: εἰ καὶ σὺ ἑκάστοτε σπουδῇ βαδίζων εἰς πόλιν , προσευχόμενος αἰτεῖς παρὰ τῶν θεῶν δοῦναί σοι ἀγαθά , οὐ
ἐξετίθετο αὐτοῖς καθεξῆς λέγων , Ἐγὼ ἤμην ἐν πόλει Ἰόππῃ προσευχόμενος καὶ εἶδον ἐν ἐκστάσει ὅραμα , καταβαῖνον σκεῦός τι
ὁρᾶν τὸ συμφέρον . Μοναχός : διὰ τὸ μόνος θεῷ προσευχόμενος . ἢ ὁ μόνος ἔχων τὸ πάντων αἴτιον ,
' ἐμοῦ . καὶ προελθὼν μικρὸν ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ προσευχόμενος καὶ λέγων , Πάτερ μου , εἰ δυνατόν ἐστιν
6442795 ἀκουστος
τῇ καρδίᾳ εἰς τὸν ὁραθῆναι θέλοντα : οὐ γάρ ἐστιν ἀκουστός , οὐδὲ λεκτός , οὐδὲ ὁρατὸς ὀφθαλμοῖς , ἀλλὰ
καὶ θέρισον , ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα θερίσαι , ὅτι ἐξηράνθη ὁ θερισμὸς τῆς γῆς . καὶ ἔβαλεν ὁ καθήμενος
: ἐὰν γὰρ πάνυ μικρὸς γένηται ὁ ψόφος οὐκ ἔστιν ἀκουστός , ἡ μέντοι γε ἀντιληπτικὴ δύναμις σώζεται . ἴσως
. καὶ ἕτερον κατέπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν , καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα . καὶ ἕτερον ἔπεσεν
6275017 ἀνοιγονται
Ἡ ἑνδεκάτη ὥρα τῆς νυκτὸς καλεῖται Σάλτου , ἐν αὐτῇ ἀνοίγονται αἱ πύλαι τοῦ οὐρανοῦ , καὶ ἄνθρωπος προσευχόμενος ἐν
ἐστίν , καὶ οἴδατε ὅτι πᾶς ἀνθρωποκτόνος οὐκ ἔχει ζωὴν αἰώνιον ἐν αὐτῷ μένουσαν . ἐν τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν ἀγάπην
ἐπιθυμοῦντα . Πέπταται : ἐξήπλωνται , ἐξηνέῳκται , ἀνοίγεται , ἀνοίγονται , ἐξήπλωται : ἀπὸ τοῦ πῶ τὸ κεῖμαι ,
: οὕτως γὰρ πλουσίως ἐπιχορηγηθήσεται ὑμῖν ἡ εἴσοδος εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν τοῦ κυρίου ἡμῶν καὶ σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ .
6251255 ἐπληθυνθησαν
πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων . καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων , ἐγεννήθησαν αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι
; προφήτην ; ναί , λέγω ὑμῖν , καὶ περισσότερον προφήτου . οὗτός ἐστιν περὶ οὗ γέγραπται , Ἰδοὺ ἐγὼ
ἰδὼν „ γάρ φησι ” κύριος ὁ θεός , ὅτι ἐπληθύνθησαν αἱ κακίαι τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς , καὶ
; προφήτην ; ναί , λέγω ὑμῖν , καὶ περισσότερον προφήτου . οὗτός ἐστιν περὶ οὗ γέγραπται , Ἰδοὺ ἀποστέλλω
6225926 συνειδησει
ἀνδρῶν γονίμων βουλεύσασθαι . Λῦε ταῦτα πάντα μὴ διαλείψας ἀγαθῇ συνειδήσει . Ἔῤῥωσο . Παῖτος βασιλεῖ βασιλέων τῷ μεγάλῳ Ἀρταξέρξῃ
. Μακάριος ἀνὴρ ὃς ὑπομένει πειρασμόν , ὅτι δόκιμος γενόμενος λήμψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς , ὃν ἐπηγγείλατο τοῖς ἀγαπῶσιν
τοῦ οὐρανοῦ , καὶ ἄνθρωπος προσευχόμενος ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ καὶ συνειδήσει ἀκουστὸς γίνεται : ἐν ταύτῃ τῇ ὥρᾳ πέτονται ταῖς
. εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐποικοδόμησεν , μισθὸν λήμψεται : εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται , ζημιωθήσεται ,
6171481 πορναι
δ ' ἄρρηκτος , χάλκεον δέ μοι ἦτορ ἐνείη . πόρναι δ ' εἰσῆλθον , κοῦραι δύο θαυματοποιοί , ἃς
δὲ ἐνεργήματα δυνάμεων , ἄλλῳ [ δὲ ] προφητεία , ἄλλῳ [ δὲ ] διακρίσεις πνευμάτων , ἑτέρῳ γένη γλωσσῶν
κυνὸς ὡς ἀκτῖνες ἔλαμπον . Γ Κύννα δὲ καὶ Σαλαβακχὼ πόρναι Ἀθήνησιν . Γ τὴν ἀναίδειαν αὐτοῦ καὶ τὴν τραχύτητα
ὁ γενόμενος εἰς κεφαλὴν γωνίας . καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία , οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον
6157119 Ἰουδας
μόσχος τὰ χλωρὰ ἀπὸ τῆς γῆς . Διὸ ἐγὼ καὶ Ἰούδας πεπράκαμεν αὐτὸν τοῖς Ἰσμαηλίταις τριάκοντα χρυσῶν , καὶ τὰ
τὰ μὲν ὑποδείγματα τῶν ἐν τοῖς οὐρανοῖς τούτοις καθαρίζεσθαι , αὐτὰ δὲ τὰ ἐπουράνια κρείττοσιν θυσίαις παρὰ ταύτας . οὐ
: Ἴσακος Ἰάκωβος Ἰησοῦς Σαββαταῖος Σίμων Λευίς . Ἕκτης : Ἰούδας Ἰώσηφος Σίμων Ζαχαρίας Σομόηλος Σελεμίας . Ἑβδόμης : Σαββαταῖος
ὅταν ὑμᾶς καλῶς εἴπωσιν πάντες οἱ ἄνθρωποι , κατὰ τὰ αὐτὰ γὰρ ἐποίουν τοῖς ψευδοπροφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν . Ἀλλὰ
6122650 περιιπτανται
συνειδήσει καὶ καρδίᾳ εὐάκουστος γίνεται : ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ περιίπτανται ταῖς πτέρυξι σὺν ἤχῳ οἱ ἄγγελοι καὶ τὰ Χερουβὶμ
οἱ ἀετοί . Εὐθέως δὲ μετὰ τὴν θλῖψιν τῶν ἡμερῶν ἐκείνων , ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται , καὶ ἡ σελήνη οὐ
αἰθέρος , τουτέστι τοῦ ἀέρος : καὶ γὰρ τὸν ἀέρα περιίπτανται τὰ εἴδωλα καὶ αἱ ψυχαί . ἢ καὶ ὡς
τοῦ οὐρανοῦ καὶ σαλπίσουσιν Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ μετὰ τῶν κεράτων ἐκείνων , καθὼς προεῖπεν ὁ προφήτης Δαυίδ , ἐν φωνῇ
6093953 φυγουσαι
αὐτοῦ καταγνοῦσαι δεσμωτήριον μὲν καὶ τύμβον ἐκάλεσαν τὸ σῶμα , φυγοῦσαι δ ' ὥσπερ ἐξ εἱρκτῆς ἢ μνήματος ἄνω κούφοις
οὖν πρὸς αὐτόν , Κύριε , πάντοτε δὸς ἡμῖν τὸν ἄρτον τοῦτον . εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς , Ἐγώ εἰμι
τὴν πέτραν . φυγοῦσαι : λιποῦσαι . λιποῦσαι : γράφεται φυγοῦσαι . γράφεται λυποῦσαι πρὸς τὸ σημαινόμενον πρῶτον . Πυγμαίων
ἕως οὗ ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἔλθῃ . καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαριστήσας ἔκλασεν καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων , Τοῦτό ἐστιν
6006836 τρυφαι
εὔκοσμοι , αἱ καλοὺς ἔχουσαι στεφάνους . . θαλίαι ] τρυφαῖ , εὐωχίαι . . , αἱ θάλλουσαι ὥσπερ ἄνθη
πατήρ : αὐτὸ τὸ πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμὲν τέκνα θεοῦ . εἰ δὲ τέκνα , καὶ κληρονόμοι
εὔκοσμοι , αἱ καλοὺς ἔχουσαι στεφάνους . . θαλίαι ] τρυφαῖ , εὐωχίαι . . , αἱ θάλλουσαι ὥσπερ ἄνθη
τοῦ υἱοῦ τῆς ἐλευθέρας . διό , ἀδελφοί , οὐκ ἐσμὲν παιδίσκης τέκνα ἀλλὰ τῆς ἐλευθέρας . τῇ ἐλευθερίᾳ ἡμᾶς
5978393 Σελαναια
ἀντὶ τοῦ τῶν λόγων . . . . : Ἀελίου Σελαναία ] Ἡσίοδός φησιν ἀδελφὴν Ἡλίου τὴν Σελήνην : Θείαν
ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ , πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί , γέγονεν πάντων ἔνοχος . ὁ γὰρ εἰπών ,
εἰσιν αὐτῷ ἐπὶ τῆς γῆς : εὐδαίμονος εὐπρεπεστάτου : Ἀελίου Σελαναία : Ἡσίοδός φησιν ἀδελφὴν Ἡλίου τὴν Σελήνην [ .
ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ , πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί , γέγονεν πάντων ἔνοχος . ὁ γὰρ εἰπών ,
5960911 Ἀγαθος
διδόντων . Ὁμοία τῇ : Δέχεται καὶ βῶλον ἀλήτης . Ἀγαθὸς ψάλτης , ἀγαθὸς ζωμοποιός : ὡς οὐδὲν διάφορον ἡ
ἐκ πίστεως εἰς πίστιν , καθὼς γέγραπται , Ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται . Ἀποκαλύπτεται γὰρ ὀργὴ θεοῦ ἀπ
. Ἀγαθὸς ἀνὴρ λέγοιτ ' ἂν ὁ φέρων τἀγαθά . Ἀγαθὸς ἂν εἴη χὠ φέρων καλῶς κακά . Εὐκαταφρόνητός ἐστι
Κάϊν προσήνεγκεν τῷ θεῷ , δι ' ἧς ἐμαρτυρήθη εἶναι δίκαιος , μαρτυροῦντος ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ τοῦ θεοῦ ,
5949836 πλησιαι
εἰς ὥραν μεταβολαὶ ταῖς ἐξαλλαγαῖς τῶν εἰδῶν εἰσὶ παρα - πλήσιαι : ὅσον γὰρ ἄνθρωπος διαφέρει κυνός , τοσοῦτον χειμὼν
πάντα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐν παραβολαῖς τοῖς ὄχλοις , καὶ χωρὶς παραβολῆς οὐδὲν ἐλάλει αὐτοῖς : ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν
εἰς ὥραν μεταβολαὶ ταῖς ἐξαλλαγαῖς τῶν εἰδῶν εἰσὶ παρα - πλήσιαι : ὅσον γὰρ ἄνθρωπος διαφέρει κυνός , τοσοῦτον χειμὼν
τοῦ θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου , ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσιν . Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς , τοσοῦτον ἔχοντες
5934861 ἐμπνεων
; Ὦ Πνεῦμα Ἅγιον , δι ' οὗ Θεὸς ἅπασιν ἐμπνέων συνέχει καὶ διασῴζει καὶ ἐπὶ τὸ τέλειον ἀνάγει ,
τοῖς πιστεύουσιν ἐν τῇ Μακεδονίᾳ καὶ ἐν τῇ Ἀχαΐᾳ . ἀφ ' ὑμῶν γὰρ ἐξήχηται ὁ λόγος τοῦ κυρίου οὐ
πῦρ δὲ ἐκ μέσης ᾄττει τῆς νεώς , ἐς ὃ ἐμπνέων ὁ ἄνεμος πλεῖ ἡ ναῦς ἔτι καθάπερ ἱστίῳ χρωμένη
ὑμῶν ἡ καρδία , καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ ' ὑμῶν . καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐμὲ
5893373 λαλιστερος
ὑπὲρ τοῦ μὴ ἀδικηθῆναι ὑπὸ τῶν συναντώντων ὄφεων . Τρυγόνος λαλίστερος : ἐπειδὴ καὶ αἱ τρυγόνες οὐ μόνον τῷ στόματι
. εἰ δὲ ἐν δακτύλῳ θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια , ἄρα ἔφθασεν ἐφ ' ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ .
. Τυφλότερος ἀσπάλακος : ἐπὶ τῶν παντελῶς πεπηρωμένων . Τρυγόνος λαλίστερος : ἐπειδὴ αἱ τρυγόνες οὐ μόνον τῷ στόματι ,
κατεργάζομαι αὐτὸ ἀλλὰ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία . Εὑρίσκω ἄρα τὸν νόμον τῷ θέλοντι ἐμοὶ ποιεῖν τὸ καλὸν ὅτι
5824264 ἁγιος
ἡ γὰρ νῦν οὖσα ἱερὰ πόλις , ἐν ᾗ καὶ ἅγιος νεώς ἐστι , μακρὰν ὥσπερ θαλάττης καὶ ποταμῶν συνῴκισται
οἱ δὲ πρὸς αὐτόν , Ἀλλ ' οὐδ ' εἰ πνεῦμα ἅγιον ἔστιν ἠκούσαμεν . ὁ δὲ εἶπεν , Εἰς
ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης τῆς μεγάλης , ὅσοι ἔσονται λαὸς ἅγιος : τότε αὐτοῖς δοθήσεται πᾶσα εὐφροσύνη τοῦ παραδείσου ,
Οὐδὲν κακὸν εὑρίσκομεν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ : εἰ δὲ πνεῦμα ἐλάλησεν αὐτῷ ἢ ἄγγελος Πολλῆς δὲ γινομένης στάσεως φοβηθεὶς
5820476 συννομοι
καρποφόρα τε γᾶς ἐπιπετόμενος ἰαχεῖ . ὧ πταναὶ δολιχαύχενες , σύννομοι νεφέων δρόμωι , βᾶτε Πλειάδας ὑπὸ μέσας Ὠρίωνά τ
ἐβαπτίσθημεν , εἴτε Ἰουδαῖοι εἴτε Ἕλληνες , εἴτε δοῦλοι εἴτε ἐλεύθεροι , καὶ πάντες ἓν πνεῦμα ἐποτίσθημεν . καὶ γὰρ
καθόλου τοὺς συγγενεῖς αὐτοῦ Κλεωνυμίδας κέκληκε . καὶ ματρόθεν Λαβδακίδαισι σύννομοι : ὡς κατὰ μητέρα ἀπὸ Λαβδάκου καὶ Οἰδίποδος τοῦ
, ἀγαθοποιοῦντας φιμοῦν τὴν τῶν ἀφρόνων ἀνθρώπων ἀγνωσίαν : ὡς ἐλεύθεροι , καὶ μὴ ὡς ἐπικάλυμμα ἔχοντες τῆς κακίας τὴν
5811673 λυμεων
οἷον παιών παιῶνος , πλειών πλειῶνος , αἰών αἰῶνος , λυμεών λυμεῶνος , ἀπατεών ἀπατεῶνος , Καρνειών Καρνειῶνος , Ἐλεών
μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις , οὐ πάντως τοῖς πόρνοις τοῦ κόσμου τούτου ἢ τοῖς πλεονέκταις καὶ ἅρπαξιν ἢ εἰδωλολάτραις , ἐπεὶ
* ὁ λυμεὼν ὁ Ὀδυσσεύς , τῶν Τρώων δὲ ὁ λυμεών . * ἑκουσίαν σμώδιγγα : διὰ τοῦτο ἔμεινεν ἀστένακτος
ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς : ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου ζήσει εἰς τὸν αἰῶνα : καὶ ὁ
5808477 ἀρθησεται
: καὶ οὐκ ἔσονται ἔτι ἐξαμαρτάνοντες ἐνώπιον αὐτοῦ , ὅτι ἀρθήσεται ἀπ ' αὐτῶν ἡ καρδία ἡ πονηρά , καὶ
ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι , καὶ ἔθηκεν αὐτὸν ἐν μνήματι λαξευτῷ οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὔπω κείμενος . καὶ ἡμέρα ἦν
ἐπιβαίνουσα ἡ τοῦδε βασιλεία καθ ' ἑκάστην ἡμέραν πρὸς ὕψος ἀρθήσεται . ὁ λαὸς οὗτος ἡγεμόνι τῆς ἀπ ' Αἰγύπτου
τυχὸν παραμενῶ ἢ καὶ παραχειμάσω , ἵνα ὑμεῖς με προπέμψητε οὗ ἐὰν πορεύωμαι . οὐ θέλω γὰρ ὑμᾶς ἄρτι ἐν
5795044 ἐπεμυξαν
δέ ἐστιν ὅ φησι ὁ ποιητής : αἱ δ ' ἐπέμυξαν . τὸ δὲ ἐγείρεσθαι ἀθρόως τὰς παρειμένας ὕπνωι οὐ
οὕτως πᾶν δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖ , τὸ δὲ σαπρὸν δένδρον καρποὺς πονηροὺς ποιεῖ : οὐ δύναται δένδρον ἀγαθὸν
κερτόμευον δὲ ἠρέθιζον εἰρωνευόμενοι . ἐπεμαίετο ἐφήπτετο καὶ ἐπεθύμει . ἐπέμυξαν ἐπεμύχθησαν , οἷον ἀγανακτοῦντες καὶ μὴ δυνάμενοι ἢ ποιῆσαι
ἐστιν δένδρον καλὸν ποιοῦν καρπὸν σαπρόν , οὐδὲ πάλιν δένδρον σαπρὸν ποιοῦν καρπὸν καλόν . ἕκαστον γὰρ δένδρον ἐκ τοῦ
5788398 Περσεφονη
τυγχάνει οὖσα ; ” Φερεφάττα Πλάτων μόνος : Φερσεφόνη καὶ Περσεφόνη οἱ λοικοί . Περσέφασσα δὲ ποιητικώτερον . Φηγοί .
εἶπεν αὐτῷ , Μακάριος εἶ , Σίμων Βαριωνᾶ , ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέν σοι ἀλλ ' ὁ πατήρ
Δαείραι . . . . . : Δάειρα : ἡ Περσεφόνη παρὰ Ἀθηναίοις , παρὰ τὴν δᾶιδα , ἐπειδὴ μετὰ
τῷ θεῷ : διότι ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον αὐτοῦ , διὰ γὰρ νόμου ἐπίγνωσις ἁμαρτίας .
5777934 πταρνυται
ξυνιέναι , καὶ βαδίζειν αὐτὸν ἐκέλευσεν . ἤδη δὲ ἀποχωρῶν πτάρνυται : κἀκεῖνος εὐθὺς ἀνεβόησεν ὡς εἴη κίναιδος . εἶτα
ὁ δὲ σπείρων εἰς τὸ πνεῦμα ἐκ τοῦ πνεύματος θερίσει ζωὴν αἰώνιον . τὸ δὲ καλὸν ποιοῦντες μὴ ἐγκακῶμεν ,
τοῦτον εὐθὺς ἐν ἀγορᾷ . αὑτῷ βαδίζει καὶ λαλεῖ καὶ πτάρνυται ἕκαστος ἡμῶν , οὐχὶ τοῖς ἐν τῇ πόλει .
εἷς ἐστιν ὁ ἀγαθός . εἰ δὲ θέλεις εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν , τήρησον τὰς ἐντολάς . λέγει αὐτῷ ,
5771012 μαιαι
ἔτι αὐτὴ κυισκομένη τε καὶ τίκτουσα ἄλλας μαιεύεται . Αἱ μαῖαι , μέχρι δύνανται κυίσκεσθαι καὶ τίκτειν , οὐ μαιεύονται
τι μηδὲν ὤν , φρεναπατᾷ ἑαυτόν : τὸ δὲ ἔργον ἑαυτοῦ δοκιμαζέτω ἕκαστος , καὶ τότε εἰς ἑαυτὸν μόνον τὸ
| καὶ θάλπους ἐγγινομένας τοῖς σώμασι ζημίας , οὗ χάριν μαῖαι καὶ μητέρες , αἷς ἀναγκαία φροντὶς εἰσέρχεται τῶν γεννωμένων
βασιλεία τοῦ θεοῦ . ὅταν ὁ ἰσχυρὸς καθωπλισμένος φυλάσσῃ τὴν ἑαυτοῦ αὐλήν , ἐν εἰρήνῃ ἐστὶν τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ :
5763854 μακαριτης
ψυχροῖς δ ' ἐχρῆτο , οὐκ ἄν γε ἀπέθανεν ὁ μακαρίτης . Ὑπολαβὼν δέ τις τῶν ἐκεῖ παρόντων : Ὦ
ἢ ἐν διδαχῇ ; ὅμως τὰ ἄψυχα φωνὴν διδόντα , εἴτε αὐλὸς εἴτε κιθάρα , ἐὰν διαστολὴν τοῖς φθόγγοις μὴ
οἰκίαν , μήδ ' ὧν Πυθαγόρας ἐκεῖνος ἤσθιεν ὁ τρὶς μακαρίτης , εἰσφέρειν ἔξω θύμου . Ὅτι Ἄρτος βασιλεὺς ἦν
μου . τί γάρ ; πλὴν ὅτι παντὶ τρόπῳ , εἴτε προφάσει εἴτε ἀληθείᾳ , Χριστὸς καταγγέλλεται , καὶ ἐν
5762572 μαστιγες
τυμπάνῳ ἠρέμα προσάγοις , οὐ ποιήσεις ψόφον , αἱ δὲ μάστιγες ποιοῦσι τὸν ψόφον καὶ αἱ ῥάβδοι παραπλησίως αὐτὸν τύπτουσαι
ἐστιν ὁ κληρονόμος : δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν , καὶ ἡμῶν ἔσται ἡ κληρονομία . καὶ λαβόντες ἀπέκτειναν αὐτόν , καὶ
χερῶν πληγαῖς ὑπείκειν καὶ βολαῖσιν ὀστράκων . οὐ γὰρ ξέναι μάστιγες , ἀλλὰ δαψιλὴς σφραγὶς μενεῖ Θόαντος ἐν πλευραῖς ἔτι
κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν . οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν : ἀλλ ' ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν
5737725 Ελιους
ἐχαρίσατο αὐτοῖς ὁ Κύριος τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν , τὸν δὲ Ελιους οὐ κατηξίωσεν , ἀναλαβὼν Ελιφας πνεῦμα εἶπεν ὕμνον ,
: λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων . εἰ δὲ τὸν
ἁμαρτίαι , καὶ τέθαπται ἡμῶν ἡ ἀνομία : Ελιους , Ελιους ὁ μόνος πονηρὸς μνημόσυνον οὐχ ἕξει ἐν τοῖς ζῶσιν
καὶ εὐσέβειαν δεδωρημένης διὰ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ καλέσαντος ἡμᾶς ἰδίᾳ δόξῃ καὶ ἀρετῇ , δι ' ὧν τὰ τίμια καὶ
5736087 σφυζουσι
οὐχ ὁμαλῶς ὁρᾷ , καὶ κομαίνει , καὶ αἱ φλέβες σφύζουσι , καὶ πυρετὸς ἴσχει βληχρὸς , καὶ τοῦ σώματος
θεοῦ σοφίαν : ὅτι τὸ μωρὸν τοῦ θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστίν , καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν
, καὶ ἀμβλὺ ἀκούει , καὶ αἱ φλέβες τέτανται καὶ σφύζουσι , πυρετός τε καὶ ῥῖγος ἐνίοτε ἐπιλαμβάνει , ἥ
, ἀπειλησώμεθα αὐτοῖς μηκέτι λαλεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτῳ μηδενὶ ἀνθρώπων . καὶ καλέσαντες αὐτοὺς παρήγγειλαν τὸ καθόλου μὴ φθέγγεσθαι
5724706 εἰκαζονται
κεχυμένων μεγάλων καὶ ἑτοίμων πρὸς κτῆσιν καὶ ἀπόλαυσιν ἀγαθῶν ; εἰκάζονται δὲ πόλεσι μὲν αἱ γενικαὶ ἀρεταί , διότι ἐπὶ
τοῖς μαθηταῖς εἶπεν , Λάβετε φάγετε , τοῦτό ἐστιν τὸ σῶμά μου . καὶ λαβὼν ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς
: κλέπτης γάρ ἐστιν ὀρνίθων : αἱ δὲ ὄρνιθες γυναιξὶν εἰκάζονται , καθὼς ἐν τῷ πρώτῳ βιβλίῳ ἐπεμνήσθην . Ἰχνεύμων
ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου , καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυχήσωμαι , ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω ,
5699758 συντροφοι
εἰκοστῇ τῶν ἱστοριῶν οὕτως : εἰσὶ δ ' οἱ μόθακες σύντροφοι τῶν Λακεδαιμονίων : ἕκαστος γὰρ τῶν πολιτικῶν παίδων ὡς
καὶ τὸ σῶμά σου σκοτεινόν . σκόπει οὖν μὴ τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστίν . εἰ οὖν τὸ
λαλούσης . Ἐλθὼν δὲ παρ ' αὐτοὺς τί ποιοῦμεν , σύντροφοι ; τί δὲ βουλευόμεθα , οἰκέται ; Δοκεῖς τινι
ἐλεγχόμενα ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανεροῦται , πᾶν γὰρ τὸ φανερούμενον φῶς ἐστιν . διὸ λέγει , Ἔγειρε , ὁ καθεύδων
5687609 ῥυακες
ἀστραπαὶ βρονταὶ κομῆται δοκίδες πώγωνες λαμπάδες ἴριδες ἅλωες διάιττοντες ῥυμοὶ ῥύακες . λεκτέον δὲ περὶ μεταρσίων : περὶ γὰρ μετεώρων
Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν . πλὴν καὶ ὑμεῖς οἱ καθ ' ἕνα ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς
[ : μέγιστοι ] δ ' ἀπ ' αὐτῆς πυρώδεις ῥύακες ἐνέβαλλον εἰς τὴν θάλατταν . Ἡ γῆ δ '
τις ἦν πλούσιος , καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ ' ἡμέραν λαμπρῶς . πτωχὸς δέ τις ὀνόματι Λάζαρος
5685350 ἐπωνυμιαι
τὰς δὲ λοιπὰς δι ' οἶκτον καταστερίσας Ζεὺς Ὑάδας ἐπωνόμασεν ἐπωνυμίαι τοῦ ἀδελφοῦ : αἱ δὲ πλείους ζ βραδέως μέν
, καὶ ὁ μισθός μου μετ ' ἐμοῦ , ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τὸ ἔργον ἐστὶν αὐτοῦ . ἐγὼ τὸ Ἄλφα
ἐξ ἐρωτικῆς διαθέσεως . ἐπέπνευσε γὰρ αὐτῶι ὁ Ἔρως . ἐπωνυμίαι ] τῆι δὲ ἐπωνυμίαι ἐβεβαιοῦτο ὁ εὔμοιρος αὐτοῦ βίος
πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ , καὶ τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ . ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι
5674660 φυσωνται
φρικώδεες , ῥικνώδεες : οἱ δ ' ἐπὴν προσέλθωσι , φυσῶνται κοιλίην , οἷον Δαμναγόρας . Αἱ μεταβολαὶ φυλακτέαι :
Ἠλίας εἶ ; καὶ λέγει , Οὐκ εἰμί . Ὁ προ - φήτης εἶ σύ ; καὶ ἀπεκρίθη , Οὔ
ἀποθνήσκειν ταῦτα σαφέστερα γίγνεται , καὶ αἱ κοιλίαι ἐπαίρονται καὶ φυσῶνται . Ἀναφέρουσιν ὥσπερ τὰ παιδία τὰ πεπαυμένα κλαίοντά τε
καὶ μετὰ ταῦτα ἔδωκεν κριτὰς ἕως Σαμουὴλ [ τοῦ ] προ - φήτου . κἀκεῖθεν ᾐτήσαντο βασιλέα , καὶ ἔδωκεν
5648604 Φιλαιος
τριόρχης γενόμενος , Ἄλκανδρος δὲ ὀρχίλος . Μεγαλήτωρ δὲ καὶ Φιλαῖος , ὅτι τὸ πῦρ φεύγοντες διὰ τοῦ τοίχου παρὰ
λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με , ὁ ἐσθίων μετ ' ἐμοῦ . ἤρξαντο λυπεῖσθαι καὶ λέγειν αὐτῷ
δύο ὄρνιθες : καὶ ἔστιν ὁ μὲν αὐτῶν ἰχνεύμων , Φιλαῖος δ ' ὀνομάζεται κύων . ἡ δὲ μήτηρ αὐτῶν
φαγεῖν πάντα , ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει . ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω , ὁ δὲ μὴ
5640057 Ἐρινυες
ἐχθρά , σκυθρωπή . Ταῦτα αἱ Ποιναί , ταῦτα αἱ Ἐρινύες , τὰ δράματα , αἱ τραγῳδίαι . Διώκωμεν τὴν
καὶ φυλάξει ἀπὸ τοῦ πονηροῦ . πεποίθαμεν δὲ ἐν κυρίῳ ἐφ ' ὑμᾶς , ὅτι ἃ παραγγέλλομεν [ καὶ ]
δαίμονες ] οἳ κάτω [ εἰσὶγ ] καὶ τούτων [ Ἐρινύες ] : εἰσὶ δὲ θεῶν ὑπηρέται καὶ ἀνθρώπους [
, καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἡγούμενον ἐπ ' Αἴγυπτον καὶ [ ἐφ ' ] ὅλον τὸν οἶκον αὐτοῦ . ἦλθεν δὲ
5635694 ὀδμα
, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ⌋ ὄλβος : ὀδμὰ δ ' ἐρατὸν κατὰ ⌋ χῶρον κίδναται ⌊ †
. Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου , ὅ ἐστιν σημεῖον ἐν πάσῃ ἐπιστολῇ : οὕτως γράφω . ἡ χάρις
. ἰδιοπεποιημένη ἡ φωνή . . τίς ἀχὼ , τίς ὀδμὰ ] ἴσως αἱ Ὠκεανίδες εὐωδίας ἔπνεον . αἰσθητὴ δὲ
Φαρισαῖοι καὶ ἤρξαντο συζητεῖν αὐτῷ , ζητοῦντες παρ ' αὐτοῦ σημεῖον ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ , πειράζοντες αὐτόν . καὶ ἀναστενάξας
5628101 παροικοι
ἀφ ' ἑστίας συθείς , οἷαι Στρυμονίου πελάγους Ἀχελωίδες εἰσὶ πάροικοι Θρῃκίων ἐπαύλων , λίμνας τ ' ἔκτοθεν αἳ κατὰ
Εἰπὸν ἡμῖν πότε ταῦτα ἔσται , καὶ τί τὸ σημεῖον ὅταν μέλλῃ ταῦτα συντελεῖσθαι πάντα . ὁ δὲ Ἰησοῦς ἤρξατο
ἑστίας ἐφ ' ἧς τὰ κατὰ Μήδων ἐπινίκια ἐθύσαμεν , πάροικοι δ ' ἀλλοτρίας γῆς τε καὶ πόλεως , καὶ
ἄρα ἔφθασεν ἐφ ' ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ . ὅταν ὁ ἰσχυρὸς καθωπλισμένος φυλάσσῃ τὴν ἑαυτοῦ αὐλήν , ἐν
5626269 διμορφος
. τουτάκις δὲ καὶ τότε αὐδάξει καὶ εἴπῃ ὁ θαλασσόπαις δίμορφος θεὸς ἤγουν ὁ Τρίτων τοὺς Ἕλληνας τὰ κράτη λαβεῖν
τῷ τὸν φόρον τὸν φόρον , τῷ τὸ τέλος τὸ τέλος , τῷ τὸν φόβον τὸν φόβον , τῷ τὴν
εἴτε καὶ παρ ' ἄλλην αἰτίαν . ὁ δὲ Τρίτων δίμορφος ὢν τὸ μὲν ἔχει μέρος ἀνθρώπου , τὸ δὲ
μᾶλλον ἢ οἰκονομίαν θεοῦ τὴν ἐν πίστει : τὸ δὲ τέλος τῆς παραγγελίας ἐστὶν ἀγάπη ἐκ καθαρᾶς καρδίας καὶ συνειδήσεως
5624618 προφητευει
σὸν μεταπέσοι βελτίονα . ἔσται τάδ ' : ἀλλὰ τίς προφητεύει θεοῦ ; ἡμεῖς τά γ ' ἔξω , τῶν
ὁ ποιῶν τὴν δικαιοσύνην ἐξ αὐτοῦ γεγέννηται . ἴδετε ποταπὴν ἀγάπην δέδωκεν ἡμῖν ὁ πατὴρ ἵνα τέκνα θεοῦ κληθῶμεν :
βλέπει , καὶ πᾶς καὶ θεῶν ἕκαστος καὶ τὰ ἐκείνου προφητεύει ἀνθρώποις καὶ χρῶσιν ἃ ἐκείνοις φίλα . Εἰ δὲ
καθ ' ὑμᾶς πίστιν ἐν τῷ κυρίῳ Ἰησοῦ καὶ τὴν ἀγάπην τὴν εἰς πάντας τοὺς ἁγίους , οὐ παύομαι εὐχαριστῶν
5615875 ἐπουρανιοι
δὲ εἰς Ὄλυμπον παραγεγονέναι : αἱ γὰρ κορυφαὶ τοῦ Ὀλύμπου ἐπουράνιοι . . . . Ἕκτορος ἀμφὶ νέκυι : ἡ
ὅταν νότον πνέοντα , λέγετε ὅτι Καύσων ἔσται , καὶ γίνεται . ὑποκριταί , τὸ πρόσωπον τῆς γῆς καὶ τοῦ
, πολυάργυρον , πολυτάλαντον . θεοὶ ὑπερουράνιοι , ἐνουράνιοι , ἐπουράνιοι , ἐναιθέριοι , ἐναέριοι : ἐπίγειοι , οἱ αὐτοὶ
ἀπέθανεν . ἡ γυνὴ οὖν ἐν τῇ ἀναστάσει τίνος αὐτῶν γίνεται γυνή ; οἱ γὰρ ἑπτὰ ἔσχον αὐτὴν γυναῖκα .
5614864 ποταται
περιπέπταται ἀμφὶ καλιήν , ἄλλοτε δ ' εὐτύκτοισι περὶ προθύροισι ποτᾶται αἰνὰ κινυρομένη τεκέων ὕπερ : ὣς ἄρα κεδνὴ μύρετο
θεοῦ . λέγει γὰρ ἡ γραφὴ τῷ Φαραὼ ὅτι Εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐξήγειρά σε ὅπως ἐνδείξωμαι ἐν σοὶ τὴν δύναμίν
ἐκγόνους τοσοῦτον ἐν ταῖς δυσδαιμονίαις παρορᾷ : ὑπερκείμενον : ἀέρι ποτᾶται : ἐπεὶ διὰ γλωσσαλγίας ἥμαρτεν ὁ Τάνταλος , σιωπῇ
φανεροὶ γένωνται ἐν ὑμῖν . Συνερχομένων οὖν ὑμῶν ἐπὶ τὸ αὐτὸ οὐκ ἔστιν κυριακὸν δεῖπνον φαγεῖν , ἕκαστος γὰρ τὸ
5613954 Κοιναι
: δεῖ δὲ αὐτοὺς καὶ τὰς κοινὰς ἐννοίας εἰδέναι . Κοιναὶ δέ εἰσιν ἔννοιαι ὅσας πάντες ἄνθρωποι ὀρθῶς ἐρωτηθέντες ὁμολογήσουσιν
καταντήσω εἰς τὴν ἐξανάστασιν τὴν ἐκ νεκρῶν . Οὐχ ὅτι ἤδη ἔλαβον ἢ ἤδη τετελείωμαι , διώκω δὲ εἰ καὶ
λάθοιεν τοιούτῳ περιπεσόντες , ἅπαν αὐτῶν περιίσταντο τὸ γένος . Κοιναὶ μὲν δὴ θρησκεῖαί τινες αὗται , κατὰ γένη δὲ
τῷ λόγῳ ὃν εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐπορεύετο . ἤδη δὲ αὐτοῦ καταβαίνοντος οἱ δοῦλοι αὐτοῦ ὑπήντησαν αὐτῷ λέγοντες
5608441 γενναιοτατῳ
δὲ πλανῶνταί τε πάντη καὶ ἀγεληδὸν νέμονται τῷ μεγίστῳ καὶ γενναιοτάτῳ σφῶν ἑπόμενοι , κατάπερ αἱ βόες τοῖσι ταύροισιν .
ἔχει ἐπὶ τὸ ἱμάτιον καὶ ἐπὶ τὸν μηρὸν αὐτοῦ ὄνομα γεγραμμένον : Βασιλεὺς βασιλέων καὶ κύριος κυρίων . Καὶ εἶδον
παρὰ τοῖς ἀσώτοις μνηστῆρσιν εἰσάγεται ὁ πτωχὸς Ἶρος , τῷ γενναιοτάτῳ Ὀδυσσεῖ ἐρίζων εἰς πάλην καὶ ἐν τῷ ἔργῳ φαινόμενος
ἔχουσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ γεγραμμένον ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν . καὶ ἤκουσα φωνὴν ἐκ
5603669 Ὠκεανιδες
] μαλακαῖς , ἠρέμα γὰρ ἐπέτοντο ὡς παρθένοι πτερύγων ] Ὠκεανίδες πτερωταὶ γὰρ ἦσαν ῥιπαῖς ] ὁρμαῖς ὑποσυρίζει ] ὑπηχεῖ
τὴν Ἰόππην . Τῇ δὲ ἐπαύριον ὁδοιπορούντων ἐκείνων καὶ τῇ πόλει ἐγγιζόντων ἀνέβη Πέτρος ἐπὶ τὸ δῶμα προσεύξασθαι περὶ ὥραν
ἐπιρρήματα . τίς ἀχώ , τίς ὀδμά : Ἴσως αἱ Ὠκεανίδες εὐωδίας ἔπνεον . αἰσθητὴ δὲ ἡ ὀδμή , οὐχ
ἐκείνῃ . Ἀνὴρ δέ τις ὀνόματι Σίμων προϋπῆρχεν ἐν τῇ πόλει μαγεύων καὶ ἐξιστάνων τὸ ἔθνος τῆς Σαμαρείας , λέγων
5601583 Ἀσφαλειος
μὴ περιτραπέντες εἰς γῆν κατενεχθῶσιν . Ἀσφάλειος ] τιμᾶται Ποσειδῶν Ἀσφάλειος παρ ' Ἀθηναίοις ἵνα ἀσφαλῶς πλέωσιν . τονθορύζοντες :
αὐτὸς ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ . Ὡς δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ εἰς τὴν ἑορτήν , τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβη
καὶ ὁ θεὸς οὗτος οὐ μόνον Ἐνοσίχθων , ἀλλὰ καὶ Ἀσφάλειος ὑμνεῖται : καὶ οἱ τοὺς σεισμοὺς παύειν ἐθέλοντες Ποσειδῶνι
ἐπιμεῖναι ἡμέρας τινάς . Ἤκουσαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ οἱ ὄντες κατὰ τὴν Ἰουδαίαν ὅτι καὶ τὰ ἔθνη
5597290 Κυκλωπες
τέρματι δαίδαλα πολλὰ διακριδὸν εὖ ἐπέπαστο . Ἐν μὲν ἔσαν Κύκλωπες ἐπ ' ἀφθίτῳ ἡμμένοι ἔργῳ , Ζηνὶ κεραυνὸν ἄνακτι
πεσεῖται , καὶ οὐκ εὐθέως ἀνασπάσει αὐτὸν ἐν ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου ; καὶ οὐκ ἴσχυσαν ἀνταποκριθῆναι πρὸς ταῦτα . Ἔλεγεν
Κίκονες οἱ ἄγριοι , ἢ Κιμμέριοι οἱ ἀνήλιοι , ἢ Κύκλωπες οἱ ξενοκτόνοι , ἢ γυνὴ φαρμακίς , ἢ τὰ
ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης : νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου , ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι . ὁ δὲ τελώνης
5594593 Ἑσπερος
καὶ περὶ τῶν οὐρανίων ἀκριβέστατα διδάσκειν , οὗ καὶ υἱοὶ Ἕσπερος καὶ Ὕας , καὶ θυγατέρες Πλειάδες καὶ Ὑάδες φιλαδελφόταται
, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός , πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας . Ἰωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγεν λέγων ,
, δηλοῖ δὲ τὴν πρόσοδον : ἔσμιον τὸ νόστημον : Ἕσπερος : ἔσσα : ἐσσὴν ὁ βασιλεὺς , ἢ ὁ
Χριστῷ : ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς ἀκούσαντες τὸν λόγον τῆς ἀληθείας , τὸ εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας ὑμῶν , ἐν ᾧ
5591947 Τιμανδρην
δὲ μητέρα [ ἣν ὑπερήνορα ] νηλέι [ χαλκῶι . Τιμάνδρην δ ' Ἔχεμος ⌊ θαλερὴν ⌋ ποιήσατ ' ἄκοιτιν
ἢ προφητεύων κατὰ κεφαλῆς ἔχων καταισχύνει τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ : πᾶσα δὲ γυνὴ προσευχομένη ἢ προφητεύουσα ἀκατακαλύπτῳ τῇ κεφαλῇ καταισχύνει
εἰς Πελοπόννησον κατιόντα . ἐγάμησε δὲ τὴν Τιμάνδραν : Ἡσίοδος Τιμάνδρην , φησὶν , Ἔχεμος θαλερὴν ποιήσατ ' ἄκοιτιν .
δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τοὺς χοίρους : καὶ ἰδοὺ ὥρμησεν πᾶσα ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν ,
5590037 ἀχωριστοι
τὸ καθεκτικόν . δούλοις δὲ πίστεις μεγάλας προαγορεύουσιν , ὧν ἀχώριστοι ἔσονται : καὶ γάμον ἀγάμοις καὶ τέκνα τοῖς οὐκ
ψυχήν μου ὑπὲρ σοῦ θήσω . ἀποκρίνεται Ἰησοῦς , Τὴν ψυχήν σου ὑπὲρ ἐμοῦ θήσεις ; ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι
μὲν εἰσὶν οὐσιώδεις , αἱ δὲ ἐπουσιώδεις καὶ αἱ μὲν ἀχώριστοι , αἱ δὲ χωρισταὶ , καὶ ἐπὶ τοῦ πυρετοῦ
διὰ τοῦτό με ὁ πατὴρ ἀγαπᾷ ὅτι ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχήν μου , ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν . οὐδεὶς αἴρει
5589296 ἀζωστος
μὲν δὴ Λέπιδος , ὡς εἶχεν , ἐκ τῆς εὐνῆς ἄζωστος ἐς αὐτοὺς ἐξέθορε καὶ ὑπισχνεῖτο ποιήσειν καὶ τὸν Ἀντώνιον
Βηθανίᾳ ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ κατακειμένου αὐτοῦ ἦλθεν γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτελοῦς : συντρίψασα τὴν
ὅρκους : ὁ δὲ ὁρκούμενος θαλλὸν κραδαίνων , ἐστεμμένος , ἄζωστος καὶ μονοχίτων , ἐφαπτόμενος τοῦ κρατῆρος , ἐξ ὑποβολῆς
ἔθαψαν . Ἐγένετο δὲ ὡς ὡρῶν τριῶν διάστημα καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ μὴ εἰδυῖα τὸ γεγονὸς εἰσῆλθεν . ἀπεκρίθη δὲ
5584626 μυσαρος
ἁγὴς ὁ μυσαρός , ἐξ οὗ λέγεται καὶ ἅγιος ὁ μυσαρός , Ἱππώναξ φησὶν ὣς οἱ μὲν ἀγεῖ Βουπάλῳ κατηρῶντο
φωνὴν τοῦ στρουθίου ἀναστήσεται πᾶσα βοτάνη , τουτέστιν ὑπὸ τὴν φωνὴν ἀρχαγγέλου ἀναστήσεται πᾶσα φύσις ἀνθρωπίνη . Καὶ πάλιν εἶπον
τὸν Στρεψιάδην . . βδελυρός ] πόρνος , μισητός , μυσαρός , συχαντός . , μεμισημένος διὰ τὸ πείθειν ;
μετώπων αὐτῶν . καὶ ἤκουσα φωνὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὡς φωνὴν ὑδάτων πολλῶν καὶ ὡς φωνὴν βροντῆς μεγάλης , καὶ
5579079 Διομος
, οὐδετέρως . ἀπὸ τοῦ ἀνδρός ἄνδρομος , ὡς Διός Δίομος , ὁ πατὴρ Ἡρακλέους , καὶ Διόμεια ἑορτή .
σωτηρίας τύχωσιν τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μετὰ δόξης αἰωνίου . πιστὸς ὁ λόγος : εἰ γὰρ συναπεθάνομεν , καὶ συζήσομεν
καὶ τοῖς ἡγουμένοις τῶν βοσκημάτων ὁ βουκολισμός , ὃν εὗρε Δίομος βουκόλος ὁ Σικελιώτης , ἡ δ ' ἐπὶ θανάτοις
κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι , ἵνα ἐλεήμων γένηται καὶ πιστὸς ἀρχιερεὺς τὰ πρὸς τὸν θεόν , εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι
5576704 ταλαιπωρος
ὑποθέσεις . Εἰ δὲ συνεπιμερίζει τούτῳ ὁ Κρόνος , ἔσται ταλαίπωρος τῷ σώματι καὶ νοσήσει νόσον δεινὴν καὶ μακρὰν καὶ
τὰ καθ ' ὑμᾶς , διαταξάμενος τῷ ἑκατοντάρχῃ τηρεῖσθαι αὐτὸν ἔχειν τε ἄνεσιν καὶ μηδένα κωλύειν τῶν ἰδίων αὐτοῦ ὑπηρετεῖν
' αἱ μὲν ἐλπίδες λαμπραὶ ἀτελείας , ἀποσπασθεὶς δὲ ὁ ταλαίπωρος τῶν βωμῶν , πρὸς οἷς ἱκέτευεν , ἔρχεται τρέμων
δίκαιον ἐμοὶ τοῦτο φρονεῖν ὑπὲρ πάντων ὑμῶν , διὰ τὸ ἔχειν με ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμᾶς , ἔν τε τοῖς
5574483 Ἡφαιστος
Διόνυσος ἔκτεινε , Κλυτίον δὲ δᾳσὶν Ἑκάτη , μᾶλλον δὲ Ἥφαιστος βαλὼν μύδροις . Ἀθηνᾶ δὲ Ἐγκελάδῳ φεύγοντι Σικελίαν ἐπέρριψε
ἀλλὰ τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν , μὴ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστος σκοποῦντες , ἀλλὰ καὶ τὰ ἑτέρων ἕκαστοι .
χρύσειοι δ ' ἑκάτερθε καὶ ἀργύρεοι κύνες ἦσαν , οὓς Ἥφαιστος ἔτευξεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσι δῶμα φυλασσέμεναι μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο , ἀθανάτους
ὅταν μετασταθῶ ἐκ τῆς οἰκονομίας δέξωνταί με εἰς τοὺς οἴκους ἑαυτῶν . καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα ἕκαστον τῶν χρεοφειλετῶν τοῦ κυρίου
5571627 διδυμοι
] Τριόπας καὶ Μεσσήνη . Τριόπᾳ δὲ ἐκ Σωσίδος ἐγένοντο δίδυμοι μὲν Πελασγὸς καὶ Ἴασος , νεώτεροι δὲ Ἀγήνωρ καὶ
ὅσους ἂν προσκαλέσηται κύριος ὁ θεὸς ἡμῶν . ἑτέροις τε λόγοις πλείοσιν διεμαρτύρατο , καὶ παρεκάλει αὐτοὺς λέγων , Σώθητε
ἄκρον τούτου πόσθη . ὄσχεος δ ' ἐν ᾧ οἱ δίδυμοι , ὧν τὸ μὲν ἄνω κεφαλή , τὸ δὲ
πάντοτε σὺν κυρίῳ ἐσόμεθα . Ὥστε παρακαλεῖτε ἀλλήλους ἐν τοῖς λόγοις τούτοις . Περὶ δὲ τῶν χρόνων καὶ τῶν καιρῶν
5565384 σαινουσιν
δὲ ἐπιόντας καὶ μαχομένους φοβοῦνται καὶ ἀναχωροῦσι , τελευτῶντες δὲ σαίνουσιν , ἐπειδὰν συνήθεις γένωνται . οἱ δὲ πολλοὶ ἄνθρωποι
εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἄλλον προσδοκῶμεν ; ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ ἐθεράπευσεν πολλοὺς ἀπὸ νόσων καὶ μαστίγων καὶ πνευμάτων πονηρῶν
τὸ ὠπτῆσθαι ὠνόμασται . χόρος δ ' ἀναύδων ἰχθύων ἐπερροθεῖ σαίνουσιν οὐραίοισι , φησὶ Σοφοκλῆς . πάντες συνεισήνεγκαν τὰς ἐκ
καὶ δεήσεσιν λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν . καὶ αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐπιστᾶσα ἀνθωμολογεῖτο τῷ θεῷ καὶ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ πᾶσιν
5554314 συννεφης
, ἀλλὰ βάσκανος , ἀλιτήριος , ἀεὶ συγκεκυφώς , ἀεὶ συννεφής , ἐφελκόμενος τὰς ὀφρῦς , τὴν σιωπὴν ὥς τι
αὐτοῦ ἁμαρτάνοντα ἁμαρτίαν μὴ πρὸς θάνατον , αἰτήσει , καὶ δώσει αὐτῷ ζωήν , τοῖς ἁμαρτάνουσιν μὴ πρὸς θάνατον .
ἀχλυώδης , ζοφώδης , μέλας , βαθύς , συννέφελος , συννεφής , σκοτώδης . νυκτὶ τὰ πάντα ἐῴκει , οὐδὲν
ἔχων λιβανωτὸν χρυσοῦν , καὶ ἐδόθη αὐτῷ θυμιάματα πολλὰ ἵνα δώσει ταῖς προσευχαῖς τῶν ἁγίων πάντων ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τὸ
5553502 δυστυχιαι
τουτέστι μεγάλην βλάβην εἴδομεν ἡμεῖς . * ἐτύφθημεν . * δυστυχίαι * ἦλθον ἐμοὶ δηλονότι . * φανερὰ . *
καὶ Βαρναβᾶς οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν μὴ ἐργάζεσθαι ; τίς στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ ; τίς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ τὸν καρπὸν
διὰ μέσου τοῦτο . δύαι δύαι ] † ἤγουν αἱ δυστυχίαι . Ἰαόνων ] ἤγουν Ἑλλήνων . ναυατῶν ] ναυτῶν
ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων , τὸ μαρτύριον καιροῖς ἰδίοις : εἰς ὃ ἐτέθην ἐγὼ κῆρυξ καὶ ἀπόστολοςἀλήθειαν λέγω
5552341 εὐλογημενος
τοὺς υἱούς σου περὶ αὐτοῦ : ὅτι ὁ εὐλογῶν αὐτὸν εὐλογημένος ἔσται , οἱ δὲ καταρώμενοι αὐτὸν ἀπολοῦνται . Καὶ
ἄλλως ἔχοντα κρυβῆναι οὐ δύνανται . Ὅσοι εἰσὶν ὑπὸ ζυγὸν δοῦλοι , τοὺς ἰδίους δεσπότας πάσης τιμῆς ἀξίους ἡγείσθωσαν ,
τις , οὐκ ἐπαινετός . Τί οὖν φησι : καὶ εὐλογημένος ἔστω ; Ἀλλ ' ἔοικεν αἰνίττεσθαι διὰ τοῦ λεχθέντος
, μὴ κατ ' ὀφθαλμοδουλίαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι ἀλλ ' ὡς δοῦλοι Χριστοῦ ποιοῦντες τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ ἐκ ψυχῆς ,
5551976 γυιαι
: σύνταξις : πέφρικαν δὲ καὶ πεφρίκασι καὶ πεπύκνωνται οἱ γυῖαι καὶ αἱ πεδιάδες ὥσπερ ληίου ἤτοι ὡς πεπύκνωνται οἱ
τὸν βασιλέαν τῶν ὄλων ὑποδεξόμεθα . Τότε ὁ ὀφθαλμός σου μήτε ὅθεν μήτε κὴνθεν ἐπάρεται , ἐκ τοῦ ἀγίου θυσιἀστιρίου
γυῖαι καὶ αἱ πεδιάδες ὥσπερ ληίου ἤτοι ὡς πεπύκνωνται οἱ γυῖαι τοῦ ληίου καὶ χωραφίου , πεπύκνωνται οἱ γυῖαι ἐν
μὴ πνέῃ ἄνεμος ἐπὶ τῆς γῆς μήτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης μήτε ἐπὶ πᾶν δένδρον . καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον ἀναβαίνοντα
5545830 Βουλις
ἀλλὰ Βουλίνην πόλιν φησίν , ἧς τὸ ἐθνικὸν Βουλῖνος . Βοῦλις , πόλις Φωκίδος , ἀπὸ Βούλωνος οἰκιστοῦ . οἱ
προσεφώνει αὐτοῖς μᾶλλον παρέσχον ἡσυχίαν . καὶ φησίν Ἐγώ εἰμι ἀνὴρ Ἰουδαῖος , γεγεννημένος ἐν Ταρσῷ τῆς Κιλικίας , ἀνατεθραμμένος
ἐπιχώριοι ὀνομάζουσιν Ἡράκλειον . κεῖται δὲ ἐπὶ ὑψηλοῦ τε ἡ Βοῦλις καὶ ἐν παράπλῳ περαιουμένοις ἐξ Ἀντικύρας ἐς Λέχαιον τὸ
δὲ ἐμβὰς εἰς πλοῖον ὑπέστρεψεν . ἐδεῖτο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ ἀφ ' οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια εἶναι σὺν αὐτῷ
5541629 Τρυγονος
τέρψιν . Τυφλότερος ἀσπάλακος : ἐπὶ τῶν παντελῶς πεπηρωμένων . Τρυγόνος λαλίστερος : ἐπειδὴ αἱ τρυγόνες οὐ μόνον τῷ στόματι
ἱμᾶσιν εἶπεν πρὸς τὸν ἑστῶτα ἑκατόνταρχον ὁ Παῦλος , Εἰ ἄνθρωπον Ῥωμαῖον καὶ ἀκατάκριτον ἔξεστιν ὑμῖν μαστίζειν ; ἀκούσας δὲ
τὰ δὲ ἐν δεξιᾷ παρὰ Ἀσκληπιοῦ Παιδὸς ἱερόν , ἔνθα Τρυγόνος μνῆμά ἐστι [ τροφοῦ ] : τροφὸν δὲ Ἀσκληπιοῦ
δὲ ὅτι Τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενον ἐκεῖνο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον : ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ
5540864 ἀργαλεα
ὅτι θεῶν ἕνεκ ' ἔπλευσε κακὸς ὢν εἴσεται . Οὐκ ἀργαλέα δῆτ ' ἐστὶ πάσχειν τοῦτ ' ἐμέ , τὸν
πᾶσαι χωνευθήσονται καὶ γενήσονται ὡσεὶ κονιορτός , καὶ κατακαήσονται πᾶν δένδρον καὶ πᾶν κτῆνος καὶ πᾶν ἑρπετὸν ἕρπον ἐπὶ τῆς
, Ἄπολλον , ὡς χαλεπῶν χαλεπώτατον . ἅπασι δ ' ἀργαλέα ' στίν , οὐκ ἐμοὶ μόνῳ , υἱῷ πολὺ
ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται : πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται
5531166 φονιου
ἆ ἆ ἆ ἆ , οἵα μ ' ὀδύνη τείρει φονίου τραύματος εἴσω . πῶς ἂν ὀλοίμην ; χρῆν γάρ
καὶ εἴπωσιν πᾶν πονηρὸν καθ ' ὑμῶν [ ψευδόμενοι ] ἕνεκεν ἐμοῦ : χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε , ὅτι ὁ μισθὸς
χρυσῶπα τινάσσων , ἄνα , θύρσον κατ ' Ὀλύμπου , φονίου δ ' ἀνδρὸς ὕβριν κατάσχες . πόθι Νύσας ἄρα
διώκωμεν καὶ τὰ τῆς οἰκοδομῆς τῆς εἰς ἀλλήλους : μὴ ἕνεκεν βρώματος κατάλυε τὸ ἔργον τοῦ θεοῦ . πάντα μὲν
5522402 πελειασιν
ποίησε καὶ οὐρανῷ ἐγκατένασσεν . ὣς δ ' αὔτως τρήρωσι πελειάσιν ὤπασε τιμήν , αἳ δή τοι θέρεος καὶ χείματος
εἰς τὸν κόσμον . οὐκ ἔγνωσαν ὅτι τὸν πατέρα αὐτοῖς ἔλεγεν . εἶπεν οὖν [ αὐτοῖς ] ὁ Ἰησοῦς ,
ποίησε καὶ οὐρανῷ ἐγκατένασσεν . Ὣς δ ' αὔτως τρήρωσι πελειάσιν ὤπασε τιμήν , αἳ δή τοι θέρεος καὶ χείματος
οἱ περὶ αὐτὸν σὺν τοῖς δώδεκα τὰς παραβολάς . καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς , Ὑμῖν τὸ μυστήριον δέδοται τῆς βασιλείας τοῦ
5520576 Χανααν
[ μακαρια ] ? [ ] [ ] εβησαν εις Χανααν ? [ ] [ εσκιρτα ] : και το
λαὸς ἅπας καταλιθάσει ἡμᾶς , πεπεισμένος γάρ ἐστιν Ἰωάννην προφήτην εἶναι . καὶ ἀπεκρίθησαν μὴ εἰδέναι πόθεν . καὶ ὁ
[ μακαρια ] ? [ ] [ ] εβησαν εις Χανααν ? [ ] [ εσκιρτα ] : και το
σαββάτων ἐξήλθομεν ἔξω τῆς πύλης παρὰ ποταμὸν οὗ ἐνομίζομεν προσευχὴν εἶναι , καὶ καθίσαντες ἐλαλοῦμεν ταῖς συν - ελθούσαις γυναιξίν
5516378 ἀπειλαι
προσέφη Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων : Αἰνεία Τρώων βουληφόρε ποῦ τοι ἀπειλαὶ ἃς Τρώων βασιλεῦσιν ὑπίσχεο οἰνοποτάζων Πηλεΐδεω Ἀχιλῆος ἐναντίβιον πολεμίξειν
ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη ; πῶς οὖν βλέπει ἄρτι ; ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπαν , Οἴδαμεν ὅτι οὗτός
. Αἱ μὲν βρονταὶ μάλιστα τοὺς παῖδας , αἱ δὲ ἀπειλαὶ τοὺς ἄφρονας καταπλήττουσιν . Ἀνδριάντα μὲν τὸ σχῆμα ,
ἀπαγγέλλων ὅτι Ὄντως ὁ θεὸς ἐν ὑμῖν ἐστιν . Τί οὖν ἐστιν , ἀδελφοί ; ὅταν συνέρχησθε , ἕκαστος ψαλμὸν
5503526 συμφερετ
πῦρ ἀμαρύσσων , πῦρ , ὅτε οἱ πώλοισι καὶ ἅρμασι συμφέρετ ' ἀστὴρ Σείριος ὅς τε βροτοῖσι φέρει πολυκηδέα νοῦσον
τοῦ κυρίου ἡμῶν καὶ σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ . αὐτῷ ἡ δόξα καὶ νῦν καὶ εἰς ἡμέραν αἰῶνος . [ ἀμήν
ὅς τ ' ἀλεγεινῷ Μαιάνδρῳ κελάδοντα ῥόον καὶ ἀπείριτον οἶδμα συμφέρετ ' ἤματα πάντα λάβρῳ περὶ χεύματι θύων . Γλαύκου
ἡμᾶς βασιλείαν , ἱερεῖς τῷ θεῷ καὶ πατρὶ αὐτοῦαὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας [ τῶν αἰώνων
5499268 ἐπισπενδων
ἴσμεν , ὅσοι μακάρων θεσμὸν ἐπιστάμεθα . „ εὔχετ ' ἐπισπένδων τάδε Μάξιμος : ἡ δ ' ἐπένευσεν ἔμπεδα :
σαββάτῳ : ἔσται γὰρ τότε θλῖψις μεγάλη οἵα οὐ γέγονεν ἀπ ' ἀρχῆς κόσμου ἕως τοῦ νῦν οὐδ ' οὐ
δώρων ἐρᾶι , οὐδ ' ἄν τι θύων οὐδ ' ἐπισπένδων λάβοις , οὐδ ' ἔστι βωμὸς οὐδὲ παιωνίζεται .
ἀδελφὸν αὐτοῦ . Ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ ἀγγελία ἣν ἠκούσατε ἀπ ' ἀρχῆς , ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους : οὐ καθὼς
5493655 Ὀρεστας
οἱ Δωριεῖς τὸ η εἰς α καὶ λέγουσιν Ἀτρείδας καὶ Ὀρέστας , οὐ τρέπουσιν οἱ Βοιωτοὶ εἰς τὴν ει δίφθογγον
δοῦλον , ἀδελφὸν ἀγαπητόν , μάλιστα ἐμοί , πόσῳ δὲ μᾶλλον σοὶ καὶ ἐν σαρκὶ καὶ ἐν κυρίῳ . Εἰ
ἀμειλίκτοιο κατήλυθεν εἰς Ἀΐδαο : ὄλβιος ἦν χαλεποῖσιν ἐν Ἀξείνοισιν Ὀρέστας ὥνεκά οἱ ξυνὰς Πυλάδας ᾅρητο κελεύθως : ἦν μάκαρ
οἱ ἀρχιερεῖς . οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἀνέσεισαν τὸν ὄχλον ἵνα μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν ἀπολύσῃ αὐτοῖς . ὁ δὲ Πιλᾶτος πάλιν
5491841 Πενθευς
. τίς οὖν ἐν οἴκοις παῖς ἐγένετο σῶι πόσει ; Πενθεύς , ἐμῆι τε καὶ πατρὸς κοινωνίαι . τίνος πρόσωπον
τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν ; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη ; μὴ γένοιτο .
: Ἐγώ τοι , μῆτερ , εἰμί , παῖς σέθεν Πενθεύς , ὃν ἔτεκες ἐν δόμοις Ἐχίονος : οἴκτιρε δ
Χρείαν ὑμῶν οὐκ ἔχω : ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον τὰ δοκοῦντα μέλη τοῦ σώματος ἀσθενέστερα ὑπάρχειν ἀναγκαῖά ἐστιν , καὶ ἃ
5491041 πτερυξιν
πέδιλα δυνηθῆναι βαλεῖν . Ἄλλως . ὄχῳ πτερωτῷ , ταῖς πτέρυξιν , αἷς ἐποχοῦνται οἱ ἱπτάμενοι . σύθην δ '
πνεῦμα κυρίου ἥρπασεν τὸν Φίλιππον , καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν οὐκέτι ὁ εὐνοῦχος : ἐπορεύετο γὰρ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ χαίρων
, φῶς δικαιοσύνης , καὶ ἴασις καὶ εὐσπλαγχνία ἐπὶ ταῖς πτέρυξιν αὐτοῦ . Αὐτὸς λυτρώσηται πᾶσαν αἰχμαλωσίαν υἱῶν ἀνθρώπων ἐκ
οὐδέν ; ἴδε πόσα σου κατηγοροῦσιν . ὁ δὲ Ἰησοῦς οὐκέτι οὐδὲν ἀπεκρίθη , ὥστε θαυμάζειν τὸν Πιλᾶτον . Κατὰ
5490417 θηκαι
οὕτω τεταγμένων ἐκπέμπεσθαι τὸν ἦχον . ὑπὲρ δὲ τοῦ Μεμνονίου θῆκαι βασιλέων ἐν σπηλαίοις λατομηταὶ περὶ τετταράκοντα , θαυμαστῶς κατεσκευασμέναι
καὶ ἐκλογὴν ποιεῖσθαι : ταῦτα γὰρ ποιοῦντες οὐ μὴ πταίσητέ ποτε : οὕτως γὰρ πλουσίως ἐπιχορηγηθήσεται ὑμῖν ἡ εἴσοδος εἰς
ποιεῖ Καλλίμαχος ἐν τῷ περὶ ἀγώνων . Ἀλαβαστοθῆκαι : αἱ θῆκαι τῶν ἀλαβάστων , ἃς ἐν τῇ συνηθείᾳ μυροθήκας καλοῦσι
χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ θεοῦ . ὥσπερ γὰρ ὑμεῖς ποτε ἠπειθήσατε τῷ θεῷ , νῦν δὲ ἠλεήθητε τῇ τούτων
5489549 Ἰσμηνη
. σὺ δ ' ἔθανες : φησὶ δὲ πάλιν ἡ Ἰσμήνη : σὺ δέ , ὦ Ἐτέοκλες , ὁ θανατώσας
νόμου ἀλλὰ τὴν διὰ πίστεως Χριστοῦ , τὴν ἐκ θεοῦ δικαιοσύνην ἐπὶ τῇ πίστει , τοῦ γνῶναι αὐτὸν καὶ τὴν
ἀναιρεῖ Τυδεὺς ἐπὶ κρήνης καὶ ἀπ ' αὐτῆς ἡ κρήνη Ἰσμήνη καλεῖται . υἱοὶ δὲ αὐτῷ ἐξ αὐτῆς Ἐτεοκλῆς καὶ
τούτων ἁπάντων . ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ , καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν . μὴ
5485533 Θνητος
Ἆ δειλοί , τί φέβεσθε φιλοπτολέμου Ἀχιλῆος υἱέα θαρσαλέον ; Θνητός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτός , οὐδέ οἱ ἶσον
ὅτι ὁ παῖς αὐτοῦ ζῇ . ἐπύθετο οὖν τὴν ὥραν παρ ' αὐτῶν ἐν ᾗ κομψότερον ἔσχεν : εἶπαν οὖν
. ὡς βῶ βάπτω , οὕτω καὶ θῶ θάπτω . Θνητός . παρὰ τὸν θάνατον . πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῶν θεῶν
ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε : ἐγὼ οἶδα αὐτόν , ὅτι παρ ' αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν . Ἐζήτουν οὖν
5475047 καμινοι
δὲ Τυφωέως , οἱ δὲ Ἐγκελάδου . θερμάστραι : αἱ κάμινοι . Κοιηΐς : Κοίου γὰρ καὶ Φοίβης ἡ Λητώ
δὲ τοῦτό σοι ὅτι κατὰ τὴν ὁδὸν ἣν λέγουσιν αἵρεσιν οὕτως λατρεύω τῷ πατρῴῳ θεῷ , πιστεύων πᾶσι τοῖς κατὰ
. . . . . . νβ γʹ λα Λευκαὶ κάμινοι . . . . . . . . .
τὸν πατέρα , καὶ καθὼς ἐνετείλατο μοι ὁ πατήρ , οὕτως ποιῶ . Ἐγείρεσθε , ἄγωμεν ἐντεῦθεν . Ἐγώ εἰμι
5466921 νεφελαι
Γαδρωσίων , ἀλλὰ τὰ ὄρη , ἵναπερ προσφέρονταί τε αἱ νεφέλαι ἐκ τοῦ πνεύματος καὶ ἀναχέονται , οὐχ ὑπερβάλλουσαι τῶν
ἀλλὰ ἄλλη μὲν ἀνθρώπων , ἄλλη δὲ σὰρξ κτηνῶν , ἄλλη δὲ σὰρξ πτηνῶν , ἄλλη δὲ ἰχθύων . καὶ
ἐλαιώδη , φαῦλα δὲ ἔτι τὰ λεπτὰ καὶ ὑδατώδη . νεφέλαι δὲ καὶ ὑποστάσεις πονηραὶ αἱ πελιδναὶ , αἱ μέλαιναι
ἀπῆλθεν . ἦν δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου . Τῇ δὲ ἐπαύριον
5466415 κυμαινοντ
κυμαίνοντ ' ] ταραχώδη . κυμαίνοντ ' ] ἐπηρμένα . κυμαίνοντ ' ] θρασέα , βλάσφημα . θ ἔπη ]
παρέστη καὶ ἐνεδυνάμωσέν με , ἵνα δι ' ἐμοῦ τὸ κήρυγμα πληροφορηθῇ καὶ ἀκούσωσιν πάντα τὰ ἔθνη , καὶ ἐρρύσθην
γεγωνᾷ ἀσυνδέτως ἐξήνεγκεν . θ κυμαίνοντ ' ] ἀλαζονικά . κυμαίνοντ ' ] ταραχώδη . κυμαίνοντ ' ] ἐπηρμένα .
γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινοῦσιν αὐτήν : ὅτι μετενόησαν εἰς τὸ κήρυγμα Ἰωνᾶ , καὶ ἰδοὺ πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε . Οὐδεὶς
5464260 βυρσαι
Κλέων . ἰστέον ὡς βυρσοδέψης ἦν ὁ Κλέων , αἱ βύρσαι δὲ δύσοσμοί εἰσιν . ἐπειδὴ οἱ βυρσοδέψαι κάκιστον ὀδώδασιν
παντὸς ἀνδρὸς ἡ κεφαλὴ ὁ Χριστός ἐστιν , κεφαλὴ δὲ γυναικὸς ὁ ἀνήρ , κεφαλὴ δὲ τοῦ Χριστοῦ ὁ θεός
. . ἕτερος δὲ τὰς βύρσας ἕψει . λέγονται δὲ βύρσαι τὰ δερμάτια τῶν βοῶν . . ἁλοὺς : Κρατηθείς
πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαριτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικὸς μαρτυρούσης ὅτι Εἶπέν μοι πάντα ὅσα ἐποίησα . ὡς
5463373 θηλυδριας
[ ἀρρενικῶς καὶ ] ἡμίανδρος καὶ ἡμιγύναιξ καὶ διγενὴς καὶ θηλυδρίας καὶ ἑρμαφρόδιτος καὶ ἴθρις , οὗ ἡ ἰσχὺς τεθέρισται
μισθός μου μετ ' ἐμοῦ , ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τὸ ἔργον ἐστὶν αὐτοῦ . ἐγὼ τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὦ
. ἀποπεφασμένος κίναιδος ἐγένετο πάσῃ μὲν ἀκολάστῳ χαρισάμενος ἡδονῇ [ θηλυδρίας τε καὶ ἀνδρόγυνος ὤν ] , μόνῳ δὲ τῷ
Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς , Τί κόπους παρέχετε τῇ γυναικί ; ἔργον γὰρ καλὸν ἠργάσατο εἰς ἐμέ : πάντοτε γὰρ τοὺς
5461175 πολυπειροι
εὐκρατότεραι ἀνειμέναι πολύσοφοι ἀπολαυστικαί . αἱ δὲ τρίται ζʹ Κρόνου πολύπειροι φοβητικαὶ φυσικαὶ εὐφυεῖς στεναὶ μυστικαὶ πολύτεκνοι ζητητικαὶ τῶν ἀποκεκρυμμένων
τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ . ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσίν με πᾶσαι αἱ γενεαί : ὅτι ἐποίησέν μοι
εἰ καὶ νεώτεραι εἶεν καὶ μὴ πρεσβύτιδες καὶ διὰ τοῦτο πολύπειροι . ] ἐξ ἐναντίου δέ , φησίν , οἱ
ἐγώ , ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός : ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί , ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ
5447613 Κρησια
ὀλολυγμῶν [ ] μῆτερ θεῶν , [ Ἄγγδιστι ] Φρυγία Κρησία [ δεῦρο ] κυρία [ ] ναπας ? βασίλεια
σήμερον . τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος , Καὶ ἔλαβον τὰ τριάκοντα ἀργύρια , τὴν τιμὴν
θεῶν . τουτέστιν τῶν μακάρων αἱ νῆσοι : ὦ λευκόπτερε Κρησία πορθμίς : λευκὰ πτερά , ὅ ἐστιν ἄρμενα ,
καὶ ἐγένετο αἷμα . καὶ ἤκουσα τοῦ ἀγγέλου τῶν ὑδάτων λέγοντος , Δίκαιος εἶ , ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν
5446911 ἁμαρτωλοι
ἔχει σκοτεινὸν ὀφθαλμόν : ἐλεᾷ γὰρ πάντας , κἂν ὦσιν ἁμαρτωλοὶ , κἂν βουλεύωνται περὶ αὐτοῦ εἰς κακά . Οὕτως
ἄνθρωπε πᾶς ὁ κρίνων : ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον , σεαυτὸν κατακρίνεις , τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ
τῷ παιδευτικῷ . αἱ δὲ ἑξῆς ιʹ Ἀφροδίτης ἐπίψογοι , ἁμαρτωλοὶ περὶ γάμους , περιπίπτουσαι διὰ ταῦτα , περὶ δὲ
νόμῳ τοῦ θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον , βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσίν μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ
5440234 προφητης
διὰ τοῦ στόματος ἔχομεν ἐκβαλεῖν αὐτήν . καὶ εἶπεν ὁ προφήτης : στόμα πρὸς στόμα ἐλάλουν τοῦ θεοῦ , καὶ
σὺν αὐτοῖς μηδὲν διακρινόμενος , ὅτι ἐγὼ ἀπέσταλκα αὐτούς . καταβὰς δὲ Πέτρος πρὸς τοὺς ἄνδρας εἶπεν , Ἰδοὺ ἐγώ
ἐργασίας πλέκτοντας . ” ταῦτα δὲ αὐτοῦ λέγοντος , ὁ προφήτης , “ μάντις Ἀπόλλων , ” εἶπε , “
περὶ αὐτοῦ ὅτι εἶπεν , Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ καταβὰς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ , καὶ ἔλεγον , Οὐχ οὗτός
5436183 ναρκᾳ
καὶ τοῦ δικτύου ἐν ᾧ τεθήραται εἴ τις προσάψαιτο , ναρκᾷ πάντως . εἰ δέ τις ἐς σκεῦος αὐτὴν ἐμβάλοι
αὐτῶν λέγοντες αὐτῷ : ποῦ ἔστιν ἡ δύναμίς σου ; πῶς ἡμᾶς ἐπλάνησας ; καὶ ἐξεφύγομεν καὶ ἐξεπέσαμεν ἐκ τῆς
πήγανον ἀκινήτους ποιεῖ . Ὄφις , καλάμῳ πληγεὶς ἅπαξ , ναρκᾷ , κινεῖται δὲ , πολλάκις τυπτόμενος . Μυρσίναι δὲ
Οὐχ ἰδοὺ ἅπαντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι ; καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ
5430669 σκιαι
ἐπαναπαύεσθαι ἔοικεν ἐν τῇ τῶν ἰδεῶν ἀμερείᾳ , ὡς αἱ σκιαὶ ἐν τῇ τῶν αἰσθητῶν ἀντιτυπίᾳ . ὥσπερ τοίνυν τὰ
καρδίαις αὐτῶν καὶ ἔβρυχον τοὺς ὀδόντας ἐπ ' αὐτόν . ὑπάρχων δὲ πλήρης πνεύματος ἁγίου ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδεν
. παραπλεόντων δὲ τὴν Ἰνδῶν γῆν λέγει Νέαρχος ὅτι αἱ σκιαὶ αὐτοῖσιν οὐ ταὐτὸ ἐποίεον : ἀλλὰ ὅπου μὲν ἐπὶ
ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου , περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων . ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ
5430082 σωκος
σῶκος : ἐπίθετον Ἑρμοῦ : καὶ ὁ μὲν Ἀπίων ἀποδίδωσι σῶκος σάοικος σωσίοικος , ἔνιοι δὲ σόωκος ὁ ὠκέως σοούμενος
χωρὶς πνεύματος νεκρόν ἐστιν , οὕτως καὶ ἡ πίστις χωρὶς ἔργων νεκρά ἐστιν . Μὴ πολλοὶ διδάσκαλοι γίνεσθε , ἀδελφοί
τὸ ἰσχύειν , ἐξ οὗ καὶ σῶκος ὁ ἰσχυρός : σῶκος ἐριούνιος . . . . , . ἄντυξ :
δικαιοσύνην , καὶ φίλος θεοῦ ἐκλήθη . ὁρᾶτε ὅτι ἐξ ἔργων δικαιοῦται ἄνθρωπος καὶ οὐκ ἐκ πίστεως μόνον . ὁμοίως
5424477 ὑποκιρρος
λιπαρὸς ἐπιθυμιαθείς τε ταχέως ἐκκαιόμενος : ὁ δ ' Ἰνδικὸς ὑπόκιρρός ἐστι καὶ πελιδνὸς τὴν χρόαν . γίνεται δὲ καὶ
ἡσὶν ὑπρο τοῦ βαπτήσματος . Οἱ πιστοὶ εἶπω ἡσὶν οι δικαὶοι . Εὔξαστε οἱ κατοιχοῦμενοι . Τότε ὑπερι τοῦ βαπτίσματος
, οἱ δὲ ἐν τῷ σώματι τρεῖς ὧν ὁ μέσος ὑπόκιρρός ἐστι καὶ λαμπρός , ὃς καλεῖται Ἀντάρης , τῷ
ἡσὶν ὑπρο τοῦ βαπτήσματος . Οἱ πιστοὶ εἶπω ἡσὶν οι δικαὶοι . Εὔξαστε οἱ κατοιχοῦμενοι . Τότε ὑπερι τοῦ βαπτίσματος
5424413 μιγη
: ἀμφὶ δ ' ἄρά σφι τεύχε ' ἐπεσμαράγησε : μίγη δ ' ἑκάτερθεν ἀυτὴ λευγαλέη . Τὰ δὲ πολλὰ
βασιλείας τοῦ θεοῦ , ὑπὲρ ἧς καὶ πάσχετε , εἴπερ δίκαιον παρὰ θεῷ ἀνταποδοῦναι τοῖς θλίβουσιν ὑμᾶς θλῖψιν καὶ ὑμῖν
δ ' ἄρα Φοίνικες πολυπαίπαλοι ἠπερόπευον . πλυνούσῃ τις πρῶτα μίγη κοίλῃ παρὰ νηῒ εὐνῇ καὶ φιλότητι , τά τε
; Τί δὲ καὶ ἀφ ' ἑαυτῶν οὐ κρίνετε τὸ δίκαιον ; ὡς γὰρ ὑπάγεις μετὰ τοῦ ἀντιδίκου σου ἐπ
5424397 τροπωτηρ
. τροποῦτο κώπην ] κώπην εὐήρετμον ἀμφὶ σκαλμὸν ἐδέσμευε . τροπωτὴρ δὲ ὁ λῶρος ὁ δεσμεύων τὴν κώπην πρὸς τῷ
, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται . Εἶπεν δὲ ὁ Πέτρος , Κύριε , πρὸς
τὴν προῖκα ἅμα τῷ νυμφίῳ φέρουσιν . ἐπικωπητήρ : ὁ τροπωτὴρ ἱμάς . ἐπὶ Λειψυδρίῳ μάχη : χωρίον ὑπὲρ τῆς
αὐτοῖς , καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα . Καὶ ὀψίας γενομένης ἔρχεται μετὰ τῶν δώδεκα . καὶ ἀνακειμένων αὐτῶν καὶ ἐσθιόντων
5423276 μελεδαινομενη
καὶ ἢν ὑπέλθῃ , δοκέει οἱ ῥηΐτερον εἶναι , καὶ μελεδαινομένη ἐν τάχει ὑγιὴς γίνεται : ἢν δὲ μὴ ,
ἐποίησεν σημεῖον ἔλεγον ὅτι Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον . Ἰησοῦς οὖν γνοὺς ὅτι μέλλουσιν
ἀγρυπνήσει . Τοιαῦτα δὲ πείσεται ἐπὶ τοῖσι τετάρτοισι καταμηνίοισι : μελεδαινομένη δὲ καὶ ἐν τουτέοισιν ὑγιαίνει . Καὶ ἐν τοῖσι
ὁ θεός , ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος , ὁ παντοκράτωρ . Ἐγὼ Ἰωάννης , ὁ ἀδελφὸς
5421232 ἀντιδουσα
ἔμεινεν ἡ Κλυταιμνήστρα , ὑπὸ τῶν ἰδίων τέκνων ἀναιρεθεῖσα . ἀντιδοῦσα τὸν ἑαυτῆς θάνατον ὑπὲρ τοῦ φόνου τοῦ Ἀγαμέμνονος :
; καὶ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσιν τὰ ἴσα . πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν
ὡς καὶ τὸ πένθος αἰώνιον ἔχω : σὺ δ ' ἀντιδοῦσα : δοῦσα ὑπὲρ τῆς ἐμῆς ψυχῆς τὴν σὴν ψυχήν
ἀποτελῶ σήμερον καὶ αὔριον , καὶ τῇ τρίτῃ τελειοῦμαι . πλὴν δεῖ με σήμερον καὶ αὔριον καὶ τῇ ἐχομένῃ πορεύεσθαι
5419995 σκαιης
ἐν κονίῃσι βάλεν , τοῦ δ ' ἆσσον ἰόντος δεξιτερῇ σκαιῆς ὑπὲρ ὀφρύος ἤλασε χειρί , δρύψε δέ οἱ βλέφαρον
ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς , Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστιν [ τῆς ἁμαρτίας
πελάει . καὶ ὡς ἐπὶ τοῦ Περσέως : δέ οἱ σκαιῆς ἐπιγουνίδος ἤλιθα πᾶσαι Πληϊάδες φορέονται . καὶ πάλιν :
ἀντίχριστος , ὁ ἀρνούμενος τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν . πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν υἱὸν οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει :
5413293 ἐπηδων
ἐπὶ τὴν Χλόην καὶ ὥσπερ ἐπί τινα Βάκχην Σάτυροι μανικώτερον ἐπήδων καὶ ηὔχοντο γενέσθαι ποίμνια καὶ ὑπ ' ἐκείνης νέμεσθαι
ἀνθρώποις . ὁ θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν ἤγειρεν Ἰησοῦν , ὃν ὑμεῖς διεχειρίσασθε κρεμάσαντες ἐπὶ ξύλου : τοῦτον ὁ θεὸς
κακά : ἔθρωισκον ἐξέπιπτον ἀντύγων ἄπο , τροχοί τ ' ἐπήδων ἄξονές τ ' ἐπ ' ἄξοσιν νεκροί τε νεκροῖς
οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός , [ ὁ ] Ἰησοῦς , ὃν ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν . καί τινες ἐξ αὐτῶν ἐπείσθησαν
5408654 ἐκτεθεν
. παρὼν δὲ καὶ ὁ Αἴπυτος ἐν Λακεδαίμονι ἔλαβεν αὐτὸ ἐκτεθέν : ὁ δὲ Πίνδαρος ποιητικῶς λέγει πεπέμφθαι τὸ βρέφος
πέραν . Καὶ ἐπελάθοντο λαβεῖν ἄρτους , καὶ εἰ μὴ ἕνα ἄρτον οὐκ εἶχον μεθ ' ἑαυτῶν ἐν τῷ πλοίῳ
. παρὼν δὲ καὶ ὁ Αἴπυτος ἐν Λακεδαίμονι ἔλαβεν αὐτὸ ἐκτεθέν : ὁ δὲ Πίνδαρος ποιητικῶς λέγει πεπέμφθαι τὸ βρέφος
καὶ ἀμέμπτως ὑμῖν τοῖς πιστεύουσιν ἐγενήθημεν , καθάπερ οἴδατε ὡς ἕνα ἕκαστον ὑμῶν ὡς πατὴρ τέκνα ἑαυτοῦ παρακαλοῦντες ὑμᾶς καὶ
5407789 θαλασσιαι
ἐχρῶντο πρότερον πρὸ τῶν ψήφων : εἰσὶ δέ τινες κόγχαι θαλάσσιαι . “ σπονδῶν ” δέ , τῶν τῆς εἰρήνης
τὸ συμφέρον . ᾧ μὲν γὰρ διὰ τοῦ πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας , ἄλλῳ δὲ λόγος γνώσεως κατὰ τὸ αὐτὸ
ὑπενήχετο ταῖς πέτραις τοὺς ἐσβληθέντας ἁρπάζειν : εἰσὶ δὲ αἱ θαλάσσιαι πλὴν μεγέθους καὶ ποδῶν ὅμοιαι ταῖς χερσαίαις , πόδας
περιπατεῖτε πρὸς τοὺς ἔξω , τὸν καιρὸν ἐξαγοραζόμενοι . ὁ λόγος ὑμῶν πάντοτε ἐν χάριτι , ἅλατι ἠρτυμένος , εἰδέναι
5405559 κατακεινται
. πάντες δὲ ὑπὸ τῷ αὐτῷ ἱματίῳ μετὰ τῶν γυναικῶν κατάκεινται κἂν παρῶσί τινες , καὶ τοὺς καταλύοντας ξένους φιλοῦσιν
ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων . εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ σήμερον
ἐν κλίναις ἐλεφαντόποσιν καὶ στρώμασι πορφυροβάπτοις κἀν φοινικίσι Σαρδιακαῖσιν κοσμησάμενοι κατάκεινται . ἤκμασε δ ' ἡ τῶν ποικίλων ὑφή ,
ὁ τὰ δύο ἐκέρδησεν ἄλλα δύο . ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν γῆν καὶ ἔκρυψεν τὸ ἀργύριον τοῦ
5405506 εὐφρανθησονται
ἐν χρηματιστικοῖς τόποις τύχωσι , καὶ ἐπὶ γυναικὶ καὶ τέκνοις εὐφρανθήσονται . Ζεὺς Ἀφροδίτη Σελήνη πρακτικοὺς ἐνδόξους ἀποτελοῦσιν , ἀρχιερατικούς
ὡς ἕκτη . καὶ λέγει τοῖς Ἰουδαίοις , Ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν . ἐκραύγασαν οὖν ἐκεῖνοι , Ἆρον ἆρον ,
καὶ οἱ φίλοι καὶ εὐφρανθήσεται ἐπ ' αὐτοῖς , κἀκεῖνοι εὐφρανθήσονται ἐπ ' αὐτῷ , καὶ προσκείσεται διηνεκῶς ᾄσμασι καὶ
: εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι κυρίου , καὶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ . εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν
5405267 ψαυσῃς
αὐχένι δυσμενέεσσιν . θάλλε μοι , εἰσέτι θάλλεις ἕως ὅτε ψαύσῃς Ὀλύμπου , γῆς Φαρίης κρατέων ἠδ ' Ἀρκαδίης μετὰ
καὶ χρίσας ἡμᾶς θεός , ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν .
ἀνίσταται ἡ νειαίρη , καὶ σκληρὴ γίνεται , καὶ ἢν ψαύσῃς , ἀλγέει , καὶ βρύχει , καὶ πῦρ ἔχει
οὐ διεκρίθη τῇ ἀπιστίᾳ ἀλλ ' ἐνεδυναμώθη τῇ πίστει , δοὺς δόξαν τῷ θεῷ καὶ πληροφορηθεὶς ὅτι ὃ ἐπήγγελται δυνατός
5404516 διισχυριζονται
' ] τὴν ἐκταγήν . φασίν ] οἱ δανεισταί , διισχυρίζονται . οὕτως ] τοιουτοτρόπως , κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον
καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ποιῶμεν . αὕτη γάρ ἐστιν ἡ ἀγάπη τοῦ θεοῦ , ἵνα τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν :
καὶ ἄλλα ὅσα Μέλισσοί τε καὶ Παρμενίδαι ἐναντιούμενοι πᾶσι τούτοις διισχυρίζονται , ὡς ἕν τε πάντα ἐστὶ καὶ ἕστηκεν αὐτὸ
οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ , ἀλλ ' ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον , ὅτι ὁ φόβος κόλασιν
5400631 κυβερναι
καὶ τὸ ποιητικὸν λέγων οὕτως αἱ γὰρ . . . κυβερνᾶι . , καὶ ποιητικὸν δὲ αἴτιον οὐ σωμάτων μόνον
καὶ ὁ Χριστός , ἅπαξ προσενεχθεὶς εἰς τὸ πολλῶν ἀνενεγκεῖν ἁμαρτίας , ἐκ δευτέρου χωρὶς ἁμαρτίας ὀφθήσεται τοῖς αὐτὸν ἀπεκδεχομένοις
φέρεται : θεὸς δὲ πάντας † ἐν κινδύνοις θνατοὺς † κυβερνᾶι : ἀντιπνεῖ δὲ πολλάκις εὐτυχίαι δεινά τις αὔρα .
τὸν κάμνοντα , καὶ ἐγερεῖ αὐτὸν ὁ κύριος : κἂν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκώς , ἀφεθήσεται αὐτῷ . ἐξομολογεῖσθε οὖν ἀλλήλοις
5395257 κρανει
καὶ χρυσοῦ πεποίηται . μέσῳ μὲν οὖν ἐπίκειταί οἱ τῷ κράνει Σφιγγὸς εἰκώνἃ δὲ ἐς τὴν Σφίγγα λέγεται , γράψω
ἐνεργοῦντος ἐν τοῖς υἱοῖς τῆς ἀπειθείας : ἐν οἷς καὶ ἡμεῖς πάντες ἀνεστράφημέν ποτε ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς σαρκὸς ἡμῶν
δορυκράνου λόγχης ἰσχὺς τοιοῦτόν ἐστιν ὡς ἂν εἰ ἔλεγεν ἄνδρες κράνει καὶ δόρατι ἰσχύοντες . ἡμέτερα . † ἀλλ '
ἀπεκτείνατε , ὃν ὁ θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν , οὗ ἡμεῖς μάρτυρές ἐσμεν . καὶ ἐπὶ τῇ πίστει τοῦ ὀνόματος

Back