κατὰ μίμησιν ἐκφερόμενα πάθους ἢ πράγματος , οἷον ὡς τὸ σίζε καὶ τὸ λάπτοντες , ποιεῖ δὲ μάλιστα μεγαλοπρέπειαν διὰ
ὀνοματοποιεῖσθαί φασιν , ὡς τὸ κρίκε δὲ ζυγόν καὶ τὸ σίζε δὲ ὀφθαλμός . κυρίως δὲ ἐπὶ τῶν ψευδομένων τὸ
6477327 βρογχον
μορίων ἡ κατάπαρϲιϲ γένηται , οἷον ἐγκέφαλον ἢ καρδίαν ἢ βρόγχον ἢ πνεύμονα ἢ ἧπαρ ἢ κοιλίαν ἢ ἔντερα ἢ
λευκότριχας , αὐχένα καὶ τράχηλον βραχὺν καὶ παχὺν ἔχοντας , βρόγχον δὲ μακρότερον . ἀρίστη δὲ ὥρα πρὸς τὴν τούτων
6446994 Ὑρκανιον
προσάγεσθαι γῇ καὶ πέρατι τῷ Παμφυλίῳ : δεύτερον δὲ τὸν Ὑρκάνιον , ἐκ τοῦ Κρονίου κόλπου πληρούμενον . Ἔστι δὲ
τῇ γῇ καὶ περατοῦσθαι τῇ Παμφυλίᾳ : δεύτερον δὲ τὸν Ὑρκάνιον ἐκ τοῦ Κρονικοῦ κόλπου πληρούμενον . ἔστι δὲ καὶ
6376514 ζοφωδες
πείσει δὲ Ἱπποκράτης καὶ ἐκ τῶν φαινομένων : οὕτω γὰρ ζοφῶδες ἦν τὸ ἐκ τῆς κεφαλῆς πεμπόμενον πνεῦμα , ὅτι
ταπεινὰ τὰ δὲ κοῖλα . καὶ παραμεμῖχθαι τῷ πυροειδεῖ τὸ ζοφῶδες , ὧν τὸ πάθος ὑποφαίνει τὸ σκιερόν : ὅθεν
6374151 ἀνεβραχε
Διὶ οἰνοχοεύειν : εἴρηται δὲ ἀπὸ τῆς ἔρας ἀναλαμβάνειν . ἀνέβραχε ποιῶς ἐψόφησεν : “ ἄντα τιτυσκομένη , τὰ δ
οὔτι παροίτερον ὕδατι νᾶεν Δίνδυμον , ἀλλά σφιν τότ ' ἀνέβραχε διψάδος αὔτως ἐκ κορυφῆς , ἄλληκτον : Ἰησονίην δ
6267617 αὐει
μέτρον ἁμαξοτροχιῇσι . * ἐνδυκές : διόλου τὸ δὲ ἐνδυκὲς αὔει : ἀντὶ τοῦ συνεχῶς καὶ ἐπιμελῶς κοιμᾶται ἢ διάγει
αὖτις ἐνίψω , ὅς τε κατ ' ἀμβαθμοὺς πετρώδεας ἐνδυκὲς αὔει , τρηχὺν ὑπάρπεζον θαλάμην ὀλιγήρεα τεύχων ἔνθ ' εἰλυθμὸν
6234648 βρεμω
γαυριῶν καὶ ἐπαιρόμενος , μαργαίνων καὶ ἐνθουσιῶν . παρὰ τὸ βρέμω βρεμαίνω καὶ κατὰ τροπὴν τοῦ ρ εἰς τὸ λ
φοβῶ , ἀφ ' οὗ ” οὐδὲ φέβοντο ” , βρέμω βρομῶ , „ σταθμῷ ἐνὶ βρομέουσι „ , οὕτως
6225241 Καδμειοισι
κακοῦ ; Βοᾷ διοίγειν κλῇθρα καὶ δηλοῦν τινα τοῖς πᾶσι Καδμείοισι τὸν πατροκτόνον , τὸν μητρὸςαὐδῶν ἀνόσι ' οὐδὲ ῥητά
Καὶ ταῦτ ' ἀκούσας στεῖχε κἀξάγγελλ ' ἰὼν καὶ πᾶσι Καδμείοισι τοῖς σαυτοῦ θ ' ἅμα πιστοῖσι συμμάχοισιν , οὕνεκ
6224927 φριμαγμος
εἶδος . . . φριμάττεσθαι μὲν τὸν τράγον φαμὲν καὶ φριμαγμὸς ἡ τοῦ τράγου φωνὴ ὥσπερ πταρνυμένου : φρυάττεσθαι δὲ
αἰγῶν . φριμάσσεο : οὐ κυρίως τῇ λέξει κέχρηται . φριμαγμὸς μὲν γάρ ἐστι κυρίως ἡ τῶν ἵππων φωνή ,
6200736 ἐμμαπεως
ἔργον , ταχέως : „ ὁ δ ' ἄρ ' ἐμμαπέως ἀπόρουσεν „ . . . , : ἐμμαπέως :
κεῖνος τῶν ἄλλων κυδρότερον πίεται . αὐτὰρ ὅ γ ' ἐμμαπέως τὸν ὀρίγανον ἐν χερὶ κεύθει . τόν ποτε Θησείδης
6168669 ὑψιπετες
ᾖ τὸ φυτὸν χαμαιπετές , λέγεται πόα , εἰ δὲ ὑψιπετές , δένδρον , εἰ δὲ μέσον , θάμνος .
, παρὰ τὸ ἐν τῷ πέτεσθαι ἄνω , οἱονεὶ τὸ ὑψιπετές : ὅθεν τὸ μὲν δίφθογγος , τὸ δὲ ἦτα
6162026 κανθον
τῆς ῥινὸς συνιστάμενον . ῥήγνυται δὲ πολλάκις εἰς τὸν μέγαν κανθόν : ἔστι δὲ ὅτε καὶ λυμαίνουσι καὶ τερηδωνίζουσι τὰ
κανθὸν μέροϲ τοῦ πτερυγίου , φυλαϲϲόμενοι τὰ βλέφαρα καὶ τὸν κανθόν . τοῖϲ μὲν γὰρ τὰ βλέφαρα ϲυνδιακοπεῖϲι πρόϲφυϲιϲ γίγνεται
6160105 ἁρματοκτυπον
ἔδεις ' ] ἐφοβήθην . ἀκούσασα ] συνίουσα . τὸν ἁρματόκτυπον ] τὸν ἐκ τῆς συγκρούσεως τῶν ἁρμάτων ἦχον .
] τὸν ἐκ τῆς συγκρούσεως τῶν ἁρμάτων ἦχον . τὸν ἁρματόκτυπον ] τὸν γεγονότα ἀπὸ ἵππων τῶν ἁρμάτων . τὸν
6153650 πλευμονα
ῥαγῇ τῶν φλεβίων τῶν λεπτῶν , τῶν κατακρεμαμένων ἐς τὸν πλεύμονα , ἢ τῶν συρίγγων τῶν διὰ τοῦ πλεύμονος τεταμένων
: εἰ δὲ ἔλθοι τι τούτων τῶν φαρμάκων ἐς τὸν πλεύμονα , δοκέει ἄν μοί τι μέγα ποιῆσαι κακόν :
6114926 ΖΗΘΚ
, Ζ γωνίαι ὀρθαί εἰσιν . ὀρθογώνιον ἄρα ἐστὶ τὸ ΖΗΘΚ . ἐδείχθη δὲ καὶ ἰσόπλευρον : τετράγωνον ἄρα ἐστίν
Δ περίγειον ἐν τῷ ὑποκειμένῳ ἐπιπέδῳ ἴσοι κύκλοι ὅ τε ΖΗΘΚ καὶ ὁ ΛΜΝΞ ὡς οἱ διὰ τῶν πόλων τῶν
6098659 βομβον
, καθάπερ ἐν τοῖς ἡμετέροις ἀγγείοις καὶ παρὰ πυρὸς πεπνευματωμένου βόμβον ἐν αὐτοῖς , καὶ κατὰ ῥήξεις δὲ νεφῶν καὶ
ἀστραπῆς ἀποτελεστικὸν σχηματισμόν , ὕστερον δὲ τὸ πνεῦμα ἀνειλούμενον τὸν βόμβον ἀποτελεῖν τοῦτον : καὶ κατ ' ἔμπτωσιν δὲ ἀμφοτέρων
6092546 ἀλεεινων
) Ὅμηρος λέγει : “ ὃν θυμὸν κατέδων πάτον ἀνθρώπων ἀλεείνων ” . πάτος λέγεται καὶ ἡ τροφή , ὅθε
μὲν ἀλλήλοις ἠχεῖ τὸ Ἀλήιον καὶ τὸ ἀλᾶτο καὶ τὸ ἀλεείνων , ἀλλὰ τὸ μέν ἐστι τόπου ὄνομα , τὸ
6089476 Σαλμωνεα
τοὺς θεοὺς πάντας ἀπέρριψεν ἀπὸ τοῦ θεσπεσίου βηλοῦ καὶ τὸν Σαλμωνέα ἀντιβροντῶντα πρῴην κατεκεραύνωσε καὶ τοὺς ἀσελγεστάτους ἔτι καὶ νῦν
πη ἔχει ; ἢ οὐχ ὁρᾷς , ὡς οὐδὲ τὸν Σαλμωνέα εἴκασαν οἱ ποιηταὶ αὐτῷ , καίτοι κερανοὺς ἀφιέντα ,
6074619 κενεωνα
Περὶ δὲ τὰς πεντεκαίδεκα , ἀλγήματα γαστρὸς κατὰ σπλῆνα καὶ κενεῶνα ἀριστερόν : θερμῶν προσθέσιες ἧσσον ἢ ψυχρῶν ξυνέφερον :
Περὶ δὲ τὰς πεντεκαίδεκα γαστρὸς ἄλγημα κατὰ σπλῆνα καὶ κατὰ κενεῶνα ἀριστερόν : θερμῶν προσθέσιες ἧσσον ἢ ψυχρῶν προσωφέλεον :
6062590 ἀμιων
αὐτό . ληʹ . σαλπῶν . λθʹ . γλαύκων , ἀμιῶν , καλλιχθύων . μʹ . τραχούρων , μελανούρων .
. ἠδ ' : καὶ , τὴν ἀδιάσπαστον συμπλοκὴν τῶν ἀμιῶν πρὸς τὸν δελφῖνα . Ἀργαλέων : λυπηρῶν . ἁρπαλέων
6061276 φυγεθλον
ἀδένος , ὥσπερ δῆτα τοῦ αὐτοῦ ἀδένος τὸ φλεγμονῶδες , φύγεθλον λέγεται . Περὶ δὲ δοθιῆνος ταῦτ ' εἰπεῖν ἔνεστιν
καθίσταται : γίνεται δὲ ἀπὸ φλέγματος καὶ καλοῦσιν αὐτό τινες φύγεθλον : θεραπεύεται δὲ ἐὰν σπόγγον βρέξαντες εἰς θαλάσσιον ὕδωρ
6050668 λατριον
τοὺς Μολιονίδας ὁ Ἡρακλῆς ἵν ' εἰσπράξηται τὸν Αὐγείαν . λάτριον δὲ μισθὸν τὸν ἀντὶ τῆς λατρείας καὶ ὑπηρεσίας .
τοῦ ἀπαιτητικῶς ἀπῄτει καὶ ἐζήτει τῷ Αὐγέᾳ τὸν μισθὸν τὸν λάτριον , τὸν ὑπέρβιον καὶ τὸν πολὺν ἑκὼν καὶ βουλόμενος
6050452 σπιλαδων
πελάσαντα , πάλλεται ὀρχηστῆρι πανείκελος , ὄφρα ἑ πόντου προπροκυλινδόμενον σπιλάδων ἄπο χεῦμα σαώσῃ . Οἱ δὲ καὶ ἐν πέτρῃσι
σακὸς δ ' εὐίερος περιδέδρομεν , ἀέναον δέ ῥεῖθρον ἀπὸ σπιλάδων πάντοσε τηλεθάει δάφναις καὶ μύρτοισι καὶ εὐώδει κυπαρίσσῳ ,
6022547 ληθαργον
αἱ ἐκ ῥινῶν αἱμορραγίαι πολλάκιϲ καὶ φρενῖτιν , οὐ μέντοι λήθαργον ἢ περιπνευμονίαν . Ὅτι καὶ δι ' αἱμορροΐδων καὶ
καὶ ψύξεως . ἐὰν οὖν φλεγματικὸς ᾖ μόνον ὁ τὸν λήθαργον ἐργαζόμενος χυμὸς , ὁ γνήσιος λήθαργος γίνεται καὶ πάντα
6019505 ἀνθιαν
τὸ θήραμα μαρτυρόμενοι . οἳ δὲ οὐ τοῦτον ἀλλὰ τὸν ἀνθίαν νομίζουσιν ἱερόν . τὸ δὲ αἴτιον , ἔνθα ἂν
κατακολυμβῶσι , καλοῦντες αὐτὸν ἱερὸν ἰχθύν . τὸν δ ' ἀνθίαν τινες καὶ κάλλιχθυν καλοῦσιν , ἔτι δὲ καλλιώνυμον καὶ
6007069 ἀλεξω
: καὶ μετάγεται ὁ μέλλων , εἰς ἐνεστῶτα καὶ γίνεται ἀλεξῶ . ἐφεῖντο : ἔστιν ἕω ῥῆμα : καὶ σημαίνει
, ὁ προμαχῶν : ἐπάλαξις τὶς οὖσα : ἀπὸ τοῦ ἀλεξῶ ῥήματος : περισπώμενον : τοῦτο παρὰ τὸ ἀλέγω ἀλέξω
5995577 λαπτοντες
ζα . τὰ λάπτω οὖν δηλοῖ τὸ λίαν ἅπτεσθαι . λάπτοντες , οἷον προσκείμενοι τῷ ὕδατι . Λύρα . παρὰ
αἴγλη μαρμαίρεσκε διὰ κνέφας ἀίσσουσα . Οἳ δ ' ἄποτον λάπτοντες ἁλὸς πολυηχέος ἅλμην θυμὸν ἀποπνείοντες ὑπὲρ πόντοιο φέροντο .
5991698 οἰμα
Τρώεσσι κυβιστητῆρες ἔασιν . Ὣς εἰπὼν ἐπὶ Κεβριόνῃ ἥρωϊ βεβήκει οἶμα λέοντος ἔχων , ὅς τε σταθμοὺς κεραΐζων ἔβλητο πρὸς
ἐκλύσει : καὶ ἔστι κατὰ συγκοπὴν ἀπὸ τοῦ κοίμημαὡς οἴμημα οἶμα καὶ δόμημα δῶμακαὶ τροπῇ τῆς οι διφθόγγου εἰς ω
5979832 λαιμον
κρατεροῖο Πολίτου τυτθὸν ὑπὸ γναθμοῖο : πάγη δ ' ὑπὸ λαιμὸν ὀιστός : κάππεσε δ ' αἰγυπιῷ ἐναλίγκιος ὅν τ
τῷ ὄρει τρεφόμενον , καὶ ὄψει λαιμότομον , ἤγουν τὸν λαιμὸν τμηθεῖσαν , ἀπὸ τῶν ἐνταῦθα πεμπομένην πρὸς τὸ σκότος
5975187 ὑπνω
ἐρώτησις . . μὴ τοὶ μὲν καμάτῳ ἀδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνω κοιμήσωνται : ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος μὴ νοήσας τὸ
[ ] . λυσιμελεῖ τε πόσωι , τακερώτερα δ ' ὕπνω καὶ σανάτω ποτιδέρκεται : οὐδέ τι μαψιδίως γλυκήνα !
5966473 ῥοχθει
: ῥόπτρον πάγη θηρίων , τὸ ἐπιπίπτον τῆς πάγης : ῥοχθεῖ , ψοφεῖ : πόστος : τὸ ὦχρος τό τε
γὰρ πέτραι ἐπηρεφέες , προτὶ δ ' αὐτὰς κῦμα μέγα ῥοχθεῖ κυανώπιδος Ἀμφιτρίτης : Πλαγκτὰς δή τοι τάς γε θεοὶ
5965503 φαγρον
δὲ Μακηδονίῃ τε καὶ Ἀμβρακίῃ μάλα πολλαί . Σειρίου ἀντέλλοντος φάγρον Δήλῳ τ ' Εἰρετρίῃ τε κατ ' εὐλιμένους ἁλὸς
λαβεῖν λελιημένος ἰχθὺν ἠὲ μέγαν συνόδοντα ἢ ἀρνευτὴν ἵππουρον ἠὲ φάγρον λοφίην , ὁτὲ δ ' ἀγρόμενον σκιαδῆα . ΣΥΑΓΡΙΔΕΣ
5961901 ζαμενες
. Ἐν δέ : τούτοις δηλονότι , σὺν τούτοις . ζαμενές : λίαν ὀργίλον , ἄγαν ὀργίλον , ἄγριον ,
τὸν θάνατον , τὸν Ἄιδην * προσμάξηται : φέρῃται * ζαμενές : λίαν ἰσχυρῶς * κοτέουσα : ὀργιζομένη * πίσυρες
5955469 ἀω
. οὕτως Ἡρωδιανός . τὸ δὲ ἄση γέγονεν ἐκ τοῦ ἄω , τὸ βλάπτω , ἄσω ἄση . . .
. Ἀεσίφρων : ὁ μὴ διεγηγερμένας ἔχων τὰς φρένας : ἄω , τὸ κοιμῶμαι , ὁ μέλλων ἀέσω , ὅθεν
5943736 λιτι
ὥσπερ ἀπὸ τῆς ὑσμίνῃ δοτικῆς κατὰ μεταπλασμὸν ὑσμῖνι καὶ λιτῷ λιτί . τὸ δὲ ἀϊδής τὸ ἐπίθετον ὀξύνεται , τὸ
τοῦ τὸ λιτὸν τοῦ λιτοῦ τῷ λιτῷ καὶ κατὰ μεταπλασμὸν λιτί , ὡς ἀπὸ τοῦ ὁ κλάδος τοῦ κλάδου τῷ
5943603 Τεβεριν
γὰρ ἐκ τῆς Ῥώμης περὶ δείλην ὀψίαν καὶ διαβὰς τὸν Τέβεριν οὐ μακρὰν ἀποσχὼν τῆς πόλεως κατεστρατοπέδευσεν : ἔπειτ '
. ταῦτ ' ἐπικυρώσαντες ἐξῆγον τὰς δυνάμεις καὶ διαβάντες τὸν Τέβεριν ἀγχοῦ Φιδήνης τίθενται τὰ ὅπλα . γενόμενοι δὲ τῆς
5943163 Μιμαντα
' Ἀμφιμέδοντα , Δαμαστορίδην δ ' Ἀγαμέμνων , Ἰδομενεὺς δὲ Μίμαντα , Μέγης δ ' ἕλε Δηιοπίτην . Υἱὸς δ
' ἀμφοτέροισι κεάσθη : αὐτὸς δ ' Ἰτυμονῆα πελώριον ἠδὲ Μίμαντα , τὸν μὲν ὑπὸ στέρνοιο θοῷ ποδί , λὰξ
5937231 φυσωντα
: ὑγρόν πυός : πρωτόγαλον ἀθρῶν : σκοπῶν οἰδαίνοντα : φυσῶντα εὐθύνας : τιμωρίας , δίκας ἀμύλους : πλακοῦντας ἐμπολῶ
κέλητα παρακελητιεῖ , ἅρματα δ ' ἐπ ' ἀλλήλοισιν ἀνατετραμμένα φυσῶντα καὶ πνέοντα προσκινήσεται : ἕτεροι δὲ κείσονταί γ '
5919601 Λοξον
ἓξ ὡρῶν ποιεῖται τὴν νύκτα , οὐ δύεται δέ . Λοξόν , ὥστε μὴ καταδύεσθαι , ὅτι περὶ τοῦτο κυκλοτερὴς
ἓξ ὡρῶν ποιεῖται τὴν νύκτα , οὐ δύεται δέ . Λοξόν , ὥστε μὴ καταδύεσθαι , ὅτι περὶ τοῦτο κυκλοτερὴς
5915987 πατταλῳ
ἀλλὰ καὶ τὸν καταπαγέντα ἐκκροῦσαι πλήξαντα κατὰ τὴν κεφαλὴν ἑτέρῳ παττάλῳ : ὅθεν καὶ ἡ παροιμία ἥλῳ τὸν ἧλον ,
παττάλῳ : ὅθεν καὶ ἡ παροιμία ἥλῳ τὸν ἧλον , παττάλῳ τὸν πάτταλον . ἔνιοι δὲ τῶν Δωριέων ποιητῶν τὸν
5915834 λευγαλεον
ἄρα καὶ ὧς καὶ πόλεμον δείδοικα πικρὸν καὶ κῦμα θαλάσσης λευγαλέον : ναῦται γὰρ ἀεὶ σχεδόν εἰσιν ὀλέθρου . Ἀλλὰ
ἀασάμην φρεσὶ λευγαλέῃσι πιθήσας : ἡ διπλῆ ὅτι οἱ νεώτεροι λευγαλέον τὸ δίυγρον ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως : νῦν δέ με
5905169 ὑδρωπα
οὐ γὰρ τὸ ἐν τῇ κοιλίῃ τῇ κάτω ἁλιζόμενον ὑγρὸν ὕδρωπα καλέομεν , ἐπεὶ οὐδὲ τὸ πάθοϲ τῇδέ ἐϲτι :
τις τὸν ὑδρωπικὸν βουλόμενος παῦσαι τοῦ δίψους , τὸν μὲν ὕδρωπα μὴ θεραπεύοι , κρήνας δὲ καὶ ποταμοὺς αὐτῷ παρασκευάζοι
5904064 ὑπεζωκοτα
Ἐλάττω τούτων δὲ ὅσα δρᾷ τε τὸν ἐγκέφαλον καὶ τὸν ὑπεζωκότα ὑμένα καὶ τὴν κοιλίαν , τοὺς τοιαῦτα πάσχοντας ἀλλοιοῦται
καὶ τὰ ὑπὸ τὸν θώρακα σπλάγχνα . ὅν τινα καὶ ὑπεζωκότα καλοῦμεν . ναʹ . Ἧπάρ ἐστιν οὐσίᾳ φλεβῶδες καὶ
5900304 βρωμη
γυναικῶν : ζωμὸς ἀποσσεύει δὲ μιαιφόνα φάρμακα φώτων δαισαμένων , βρώμη δὲ πέλει χαριεστάτη ἄλλων εἰναλίων μερόπεσσι μετὰ σκάρον ἰχθυμέδοντα
: παρὰ τὸν βρώσω μέλλοντα γίνεται βρῶμα καὶ βρῶσις καὶ βρώμη , ὡς κωλύσω κωλύμη καὶ φιλήσω φιλήμη . σημαίνει
5896920 ῥωγαλεον
ἀπ ' ἀλλήλων : χροιή γε μὲν ἠύτε γαίης , ῥωγαλέον φορέουσα περιστιγὲς αἰόλον ἔρφος . τὴν μὲν ὅθ '
ἀραιαί , ” ῥῶσιν ἐλάμβανον . ῥωγαλέα διερρωγότα , καὶ ῥωγαλέον τὸν διερρηγμένον θώρακα : διὰ γὰρ τοῦ παρακολουθοῦντος εὔχεται
5893232 Ἀργεστην
μάρτυρας Θρασυάλκην τε καὶ τὸν ποιητὴν αὐτὸν τῶι τὸν μὲν Ἀργεστὴν τῶι Νότωι προσνέμειν ἀργεστᾶο Νότοιο , τὸν δὲ Ζέφυρον
μάρτυρας Θρασυάλκην τε καὶ τὸν ποιητὴν αὐτὸν τῶι τὸν μὲν Ἀργεστὴν τῶι Νότωι προσνέμειν ἀργεστᾶο Νότοιο , τὸν δὲ Ζέφυρον
5881787 οὐρητικον
ἵππουρις καὶ ἄγρωστις ἔτι μάλα . τὰ δὲ περὶ τὸν οὐρητικὸν πόρον διὰ κοκκίων ἢ τροχίσκων ἀδήκτως ξηραινόντων μᾶλλον ἤπερ
ἔμμηνά τε ἄγει καὶ ἐκφράϲϲει τὰ ϲπλάγχνα . Ϲίον θερμὸν οὐρητικὸν καὶ διαφορητικὸν λίθων τε τῶν ἐν νεφροῖϲ θρυπτικὸν καὶ
5878923 ἡλον
ὡς δέ τινες , ὑποσχομένης ποιήσειν ἀθάνατον , καὶ τὸν ἧλον ἐξελούσης , διαῤῥυέντος τοῦ ἰχῶρος σὺν ὅλῳ τῷ αἵματι
καρύα , οἱονδήποτε κλάδον δάκε , καὶ ξηρανθήσεται . ἢ ἧλον πεπυρωμένον εἰς τὴν ῥίζαν ἔμπηξον οἱουδήποτε δένδρου . ἢ
5878367 πετεηνων
αἴ χ ' ὁ Διόνυσος φιλῆι . ὤεα χανὸς κἀλεκτορίδων πετεηνῶν . πραύτερος ἐγών γα μολόχας . ὑγιώτερόν θήν ἐστι
θηρητῆρος , ὅς θ ' ἅμα κάρτιστός τε καὶ ὤκιστος πετεηνῶν : τῷ ἐϊκὼς ἤϊξεν , ἐπὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς
5875914 ἀλατο
. ἡ δ ' ἄρα , καλλιθέμεθλον ὅπῃ κατὰ νηὸν ἀλᾶτο , ἑσπόμενον νόον εἶχε καὶ ὄμματα καὶ φρένας ἀνδρῶν
Βελλοροφόντης ἱστορεῖται . Ἤ τοι ὁ καππεδίον τὸ Ἀλήϊον οἶος ἀλᾶτο , Ὃν θυμὸν κατέδων , πάτον ἀνθρώπων ἀλεείνων .
5875057 μαλερον
Διονυσίην δὲ νηδύν : ἁπαλῶν δ ' ὕπερθε μηρῶν , μαλερὸν τὸ πῦρ ἐχόντων , ἀφελῆ ποίησον αἰδῶ Παφίην θέλουσαν
κομίζων ἤμασι μὲν πρώτοισι βορῆς ἀπόπαστον ἐρύκει , πήματος ἀμβλύνων μαλερὸν σθένος , αὐτὰρ ἔπειτα τυτθὰ βορῆς ὤρεξε νοσήλια ,
5872369 Νεστοριδος
ἰδέας τῶν ποτηρίων Ἀσκληπιάδης ὁ Μυρλεανὸς ἐν τῷ περὶ τῆς Νεστορίδος φη - σὶν ὅτι δύο πυθμένας ἔχει , ἕνα
. Ἀσκληπιάδης δ ' ὁ Μυρλεανὸς ἐν τῷ περὶ τῆς Νεστορίδος φησὶν ὅτι τῷ σκύφει καὶ τῷ κισσυβίῳ τῶν μὲν
5866164 ὀϲχεον
τῆϲ ἥβηϲ εὐθυτενῆ τὴν διαίρεϲιν παρέχοντεϲ παράλληλον τῇ διχοτομούϲῃ τὸν ὄϲχεον γραμμῇ διαιροῦντεϲ τέωϲ τὸν ἐλυτροειδῆ . ἐν ἐπιγενητῷ δὲ
δὲ τοῦτον τὸν τρόπον : ψιλώϲαντεϲ τὴν ἥβην καὶ τὸν ὄϲχεον , εἰ μὴ παῖϲ ᾖ , κατακλίνομεν αὐτὸν ὕπτιον
5864864 κινυγμα
πεπονθὼς τοῖς ἐχθροῖς . : κίνυγμα ] Εἴδωλον . : κίνυγμα : Τὸ κίνημα : καὶ ἔστι πρωτότυπον τὸ κινῶ
τοῦ κινύω παράγεται τὸ κινύσσω : ἀφ ' οὗ καὶ κίνυγμα , τὸ ἀέριον εἴδωλον : κατὰ τὸ αἰθύσσω ,
5859650 λειριον
τοῦ σπέρματος φανερῶς , οἷον ὅ τε ἀνθέρικος καὶ τὸ λείριον καὶ τὸ φάσγανον καὶ ὁ βολβός . Ἀλλ '
τὸν διὰ τοῦ η γραφόμενον , καὶ τοῦ παρὰ τὸ λείριον , ὃ γράφεται μὲν διὰ διφθόγγου κατὰ τὴν ἄρχουσαν
5850869 κοκκυγα
τέταρτον ἐπίκειται κατὰ τὸ πέρας ὀστοῦν ἕτερον , ὃ καλοῦσι κόκκυγα . διαλυθέντων δ ' ὑφ ' ἑψήσεως ἁπάντων ,
τοὺς σκληροσάρκους , οἷον ὀρφὸν , γλαῦκον , κηρίδα , κόκκυγα καὶ ὀκτάποδα καὶ σηπίας , καὶ τῶν ὀστρακοδέρμων ἀστακοὺς
5843124 Ἰρον
ὃ καὶ μεταμώνια βάζεις . [ ἦ ἀλύεις , ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην ; ” ] ὣς ἄρα φωνήσας
πτωχοῦ δὲ περιθέμενος ῥάκη καὶ προσαιτῶν καὶ τῇ πρὸς τὸν Ἶρον πάλῃ τὸ σόφισμα συσκιάζων ἀπατήσας τοὺς οἴκοι μνηστῆρας ;
5843009 βρομον
λέγειν καὶ χρεμετισμοὺς ἵππων καὶ φριμαγμοὺς τράγων , πυρός τε βρόμον καὶ πάταγον ἀνέμων καὶ συριγμὸν κάλων καὶ ἄλλα τούτοις
: παρὰ τὸν βρόμον ἦχος . ἐγὼ οὖν νομίζω τὸν βρόμον παρὰ τὸ βρέμω εἶναι . . . . βρενθύεται
5841311 ἐλουμεν
, ἢ ἀπὸ τοῦ ἐλούομεν κατὰ συγκοπήν . Ἀττικὸν τὸ ἐλοῦμεν ἀντὶ τοῦ ἐλούομεν , καὶ κατὰ συγκοπὴν ἐλοῦμεν .
, τοῖς ἐκεῖ ἀφικνουμένοις θεραπευθῆναι . Θ . ἔπειτ ' ἐλοῦμεν : Ἀπὸ τοῦ λόω , ἢ ἀπὸ τοῦ ἐλούομεν
5837414 καλυψεν
καὶ Μενελάῳ ἀρνυμένω : τὼ δ ' αὖθι τέλος θανάτοιο κάλυψεν . οἵω τώ γε λέοντε δύω ὄρεος κορυφῇσιν ἐτραφέτην
ἕλετ ' αἰγίδα θυσσανόεσσαν μαρμαρέην , Ἴδην δὲ κατὰ νεφέεσσι κάλυψεν , ἀστράψας δὲ μάλα μεγάλ ' ἔκτυπε , τὴν
5837113 ὁρμᾳν
. Εἴωθε δὲ πολλάκις τὸ ἔλαιον οὐκ εἰς ἔμετον μόνον ὁρμᾷν . Τοῦτο ποιεῖ διὰ τὴν ἐπιμιξίαν τῶν ἄλλων τῇ
κεῖσθαι τὴν βόσιν ἢ παρὰ τὸ κίειν τὸ πορεύεσθαι καὶ ὁρμᾷν : ἡ εἰς τὸ κίειν καὶ ἱέναι βόσιν ἔχουσα
5835984 δωριον
εἶναι . ὁ δὲ ὡς τόπος φωνῆς , ὅταν λέγωμεν δώριον ἢ φρύγιον ἢ λύδιον ἢ τῶν ἄλλων τινά .
. ἁπλῶς γὰρ τοὺς τρεῖς τοὺς ἀρχαιοτάτους , καλουμένους δὲ δώριον καὶ φρύγιον καὶ λύδιον παρὰ τὰς ἀφ ' ὧν
5828812 ὁλκῳ
' ἂν Κρόνος εἰς Ἀφροδίτην λαμπάζῃ , σελάεσσι φλογὸς βαρυβάμονος ὁλκῷ , Ἄρης δ ' αἰθαλόεις παρέῃ σὺν τοῖσι διωγμοῖς
βασανίζει . τίς οὖν ἡ βάσανος ; καθεῖναί τι δέλεαρ ὁλκῷ κεχρημένον δυνάμει , δόξαν ἢ πλοῦτον ἢ ὑγείαν σώματος
5828426 ἠϊε
ἔχε ποιμένι λαῶν . Πείσανδρος δ ' ἰθὺς Μενελάου κυδαλίμοιο ἤϊε : τὸν δ ' ἄγε μοῖρα κακὴ θανάτοιο τέλος
παράγωγον βῆμι καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν βίβημι , ἔνθεν τὸ „ ἤϊε μακρὰ βιβάς „ , βάτρον τι γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα
5828223 ἑλκ
αἰχμή . καὶ τό γε χειρὶ λαβὼν εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων ἕλκ ' ἐπὶ οἷ μεμαὼς ὥς τε λίς , ἐκ
ὃν ἐνεβάλλοντο , καθά φασιν οἱ γλωσσογράφοι . Δίφιλος Συνωρίδι ἕλκ ' ἐς μέσον τὸν φιμὸν , ὡς ἂν ἐμβάλῃ
5821624 ἐλλοπα
Ἀνθίαν : ἀνθίαν τινὲς καὶ κάλλιχθυν καλοῦσι καὶ καλλιώνυμον καὶ ἔλλοπα . , . , . * . . Ἄνθρωπος
οἳ δὲ τὴν φιλοτησίαν οὐκ ἀναίνονται . Τὸν ἰχθὺν τὸν ἔλλοπα ἱερὸν ἰχθὺν ὑπὸ τοῦ ποιητοῦ κληθῆναι νομίζουσι . λέγει
5819393 οἰχνω
εἰσοιχνεῦσι ] εἰσπορεύονται , κατοικοῦσι . . ἀπὸ τοῦ οἴχω οἰχνῶ , ὥσπερ καὶ ἵκω ἱκνῶ . . σχῆμα τὸ
χεύω , ἀφ ' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . . , : τὸ
5814862 Παρνηθ
ὦ πονηρέ μ ' ἐξορίζεις ὡσπερεὶ κλιντήριον ; Ἐς τὴν Πάρνηθ ' ὀργισθεῖσαι φροῦδαι κατὰ τὸν Λυκάβηττον . Κείσεσθον ,
οὐκ ἐῶν κακὸν τὸν οὐχὶ τοιοῦτον δοκεῖν . ἐς τὴν Πάρνηθ ' ὀργισθεῖσαι φροῦδαι κατὰ τὸν Λυκαβηττόν μηδὲ στέψω κοτυλίσκον
5810023 ἀνις
! ! ! ! ! ! ] ! ! κῶς ἄνις ? [ αὐλῶν ] [ ζητεῖ ] διὰ τίνα
κακῶν καὶ ἐπὶ ἀγαθῶν , εἰς κεφαλὴν τρέποιτο σήν . ἄνις τῶ ] χωρὶς τοῦ . Γ παίειν ἐφ '
5803357 προβλητι
οὖν ἰχθύν τις παρὰ τῷ ποιητῇ ἕλκει : ἀκτῇ ἐπὶ προβλῆτι καθήμενος ἱερὸν ἰχθύν , εἰ μὴ ἄλλος τίς ἐστιν
πρώτας ἐν γαίῃ θέσαν . ” ὅταν δὲ λέγῃ “ προβλῆτι σκοπέλῳ , ” ἑτέρως ἀκουστέον , τῷ προβεβλημένῳ φυσικῶς
5801195 ῥεειν
: ἔνθα πρὶν ἱερὸν ἦν Κρόνου . διὰ τὸ πλησίον ῥέειν τῆς Πίσης . μεγαλόῤῥουν . * Κρητικόν . Ἴδη
. Πιάδες γὰρ αἱ αὐτοῦ γραμμαὶ λέγονται . Παρὰ τὸ ῥέειν τὴν αὐτοῦ γραμμὴν κάτω . Παρὰ τὸ κεῖσθαι αὐτῷ
5800924 ῥιπταζω
τοῦ ἀλάσκω , ἀλασκάζω , ὡς ἀκούω ἀκουάζω , ῥίπτω ῥιπτάζω . τὸ δὲ ἀλασκάζω Ἰονικῇ τροπῇ τοῦ α εἰς
ἠπεδανός . ἐκ δὲ τοῦ ἠλάσκω ἠλασκάζω , ὡς ῥίπτω ῥιπτάζω . . . , : ἠλάσκουσαι : παρὰ τὸ
5797172 συνεγγισμον
. „ Τούτων δὲ τὰ μὲν ἄλλα , ἐπεὶ κατὰ συνεγγισμὸν εἴρηται , οὐκ ἂν διστάζοιτο . ὁ δὲ καλούμενος
ἕνεκεν τοῦ σπανίου καὶ ἀδιαβεβαιώτου τῆς ἱστορίας ὁλοσχερέστερον ἐπιλελογίσθαι κατὰ συνεγγισμὸν τῶν πρὸς τὸ ἀξιοπιστότερον εἰλημμένων θέσεων ἢ σχηματισμῶν ,
5795560 πνεειν
αὐτῇ διαίτῃ χρέεσθαι . Μετὰ δὲ ταῦτα ὥρη ἤδη ζέφυρον πνέειν , καὶ μαλακωτέρη ἡ ὥρη : χρὴ δὴ καὶ
. τῇ κϚʹ τοῦ Ἰουλίου , οἱ ἐτησίαι ἄνεμοι ἄρχονται πνέειν . τῇ λʹ τοῦ Ἰουλίου , ὁ λαμπρὸς ἀστὴρ
5791127 φιλοτητ
περὶ κῆρι φίλει Ζεύς τ ' αἰγίοχος καὶ Ἀπόλλων παντοίην φιλότητ ' . οὐδ ' ἵκετο γήραος οὐδόν . †
, ἁβρὲ κύπασσι , τὸν Ὀμφάλη ἥ ποτε Λυδὴ λυσαμένη φιλότητ ' ἦλθεν ἐς Ἡρακλέους : ὄλβιος ἦσθα , κύπασσι
5790120 δευθεν
ὀφθαλμὸν ἐγχυματίϲομεν καὶ ἐπιθέντεϲ ἔξω ἔριον λεκίθῳ ᾠοῦ ϲὺν ῥοδίνῳ δευθὲν ἐπιδήϲομεν ϲυνεπιδέοντεϲ καὶ τὸν ὑγιῆ διὰ τὸ μὴ ϲυγκινεῖϲθαι
ἢ οἰνανθίνῳ ἐλαίῳ ἢ μηλίνῳ . ῥυπαρὸν δ ' ἔριον δευθὲν τῷ ἐλαίῳ ἐπιτιθέϲθω καὶ ϲυνεχέϲτερον νεαροποιεῖϲθαι τῷ βρέγματι .
5786222 πασσαλοφιν
. ἣ παραλαμβανομένη ποικίλας ἔχει τὰς προθέσεις προσιούσας , ἐκ πασσαλόφιν , ἀπὸ χαλκόφιδιὸ . καὶ ἐν παραγωγῇ μόνον κατὰ
[ προσκεφαλαίου ] . Χία δὲ κύλιξ ὑψοῦ κρέμαται περὶ πασσαλόφιν . ῥάβδον δ ' ὄψει τὴν κοτταβικὴν ἐν τοῖς
5782398 τιτθον
τὴν πολιάν , ὀλοφυρομένης δὲ τῆς μητρὸς καὶ προϊσχομένης τὸν τιτθόν , ὅν , ἡνίκα παιδίον ἦν Ἕκτωρ , ἔφη
τεκμηράμενος ὅσον τὸν μαζὸν ἐκχωρήσει , καὶ οὕτως ἐντιθέναι τὸν τιτθόν : ἢν δὲ διαπύῃ , ἄμεινον τάμνειν , καὶ
5781938 Βορεης
ἢ παρὰ τὸ ἄω , τὸ πνέω , οἷον : Βορέης [ καὶ ] Ζέφυρος , τώ τ ' ἐκ
, φωτὸς δ ' ἀπενόσφισαν αὐγάς . Αὐτὰρ ἐπεὶ ζαμενὴς Βορέης στροφάδεσσιν ἀέλλαις ἁρπάξας ἐκύλινδεν διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλας
5781181 ἀλαλησθε
ὑγρὰ κέλευθα ; ἦ τι κατὰ πρῆξιν , ἦ μαψιδίως ἀλάλησθε οἷά τε ληιστῆρες ὑπὲρ ἅλα , τοί τ '
' ὑγρὰ κέλευθα ; ἦ τι κατὰ πρῆξιν ἦ μαψιδίως ἀλάλησθε , οἷά τε ληϊστῆρες , ὑπεὶρ ἅλα ; τοί
5779062 ἀϊδηλον
ἐν νηυσὶ γλαφυρῇσι φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν . Ἠΰτε πῦρ ἀΐδηλον ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην οὔρεος ἐν κορυφῇς , ἕκαθεν δέ
φασι γένος φράσσασθαι ὀνίσκου , ἀλλ ' ἔτι τοῦτ ' ἀΐδηλον ἐν ἀνθρώποισι τέτυκται . Εὖτ ' ἂν δ '
5778159 δοθιην
τὸ σκόροδον . παίζων οὖν παρεικάζει αὐτῷ τὸν πατέρα . δοθιὴν δὲ φῦμα . . . ἐοικός . σαυλοπρωκτιᾶν :
σειρήν : τιβήν : πυθμήν : ἀτμήν : σεσημείωται τὸ δοθιὴν διὰ καθαροῦ τοῦ ην ἐκφερόμενον : καὶ τὸ Ἔγκτην
5778051 φρυγιον
γὰρ τοὺς τρεῖς τοὺς ἀρχαιοτάτους , καλουμένους δὲ δώριον καὶ φρύγιον καὶ λύδιον παρὰ τὰς ἀφ ' ὧν ἤρξαντο ἐθνῶν
ὁ δὲ ὡς τόπος φωνῆς , ὅταν λέγωμεν δώριον ἢ φρύγιον ἢ λύδιον ἢ τῶν ἄλλων τινά . εἰσὶ δὲ
5776136 πρασσοιτο
καταστάς , οὐδὲ γὰρ ἐπαίνου ἀπείχετο , ὁπότε τι ὑγιῶς πράσσοιτο , καταβὰς δὲ ἐς Πειραιᾶ ναῦς μέν τις ὥρμει
Ὡς Αὐγέαν λάτριον ] ὁ νοῦς : ὡς καὶ ὅτι πράσσοιτο ἀντὶ τοῦ ἀπαιτητικῶς ἀπῄτει καὶ ἐζήτει τῷ Αὐγέᾳ τὸν
5775049 Ἑλικωνιον
. ἔστι δὲ καὶ Ὁμήρῳ πεποιημένα ἐς Ἑλίκην καὶ τὸν Ἑλικώνιον Ποσειδῶνα . χρόνῳ δὲ ὕστερον Ἀχαιοῖς τοῖς ἐνταῦθα ,
? ? ! ! ! [ [ ] ! ! Ἑλικώνιον ? ? ? ! ! ! [ ! ]
5770616 κοκκυγος
ἐπιάλτην ἐρρεντι ἐσύνηκε εὐρυδάμαν ϝρῆξις κάλιον κατώρης Κήτειος Κίκις κίνδυνι κόκκυγος κότυλοι μετρῆσαι ἐπὶ τοῦ ἀριθμῆσαι ΝΕΡΗ οἱ . .
: κοκκύζειν ⌈ γὰρ [ δὲ Γ ] ἐπὶ τοῦ κόκκυγος . Γ θἠρῷον : τὸ ἱερὸν τοῦ ἥρωος Λύκου
5769666 σιδηριον
πλημνόδετον ἢ θώραξ . τὸ δ ' ἐντὸς τῆς πλήμνης σιδήριον , ὃ τρίβει τὸν ἄξονα , γάρνον ἢ δέστρον
. Λακεδαίμων : Ἔστι καὶ . . . τὸ Λακωνικὸν σιδήριον : στομωμάτων γὰρ τὸ μὲν Χαλυβδικὸν , τὸ δὲ
5766589 ταρταρον
αὐτίχ ' ὁ μὲν ποταμόνδε καθήλατο , τύψε δὲ κώλοις τάρταρον ἰλυόεσσαν , ἄφαρ δ ' ἐφορύξατο γυῖα πηλῷ ,
χάλκεος ἄκμων ἐκ γαίης κατιών , δεκάτῃ κ ' ἐς τάρταρον ἵκοι . τὸν πέρι χάλκεον ἕρκος ἐλήλαται : ἀμφὶ
5764187 ἐχεσκεν
αὔει , τρηχὺν ὑπάρπεζον θαλάμην ὀλιγήρεα τεύχων ἔνθ ' εἰλυθμὸν ἔχεσκεν ἐπεί τ ' ἐκορέσσατο φορβῆς . μήκει μὲν ποδὸς
ἀστεμφέως ἐχέμεν μᾶλλόν τε πιέζειν : : ἀλλ ' ἀστεμφὲς ἔχεσκεν , ἀΐδρεϊ φωτὶ ἐοικώς : παρὰ τὸ στέμβω ,
5761880 ὀχθησας
' οὗ τὸ ἤχθημα καὶ ἀπήχθημαι , καὶ ἠχθέσθην . ὀχθήσας οὖν ἀντὶ τοῦ ἀχθεσθείς . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ
τις αὐτῷ Ἀργείων παρέμεινεν , ἐπεὶ φόβος ἔλλαβε πάντας : ὀχθήσας δ ' ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν :
5758760 ἐξηπτεν
τέτρηνε τένοντε ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης , βοέους δ ' ἐξῆπτεν ἱμάντας , ἐκ δίφροιο δ ' ἔδησε : κάρη
τὸ σημαῖνον τὸ δεσμῶ , οἷον : βοέους δ ' ἐξῆπτεν ἱμάντας . τὸ δὲ σημαῖνον τοῦ τροχοῦ τὸ ξύλον
5757419 ἀλιω
+ . ἀλίωσεν : ἐκ τοῦ ἄλιον γίνεται περισπώμενον ῥῆμα ἀλιῶ ἀλιώσω ἠλίωσα , συστολῇ Ἰωνικῇ τοῦ η εἰς α
+ . ἀλίωσεν : ἐκ τοῦ ἄλιον γίνεται περισπώμενον ῥῆμα ἀλιῶ ἀλιώσω ἠλίωσα , συστολῇ Ἰωνικῇ τοῦ η εἰς α
5753443 πρηστηρα
ὅταν δὲ ἄθρουν ἐκπέσῃ τὸ πνεῦμα καὶ ἧττον πεπυρωμένον , πρηστῆρα γίνεσθαι : ὅταν δ ' ἔτι ἧττον ᾗ πεπυρωμένον
, βίαιον καὶ πνευματώδη ἢ πνεῦμα καπνῶδες ἐρρωγότος νέφους : πρηστῆρα δὲ νέφος περισχισθὲν πυρὶ μετὰ πνεύματος . σεισμοὺς δὲ
5751586 δυσιας
δὲ περιστρέφεται πύματον πόντον τε καὶ αἶαν φαίνων ἀντολίας , δύσιάς θ ' ὑπὸ βένθεσι κεύθων , ὅς ῥά θ
ἱδρυμένα ἑστία θεῶν ὦρός τε ὄρφνας καὶ ἀῶς γίνεται , δύσιάς τε καὶ ἀνατολὰς γεννῶσα κατ ' ἀποτομὰς τῶν ὁριζόντων
5748740 νεοσσον
οἱ ὑμένες περιῤῥήγνυνται , καὶ ὁκόταν ἡ ὄρνις αἴσθηται τὸν νεοσσὸν κινηθέντα ἰσχυρῶς , κολάψασα ἐξέλεψεν : καὶ ταῦτα ξυμβαίνει
μᾶζαν μαλθακὴν ἢ ἄρτου τὸ ἐντός : ὄψον δὲ ἐσθιέτω νεοσσὸν ἀλεκτορίδος δίεφθον ἐζωμευμένον κρομμύῳ καὶ κοριάνῳ καὶ τυρῷ καὶ
5743261 μιτρῃ
ἀλύων . τόρρ ' ἥγ ' ἐξανελοῦσα , θυώδεϊ κάτθετο μίτρῃ ἥ τέ οἱ ἀμβροσίοισι περὶ στήθεσσιν ἔερτο . ἐκ
διπλῆ . . . νείατον ἐς κενεῶνα , ὅθι ζωννύσκετο μίτρῃ : ἡ διπλῆ , ὅτι κατὰ τὰ κοῖλα μέρη
5737795 κεχυμεναι
ὅσον ἡ κεφαλὴ ἴσχυσε χωρῆσαι μέγεθος φωνῆς . χαῖται αἱ κεχυμέναι κόμαι . χαλκίς ὁτὲ μὲν ὄνομα πόλεως , “
τὸ στόμ ' ἐπέτοντο ἀντιβολοῦσαι καταπιεῖν , ὑπὸ μυρρίναισι κἀνεμώναις κεχυμέναι . τὰ δὲ μῆλ ' ἐκρέμαντο τὰ καλὰ τῶν
5737594 κινυω
ἐστι κατὰ νοῦν κινούμενος καὶ λογιζόμενος . ἐκ δὲ τοῦ κινύω παράγεται τὸ κινύσσω , ἀφ ' οὗ καὶ κίνυγμα
κίνημα , καὶ ἔστι πρωτότυπον τὸ κινῶ , ἐξ οὗ κινύω καὶ κίνυμι : τὸ δὲ κίνυμα ποιὰ φωνὴ ἐν
5737249 βουπληγα
κόγχῳ Ἑλλήνων ἡ πᾶς ' ἀπερισσοτρύφητος ὀϊζύς . ἠὲ βαρὺν βουπλῆγα τομώτερον ἢ Λυκόοργος , ὅς ῥα Διωνύσου ἀρρυθμοπότας ἐπέκοπτεν
καὶ ἠνέσχετο ὁ Ζεύς . λαβὼν οὖν ὁ Ἥφαιστος τὸν βουπλῆγα , τέμνει τὴν κεφαλὴν τοῦ Διός . καὶ ἐξέρχεται
5735091 ϲταφυλη
ἀναθλίβεται ξυμπαθείῃ τῶν παριϲθμίων . γηραιοῖϲι ὁ κίων ξυνήθηϲ , ϲταφυλὴ δὲ νέοιϲι καὶ ἀκμάζουϲι : πολύαιμοι γὰρ καὶ ἐπιφλεγμαίνει
ϲῶμα ϲτερρὸν μεϲηγὺ τῶν παριϲθμίων κίων καὶ γαργαρεὼν καλέεται : ϲταφυλὴ γὰρ πάθεόϲ ἐϲτι οὔνομα . νεῦρον δέ ἐϲτι ἡ
5731388 Προκυνα
ζώνη τόν τε Πρόκυνα καὶ τὸν Κύνα , τὸν μὲν Πρόκυνα χωρίζουσα πρὸς ἀνατολὰς ὅλον οὐκ ὀλίγῳ ἐκτὸς τοῦ γάλακτος
τῷ Τοξότῃ φασὶν ἀντικαταδύνειν τήν τε Ἀργὼ ὅλην καὶ τὸν Πρόκυνα , συνανατέλλειν δὲ τόν τε Ὄρνιθα , καὶ τὸν

Back