δ ' Ἐρυθραῖόν τε καὶ Αἰθιόπιον . Ἴσως διὰ τὸ πυροῦσθαι μᾶλλον ὑπὸ τοῦ ἡλίου τὸ κλίμα . Ἀμέλει καὶ
. . . Ἀριστοτέλης ἐκ πέμπτης οὐσίας τὸν ἥλιον . πυροῦσθαι δὲ τὸν ἀέρα καὶ σφόδρα γίνεσθαι θερμὸν ἀνίσχοντός τε
7178910 Σινηπι
τύλιξον τὸ αἰδοῖον . [ Πρὸς λεπριῶντας ὄνυχας . ] Σίνηπι καὶ ἡδύοσμον ἕψει μετ ' ὄξους καὶ τίθει .
σαρκὶ ἀπουλοῖ . [ γʹ . Πρὸς ὑπώπια . ] Σίνηπι λεῖαν κηρωτῇ ἀναλαβὼν ἐπιτίθετι . ἄλλο . ὄστρακα τῆς
7168369 λευκαινεσθαι
ἀπεφαίνετο τὴν εἱμαρμένην . . , . . ἀπὸ τοῦ λευκαίνεσθαι πάντα φωτίζοντος ἡλίου . . . , , .
ἐφεξῆς αἱ κινήσεις , ἐπεὶ πῶς ἂν εἴη πέρας τοῦ λευκαίνεσθαι καὶ μελαίνεσθαι ἓν καὶ ταὐτό ; οὔτε γὰρ τὸ
7115154 σισυς
. σισυρνοδῦται : διαφέρει σίσυς , σισύρα καὶ σίσυρνα . σίσυς μὲν γὰρ λέγεται πᾶν εὐτελὲς ἱμάτιον , σισύρα δὲ
ἥντινα Σιμωνίδης ὑποκοριστικῶς εἶπε σίσυν παχείην . σισυρνοδῦται : διαφέρει σίσυς , σισύρα καὶ σίσυρνα . σίσυς μὲν γὰρ λέγεται
7043343 ταρασσομενον
τὸν δυνάμενον , τὸν σχολάζοντα : τὸν δὲ τρέμοντα καὶ ταρασσόμενον καὶ ῥηγνύμενον ἔσωθεν τὴν καρδίαν ἄλλῳ τινὶ δεῖ προσευκαιρεῖν
ὀρρόμενον ] διεγειρόμενον . ὀρρόμενον ] κινούμενον . ὀρρόμενον ] ταρασσόμενον , διεγειρόμενον , φερόμενον . θ ὀρρόμενον ] ἐπερχόμενον
6969966 ἀρουραιοι
οἱ ὑπὸ τὸν ὄροφον καὶ τοὺς κεράμους διατρίβοντες , ὡς ἀρουραῖοι οἱ ἐν ταῖς ἀρούραις . ἡλιαστὴς ὀροφίας ] τοῦτο
καὶ τὴν γαλῆν δέδιε : δειλοὶ δέ εἰσι καὶ οἱ ἀρουραῖοι . οἵ γε μὴν θαλάττιοι μικρὸν μὲν τὸ σῶμα
6956199 θεριζεσθαι
ὕψος δὲ τοῦ φυτοῦ τετράπηχυ πολύσταχύ τε καὶ πολύκαρπον : θερίζεσθαι δὲ περὶ δύσιν πληιάδος καὶ πτίσσεσθαι ὡς τὰς ζειάς
τὸν ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου σῖτον αὐτοῖς παρακατέθετο συνθέμενος ἀπολήψεσθαι τὸν θερίζεσθαι μέλλοντα . ἀσμένως ἐδέξαντο οἱ Σικανοί . ὁ δὲ
6832196 παραλυσει
μαθημάτων , Πρὸς Πλάτωνα , Πρὸς Ἀριστοτέλην . Ἐτελεύτα δὲ παραλύσει , γενόμενος ἱκανὸς ἀνήρ . Λεοντεύς τε Λαμψακηνὸς ὁμοίως
τὸν ὄγδοον ἀνέλοι , νοῦν τὸν ἡγεμόνα τούτων Κάιν , παραλύσει καὶ τὰ ἑπτά : ῥώμῃ μὲν γὰρ τῆς διανοίας
6830789 κοτυληρυτον
τερπομένην καὶ ἀεὶ θάλλουσαν ἰάμνοις : πῖνε δ ' ἐνιτρίψας κοτυλήρυτον ὄξος ἀφύσσων ἢ οἴνης : ῥέα δ ' αὖτε
, ὡς καὶ τὸ τῶν χειρῶν κοῖλον : ὅθεν καὶ κοτυλήρυτον αἷμα τὸ ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶν ἀρυσθῆναι δυνάμενον . καὶ
6824885 καυματωδες
τὸ δὲ θέρος εὔκρατον ἔσται καὶ ὑγιεινόν : τὸ φθινόπωρον καυματῶδες . ἔσονται δὲ ἐν αὐτῷ νοσήματα , καὶ μάλιστα
συννέφελον , διάπυρον ἔμπυρον πυρῶδες , φλογῶδες , πνιγηρόν , καυματῶδες , ζέον περιζέον , φλέγον , καῖον ὑπερκαῖον ,
6823048 κροκοειδες
νυκτὶ νεώτερον Ἰφικλῆα . κροκωτόν : ἤτοι ἀπὸ τῆς χρόας κροκοειδὲς , ἢ ἀπὸ τῆς κρόκης ὑφαντόν . διηγήσομαι οὖν
, αἱ δὲ μικραὶ λαγωούς : καὶ αἱ μὲν μεγάλαι κροκοειδὲς ἔχουσι τὸ δέρμα , αἱ δὲ μικραὶ πυρρόν .
6791971 δασους
Τὸ μελαμφύλοις λέγει ἢ ταῖς δασείαις καὶ σκιὰν ὑπὸ τοῦ δάσους ποιούσαις , ἢ ταῖς μέλανα φύλλα ἐχούσαις ὑπὸ τοῦ
ἐκεῖ μυθεύουσι . τοὔνομα δὲ τῷ τόπῳ γεγονέναι ἀπὸ τοῦ δάσους : δαυλοὺς γὰρ καλοῦσι τὰ δάση . Ὅμηρος μὲν
6785574 ἐκπεμπομενον
σωμάτων καὶ πλείονά γε , ἅτινα καὶ πλεῖον ἀποτελεῖ τὸ ἐκπεμπόμενον πνεῦμα . * * ψυχρόν τε ὑπάρχον τὸ πνεῦμα
τὸ ὁρᾶν γίνεσθαι . ἀπεικάζει γὰρ διὰ τῶν ἐπῶν τὸ ἐκπεμπόμενον ἀπὸ τῆς ὄψεως φῶς τῶι διὰ τῶν λυχνούχων φωτί
6778633 τεκνοποιει
περιστερὰ μόνη τῶν πτηνῶν δι ' ὅλου ἔτους ὀχεύεται καὶ τεκνοποιεῖ ὅθεν Αἰσχύλος φησὶ παντρόφου πελειάδος . κυνὸς δὲ τῆς
τὸν υἱὸν θέσθαι . ὅτε καὶ ἐρωτηθέντα διὰ τί οὐ τεκνοποιεῖ , διὰ φιλοτεκνίαν εἰπεῖν . καὶ λέγουσι ὅτι τῆς
6762495 ἰχνους
ταρσός : γράφεται ἴχνος , ἡ ἔντασις καὶ ἐγχάραξις τοῦ ἴχνους τῶν ὀδόντων . ἴχνος : ἡ χάραξις , ἐγχάραξις
, αὑτοὺς δὲ τῆς ὠφελείας : οὐ γὰρ ἐπιμένει τοῦ ἴχνους ἡ φύσις λεπτὴ οὖσα πᾶσαν ὥραν . Τὴν δὲ
6760003 ὀξυκινητον
ἐμμανές , τὸ δὲ πράως ἐρυθρὸν εὐφυές , εὐμαθές , ὀξυκίνητον . ταῦτα μὲν περὶ παντὸς τοῦ σώματος : κατὰ
εἶναι , παχὺν τὸν ἰὸν ὄντα ἔπειτα δευόμενον τῷ ποτῷ ὀξυκίνητον γίγνεσθαι , ὑγρότερον ὡς τὸ εἰκὸς καθιστάμενον καὶ ἐπὶ
6737004 σκορδινασθαι
: Οὕτως ἔλεγον τὸ παρὰ φύσιν τὰ μέλη ἐκτείνειν , σκορδινᾶσθαι . γίνεται δὲ περὶ τοὺς ἐγειρομένους ἐξ ὕπνου ,
ἀποτεῖναι , ἀποτάδην . τὸ δὲ μετὰ χάσμης ἀποτείνειν ἑαυτὸν σκορδινᾶσθαι λέγουσιν . Ἐφ ' ὧν Πλάτων λέγει τὸ ταὐτὸν
6731554 ἀσασθαι
. . . . ἀλφίτου ἀκτήν : ἀπὸ τοῦ † ἄσασθαι ὑπὸ τοῦ μύλου , καθὰ καὶ καλεῖται ἀπὸ τοῦ
πατρίων θύοντες . . . τὸ α μετὰ τοῦ σίγμα ἄσασθαι : σημαίνει τὸ κορεσθῆναι : κυρίως δέ , φασί
6721587 τηλεφιλον
, τοῦ χρώματος δ ' ἐμπρησθέντος ἢ ἑλκωθέντος μισεῖσθαι . τηλέφιλον : ῥιζίον τι θαμνῶδες , κάτωθεν δὲ ἀναβαίνει τρίκλωνον
ὅκα μοι , μεμναμένῳ εἰ φιλέεις με , οὐδὲ τὸ τηλέφιλον ποτεμάξατο τὸ πλατάγημα , ἀλλ ' αὔτως ἁπαλῷ ποτὶ
6717978 βαρουνται
. τὸ δὲ νὺξ περὶ κροτάφοις , τουτέστι σκοτοῦνται καὶ βαροῦνται οἱ κρόταφοι αὐτοῦ . * ἐγγύς : παρ '
ἄλλοι τοιοῦτοι μέλλουσιν ἐκεῖνοι εἶναι , οἷοί εἰσιν οὗτοι οὓς βαροῦνται : κἀκεῖνοι δὲ θνητοί . τί δὲ ὅλως πρὸς
6708791 ἐνοχλουσης
μεγάλην τὴν ἐγγὺς τοῦ πάσχοντος μέρους : κακοχυμίας δὲ μόνης ἐνοχλούσης , καθαρτέον : συνελθόντων δ ' ἀμφοῖν , ἀμφοτέραις
δὲ τοῦ παιδὸς καὶ τῆς ἐπιθυμίας αὐτῷ σφοδρότερον τοῦ θεράποντος ἐνοχλούσης καιρὸν ἐπιτηρήσας ὃν ᾠήθη καλῶς ἕξειν αὑτῷ , πεῖραν
6708592 κατακρημνισθηναι
κατὰ τῶν τενόντων κειμένου , καὶ καταξανθέντα τὸ σῶμα ῥάβδοις κατακρημνισθῆναι . Τούτων οὕτω λελεγμένων αἰσθόμενος , κατέφυγεν ἐπὶ τὸ
ὑποδείσαντα δὲ καὶ τὴν τοῦ συὸς ἐκκλίνοντα μάχην ὑπὸ Μελεάγρου κατακρημνισθῆναι . Διὸ καὶ λελωβῆσθαι τὸ σῶμα . Ἀγρίου δὲ
6708103 καταφανεστερον
μέν πως καὶ ἐν τῷ περὶ τραχύτητος , δείξομεν δὲ καταφανέστερον ἐνταῦθα ἀναγκαίως ἐν τῷ περὶ αὐτῆς λόγῳ τῆς ἀκμῆς
δικῶν ἐν τῇ πόλει γενομένων , οὐδένες ἀναιδέστερον τούτων οὐδὲ καταφανέστερον ἀντιποιησάμενοι φανήσονται τῶν ἀλλοτρίων . Ἔστι μὲν οὖν χαλεπόν
6707078 πορθουμενας
φανερὸς ἦν . Βοιωτοὶ δὲ οὐχ ὑπομένοντες ὁρᾶν τὰς πόλεις πορθουμένας κατέβησαν ἀπὸ τοῦ ὄρους . Φίλιππος ὑποστρέψας διὰ τοῦ
φανερὸς ἦν . Βοιωτοὶ δὲ οὐχ ὑπομένοντες ὁρᾶν τὰς πόλεις πορθουμένας κατέβησαν ἀπὸ τοῦ ὄρους . Φίλιππος ὑποστρέψας διὰ τοῦ
6691082 σειεσθαι
. ἐν Τιμαίῳ : ” τὴν δὲ γῆν ταλαντουμένην ἀνωμάλως σείεσθαι μὲν ὑπ ' ἐκείνων , κινουμένην δ ' αὖ
' ἐν πρώτῳ περὶ Εὑρημάτων σίκιννιν αὐτὴν εἰρῆσθαι ἀπὸ τοῦ σείεσθαι , καὶ πρῶτον ὀρχήσασθαι τὴν σίκιννιν Θέρσιππον . προτέρα
6686570 καταφερομενον
αἱ βλένναι γλίϲχραι τε καὶ παχεῖαι . τὸ δὲ ὑπόλοιπον καταφερόμενον ἐκκενοῦται διὰ τῶν μυκτήρων . ϲυνεργοῦμεν δὲ ταῖϲ διὰ
οὗτος μέτριος εἴη . περὶ δὲ τὴν ἀκμὴν ἤν τε καταφερόμενον τὸν ἄῤῥωστον ἢ παραπαίοντα ἢ ἀλύοντα βλέπῃς ἢ τοῦ
6679572 ἐκπιεζειν
: Ἀπὸ τῶν μελιττῶν μετενήνοχε . βλίττειν γὰρ κυρίως τὸ ἐκπιέζειν μέλι . τοῖσι κνωδάλοις : Τοῖς θηρίοις . κυρίως
] ἤγουν οὐ κατοικτείρεις . βλίττεις : βλίττειν ἐστὶ τὸ ἐκπιέζειν τὰ κηρία τῶν μελισσῶν . Γ Ἀρχεπτολέμου δὲ φέροντος
6677720 ὀροκτυπου
ἵν ' ᾖ τοῦ τὰ ὄρη ῥηγνύντος τῇ σφοδρότητι . ὀροκτύπου ] τοῦ ἀπὸ τῶν ὀρῶν κατερχομένου καὶ κτυποῦντος ἐν
τρόπον ὕδατος ἀμαχέτου καὶ ἀπολεμήτου καὶ ἰσχυροῦ διὰ τὸ ἀπείριτον ὀροκτύπου καὶ ἀπὸ τῶν ὀρῶν κατερχομένου μετὰ κτύπου . ἐλεδεμνὰς
6677442 ἀισσειν
ἀικάς : τὰς φορὰς καὶ τὰς ὁρμάς , ἀπὸ τοῦ ἀίσσειν . . . ὁ δὲ Ἀπίων λέγει ἀπὸ τοῦ
αἱ πνοαὶ αἱ κάτω ἀίσσουσαι . . συστροφάς ἀπὸ τοῦ ἀίσσειν . : αἰγίδες καὶ καταιγίδες , . Β .
6676727 ἀμαυροτερας
αὐχμῶδες σφόδρα , καθάπερ τοῦ σφάκου , καὶ τὰς ἐντομὰς ἀμαυροτέρας ἔχον καὶ ἐπικεχαραγμένον ἧττον . Κονύζης δὲ τὸ μὲν
δὲ λέγεται στενουμένης τῆς κόρης , ὡς κεντήματι ἐοικέναι καὶ ἀμαυροτέρας καὶ ῥυσοτέρας γινομένης , ἢ ἐξ ἀσθενειῶν ἐπικινδύνων ,
6675616 προσγεγραμμενης
* . γυίας χώρας . τὸ δὲ γυι καὶ μετὰ προσγεγραμμένης καὶ δίχα προσγεγραμμένης οὐ λυμαίνεται τὰ μέτρα τοῦ στίχου
θηλυκῶς λέγεται τοὺς γυίας καὶ τὰς γυίας . καὶ μετὰ προσγεγραμμένης ἄπταιστόν ἐστι τὸ μέτρον : κοινὴ γὰρ συλλαβὴ γίνεται
6674605 κονταριον
τὸ τόξον τεταμένον ἐν τῷ θηκίῳ , κρατεῖν δὲ τὸ κοντάριον καὶ συντόμως ἀποτίθεσθαι αὐτὸ ἐν τῷ νώτῳ , ἐπιλαμβάνεσθαι
εἶδος ἱματίου . ξυστίδ ' ] ἱμάτιον ἢ ἀκόντιον , κοντάριον , ἅρμα . , τὸ λαμπρὸν ἱμάτιον . ἔχων
6670923 δισκοειδες
τὸ φῶς ὥσπερ πρηστῆρα . σχῆμα δὲ αὐτοῦ οἳ μὲν δισκοειδές , Ἡράκλειτος δὲ σκαφοειδές , Στωϊκοὶ δὲ σφαιροειδὲς εἶναι
. σχῆμα δὲ αὐτῆς οἳ μὲν σφαιροειδές , οἳ δὲ δισκοειδές . κατὰ μῆνα δὲ ἐκλείπει , ὡς μὲν Ἡράκλειτός
6669781 ἀσυγκριτον
καὶ διὰ τὸ δυσανασκεύαστον . ὁ διδοὺς τὸ φάρμακον διεβεβαιοῦτο ἀσύγκριτον αὐτὸ εἶναι . ἡ δὲ σύνθεσίς ἐστιν αὕτη :
ἐστιν ἡ κατὰ θεὸν εἰκὼν καὶ ὁμοίωσις . τὸ μὲν ἀσύγκριτον οὐδέν ἐστιν ἕτερον ἢ αὐτὸ τὸ ὄν , τὸ
6665038 στερω
τὰ αὐτοῦ πράγματα . . στερῶ ἐνεργητικῶς καὶ στερέω , στερῶ , ὅπερ καὶ ὡραῖον μετὰ τῆς ἀπό προθέσεως ,
τῶν αὐτοῦ πραγμάτων τὰ ἑαυτοῦ τὰ αὐτοῦ πράγματα . . στερῶ ἐνεργητικῶς καὶ στερέω , στερῶ , ὅπερ καὶ ὡραῖον
6658114 πλησσομενος
καὶ βουπλήξ ὁ τὸν βοῦν πλήσσων , βούπληξ δὲ ὁ πλησσόμενος ὑπὸ τοῦ βοός . . μαινομένη , τῷ οἴστρῳ
θάνατος . . οἰστρόπληξ ] οἰστρόπληξ , ὁ ὑπὸ οἴστρου πλησσόμενος . καὶ βουπλήξ ὁ τὸν βοῦν πλήσσων . .
6657876 ξυλοφαγον
ταχέως μεταπηδώντων ἡ παροιμία εἴρηται . Σκνὶψ γάρ ἐστι θηρίδιον ξυλοφάγον , ἀπὸ τόπου εἰς τόπον μεταπηδῶν . Μέμνηται ταύτης
χώρᾳ : ἐπὶ τῶν ταχέως μεταπιπτόντων . κνὶψ γὰρ θηρίον ξυλοφάγον . Οἴκοι γενοίμην : ἐπὶ τῶν ἐκφυγεῖν τὰ δεινὰ
6655858 θρυλιχθη
, : θρυλίχθη : ὁ μὲν Ἀπίων συνεθραύσθη : ” θρυλίχθη δὲ μέτωπον ” . ἔνιοι δὲ παρεσύρθη , τινὲς
θρόνα ἄνθη : “ ἐν δὲ θρόνα ποίκιλλε . ” θρυλίχθη ὁ μὲν Ἀπίων συνεθραύσθη : “ θρυλίχθη δὲ πρόσωπον
6655692 αἰθεσθαι
πέτευρον διὰ τὸ αἴτιον εἶναι αἰθάλης . ἢ ἀπὸ τοῦ αἰθεσθαι λίαν οὕτως αὐτὸ ἔφη . ἕως κατὰ γνώμην ὁ
πέτευρον διὰ τὸ αἴτιον εἶναι αἰθάλης . ἢ ἀπὸ τοῦ αἰθεσθαι λίαν οὕτως αὐτὸ ἔφη . ἕως κατὰ γνώμην ὁ
6655440 ἐπιλιγδην
ἐξαπατῶν τοῖς λόγοις . ἐπιλίγδην ὅσον ἐπιψαῦσαι : “ ἄκρον ἐπιλίγδην . ” ἐπιλλίζουσι . ἐπιλλίζειν ἐστὶν τὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς
φόβοιο : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ φυγῆς . . ἄκρον ἐπιλίγδην : ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἐπιλίγδην μεσότητός ἐστιν .
6653977 μυγαλης
εἰς αὐτὴν , ὡς νομίζῃ ἑαυτὸν ἀπὸ τῆς ἐχίδνης ἢ μυγάλης ἀποδηχθέντα . [ Περὶ τῆς σταφυλῆς πασχούσης θεραπείας .
διαθέσεις θεραπεύσει : ὅθεν καὶ οἱ φωνασκοὶ ταύτῃ κέχρηνται . μυγάλης δήγματα , κυνοδήκτους καὶ λυσσοδήκτους , τὸ σπέρμα αὐτῆς
6643491 Καλλιον
Θεσσαλίας . Θουκυδίδης δʹ . τὸ ἐθνικὸν Φακιεύς , ὡς Κάλλιον Καλλιεύς . Φάκουσα , κώμη μεταξὺ Αἰγύπτου καὶ τῆς
μὲν δὴ πράττειν , εἰ προγνοίης τὸ μέλλον ἔσεσθαι . Κάλλιον μέν ἐστι τὸν ἐσόμενον προεωρακότας χειμῶνα προπαρασκευάσασθαί τε πρὸς
6640625 ἐκπυρουσθαι
ἀπογεοῦσθαι τὸν κόσμον εἶπεν , ὥστ ' εἰκὸς ἦν μηδὲ ἐκπυροῦσθαι φάναι . Χρὴ μέντοι καὶ τὴν ἐνυπάρχουσαν ἰσονομίαν τῷ
ἐφ ' ἡμῶν γίνεται , φασίν . ἄρχεται μὲν γὰρ ἐκπυροῦσθαι τὸ πνεῦμα καὶ ἐκκαίεσθαι , οὐ γὰρ δὴ σήπεσθαι
6634413 παγεντος
τῶν ὀφθαλμῶν τὸ πάθος , ὅπερ οὖν ὑγροῦ ἐπικλύσαντος καὶ παγέντος ἀφαιρεῖ τὴν ὄψιν αὐτούς . Κόχλος ἐστὶ θαλάττιος ,
τὰς Ἀθήνας στρατεῦσαι , Ἑλλάνικος δὲ ὁ Λέσβιός φησιν ὅτι παγέντος τοῦ Κιμμερικοῦ Βοσπόρου διέβησαν αὐτὸν καὶ ἦλθον εἰς τὴν
6626669 ἀσπασομαι
Τροίαν . γένεθλον ] γέννημα , τέκνον . προσείπω ] ἀσπάσομαι . σεβίζω ] τιμήσω . μήθ ' ] ἤγουν
Ἔτι καὶ τὰ ἀπὸ μέλλοντος γινόμενα : ὀρθώσομαι ὀρθώσιος , ἀσπάσομαι ἀσπάσιος , φυλάξομαι φυλάξιος . τὸ μέντοι πλήσω πλησίος
6610503 περικαλυπτειν
: εὐσχημόνως οὐ δεῖ τοὺς λόγους λέγειν καὶ περιστέλλειν καὶ περικαλύπτειν , ἀλλ ' ἐκ τοῦ ἐναντίου ἐμφαίνειν καὶ ἄντικρυς
' ὃ καὶ ἐν τῇ ἐπιζεύξει τῶν ἐπιτιθεμένων οὐ δεῖ περικαλύπτειν τὰς ἀρχὰς ὅθεν ἡ ἔκφυσις : φανεραὶ δ '
6605478 μεμυκος
πλείων φθαρῇ καὶ μεταβάλῃ . τούτων οὖν γενομένων εἰ τὸ μεμυκὸς διὰ τῶν μαλακτικῶν καὶ λιπασμάτων ἀνέῳγεν , καὶ ἀπευθύνειν
καὶ ψευδέσι μαντείαις ἑπόμενος οὐδ ' ὅτε τὸ τῆς ψυχῆς μεμυκὸς ὄμμα ἀναβλέψας „ εἶδε τὸν ἄγγελον τοῦ θεοῦ ἀνθεστῶτα
6601173 ἀποσπωμενου
φρικιῶν καὶ πυρετῶν παρακολουθεῖ καὶ ἐν ταῖς ἐπιστροφαῖς βάρος ὥσπερ ἀποσπωμένου τινός , σπληνικοὶ καλοῦνται . καὶ σκιρροῦται δέ ποτε
ὠδῖνας γίνεται [ ὅταν γὰρ ] καὶ διατεινομένης σφόδρα ἢ ἀποσπωμένου τοῦ χορίου ἀπὸ τῆς μήτρας , ἢ κατὰ μέρος
6599241 μελαινομενον
δαιτυμὼν διὰ πάσης τῆς ἡμέρας . . κελαινόβρωτον ] τὸ μελαινόμενον ὑπὸ τῆς βρώσεως . διὰ τὸ αἷμα δὲ τοῦτο
. ἐνίοις γὰρ αἷμα ἀναφέρεται ἐμούμενον , ἢ καθαρὸν ἢ μελαινόμενον ἤδη , καὶ ἢ ἐπὶ προηγησαμένοις πτώμασιν , ἢ
6597765 ῥωθωνων
γλώττης ἄκροις τοῖς ὀδοῦσι προσανισταμένης καὶ τοῦ πνεύματος διὰ τῶν ῥωθώνων μεριζομένου , τοῦ δὲ π μύσαντός τε τοῦ στόματος
τὰς κινήσεις καὶ διώξεις . ἢ σκαρθμὸς ὁ διὰ τῶν ῥωθώνων ἀποσπασμὸς τῶν θηρίων : αὗται γὰρ ἐπισπῶνται τοῖς μυκτῆρσι
6595054 καταξηρον
μετὰ γλοιώδους ὑγρασίας ἀκαθάρτου , Εὐφορίων δὲ τὸ ἐκπεπιεσμένον καὶ κατάξηρον . Βακχεῖος δὲ καὶ Λυσίμαχος διὰ τοῦ π γράφουσι
τὰ αὐτὰ τῷ σιλφίῳ . Σίνηπι : ἐκλέγου μὴ τὸ κατάξηρον καὶ κατάπυρον δέ , ὃ δὴ θλασθὲν ἔνδοθεν χλωρὸν
6591599 λυγαιον
Λυγαῖον , τὸ φοβερόν . οἷα λυγερόν τι ὄν . λυγαῖον δὲ τὸ σκοτεινόν . ἴσως παρὰ τὸ λύειν τὴν
Ἀμφιλύκη , κατὰ τροπὴν τοῦ γ εἰς τὸ κ : λυγαῖον γὰρ τὸ σκοτεινόν . παρὰ τὸ λύειν , ἢ
6585566 σαρκωδεστερον
τὸ μέτωπον αὐτοῦ χθαμαλὸν λεῖον σαρκῶδες καὶ τὸ πᾶν πρόσωπον σαρκωδέστερον , τὸ δὲ εἶδος ὑπνηλόν , ὀφθαλμοὶ ὑγροὶ εὐλαμπεῖς
ἄκρου σκιάδειον πλατύ , ἐν δὲ τούτῳ καρπὸν πλατύτερον καὶ σαρκωδέστερον , εὐώδη . δυνάμεις δὲ τὰς αὐτὰς ἔχει .
6580050 χανω
διὰ τῆς αι διφθόγγου γράφονται : οἷον , χαίνω , χανῶ : μαίνω , τὸ ὀργίζομαι , μανῶ : βαίνω
Ἀχανές : οἷον : ἀχανὲς πέλαγος : παρὰ τὸ χαίνω χανῶ χανές καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀχανές , τὸ
6572393 ἀλεαινεσθαι
τὸ πῦρ καθημένη „ . ἀλεαίνειν : θερμαίνεσθαι , οὐχὶ ἀλεαίνεσθαι . ” οὐκοῦν ἵν ' ἀλεαίνοιμι , τοῦτ '
καρπὸν καὶ ἐλελίσφακον , ὄξος σὺν τοίσδεσιν ἢ οἶνον : ἀλεαίνεσθαι δὲ χρὴ , ἢ ἄλειφα χηνὸς , κηρωτὴν ἐῤῥητινωμένην
6572121 μασωμενοι
: κεχήνασι δὲ οἱ μασώμενοι 〛 . Ἀρίσταρχος δὲ ὅτι μασώμενοι τὰς ἰσχάδας ταῖς μελίτταις ῥίπτουσιν ἃ τοῖς ποσὶ τρίβουσιν
εἶτα πλύνεται , εἶτα ἐν ὕδατι ἕψεται : ἔνιοι δὲ μασώμενοι αὐτὸν ἐργάζονται . γίνεται δὲ καὶ ἐκ μηλέας καὶ
6567718 πηξει
. τὰς δὲ τῶν ἀνθράκων φύσεις φωτὸς δύναμιν ἐμπιληθεῖσαν τῇ πήξει φασὶν ἀποτελεῖν τῷ μᾶλλον καὶ ἧττον τὰς ἐν αὐτοῖς
κοτὲ ἱδρῶταϲ καὶ ϲπογγίη ψυχροῦ ἐϲ τὰ πρόϲωπα προβληθεῖϲα , πήξει μὲν τῶν διαρρεόντων ὑγρῶν , πυκνότητι δὲ τῆϲ ἀραιώϲιοϲ
6566557 πνιγμου
αἱ δὲ εὐρύτεραι καὶ ϲηραγγώδειϲ θηλαὶ ἀθρόον ἀφιεῖϲαι τὸ γάλα πνιγμοῦ αἴτιαι γίγνονται . πρὸϲ τούτοιϲ δὲ εἶναι χρὴ τὴν
ὅσον ἐσπούδακεν ἐπισπάσασθαι , αἱ δὲ ἄγαν σηραγγώδεις κίνδυνον ἐπάγουσι πνιγμοῦ , πρὸς γὰρ τὴν ἐκμύζησιν ἀθροῦν ἐπιφέρεται τῷ στόματι
6564798 πυρουμενα
κυρίας ὀσμὰς μᾶλλον ἢ ὅσα ψυχρὰ διὰ τὸ προφυρᾶσθαι τὰ πυρούμενα , τὰ μὲν οἴνῳ εὐώδει , τὰ δὲ ὕδατι
: ἡμᾶς τε γὰρ θερμαινομένους ἐρυθραίνεσθαι καὶ τὰ ἄλλα τὰ πυρούμενα , μέχρις ἂν οὗ ἔχῃ τὸ τοῦ πυροειδοῦς .
6562858 ἐπιπολαιῳ
ὑγιεινοῦ καὶ τοῦ θεραπευτικοῦ μέσον τάξαντες , μικρᾷ καὶ παντάπασιν ἐπιπολαίῳ πλανηθέντες πιθανότητι . Φασὶ γὰρ γίνεσθαι τρεῖς καταστάσεις τοῖς
ὁ κατὰ τὴν μεϲότητα τοῦ βλεφάρου πρὸϲ τὸν ταρϲὸν τόποϲ ἐπιπολαίῳ διαιρέϲει . μετὰ δὲ τὴν ϲημείωϲιν ἐκϲτρέψαν - τεϲ
6556775 καλυμματι
πάνυ πολυτελῶν . ἐπεβέβλητο δ ' αὐτῷ πορφυροῦν ἀμφίταπον ἀμοργίνῳ καλύμματι περιειλημμένον . προσκεφάλαια δ ' εἶχε τρία μὲν ὑπὸ
ἐλεγκτικήν : ὅλον δὲ τὸ εἶδος τοῦ λόγου σχεδὸν ὑπὸ καλύμματι κεῖται , πολὺ τῆς Δημοσθενικῆς παρρησίας ἀποδέον . παρρησιάζεται
6556676 πιννης
' ἐξ ἀμφοῖν κόγχη . τὸ δ ' ἐντὸς τῆς πίννης μήκων καλεῖται κατ ' Ἐπαίνετον . ἐν δὲ πέμπτῳ
Περὶ νάρκης . Περὶ λάβρακος . Περὶ καρίδων . Περὶ πίννης . Περὶ καρκίνου . Περὶ πολυπόδων . Περὶ ἐχίνων
6553386 φασιανον
μνημονεύει δ ' αὐτῶν καὶ Σπεύσιππος ἐν δευτέρῳ Ὁμοίων . φασιανὸν δὲ οὗτοι κεκλήκασιν αὐτὸν καὶ οὐ φασιανικόν . Ἀγαθαρχίδης
' ὁ Εὐεργέτης ἐν δευτέρῳ ὑπομνημάτων τέταρόν φησιν ὀνομάζεσθαι τὸν φασιανὸν ὄρνιν . τοσαῦτά σοι περὶ τῶν φασιανικῶν ὀρνίθων ἔχων
6551307 πλησσων
κότυλος . . . . ἐνίσσων : ὅτι ἀντὶ τοῦ πλήσσων . . νῦν δ ' ἂν πολλὰ πάθῃσι φίλου
ὁ ὑπὸ οἴστρου πλησσόμενος . καὶ βουπλήξ ὁ τὸν βοῦν πλήσσων . . οἰστροπλήξ ὁ πλήσσων οἶστρος , οἰστρόπληξ δὲ
6550057 αἰσυλος
παροξύνεται : στωμύλος αἱμύλος στρογγύλος ἀγκύλος καμπύλος . τὸ δὲ αἴσυλος προπαροξύνεται ὡς σύνθετον , ἀπὸ τοῦ Α καὶ τοῦ
πέλαγος , τὸ λίαν κεχηνός , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι αἴσυλος , οἱονεὶ ὁ πάνυ συλῶν καὶ ἁμαρτάνων . ἀντὶ
6548168 καυστικου
. τὸ ὑπὸ θεοῦ κινούμενον μαντικόν . . πρηστῆρος αἴθωνος καυστικοῦ ὀξέος . ἔνθεον θεῖον μαντικὸν τὸ θεῖον ἀγορεῦον φωνὰς
: ἐπ ' ἀμφοῖν δέ , κολλυρίου τε καὶ τοῦ καυστικοῦ , ἐγκλύζειν χρὴ τοῖς ἀνακαθαρτικοῖς , περὶ ὧν εἴρηται
6545748 δηγμου
ποθέντα , τὰ αὐτὰ ἀλγήματα κοιλίας καὶ ἐντέρων ἐπιφέρει μετὰ δηγμοῦ σφοδροῦ : ὅθεν προςφέρειν δεῖ ἅπαντα , ὅσα μετὰ
διεφθορότων ὁ λυγμὸς γίνεται , ὃ καὶ διὰ καύσεως καὶ δηγμοῦ τοῦ στομάχου αἰσθάνοιτο , ὕδωρ χλιαρὸν πίνοντας κέλευε πολυεμεῖν
6544402 ἀρυειν
οἰνοχόας ⌈ εἴρηκεν Γ [ φασίν ] , ἀπὸ τοῦ ἀρύειν : ⌈ ἔνθεν Γ [ ὅθεν ] καὶ ἀρύταινα
τὸ νεωστὶ ὕδωρ κομισθέν : ἔγκειται γὰρ τῇ λέξει τὸ ἀρύειν . πρόσφατον δὲ τὸ κρέας : πεποίηται γὰρ ἀπὸ
6538288 ἀμιστυλλον
* . Ἀμίστυλλον : σημαίνει τὸν μὴ κεκομμένον : θέντες ἀμίστυλλον ταῦρον ἐπισχαδ . Φιλόξενος , . , . *
, . . . . , . . , : ἀμίστυλλον : σημαίνει τὸν μὴ κεκομμένον . „ θέντες ἀμίστυλλον
6536698 πνευμονων
τιθηνὸς , πρὸς πᾶσαν ἐπιβουλὴν ἐνδέδυκε θώρακα . Θαμιναὶ δὲ πνευμόνων σήραγγες ἠέρι διαδύμεναι , φωνῆς αἴτιον πνεῦμα τίκτουσιν .
Οἷον πανταχοῦ δυνάμενοι περιστρέφεσθαι : λέγει δὲ τὰς Ἐρινύας . πνευμόνων : Ἀττικοὶ τὸν πνεύμονα πλεύμονα λέγουσιν , ὡς καὶ
6530887 στραγγως
φυσικὸν δὲ ἐνέργημα καὶ ἡ σύλληψις : δεύτερον , ὅτι στραγγῶς τινὲς καθαιρόμεναι καὶ ὑστερικὰς ὑπομένουσαι θλίψεις συλλήψεσι χρησάμεναι τῶν
συναχθέν , ὅταν χωρισθεῖσαι τῶν σωμάτων ἀπεμέσωσι τὸ αἷμα . στραγγῶς δ ' αὐτῶν ἐμφυομένων , ἀμυκτέον ἐπιπολαίως τοὺς τόπους
6528169 Τυφλοτερος
ὄρους τοῦ ἐν Βερεκυντίᾳ Καβείρου . . . , : Τυφλότερος ἀσπάλακος : τοῦτο τὸ ζῷον οὐκ ἔχει ὀφθαλμούς :
κακόν τι ἐκείνῳ γίνεται . Γυμνότερος λεβηρίδος : Ἀριστοφάνης φησὶ Τυφλότερος λεβηρίδος . Λεβηρὶς δὲ ἐστὶ τὸ σῦφαρ καὶ ἔκδυμα
6522757 Ὀλιγον
Οὔκουν ἐφ ' ἡμᾶς ξυμβοηθήσειν οἴει τοὺς ἄνδρας εὐθύς ; Ὀλίγον αὐτῶν μοι μέλει . Οὐ γὰρ τοσαύτας οὔτ '
δῆτ ' ἔσει τὴν ἡμίκραιραν τὴν ἑτέραν ψιλὴν ἔχων ; Ὀλίγον μέλει μοι . Μηδαμῶς , πρὸς τῶν θεῶν ,
6516038 ἐκπεπληγμενον
δὲ νόσους , τῶν δὲ νοσερῶν ἀπέχεσθαι μὴ δυνάμενον , ἐκπεπληγμένον δὲ τὸν θάνατον , καὶ πάντας ἐπιβουλεύειν αὐτῷ νομίζοντα
πῶς ἀξία πιστεύεσθαί ἐστιν ; ὑπό τε γὰρ τοῦ κινδύνου ἐκπεπληγμένον αὐτὸν οὐκ εἰκὸς ἦν τοὺς ἀποκτείναντας γνῶναι , ὑπό
6515008 ἀπαγον
τὸ μὴ εἰδέναι , ὅτι ἔδει μανθάνειν , ἢ τὸ ἀπάγον ἀπὸ τοῦ μανθάνειν . Ἀλλ ' ἐκεῖνο ζητητέον :
τι τοι μὴ βέλτερόν ἐστι , τὸ τῆς θείας ὁμοιώσεως ἀπάγον , ἐπειδὴ καὶ βέλτερον ἡμῖν τὸ πρὸς τὴν τοιαύτην
6514637 ἐκδερειν
δέ γε , ὡς φῄς , τὸν μάγειρον κατακόπτειν καὶ ἐκδέρειν ; ὡμολόγησας ταῦτα ἢ οὔ ; Ὡμολόγησα , ἔφην
σῶμα τύπτειν δίκην ἀσκοῦ . δέρειν ] ἤγουν τὸ σῶμα ἐκδέρειν . ἴτης ] ὁρμητικός . βδελυρός ] μιαρός ,
6514069 ἀχαλινωτον
ὄνου καταπεσὼν , ἐν τοῖς Νόμοις : Καὶ μὴ καθάπερ ἀχαλίνωτον στόμα βίᾳ ὑπὸ τοῦ λόγου φερόμενον . Ἄπληστος πίθος
βιαστικῶς καὶ συναρπάζει αὐτὸν τὸν δίφρον ἄνευ χαλινῶν , ἤτοι ἀχαλίνωτον γενόμενον , καὶ τὸν ζυγὸν συνθλᾷ . πίπτει δὲ
6504167 κεχηνος
πολύ , ὅταν φῶμεν ἀχανὲς πέλαγος ἀντὶ τοῦ ἐπὶ πολὺ κεχηνός , ὁμοῦ , οἷον ἀδελφὸς ὁ ὁμόδελφος καὶ ἀκολουθοῦν
, καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀχανές , τὸ λίαν κεχηνός . δηλοῖ δὲ καὶ ἐνεὸν εἶναι καὶ μὴ χαίνειν
6502936 Ἀστρον
] Λαμπρόν . Τοιαύτη γὰρ ἡ τῶν ἄστρων φύσις . Ἄστρον ] ἀντὶ ἀστέρα . Ἐρήμας δι ' αἰθέρος ]
λόγου : ἰαινόμεθα γὰρ τῇ εὐηγήσει τῶν τοιούτων λόγων . Ἄστρον , παρὰ τὸ αἴθω : ἄστρον , ἀποβολῇ τοῦ
6498710 ἐπτερωσθαι
Νίκη πέταται ] Νεωτερικὸν τὸ τὴν Νίκην καὶ τὸν Ἔρωτα ἐπτερῶσθαι . Ἄρχεννον γάρ φασι , τὸν Βουβάλου καὶ Ἀθήνιδος
ἡ ἠρεμαία κίνησις τῶν κυμάτων . μυθικὸν δέ τι ἀνέπλασεν ἐπτερῶσθαι φήσας τοὺς Βορεάδας , καὶ ἴσως ἀλληγορικώτερον ὁ μῦθος
6492419 ἐπεβεβλητο
ἐπὶ ἀργυρόποδος κλίνης ὑπεστρωμένης Σαρδιανῇ ψιλοτάπιδι τῶν πάνυ πολυτελῶν . ἐπεβέβλητο δ ' αὐτῷ πορφυροῦν ἀμφίταπον ἀμοργίνῳ καλύμματι περιειλημμένον .
πήχεων , ὑπέστρωτο δ ' ἄρκτου δοράν , καὶ λεοντῆν ἐπεβέβλητο . ἓξ δὲ χοίνικας ἄρτου ἐσιτεῖτο , ὀκτὼ δὲ
6490171 αὐξομενον
μὴ ὑπομένουσα ὡς τὸ διὰ σωλῆνος ἰὸν ὕδωρ πῶς ἔσται αὐξόμενον ; ἔν τε ταῖς μεταβολαῖς καὶ ταῖς κράσεσι τὴν
ποιήσουσιν ἢ τετράγωνα ἢ ὀρθογώνια , τετράγωνα μὲν ἑκάτερον ἰδίᾳ αὐξόμενον , ὀρθογώνια δὲ συμπλεκόμενα ἀλλήλοις . συμπλεκέσθω γοῦν καὶ
6485473 ἐνοχλῃ
ἐνίοτε ὄν . ὁ δὲ εἰδὼς ὅτι , ἐάν τι ἐνοχλῇ ἡμᾶς , δεόμεθα τοῦ παύσοντος , ἀπεκρίνατο ᾗπερ καὶ
ἐπέκαον , ἵνα μὴ κατὰ τὰς ἀκμὰς τῶν σωμάτων ἐπαιρόμενος ἐνοχλῇ : ἀφ ' ἧς αἰτίας συμβῆναι τὸ ἔθνος τῶν
6472155 ἐξωθεισθαι
περιστάσει νεφῶν καὶ διὰ τὸ ἅμα τῷ τὸ πνεῦμα ἐμπίπτειν ἐξωθεῖσθαι τὸν ἀστραπῆς ἀποτελεστικὸν σχηματισμόν , ὕστερον δὲ τὸ πνεῦμα
ἡ δύναμις : ζώνη τὸ ἀξίωμα . ἀναζητουμένης τῆς βασιλίδος ἐξωθεῖσθαι οὐ μόνον ἰδιώτας , ἀλλὰ καὶ τοὺς ὑπὸ ζώνην
6469563 Χοιρος
ἤγουν εὐκόλως , ἢ διὰ τὸ τὸν χειμῶνα ῥεῖν . Χοῖρος : διὰ τὸ τὴν χύσιν ἐρᾶν καὶ ῥυφᾶν .
μεταλαμβανόμενον ὁ τὸν χοῖρον ψάλλων τοῦτ ' ἔστι τίλλων . Χοῖρος δὲ γυναικεῖον αἰδοῖον . . , : Μωρότερος εἶ
6467608 ὀξιζειν
τρεπομένων οἴνων καὶ τῶν μονίμων . ιϚʹ . οἶνον ἀρχόμενον ὀξίζειν θεραπεῦσαι . ιζʹ . οἶνον διὰ θαλάττης περαιούμενον μόνιμον
οἴνου , οἷς ἅλες ἐμβάλλονται ὑπὲρ τοῦ μὴ ἐξίστασθαι μηδὲ ὀξίζειν εὐχερῶς . ἢ ἐπεὶ τοὺς ὑπὸ μέθης καὶ ὡς
6467208 ἱστοβοευς
. ὁ μὲν δὴ γύης πρίνινος ἔστω : ὁ δὲ ἱστοβοεὺς ἢ δάφνινος ἢ πτελέϊνος : οὕτω γὰρ ἄσηπτος ἔσταιτὸ
, ἐξ οὗ καὶ ἔλυτρον τὸ περικάλυμμα . ἱστοβοῆι : ἱστοβοεὺς λέγεται παρ ' ἐνίοις καὶ τὸ μετὰ τὴν ἐχέτλην
6467079 ἀναιρουμεν
νοήσει τινὶ ἀκατάληπτον : εἰ δὲ πᾶσαν ἔννοιαν καὶ ὑπόνοιαν ἀναιροῦμεν , καὶ ταύτην εἶναί φαμεν , τὴν παντάπασι ἡμῶν
, ἀδύνατον μὴ εἶναι τὸ τοιοῦτο ἄνθρωπον , ἐπεὶ οὕτως ἀναιροῦμεν τὴν οὐσίαν τὴν τοῦ ἀνθρώπου , λέγοντες αὐτὴν μὴ
6466120 Ἀχνη
καὶ Ἄχνη λιμοῦ . Δηλοῖ δὲ καὶ λεπτὸν ξύσμα . Ἄχνη Λυδῆς κερκίδος : τὸ ἄκρον : ἀπὸ τοῦ τὴν
' ἑστίας : ἐπὶ τῶν ἐξ ἀρχῆς τι πραττόντων . Ἄχνη πυρός : καπνός . Καὶ Ἄχνη ὕπνου . Ὁ
6461534 Μαρσυα
. Μαρσοί , ἔθνος Ἰταλικόν . τὸ κτητικὸν Μαρσικός . Μαρσύα , πόλις Φοινίκης , ὡς Ἀλέξανδρος καὶ Φίλων ,
ἐς τὴν νίκην χαίροντος . αὐτοῦ καὶ ὁ ποταμὸς τοῦ Μαρσύα τὴν ἐπωνυμίαν ἀμείψων . ὅρα μοι καὶ τὴν τῶν
6461028 ἐφιεμενων
τῶν μειζόνων : τουτέστι τῶν παριέντων τὰς πρώτας μαθήσεις καὶ ἐφιεμένων τῶν τελευταίων . Ἐντελεῖς . οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ
τοῦ δημιουργοῦ . φιλαλήθων ἥδε διάκρισις ἐπιστήμης ἀληθοῦς καὶ ὑγιοῦς ἐφιεμένων : οἱ δὲ φάσκοντες διὰ τοῦ θεοῦ τι κεκτῆσθαι
6459009 ἐτυπη
γίνεται , ἔτυπον ἐτύπην , ἔνυγον ἐνύγην . ἐτύπης , ἐτύπη . Δυϊκά . Ἐτύπητον , ἐτυπήτην . Πληθ .
κλιτικὴν ἔκτασιν ἀποβάλλοντες τὸ ἀπαρέμφατον ποιοῦσιν , ἐτύφθη τυφθῆναι , ἐτύπη τυπῆναι . Καθόλου παντὸς προστακτικοῦ τὸ πρῶτον πρόσωπον ἐπὶ
6457905 κλωθω
ἀπὸ τῶν εἰς ω ῥημάτων : οἷον πείθω Πειθώ , κλώθω Κλωθώ , καλύψω Καλυψώ : καὶ εἰς ων :
δισύλλαβα βαρύτονα διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφονται : οἷον , κλώθω : γνώθω , ἀφ ' οὗ τὸ ἐγνώσθη :
6455340 περιτετασθαι
τῇ μύλῃ δὲ τῇ καλουμένῃ πρός τινων ἐπιγονατίδι πλατὺν χρὴ περιτετάσθαι τὸν ἐπίδεσμον ὡς ὅλην αὐτὴν περιλαμβάνειν : ὁ γὰρ
ὑπέρυθρον . οὕτω τὸ κατεσπάσθαι μαζοὺς ἰσχνοὺς ἢ ἀνεσπάσθαι καὶ περιτετάσθαι , καίτοι οὐκ ἄν τις οἴοιτο διὰ τοῦτο ,
6455222 λεπτωι
μῆνα ἕκαστον , ὁ δὲ ἥλιος ἐν τξεʹ ἡμέραις καὶ λεπτῶι , ὃς δὴ χρόνος καλεῖται ἐνιαυτὸς ἡλιακός . ὁμοίως
, . τὸ δὲ βρέφος περιέχεται χιτῶσι , τῶι μὲν λεπτῶι καὶ μαλακῶι : ἀμνίον αὐτὸν Ἐ . καλεῖ .
6454950 ἀμβλισκειν
] Καὶ ἐὰν νέον ὂν ? [ δόξηι - ] ἀμβλίσκειν ? [ ἀμβλίσκουσιν - ] ; Τὸ νέον ἀντὶ
. Ἐκτρῶσαι : τοῦτο φεῦγε , λέγε δὲ ἐξαμβλῶσαι καὶ ἀμβλίσκειν . Δυσὶ μὴ λέγε , ἀλλὰ δυοῖν . Δυεῖν
6453993 Μετριως
, καὶ πλειόνων λόγων ἢ κατὰ τὴν παροῦσαν ὑπόθεσιν . Μετρίως δὲ βαρυνομένου τοῦ θώρακος τῇ τοῦ ὑγροῦ ἐκεῖσε ῥοπῇ
, ” ἀντιποιουμένους . Μετεωρολέσχαι , περὶ οὐρανοῦ φλυαροῦντες . Μετρίως ὠργασμένος . ἀντὶ τοῦ μεμαλαγμένος ἢ δεδευμένος . Μέτρον
6453976 ἠχητικος
δὲ θηρίον ἁλίσκεται . μήδεα : αἰδοῖα . Ἠχήεις : ἠχητικός . ὀρυμαγδός : ἦχος , βοὴ , φωνή .
καὶ βυθός , . , . , . Βύκτης : ἠχητικός , ὁ μεγάλως ἠχῶν : Ὅμηρος : ἔνθα δὲ
6449957 λαταγη
ἐστι παιδιά , ταύτην πρώτων εὑρόντων Σικελῶν . καὶ ἡ λατάγη δὲ Σικελικόν ἐστιν ὄνομα . λατάγη δ ' ἐστὶ
περὶ Ἀλκαίου καὶ τὴν λατάγην φησὶν εἶναι Σικελικὸν ὄνομα . λατάγη δ ' ἐστὶν τὸ ὑπολειπόμενον ἀπὸ τοῦ ἐκποθέντος ποτηρίου
6449515 πλεγματος
ἐταπείνου καὶ τροφῆς ὄρεξιν ἐνεποίει σφοδροτέραν , τηνικαῦτα ἐντὸς τοῦ πλέγματος περιβαλόντες ἱερεῖα πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν , οὕτω παρεσκεύασαν χειροήθη
μελαγχολικὸν μεταβολὴ γίνεται , ἢ τοῦ κατὰ τὸν ἐγκέφαλον δικτυοειδοῦς πλέγματος τοιαύτην καταδεδεγμένου ποιότητα , τὰ τοιαῦτα τῶν παθῶν συνίσταται
6448753 ἀγρευμα
ἁψάμενον σήπει . τύχω ] ἀντὶ ἐπιτύχω εὐθίκτως κακολογήσας . ἄγρευμα ] δίκτυον . κατασκήνωμα ] παραπέτασμα σοροῦ . ποδιστῆρας
ἔργον ὁ δυστυχὴς Ὀρέστης καταπραξάμενος , τὸ τῆς μητροκτονίας , ἄγρευμα γεγένηται ταῖς Ἐρινύσι συλληφθεὶς ὑπ ' αὐτῶν διὰ τὸν

Back