. . . . παράστηθι ἐπὶ τὰ ὅπλα . ὁ σκευοφόρος ἀποχωρείτω τῆς φάλαγγος . ἡσυχία δὲ ἔστω καὶ προσέχετε
ἀκλεέστατον ὁρᾶν καὶ ἀχρηστότατον , ὄνος ὁμοῦ , ὁπλίτης , σκευοφόρος , ψιλός , ἱππεύς , ἅμαξα : πῶς γὰρ
5712071 ψιλος
ἀλλὰ καὶ οἱ ἦχοι ὁ μὲν δασύς , ὁ δὲ ψιλός , ὥστε πολλὰ ἀνόμοια εἶναι . Καὶ ἐν ᾠδαῖς
τοῖς ἄλλοις ζῴοις διὰ τὴν ἁπαλότητα τῶν σαρκῶν καὶ διότι ψιλός ἐστιν , οὔτε θριξὶ σκεπόμενος , ὥσπερ τὰ πολλὰ
5407540 ἀκοντια
χάνοι εὐρεῖα χθών ” ἀντὶ τοῦ εὐρέως . αἰγανέας τὰ ἀκόντια . οἱ μὲν ἀπὸ τοῦ αἰγείοις ἱμᾶσιν ἠγκυλῶσθαι ,
μιν τῶν Λυδῶν οὐδαμῇ ἔτι ἐπὶ τοιοῦτο πρῆγμα ἐξέπεμπε , ἀκόντια δὲ καὶ δοράτια καὶ τὰ τοιαῦτα πάντα τοῖσι χρέωνται
5396178 ἀκοντιον
καὶ δόρυ ὡσαύτως πεπραγματευμένον , καὶ ὅπου μὲν ἂν εἰς ἀκόντιον ἀφικνῆται , ἀκοντίζῃ τὸν φεύγοντα τοῖς σφαιρωτοῖς , ὅπου
προσάγεις : ποῦ διώρισεν ὄργανα νίκης ὁ νόμος ἵππον , ἀκόντιον , τόξον , ἀσπίδα ; ποῦ μόνοις ἐπιτρέπει τούτοις
5390307 σκευοφορα
ἦρχεν , συναγαγὼν τοὺς στρατιώτας ἐπὶ λόφον ὑψηλὸν , τὰ σκευοφόρα καὶ τοὺς αἰχμαλώτους ἀγαγὼν ἐπὶ τὸ ὀχυρώτατον περιεστρατοπέδευσεν .
ἐπανῆγε τοὺς μυρίους . τῶν περὶ Τισαφέρνην ἱππέων ἐνοχλούντων τὰ σκευοφόρα γνώμην ἠγόρευσε τὰς μὲν ἁμάξας καὶ τὰ περιττὰ τῆς
5385228 ἁμαξα
, ὅντινα ὁ θεὸς αὐτοῖς ἔφραζεν , ὅτι ἄξει ἡ ἅμαξα : καὶ καταστῆσαι μὲν αὐτοὺς βασιλέα τὸν Μίδαν ,
οὐδὲ σύ : ἀλλ ' ἀγαπῷμεν ἂν ἐρωτηθέντες ὅτι ἐστὶν ἅμαξα , εἰ ἔχοιμεν εἰπεῖν τροχοί , ἄξων , ὑπερτερία
5308812 πηδαλιον
ἰθύνουσί φησι τὸν καὶ νῆα ὄντα καὶ ἰχθὺν , καὶ πηδάλιον , καὶ δόμον : ἢ ἐκεῖνον τὸν δόμον καὶ
, ἃ δὲ μὴ δεῖ κρατούντων . ὑπὲρ καπνοῦ τὸ πηδάλιον : ἐπὶ τῶν ἀργούντων καὶ καταμελούντων τέχνης . ὑπέρου
5291992 δορατα
οἱ δὲ Μακεδόνες περὶ τὴν σκηνὴν ἠθροίζοντο μετέωρα ἔχοντες τὰ δόρατα . ταῦτα ἰδόντες οἱ Τετραχωρῖται καταπλαγέντες ἐξέλιπον τὸ χωρίον
εὔδηλον γάρ , ὅτι τῶν μέχρι τοῦ πέμπτου ζυγοῦ τὰ δόρατα προπίπτει τοῦ μετώπου : οἱ μὲν γὰρ ἐν τῷ
5236915 βαδην
ἐπιόντας σφίσι τοὺς τῶν Ῥωμαίων ἱππεῖς , ἐξελίξαντες τοὺς λόχους βάδην ἀπεχώρουν ἐπὶ τὸν χάρακα , καὶ οἱ τῶν Ῥω
τινὸς ἀποδιδράσκων : ἐπειδὰν δὲ καιρὸς κατιέναι , σχολῇ καὶ βάδην μόγις ποτὲ κατέρχεται . Μηκέτι χαλέπαινε , ὦ Χάρων
5206453 χορτον
χλωρὸν ἀγροῦ πρὸ τοῦ γενέσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα χόρτον ἀγροῦ πρὸ τοῦ ἀνατεῖλαι : οὐ γὰρ ἔβρεξεν ὁ
κατακυλισθῇ δειμαίνοντες . Τοῖσι δὲ ἵπποισι καὶ τοῖσι ὑποζυγίοισι παρέχουσι χόρτον ἰχθῦς : τῶν δὲ πλῆθός ἐστι τοσοῦτο ὥστε ,
5197512 σχοινιον
ἢ χαλκευτικά . [ ὅπλον ] γʹ : τό τε σχοινίον καὶ πᾶσαν [ τὴν κατασκευὴν ] καὶ [ τὰ
προσπλέων ὁ κυβερνήτης καὶ ἰδὼν ἁλιέα ἐκέλευσε μάσσαι τὸ ἀπόγειον σχοινίον : μάσσαι γὰρ τὸ δῆσαί φασιν Αἰολεῖς : ἀπὸ
5183718 ξυλα
καὶ μετακινοῦντες αὐτὰ τροχοῖς καὶ μοχλίαις . Οἱ δέ τινες ξύλα προμήκη , σιδήρῳ καταπεφραγμένα , ὡς μὴ ἀποθραύεσθαι ἐν
Ἐρεχθέως θυγατράσι : καὶ οὐ μόνον θυσίας νηφαλίους ἀλλὰ καὶ ξύλα τινὰ ἐφ ' ὧν ἔκαιον . . . .
5181959 παρεσκευασμενα
εἶναί τινα ὅτῳ καὶ σκηνῆς μελήσει καὶ ὅπως τὰ ἐπιτήδεια παρεσκευασμένα τοῖς στρατιώταις εἰσιοῦσιν ἔσται . καὶ τοίνυν ἔγνω ὅτι
, μόλις δὲ δύο . καὶ τὰ τοῖς ἐννέα ἀνδράσι παρεσκευασμένα παρὰ τῷ Ἀριοβαρζάνῃ εἰς τὸ δεῖπνον μόνον καταφαγεῖν .
5115614 σκευη
ὄντων , ἀλλ ' ὅς ' αὐτοῖς κατελείφθη χρέα καὶ σκεύη καὶ ὅλως χρήματα , ταῦθ ' ἑαυτῶν γίγνεσθαι .
καὶ χυτρεῖα διαφέρει . χύτραι μὲν γὰρ καὶ αὐτὰ τὰ σκεύη καὶ τὰ χυτροπωλεῖα , χυτρεῖα δὲ τὰ τῶν χυτρῶν
5099581 φορειον
τὴν οἰκίαν καταλαβόντων ὁπλιτῶν , θεράπων ἐς τὸ τοῦ δεσπότου φορεῖον ἐνέβη καὶ ὑπὸ τῶν ὁμοδούλων συνεργούντων ἐξεφέρετο , ἕως
οἱ Κεκροπίδαι ἔπεμψαν ἐπὶ τὴν ἀνακομιδὴν αὐτοῦ ναῦς μακρὰς καὶ φορεῖον ἀργυρόπουν . ἀλλ ' εἰσῄειν ἤδη , καὶ σχεδὸν
5064078 ὀρυξαι
ἀλλ ' εἶμ ' ὀρυκτόν : ἀλλὰ πορεύομαι ἐπὶ τὸ ὀρύξαι τάφον : ὡς σύντομ ' ἡμῖν : ἵνα συντόμως
συμφύτου : ἔστι δὲ ῥίζα τὸ σύμφυτον εὑρεθῆναί τε καὶ ὀρύξαι χαλεπή . στρωμνὴν δὲ ὑποβάλλεται τρίχας καὶ ἔρια .
5063019 αὐτουργος
δι ' αὑτοῦ κηρυκεύων . ἔστι δ ' ὅμοιον τῷ αὐτουργός , αὐτεπάγγελτος . ἀνεμεστώθη : καὶ ἀνεμέστωσεν : ἀντὶ
. γεγόνασι δὲ καὶ ἕτεραι συμβολαί , ἐν αἷς ὡς αὐτουργός τε καὶ αὐτόχειρ τῆς μάχης ἀριστεύων τε πανταχοῦ ἐπῃνεῖτο
5011166 πηδαλια
ἀλλὰ μόναις περιόδοις ἐπλεονέκτουν , καὶ ταρσοὺς τῶν μειζόνων ἢ πηδάλια ἀνέκλων ἢ κώπας ἀνέκοπτον ἢ ἀπεχώριζον ὅλως τὰ σκάφη
, ἅπαξ ποτὲ πλεύσαντα μόνον . εἰώθεισαν γὰρ νεωλκήσαντες τὰ πηδάλια ὑπὲρ τῶν καπνιζομένων κρεμαννύναι τόπων ξηρανθησόμενα τοῦ μὴ σῆψιν
5008960 βελη
. σκοπὸς μὲν οὖν ἡμῖν οὗτος οὗ δεῖ στοχάζεσθαι : βέλη δὲ αὐτοῦ καὶ οἷον ἡ τοῖς βέλεσιν ἔφεσις τὰ
φυλακτήρια , ἐκ χειρὸς χρήσιμα , ἀγχέμαχα , βλήματα , βέλη , πάντα τὰ ἀφιέμενα . ἀσπὶς καὶ τὰ μέρη
5007759 τοξευματα
οἱ μὲν παλτά , οἱ δὲ λίθους , οἱ δὲ τοξεύματα . . παραυτόθεν : αὐτίκα , ἀπὸ τοῦ παρόντος
κάτω τοῦ τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ προσβαίνοντες . τὰ δὲ τοξεύματα ἐχώρει διὰ τῶν ἀσπίδων καὶ διὰ τῶν θωράκων .
4994320 ξιφη
δὲ καὶ σαυνίοις ὁλοσιδήροις ἀγκιστρώδεσι , φοροῦσι δὲ κράνη καὶ ξίφη παραπλήσια Κελτίβηρσιν . ἀκοντίζουσι δ ' εὐστόχως καὶ μακράν
πᾶν ὅσον βάρβαρον ἠγάπα ζῆν ἐν σπονδαῖς , αὖθις τὰ ξίφη θήξαντες ἐπιστρατεύουσι , διαπλέουσιν , ἀπειλοῦσι , δρῶσι ,
4954135 ἱπποις
δὲ θυμὸς ἑκάστου νίκης ἱεμένων , κέκλοντο δὲ οἷσιν ἕκαστος ἵπποις . ἐνταῦθα τοὺς μὲν ἡνιόχους πεποίηκεν ἀγωνιστὰς καὶ φιλοτιμουμένους
ἐπὶ τῷ ἐσχάτῳ δρόμῳ συνέθεον [ οἱ ἀναβάται ] ταῖς ἵπποις εἰλημμένοι τῶν χαλινῶν , καθὰ καὶ ἐς ἐμὲ ἔτι
4932813 ἐνθεμενοι
ἁλισκομένου δὲ τοῦ τείχους οὗτοι μὲν γυναῖκας ἐς τὰ πλοῖα ἐνθέμενοι καὶ παῖδας ἐκλείπουσι τὴν αὑτῶν , Ἀργεῖοι δὲ ἐς
, ἀνελκύσαι , ἀναγαγεῖν , καὶ πληρωσάμενοι τὰ τόξα , ἐνθέμενοι τοὺς οἰστούς . εἶτα προεξέδραμον οἱ ἱππῆς , προεξεπήδησαν
4932243 παναγρον
. λύγους : βρόχους . ταναόν : , μακρόν . πάναγρον : . Αἰχμήν : δουρόν . τριγλώχινα : τριῶν
ὑποχὰς καὶ σαγήνας καὶ καλύμματα καὶ πέζας καὶ σφαιρεῶνας καὶ πάναγρον . Φασὶ τὴν τρίγλαν ἥδεσθαι ἐν παντὶ ῥύπῳ καὶ
4932026 ἠλαυνον
μου ἐμπετάσαντες ὑποζευγνύουσί με τῇ κώπῃ τῆς μύλης , εἶτα ἤλαυνον . ἐγὼ δὲ ἠπιστάμην ὅπως χρὴ ἀλεῖν πολλάκις παθών
μὲν δὴ Ὑστάσπας ἀπιὼν ὡπλίζετο : οἱ δ ' ὑπηρέται ἤλαυνον εὐθὺς ὡς ἐκέλευσεν . ἀπαντᾷ δ ' αὐτοῖς καὶ
4931953 κτηνη
ἐν τῇ Γαδαρίδι ὕδωρ μοχθηρὸν λιμναῖον , οὗ τὰ γευσάμενα κτήνη τρίχας καὶ ὁπλὰς καὶ κέρατα ἀποβάλλει . ἐν δὲ
σύ , ποτήρια ἀργυρᾶ οὐχ ἕξω ὡς οὐδὲ σύ , κτήνη καλὰ ὡς οὐδὲ σύ . πρὸς ταῦτα ἴσως ἀρκεῖ
4925038 δικτυα
ἀκόντια , τόξα , προβόλια , ἄρκυες , ἐνόδια , δίκτυα , κυνοῦχος , σχαλίδες , στάλικες , σχαλιδώματα ,
ἔνσπονδά ἐστιν : εἰ δὲ μή , διαξαίνουσιν αὐτῶν τὰ δίκτυα καὶ ἀφανίζουσι , καὶ ἔδοσαν ὑπὲρ τῆς σφετέρας ἀμοιρίας
4878555 ἐμβολον
Θηβαίους ἔταξε καὶ πρὸς Μαντινείας τοὺς πάντας Βοιωτούς , ὥσπερ ἔμβολον ποιήσας καὶ ἐπάγων τῇ τάξει τῶν Λακεδαιμονίων , ἢ
ηʹ φησίν , ὅτι οὐκ ἐνέθηκεν ἐν τῷ ἄξονι τὸν ἔμβολον , καὶ οὕτως ἐκκυλισθέντος τοῦ τροχοῦ ἐκπεσεῖν τὸν Οἰνόμαον
4868255 κρανος
ὑπερασπίζειν , μικράσπιδα . κρανοποιός κρανοποιία , κρανουργός κρανουργία , κράνος . θωρακοποιία θωρακοποιός , θώραξ , θωρακοφόρος , τεθωρακισμένος
στόματος τὸ χάσμα σκέπειν τὴν κεφαλήν , ὥσπερ ἀνδρὸς ὁπλίτου κράνος : ἐκθηριώσας δὲ αὑτὸν ὡς ἔνι μάλιστα , παραγίνεται
4858798 ἐγχειριδια
φίλους τε καὶ ἐχθροὺς νομίζειν , ξυνίσταντό τε καὶ λαβόντες ἐγχειρίδια ἐξαπιναίως ἐς τὴν βουλὴν ἐσελθόντες τόν τε Πειθίαν κτείνουσι
προέχουσι παρέστησαν ἐν ταῖς εὐχαῖς , ἀνὴρ ἀνδρί , ἔχοντες ἐγχειρίδια . Καὶ τοὺς μὲν κατεβεβλήκεσαν , οἱ δὲ αὐτῶν
4849704 κλειθρον
Κύπριοι κατὰ τὸν ἄλλον λιμένα τὸν ἐκ Σιδῶνος φέροντα οὐδὲ κλεῖθρον τοῦτόν γε ἔχοντα εἰσπλεύσαντες εἷλον εὐθὺς ταύτῃ τὴν πόλιν
μέλαινα δὲ βοῦς ἐκ πελάγους πρὸς αὐτοὺς διενήχετο καὶ τὸ κλεῖθρον τοῦ στόματος ὑποδῦσά τε καὶ ἐς τὴν πόλιν ἐσδραμοῦσα
4845484 κουφως
: ἐφορμεῖν . γοῦνά τ ' ἐλαφρίζειν : τρέχειν , κούφως κινεῖν φεύγοντες , συντόμως κινεῖν . πεφοβημένον : φεύγοντα
μάλιστα θέρους : τοῦ γὰρ ὄρθρου , ἐν ᾧ μάλιστα κούφως διάγουσιν οἱ νοσοῦντες , σκυθρωπὸν ἔχουσι τὸ φῶς ,
4841126 τειχος
αὐτὰρ Ἀπόλλων Φοῖβος ἐδύσετο Ἴλιον ἱρήν : μέμβλετο γάρ οἱ τεῖχος ἐϋδμήτοιο πόληος μὴ Δαναοὶ πέρσειαν ὑπὲρ μόρον ἤματι κείνῳ
πόλιν τὸ δεύτερον . ἐμπρήσας δὲ τὰς οἰκίας καὶ τὸ τεῖχος κατασκάψας , ἵνα μηθὲν αὖθις ὁρμητήριον ἔχοιεν οἱ πολέμιοι
4840418 ἱματιον
τῶν πολιτῶν ἄγεσθαι παρὰ τὸν ἀγωνοθέτην , ὅτι βαπτὸν ἔχων ἱμάτιον ἐθεώρει , τοὺς δὲ ἰδόντας ἐλεῆσαί τε καὶ παραιτεῖσθαι
οὐ γὰρ ἐπιβουλευθῆναί ποτε ἔδεισα , οὐδὲν ἔχων ἢ φαῦλον ἱμάτιον . καὶ πολλάκις μὲν δὴ καὶ ἄλλοτε ἐπειράθην ἐν
4835789 δειπνουσι
λαγωῶν καὶ δορκάδων . ἀνεδίδοντο δὲ καὶ χρυσοῖ στέφανοι τοῖς δειπνοῦσι καὶ ἀργυρωμάτων πλῆθος καὶ θεραπόντων καὶ ἵππων καὶ καμήλων
παρασίτους καλεῖ . τῶν ἐπισιτίων φησὶ τούτων τινάς , οἳ δειπνοῦσι τἀλλότρια , ἑαυτοὺς ἀντὶ κωρύκων παρέχοντες . ὅτι κύβος
4832495 πλινθοις
ἁπάντων τὸν ἐν Δελφοῖς Ἀπόλλω προκρίνει , κἄπειτα κρατῆρσι καὶ πλίνθοις χρυσαῖς ἀναθημάτων τε μυρίων πλήθει κοσμήσας τὸ ἱερὸν τῶν
, πρὸς Αἰσχίνην : οὐ λίθοις ἐτείχισα τὴν πόλιν οὐδὲ πλίνθοις ἐγώ , ἀλλὰ τὸν ἐμὸν τειχισμὸν εἰ βούλει σκοπεῖν
4831586 ὑποζυγια
ἁμάξας καὶ τὰ περισσὰ τῶν ἐς αὐτὰς τιθεμένων καὶ τὰ ὑποζύγια , χωρὶς ὧν αὐτὸς ὑπελείπετο , πραθῆναι . καὶ
. ἡ δὲ τοῦ Πύρρου δύναμις ἀπολωλεκυῖα σκηνάς τε καὶ ὑποζύγια καὶ ἀνδράποδα καὶ τὴν ἀποσκευὴν ἅπασαν ἐπὶ μετεώρου τινὸς
4826074 φορτι
, ἀποβαλὼν τὸν ἱστὸν ἢ πηδάλια συντρίψας νεώς , ἢ φορτί ' ἐξέρριψ ' ὑπέραντλος γενόμενος : ἀφῆκα τὸν τοιοῦτον
ἐν ἅπασι καλὸν ἡ εὐμετρία καὶ ἡ εὐκαιρία . καὶ φορτί ' ἀμαυρωθείη : τὰ δὲ φορτία ἀφανισθῇ καὶ ἐλαττωθῇ
4811663 ξυλοις
σχιστὴν καύσας ἐπιμελῶς παράπτου : ἢ ἀσκαλαβώτην ἐπ ' ἀμπελίνοις ξύλοις παράπτου , ποιεῖ καλῶς . ἄλλο . βάτου τοὺς
Εἴργασται τὸ τέμενος καὶ ἡμῖν , οὐ λίθοις δήπου καὶ ξύλοις , ἀλλ ' οἷσπερ ἴσμεν ἐργάζεσθαι . εἶεν .
4810016 μοχλευειν
, ἢ τοιουτοτρόπως : τὴν δὲ μόχλευσιν πλάτος ἔχοντι μοχλῷ μοχλεύειν χρή , ἅμα τῇ κατατάσει ἐκ τοῦ ἔξω μέρους
τρόπος παρὰ πολὺ κράτιστος ἐμβολῆς ὤμου : δικαιότατα μὲν γὰρ μοχλεύειν [ ] , ἢν μόνον ἐσωτέρω ᾖν [ ]
4791257 λιθοις
ἐπεφίμωντο , κἂν εἴ τις ἐπιχειρήσειεν μεμνῆσθαι τοῦ φόνου , λίθοις εὐθὺς ἐβάλλετο . ” Ἐξῄει οὖν τὸ δεύτερον πλανησόμενος
τῶν θεῶν δέδοται δῶρον : εἰ καλιάν τις αὐτῶν ἐπιφράξειε λίθοις ἢ ξύλοις , πόαν τινὰ πρὸς τοῦτο ἐγνωσμένην αὐτοῖς
4765477 ὁπλα
γὰρ ἐν τῷ γεννᾶσθαι ἀπὸ τῆς Διὸς κεφαλῆς ἐξέθορε τὰ ὅπλα κινοῦσαἢ παρὰ τὸ παλλομένην τὴν τοῦ Διονύσου καρδίαν ἀνενεγκεῖν
, ἐπεὶ Πάτροκλόν γε ἐποίησεν ἐν Ἰλιάδι Ὅμηρος Ἀχιλλέως τὰ ὅπλα ἐνδύντα , καὶ ἐγγενέσθαι τε ἔφη τοῖς βαρβάροις δόξαν
4763669 νεως
ὁρμούσης , τὸν ὅμοιον εἰκὸς διαφθαρήσεσθαι : πλεούσης δὲ τῆς νεὼς περὶ αὐτὸ ἐκεῖνο τὸ μέρος κίνδυνον οὐ τὸν τυχόντα
ἐς αὐτὴν τῶν ὀφθαλμῶν , καὶ ἡ γῆ παρέχεται τὰ νεὼς πάντα πλὴν τοῦ κινεῖσθαι . ἐς τοῦτο ἥκουσαν τὸ
4755313 κατεβαλε
τοῦ ἅρματος , πλήξας ξίφει τὸν Οἰνόμαον ἀπὸ τοῦ δίφρου κατέβαλε , καὶ ταῦτα πράξας πρὸς Πέλοπα ἀπεχώρησεν . Πεσόντος
πλείους ἐγένοντο , ᾔσθοντο οἱ ἐκ τῶν πύργων φύλακες : κατέβαλε γάρ τις τῶν Πλαταιῶν ἀντιλαμβανόμενος ἀπὸ τῶν ἐπάλξεων κεραμίδα
4750227 ἱστια
γὰρ πλοῖα ποιοῦσιν ἐξ αὐτοῦ , καὶ ἐκ τῆς βίβλου ἱστία τε πλέκουσι καὶ ψιάθους καὶ ἐσθῆτά τινα καὶ στρωμνὰς
πτερωτὰς τὰς ναῦς εἶπε διὰ τὰς κώπας ἢ διὰ τὰ ἱστία . τὸ δὲ εἰς Βεκρύκων λείπει τὸ ὡς ἵνα
4745422 βοηθησειεν
ἂν βοηθήσειεν ; ὢ τάλαιν ' ἐγώ . τίς ἂν βοηθήσειεν ; Ἡράκλεις ἄναξ , ἐάσαθ ' ἡμᾶς πρὸς θεῶν
ἔλαττον δὲ τὸ ἀδικεῖσθαι . τί οὖν ἂν παρασκευασάμενος ἄνθρωπος βοηθήσειεν αὑτῷ , ὥστε ἀμφοτέρας τὰς ὠφελίας ταύτας ἔχειν ,
4742304 μαχοιντο
ἐγὼ λέγω , ὅτι καὶ τοῖς πολεμίοις ἄριστ ' ἂν μάχοιντο τῷ ἥκιστα ἀπολείπειν ἀλλήλους , γιγνώσκοντές τε καὶ ἀνακαλοῦντες
γὰρ Συρακούσιοι ἐν ἀσφαλεῖ ἔμελλον ἔσεσθαι μετὰ ταῦτα , εἴτε μάχοιντο καὶ νικῷεν τοὺς Ἀθηναίους εἴτε καὶ ἡσυχάζοιεν ἐπιόντων αὐτῶν
4733150 κωπαις
καὶ μαχαίραις τοὺς ἐξαλλομένους ἔπαιον : οἱ δὲ σκυτάλαις καὶ κώπαις ἅμα τῷ πηδήματι τὰς πληγὰς κατεφέροντο : οἱ δὲ
χαλκευθέντα ἐπιφερόμενοι σημαίνουσιν ἀλλήλοις σιγῇ τὰ πρακτέα , οὐδὲ ταῖς κώπαις σφόδρα ἐπικτυποῦντες : εἰ γὰρ γνοίη τὸ κῆτος ,
4724516 φορτια
δώδεκα βασιλέων καὶ τῶν παρὰ θάλατταν μερῶν κυριεύων , παρείχετο φορτία πᾶσι τοῖς ἐμπόροις , μάλιστα δὲ τοῖς τε Φοίνιξι
ἡμᾶς φιλοσοφίᾳ . ” ἔνιοι δέ , διαθέμενον Ἀθήνησι τὰ φορτία , οὕτω τραπῆναι πρὸς φιλοσοφίαν . Ἀνακάμπτων δὴ ἐν
4714962 ξυλινον
ἀπέντας . Τοὺς ὦν δὴ τὰς νέας λέγοντας εἶναι τὸ ξύλινον τεῖχος ἔσφαλλε τὰ δύο τὰ τελευταῖα ῥηθέντα ὑπὸ τῆς
πρὸς τὴν Ἀττικὴν Ἀθηναίοις ἐδόθη χρησμὸς οὗτος : τεῖχος Τριτογενεῖ ξύλινον διδοῖ εὐρύοπα Ζεὺς μοῦνον ἀπόρθητον τελέθειν , τὸ σὲ
4710379 πλοιον
] ! τος ? ? . Θαλασσία δὲ ἀναρπάσασα τὸ πλοῖον ? ? ? ? [ ] ? Κλεάνδρου Θρασέαν
τῆς Λευκάδος πέτρας ⋮ Τῷ δὲ Φάωνι βίος ἦν περὶ πλοῖον εἶναι καὶ θάλατταν : πορθμὸς ἦν θάλασσα . ἔγκλημα
4709648 τηνικαδε
τῶν πολεμίων : εἰ δὲ μεῖον ἐν τούτοις ἔχοις , τηνικάδε τῇ βίᾳ τῶν σωμάτων ἀποκινδυνευτέον . πρῶτος μὲν τοίνυν
ὅμως ἡ τοῦ ἀέρος γαλήνη δίδωσιν εὐημερίαν , καὶ ἁλκυονίας τηνικάδε τῆς ὥρας ἄγομεν ἡμέρας . ἴχνος δὲ λύκου πατεῖ
4698182 νεωρια
καταίροντες διὰ τὰς τούτων εὐθυδικίας τοὺς τούτων λιμένας καὶ τὰ νεώρια τῶν ἐμποριῶν πληροῦσι . Ταῦτα δὲ πάντα , ὡς
εἰ γὰρ μήτε τὴν Ἀκρόπολιν μήτε τὰ Προπύλαια μήτε τὰ νεώρια βούλει θεωρεῖν ἀλλ ' ἄνδρα σοφόν , κατῆρεν ἡμῖν
4692376 θυσαμενος
ὅσα ὁ θεὸς ἐκέλευσεν . ὁ μὲν δὴ Ξενοφῶν οὕτω θυσάμενος οἷς ἀνεῖλεν ὁ θεὸς ἐξέπλει , καὶ καταλαμβάνει ἐν
πολλὰ διὰ νυκτός . ἐπειδὴ δὲ ἡμέρα ἐγένετο Χειρίσοφος μὲν θυσάμενος ἦγε κατὰ τὴν ὁδόν , οἱ δὲ τὸ ὄρος
4691940 δικτυον
ἐπ ' αὐτοὺς θήξασθαι καὶ φάρμακα ἐπιπάσαι καὶ μικρὸν ἤρκεσε δίκτυον , ὅτῳ ἀπόχρη καὶ σμικρόν τι τῆς ἀγέλης .
ἐξειλκύσαμεν : μικροῦ καὶ τοὺς φελλοὺς ἐδέησε κατασῦραι ὑφάλους τὸ δίκτυον ἐξωγκωμένον . εὐθὺς οὖν ὀψῶναι πλησίον , καὶ τὰς
4687694 σελμασιν
μελαίνης νυκτὸς ἵξεται κνέφας , Ἕλληνες οὐ μενοῖεν , ἀλλὰ σέλμασιν ναῶν ἐπανθορόντες ἄλλος ἄλλοσε δρασμῷ κρυφαίῳ βίοτον ἐκσωσοίατο .
; ὁ Βακχίου παῖς , ὡς σαφέστερον μάθηις . ἐν σέλμασιν νεώς ἐστιν ἢ φέρεις σύ νιν ; ὅδ '
4680432 στιφος
τούτοις δὲ ὢν καθορᾷ βασιλέα καὶ τὸ ἀμφ ' ἐκεῖνον στῖφος : καὶ εὐθὺς οὐκ ἠνέσχετο , ἀλλ ' εἰπὼν
καὶ βάλλων καὶ φυλαττόμενος βέλη καὶ ἀσπίδα ἀντερείδων καὶ διώκων στῖφος . ἐξέπλευσαν μὲν δὴ χαίροντες ἀλλήλοις , εἵποντο δὲ
4678227 ὑπολειπομενοι
τοῖς γνωρίμοις † λοπάδας συνάλμους τε συναρτύειν δοκῶν καὶ διψᾶν ὑπολειπόμενοι εἰς τὴν αὔριον τοῖς ἐπισυνάπτειν βουλομένοις τὸν ἑωθινόν †
κατεπείγοντα τόπον , οἱ δ ' ἰχθύες ἐν τοῖς κοιλώμασιν ὑπολειπόμενοι ἕτοιμον θήραμα καὶ τροφὴ γίνονται τοῖς ἰχθυοφάγοις . Ἀλλ
4676769 ἀκοντιστης
ὁπλίτης , ὁ δὲ ἱππεὺς τοῦτο ἀληθινῶς , ὁ δὲ ἀκοντιστὴς οὐκ ἄχρι τοῦ προσρήματος . καὶ πρώην εἶδον ἐγὼ
καὶ ἀνόπλων [ τὴν βαρεῖαν ὅπλισιν στρατιωτῶν οὐδ ' ] ἀκοντιστὴς ἢ λιθοβόλος , οὐδ ' αὖ τεμεῖν ὕλην ἢ
4673755 ἡσυχη
μὲν πολίτας σφίσι παίουσιν ἐς θάνατον , τοὺς δὲ ξένους ἡσυχῆ καὶ ὅσον παρασχεῖν ὀδαξησμόν , ἐμοὶ δοκεῖν τοῦ Ξενίου
ὕδατα ἔχουσα τὰ μὲν πολλὰ ἁλυκὰ , ἓν δ ' ἡσυχῆ μὲν ὑπόπλατυ , τῇ δὲ χρείᾳ ὑγιεινὸν καὶ ψυχρὸν
4667138 πυκνοις
Ζεύς οἱ μὲν εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀξιοῦσι καταφεύγειν κοτίνοις τότε πυκνοῖς περιπεφραγμένην , Θεμιστοκλῆς δὲ πρὸς τὰς τριήρεις κελεύει μετασκευάζεσθαι
γυναῖκες : αἵδε , Γοργόνων δίκην , φαιοχίτωνες καὶ πεπλεκτανημέναι πυκνοῖς δράκουσιν : οὐκέτ ' ἂν μείναιμ ' ἐγώ .
4664374 δοκοις
; τί δ ' ἄλλο γ ' ἢ διαλεπτολογοῦμαι ταῖς δοκοῖς τῆς οἰκίας ; οἴμοι : τίς ἡμῶν πυρπολεῖ τὴν
ἐπάνω τοῦ στύλου πόλεις δεκαδύο , καὶ τούτων ἑκάστη τριάκοντα δοκοῖς ἐστεγασμένη , καὶ περὶ μίαν ἑκάστην αὐτῶν τρέχουσι γυναῖκες
4663085 χωσας
καταποντίσας . οὐ μὴν ἀπέστη γε τῶν ἔργων , ἀλλὰ χώσας τὸν παρὰ τὴν πόλιν ποταμὸν μέχρι τῶν τειχῶν ἐπέστησε
δέρμασι : λαβὼν τίθει εἰς κάμινον τῶν χαλκέων , καὶ χώσας τοῖς ἄνθραξι φύσα εὐτόνως καί , ὅταν διάπυροι γένωνται
4654753 ἐπιβατου
ἄγειν τὸ σκάφος καὶ εὐθύνειν καὶ ὀρθοῦν , τοῦ δὲ ἐπιβάτου πάσχειν ὅσα ἂν ἡ ναῦς ὑπομένῃ . παρὸ καὶ
καὶ φανερῶς , ἀντικρὺ δὲ τὸ ἐξ ἐναντίας . ἀναβάτης ἐπιβάτου διαφέρει . ἀναβάτης μὲν ἐπὶ ἵππου , ἐπιβάτης δὲ
4653964 τοιχον
παντὸς μέσον διὰ τῆς μολιβδίδος τὸ ἔργον εὐθύνοντι καὶ τὸν τοῖχον ἀνιστῶντι ὀρθόν τε καὶ ἀπαρέγκλιτον . καὶ τούτοις μὲν
τὴν κουφότητα ἄνω καὶ ἔτι τῶν ξύλων , οὕτω τὸν τοῖχον συνεστηκέναι : ἐμβροντήτου γὰρ τοῦτό γε καὶ οὐδέποτε οἰκοδομουμένην
4648440 ἀκινακην
βασιλέα : καὶ ἤδη ἑστηκότα αὐτὸν καὶ ἐσπασμένον ὃν εἶχεν ἀκινάκην εὑρίσκουσι . καὶ τοῦτον μὲν οἱ σὺν Γαδάτᾳ καὶ
Ἰνταφρένης δοκέων σφέας ψεύδεα λέγειν ποιέει τοιάδε : σπασάμενος τὸν ἀκινάκην ἀποτάμνει αὐτῶν τά τε ὦτα καὶ τὰς ῥῖνας ,
4647756 βελεσι
' ἐπὶ τῶν τειχῶν ἑστῶτες τὸ μὲν πρῶτον ὤκνουν τοῖς βέλεσι χρήσασθαι , προκειμένων αὐτοῖς σκοπῶν πολιτικῶν ἀνδρῶν , ὧν
τε καὶ φρουρ - άρχαις καὶ σίτῳ καὶ ὅπλοις καὶ βέλεσι καὶ πᾶσι τοῖς ἀναγκαίοις . ἔνια δὲ τῶν φρουρίων
4640708 περιβαλων
καταπτάμενος δὲ ὄπισθεν αὐτοῦ ὁ Ζεὺς κούφως μάλα τοῖς ὄνυξι περιβαλὼν καὶ τῷ στόματι τὴν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ τιάραν ἔχων
' αὐτὰ τυρῷ χλωρῷ καὶ λεκίθοις ᾠῶν καὶ ἐγκεφάλοις , περιβαλὼν συκῆς φύλλῳ εὐώδει , ζωμῷ ὀρνιθείῳ ἢ ἐριφείῳ ἔνεψε
4640020 περιβεβλημενον
κάτω μὲν τὸν ἐν τῷ κάτω πέρατι τοῦ κατεαγότος ὀστοῦ περιβεβλημένον , ἄνω δὲ τὸν ἕτερον , ὥστε μετὰ μὴν
ἐν ταῖς χερσὶ τύλους ἔχοντα , φαιόν τι καὶ τραχὺ περιβεβλημένον ἱμάτιον , δασὺν ἕως τῶν σφυρῶν καὶ φαύλως κεκαρμένον
4637117 ὀνος
τοῦ μανθάνειν ποιεῖν : καὶ τὸ πρᾶγμα περιβόητον ἦν , ὄνος ὁ τοῦ δεσπότου , οἰνοπότης , παλαίων , ὄνος
δὲ λύκος ἄκροις ὀδοῦσι δακὼν τὸν σκόλοπα ἐξεῖλεν . ὁ ὄνος δὲ λυθεὶς τοῦ πόνου ἔτι τὸν λύκον χάσκοντα λακτίσας
4632463 δορυ
καὶ ἐπιτηδείως ἦγε τὸ δόρυ : τὴν γὰρ ναῦν λέγει δόρυ . . Ἑλληνικὴ ] ἡ τοῦ Θεμιστοκλέους . .
] ἤτοι τῆς δεξιᾶς , δι ' ἧς πάλλουσι τὸ δόρυ . παμπρέπτεσιν ] εὐπρεπέσιν . ἡ εὐθεῖα ἡ παμπρέπτις
4632023 θηρατικα
δικτύου , ὃ χρίουσιν ἰξῷ . δίκτυα : Ἀντὶ τοῦ θηρατικὰ δίκτυα . καὶ αἱ πηκταὶ δὲ εἶδος δικτύου .
σύσκια , βραχεῖς δὲ αὐτῶν οἱ καὶ μάλιστα δεινοὶ τὰ θηρατικὰ μετὰ κυνῶν περιιόντες ἰχνηλατοῦσιν , εἴ που τῷ θηρὶ
4631302 ἱππεα
Σχὼν δὲ παντελέως τὰς Ἀθήνας Ξέρξης ἀπέπεμψε ἐς Σοῦσα ἄγγελον ἱππέα Ἀρταβάνῳ ἀγγελέοντα τὴν παρεοῦσάν σφι εὐπρηξίην . Ἀπὸ δὲ
ἐγκαθίζειν τε καὶ ταπεινοῦν ἑαυτόν , ὥστε εὐπετῶς ἀναβαίνειν τὸν ἱππέα . στηρικτέον δὲ αὑτόν , ὅταν ὁ ἵππος ἄρξηται
4628165 ἱστιον
: μεταβολαὶ γίνονται ἀνέμων . ἐν χρόνῳ δὲ καὶ τὸ ἱστίον τῆς νεὼς εὐδιεινὴν ἔχει μεταβολὴν τοῦ χειμερινοῦ λωφήσαντος ἀνέμου
ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῦσιν . ἔμπρησεν δ ' ἄνεμος μέσον ἱστίον , ἀμφὶ δὲ κῦμα στείρῃ πορφύρεον μεγάλ ' ἴαχε
4622259 τοξα
Φερενδάτης ὁ Μεγαβάζου . Πάκτυες δὲ σισυρνοφόροι τε ἦσαν καὶ τόξα ἐπιχώρια εἶχον καὶ ἐγχειρίδια : Πάκτυες δὲ ἄρχοντα παρείχοντο
ἅπαν ” , “ Ῥωμαίων ἔφητὰ σώματα καὶ ἵπποι καὶ τόξα καὶ βέλη καὶ δόρατα τῶν ἡμετέρων ἰσχυρότερα εἶναι παντί
4620851 ὀχηματα
σημαινόντων γυναῖκα . εἰ δὲ πρὸς ἀποδημίαν γένοιτο , οὐχὶ ὀχήματα ὄψεται οὐδὲ ναῦς οὐδὲ στρωματοδέσμους οὐδὲ σκεύη συνειλεγμένα ἢ
, πορευόμενος , ὅθεν καὶ πορεία , καὶ πορεῖα τὰ ὀχήματα . προάγει , προάγων , ὑπάγει , ὑπάγων :
4618376 παρηγγειλεν
ὀλίγους παραδεῖξαι τοὺς οἰκείους μηχανώμενος πρὸς τὸ ἐκκαλέσασθαι τοὺς ἐναντίους παρήγγειλεν εἰς βάθος πυκνῶσαι τὴν φάλαγγα : οἱ δὲ πολέμιοι
ὑπέσχετο δοῦναι τοῦτο : φυλάξασθαι μέντοι γε ἑτέρας γυναικὸς ὁμιλίαν παρήγγειλεν , ἔσεσθαι δὲ μεταξὺ αὐτῶν ἄγγελον μέλισσαν . καί
4617789 προσκυνων
λαλῶν καὶ ῥόδα προσσεσηρώς : ὦ φιλῶν μὲν ἀμάρακον , προσκυνῶν δὲ σέλινα , γελῶν δ ' ἱπποσέλινα καὶ κοσμοσάνδαλα
νομίζων οὐδαμοῦ τότ ' ηὔχετο λιταῖσι , γαῖαν οὐρανόν τε προσκυνῶν . ἐπεὶ δὲ πολλὰ θεοκλυτῶν ἐπαύσατο στρατός , περᾷ
4610547 ὑποδηματα
ἵππων χρυσᾶ , χρυσῷ δὲ καὶ τοῖς ποσὶ τὰ ἑαυτῶν ὑποδήματα ἐκοσμήσαντο : τοσοῦτος καὶ γάρ ἐστιν αὐτοῖς ἄπειρος πλοῦτος
ὑποδήματα . . συναπτούς : Τὰς συναπτούσας καὶ δεσμευούσας τὰ ὑποδήματα . παρερπύσασα : Ἠρέμα εἰσελθοῦσα . ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ
4597748 πεπτωκοτα
προσηγόρευσαν Πτολεμαῖον . ἀνῳκοδόμησαν δὲ καὶ τὸ θέατρον καὶ τὰ πεπτωκότα τῶν τειχῶν καὶ τῶν ἄλλων τόπων τοὺς καθῃρημένους πολλῷ
μηχανὰς οὕτως ἀνατρέπειν ὡς τρυφήν , εἴτε ἄνδρα βούλεταί τις πεπτωκότα ἰδεῖν εἴτε πόλιν . οὐ ποταμός ἐστιν οὐδὲ πεδίον
4590233 πυγμαις
γὰρ πρῶτον προσελθόντα τῶν ῥαβδούχων παίων εἰς τὸ πρόσωπον ἐναντίαις πυγμαῖς νεανίας καὶ ἐρρωμένος ἀνὴρ ἀνατρέπει καὶ τὸν ἐπὶ τούτῳ
μαστιγοῦν παρεῖχε τοῖς δούλοις καὶ τύπτειν ξύλοις τὰ νῶτα καὶ πυγμαῖς τὸ πρόσωπον , κἄπειτα περιβαλόμενος ῥάκη , τῆς νυκτὸς
4587051 παρεβοηθει
ναῦς ῥᾷον τοὺς Συρακοσίους ἀφέλκειν τῆς γῆς φιλίας οὔσης , παρεβοήθει ἐπὶ τὴν χηλὴν μέρος τι ἔχων τῆς στρατιᾶς .
οὐκ ἐμνημόνευσε τῆς μαντείας , ἀλλ ' ἀναλαβὼν τοὺς ὑπασπιστὰς παρεβοήθει , ἵνα μάλιστα ἐπιέζοντο οἱ Μακεδόνες . καὶ τούτους
4580651 ζευγη
εἰ μὲν οἷόν τε ἦν δεηθέντα τῶν θεῶν πτερῶσαι τὰ ζεύγη , τοῦτ ' ἂν ἐποίησεν , ἢ εἰ τὸ
ἐπὶ τοσοῦτον γὰρ ἐξετρύφησαν ὥστ ' ἐπὶ δεῖπνον ἐκάλουν πρὸς ζεύγη μονομάχων , ὁρίζοντες ἀριθμὸν κατὰ τὴν τῶν [ συνδείπνων
4577607 ἑτερωσε
τῷ διαλῦσαι τὸν πόλεμον ἀπαλλαγῆναι παρὸν καὶ μετενέγκασθαι τὴν οἴκησιν ἑτέρωσέ ποι , τέως ἂν ἡ κάθοδος αὐτῷ δοθῇ ὑπὸ
τῷ προσώπῳ συσκιάσας τὴν γνώμην καὶ τοὺς ἐκείνου δορυφόρους καραδοκήσας ἑτέρωσέ ποι τὴν διάνοιαν ἔχοντας οὐδαμοῦ τὴν θήραν ἑώρων κύκλῳ
4573333 ταφρου
ῥᾳδίως τοὺς ἐλέφαντας ἐνέδρα λάθοι . ὅταν γοῦν γένωνται τῆς τάφρου πλησίον , ἣν εἰώθασιν ὑπορύττειν οἱ θηρῶντες αὐτούς ,
ἐπιστρέψαντες καὶ πολὺν διαγωνισάμενοι χρόνον μόγις ἐξέωσαν τοὺς ἐντὸς τῆς τάφρου βιασαμένους . οἱ δὲ Ἰταλιῶται τῷ πλήθει τῶν βαρβάρων
4571810 βωλοις
ἐσήμηνεν αὐτοῖς μάχεσθαι . ἐνταῦθα δὴ οἱ μὲν ἔβαλλον ταῖς βώλοις καὶ ἔστιν οἳ ἐτύγχανον καὶ θωράκων καὶ γέρρων ,
καὶ γείτοσιν οὐκ ἀγαθὸς πάροικος . βάλλεις γοῦν ἡμᾶς ταῖς βώλοις καὶ ταῖς ἀχράσι καὶ μέγα κέκραγας ἰδὼν ἄνθρωπον ὡς
4566345 πελταστικον
ἢ ἀκοντίοις ἢ σφενδόναις ἢ λίθοις ἐκ χειρός . τὸ πελταστικὸν δὲ κουφότερον μὲν τυγχάνει ὂν τοῦ ὁπλιτικοῦἡ γὰρ πέλτη
καὶ Ἀθηναίοις ὁμοῦ παρετάσσοντο : τὸ μὲν δὴ κοῦφον καὶ πελταστικὸν τοῖς Λάκωσιν ἀχρεῖον ἦν , τὴν δὲ φάλαγγα ὅλην
4560935 ναυκληρος
χρηματιστὴς ἐπαποδύεται πολυτρόποις ἰδέαις πορισμῶν , ἐλπίδι δ ' ὁ ναύκληρος εὐπλοίας περαιοῦται τὰ μακρὰ πελάγη : ἐλπίδι δόξης καὶ
ἀπέστησαν ἔτι θεραπεύοντες αὐτὸν μέχρι τῶν σπονδῶν . Ῥέβιλον δὲ ναύκληρος ἐς τὴν ναῦν ὑποδεξάμενος ὡς διοίσων ἐς Σικελίαν ᾔτει
4556931 φορτον
ἐκ τούτου . Ὁλκὰς ἐφάνη τις ἐξαπίνης Λατινικὴ σῖτον ἔχουσα φόρτον καὶ κομίζουσα τοῦτον ἐν τῇ πόλει χρῃζούσῃ . Οἱ
κατὰ τοῦ ποταμοῦ θέουσι , καὶ ἁμάξας ἄγουσι καὶ τὸν φόρτον μετῆραν ἐπὶ τοῦ τέως ὕδατος . καὶ πάλιν μετὰ
4556380 δειπνοποιεισθαι
ἐνθάδε εἰώθειμεν , οὕτω διήγομεν καὶ ἔξω . καὶ ἣν δειπνοποιεῖσθαι τοῖς ἄλλοις ὥραν συμβαίνοι , ταύτην ἂν οὗτοι ἐπαρῴνουν
ἥκοντα κήρυκα περὶ τῆς τῶν νεκρῶν ἀναιρέσεως παρήγγειλε τῆς ὥρας δειπνοποιεῖσθαι . τῆς δ ' ἡμέρας διελθούσης τὸν μὲν κήρυκα
4555131 προσπεσοντα
καὶ τὴν ἀσπίδα ζῶντος περισπάσαι , τὸν δὲ Ἀχιλλέα γυμνῷ προσπεσόντα τρῶσαι αὐτὸν εὐθὺ τοῦ μηροῦ καὶ ἰατρὸν μὲν ὕστερον
καὶ τὰ πράγματα οὐχ ἥκιστα ἔβλαψε , τὸ μὴ εὐθὺς προσπεσόντα τρέψασθαι τοὺς τεταραγμένους : καθ ' ἡσυχίαν γὰρ τὰ
4553772 ἐπεκειτο
: ἔλαμπε , Γοργὼν δ ' ὡς : ἡ Γοργὼν ἐπέκειτο τοῖς μετώποις τοῖς ἱππικοῖς προσδεδεμένη μετὰ κωδώνων , ψόφον
διαφερόντων ἐν ὡραιότητι . Μετὰ δὲ τὴν τοῦ μαιάνδρου διάθεσιν ἐπέκειτο σχιστὴ πλοκή , θαυμασίως ἔχουσα , ῥομβωτὴν ἀποτελοῦσα τὴν
4552570 κρανεσι
: αὐτοὶ δὲ προβάτου φραξάμενοι δέρματι καὶ τελαμῶσι περισφιγξάμενοι πάντοθεν κράνεσί τε χαλκοῖς τὰς κεφαλὰς καλυφάμενοι , χείλη δὲ μόνα
: αὐτοὶ δὲ προβάτου φραξάμενοι δέρματι καὶ τελαμῶσι περισφιγξάμενοι πάντοθεν κράνεσί τε χαλκοῖς τὰς κεφαλὰς καλυφάμενοι , χείλη δὲ μόνα
4551250 χιλον
προϊόντες σκοποὶ ἔδοξαν ἐν τῷ πεδίῳ ὁρᾶν ἀνθρώπους λαμβάνοντας καὶ χιλὸν καὶ ξύλα , καὶ ὑποζύγια δὲ ἑώρων ἕτερα τοιαῦτα
οὐ λέγει ὅτι κρείττων εἰμί σου : πολὺν γὰρ κέκτημαι χιλὸν καὶ κριθὰς πολλὰς καὶ χαλινοί μοί εἰσι χρυσοῖ καὶ
4548667 πυργοις
τις ἀλκὴν ἐμποιεῖ ἑαυτῷ . Ξ πύλας ] ἐν γὰρ πύργοις αἱ πύλαι . θ πυργωμάτων ] τῶν πύργων .
ἀγαθῷ ποτὲ αὐτὸ κατοικισθησόμενον . κατεσκευάσαντο δὲ καὶ ἐν τοῖς πύργοις τῶν τειχῶν πολλοὶ καὶ ὡς ἕκαστός που ἐδύνατο :
4546239 ἐνεβαλλετο
καὶ ἀγκῶνας καὶ τόνον καὶ πάντα ὁμοίως ἔχον . . ἐνεβάλλετο οὖν ἀ - θρόα τὰ βέλη , καθὰ δεδηλώκαμεν
ὧν οἵ τε πόδες καὶ αἱ χεῖρες καὶ ὁ τράχηλος ἐνεβάλλετο . λέγει δὲ τὴν ποδοκάκην . ΓΘ πεντεσυρίγγῳ ξύλῳ
4539332 τριηρεσι
Συρακοσίοις , μετὰ δὲ ταῦτα ναύαρχος πεμφθεὶς σὺν τριάκοντα πέντε τριήρεσι Λακεδαιμονίοις συμμαχήσων ὑπὸ τῶν ἀντιπολιτευομένων κατεστασιάσθη , καὶ φυγῆς
δὲ ψυχρὰν χώραν νέμονται . ὁ σωσίπολις ] ὁ ταῖς τριήρεσι σώζων τὴν πόλιν . οἴμοι τάλας ] ἐξ ἀγροῦ
4538620 ποπανον
: εἶδος πλακοῦντος τοῖς θεοῖς ἀφιερωμένον , ὥσπερ καὶ τὸ πόπανον . εἴρηται δὲ παρὰ τὸ ἀρέσκω , ὁ τοῖς
καὶ αἶγα ὁ αἰπόλος , ὁ δέ τις λιβανωτὸν ἢ πόπανον , ὁ δὲ πένης ἱλάσατο τὸν θεὸν κύσας μόνον
4534125 ὑφορμους
συμφέρειν παραγγέλλοντι . καταβὰς δ ' εἰς Δικαιάρχειαν καὶ ναῦς ὑφόρμους Ἀλεξανδρίδας ἰδὼν εὐτρεπεῖς πρὸς ἀναγωγήν , ἐπιβὰς μετὰ τῶν
δ ' ἔσθ ' ὅτε καὶ οἱ τὸν Βόσπορον ἔχοντες ὑφόρμους χορηγοῦντες καὶ ἀγορὰν καὶ διάθεσιν τῶν ἁρπαζομένων : ἐπανιόντες
4533332 ἐτυψε
. ἐτετύπειμεν ἐτετύπειτε ἐτετύπειϲαν Ἀορίϲτου αʹ Ἑν . ἔτυψα ἔτυψαϲ ἔτυψε Δυ . ἐτύψατον ἐτυψάτην Πληθ . ἐτύψαμεν ἐτύψατε ἔτυψαν
τὸν ἀόριστον ἐκ τοῦ ἰδίου ὁριστικοῦ τρίτου προσώπου γίνεσθαι , ἔτυψε ἐκεῖνος τύψε σύ , ἀλλ ' ἐκρατήθη Συρακουσίῳ ἔθει
4530634 πλοιοις
περῶσιν εὐμαρῆ γενέσθαι τὸν πόρον , τοὺς δὲ ἐν τοῖς πλοίοις διαβάλλοντας ἐποκειλάντων πολλῶν πλοίων ἐπὶ ταῖς πέτραις καὶ συναρραχθέντων
ς ' : ἐν ἀρχῇ πῆμα , κοὐδέπω μεσοῖ τοῖς πλοίοις : τοῖς μικροῖς , ἃ δὴ καὶ λεπτὰ ἄλλοθι

Back