φησιν : οὐδέποτε πρότερον ἐν οὐδενὶ τόπῳ κυάμων Αἰγυπτίων οὔτε σπαρέντων οὔτ ' εἰ σπείρειέ τις τικτομένων εἰ μὴ κατὰ
ἀπίθανον ὄν , καὶ ἄλλα μυρία ; Ποῖα ; Τὸ σπαρέντων ποτὲ ὀδόντων ὁπλίτας ἐξ αὐτῶν φῦναι . καίτοι μέγα
5941513 λιμναζουσι
πνευμάτων : πάλιν τε ποταμοὺς πλημμυροῦσι καὶ μειοῦσι καὶ πεδία λιμνάζουσι καὶ τοὐναντίον ἀφαυαίνουσι : καὶ πελαγῶν ἐργάζονται τροπὰς ἐξαναχωρούντων
ὑμέσι λεπτοῖς περιεχομένας : ὅπερ ἐν τοῖς ἕλεσι καὶ τοῖς λιμνάζουσι τῶν τόπων ἔτι καὶ νῦν ὁρᾶσθαι γινόμενον , ἐπειδὰν
5889490 ἀνθησις
. Αἴτιον δὲ φαίνεται δι ' ὅτι πέψις τις ἡ ἄνθησις τὸ δὲ πεττόμενον ἐν μεταβολῇ τοῦ ὑπάρχοντος . Ὅσα
ἐρυσιβούμενα ὁτὲ δὲ ἐξυγραινόμενα λίαν . Εὐλόγως δὲ καὶ ἡ ἄνθησις οὐχ ἅμα πᾶσι τοῖς μέρεσι : κεχώρισται γὰρ ἐκτὸς
5840228 φυομενων
ὁρῶσι νικῶντας ὁπότεροι ἂν πλέον διδῶσιν . ἀλλὰ καὶ τῶν φυομένων ἐκ τῆς γῆς τὰς δυνάμεις οἱ παῖδες πρόσθεν μὲν
, τοῦτο μὲν ὑπὸ τῆς τῶν σπειρομένων ἐν ταὐτῷ καὶ φυομένων συνεχοῦς καὶ ἐπαλλήλου πυκνότητος , τοῦτο δ ' ὑπὸ
5657872 πληρουμενος
Διὸς ὄμβρῳ : ” οὐχ ὡς Δημήτριος ὁ Πύκτης , πληρούμενος . ἐπὶ δὲ τοῦ προχειρισάμενος “ αὐτὰρ ἐγὼ κήρυκά
θέρει τὸν πάντα διαμένων χρόνον : χειμῶνι μὲν γὰρ αὔξεται πληρούμενος τοῖς γινομένοις ὄμβροισιν , ἐν δὲ τῷ θέρει ἀπὸ
5650816 καλουμενη
ὀνομάτων ἕκτης , ἡ τὸ χωρίον δυναμένη ἄλογός ἐστιν ἡ καλουμένη δύο μέσα δυναμένη . Χωρίον γὰρ τὸ ΑΒΓΔ περιεχέσθω
φλέψ , κατὰ δὲ τὴν μέσην αὐτῆς κοιλίαν προσήρτηται ἡ καλουμένη ἀορτὴ φλέψ . φέρουσι δὲ καὶ εἰς τὸν πνεύμονα
5629740 ἐκφυσις
ἐπιζεύξει τῶν ἐπιτιθεμένων οὐ δεῖ περικαλύπτειν τὰς ἀρχὰς ὅθεν ἡ ἔκφυσις : φανεραὶ δ ' εἰσὶ τοῖς ἐμπείροις . διὰ
καὶ μὴ διάστενον ἔχουσα βάσιν . υβʹ . Θύμος ἐστὶν ἔκφυσις σαρκὸς τραχείας ὁμοία τοῖς ἐδωδίμοις θύμοις περὶ αἰδοίῳ καὶ
5607819 κρυσταλλου
θοιναζόντων , Φάβιος , τῶν ὑπατευκότων εἷς , λαβὼν ἔκπωμα κρυστάλλου μέγα τίμιον , εἶτα ἄκων κατέαξεν αὐτό : καὶ
ἐσθῆτα πᾶσαν καὶ τὰ σκεύη τὰ ἐξ ἀργύρου τε καὶ κρυστάλλου τὴν βασιλικήν τε ἅπασαν σκευὴν ὤνιον προθεῖναι καὶ τὸ
5597342 φυεται
φύλλα γευομένῳ πυρωτικὰ ἰσχυρῶς καὶ δριμέα , ῥίζα ἄχρηστος . φύεται δ ' ἐν πεδίοις καὶ ἐν τραχέσι τόποις καὶ
τῶν τὰ ἀγαθὰ ἀγγελλόντων . Οὔ ποτε ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὔθ ' ὑάκινθος . Οὐδ ' ἴσασιν ὅσῳ πλέον
5560099 μεταβατικης
παρὸ ἡ μεταβλητικὴ κίνησις οὐχ ἑτέρα κατὰ γένος ἐστὶ τῆς μεταβατικῆς κινήσεως . διόπερ ἡμεῖς πρὸς ταύτην μάλιστα κομιοῦμεν τὰς
πάρεστι δὲ καὶ ἑτέρως ἀπορεῖν τοὺς οὕτω τὴν ἐπίνοιαν τῆς μεταβατικῆς κινήσεως ἀποδιδόντας . ἐὰν γὰρ νοήσωμέν τι ἀμερὲς καὶ
5548351 βαθυγειος
ἡ πεδιὰς καὶ ὅσα κατεβλήθη σπέρματα , ἐπάρατος δὲ ἡ βαθύγειος τῆς ὀρεινῆς καὶ ὅσα γένη δένδρων ἡμέρων : ἐπάρατοι
ἡλίου ἐκκαίονται , ὡς μὴ δύνασθαι ῥιζῶσαι . Καὶ ἡ βαθύγειος δὲ γῆ , καὶ ἡ στερεὰ καὶ ἡ βαρεῖα
5539520 πολυγονος
δὲ καὶ ἐκτρέφειν . Ὅθεν καὶ θῆλυς ἐέρση , ἡ πολύγονος καὶ τροφίμη . Διαπεραιοῦσθαι δὲ ὑπὸ τῶν ἀπογινομένων τὸν
καὶ κοίλωμα τοῦ Ἄρεος πρὸς εἰκοστὴν ὀγδόην : ἀμφίβιος , πολύγονος , ὀχλικὸς δὲ τὸ πλεῖστον , ἡμέρας μὲν τὸ
5533208 πεδιας
περιβολήν , ἢ ἁπλῶς ὅπλισιν , παρὰ τὸ ἔχειν . πεδίας . ἀπολογεῖται διὰ τὴν τῶν τόξων χρῆσιν : καὶ
περιβολήν , ἢ ἁπλῶς ὅπλισιν , παρὰ τὸ ἔχειν . πεδίας . ἀπολογεῖται διὰ τὴν τῶν τόξων χρῆσιν : καὶ
5504171 κλαδων
καὶ ἔλαιον ἐνέγκοι ἂν κάλλιον ἡ ἐλαία , καλλιελαίου φυτοῦ κλάδων ἐμβληθέντων . δεῖ δὲ λαμβάνειν τοὺς κλῶνας ἀπὸ τῶν
δὲ οὕτως ὅτι καθάπερ πέταλα δένδρων ἐν αὐτῷ διαφαίνονται μετὰ κλάδων συνεχεστέρων . Ζώνας διαφανεῖς ἔχει ἐν ἑαυτῷ . Ἔχει
5487739 περιεχομενη
γωνία ὀρθή . καὶ λο πὴ ἡ ὑπὸ ΚΕΑ γωνία περιεχομένη ὑπὸ τοῦ ἑπομένου τμήματος τοῦ ζῳδιακοῦ καὶ τῆς βορείας
παρὰ τῆς ἐπὶ τῆς βάσεως γωνίας , ὑπὸ τριῶν ἐπιπέδων περιεχομένη , τὴν κατὰ κορυφὴν ὑπὸ τεττάρων συγκλειομένη , ὥστε
5479633 Μυνδιος
ὡς οἱ πέρδικες . ὀρτυγομήτρα δέ , ὥς φησιν ὁ Μύνδιος Ἀλέξανδρος , ἐστὶ τὸ μέγεθος ἡλίκη τρυγών , σκέλη
καθά φησιν Ἔλευσις ἐν τῷ Περὶ Ἀχιλλέως καὶ Ἀλέξων ὁ Μύνδιος ἐν ἐνάτῳ Μυθικῶν . Εὔδοξος δ ' ὁ Κνίδιος
5471568 λευκοϊον
ἀρνόγλωσσον ἀπάπη : ἐπικαυλόφυλλα δὲ κρηπὶς ἄνθεμον τὸ φυλλῶδες λωτὸς λευκόϊον : ἀμφοτέρως δὲ τὸ κιχόριον : καὶ γὰρ ἐπὶ
ἄφθονα γεννᾷ καὶ διὰ παντός , καὶ οὔτε ῥόδον οὔτε λευκόϊον οὔτ ' ἄλλο ῥᾳδίως ἄνθος ἐκλείπειν οὐδὲν οὐδέποτε εἴωθεν
5456102 γενναται
καταφορὰν μαραίνεται . Καὶ λίθος δὲ [ ἐν αὐτῷ ] γεννᾶται σικύωνος καλούμενος μελάγχρους . Οὗτος ὅταν τις χρησμὸς ἀνθρωποκτόνος
, ξένον τὸ εἶδος ὡς μορφὴν φέρει . οὗτος δὲ γεννᾶται μὲν ἐκ θερμῆς ὁμοῦ ἐξ ὑγρᾶς οὐσίας τε συνενουμένων
5446301 δασεια
ἡ χώρη ἐκείνη ἑλώδης ἐστὶ καὶ θερμὴ καὶ ὑδατεινὴ καὶ δασεῖα : ὄμβροι τε αὐτόθι γίγνονται πᾶσαν ὥρην πολλοί τε
τῇ νήσῳ Λευκή , περίπλους δὲ αὐτῇ σταδίων εἴκοσι , δασεῖα δὲ ὕλῃ πᾶσα καὶ πλήρης ζῴων ἀγρίων καὶ ἡμέρων
5445295 φυομενος
ἐοικέναι . ὁ κυψελίτης ῥύπος , ὁ ἐν τῷ ὠτίῳ φυόμενος . Φιλόξενος . Κεφαλή . ἥτις καρφαλή ἐστι .
εἰς τὰς ἐσχάτας ἐλπίδας συστέλλονται . ὁ δὲ προειρημένος λίθος φυόμενος ἐν ταῖς πέτραις τὴν μὲν ἡμέραν διὰ τὸ πνῖγος
5437960 στελεχων
: ὀκτὼ καὶ τεσσαράκοντα κίονες κέδρου | τῆς ἀσηπτοτάτης ἀπὸ στελεχῶν κοπέντες εὐερνεστάτων περιεβάλλοντο χρυσῷ βαθεῖ : κἄπειθ ' ἑκάστῳ
ἐν τῇ μέσῃ δὲ , ἤτοι ἐν τοῖς κοιλώμασι τῶν στελεχῶν , μελίσσας . . ΤΟΙΣΙ ΦΕΡΕΙ ΜΕΝ . Τούτοις
5422647 σκωληκων
ἐπιβόλαια ὑφαίνουσιν . ἐκ δὲ τῶν ἐν τοῖς ξύλοις καταδεδυκότων σκωλήκων οἱ λεγόμενοι καράμβιοι γίνονται , ἐκ δὲ τῶν σίμβλων
ὀλίγον πρὸς τὸ τελειωθῆναι περιῄει , Μελάμπους ἀκούει ὕπερθέν τινων σκωλήκων διαλεγομένων , ὅτι καταβεβρώκοιεν τὴν δοκόν . Καὶ τοῦτο
5417449 κολπων
' Ἀσίας , ἀπὸ Κανώβου ἕως Τανάϊδος ποταμοῦ μετὰ τῶν κόλπων ὁ παράπλους σταδίων μυριάδων δʹ καὶ ριαʹ . Ὁμοῦ
περὶ ὁρισμῶν , περὶ ὠκεανοῦ , περὶ Εὐρώπης , περὶ κόλπων , περὶ νήσων , περὶ Λιβύης , περὶ Ἀσίας
5392972 διεζωσμενη
τῆς Ἑλλάδος ἀρχὴ κατὰ πολὺ ἀνερχομένη προσεγγίζει , διπλῇ θαλάσσῃ διεζωσμένη ἢ περιεχομένη , τῇ Αἰγαίᾳ δηλονότι καὶ τῇ Σικελικῇ
κατάπλεως , εὔδενδρος ἅπασα , λάσιος , ποταμοῖς καὶ πηγαῖς διεζωσμένη πρὸς ἄφθονον ὑδρείαν , ὡς ἐκ τῶν προπόδων ἄχρι
5386419 αἰγιαλος
ἔχουσι , πέλαγος . Ἐπέδραμον : ἐπιτρέχουσιν . αἰγιαλοῖσι : αἰγιαλὸς παρὰ τὸ αἶα ἡ γῆ καὶ τὸ γείτων καὶ
* κρόκῃσι κρόκαις , αἰγιαλοῖς . κρόκη δὲ λέγεται ὁ αἰγιαλὸς ἀπὸ τοῦ κείρω τὸ κόπτω κερόκη καὶ κρόκη ,
5356699 ψαμμωδης
, τὴν οἱ νομάδες νέμουσι , ἐστὶ ταπεινή τε καὶ ψαμμώδης μέχρι τοῦ Τρίτωνος ποταμοῦ , ἡ δὲ ἀπὸ τούτου
Γάζα τῆς μὲν θαλάσσης εἴκοσι μάλιστα σταδίους , καὶ ἔστι ψαμμώδης καὶ βαθεῖα ἐς αὐτὴν ἡ ἄνοδος καὶ ἡ θάλασσα
5335739 ἐαρινην
Ϙα . . . , ἀπὸ τροπῶν χειμερινῶν εἰς ἰσημερίαν ἐαρινὴν Εὐδόξωι καὶ Δωι ἡμέραι Ϙα , Εὐκτήμονι Ϙβ .
. φαίνεται δὴ ὁ ἥλιος κατὰ τὸ α γενόμενος ἰσημερίαν ἐαρινὴν ποιεῖσθαι , κατὰ δὲ τὸ β τροπὴν θερινήν ,
5333730 μεταστρεφεται
ἐλαύνοντος τὸν ἵππον . Καὶ πῶς , ἔφη , οὐδὲ μεταστρέφεται ; καὶ ὁ Κῦρος ἔφη : Μαινόμενος γάρ τίς
λόγον : οὐ γὰρ ἅμαξα : ὅτι ὁ λόγος ῥᾳδίως μεταστρέφεται . Στρηνιᾷ : ἐπὶ τῶν ἀναίδην σκωπτόντων . Στησίχορος
5319794 διειργεται
Φανόδημός φησιν , ὑπὲρ τὸ Ἡράκλειον , ᾗ βραχεῖ πόρῳ διείργεται τῆς Ἀττικῆς ἡ νῆσος , ὡς δ ' Ἀκεστόδωρος
, τὰ δὲ ἔργα ὑστέρησεν ; οὐ τοσοῦτον ὦ Παυσανία διείργεται τῆς Πελοποννήσου ἥ τε Τρωὰς ἀκτὴ καὶ Κολωναί ,
5316945 ἀμπελος
τὴν κλαδείαν δρέπανα ὀξύτατα καὶ τομώτατα εἶναι . Εὐφορήσει ἡ ἄμπελος , τοῦ κλαδεύοντος αὐτὴν κισσῷ στεφομένου . εἰ δὲ
: ” ἐκ γὰρ ἀμπέλου ” φησί „ Σοδόμων ἡ ἄμπελος αὐτῶν , καὶ ἡ κληματὶς αὐτῶν ἐκ Γομόρρας :
5312887 δενδρων
τοῦ πλησίον τοῦ Κρονίου λόφου κειμένου . * † τῶν δένδρων . . Ἀπορήσειεν ἄν τις ἐνταῦθα , πῶς τὸ
καὶ τοῖς ἀγρίοις εἶναι κοινὰς καὶ κατὰ τὴν ὅλην τῶν δένδρων φθορὰν καὶ ἔτι μᾶλλον κατὰ τὴν τῶν καρπῶν :
5297064 ἰλυς
εὐρέα Αἴγυπτος , ἐοῦσα πᾶσα ὑπτίη τε καὶ ἔνυδρος καὶ ἰλύς . Ἔστι δὲ ὁδὸς ἐς Ἡλίου πόλιν ἀπὸ θαλάσσης
' ἐγχέλυές τε καὶ ἰχθύες φησὶν διὰ τοῦ ἐκ τοῦ ἰλύς ἰλύος . Ἑφθὸν λέγεται τὸ δι ' ὑγροῦ ἑψόμενον
5294592 φυτων
ἦρος καὶ τοῦ μὲν ἀέρος φαιδροῦ γενομένου , τῶν δὲ φυτῶν θάλλειν ἀρχομένων καὶ τῶν λειμώνων τὰ σύντροφα κομώντων ,
μάλ ' ἐν νεφέεσσιν ἔχων ὀνύχεσσι μεμαρπώς . ἀπὸ δὲ φυτῶν , ὡς παρὰ Καλλιμάχῳ : ἄκουε δὴ τὸν αἶνον
5291707 σπορος
χῶραι ἀνάγκας ὑποστήσονται μεγάλως ξενωθέντες . ἔσται δ ' ὁ σπόρος ἄχρηστος ἐκ πολλῆς ἐπομβρίας . Εἰ δὲ πολλάκις καυστικὸς
εἰς ο : οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τῇ καθόλου : σπερῶ σπόρος : φθερῶ φθόρος . Τὰ διὰ τοῦ αιρος δισύλλαβα
5287430 ἀκρεμονων
: οὐ γὰρ ἀπὸ τῶν βλαστῶν οὐδ ' ἀπὸ τῶν ἀκρεμόνων ἀλλ ' ἐκ τοῦ στελέχους , μέγεθος μὲν ἡλίκον
τοῦ στελέχους : οἱ δὲ ταύτῃ τε καὶ ἐκ τῶν ἀκρεμόνων , ὥσπερ τὴν κερωνίαν : αὕτη γὰρ καὶ ἐκ
5282256 κορυμβος
ὀξὺ λῆγον . ἐκαλεῖτο δὲ τοῦτο ἐπ ' ἀνδρῶν , κόρυμβος δὲ ἐπὶ γυναικῶν , σκορπίος δὲ ἐπὶ παίδων .
' αὐχένι σάρκες : σφαιρωτὸς δ ' ἐφύπερθε μετήορος ὕψι κόρυμβος . ξείνη δ ' ἐν κεράεσσι φύσις κείνοισι τέτυκται
5274783 δενδροφορος
σπαρτῶν ἅπας καρπός , ἐκαίετο δὲ καὶ τῆς ὀρεινῆς ἡ δενδροφόρος , στελεχῶν ῥίζαις αὐταῖς ἐμπιπραμένων : ἐπαύλεις δὲ καὶ
τῆς Κυρηναίας πρὸς μεσημβρίαν : μέχρι μὲν σταδίων ἑκατὸν καὶ δενδροφόρος ἐστὶν ἡ γῆ , μέχρι δ ' ἄλλων ἑκατὸν
5272269 προσαγορευομενος
τῶν Ἀθήνησιν ἑορτῶν οὕτω γράφει : ὁμοίως δὲ καὶ ὁ προσαγορευόμενος πέλανος : λέγεται δὲ πέμματά τινα τοῖς θεοῖς γινόμενα
ἄρτον Διόνυσον εὑρεῖν ἐν ταῖς στρατείαις . ΕΤΝΙΤΑΣ ἄρτος ὁ προσαγορευόμενος λεκιθίτας , ὥς φησιν Εὐκράτης . πανὸς ἄρτος :
5269604 ἐξιησιν
ἐτησίας αἰτίαν παρέχειν , διὰ τοῦθ ' ὁ Νεῖλος οὐκ ἐξίησιν εἰς θάλατταν , ἀλλ ' ἐπ ' αὐτὰ τὰ
Γλαῦκος καὶ ὁ Ἵππος : πληρωθεὶς δὲ καὶ γενόμενος πλωτὸς ἐξίησιν εἰς τὸν Πόντον καὶ ἔχει πόλιν ὁμώνυμον ἐφ '
5255906 σπερματων
Ὀλυμπίοις ἁμιλλᾶσθαι , μικτῆς γενέσεως , ἀθανάτων καὶ θνητῶν ἀνακραθέντων σπερμάτων , ἐπιλαχόντας , ἡμιθέους εἰκότως προσαγορευθέντας , τοῦ θνητοῦ
τρυφὴν καὶ ἀπόλαυσιν τραπεζῶν χορηγήματα , ἢ σωροὺς ὀνομάσαι παντοίων σπερμάτων καὶ τῶν ἅπερ διαφέρει πρὸς ὀψοποιίας καὶ ἡδυπαθείας ,
5253996 μετοπωρου
ψυκτικὴν μήτε ὑγραντικήν , τοῦ δ ' ἔαρος καὶ τοῦ μετοπώρου μέσον τι ἔχουσαν . τοῖς μὲν οὖν εὐόγκως βουλομένοις
: τῇ μὲν ὄψει καλὸν τὸ ἄνθος ἄοσμον δέ . μετοπώρου δὲ τὸ λείριον τὸ ἕτερον καὶ ὁ κρόκος ,
5237221 λιβες
δὲ ἐξαισίως . ὑπὸ δὲ τὴν ἐαρινὴν ἰσημερίαν , ὅτε λίβες παρ ' αὐτοῖς καὶ ζέφυροι πνέουσι παμμεγέθεις , ἀκρίδων
τοῦ ἡλίου . τῶν δ ' ἀνέμων ζέφυροι μὲν καὶ λίβες , ἔτι δ ' ἀργέσται καὶ εὖροι , πνέουσι
5229307 ἀναφυηναι
κεδρίας ἐπιχρισθεῖσαι τὰς προεκσπασθείσας τρίχας , οὐκ ἐῶσι ταύτας αὖθις ἀναφυῆναι . Τρίγλα ἰχθύς ἐστι θαλάσσιος . ταύτης τὸ ἧπαρ
μάλιστα δ ' ἐπ ' ὀφρύων . ἐκ πυρικαύτου τρίχας ἀναφυῆναι [ τὰς τρίχας ] συκῆς φύλλα λειοτριβηθέντα καὶ καταπλασθέντα
5220988 παρηκουσα
τῷ δὲ βάθει θαυμάσιος , τὸ δὲ μῆκος ἐπὶ διακοσίους παρήκουσα σταδίους , ἣ προσαγορεύεται μὲν Σερβωνίς , τοῖς δ
μὲν ἀπὸ τῆς ἄνω Μυσίας καὶ τοῦ Αἵμονος ὄρους , παρήκουσα δὲ μέχρι τοῦ Ἴστρου καὶ ὁμοροῦσα δι ' αὐτοῦ
5220044 ἐτησιων
τὸ ῥεῦμα . Θαλῆς δὲ ὁ Μιλήσιός φησιν ὑπὸ τῶν ἐτησίων † συνελαυνόμενα τὰ νέφη κατὰ τὰ ὄρη τῆς Αἰθιοπίας
: ἵν ' ἐπιδείξηται ὅτι καὶ τῶν καιρῶν καὶ τῶν ἐτησίων ὡρῶν αἴτιος οὔτ ' οὐρανὸς οὔθ ' ἥλιος οὔθ
5217785 λοιμικη
λοιμικὸν νόσημα : ἕπεται γὰρ τῇ τῶν τροφῶν ἐνδείᾳ ἡ λοιμικὴ νόσος : ἀναγκαζόμενοι γὰρ οἱ λιμώττοντες μοχθηρᾷ χρῆσθαι διαίτῃ
ὄντα τυραννικὰ ἑτέρα συμπεσοῦσα θεήλατος συμφορά . νόσος γὰρ ἥψατο λοιμικὴ τῆς πόλεως , γενομένη μὲν καὶ κατὰ τὴν ἄλλην
5210478 Διοσκουριας
Τῶν μὲν οὖν ἐν τῇ Κολχίδι διασήμων πόλεων ἡ μὲν Διοσκουριὰς ἔχει τὴν μεγίστην ἡμέραν ὡρῶν ἰσημερινῶν ιε ∠ ʹδ
. . . . . . ο ∠ ʹ μζ Διοσκουριὰς ἡ καὶ Σεβαστόπολις . . . . . .
5194524 Ἰνδικη
λόγῳ τοῦ Ῥοίτειον καὶ Σίγειον Δαριειεύς . Δαρσανία , πόλις Ἰνδική , ἐν ᾗ αὐθημερὸν ἱμάτιον ἱστουργοῦσι γυναῖκες , ὡς
Νάρδου ἐστὶ δύο γένη : ἡ μὲν γάρ τις καλεῖται Ἰνδική , ἡ δὲ Συριακή , οὐχ ὅτι ἐν Συρίᾳ
5190970 ὑπαιθρος
τῆς χρείας γινόμενοςἐγὼ δέ , εἰ μὴ σὺ παράσχοις , ὕπαιθρος διαχειμάσω . Εἰ τὸ κερδαίνειν τοῦτο γριπίζειν λέγεται καὶ
τοῦ σώματος ἐνδείκνυσθαι , ὅτι ἡ ἀφελὴς καὶ λιτὴ καὶ ὕπαιθρος δίαιτα οὐδὲ τὸ σῶμα λυμαίνεται : ἰδοὺ καὶ τούτου
5168334 ῥιζων
ταῦτα εὐθέως ποιεῖσθαι τὴν τῆς γῆς περίχωσιν , περιχωννύντας ἀπὸ ῥιζῶν δηλονότι ἕως διπαλαιστιαίου ὕψους , τά τε κύκλῳ τῆς
καὶ διηθήσας δὸς πιεῖν . ἄλλο . πίτυρα μετὰ μαράθρων ῥιζῶν ἑψήσας τὸ ὕδωρ δὸς πιεῖν . ἄλλο . μελάνθιον
5159522 μαργαριτιν
ἐμβύθιος πίννα , διαυγεστάτην ποιεῖ καὶ καθαρωτέραν καὶ μεγάλην γεννᾷ μαργαρῖτιν . ἡ δ ' ἐπιπολάζουσα καὶ ἀνωφέρης διὰ τὰ
ἂν πέτραις ἢ σπιλάσι προσφυῶσι , ῥιζοβολοῦσι κἀνταῦθα μένουσαι τὴν μαργαρῖτιν γεννῶσι . ζῳογονοῦνται δὲ καὶ τρέφονται διὰ τοῦ προσπεφυκότος
5155347 σπονδειοις
προμάμμη σου Ἰουλία Σεβαστὴ κατεκόσμησε τὸν νεὼν χρυσαῖς φιάλαις καὶ σπονδείοις καὶ ἄλλων ἀναθημά - των πολυτελεστάτων πλήθει : τί
ἡμιφώνων τε καὶ ἀφώνων : ῥυθμοῖς τε καὶ δακτύλοις καὶ σπονδείοις σύγκειται . αἱ μὲν οὖν μονοσύλλαβοι καὶ δισύλλαβοι λέξεις
5153204 ὀμβριων
αὐχμῷ μεγάλῳ κακωθεῖσα ἡ γῆ πάντων ἐσπάνισεν οὐ μόνον τῶν ὀμβρίων , ἀλλὰ καὶ τῶν ναματιαίων ὑδάτων : ἐκ δὲ
' αὖ νεαρὸν εἰς αὐτὸ ἐγκατέστησεν . περὶ δὲ τῶν ὀμβρίων ὑδάτων γινώσκω τάδε : τὰ ὄμβρια κοῦφά τέ ἐστι
5151897 βλαστων
τὰ μὲν ἐκ τῶν ἔνων τὰ δὲ ἐκ τῶν νέων βλαστῶν διεστῶτα ταῖς φύσεσιν εὐθὺς κατὰ τὰς κράσεις . ὅσα
ὀφθαλμοὺς ἡγοῦμαι τὸ αὐτὸ τοῦτο ποιεῖν . πολλῶν δὲ φυομένων βλαστῶν κατὰ τῆς γῆς ταχὺ ἂν καὶ ἰσχυρὸν τὸ φυτὸν
5147861 Μηδικη
Μετὰ Λέσβιον ᾠδόν : ἐπὶ τῶν τὰ δεύτερα φερομένων . Μηδικὴ τράπεζα : ἐπὶ τῶν πολυτελῶν καὶ ἁβρῶν . Μὴ
, καὶ Μήδειοι λέγονται . ὁ Μηδικὸς ὀπός , ἡ Μηδικὴ βοτάνη . Στράβων „ φέρει δὲ σίλφιον ἡ χώρα
5140924 Φυκους
' ἡ Βάρκη πρότερον , νῦν δὲ Πτολεμαΐς : εἶτα Φυκοῦς ἄκρα , ταπεινὴ μὲν πλεῖστον δ ' ἐκκειμένη πρὸς
Μεγαρεύς . Φυκοῦς , πόλις Λιβύης . κεῖται δὲ ὁ Φυκοῦς κατὰ τὸ Ταίναρον τῆς Πελοποννήσου . ὁ πολίτης Φυκούσιος
5140649 συνηρεφης
ἦμεν . μικρὸν δὲ ἄπωθεν τῶν ἐπαυλίων πέτρα τις ἦν συνηρεφὴς κατὰ κορυφὴν δάφναις καὶ πλατανίστοις , ἑκατέρωθεν δὲ μυρρίνης
ἦν γάρ τις οὐ πολὺ ἀπέχων ἱερὸς χῶρος ὕλῃ βαθείᾳ συνηρεφὴς , καὶ πέτρα κοίλη πηγὰς ἀνιεῖσα : ἐλέγετο δὲ
5131663 Μονα
, ἀνὰ οὐγγίας γ . ἐλαίου παλαιοῦ οὐγγίας ε . Μόνα τήξας τὰ τηκτὰ καὶ διηθήσας , ὅταν παύσηται ζέον
καρπός : ὑπὲρ δὲ τῶν ῥιζῶν ἐν ἑτέροις εἴρηται . Μόνα δὲ ἢ μάλιστα τῶν πολυκάρπων αὔξησιν λαμβάνει μεγέθους ἄμπελος
5131003 ἀνωμαλων
, ὁ δὲ διὰ τοῦ νοτιωτάτου : ἐπὶ γὰρ τῶν ἀνωμάλων σχημάτων , ἐφ ' ὧν πλευραῖς οὐ δυνατὸν ἀφορίσαι
μὲν γὰρ ἄλλαι πόλεις ἐκ παντοδαπῶν κατεσκευασμέναι ἀνθρώπων εἰσὶ καὶ ἀνωμάλων , ὥστε αὐτῶν ἀνώμαλοι καὶ αἱ πολιτεῖαι , τυραννίδες
5129574 Σωφηνη
θηλυκὸν Δραγγηίς , ἡ χώρα Δραγγηνή , ὡς ἔθος . Σωφηνή γὰρ καὶ Ἀραξηνή . Δραγμός , πόλις Κρήτης ,
ὑπιέναι ὁρμῶντας τὸ τεῖχος ἐβάλλοντο . . . . . Σωφηνή , χώρα τῶν πρὸς Ἀρμενίαν . . . παρὰ
5122257 σφενδαμνος
εὐαυξέστατον δὲ . . . μίλος καὶ λάκαρα φηγὸς ἄρκευθος σφένδαμνος ὀστρύα ζυγία μελία κλήθρα πίτυς ἀνδράχλη κρανεία πύξος ἀχράς
κλήθρα δρῦς λακάρη ἀχρὰς μηλέα ὀστρύα κήλαστρον μελία παλίουρος ὀξυάκανθος σφένδαμνος , ἣν ἐν μὲν τῷ ὄρει πεφυκυῖαν ζυγίαν καλοῦσιν
5120192 λεγομενη
. περὶ τὴν ὑπώρειαν δὲ τοῦ καλουμένου Αἵμου πόλις ἐστὶ λεγομένη Μεσημβρία , τῇ Θρᾳκίᾳ Γετικῇ τε συνορίζουσα γῇ :
ἀνήχθη , ἔνθα λίμνη ὑπῆρχε μεγάλη πλησίον τῆς θαλάσσης , λεγομένη ἡ Νεκυόποντος : καὶ οἱ οἰκοῦντες ἐν αὐτῆι ἄνδρες
5120110 πευκη
οὗ φαντάζεσθαι τοὺς πλέοντας τὴν ἀπόκλεισιν τῶν πετρῶν : τμηθεῖσα πεύκη : συνεκδοχὴ , ἀπὸ μέρους τὸ πᾶν . ἀπὸ
δοκεῖ διαμένειν ὥσπερ εἰπεῖν τελείως τῶν ἀπὸ σπέρματος , καὶ πεύκη ἡ κωνοφόρος καὶ πίτυς ἡ φθειροποιός . ταῦτα μὲν
5119287 ἀποτεινουσα
: ἀπὸ δὲ τουτέου σκαλήνη φλὲψ ἐπὶ τὰ κάτω νεφρῶν ἀποτείνουσα . Νεφροὶ δὲ ὁμοιορυσμοὶ , τὴν χροιὴν δὲ ἐναλίγκιοι
καὶ φυτευθέντων αὔξησις , ἡ μὲν εἰς τὸ κάτω ῥίζας ἀποτείνουσα οἱονεὶ θεμελίους , ἡ δ ' εἰς τὸ ἄνω
5118965 εὑρισκομενη
καὶ γῆ λιπαρὰ πᾶσα καὶ μάλιστα ἡ ἐν τῇ φακῇ εὑρισκομένη μέλαινα καταχριομένη ἐν ἡλίῳ κάλλιστα διαφορεῖ : προγέγραπται δὲ
ἡ κόπρος λευκωτάτη ἐστὶν ἡ ἐπί τινων τόπων καὶ θάμνων εὑρισκομένη . αὕτη πινομένη κωλικοὺς θαυμασίως ὀνίνησι . τὸ δὲ
5116932 προϊοντων
ἐκείνου μέθεξις , ῥίζα δὲ τῶν προελθόντων προϊοῦσα μετὰ τῶν προϊόντων , οἷον μονάς , εἰ θεμιτὸν φάναι , τοῦ
ἐπιμελῶς ἐς τὸν ἐπείγοντα πόλεμον διανοούμενος . Οὕτω δὲ τούτων προϊόντων , καὶ τοῦ καιροῦ τῆς ἐς ὀλίγον γεγενημένης ἀνακωχῆς
5115835 βλαστησις
καὶ πρὸς τούτοις ὧν μὴ κατὰ τὴν αὐτὴν ὥραν ἡ βλάστησις καὶ καρποτοκία : τροφήν τε γὰρ ἐλαχίστην παραιρεῖται ταῦτα
μὲν γὰρ ταχὺ διαπέμπεσθαι τὴν τροφὴν ἀφ ' ἧς ἡ βλάστησις καὶ οἱ καρποὶ , τοῖς δὲ βραδέως διὰ τὸ
5115094 σχιζων
ἐπιπολάζων τῷ ῥεύματι : ἐπειδὰν δὲ ὁμιλήσῃ τῇ πόλει , σχίζων εἰς δύο πόρους τὰ ῥεύματα , εἶτα συνελθὼν αὖθις
γὰρ δὴ Νεῖλος ἀρξάμενος ἀπὸ τῶν Καταδούπων ῥέει μέσην Αἴγυπτον σχίζων ἐς θάλασσαν . Μέχρι μέν νυν Κερκασώρου πόλιος ῥέει
5113584 πιλησεως
, κτίσμα Κορινθίων . πίλους . πῖλος ἱμάτιον ἐξ ἐρίου πιλήσεως γινόμενον , εἰς ὑετῶν καὶ χειμώνων ἄμυναν . ἀρνακίδας
, οἷον δερμάτων ἢ καὶ πάσης ἐσθῆτος ἢ πλοκῆς ἢ πιλήσεως ἤ τινων ἄλλων τοιούτων , ξένοις δὲ ἀναγκαῖον ὠνεῖσθαι
5107507 βιαιοτεροι
κατέσκηψαν . | πλεῖστοι δὲ ἦρος καὶ μετοπώρου καὶ ἅμα βιαιότεροι , περὶ τὴν Πλειάδος καὶ Ἀρκτούρου ἐπιτολήν , ὅτι
ἄγαλμα ἀναθεῖναι καὶ τὸ ὄνομα τῇ θεῷ φασι θέσθαι . βιαιότεροι γὰρ καὶ οὐ κατὰ καιρὸν πνέοντες ἐλυμαίνοντο οἱ ἄνεμοι
5107164 ἑλωδεσι
γεύσει : ἄνθος πυρρὸν ἢ χρυσοειδές . φύεται ἐν τόποις ἑλώδεσι καὶ παρὰ τὰ ὕδατα . Λυχνὶς στεφανωτική : ἄνθος
τι σιτίον προσφερέτωσαν . τῶν δὲ πλείστων ὑδάτων ἐν τόποις ἑλώδεσι καὶ περικαέσιν ὄντων καὶ διὰ τοῦτο ἐπινόσων , καιρὸς
5094837 ἰλυν
κανθοὺς κάτω σανίδας προσήλωσεν , ὅπως οἱ τροχοὶ ἐς τὴν ἰλὺν τοῦ ποταμοῦ μὴ καταδύοιντο : ἄνδρας δὲ ἐρρωμενεστάτους τὰ
ὑπερανεστηκότες τόποι . λέγεται δὲ πρόσχωμα κἀκεῖνο ἔνθα καταρρέον ὕδωρ ἰλὺν περιττὴν καὶ ψάμμον τίθησι σωρηδόν . . ἐνταῦθα ἤγουν
5085099 σταγων
οὔ με φαιδρύνει λόγος . ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κροκοβαφὴς σταγών , ἅτε καὶ δορὶ πτωσίμοις ξυνανύτει βίου δύντος αὐγαῖς
. Χάλιξ : τὸ χαλίκιον . Λάταξ : ἡ μεγάλη σταγών . Ἄλξ : ἡ δύναμις . Λύξ : ὁ
5083418 ἰσημεριαν
εἰς τὴν ἀπὸ τῆς θερινῆς τροπῆς ἐπὶ τὴν ἑξῆς μετοπωρινὴν ἰσημερίαν τὰς λοιπὰς εἰς τὸν ἐνιαύσιον χρόνον ἡμέρας ἔγγιστα Ϙβʹ
τῶν δρωμένων καιρός : περὶ γὰρ τὸ ἔαρ καὶ τὴν ἰσημερίαν δρᾶται τὰ δρώμενα , ὅτε τοῦ μὲν γίνεσθαι παύεται
5078988 ἀναδιδωσιν
. Ἄλλως . ὡς ἡ πηγὴ τὸ μὲν τοῦ ὕδατος ἀναδίδωσιν , ἄλλο δὲ μετ ' αὐτὸ ἀναβλύζει , οὕτω
, ἥτις ὑλώδης καὶ τελματώδης οὖσα καὶ κάθυγρος δόνακας πολλοὺς ἀναδίδωσιν , ἤτοι βούτομα καὶ πάπυρα , ἀλλὰ δὴ καὶ
5078908 κομητης
καὶ Αἰθιοπίᾳ κακόν τι σημαίνει . ἐν δὲ Τοξότῃ οἷα κομήτης ἀνατείλας ἐρυθρὸς τῷ τῆς Ἀσίας ἡγουμένῳ πόλεμον σημαίνει :
καὶ τὸν Στέφανον , τὸν ἐν τῇ ἄρκτῳ λέγω , κομήτης ἀναφαίνεται : οὗτος ὅταν φανείη , τὴν κίνησιν ἐπαπειλεῖ
5074325 διοσβαλανος
τοῦ ἦρος , οἷον ἐρινεὸς φιλύκη ὀξυάκανθος παλίουρος τέρμινθος καρύα διοσβάλανος : μηλέα δ ' ὀψίβλαστος : ὀψιβλαστότατον δὲ σχεδὸν
οὐκ ] ἀνακάνθῳ καὶ λείῳ , καὶ οὐχ ὡς ἡ διοσβάλανος ἀκανθώδει , προσεμφερὴς δὲ καὶ κατὰ γλυκύτητα καὶ κατὰ
5068217 ναυσιπορον
τείχους οἰκίας . ἀπὸ δὲ τοῦ Φάσιδος Χαρίεντα ποταμὸν παρημείψαμεν ναυσίπορον : στάδιοι μεταξὺ ἀμφοῖν ἐνενήκοντα . καὶ ἀπὸ τοῦ
λαβὼν γὰρ αἰχμαλώτους τῶν αὐτοῦ που πλησίον οἰκούντων ἐζήτει διώρυχα ναυσίπορον καὶ ταύτην ἐκ βίβλων , ἔργον μὲν παλαιοῦ βασιλέως
5064497 Ἡρακλειων
οὐκ ἔστι τούτων ἀρετὴ περαιτέρω , οὐδὲ τῶν στηλῶν τῶν Ἡρακλείων γῆ περαιτέρω . τοῦτο δὲ φανερόν ἐστι καὶ σοφοῖς
παῖ , μάλιστα ς ' οὐ νεωστὶ δὴ τέκνων τῶν Ἡρακλείων ἐνδίκως αἰνεῖν ἔχω . ἡμῖν δὲ δόξας εὖ προχωρῆσαι
5062423 ἐσαλευε
ἔχοντες : ἐπεὶ δὲ ὁ βασιλεὺς φιλοτιμότερον ταῖς τε μηχαναῖς ἐσάλευε τὰ τείχη καὶ τὴν πολιορκίαν ἐνεργεστάτην ἐποιεῖτο κατὰ γῆν
. καὶ ἀπὸ τοῦ αἰγιαλοῦ τούτου , ἵναπερ ὁ στόλος ἐσάλευε , καὶ τῆς ἄκρης , ἥντινα καταντικρὺ ἀφεώρων ἀνέχουσαν
5058034 πληρουται
' ἡνίκ ' ἂν ὦσι πρὸς τῷ λήγειν , τότε πληροῦται , ἵνα τῷ χρόνῳ δῶμεν τὴν ὑπερβολὴν , ἀλλὰ
, εἶτα τοῦ Ἑρμοῦ τοῦ κυρίου τῆς Παρθένου . καὶ πληροῦται τὰ τῆς διαιρέσεως τοῦ δευτέρου ἐννάτου τοῦ Κριοῦ .
5055548 πετρωδης
προείλετο πρὸς γάμον συμπραττόντων ἐκείνων . οὕτω δ ' ἐστὶ πετρώδης ἡ νῆσος ὥστε ὑπὸ τῆς Γοργόνος τοῦτο παθεῖν αὐτήν
καὶ ἡδεῖα οὐδὲν ἀντίτυπον ἢ δύσβατον ἔχουσα , ἡ δὲ πετρώδης καὶ τραχεῖα πολὺν ἥλιον καὶ δίψος καὶ κάματον προφαίνουσα
5051523 τηκομενων
τῆς χιόνος , ὥς φασι , τὰς ἐπιρρύσεις τῶν τε τηκομένων λαμβάνων ἀεὶ πάγων , ἐν δὲ τῷ θέρει τὸ
ἀέρος τῶν λεπτοτάτων ἐν αὐτῷ καὶ ὑγροτάτων ὑπὸ τοῦ ἡλίου τηκομένων ἢ κινουμένων . Οἱ Στωικοὶ πνεῦμα ἀέρος εἶναι λέγουσιν
5049928 εὐδιας
, καλοὶ μὲν ὅρμοι τῇ νηὶ ταύτῃ , μεστὰ δὲ εὐδίας τε καὶ εὐπλοίας πάντα , Ποσειδῶν δὲ Ἀσφάλειος ἡ
ἔφερον . Τοῦ δὲ αὐτοῦ εἴδους ἐστὶ καὶ τὸ φαλακρότερος εὐδίας , καὶ τὸ κολοκύντης ὑγιέστερος . τὸ δὲ χρυσῶ
5047087 ἀναβασεως
πολλοστόν γ ' ἦν τὸ τοσοῦτον τοῦ παντὸς χρόνου τῆς ἀναβάσεως , τάχ ' ἄν τι κομψὸν εὕρητο : εἰς
γὰρ ἀπὸ τούτου ὕδωρ παραγίνεται εἰς Αἴγυπτον ἐν τῷ τῆς ἀναβάσεως καιρῷ , τρίτον δὲ ὑπὲρ τῶν ὄμβρων , οἳ
5045870 θερινων
ἡλίου κύκλος ὁ ΓΕΔ , καὶ ὁ ἥλιος ἀπὸ τροπῶν θερινῶν πορευόμενος ἐπὶ τοῦ ἰσημερινοῦ ἀνατολὴν πεποιήσθω κατὰ τὸ Δ
ἥλιος ἀνατολὴν πεποιημένος κατὰ τὸ Ε . Καὶ ἐπεὶ ἀπὸ θερινῶν τροπῶν τοῦ ἡλίου πορευομένου δύο ἀνατολαί εἰσιν κατὰ τὰ
5043256 ἐτρωθησαν
τῶν πολεμίων νεῶν τυπτόμεναι ἀναρραγεῖσαι : ἀντὶ τοῦ τρωθεῖσαι : ἐτρώθησαν δὲ ὑπὸ τῶν ἐπωτίδων τὰς παρεξειρεσίας : παρεξειρεσία ἐστὶ
. καὶ τοὺς μονομάχους δ ' ὅσοι κατὰ τῆς μύλης ἐτρώθησαν , ἀνωτέρω τε ταύτης κατὰ τὸν πλατὺν καὶ λεπτὸν
5041233 λιθουται
ἐξαπτομένους ταῖς κεφαλαῖς . . οὐδεὶς εἰσιδὼν ἕξει πνοὰς ] λιθοῦται γὰρ αὐτίκα . . φρούριον ] καταγωγὴν , ἣν
, ὁ δὲ ἐκδέχεται αὐτὸν τῇ πλινθίδι τύπους ὀρωρυγμένῃ . λιθοῦται δὲ τὸ ἐντεῦθεν καὶ ῥυθμίζεται , καθάπερ ἡ φύσει
5039457 ἐπιπολασαντων
μὲν ἄλλους διαφθαρῆναι , τῆς δὲ νήσου διὰ τὴν ἐπομβρίαν ἐπιπολασάντων τῶν ὑγρῶν λιμνάσαι τοὺς ἐπιπέδους τόπους , ὀλίγους δ
ἡμέρων ἄφοροι καθειστήκεισαν : τότε δὲ διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἐπιπολασάντων οἰκητόρων καὶ διὰ τὴν πολυχρόνιον ἐπιγεγενημένην εἰρήνην ἐξημερώθησαν ταῖς
5038536 συνηρεφες
εὐχρηστίαν πολὺ τοὺς ἄλλους ὑπερέχων : παρήκει γὰρ αὐτὸν ὄρος συνηρεφές , κυκλούμενον πανταχόθεν ἐπὶ σταδίους ἑκατόν , εἴσπλουν δ
ποταμῷ χῶμα μέγα , ἄχρι κορυφῆς τοῖς ἀειθαλέσι τῶν δένδρων συνηρεφές : ἐπ ' ἄκρῳ μὲν οὖν εἰκών ἐστι χαλκῆ
5036868 ῥοα
συνθέσει [ ? ] ὀξύνεται : στοιά στοά , ῥοιά ῥοά . Τὰ διὰ τοῦ ΟΙΑ μακρὰ , ὅσα ἀπὸ
συνθέσει [ ? ] ὀξύνεται : στοιά στοά , ῥοιά ῥοά . Τὰ διὰ τοῦ ΟΙΑ μακρὰ , ὅσα ἀπὸ
5035387 σκολιωτερα
μᾶλλον εἰς βάθος καὶ πάχος , δι ' ὃ καὶ σκολιώτερα καὶ ὀζωδέστερα καὶ τὸ ὅλον στερεώτερα καὶ πυκνότερα φύεται
ἀπορίᾳ πίστεως ἄλλης ἑκατέρῳ διδόμενοι ἐν τῷ παραχρῆμα ἴσχυον . σκολιώτερα δὲ τούτων ἐστὶ καὶ ἃ μετὰ ταῦτα τίθησιν :
5034605 πελαγεσιν
' αὐτοὺς ἂν μάθοις διαφοράς . Οἱ μὲν γὰρ ἐν πελάγεσιν ἀεὶ τὴν ἀνατροφὴν ποιούμενοι καὶ τοῖς κύμασι πληττόμενοι πλέον
δὲ δύσεως Βοσπόρῳ Θρᾳκίῳ καὶ Προποντίδι καὶ Ἑλλησπόντῳ , καὶ πελάγεσιν Αἰγαίῳ καὶ Ἰκαρίῳ καὶ Μυρτώῳ , ἀπὸ δὲ ἄρκτων
5034361 σεσωρευμενων
τοὺς θεούς . ἐξαγισθέντας δόμων ] ἐξορισθέντας . σεσαγμένων ] σεσωρευμένων . εὐεστοῖ ] εὐτυχεῖ . ξυνώμοσαν γὰρ ] ἐκφράζει
Ἀλέξανδρος τὸ πλεῖστον τῆς οἰκουμένης κατεστρέψατο . Περσεὺς δὲ χρημάτων σεσωρευμένων ἔχων πλῆθος διά τε τὰς πατρικὰς καὶ τὰς ἰδίας
5032091 κορυφων
καθ ' αὑτὸν εἶναι , τῶν δὲ χειμερινῶν τὰ τῶν κορυφῶν ἄκρα δυσδιάκριτα . Τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον τούτοις καὶ
τῆς πόλεως ὄρος πᾶν κατάμπελον ἔχουσα μέχρι σχεδόν τι τῶν κορυφῶν : αἱ δὲ κορυφαὶ τῆς μὲν Λαοδικείας πολὺ ἄπωθέν
5031350 ὑετοι
αὐτὴν τελέσωσι καὶ ὑποστρέψωσιν . ὅτι βρονταὶ καὶ ἀστραπαὶ καὶ ὑετοὶ οὔκ εἰσιν ἐν τῆι Ἰνδικῆι , ἄνεμοι δὲ πολλοὶ
ἐὰν ᾖ ἄλυτα , συνίστησι καὶ σῴζει . οἱ δὲ ὑετοὶ κατακλύζουσι καὶ αἱ ψακάδες , καὶ ἡ σελήνη ἀμαυροῖ
5031289 φυτευθηναι
, καὶ περσαίαν τ ' ὀνομάζεσθαι διὰ τὸ ὑπὸ Περσῶν φυτευθῆναι . Θεόπομπός φησιν ἐν τῇ τῶν Ἀγριέων Θρᾳκῶν χώρᾳ
ἀμυγδαλᾶς φυτεύειν , ἕως τροπῶν χειμερινῶν . τῷ γὰρ ἔαρι φυτευθῆναι ταύτας οὐ ῥάδιον , ὅτι τὸ φυτὸν τοῦτο πρωϊμώτατα
5028869 κρημνωδης
αἰὲν ἄμορφος ὑπέστρωται καὶ ἀειδής , ἀμφικνεφὴς ῥυπόων εἰδωλοχαρὴς ἀνόητος κρημνώδης σκολιὸς πηρὸν βάθος αἰὲν ἑλίσσων , αἰεὶ νυμφεύων ἀφανὲς
ἧς ἄνθρωπος οὐκ ἐδύνατο ὁδεῦσαι : ἦν δὲ ὁ τόπος κρημνώδης καὶ ἀπερρηγὼς ἀπὸ τῶν ὑδάτων . διαβὰς οὖν τὸν
5027937 εὐωδια
φασιν ὅτι δύναται χωρὶς ὑποστῆναι συμβεβηκός : ἰδοὺ γὰρ ἡ εὐωδία τοῦ μήλου , συμβεβηκὸς οὖσα , καταλείψασα τὸ μῆλον
τὸ κηρίον . Καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τῆς καύσεως τοῦ κηρίου εὐωδία καὶ ἔπλησε τὸν θάλαμον . Καὶ εἶπε πρὸς τὸν
5019618 ποταμιων
καὶ ἀνέμων βιαίων χαλαζῶν τε χύσεως παραυτίκα κατευνήσεις καὶ κυμάτων ποταμίων τε καὶ θαλασσίων ἀπευδιασμοὶ πρὸς εὐμαρῆ τῶν ἑταίρων διάβασιν
, οὐκ ἐνάριθμοι δὲ τοῖς καθαριωτέροις θαλαττίοις . Τῶν δὲ ποταμίων καὶ λιμναίων φέρει μὲν ὁ Νεῖλος κητώδεις σίμους τε
5015377 καυματων
οὐ διδοὺς ἀμφοτέρων παραιρέσει ἁμαρτάνει , ὥστε πολλάκις ὑπὸ τῶν καυμάτων αὐαίνεται . Σχεδὸν δὲ οἱ καρποὶ χείρους τῶν γε
βραχὺν χρόνον ἑψήσαντες . μετὰ δὲ ταῦτα διὰ τὴν τῶν καυμάτων ὑπερβολὴν τῆς νομῆς ξηραινομένης καταφεύγουσιν εἰς τοὺς ἑλώδεις τόπους

Back