| στέγη : ἐπὶ τῶν πενομένων . Λύκων φιλία : ἡ προσποιητός . Λύκος ἐν αἰτίᾳ γίνεται κἂν φέρῃ κἂν μὴ | ||
| . . . , . ] : θετὸς υἱός : προσποιητός . παρ ' Αἰσχύλωι . τοὺς γὰρ εἰσποιητοὺς καὶ |
| διασύροντες καὶ διαμωκώμενοι καὶ ἀλαζόνας ἀποκαλοῦντες αὐτοὺς καὶ λέγοντες ὅτι ἐκκοπείη ἂν αὐτῶν ἥ τε σεμνότης αὕτη καὶ ἡ προσποίητος | ||
| διασύροντες καὶ διαμωκώμενοι καὶ ἀλαζόνας ἀποκαλοῦντες αὐτοὺς καὶ λέγοντες ὅτι ἐκκοπείη ἂν αὐτῶν ἥ τε σεμνότης αὕτη καὶ ἡ προσποίητος |
| ἐστι φρόνησις ἀπηλλαγμένη πανουργίας καὶ οἷον ἁπλῆ τις οὖσα , μωρία δὲ ἐρημία φρενῶν . λαμβάνεται δὲ πολλάκις καὶ ἡ | ||
| οἱ ἐξ αὐτοῦ γεννώμενοι γνωρίζουσι τὸν πατέρα . τι - μωρία μὲν δὴ καὶ τοῖς ἀλόγοις ἐπ ' ἀνδροφονίᾳ παρὰ |
| : ἂν δὲ ἰδιωτικὸν ᾖ τὸ πρόβλημα , κατὰ παράλειψιν διασύροντες φήσομεν ἐγὼ τὸν μὲν ἄλλον βίον παραλιμπάνω λέγειν ὡς | ||
| ἐξαμαρτάνοντες , λάθρα δὲ καὶ παραβύστῳ σὺν ὁμοτρόποις ἡμῖν ἡμᾶς διασύροντες , τοῖς ἀμαθέσι λόγων καὶ λάροις ὑμῶν φιληταῖς ἁπανταχοῦ |
| ἐμμελοῦς παρυπομνήσεως . Παρὰ Φρόντωνος τὸ ἐπιστῆσαι οἵα ἡ τυραννικὴ βασκανία καὶ ποικιλία καὶ ὑπόκρισις , καὶ ὅτι ὡς ἐπίπαν | ||
| τὸ μηδὲ τυχεῖν ἂν ὅλως ἐξεῖναι . κἀντεῦθεν τοῖς μὲν βασκανία τις πρὸς ἐκείνους ἔσται καὶ φθόνος καὶ δυσμεναίνειν ἀεὶ |
| δὲ περὶ τοῦ γλαφυροῦ χαρακτῆρος λέξομεν . Ὁ γλαφυρὸς λόγος χαριεντισμός ἐστι καὶ λόγος ἱλαρός . τῶν δὲ χαρίτων αἱ | ||
| τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου . . ἔστι δὲ τὸ κῶλον χαριεντισμός . ἐπαινοῦσι δὲ τοῦτο τὸ κῶλον οἱ κριτικοὶ λέγοντες |
| τὸ εἶναι δύο τὰς ἑταίρας . Κύδος : λοιδορία , κακολογία . Καὶ Κυδάζειν τὸ λοιδορεῖν καὶ κακολογεῖν . Ἡ | ||
| . . . κακηγορῆϲαι ὡς Ὑπ . . , . κακολογία ὡς Ὑπ . . , . κακοπράγμων ὡς Ὑπ |
| τε ἀφιέναι συχνὰ καὶ στένειν κεντούμενον , ὠχριᾶν τε καὶ σκυθρωπάζειν καὶ τῇ τῶν ὀμμάτων κοιλότητι τὴν ἐντὸς ταραχὴν καὶ | ||
| ἐν Δεξιδημίδῃ : ὦ Πλάτων , ὡς οὐδὲν ἦσθα πλὴν σκυθρωπάζειν μόνον , ὥσπερ κοχλίας σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς . |
| καὶ ἑτέρας εἶναι χρείας κομψός χαρίεις στωμύλος , καὶ ἄλλης φιλοσκώμμων εὐσκώμμων σκωπτικός , τωθαστικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα φιλοπαιγμόνως | ||
| δὲ ἰδιώτης , φησίν , ἦν , φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ . Νικόλαος δὲ Σύλλαν φησὶ |
| ἁρπαγαί , ψευδομαρτυρίαι , ὑποκρίσεις , διπλοκαρδία , δόλος , ὑπερηφανία , κακία , αὐθάδεια , πλεονεξία , αἰσχρολογία , | ||
| , τὸ πληγῆναι πολλάκις , εἰς δὲ τὴν τύχην αὐτὴν ὑπερηφανία , βαρύτης , μικρολογία . ἀδικώτατά μοι δοκοῦσιν ἐγκαλεῖν |
| οὐ πολὺς λόγος , εἰ οὐχ ἱκανὸς φανοῦμαι συγγράφειν , Ἐπικτήτῳ τε οὐδ ' ὀλίγος , εἰ καταφρονήσει τις αὐτοῦ | ||
| οὐ πολὺς λόγος , εἰ οὐχ ἱκανὸς φανοῦμαι συγγράφειν , Ἐπικτήτῳ τε οὐδ ' ὀλίγος , εἰ καταφρονήσει τις αὐτοῦ |
| μὲν δή τις ὁ πραγματικὸς Θεοπόμπου χαρακτήρ . ὁ δὲ λεκτικὸς Ἰσοκράτει μάλιστα ἔοικε : καθαρά τε γὰρ ἡ λέξις | ||
| καὶ ὁ μὲν πραγματικὸς τύπος αὐτῷ τοιοῦτος . ὁ δὲ λεκτικὸς πῇ μὲν ὅμοιος Ἡροδότου , πῇ δὲ ἐν - |
| αἰσχρουργὸς αἰσχροπαθὴς ἀχρώματος ἄμετρος ἄπληστος ἀλαζὼν δοκησίσοφος αὐθάδης βάναυσος βάσκανος φιλεγκλήμων δύσερις διάβολος χαῦνος ἀπατεὼν ἀγύρτης εἰκαῖος ἀμαθὴς ἀναίσθητος ἀσύμφωνος | ||
| συμμάχοις χρώμενοι ταῖς λογικαῖς . ἐὰν μέντοι τις βάσκανος καὶ φιλεγκλήμων αἰτιώμενος φάσκῃ : πῶς οὖν ποιμενικὴν τέχνην διαπονοῦντες καὶ |
| ἁπλοῦν ἢ ἐν παραθέσει τοῦ ὅ . καὶ εἴη ἂν συνηγορία τῆς τοῦ συνδέσμου συνθέσεως ἥδε . τὸ αὐτὸ δηλοῖ | ||
| πρεσβεία πρέσβευσις , δίκη , διαδικασία ἐπιδικασία , ἀντιδικία , συνηγορία , συναγόρευσις , κατηγορία , δημηγορία , βουληγορία , |
| καὶ ἀνθρώποισι προσηνῆ , θῆρές τ ' οἰωνοί τε , φιλοφροσύνη τε δεδήει . . . κόσμον γάρ φησιν εἶναι | ||
| σοι μαρτύρια , μηδὲν δ ' ἧττον ἡ πρὸς αὐτὸν φιλοφροσύνη . Ἐπεστείλαμεν Στησιχόρῳ , ὡς ἠξίους , περὶ τοῦ |
| δύναμις περιγίγνεται διὰ τούτου , ἀλλ ' ἀπέχθεια μᾶλλον καὶ λοιδορία καὶ προπηλακισμός : ὧν ἴσως οὐκ ἔδει φροντίζειν : | ||
| , δεινόν ἐστι θάνατος , δεινόν ἐστι φυγή , δεινὸν λοιδορία , δεινὸν πενία : φεύγετε ἄνδρες , πάρεισιν οἱ |
| ' ἀπειλήν . ʃ τρία εἴδη ὀλιγωρίας , καταφρόνησις , ἐπηρεασμὸς καὶ ὕβρις . τούτων γὰρ καταφρονεῖ τις , ἃ | ||
| , μᾶλλον δὲ καὶ συνέδριον . ὢ τάλας ἐγώ , ἐπηρεασμὸς τὸ κακὸν εἶναί μοι δοκεῖ . οὐ τοῦ τυχόντος |
| καὶ ἐστεγνωμένοι : καὶ περὶ τὴν γλῶσσαν τραχύτης : καὶ πικρία στόματος : αὐτοί τε τοὺς ὀφθαλμοὺς ταυρηδὸν σχηματίζοντες , | ||
| πρὸς θεοὺς τιμῆς . Ὀργή : θυμός : χόλος : πικρία : μῆνις : κότος : ἔρως : ἵμερος : |
| γυναῖκας . Οἱ μὲν πολλοὶ τῶν εἰωθότων τοιαύτας μελετᾶν ὑποθέσεις ἐλεεινοὺς ᾄδουσι λόγους καὶ τοῖς ὀδυρμοῖς οἴονται τῶν ἀκουόντων εὐδοκιμεῖν | ||
| τοὺς στρατιώτας μὴ φονευθῆναι , εἰς τὸ πάντας τοὺς ἐχθροὺς ἐλεεινοὺς εἶναι νομίζεσθαι παρὰ τῶν στρατιωτῶν . Χρὴ ἐχθρῶν ἐγγιζόντων |
| μὲν γὰρ ἐπιχωρέεται ἁμαρτίη αὕτη : γυναιξὶ δὲ οὔκοτε , τιμωρίη δ ' ἐφέστηκεν . σώσασθαι ὦν τὸν νόμον δεῖ | ||
| , , . = , , . αὕτη δὲ μεγάλη τιμωρίη Τιμωρίαν λέγει τὴν θεραπείαν . , , . = |
| σέ : πεποίηται δέ τις αὐτῷ δημηγορῶν παγγέλοιος ἄνθρωπος , διάστροφος τὸ σῶμα καὶ λελωβημένος . ἐκεῖνος τοίνυν ὁ Θερσίτης | ||
| υἱούς . περὶ Καλλιμέδοντος τοῦ Καράβου ὅτι φίλιχθυς ἦν καὶ διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς φησι Τιμοκλῆς : εἶθ ' ὁ Καλλιμέδων |
| ἰσχυρός , ἐάν τε μικρὸς καὶ ἀσθενής , καὶ ἐὰν πλουτῇ καὶ μή . ἐὰν δ ' ἄρα πλουτῇ Κινύρα | ||
| καὶ ἐὰν πλουτῇ καὶ μή . ἐὰν δ ' ἄρα πλουτῇ Κινύρα τε καὶ Μίδα μᾶλλον , ᾖ δὲ ἄδικος |
| γενόμενός ἐστι δεσπότης πατρίς . τίς δ ' οὐχὶ θανάτου μισθοφόρος , ὦ φιλτάτη , ὃς ἕνεκα τοῦ ζῆν ἔρχετ | ||
| τοῦ ἔρωτος ἔχθρα τέλος : ἄμισθος ὁ ἔρως ἐκεῖνος , μισθοφόρος ὁ ἔρως οὗτος : ἐκεῖνος ὁ ἔρως ἐπαινετός , |
| : „ τοῦ χάριν , ὦ δέσποτα , οὕτω διατελεῖς ἀθυμῶν ; ἐμοὶ προσανάθου , χαίρειν εἰπὼν τῷ λυπεῖσθαι : | ||
| . ταῦτα ἔγραφον ἀσθενοῦντος Κλεο - βούλου , νοσεῖ δὲ ἀθυμῶν , ὅτι αὐτοῦ καταθέουσι δύο κανθάρω . ἢν οὖν |
| βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς παρακεκομμένος ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος | ||
| μετιὼν ἀθρόα δυσελπιστίαν καὶ ἀπιστίαν μετὰ πολλῆς ἀνοίας κτᾶται : δύσελπις μὲν γίνεται , εἰ νῦν μόνον ἀλλὰ μὴ καὶ |
| κεραὴ πόδας ὠκέα Μήνη . θηλυτέρη δ ' εἴ κεν πολυφάρμακον ἀμφιβεβῶσα καπνὸν ὑπὸ σπλάγχνοισιν ἀναΐσσοντα δέχηται , ἀθρόος ἔνδοθεν | ||
| πεδίου φεύγουσαν , ἐκχυθέντων τῶν φαρμάκων , ποιῆσαι Θετταλίαν ἅπασαν πολυφάρμακον , οὕτως ἡ τούτων ἐπιστήμη τε καὶ φιλανθρωπία χυθεῖσα |
| ὅτι οὗτος ὁ τρόπος ἦν τῶν παλαιῶν τῆς φιλοσοφίας , βραχυλογία τις Λακωνική : καὶ δὴ καὶ τοῦ Πιττακοῦ ἰδίᾳ | ||
| ταῖς βραχυτέραις τῶν ἐπιστολῶν ξυγχωρῶ , ἵνα τούτῳ γοῦν ἡ βραχυλογία ὡραίζοιτο ἐς ἄλλην ἠχὼ πᾶσα στενὴ οὖσα , τῶν |
| δοκιμῆς . Ὁ δύο πτῶκας διώκων οὐδέτερον καταλαμβάνει : αὕτη δημώδης καὶ δήλη . Ὁδοῦ παρούσης τὴν ἀτραπὸν ζητεῖς : | ||
| παιδικοὺς ἔρωτας ἦν τοῖς λυρικοῖς ἡ τῶν ποιημάτων σπουδὴ , δημώδης ὁ λόγος . ἐξειργάσατο δὲ τὸ προοίμιον ὁ Πίνδαρος |
| φανερὸν ἐκ τῶν εἰρημένων : ὅπως δὲ δυνηθείη τις ἂν νομοθετικὸς γενέσθαι , ζητητέον ἐστίν . ἢ φανερόν ἐστιν , | ||
| γραμματικός τις γένοιτ ' ἂν ἢ μουσικός , οὕτω καὶ νομοθετικὸς ἀπὸ τοῦ εἰδότος νομοθετεῖν , ὅς ἐστιν ὁ πολιτικός |
| τὰς κακίας ὑποκορίζεσθαι τῷ τῆς ἀρετῆς ὀνόματι οὔτε τὰς ἀρετὰς φαυλίζειν τὰ τῆς κακίας ἑκάστῃ παρατιθέντα . οὕτω τοίνυν καὶ | ||
| οὐκ ἄτοπον ὧν τὰ ἔργα κοσμεῖ , τούτων τὴν πολιτείαν φαυλίζειν , καὶ ἃ τῆς τῶν πεισθέντων ἀρετῆς τίθεται δείγματα |
| ἰχθῦς τε πετραίους , λάβρακας , τρίγλας καὶ κοινῶς τοὺς εὐστόμους τε καὶ εὐστομάχους καὶ εὐχύμους καὶ τὰ τῶν νεωτέρων | ||
| αὐτοδιδάκτους , ζηλωτὰς τῶν ἀρίστων , μιμητὰς τῶν καλῶν , εὐστόμους καὶ ἐπιχάριτας τῷ λόγῳ , ἐρασμίους , εὐαρμόστους , |
| πορείαν ἐποίησάν σφισιν οἱ Αἰτωλοὶ τοῖς τε ἀκοντίοις ἐς αὐτοὺς ἀφειδέστερον καὶ ὅτῳ τύχοιεν καὶ ἄλλῳ χρώμενοι , ὥστε ἐς | ||
| ἄθλων ἐτάχθην κοσμῆσαι τὸν τάφον , ὅσῳπερ ἂν προθυμότερον καὶ ἀφειδέστερον ταῦτα παρεσκευάσμην , τοσούτῳ μᾶλλον ἂν προσήκοντ ' ἔδοξα |
| . . . , . ] : ἀνήρης : οὐκ ἀνδρώδης , οἱ δὲ ἀνάρμοστος . ἀνήρεις : ἀνάνδρους , | ||
| Ἰλιόθεν με φέρων ἄνεμος Κικόνεσσι πέλασσεν . ὁ δὲ βακχεῖος ἀνδρώδης πάνυ καὶ εἰς σεμνολογίαν ἐπιτήδειος , οἷον Σοὶ Φοῖβε |
| χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται | ||
| χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται |
| ] εὑρεσιλόγος , εὑρεσιολόγος . , ἐφευρετὴς λόγων ψευδῶν , πολύλογος , ἑτοιμολόγος . , λόγους ἐφευρίσκων εὑρίσκων καὶ ἀπολογίαν | ||
| . Κηφισοδήμῳ ] καὶ οὗτος Ἀθηναῖος , ῥήτωρ καὶ ξυνήγορος πολύλογος . κἀπεμορξάμην : ἔκλαυσα . ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος . |
| . Ἐσπούδακας , ὦ Φαῖδρε , ὅτι σου τῶν παιδικῶν ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε , καὶ οἴει δή με ὡς ἀληθῶς | ||
| ὡς αὐτίκα μάλα αὐτὸν ἐξαλείψει τὸ πένεσθαι . ἔπειτ ' ἐπελαβόμην τοῦ γέλωτος ὡς ἀρκέσον ὑμῖν ἄνδρα ἔχειν ᾧ πλουτεῖν |
| Ἡδεῖα μὲν τεττίγων ἠχή , γλυκεῖα δὲ ὀπώρας ὀδμή , τερπνὴ δὲ ποιμνίων βληχή . Εἴκασεν ἄν τις καὶ τοὺς | ||
| ἄδελφέ μου Τρωίλε , ὦ σκύμνε καὶ βασιλικώτατον γέννημα , τερπνὴ περιπλοκὴ τῶν ἀδελφῶν ὃς τρώσας τὸν Ἀχιλέα τῷ ἐρωτικῷ |
| στησάτων . Πληθ . Στήσατε , στησάτωσαν : πρόδηλος ἡ τεχνολογία ὁμοία οὖσα τοῖς ἀπὸ τῶν εἰς ω . Ἑνικά | ||
| ἐπὶ τούτοις ἡ θρυλουμένη παρὰ τοῖς διαλεκτικοῖς περὶ τῶν σοφισμάτων τεχνολογία . Παραπλήσια δὲ καὶ ἐπὶ τῆς διαστολῆς τῶν ἀμφιβολιῶν |
| ἄλλο δοκεῖν ποιεῖ : ὁ μὲν γὰρ κατήγορος καὶ σιωπῶν ἀξιόπιστος , σὺ δὲ Ἕλλην καὶ ῥᾴδιος τὸν τρόπον καὶ | ||
| ' ἔχων χρυσίου : καὶ ἡ τῶν ἐκ προνοίας φόνων ἀξιόπιστος οὖσα βουλὴ τὸ δίκαιον καὶ τἀληθὲς εὑρεῖν , καὶ |
| , φιλοκερδής , φιλόδωρος , φιλόπαις φιλότεκνος φιλόστοργος φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , | ||
| τῶν περὶ τὰ πολεμικά , φιλογυμναστής τέ τις ὢν καὶ φιλόθηρος . Ἔστι γάρ , ἔφη , τοῦτο τὸ ἦθος |
| ἀπόρους ἀσωτία καὶ πολυτέλεια , πολλοὺς δὲ ἀδόξους αἰσχροκέρδεια καὶ μικροπρέπεια . μετά γε μὴν τὴν κακίαν δευτέρα τῶν τοιούτων | ||
| . ἔστι δὲ περὶ χρημάτων δαπάνας ὑπερβολή , ἔλλειψις δὲ μικροπρέπεια , ὧν μεγαλοπρέπεια μεσότης ἐστί . οὐ τὸ μὴ |
| βραδὺς ὠφελῆσαι , ταχὺς βλάψαι , διαβαλεῖν προχειρότατος , ὑπερασπίσαι μελλητής , δεινὸς φενακίσαι , ψευδορκότατος , ἀπιστότατος , δοῦλος | ||
| Λυκόφρονος , ὅπερ ἔγωγε οὐ πάνυ ἐπαινῶ . ὀνόματα δὲ μελλητής μελλητικός , καὶ ἴσως ὀκνηρός , καὶ βραδὺς καὶ |
| δὲ ὑπώρειαι τοῦ Καυκάσου καλοῦνται Κωλικὰ ὄρη . ἡ χώρα Κωλική . Κώμη . ἐν ταῖς μακραῖς ὁδοῖς μέσα χωρία | ||
| δὲ ὑπώρειαι τοῦ Καυκάσου καλοῦνται Κωλικὰ ὄρη . ἡ χώρα Κωλική . . Κόραξοι : ἔθνος Κόλχων πλησίον Κώλων . |
| καὶ ὠφελιμωτάτη χρῆσίς ἐστιν , ἀδελφοὺς δὲ τοὺς παιδείας καὶ ἀσκητικῆς ψυχῆς ὡς ἂν ἐγγόνους ἀστείους λόγους , οὓς πάντας | ||
| πρὸς τὸ ποθούμενον συντήξεως ἄκρως κατορθοῦται . αὕτη τροφὴ ψυχῆς ἀσκητικῆς , ἥδιστον ἀντὶ πικροῦ τὸ πονεῖν ὑπολαβεῖν , ἧς |
| ἀποδόμενος τὸν ἀγρόν . συηνία καὶ ὑηνία : ἀμαθία , σκαιότης παρὰ Φερεκράτει . καὶ συηνεῖν Πλάτων ὁ φιλόσοφος τὸ | ||
| ἀνισότης , ἀγριότης , δωροδοκία , παραγωγή , ἑτερορρέπεια , σκαιότης , πλάνη . καὶ τὰ ῥήματα ἀδικεῖν , παρανομεῖν |
| διὰ τὸ νυμφεύω νυμφίος . . . . ἀμφίπολος : θεραπαινίς : παρὰ τὴν ἀμφί πρόθεσιν καὶ τὸ πολῶ , | ||
| κεκλεισμένον , ἤρασσε μετὰ σπουδῆς . ἐπεὶ δὲ ἀνέῳξεν ἡ θεραπαινίς , ἐπιπεσὼν τῇ Καλλιρόῃ τὴν ὀργὴν μετέβαλεν εἰς λύπην |
| τὴν λεοντείαν δορὰν πήραν τε καὶ πώγωνα καὶ βάκτρον μέγα σιγῶν δοκεῖς μοι φρόνιμος εἶναι καὶ σοφός . τύπους γὰρ | ||
| καὶ μὴ βουλομένους , ἀλλὰ κοσμίως ἡμῖν παρατίθησι τὴν τράπεζαν σιγῶν ; Σοφοκλῆς δέ πού φησιν ὡς ἄρα τὸ πρὸς |
| καὶ τοῦ Πηλέως οὕτως ἀκόλαστος ἦν περὶ τὰς ἡδονὰς καὶ μικροπρεπὴς ὥστε ἀπελθούσης τῆς Βρισηίδος παρ ' αὐτοῦ καὶ χρόνον | ||
| καὶ βάναυσος καλεῖται . ὁ δὲ ἐλλείπων , ὃς καὶ μικροπρεπὴς καλεῖται , περὶ πάντα ἐλλειπής ἐστιν . ἀναλίσκων γὰρ |
| εἰ μὲν μὴ ἔνοχος ὢν ταῖς μελλούσαις ἀποφάσεσιν ἀναβαίνει , κακόνους ἐστὶ τῇ πολιτείᾳ , καὶ τοὺς ἐπὶ τῷ δήμῳ | ||
| ταχίστην ἀπαλλάττεσθαι , τὸν δὲ πρὸς τοὺς βαρβάρους καὶ πάλαι κακόνους πόλεμον φύσει προσειρῆσθαι , καὶ μὴ καιρῶν εἶναι ταῦτα |
| πράγματα ἀδοξία κακοδοξία , δύσκλεια , δυσφημία , ἀγνωσία , καταβοὴ ὡς Θουκυδίδης . καὶ τὰ ἐπιρρήματα ἀδόξως , ἀκλεῶς | ||
| ὑποψία τε ἡμᾶς κατείληφεν , ὡς ἡ περὶ τῆς ἐξόδου καταβοὴ καὶ ἀγανάκτησις οὐκ ἀπὸ τῆς αὐτῆς προαιρέσεως παρὰ πάντων |
| βουλῆς καὶ ἱππάρχοις καὶ χιλιάρχοις αὐτοῦ Πομπηίου , ὁ δὲ Ποπίλιος αὐτοὺς ἐς Ῥώμην ἔπεμπε δικασομένους τῷ Πομπηίῳ . κρίσεως | ||
| αὐτῷ καὶ λέγοντι βουλεύσεσθαι , κύκλον τῇ ῥάβδῳ περιέγραψεν ὁ Ποπίλιος καὶ εἶπεν ” ἐνταῦθα βουλεύου . “ ὃ μὲν |
| ' οὗ καὶ προγευστρίδα αὐτὴν ἐκάλεσαν εἰς τὴν ἐνάργειαν ἀπιδόντες εὐθυβόλως ἔνιοι . πέφυκε δὲ καὶ ἡ ἐλπὶς ὡσανεὶ τοῦ | ||
| [ οἷς ] ἔμελλον ἀνέξειν ἀδικημάτων . τούτους ὁ νόμος εὐθυβόλως „ ἀποκόπους „ προσαγορεύει τὴν περὶ τοῦ πάντα γεννῶντος |
| . . . . . . . οϚ ιβ γοʹ Δήουα . . . . . . . . . | ||
| . . . . . . . οϚ ιβ γοʹ Δήουα . . . . . . . . . |
| συνεσταλμένος , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος , καταπλήξ : ὁ γὰρ ἄψυχος | ||
| οὕτως ἀωρὶ τοῦ παντὸς χρόνου μελῳδῶν . εἶτα φῂς εἶναι φιλόψυχος καὶ καταψεύδει σαυτοῦ . καὶ τίς ὦ πρὸς θεῶν |
| καὶ οὐ τιμωρητικός . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ μεγαλοψυχίᾳ ἁπλότης καὶ γενναιότης καὶ ἀλήθεια . [ Φρόνησίς ἐστιν ἐπιστήμη τοῦ ποῖα | ||
| εὔτολμος . καὶ τὰ ὀνόματα θάρρος θάρσος , ἀνδρεία , γενναιότης , ἀοκνία , ἄδεια καὶ ἀδεές , ῥώμη , |
| τετραγώνου πλευρά . καὶ ἐπεὶ ἐν σφαίρᾳ μέγιστος κύκλος ὁ ΔΒΓΘ κύκλον τινὰ τῶν ἐν τῇ σφαίρᾳ τὸν ΖΕΓΗ διὰ | ||
| γὰρ κύκλοι οἱ ΕΒΗ , ΑΒ μεγίστου κύκλου περιφέρειαν τὴν ΔΒΓΘ κατὰ τὸ αὐτὸ σημεῖον τέμνουσι τὸ Β τοὺς πόλους |
| καὶ ἆθλα τοῖς νικῶσι μεγαλοπρεπῶς ἐδίδου , καὶ ἦν πολλὴ εὐθυμία ἐν τῷ στρατεύματι . Τῷ δὲ Κύρῳ σχεδόν τι | ||
| δὲ οἱονεὶ ψυχαγωγία ἀπὸ ἀηδοῦς τινος ἐπὶ τὸ κρεῖττον , εὐθυμία δὲ ψυχῆς βραχεῖα χαρά , ἡδονὴ δὲ ψυχῆς ἀρέσκεια |
| ἄλογος λέγεται διότι αἰτίας ἐστέρηται , οἷον ὡς ὅταν τις δοξάζῃ τὴν ψυχὴν ἀθάνατον εἶναι , μὴ λέγων αἰτίαν , | ||
| καὶ οὐχ ὑπ ' αὐτοῦ , ὅταν μέντοι αὐτὸς οὕτως δοξάζῃ , τὸ ἔστι προστίθησιν , ὡς ἥτις οὐδὲ καθ |
| μέν ἐστι κακία κεκριμμένη , κακοτροπία δὲ ποικίλη καὶ παντοδαπὴς πανουργία . κέλης καὶ ἐπακτροκέλης διαφέρει . κέλης μὲν γάρ | ||
| : πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία , οὐ σοφία φαίνεται . ὧν ἕνεκα πρῶτον καὶ |
| Πορνοκόπος : οὕτω Μένανδρος , οἱ δ ' ἀρχαῖοι Ἀθηναῖοι πορνότριψ λέγουσιν . Λήθαργος : οὕτω Μένανδρος , οἱ δ | ||
| παραινεῖσθαι λέγουσιν : δέον οὖν ἄσχολος λέγειν . Πορνοκόπος καὶ πορνότριψ . Λίθαργος καὶ ἐπιλήσμων . Οἰκοδόμημα , οὐχὶ οἰκοδομή |
| ὡσανεὶ κιννάβαρι , τοὺς δ ' ἀπ ' αὐτῆς πιόντας παράφρονας γίνεσθαι . τοῦτο δ ' ἱστορεῖ καὶ Φίλων ὁ | ||
| ] γίνωσκε ἤνυσε δὲ σφαλερούς : ἐποίησε δὲ τρομεροὺς καὶ παράφρονας καὶ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ πολλάκις πρὸς θάνατον ἤγαγεν ἄφρονας |
| . τὰ δὲ πράγματα φιλοπαιγμοσύνη , παιδιά , γέλως , κομψεία , χαριεντισμός , στωμυλία , φιλοσκωμμοσύνη εὐσκωμμοσύνη σκῶμμα , | ||
| Ἀττικοί , κατὰ χειρῶν Ἕλληνες . κοχώνη ἡ ὑπογλουτίς . κομψεία Ἀττικοί , πανουργία Ἕλληνες . κότινος Ἀττικοί , ἀγριέλαιος |
| εὐρωστία , δικαιοσύνη , δικαιοπραγία , εὐσέβεια , ὁσιότης , εὐγνωμοσύνη , ἐπιείκεια , μεγαλοψυχία , μεγαλογνωμοσύνη , φιλανθρωπία , | ||
| μὴ μεταπέσῃ τὸ ἦθος τοῦ δια - φερομένου καὶ προσγένηται εὐγνωμοσύνη . πολεμεῖν δὲ μὴ λόγῳ , ἀλλὰ τοῖς ἔργοις |
| ἐστιν . Πᾶν ἁμάρτημα μάχην περιέχει . ἐπεὶ γὰρ ὁ ἁμαρτάνων οὐ θέλει ἁμαρτάνειν , ἀλλὰ κατορθῶσαι , δῆλον ὅτι | ||
| οὕτως . ὁ γὰρ ὡς φρόνιμος ἐνεργῶν , εἶτα ἑκὼν ἁμαρτάνων , ἢ πρὸς τοὐναντίον τοῦ τέλους ἀπένευσεν ἀντὶ τοῦ |
| καὶ ἐνοχλοῦν σῶμά ἐστι , κινεῖ δ ' ἡμᾶς ἡ εὐμουσία ἐνοχλεῖ δ ' ἡ ἀμουσία . ἔτι πᾶν τὸ | ||
| καὶ διατρίβουσι περὶ παιδείαν , οὐδὲ αὐτὴ ἡ ἐν λόγοις εὐμουσία καὶ διατριβή , ἀλλ ' ἣν οἱ πολλοὶ ἀκύρως |
| πρότερον λελεγμένα γινέσθω . καὶ κατακειμένους μὲν ἐγκρύψομεν τούς τε ἀσθματικοὺς καὶ ῥευματιζομένους θώρακα καὶ πλευρὰ καὶ στομαχικοὺς καὶ καχεκτικοὺς | ||
| σπωμένων ἑρπύλλου καὶ κισσοῦ φύλλοις , μανδραγόρᾳ , μαράθῳ . ἀσθματικοὺς δὲ καὶ ὀρθοπνοϊκοὺς ὑποθυμιατέον θείῳ , ἀβροτόνῳ , ὑσσώπῳ |
| , δι ' ὧν πρὸς τὸ πρῶτον ἀγαθὸν ἀναφέρεται , ἀπάθεια καὶ ἀλήθεια , ὧν τὸ μὲν πρακτόν , τὸ | ||
| ψευδῆ ταῦτά ἐστιν , ἐξ ὧν ἡ εὔροιά ἐστι καὶ ἀπάθεια ἀπαντᾷ , λάβε μου τὰ βιβλία καὶ γνώσῃ ὡς |
| ἐν λόγῳ , ὁ δ ' αὐτὸς καὶ προτρεπτικὸς καὶ ἐλεγκτικὸς οὗτος ὁ δυνάμενος ἑκάστῳ παραδεῖξαι τὴν μάχην , καθ | ||
| ὁ διάλογος διὰ μὲν τὸν Φαῖδρον ἠθικὸς καὶ καθαρτικὸς , ἐλεγκτικὸς , προτρεπτικὸς εἰς φιλοσοφίαν : διὰ δὲ τοὺς περὶ |
| ὁ δὲ γελᾷ πάντα , τοὺς μὲν κατηφεῖς τε καὶ σκυθρωποὺς , τοὺς δὲ χαίροντας ὁρῶν . Ζητεῖ δὲ ὁ | ||
| ἤγουν νεκροῦν τὴν ἐμὴν ψυχήν . . . ξένους ] σκυθρωποὺς , παραδόξους . γρ . ξύννους . . εἰς |
| σύνθετον εὐτράπελος . . . . . . εὐτράπελος : εὐτράπελος : . . . ὥσπερ γὰρ παρὰ τὸ εἴκω | ||
| τις ἐμμελής . καλεῖται δὲ εὐτραπελία καὶ ὁ ἔχων αὐτὴν εὐτράπελος , οἷον εὔτροπός τις ὤν , φησίν . εὔτροπον |
| φαύλαις τε καὶ ταῖς ἀγαθαῖς ὡς ὂν φύσει τοιοῦτον , σοφιστικῶς ἐκεῖνος ἐπήγαγε τὸ ὡς ταχὺ μετῆλθόν ς ' αἷμα | ||
| ἀγείροντα ἑωρᾶσθαι καὶ νῦν καθήμενον ἐπὶ θρόνου τινὸς ὑψηλοῦ μάλα σοφιστικῶς καὶ σοβαρῶς , μέλλοντα ὑμᾶς προκαλέσεσθαι ἀφ ' ὧν |
| πυκνοτέραις . λιπαίνων : πιαίνων , τρέφων . Ἐπιψαύει : κολακεύει , ἅπτεται αὐτῶν . τιταίνων : ἐξαπλῶν . Πρηΰνει | ||
| . ἄλλοι τε χρῶνται καὶ Ἀριστοφάνης : „ εἴ τις κολακεύει παρὼν καὶ τὰς κρωκύδας ἀφαιρῶν „ . Ἄφθονος ἄγρα |
| ἡ γυνὴ Ἀβραὰμ οὐκ ἔτικτεν αὐτῷ . ἦν δὲ αὐτῇ παιδίσκη Αἰγυπτία , ᾗ ὄνομα Ἄγαρ . εἶπε δὲ Σάρα | ||
| ὁδῷ Σούρ . καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος κυρίου : παιδίσκη Σάρας , πόθεν ἔρχῃ , καὶ ποῦ πορεύῃ ; |
| βοηθεῖν αὐτοῖς ὅπως τοὺς ἐν οἷς ἠτύχησαν καιροῖς ἀδικήσαντας αὐτοὺς ἀμύνωνται , τῇ τρισκαιδεκάτῃ τοῦ δωδεκάτου μηνός , ὅς ἐστιν | ||
| , ἐπειδὰν πρὸ ἐμοῦ τὸν Ὅμηρον καὶ τοὺς ἄλλους ποιητὰς ἀμύνωνται . ἀλλ ' οὐδέπω οὐδὲ τὸν ἄριστον τῶν φιλοσόφων |
| μή . ἀλλ ' , ὦ τέκνον , χρή : φιλοπάτωρ δ ' ἀεί ποτ ' εἶ μάλιστα παίδων τῶιδ | ||
| διαφθείρει καὶ τοῦ γένους ἀποστερεῖ . μισόπαις οὗτος , ἐγὼ φιλοπάτωρ γίγνομαι . ἐγὼ τὴν φύσιν ἀσπάζομαι , οὗτος τὰ |
| τὸ δοκοῦν ἡμῖν κατασκευάζειν εὐχερῶς . Ἀνασκευὴ τοίνυν ἐστὶ λόγος ἀνατρεπτικὸς τοῦ πιθανῶς προτεθέντος λόγου καὶ κατασκευὴ τοὐναντίον λόγος κατασκευαστικὸς | ||
| ὁ τοῦ σοφίσματος αὐτῶν καθέστηκεν ἔλεγχος . Δεύτερος πάλιν λόγος ἀνατρεπτικὸς τῆς ῥητορικῆς τοιοῦτός ἐστιν : εἰ ἔστιν ἡ ῥητορική |
| : καὶ ἰδὼν αὐτὸν ὁ θάνατος προσεκύνησεν αὐτὸν λέγων : Χαίροις , τίμιε Ἁβραὰμ , δικαία ψυχὴ , φίλε γνήσιε | ||
| , ὡς μηδὲ ἐκείνου δυνηθέντος τηρῆσαι τὴν ἑαυτοῦ γνώμην . Χαίροις Ὑψιπύλη φίλη : τοὺς ἐμοὺς κορύμβους πλέκω : οὔ |
| καρδία τάλαινα , πρὶν μὲν ἐς ξένους γαληνὸς ἦσθα καὶ φιλοικτίρμων ἀεί , ἐς θοὐμόφυλον ἀναμετρουμένη δάκρυ , Ἕλληνας ἄνδρας | ||
| Χαλκηδόνιος , ὁ ἑταῖρος Πλάτωνος , τά τε ἄλλα ἦν φιλοικτίρμων καὶ οὐ μόνον φιλάνθρωπος , ἀλλὰ καὶ πολλὰ τῶν |
| Ἰξίων τοῦτο βοᾷ καὶ λέγει , ὅτι δεῖ τοὺς εὐεργέτας ἀντευεργετεῖν . ἔμαθε δὲ σαφῶς ὁ Ἰξίων , ὅτι δεῖ | ||
| γάρ ἐστι δικαιότερον ἢ τοὺς γενέσεως καὶ παιδείας αἰτίους ὄντας ἀντευεργετεῖν ; , : Ἀναξιμένους : οὐ γὰρ οὕτως οἱ |
| σχῆμα τοῦ λόγου . τῇ γὰρ ἀντιπαραθέσει τοῦ ἥττονος ἡ εὐτέλεια δείκνυται . καταγλωττισμάτων : εἶδος φιλημάτων περιεργότερον τὸ καταγλώττισμα | ||
| . Οἰκεῖαι δέ εἰσιν αὐτῆς : αὐστηρία : ἐγκράτεια : εὐτέλεια : λιτότης : κοσμιότης : εὐταξία : αὐτάρκεια . |
| δορατοφόρος ἐν ἱππικῇ , ἐκ διαστήματος δέ , ὡς ἡ τοξικὴ καὶ ἀκοντιστική . καὶ τούτων ἑκάστη ἤτοι ταχεῖα ἢ | ||
| δὲ τύχῃ , τέλος . οὕτως οὖν καὶ κυβερνητικὴ καὶ τοξικὴ οὐκ ἀπὸ τῶν τελῶν ὁρίζονται . οὐ γὰρ ἀεὶ |
| ἀντὶ τοῦ “ εὐτελεῖς καὶ ἀδόξους ἄνδρας ” . Γ μάττοντας ] πολλὰ ἐσθίοντας . τούς θ ' Ἡρακλέας Γ | ||
| θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ καὶ κωρυκίς , ἣ καὶ τοὺς μάττοντας ἐγείρει . ὦ κακοδαίμων , ὅστις ἐν ἅλμῃ πρῶτον |
| ἐκχεῖτε μὴ δὲ λούτριον . ἡ δὲ νέα κωμῳδία καὶ λουτῆρας λέγει . Αἰσχύλος δ ' ἂν ἐοίκοι τὰ βαλανεῖα | ||
| ἀντίπαις ἀπφία , ἀπφίον δεῖπνον δειπνοπίθηκος διαβασιλίζεται εἰργασμένον ἐμμακεδονίξαι καψιδρώτιον λουτῆρας μαχαίρια ὀρεινόν ὀστοθήκην , ὀστοκόπον πισύγγους , πισύγγια πονηρούς |
| . Φιλεῖ δὲ καὶ Θεὸς τὸν σοφῶς συζῶντα : ἡ ἀμέλεια κατὰ τὴν θεόπνευστον γραφήν : Ἀνὴρ κατοιόμενος καὶ καταφρονῶν | ||
| , ὁ δὲ ἀμελεῖ . ἢ ἔστιν ἄλλως πως γιγνομένη ἀμέλεια ; οὐ γάρ που ὅταν γε ἀδύνατον ᾖ τῶν |
| , καὶ πῶς ἂν μαλακώτατα καθεύδοις , καὶ πῶς ἂν ἀπονώτατα τούτων πάντων τυγχάνοις . ἐὰν δέ ποτε γένηταί τις | ||
| Μεσσηνίων μονωθέντων ἐγένετο οὐ χαλεπὴ καὶ νίκην ἑτοιμοτάτην πασῶν καὶ ἀπονώτατα ἀνείλοντο . Ἀριστομένης δὲ καὶ οἱ σὺν αὐτῷ συνέμειναν |
| μὴ λυπούμενος . λέγεται δὲ καὶ ἀλύπητος . Θεόπομπος . ἄλυς : ἡ ἄλη καὶ ὁ ῥιπασμός . καὶ ἀλύειν | ||
| τὸ ἀλῶ ἀλύσσω , ὡς ὀρύσσω , ἐξ οὗ καὶ ἄλυς , ἡ πλάνη τῆς διανοίας . ἢ παρὰ τὴν |
| Καλλαίσχρου περὶ τῶν τιμῶν : πολλάκις , ὦ Ἀθηναῖοι . Τυρρηνικός : ἅπαντα συμβήσεσθαι ἔτι . Κατὰ Διονυσίου τοῦ ἐπὶ | ||
| καὶ πωλούμενον . . . . , . , . Τυρρηνικός : ἅπαντα συμβήσεσθαι ἔτι . . . . κέρκουρος |
| τῶν πυρῶν κυρήβια καλεῖται . οἶνος γλυκύς , ἡδύς , ἐπαγωγός , πότιμος , ἀνθοσμίας : ὁ δ ' ἄλλος | ||
| ἀπὸ τῆς κράμβης θεραπείας . ἔστιν ἡ κράμβη γυναιξὶν ἐμμήνων ἐπαγωγός , καὶ μάλιστα , εἴ γε τὸ ζέμα αὐτῆς |
| ἀποστροφὰς καὶ φαύλων ἔσθ ' ὅτε ἐπιθυμίας βρωμάτων , καὶ κυνώδεις ὀρέξεις , ἄρθρων τε ὀδύναι παρέσονται καὶ δυσκινησίαι νεύρων | ||
| ' ὧν λέγει δήμων . ἅμα δὲ Γ καὶ ὡς κυνώδεις αὐτοὺς διαβάλλει . Γ νυν ] δή . αὐτῶ |
| κατειργασμένον γνώρισμα , καὶ διὰ τὸ τοῦ ἤθους ἀπαίδευτον μᾶλλον ἐλεεῖται . Σωπάτρου . Ἀπὸ τῶν εὐπορωτέρων ἐπὶ τὰ ἀπορώτερα | ||
| Ἡ σωφροσύνη πάρεστιν , ἂν μετρῇς σεαυτόν . Ὁ πένης ἐλεεῖται , ὁ δὲ πλούσιος φθονεῖται , Ὁ μέσως δὲ |
| προσφίλεια ] ἀγάπη . προσφίλεια ] κατ ' εἰρωνείαν . προσφίλεια ] σχέσις , οἰκείωσις . θ προσφίλεια ] ἤγουν | ||
| . προσφίλεια ] οἰκείωσις : ἀπὸ τοῦ προσφιλὴς προσφίλεια . προσφίλεια ] ἡ φιλία , ἡ οἰκείωσις . προσφίλεια ] |
| φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος , κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα φιλεγκλημόνως , μεμψιμοίρως , | ||
| ἐκ τοῦ κακο σύνθετα . κακοδαίμων , κακοῦργος , κακολόγος κακήγορος , κακοπράγμων ὡς Ὑπερείδης , κακόβιος , κακόβουλος , |
| [ καὶ ] μεταλλαγῆς [ ] ? [ ἀμείνονος ] ποιήσησθε ? ? ? ? [ ! ! ! ! | ||
| πάντας τοὺς συμμάχους , προθέντες καὶ ὁρίσαντες κρίσεις καὶ δηλώσεις ποιήσησθε φ τόν τε ἄλλον χρόνον : πρὸ τοῦ πολέμου |
| , ὅταν [ βοηθῇ ] παρέχουσα ἀφορμὰς [ ] καὶ ὁδηγοῦσα ? ? τὸν [ ] προσδιαλεγόμενον ? [ . | ||
| καὶ ἀρετῆς παράδοσις καὶ ἐκ παιδὸς ἀγωγὴ ἐπ ' ἀρετὴν ὁδηγοῦσα . παιδίσκη μέν ἐστιν πᾶσα ἡ τὴν παιδικὴν ἔχουσα |
| θεοὺς ἐράων , ἢ ψεῦδος ὀμόσσῃς ; ἀλλ ' οὔτε μισολόγος οὕτως οὐδείς , ὡς τούτων γε εἵνεκα τὴν τῶν | ||
| καὶ μὴ ἔστιν ἡ ἀσοφία , πανοῦργος , ἀμαθής , μισολόγος , ἄνους , ἀνόητος , ἀλόγιστος , εἰ καὶ |
| μετὰ δόλου ἔλαβεν , ἴσως ἂν εἴποι τις , οὐκ ἐπαινετός . Τί οὖν φησι : καὶ εὐλογημένος ἔστω ; | ||
| ὁ δὲ ἐλεεινός : ὁ μὲν ἐπάρατος , ὁ δὲ ἐπαινετός : ὁ μὲν μοιχικός , ὁ δὲ νόμιμος . |
| αὐτάρκειαν ἀσπάζῃ , φιλόσοφε , τί οὐ τοὺς Πυθαγορικοὺς ἐκείνους ζηλοῖς , περὶ ὧν φησιν Ἀντιφάνης μὲν ἐν Μνήμασι τάδε | ||
| διδάσκει κἂν ἄμουσος ἦι σοφὸν Καρχηδόνιον . . . . ζηλοῖς , λαβών τε τὴν [ ! ! ! ! |
| , μύλλοι , σαπέρδαι , θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ καὶ κωρυκίς , ἣ καὶ τοὺς μάττοντας ἐγείρει . ὢ κακοδαίμων | ||
| : ἐλάμβανον δὲ καὶ αὐτοὶ μέρη τινὰ τῶν λύτρων . κωρυκίς : θύλακος , πήρα . Ἀριστοφάνης Ὁλκάσι : σπυρὶς |
| πλείονες γίνονται σχέσεις αὐτῶν , ἐξ ὧν αἱ μέν εἰσιν ἀσύστατοι αἱ δὲ συνιστάμεναι , ὡς διὰ τῶν ὑπογραμμάτων δείκνυται | ||
| εἰσὶν ἀσύστατοι τέσσαρες δὲ συνιστάμεναι , κατὰ δὲ ἄλλους τρεῖς ἀσύστατοι καὶ τρεῖς συνιστάμεναι . καὶ εἰ μὲν τρεῖς εἰσιν |
| ἤπειρον , οὖσαι τῶν Γηρυόνος βοῶν ἀπόγονοι . πείσει , καταπραϋνεῖ , καταπαύσει . . 〚 τεθνεὼς Κεφαλῆσι : Προσέπαιξε | ||
| ἤπειρον , οὖσαι τῶν Γηρυόνος βοῶν ἀπόγονοι . πείσει , καταπραϋνεῖ , καταπαύσει . . 〚 τεθνεὼς Κεφαλῆσι : Προσέπαιξε |
| πρῶτον αὐτῶν τιθείς , τέως δ ' ἐμέρισεν , ἵνα εὐπετὴς αὐτῷ πρὸς τὴν λύσιν γένηται . λύει τοίνυν αὐτὴν | ||
| προσκείμενος ἰδέᾳ , διὰ τὸ λαμπρὸν αὖ τῆς χώρας οὐδαμῶς εὐπετὴς ὀφθῆναι : τὰ γὰρ τῆς τῶν πολλῶν ψυχῆς ὄμματα |