πᾶν
. τί δ ' οὐχὶ καὶ σείουρον λέγομεν , ἀλλὰ σίλουρον ; ὠνόμασται γὰρ καὶ οὗτος ἀπὸ τοῦ σείειν συνεχῶς
5297984 ἑλκομενους
πλόον , ἀλλ ' ὑπὸ δεσμῷ φαίης εὐγόμφοισιν ἐνισχομένους πινάκεσσιν ἑλκομένους ἀέκοντας ἀναγκαίῃσιν ἄγεσθαι . τόσσον ἔρως γλαφυρῇσιν ἐφ '
πόδα ἂν εὐθὺς ἀνέστρεφον , οἰκτείρας δηλαδὴ τοὺς κακοδαίμονας ἐκείνους ἑλκομένους πρὸς αὐτῆς οὐ τῆς ῥινὸς ἀλλὰ τοῦ πώγωνος καὶ
5296234 ἡψημενης
δοτέον αὐτοῖς ἀπογεύεσθαι σέρεως ἑφθῆς , ἀρνογλώσσου , κράμβης δὶς ἡψημένης : ἀποχυθέντος δὲ μετὰ τὴν πρώτην ἕψησιν καὶ τοῦ
ἢ Λημνίαν σφραγίδα μετὰ τοῦ Σαμίου ἢ κοράλλιον ἢ ἐλαίας ἡψημένης χυλὸν ἢ ἀκακίαν ἢ ὑποκιστίδα ἢ βαλαύστιον ἢ πράσιον
5291821 δαψιλως
καὶ συναγωνιστὰς ἐν τοῖς πολέμοις ἀρίστους ἔσεσθαι . πάντα δὲ δαψιλῶς χορηγήσας διεπόνησε τοὺς παῖδας ἐν γυμνασίοις συνεχέσι καὶ πόνοις
ἐκβιασθῆναι καὶ ἐς χεῖρας ἐλθεῖν ἀνδράσι διωκομένοις ὑπὸ λιμοῦ , δαψιλῶς αὐτὸν ἔχοντα ἀγορᾶς καὶ ναυκρατοῦντα , καὶ τόδε παθεῖν
5289258 τρυγιαν
ἐν συμποσίῳ πινόντων ἀνδρῶν καὶ καθευδόντων ἐνίων οἱ ἄλλοι τὴν τρυγίαν περιχέωσιν ἐν ὑπωμοσίᾳ : † ἐν μεσότητι † συνελάμβανον
[ τὸ πρῶτον ] οἱ ⌈ κωμῳδοὶ [ κωμῳδοῦντες ] τρυγίαν ⌈ ἀνηλείφοντο [ ἠλείφοντο / ] ⌈ τοῦ μὴ
5286795 δερριν
δὲ χαίρω πρός γε τοῖς σοῖς παιδικοῖς . Γυνὴ μέλαιναν δέρριν ἠμφιεσμένη . Εἰ μὴ κόρη δεύσειε τὸ σταῖς ᾔθεος
εἴπερ χρὴ ζῆν εἰς τὸν αἰῶνα . εἰ οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε , γῆν δὲ ἐφ ' ὕδατος ἔπηξεν ,
5278012 κτηδονα
καὶ τὴν πελέκησιν εἶναι διπλῆν , μίαν καθ ' ἑκατέραν κτηδόνα ταῖς πληγαῖς ἐναντίαις : ἁπαλώτατα μὲν οὖν ταῦτά φασιν
ἑκατέραν τὴν κτηδόνα ποιοῦνται τὴν πελέκησιν ἐναντίας τὰς πληγὰς κατὰ κτηδόνα φέροντες , ὅταν ἐφ ' ἑκάτερα τῆς ἐντεριώνης ἡ
5277150 νηττας
ληφθεὶς ἀπεσφάγη . τοσοῦτον αὐτὸν ὤνησεν ἡ Δημήτηρ . τὰς νήττας καὶ τὰς πέρδικας οὐ πρότερον θηρεύομεν , πρὶν ἂν
ἄγρας ἐμέλησεν αὐτοῖς , καὶ ἔλαβον βρόχοις χῆνας ἀγρίους καὶ νήττας καὶ ὠτίδας , ὥστε ἡ τέρψις αὐτοῖς καὶ τραπέζης
5272782 γεμισον
ἔμβαλε ὕδωρ πληρώσας τὴν λεκάνην , καὶ τούτου ξηρανθέντος πάλιν γέμισον δὶς καὶ τρὶς ξηράνας πάνυ , καὶ τότε ἀπόθου
. τοῦ δὲ λίθου τούτου ἡ δύναμις πειράζεται οὕτως : γέμισον εἰς χαλκοῦν σκεῦος ὕδωρ καὶ ἐπίθες τὸν λίθον περιάπτων
5267556 ἠσκημενας
ἐλεεῖν φάσκεις , τί οὐκ ἂν πρὸς ἐκείνας ἔπαθες τὰς ἠσκημένας τε καὶ ξανθάς ; „ τῷ δὲ ἄρα ξὺν
γυναῖκας Ἀτροπάτης ἔδειξεν Ἀλεξάνδρῳ , βαρβάρους τινὰς ἄλλας γυναῖκας ἱππεύειν ἠσκημένας δοκῶ ὅτι ἔδειξεν ἐς τὸν λεγόμενον δὴ τῶν Ἀμαζόνων
5266240 περιστερας
γεύσασθαι κρέως τῶν ἀθεσμοτάτων εἶναι δοκεῖ , Σύρων δέ τινες περιστερᾶς , ἄλλοι δὲ ἱερείων . ἰχθῦς τε ἐν τισὶ
κατάπλασσε : ἢ φακῷ ἑφθῷ λείῳ μετὰ μέλιτος κατάπλασσε . περιστερᾶς κόπρον εἰς ὀθόνην εἰλήσας κατάκαυσον , ἕως τέφρα γένηται
5260819 ὑσσωπου
, ἢ τὸ κρίθινον μετὰ σύκων ἡψημένον καὶ πηγάνου καὶ ὑσσώπου καὶ μέλιτος καταπλάττομεν , καὶ τὸ διὰ σπερμάτων ἐπίθεμα
ὁρμίνθιον , ἔστι δὲ καὶ αὐτὸ εἶδος βοτάνης , ἄλλοτε ὑσσώπου κλάδους σμύρνης ] φυτόν τι ὀδελοῦ ] τριῶν κοκκίων
5253525 πινουσα
καὶ ἀποκρύπτουσα τὰ ὁρᾶσθαι μέλλοντα . Ἄπιος , ἡ ἥκιστα πίνουσα ὀπώρα . ἥδεται γὰρ ξηρᾷ γῇ ἡ τοιαύτη ὀπώρα
καὶ μὴ γένηται ἀλουτοῦσα καὶ ἀσιτοῦσα : κυκεῶνα ἄναλτον παχὺν πίνουσα ὑποθυμιήσθω τοῖσιν ἀρώμασι , νέτωπον περιχέασα καὶ μύρον ῥόδινον
5244343 ζωμου
, ὄψον δὲ ἰχθὺϲ τρυφερόϲ , ὄρνιϲ κατοικίδιοϲ ἐκ λευκοῦ ζωμοῦ : ϲυνουϲίαϲ δὲ ἀπεχέϲθω . κεφαλῆϲ δὲ ϲφόδρα θερμανθείϲηϲ
ἀπὸ πάθους γινόμενον καὶ πάθος ποιοῦν , ὡς ἡ τοῦ ζωμοῦ γλυκύτης : αὕτη γὰρ καὶ ἀπὸ πάθους ἐγένετο ,
5233881 τετριμμενης
ἀποπνιγέντα περιιδεῖν . Ἑτέραν ἑτέραν δός , παιδὸς ἡταιρηκότος : τετριμμένης γάρ φησιν ἐπιθυμεῖν . Ἰδού . Ἑνὸς μέν ,
τάχεος κατὰ μέσον τῆς ἡμέρης : ἔστω δὲ ἡμικοτύλιον ὑσσώπου τετριμμένης ἐν ὕδατος χοέϊ , καὶ τοῦτο ἐκπιέτω , ὄξος
5229461 τετριμμενων
ἐσχάτην ἄντυγα τοῦ θεάτρου δύο τινὰς ἄνδρας τῶν περὶ ῥητορικὴν τετριμμένων καὶ ὑφ ' ὧν ἐπεπόνθει τὰ πλεῖστα τῶν κακῶν
ὀμφακίου καὶ κισσοῦ πυῤῥοῦ τῶν κορύμβων μετ ' οἴνου λευκοῦ τετριμμένων τὸν ὄμφακα περίχριε τοὺς δυσουροῦντας . [ Πεσσὸς πρὸς
5223127 χαραδρας
τὰ μικρὰ προσφιλοτιμουμένων . Ὅμοιόν ἐστιν εἴ τις θαλάττῃ ἐκ χαράδρας ὕδωρ ἐπεισάγει , καὶ χαρίζεσθαι δοκεῖ . Βοῦς ἐπὶ
πόρον ἐργάζεται . καὶ πρῶτον μὲν τὰ κοῖλα καὶ τὰς χαράδρας ἐπλήρωσεν ὑπελθὼν ὑποβρύχιος , ὥσπερ οἱ ὕφαλοι κολυμβηταὶ ,
5220774 ἠμει
ἐγὼ γοῦν αὐτόπτης ἐγενόμην τούτων ἐπί τινος γέροντος , ὃς ἤμει ξανθὴν χολὴν , ἐξέκρινε δὲ καὶ διὰ γαστρὸς ὡσαύτως
ἀνώδυνος : ἀπ ' ἀρχῆς ἀσώδης , καὶ κατὰ σμικρὸν ἤμει . Ἑβδόμῃ , παρὰ βαλάνου ὑπεχώρησε τρὶς , χολῶδες
5220640 δᾳδος
καὶ αἴγλην ἀφιεῖσαν , καὶ κατελάμπετο ὁ οἶκος ὡς ἐσκομισθείσης δᾳδός : τοσοῦτον ἄρα ἐκ τῆς βώλου τὸ σέλας ἀνῄει
διὰ τοῦ χάσματος καὶ πῦρ τι ὑπέλαμπεν , ἀπὸ τῆς δᾳδός μοι δοκεῖν . “ κἀγὼ ἐγέλασα ἐπιμετρήσαντος τοῦ μάρτυρος
5219688 μαζας
οὕτως ἅμα τῇ ὠμῇ λύσει μίξας , καὶ προσβαλὼν ἔλαιον μάζας ποιήσας ἐκ τούτων , πρόσφερε τὴν τροφὴν εἰς τὸ
. Αἰσώπειος φόρτος : * * Αἴσωπος γὰρ φρυκτὰς αἴρων μάζας εἰς ὁδὸν καὶ φόρτον ἐξογκώσας οὐκ εὐάγκαλον , ἀλλὰ
5217653 γλυκεος
ὀφθαλμῶν καὶ περιοδυνώντων . ἔστι δὲ τάδε διὰ μελιλώτων καὶ γλυκέος καὶ τήλεως καὶ τὰ τοιαύτης ὕλης . περιχρίομεν δὲ
καὶ ἐγχέαι ἐλαίου κοτύλην , μέλιτος ἡμικοτύλιον , οἴνου λευκοῦ γλυκέος κοτύλην , καὶ σευτλίου χυλοῦ δύο κοτύλας : ταῦτα
5214121 ἀγριας
τὴν σκευασίαν ; πότερον χλωρῷ τρίμματι βρέξας , ἢ τῆς ἀγρίας ἅλμης πάσμασι σῶμα λιπάνας πυρὶ παμφλέκτῳ παραδώσω ; ἔφα
ὅθεν καὶ τοῖς ὀνειρώττουσι δίδοται . οὕτω δὲ καὶ τῆς ἀγρίας καννάβεως ὁ καρπός , εἰ πλείω ποθείη , ξηραίνει
5211601 ἀλειφονται
βοτάνη παρόμοιος ἡλιοτροπίῳ : ταύτην λειοτριβοῦντες τῷ χυλῷ τοῖς καύμασιν ἀλείφονται καὶ φέρουσιν ἀκινδύνως καὶ εὐγενῶς τῆς περισσοτέρας θερμασίας τὴν
τὸ ἀλάβαστρον ἤγουν τὴν τοῦ μύρου λήκυθον , ἐξ οὗ ἀλείφονται οἱ δειπνοῦντες . κατ ' ἐρώτησιν . 〚 καταλέγωσι
5207598 ἐξαψας
, ὅσαπερ θεατὰ καὶ ἀθέατα : τὸν γὰρ κόσμον ἅπαντα ἐξάψας ἑαυτοῦ καὶ ἀναρτήσας τὴν τοσαύτην ἡνιοχεῖ φύσιν . μηδεὶς
, ἐπηγγέλλετο διείρειν , καὶ Δαιδάλῳ δίδωσιν : ὁ δὲ ἐξάψας μύρμηκος λίνον , καὶ τρήσας τὸν κοχλίαν , εἴασε
5201738 προσφατου
τὸ δάκρυον . Χρονίζειν δὲ εἴωθε τὸ πάθος : διὸ προσφάτου μὲν ὄντος αὐτοῦ ὥσπερ ἐν τοῖς παροξυσμοῖς , παρηγορητικὰ
εἴη τὸ πῦον , ἐγχυματίζειν ῥόδινον ἢ τετραφάρμακον μετὰ βουτύρου προσφάτου καὶ ῥοδίνου , ἢ τὸ ῥόδινον μετὰ πολυγόνου χυλοῦ
5201096 χαμαιζηλου
αὐτοῖς , εἰ δ ' ἀσθενεῖς εἶεν , κατακλίνειν ἐπὶ χαμαιζήλου τινός , καὶ μέχρι ὡρῶν δύο ἢ τριῶν ἀποσφρανοῦμέν
ἐκθαμνίσητε : δίκην θάμνου ἐκριζώσητε . θάμνος γάρ ἐστιν εἶδος χαμαιζήλου φυτοῦ καὶ πολυκλάδου παρὰ τὸ θαμὰ ἐτυμολογούμενος . οὐ
5200929 πρᾳεως
με μαίνεσθαι ποιεῖ : ὅταν δὲ τὴν λεύκην τις αὐτῶν πρᾳέως ἁλιακὸν εἶναι στέφανον εἴπῃ , πνίγομαι οὕτως ἐπ '
ὄρθρου πάλιν ἀπαμήσαντα τὴν γῆν , καὶ τῶν βοτανῶν ἀφελόντα πρᾳέως , ἀναστρέψαι τὸ ἀγγεῖον καὶ κατανοεῖν . ἐὰν γὰρ
5199013 ἀκρατου
ἢν ὕδωρ ἐπῇ . ἀλλ ' ἴσον ἴσῳ μάλιστ ' ἀκράτου δύο χόας πίνους ' ἀπ ' ἀγκύλης ἐπονομάζους '
ποδαγρικῶν ὀδυνωμένων καὶ μὴ δύναϲθαι κινεῖϲθαι δίδου μετ ' οἴνου ἀκράτου ὁμοίωϲ : ἐπὶ δὲ διδύμων ἐπηρμένων δίδου ὁμοίωϲ ⋖
5196060 οἰνομελιτος
ἐξουρεῖν τοὺς λίθους ποιεῖ . Λιβανωτοῦ χόνδρος μικρὸς μετ ' οἰνομέλιτος , ἀβροτόνου σπέρμα μετὰ πεπέρεως ἴσα : δίδου μετ
εἰς ὕδωρ εἰ πυρέττοιεν , εἰ δὲ μὴ , μετὰ οἰνομέλιτος . ὁ μὲν οὖν κατ ' ἀρχὰς τῆς θεραπείας
5193042 πυρκαϊαν
ἄφοβον ποιεῖ πρὸς τὸ πῦρ τὸν φοροῦντα καὶ ἄτρομον εἰς πυρκαϊὰν καὶ ἄκαυστον . Τὸ οὖν ζῷον τοῦτο ἢ ἐν
στενώτατον τῆς δυσχωρίας πῦρ ἐνῆκεν . οἱ μὲν πολέμιοι τὴν πυρκαϊὰν ὑπερβαίνειν οὐκ ἠδύναντο : ἐφ ' ὅσον δὲ συνέβαινε
5192147 τρυγησαι
φυτόν , ἀλοῆσαι τοὺς πυρούς , σκάψαι τὴν γῆν , τρυγῆσαι τὰς ἀμπέλους , συναγαγεῖν τοὺς καρπούς , θημῶνας ἐγεῖραι
, Χαρίκλεις , μήπω μοι μαρανθῇς : μὴ παραδῷς εὔμορφον τρυγῆσαι ῥόδον ἀμόρφῳ γεωργῷ . ” καὶ ὁ Χαρικλῆς ,
5192141 κιρρας
παννυχίσι . χάριν λέγω ταῖς ἑπταπύλοις θήβαις καὶ τῷ τῆς κίρρας ἀγῶνι . ἐπικαλεῖται δὲ ἢ ὁ ἀπόλλων ἢ ὁ
. καὶ ὁ ἀγὼν ὁ ὑπὸ τὴν βαθυλείμωνα πέτραν τῆς κίρρας , ἤγουν ὁ πυθικὸς ἀγών , ἔθηκεν ἀπὸ κοινοῦ
5190995 αἰγειας
τὰ ἄλλα δένδρα εὔκαιρον , καὶ τοῖς ἀδυνάτοις δένδροις κόπρου αἰγείας ἐπιβάλλειν τὸ ἀρκοῦν , ἢ ἀμόργης κʹ κοτύλας .
τοῦ περιστερεῶνος κεκομμένης καὶ σεσησμένης δρ . Ϛʹ , χολῆς αἰγείας δρ . γʹ , τοῦ χυλοῦ κυάθους βʹ .
5188883 πιονος
, ὧιτινί κεν Πυθῶνι θεοῦ χρήσας ' ἱέρεια ὀμφὴν σημήνηι πίονος ἐξ ἀδύτου : οὔτε τι γὰρ προσθεὶς οὐδέν κ
γόγγρου μὲν γὰρ ἔχεις κεφαλήν , φίλος , ἐν Σικυῶνι πίονος ἰσχυροῦ μεγάλου καὶ πάντα τὰ κοῖλα : εἶτα χρόνον
5187256 ἐσειον
κυρίως , ἐξ οὗ μελαίνας . ὁ δὲ λόγος : ἔσειον μελαίνας πτέρυγας κινούμενοι , καταπληκτικὰς τῷ ἰδέσθαι . φολίδεσσι
θωμοὺς φέροντες καὶ λεῖος ὥσπερ ἔγχελυς , χρυσοῦς ἔχων κικίννους ἔσειον , ᾔτουν χρήματ ' , ἠπείλουν , ἐσυκοφάντουν .
5184187 Οἰνου
δὲ θεὸς αὐτὸς κατέδειξε , σῶμα θνητὸν μὴ ἀπορῆσαι . Οἴνου δὲ λευκοῦ κοτύλας γʹ , μετὰ βλαστῶν μʹ τῆς
μήτρα χρῶ ὡϲ πάνυ δοκίμῳ . Προέψηϲιϲ τῆϲ νάρδου . Οἴνου παλαιοῦ λι ι δενδρολιβάνου φύλλων λι α ῥάϲδου λι
5184086 βεβρεγμενων
λόγῳ . χρῶ δὲ καὶ καταπλάϲματι καλλίϲτῳ τῷ διὰ φοινίκων βεβρεγμένων ἐν οἴνῳ καὶ ϲὺν ἀλφίτοιϲ λειωθέντων μετὰ βραχέοϲ ῥοδίνου
μέλαν ἐναιώρημα : χρεία οὖν ζουλαπίου ἀπὸ ζιζύφων καὶ λουπηναρίου βεβρεγμένων καὶ ἑτέρου μετὰ σελινορρίζου καὶ λουπηναρίου καὶ ῥιζῶν ἀδιάντου
5181682 πραειαν
συλλαβὰς οὐδὲ συγκόψει τοὺς ἤχους παρατιθεὶς ἀλλήλοις τὰ δυσέκφορα , πραεῖαν δέ τινα ποιήσει τὴν ἁρμονίαν τῶν γραμμάτων καὶ ῥέουσαν
διαληφθέντων διαγινώσκειν . ἐν πᾶσι δὲ ἀμείνω τὰ χλωρὰ ἔτι πραεῖαν ἔχοντα ὑγρότητα . τῷ χρόνῳ γὰρ καὶ ταύτην ἀποβάλλοντα
5176249 ἀμελξαι
πολυγαλάκτους . διδυματόκον : δίδυμα τετοκυῖαν . ἐς τὸ τρὶς ἀμέλξαι : πολὺ γὰρ ἔχουσι γάλα αἱ διδυματόκοι . οὕτω
ἑκάστῳ τούτων ἀπαλλαττόμενος : καὶ οὔτε τοὺς γαυλοὺς ἀνέθηκε πρὶν ἀμέλξαι , οὔτε τὸ δέρμα πρὶν ἐνδύσασθαι , οὔτε τὴν
5174742 δυσοσμιας
κάρα καὶ τάχ ' ἂν κεραυνία πέμφιξ σε βροντῆς καὶ δυσοσμίας λάβοι πέμφιγι πᾶσιν ὄψιν ἀγγελῶ πυρός Καρικοὶ τράγοι θῆμα
καὶ τάχ ' ἂν κεραυνία πέμφιξ † ι βροντῆς καὶ δυσοσμίας † λάβοι . Αἰσχύλος δὲ ἐν Προμηθεῖ Δεσμώτηι :
5169428 ἀγρωστιν
φυτείας ἐκκόπτειν ἀπὸ τῶν χωρίων τὰ λυμαινόμενα τούτοις , οἷον ἄγρωστιν καὶ τὰ τούτοις παραπλήσια : δι ' ὃ ,
: παρὰ γὰρ τῷ ποταμῷ αἱ τῆς Ναυσικάας ἡμίονοι τὴν ἄγρωστιν ἐσθίουσιν . ἄγραυλοι ἐπ ' ἀγρῷ αὐλιζόμενοι : “
5164478 βαψαι
, μᾶλλον δὲ κοσμοῦνται πλέον φάει τε πυρμαχοῦντα πῦρ βαπτείνοντα βάψαι θέλουσι , πάμπαν οὐ δεδοίκασιν ὡς τρίπλοκον τείχισμα καὶ
ὁρόωσα Νύχεια . ἤτοι ὁ κοῦρος ἐπεῖχε ποτῷ πολυχανδέα κρωσσόν βάψαι ἐπειγόμενος : ταὶ δ ' ἐν χερὶ πᾶσαι ἔφυσαν
5161917 χωνης
τὸν ζωμὸν τοῦ ἡλιοκοσμίου καὶ ἡλιοκογχυλίου χωρὶς χαλκάνθου , καὶ χωνῆς τρύγου καὶ βαλὼν ἐν ὑελίνῳ τὰ πέταλα , ἀπόθου
ὀδύνας τῶν ὀδόντων , ἐχομένου τοῦ κάμνοντος τὸν καπνὸν διὰ χωνῆς εἰς τὸν ὀδυνώμενον ὀδόντα . μύλας δὲ ἄρσεως δεομένης
5160554 ἐφαγεν
' ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ δένδρον φρονήσεως , ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου . Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν
θεοῖσιν ἐχθρὸς Μυρτίλος : ὅτι γὰρ οὐδὲν τούτων πριάμενός ποτε ἔφαγεν εὖ οἶδα , τῶν τινος οἰκετῶν αὐτοῦ εἰπόντος μοί
5160521 πεπωκε
τις κύλικα : κύλικα ἄρα ὅδε πέπωκεν . ἢ οὐ πέπωκε τὸ σκεῦος ἢ τὴν κύλικα ἀλλ ' ἐκ τῆς
ὅν . πάλιν ἆρ ' ὃ πέπωκέ τις , ἐκεῖνο πέπωκε ; ναί . πέπωκε δέ τις κύλικα : κύλικα
5159331 μιτρας
ἑκατὸν θύσανοι . ἀμίτρους : ἀζώστους , μὴ διαπεπαρθενευμένας . μίτρας γὰρ ἐζώννυντο , ἃς ἔλυον ὅταν ἔμελλον διαπαρθενεύεσθαι ,
κατάστειλόν με τὰ περὶ τὼ σκέλει . Κεκρυφάλου δεῖ καὶ μίτρας . Ἡδὶ μὲν οὖν κεφαλὴ περίθετος , ἣν ἐγὼ
5144816 γυμνας
παρὰ Κροτωνιατῶν ἐθαυμάζετο : καὶ αὐτῷ τὴν Ἑλένην γράφοντι γυμνὴν γυμνὰς ἰδεῖν τὰς παρ ' αὐτοῖς ἐπέτρεψαν παρθένους : οὐκ
Παννυχίδα τὰς φιλῳδοὺς κερμάτων παλευτρίας , πώλους Κύπριδος ἐξησκημένας , γυμνὰς ἐφεξῆς ἐπὶ κέρως τεταγμένας , ἐν λεπτοπήνοις ὕφεσιν ἑστώσας
5141526 φλυκταινας
ἐν λίμναις τρέφω . Βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ . Ἐγὼ δὲ φλυκταίνας γ ' ἔχω , χὠ πρωκτὸς ἰδίει πάλαι ,
, ὕδωρ . ποιεῖ δὲ πρὸς χημώσεις καὶ προπτώσεις καὶ φλυκταίνας καὶ ἕλκη προέχοντα καὶ ῥυπαρὰ καὶ πρὸς περιωδυνίας καὶ
5136053 τρασιας
ξηραντήριον . ὄζων ] ἀποπνέων . τρυγός ] οἴνου . τρασιᾶς ] ὀσμῆς . ἡ δ ' αὖ μύρου ,
ἀπὸ δὲ στεμφύλων τρὺξ καὶ οἶνος , ἀπὸ δὲ τῆς τρασιᾶς τὰ σῦκα . τρία εἶπε τὰ αὑτοῦ , τρυγός
5135696 ὑδριαν
καὶ αὕτη δᾷδα ἔχουσά ἐστιν , Ἁγνὼ δὲ τῇ μὲν ὑδρίαν , ἐν δὲ τῇ ἑτέρᾳ χειρὶ φιάλην : Ἀγχιρόης
Νομάδων τινὲς οὐδὲν ἄλλο κέκτηνται ἢ κύλικα καὶ μάχαιραν καὶ ὑδρίαν , καὶ ὅτι οἰκίας ἔχουσιν ἐξ ἀνθερίκου πεποιημένας μικρὰς
5132010 ἀρδευε
, ἀσφαλείας ἕνεκεν . Εἰ βούλει ἐρυθρὰν ποιῆσαι ῥοιάν , ἄρδευε τὸ φυτὸν ὕδατι , μεμιγμένης αὐτῷ κονίας ἀπὸ βαλανείου
ὀρόβοις τρίψον , καὶ κατάχωσον ἐν τῇ τάφρῳ , καὶ ἄρδευε , εἰ δυνατόν , καθ ' ἑκάστην ἡμέραν :
5130299 κἀπειθ
ἐμβαλεῖν σὺν τοῖς πτεροῖς τὸ στρουθίον εἰς μίκρον χυθρίδιον , κἄπειθ ' οὕτως πωμάσαντα καίειν , ἐπισκοπούμενον συνεχῶς μὴ λάθῃ
φοβηθεὶς τοῦτο αὐτὸ μηδεμίαν ἀνόμοιον φαίην ἐπιστήμην ἐπιστήμῃ γίγνεσθαι , κἄπειθ ' ἡμῖν οὕτως ὁ λόγος ὥσπερ μῦθος ἀπολόμενος οἴχοιτο
5129151 ὀξευς
δ ' οἴνης μίγδην ἐν πυράθοισι χέας τρύγα φυρήσασθαι ἢ ὄξευς , νεαλεῖ δὲ πάτῳ περὶ τύψιν ἑλίξαις . Ὄφρα
πιεῖν : πίε πῖνε * ἄνδιχα : χωρίς μεμερισμένως * ὄξευς : μετά ἐν δὲ φόβην : τρίχα , φύλλον
5126383 εὐωδους
καλαμίνθου , ἀνὰ # αʹ , λεάνας μετ ' οἴνου εὐώδους , δίδου πρὸ δείπνου πίνειν . Ἄλλο τοῦ αὐτοῦ
οἱ πυρροί , δάφνης ῥίζης φλοιοῦ τριώβολον μετ ' οἴνου εὐώδους , καρδαμώμου τριώβολον μετὰ φλοιοῦ ῥίζης δάφνης ἴσου ,
5123835 Λημνιας
δυσῶδες καὶ λίαν πλαδαρὸν ἀνέχεται δι ' ὄξους δριμυτάτου τῆς Λημνίας ἀνιεμένης εἰς πηλώδη σύστασιν : καὶ δι ' οἴνου
λίαν πλαδαρὸν καὶ ῥυπαρὸν ἀνέχεται δι ' ὄξους δριμυτάτου τῆς Λημνίας ἀνιεμένης εἰς πηλώδη σύστασιν : καὶ δι ' οἴνου
5118160 φιλοτησιαν
, σιωπήν , στυγνότητ ' , ἀλουσίαν . προπίνω σοι φιλοτησίαν λαβὼν ὕδατος ἀπέφθου κύαθον : ἂν δ ' ὠμὸν
μεγαθύμου , φαίδιμ ' Ὀδυσσεῦ . διόπερ τήνδε μὲν τὴν φιλοτησίαν ὡς ὀλίγα φέρουσαν τὰ νῦν δέξασθε : εἰ δὲ
5115277 ἀντλον
ἐχρήσατο . κλυδωνίου ] ταραχῆς . πληγαῖς ] ταραχαῖς . ἄντλον : ναυάγιον , πλημμύρα . ἄντλον δὲ λέγεται τὸ
ταῖς κώπαις κωπητῆρα καλοῦσιν . εἶτα παρεξειρεσία , ἔμβολον , ἄντλον , ὅθεν καὶ ὑπέραν - τλον σκάφος . ἡ
5112483 πληρουμενης
Ἂν δὲ νωθρότερον , μόλις ἂν καὶ ταύτης συμ - πληρουμένης ἡ κρίσις ἀποδοθείη , ὥστε καὶ μέσης ὀγδόης ἤδη
γίνεται : * * * . καὶ ἁπλῶς τὰ μὲν πληρουμένης εὐθηνεῖται , τὰ δὲ ληγούσης αὐτῆς , τοῖς μὲν

Back