εἰς κενὸν σκάφος , τὰ ἀπὸ τῆς φρονήσεως ἕρματα δεῖ προσεμβάλλειν . Οἱ ἐλαφροὶ τῶν ἀνθρώπων ὥσπερ τὰ κενὰ τῶν
. χρὴ οὖν καὶ χαμαιμήλου ἢ ἀνήθου ἢ κυπρίνου ἐλαίου προσεμβάλλειν ἐν τῇ ἑψήσει . καὶ τούτοις αὐτοῖς δεῖ ὑπαλείφειν
6146458 πολταριον
τοῦ τραχήλου τρίς . ἄλλο . κοχλίας γυμνοὺς βάλε εἰς πολτάριον καὶ καῦσον καὶ λειώσας τὴν τέφραν ἀναλάμβανε μέλιτι λείῳ
δραχμῆς πλέον μήτε ὀβολῶν τεσσάρων ἔλασσον : συνεψῆσαι δὲ τούτοις πολτάριον ἐκ σεμιδάλεως : ἔπειτα ἀπὸ τούτου τῷ πάσχοντι διδόναι
5993091 μεδιμνῳ
στρατιᾶς περὶ Κυλλήνην , βουλόμενοι οἱ περὶ Ξενίαν τὸν λεγόμενον μεδίμνῳ ἀπομετρήσασθαι τὸ παρὰ τοῦ πατρὸς ἀργύριον † δι '
τὸ μὲν γὰρ ἀργύριον μηδὲ ἀριθμῷ ἄγειν αὐτόν , ἀλλὰ μεδίμνῳ ἀπομεμετρημένον πολλοὺς μεδίμνους . εἶχε δὲ καὶ αὐτὸς Παρμένων
5634237 περιελιξας
, ἀναφυρήσας τοῦτο , ἐς εἴριον μαλθακὸν καθαρὸν περὶ πτερὸν περιελίξας ῥάκεα , καὶ καταλαβὼν προστιθέναι , ἐς λευκὸν ἄλειφα
, μῆκος δὲ ἓξ δακτύλων , χρίσας τῷ φαρμάκῳ , περιελίξας τῷ εἰρίῳ , τὸ φάρμακον ἀνασπογγίσας , τὸ ἔσχατον
5474240 μυρσινελαιου
καλοῦσι , πρὸς ἥμισυ μέρος τοῦ λαδάνου καὶ χρίεσθαι μετὰ μυρσινελαίου ἀναλαμβανόμενον : εἰ δὲ χειμὼν εἴη καὶ ψυχρὰν ἔχοι
. βʹ . πηγάνου φύλλων χλωρῶν . ⎭ ὄξους καὶ μυρσινελαίου κατάχριε , πλέον δὲ πρὸς τὰ ἐξυγρασμένα . Πήγανον
5454466 τακερωθωσιν
ἐλαίου κενωθέντος , ἑψῆσαι δεῖ τὰς κολοκυνθίδας ἐν ὕδατι ἄχρι τακερωθῶσιν , εἶτ ' αὐτὰς μὲν ἐκρίψαι , τοῦ δ
κεκραμένῳ ἡμέρας δύο ἢ τρεῖς , ἔπειτα ἕψονται , μέχρι τακερωθῶσιν αὐτάρκως : μετὰ δὲ τοῦτο δεῖ λαβεῖν ῥόδων ἄνθους
5444133 διηθησαντες
συγκεράσας ἀπόθου ἐν ἀγγείῳ . τινὲς δὲ ἀποβρέξαντες κριθὰς καὶ διηθήσαντες , ἐκ τοῦ ἀποβρέγματος μίσγουσιν ἕνα μετρητὴν τυχὸν ἑνὶ
τοῖς ξυλίνοις ποτηρίοις , οὓς καλοῦσι ταβαίτας , προβρέχουσι καὶ διηθήσαντες πίνουσι . καὶ ἔστιν ὅμοιον ὡς ἄν τις μέλι
5416143 δραχμαις
τρὶς ἁλῷ τις , ἐὰν δ ' ἅπαξ , ζημιοῦσθαι δραχμαῖς ἑκατόν . Ἀτίμητος δίκη , ἡ τοσούτου οὖσα ὅσου
Περσῶν : καί φησί γε Καλλισθένης ὑπ ' Ἀθηναίων χιλίαις δραχμαῖς ζημιωθῆναι Φρύνιχον τὸν τραγικόν , διότι δρᾶμα ἐποίησε Μιλήτου
5265012 κοτυλας
. . . Ψ : . . . καθόλου δὲ κοτύλας ἐκάλουν πάντα τὰ κοῖλα : καὶ Αἰσχύλος ἐν Ἠδωνοῖς
ἐλαίου ἀνὰ οὐγγίας δ , καὶ τοῦ χυλοῦ τῆς ἀνεμώνης κοτύλας ἀττικὰς δύο καὶ ἡμίσειαν . Τὴν κολοφωνίαν ἅμα τῷ
5241992 προπυριων
ἐκγιγαρτισμένας κ , λεπίδος , μάννης ἀνὰ ⋖ δ . προπυριῶν ἐπιτίθει . Ψύλλιον ὕδατι βρέξας ἀναλαβὼν ὀθονίῳ χλιαρὸν ἐπιτίθει
ϲταφίδεϲ ἀφαιρεθέντων τῶν γιγάρτων κ , λεπίδοϲ ⋖ γ : προπυριῶν ἐπιτίθει . Ἄλλο . λαδάνου , βδελλίου , χαλβάνηϲ
5216445 κοτυλων
ὄνου γάλα ἑφθὸν δίδου , καὶ πινέτω μὴ ἔλασσον δώδεκα κοτυλῶν : ἢν δὲ ῥώμη περιέχῃ , πλεῖον ἑκκαίδεκα .
ἄρξηται ἀνιέναι τινὰ γλισχρότητα , κατὰ μικρὸν ὕδωρ παρεπίχει ἄχρι κοτυλῶν ἕξ , τρίβων εὐτόνως , ἀναλαμβάνων τε τὴν λεπίδα
5142917 ὀϲτρακινον
καὶ ἅπτων πρὸϲ λύχνον ἐπιτίθει εἰϲ κοῖ - λον λοπάδιον ὀϲτράκινον κενόν , εἶτα περικάλυψον χάλκωμα ἔγκοιλον , ἐϲφυγμένον ἐπιμελῶϲ
ὥϲτε μὴ ἐκπεϲεῖν τὰ ἐν τῷ ξεϲτίῳ , εἶτα ἕτερον ὀϲτράκινον ἀγγεῖον ἄωτον λαβὼν μακροτράχηλον ϲτόμιον ἔχον ἁρμόδιον τῷ ϲτομίῳ
5088586 καταχωσον
ἔμβαλε ἐν σκεύει τινὶ ὑελίνῳ , καὶ περιπηλώσας , ξηράνας κατάχωσον ἡμέρας τινάς . Καὶ ὡς ἰὸν γενόμενον , ἄνιγε
Κοιλίαν προβάτου νεαράν , πλήρη τῆς κόπρου καὶ ἄπλυτον , κατάχωσον μὴ ἐν βάθει , ἀλλ ' ἐπιπολῆς . εὑρήσεις
5009275 μαγνησιαν
περιπλύνας , βάλε αὐτῇ καὶ ὀλίγην λευκὴν καδμίαν , ἢ μαγνησίαν , ἢ ἄσβεστον , ἴνα γένηται σῶμα ἀπὸ σώματος
. Ἔπειτα καὶ τὸ σῶμα τῆς μαγνησίας προσέρεται . Λαβὼν μαγνησίαν θηλυκὴν , λείωσον ἐπιμελῶς : βαλὼν ἐν βατανίῳ ἅλας
4948529 ξηριου
γένωνται τὰ δύο ἓν , τότε . βάλε ἀπὸ τοῦ ξηρίου , ἤγουν ἀπὸ τοῦ ὑδραργύρου ὁποῦ ἐμάζωξες ἀπὸ τοῦ
λιθάργυρον ἴϲον ἐπίβαλλε . μὴ παρόντοϲ δὲ τοῦ διὰ χάρτου ξηρίου χάρτην καύϲαϲ καὶ τὴν τέφραν ὄξει δεύϲαϲ χρῶ ἐπὶ
4928232 ῥοδινην
πόροιϲ ἔλαιον θερμόν . ἐπιμενούϲηϲ δὲ τῆϲ φλεγμονῆϲ καὶ κηρωτὴν ῥοδίνην ὑγρὰν ἐπιρρίπτειν τοῖϲ τόποιϲ . ψωμίζειν δὲ τὸ παιδίον
μετὰ φλεγμονῆς καὶ ἕλκωσις εἴῃ , ἐκ λευκοῦ κηροῦ κηρωτὴν ῥοδίνην ποιήσας ἔχουσαν τὸ τρίτον στέαρ χήνειον , λέαινε παραστάζων
4927581 χοεα
καὶ τοῖσι πρόσθεν : τῇ δὲ ὑστεραίῃ ὀνείου γάλακτος ἑφθοῦ χοέα διδόναι δὶς ἐκπιεῖν ἅλας παραβάλλων : ἐς ἑσπέρην δὲ
, τρίτον μέρος μελικρήτου παραμίσγων , πινέτω δὲ τοῦ γάλακτος χοέα : μετὰ δὲ τὴν κάθαρσιν τὴν κάτω τῶν φαρμάκων
4918036 τεταρταιουϲ
χυλὸϲ ϲὺν οἴνῳ . πρὸϲ πᾶϲαν περίοδον καὶ μάλιϲτα πρὸϲ τεταρταίουϲ διδόμενον πρὸ ὡρῶν β τῆϲ ἐπιϲημαϲίαϲ , ποιεῖ καὶ
. χρῶ δὲ ὁμοίωϲ καὶ πρὸϲ ἐπιληπτικοὺϲ καὶ ἀμφημερινοὺϲ καὶ τεταρταίουϲ πυρετούϲ : πρὸϲ δὲ ποδαγρικοὺϲ καὶ ἰϲχιαδικοὺϲ ἐν οἴνῳ
4910392 κροκους
ἀκαύστους , οὐγγίας ιηʹ , καὶ μαγνησίαν , ἤγουν κεκαυμένους κροκοὺς , Ϛγ δʹ κο κʹ : καὶ ζύγιν ,
ἀκαύστους , οὐγγίας ιηʹ , καὶ μαγνησίαν , ἤγουν κεκαυμένους κροκοὺς , Ϛγ δʹ κο κʹ : καὶ ζύγιν ,
4907974 δραχμην
ᾖ , τῆς δάφνης ὅσον πόσιν , τῆς ἐδώδεος ὅσον δραχμήν . Ἕτερον : σκαμμωνίης ὅσον πόσιν τρίψας , διεῖναι
αὐτοῦ ἐν γραμματείῳ τὸ ἔγκλημα καὶ τὸ τίμημα καὶ παραθέντος δραχμήν : ἐλάμβανον δὲ καὶ ἑτέραν ὑπὲρ τῆς ἀντωμοσίας .
4879081 μιλιαρια
τὴν κεφαλὴν , φλεβοτόμησον τὴν κρανιακὴν φλέβα καὶ ἔμβαλε ὅσον μιλιάρια ιʹ . συσκεύαζε δὲ τὸν χρόνον δὶς τὸν Ἀπρίλλον
. καρυοφύλλων μιλιάρια εʹ . κρόκου μιλιάριον αʹ . μαστίχης μιλιάρια γʹ . κύπερον μιλιάρια εʹ . ξυλαλόην μιλιάρια εʹ
4851334 πολυτριχον
ἀδίαντον ἐν ἀνύγροις τόποις φύεται . καλεῖται δὲ καλλίτριχον καὶ πολύτριχον καὶ τριχομανές . κέκληται δὲ οὕτως τὸ ἀδίαντον ,
πιεῖν ψυχρῷ ἢ γαλακτώδει : ἢ ἀδίαντον , ὃ καὶ πολύτριχον καλεῖται , ὁμοίως εἰς ἀποτρίτωσιν ἑψήσας , μίξας ῥοιᾶς
4848011 ἐμβαλλεϲθω
ϲκαμμωνίαϲ # α οἴνου ξε ε , ταῦτα λειότατα γενόμενα ἐμβαλλέϲθω ὀθονίῳ καὶ ἀκριβῶϲ περιϲφιγχθὲν τὸ ῥάκοϲ ἀποκρεμάϲθω εἰϲ τὸν
μᾶλλον καθαίρει : καθαίρει δὲ καὶ φλέγμα καὶ χολήν . ἐμβαλλέϲθω δὲ αὐτῆϲ ὅϲον ⋖ ε εἰϲ δύο κοτύλαϲ ὕδατοϲ
4846997 διασησαι
μάλιστα προσθέτοισι φαρμάκοισι τοῖσδε : τῆς σικυώνης τὴν ἐντεριώνην κόψαντα διασῆσαι , καὶ σίλφιον ὀλίγον , παραμῖξαι ὀλίγα ἐν πλείονι
ἐν θυίῃ λιθίνῃ τρίβειν μάρμαρον ἢ λίθον λευκὴν , καὶ διασῆσαι : εἶτα μίσγειν ἴσον ἑκάστου , καὶ τοὺς ὀδόντας
4830781 ἡμιχοα
παύσηται αὐτόματος καθαιρόμενος , φακῶν χυμοῦ ἀναγκάσαι αὐτὸν ἐκπιεῖν τρία ἡμίχοα , ἅλας παραβάλλων : μετὰ δὲ τὴν κάθαρσιν τοῦ
οἶνον χρὴ ὡς ἥδιστον ἴσον ἴσῳ κεράσαι , ὡς τρία ἡμίχοα ἀττικὰ , καὶ μαράθου ῥίζαν καὶ τοῦ καρποῦ ,
4822522 ὀρυγματι
τοὺς ἀναιρουμένους καλεῖται δήμιος , δημόκοινος , ὁ πρὸς τῷ ὀρύγματι ὁ ἐπὶ τῷ ὀρύγματι : καὶ τὰ ἐργαλεῖα αὐτοῦ
ὀρύσσουσιν , ἀνθυπορύσσειν καὶ ἀντιοῦσθαι καὶ ἐμπιμπράναι τὸ ἐν τῷ ὀρύγματι μαχόμενον . Παλαιὸν δέ τι λέγεται . . .
4818391 παραμιξαι
. Δότε οὖν , ὦ φιλότης , βραχὺ μυθολογῆσαι καὶ παραμίξαι τοῖς ὄψοις ἥδυσμά τι ποιητικόν , τὴν Ἀφροδίτην :
. Δότε οὖν , ὦ φιλότης , βραχὺ μυθολογῆσαι καὶ παραμίξαι τοῖς ὄψοις ἥδυσμά τι ποιητικόν , τὴν Ἀφροδίτην :
4815724 ἐμβροχην
τῆς ἀπὸ τῶν ἐπικειμένων θερμασίας αἰσθάνηται , αὖθις νεαροποιεῖν τὴν ἐμβροχήν : παρηγορηθέντος δὲ καὶ ἀπονωτέρου τοῦ κάμνοντος γενομένου ,
τοῦ δὲ κηροῦ βραχυτάτου , ὡς μόνον παχυτέραν ἐργάσασθαι τὴν ἐμβροχήν . ἀναλαμβανέσθω δὲ πάντα δι ' ἐρίων οἰσυπηρῶν καὶ
4808825 γληχους
ἐντὸς γενέσθαι λαχόντι τῆς κακοπαθείας . ἔστι δὲ ὁ κυκεὼν γλήχους ποταμίας μίξις καὶ ἀλφίτων ὁμοῦ μεθ ' ὕδατος :
, τὰ δ ' ἄλλως ἀτερπῆ τοῖς ἡδύσμασιν , οἷον γλήχους κόμῃ καὶ καλαμίνθης καὶ θύμου καὶ τῷ τοῦ πετροσελίνου
4802388 καταδησαι
ἱμάντας κατὰ τὴν κορυφὴν , κἄπειτα περὶ τὸ μέτωπον ὀθονίῳ καταδῆσαι , καὶ κατάβλημα χρὴ εἶναι , ὥσπερ νομίζεται ,
μοτῶσαι ὠμολίνῳ , καὶ ἄνωθεν ἐπιθεῖναι σπόγγον μαλθακόν : εἶτα καταδῆσαι ὅκως μὴ ἐκπέσῃ ὁ μοτός : ἀφιέναι δὲ χρὴ
4793061 δραχμας
καὶ κατουλοῦσα , ἥτις καὶ ἔχει οὕτως : Στέατος ὑείου δραχμὰς μη , ἀσφάλτου καὶ νίτρου ἀνὰ δραχμὰς κε ,
. ἐὰν δὲ μὴ ἐπαναγκάσῃ ὁ ἄρχων , ὀφειλέτω χιλίας δραχμὰς ἱερὰς τῇ Ἥρᾳ . ἀπογραφέτω δὲ τὸν μὴ ποιοῦντα
4792414 λιτραν
' ὧν ἡ πάνυγρος ὀνομαζομένη καὶ αἱ παραπλήσια . Λιθαργύρου λίτραν α , ἐλαίου καὶ οἴνου ἀνὰ λίτρας γ :
προσφέρεται τὸ φάρμακον . Λιθαργύρου λίτραν α , ἐλαίου παλαιοῦ λίτραν μίαν καὶ ἡμίσειαν , ἀρσενικοῦ οὐγγίαν α : ἕψε
4741566 ὀβολους
μίξας ἀναλάμβανε καὶ χρῶ πρὸ τῆς ἐπισημασίας ἐν ὀξυμέλιτι διδοὺς ὀβολοὺς β μόνους . Καρκίνων ποταμίων ἡ τέφρα θαυμασίως ἐπὶ
τέχνης ἐννέα ἢ δέκα , ὧν ἕκαστος τούτῳ δύ ' ὀβολοὺς ἀποφορὰν ἔφερε τῆς ἡμέρας , ὁ δ ' ἡγεμὼν
4733792 δωδεκαδας
ἀπὸ Επιφὶ κʹ ἕως τῆς ιγʹ γίνονται σγʹ : ἀφεῖλον δωδεκάδας ιϚʹ , λοιπὰ ιαʹ , ταῦτα ἀπὸ Σελήνης τῆς
, Ἄρης ὡροσκόπος Παρθένῳ : ζητοῦμεν ἔτος λεʹ . ἀφεῖλον δωδεκάδας δύο , ἅ ἐστιν κδʹ : λοιπὰ ιαʹ :
4731744 ὑποκαθηραι
ἄξει καλῶς : καὶ μετὰ τὸν κλυσμὸν ὀνείῳ γάλακτι ἑφθῷ ὑποκαθῆραι ὀκτὼ κοτύλῃσι , μέλι δὲ παραχέων διδόναι πίνειν :
ὑποκαθῆραι : τῇ δὲ ὑστεραίῃ τῷ ἀπὸ ἐρεβίνθων λευκῶν χυλῷ ὑποκαθῆραι δύο χοεῦσιν , ἅλας δὲ παρεμβαλὼν διδόναι πίνειν :
4723019 ἡψημενῳ
βοηθήματα , τραφῆναι δὲ χόνδρῳ ἄλικος θερμῷ μεθ ' ὕδατος ἡψημένῳ , κόκκων ῥόας συνεψηθέντων αὐτῷ : κοιμηθέντι δὲ ὅλῃ
γὰρ μετὰ τὸν εἰρημένον χρόνον εὑρίσκεις τὸ σῶμα τῆς σκίλλης ἡψημένῳ παραπλήσιον , ἐξερρυηκότα δὲ καὶ τὸν χυλὸν αὐτῆς ,
4715133 Χαλαστραιον
προπερισπῶντο , διὰ τῆς αι διφθόγγου γράφονται : οἷον , Χαλαστραῖον τὸ νίτρον : Στεφαναῖον , ὄνομα τόπου : Ἠλακαταῖον
συλλαβὰς προπαροξύνεται : Ἀθήναιον Λιλύβαιον κεφάλαιον περιβόλαιον , χωρὶς τοῦ Χαλαστραῖον καὶ Στεφαναῖον καὶ Ἠλακαταῖον καὶ Καναστραῖον . Τὰ διὰ
4712124 ἑψησαι
ὅτι ἴσον εἴη πεῖσαι , ὅπερ ἂν τὸ λεγόμενον λίθον ἑψῆσαι , Ἀλλὰ τούτους μὲν τοὺς λόγους , ἦν δ
τε τὴν οἰκίαν προδραμεῖν καὶ φακῆν εἰς τὴν χύτραν ἐμβαλόντα ἑψῆσαι , ἐκεῖνος ἀπελθὼν κόκκον ἕνα φακῆς εἰς τὴν χύτραν
4704184 τροχισκου
ὀμβρίου τὸ ἀρκοῦν ποίησον τροχίσκους καὶ χρῶ . Ἄλλη σκευασία τροχίσκου : κρόκου ὀπίου σμύρνης ἀνὰ # α λιβάνου #
διαθέσεων ἀνίατα κατασκευάζεται νοσήματα . ἔχει δὲ ἡ σκευασία τοῦ τροχίσκου ὧδε : ἀκακίας μελαίνης ⋖ λβʹ , τοῦτ '
4693437 ναρκισσινου
ἐγκαθιστέον εἰς ὑδρέλαιον θερμὸν καὶ πεσσοὺς προσενεκτέον διὰ σουσίνου ἢ ναρκισσίνου , ἔριά τε διάβροχα ἐλαίῳ θερμῷ ἐπιθετέον ἤτρῳ καὶ
ὄρχεων φλεγμονάς . Κηροῦ , πιτυΐνης , ἀνηθίνου ἐλαίου , ναρκισσίνου ἀνὰ # ι , κυμίνου λειοτάτου # ε ,
4681565 δραχμων
σύ , ἔφησεν , ἐκείνῳ προσέχεις , ὃς οὐδὲ πεντήκοντα δραχμῶν ἱμάτιον ἔχει ; Σχολαστικὸς ἵππον ἐπίπρασκεν . ἐλθόντος δέ
νομίζοντες ἐν τῷ ἑκατόμβοι ' ἐννεαβοίων , ὡς πρὸς ἀριθμὸν δραχμῶν τὴν ἀξίαν τῶν ὅπλων ἀντιτιμώμενον , ὑπό τι εὔηθες
4679824 Ζαβας
Καττίγαρα . Τὴν μὲν οὖν ἀπὸ τῆς Χρυσῆς Χερσονήσου ἐπὶ Ζάβας οὐδέν τι δεῖ μειοῦν , παράλληλον οὖσαν τῷ ἰσημερινῷ
Καττιγάρων πλοῦν , συγκείμενον ἔκ τε εἴκοσιν ἡμερῶν τῶν ἐπὶ Ζάβας καὶ ἐξ ἄλλων τινῶν τῶν ἐπὶ τὰ Καττίγαρα ,
4674853 ἐκροφεειν
, καὶ μετὰ τὴν κάθαρσιν ἀλεύρου ἑφθοῦ δοῦναι δύο τρυβλία ἐκροφέειν λιπαροῦ : εἶτα ἀνακομίζειν ὡς μάλιστα , ὅκως ἥκιστα
κάθαρσιν πτισάνης χυλὸν , μέλι παραχέων , δύο τρυβλία δοῦναι ἐκροφέειν : τῇ δὲ ὑστεραίῃ ἢ τῇ τρίτῃ πυριήσας γάλακτι
4668204 ὑποκαπνιζε
, ἀρσενικοῦ , λαγῴας κόπρου ἴσα λαβὼν ποίει κολλούριον καὶ ὑποκάπνιζε ἄνθραξιν ἐλατίνοις καὶ τερεβινθίνοις ἐφ ' ἡμέρας γʹ ,
ἀνάπλαττε τροχίσκους : ἐπὶ δὲ τῆς χρείας , ἐπὶ θερμοσποδιᾷ ὑποκάπνιζε , τὴν δὲ ἄσφαλτον ἐπὶ τῶν ἐψυγμένων : καὶ
4662636 μολιβουν
διακρατείτω : κἄπειτα βάροϲ τι , οἷον λίθον ἢ ϲταθμίον μολιβοῦν ἤ τι τοιοῦτον ἀπαρτήϲαϲ τοῦ ἀγκῶνοϲ καὶ ἀφεὶϲ ἀποκρέμαϲθαι
τὰ ξηρὰ καὶ ἀναλαβόντα μέλιτι καλλίϲτῳ ἀποτίθεϲθαι εἰϲ ὑελοῦν ἢ μολιβοῦν ἀγγεῖον . Οὗτοϲ ὁ τρόποϲ κοινόϲ ἐϲτι παϲῶν τῶν
4661812 λιμνηϲτιδοϲ
ἢν δ ' ἐπὶ μᾶλλον ἐθελήϲῃϲ τάδε τοι γίγνεϲθαι , λιμνήϲτιδοϲ ἠδὲ εὐφορβίου ἴϲα ξὺν λίπαϊ γλευκίνῳ χρίειν . ἄριϲτον
ἀτὰρ ἠδὲ ἐϲ φαρμάκων δριμέων χρῖϲιν , τοῦ διὰ τῆϲ λιμνήϲτιδοϲ ἢ † ὑδὰρ ἢ θαψίην ἢ ϲίνηπι ὑγρὸν ἐξ
4660364 νυχθημερον
, τὸ λεγόμενον Κριοῦ μέτωπον , ἀπέχον ἐκ Καράμβεως πλοῦν νυχθήμερον . Ἀπὸ δὲ Καράμβεως εἰς πόλιν Καλλίστρατιν τὴν καὶ
ἀγγεῖον ἕτερον ὄξος , γλοιοῦ πάχος , καὶ δὸς ὀπτηθῆναι νυχθήμερον λελειοτριβημένον δὲ ξανθόν . Ἐκ τούτου δὲ ἐπίβαλε ἄργυρον
4656875 Δολιος
, σοὶ παρεὶς τάδε : Ἑρμῆς δ ' ὁ πέμπων Δόλιος ἡγήσαιτο νῷν Νίκη τ ' Ἀθάνα Πολιάς , ἣ
Πελλήνην ἄγαλμά ἐστιν Ἑρμοῦ κατὰ τὴν ὁδόν , ἐπίκλησιν μὲν Δόλιος , εὐχὰς δὲ ἀνθρώπων ἕτοιμος τελέσαι : σχῆμα δὲ
4639238 κινναβαρεως
ἀλόης οὐγγίας δύο καὶ ἡμίσειαν , δικτάμνου οὐγγίας γ , κινναβάρεως τῆς κοινῆς γράμματα ιη , μαγνήτιδος λίθου ζώσης καὶ
σκοπήσας ἐν τῇ τῶν διὰ μέλανος ἀριθμῶν σελίδι εὑρήσεις διὰ κινναβάρεως παρακείμενον τὸν ιη . ζητήσας οὖν τὴν ιη δεκάδα
4634575 ἀραϲ
ἐφ ' ἡμέραϲ πέντε . Ἄλλο . αἰγὸϲ πρόϲφατον ἐϲφαγμένηϲ ἄραϲ τὸ κέραϲ πλήρωϲον οὔρου αἰγόϲ , μάλιϲτα μὲν τοῦ
αἰρῶν ἔμπλαϲτρον ἐμπλάϲαϲ ἐπιτίθει καὶ ὅταν ἐκκενωθῇ τὰ ὑγρά , ἄραϲ ταύτην ἐπιτίθει τοῦ μυρϲινάτου λεγομένου . Πρὸϲ τὰ ἐξέρυθρα
4630682 δαρεικους
ἀπὸ κοινοῦ ἵππον καὶ φιάλην ἀργυρᾶν καὶ σκευὴν Περσικὴν καὶ δαρεικοὺς δέκα : ᾔτει δὲ μάλιστα τοὺς δακτυλίους , καὶ
, ὥστε τὸν Ξέρξην ὑποδεξάμενος ἑκάστῳ τῶν στρατιωτῶν ἀνὰ ἓξ δαρεικοὺς χρυσοῦς παρέσχεν . ὁ πολίτης Πυθοπολίτης ὡς Ἑρμοπολίτης .
4611412 κοτυλην
τοῖσιδε δεῖ κλύζειν : ἁλὸς δραχμίδα τρίψας , παραμῖξαι ἐλαίου κοτύλην καὶ ἀπὸ κριθέων ἑφθῶν δύο κοτύλας , εἶτα οὕτω
μέτρον εἶναι ἢ πάλιν δύο μόνων , ἐπειδὴ καὶ τὴν κοτύλην εἴκοσι κοτύλας ἐνδέχεται νοεῖν , ὅσαις παρεκτείνεται , καὶ
4599272 σχινινης
λιβανωτίδες αἱ τρεῖς , μαστίχη Χία , τερμινθίνη μᾶλλον τῆς σχινίνης , κολοφωνία ἡ παραπλησία τῇ Χίᾳ μαστίχῃ , ὀποπάναξ
χηνὸς μυελὸν ὅσον κάρυον , κηρὸν ὅσον κύαμον , ῥητίνης σχινίνης ἢ τερεβινθίνης ὅσον κύαμον , ταῦτα τήξας ἐν μύρῳ
4578869 σεσησμενον
καὶ παραχρῆμα κενοῖ . ἄλλο . κόκκον Κνίδιον κεκομμένον καὶ σεσησμένον ἀναλάμβανε μέλιτι , ποιῶν πάχος γλοιοῦ καὶ δίδου κοχλιάριον
. διαττᾶν Ἀττικοὶ λέγουσι τὸ σήθειν , καὶ διηττημένον τὸ σεσησμένον . διδυμάονε : οἱ κεχωρισμένοι τοῖς σώμασι , δίδυμοι
4578283 τριωβολον
βοηθεῖν ἀφηγοῦνται : πίνεται δὲ καὶ λαγωοῦ τῆς πιτύας ὅσον τριώβολον ἐν οἴνῳ , καὶ πράσου χύλισμα ὅσον ἡμικοτύλιον ἐν
τοὺς Πελοποννησίους . πεντώβολον ἡλιάσασθαι ] δικάσαι λαμβάνοντα πεντώβολον ἢ τριώβολον . ἢν ἀναμείνῃ ] ἐὰν ὑπομείνῃ καὶ πολεμῶν μὴ
4576782 δραχμης
τοῖς ἐπὶ πλήθει χυμῶν ταὐτὸν πάσχουσι δι ' ὀξυκράτου ὅσον δραχμῆς , καὶ ἔξωθεν δὲ τῷ στομάχῳ ἐπιτιθέμενον ἐπ '
δογμάτων . ἀλγῶ δὲ καὶ τῆς οὐχ ὁρωμένης ἐρῶ . δραχμῆς μὲν αὐλεῖ , τεττάρων δὲ παύεται . λόγοισιν Ἑρμόδωρος
4567150 μναν
τοῖς δεομένοις , ᾧ μὲν πέντε δραχμάς , ᾧ δὲ μνᾶν , ᾧ δὲ ἡμιτάλαντον : εἰ δέ τις φιλόσοφος
ὁ δὲ Ῥουτίλιος παρὰ τῶν ἁλιευόντων αὑτοῦ δούλων τριωβόλου τὴν μνᾶν τοῦ ὄψου καὶ μάλιστα τοῦ θυριανοῦ καλουμένου : μέρος
4564135 ὑποστρωσας
φαῦλα ἐργάζονται . ποιμὴν ἐλάσας εἴς τινα δρυμῶνα τὰ πρόβατα ὑποστρώσας ὑπὸ δρῦν τὸ ἱμάτιον καὶ ἀναβὰς τὸν καρπὸν κατέσειε
ἀρνὸς ἢ αὐτοῦ ὄρνιθος ἐφοπλίζεαι ἐδωδήν , χίδρα μὲν ἐκτρίψειας ὑποστρώσας δ ' ἐνὶ κοίλοις ἄγγεσιν , εὐώδει ἅμα φῦρσον
4561220 προσωφειλεν
. ἐπωβελία οὖν τὸ ἕκτον μέρος τοῦ τιμήματος , ὃ προσώφειλεν ὁ ἁλούς . ἐνομοθέτησε δὲ τοῦτο ὁ Ἀρχῖνος ἐγγράψας
ἐνάγων , ὁ δὲ παρανόμων κατηγορῶν μὴ ἀποδεικνὺς τὰς χιλίας προσώφειλεν . . . . ἐπωβελία οὖν τὸ ἕκτον μέρος
4561118 συλλειωσας
ἐμπλαστῶδες γένηται , τὰ δὲ ξηρὰ χνοώδη τῇ σταφίδι λειοτάτῃ συλλειώσας ἐπίβαλλε τὸ μέλι , ἔπειτα μαλάξας καὶ ἑνώσας χρῶ
νίτρον ἐξ ἴσου καὶ γλήχωνα ὀλίγον ἑνώσας καὶ μετὰ ἐλαίου συλλειώσας ἄλειφε τὰ ἄκρα καὶ τὴν ῥᾶχιν . εἰ δὲ
4548082 λιτρας
, ἀφρονίτρου λευκοῦ , ἀνὰ λίτραν μίαν , ἐλαίου παλαιοῦ λίτρας β , ὕδατος πηλοποιοῦ ξέστην ἕνα , μίσυος ὠμοῦ
πίσσης λίτραν αʹ . κηροῦ λίτραν αʹ . ἀξουγγίου παλαιοῦ λίτρας βʹ . τὰ τηκτὰ τήξας κατάχεε , τῶν ἄλλων
4548017 συμπασσειν
νίτρασμα πᾶν . εἶτα ἐκ δευτέρου τὸ αὐτὸ ποιεῖν καὶ συμπάσσειν μὲν τοὺς ἅλας , θερμοτέρῳ δὲ τῷ ὕδατι μᾶλλον
ἢ πιτύρων ἢ σησάμου ἢ μαλάχης ἀγρίας ἢ ἡμέρου : συμπάσσειν δὲ καὶ ἀλεύρῳ κυαμίνῳ ἢ μυροβαλάνῳ : εἰ δὲ
4523702 ἐμβαλλε
προαναζέσας , ἢ ὑοσκυάμου χυλὸν ἢ καρπὸν μετὰ οἰνογάλακτος φυράσας ἔμβαλλε εἰς δέρμα ἐλάφου καὶ περίαπτε τὸν δεξιὸν μηρὸν καὶ
Ὅτε δὲ μᾶλλον παρηγορῆσαι βούλει , τοῦ μὲν ῥοδίνου γοζ ἔμβαλλε , μυελοῦ δὲ καὶ στέατος χηνείου ἀνὰ δραχ .
4518610 θυμιαται
τοὺς διαφανέας λίθους [ τῷ πυρί ] : τὸ δὲ θυμιᾶται ἐπιβαλλόμενον καὶ ἀτμίδα παρέχεται τοσαύτην ὥστε Ἑλληνικὴ οὐδεμία ἄν
. καλεῖται δὲ βράθυ , ἢ καὶ σαβίνα . αὕτη θυμιᾶται τοῖς θεοῖς ἀντὶ λιβάνου . Βρύσις κοινὸν ζῷόν ἐστιν
4498948 διηθηϲαϲ
τὸ πορφυρίζον ἄνθοϲ τρῖβε μεθ ' ὕδατοϲ ἐλαχίϲτου , καὶ διηθήϲαϲ δι ' ὀθονίου ἔνϲταζε τῷ ὀφθαλμῷ τὸν χυλὸν δὶϲ
καὶ τοῦτο κάλλιϲτον : ϲτυπτηρίαϲ ὑγρᾶϲ ἡλίκον κύαμον ὕδατι διαλύϲαϲ διηθήϲαϲ τε δι ' ὀθόνηϲ πότιζε ἐπὶ τρεῖϲ ἡμέραϲ ἢ
4498842 χυλιζε
ἐν τούτῳ οὖν ὄντος τοῦ Ἡλίου τὰς ῥηθησομένας βοτάνας λαμβάνων χύλιζε μὴ ἑψῶν : ὑπὸ γὰρ τοῦ πυρὸς ἡ ποιότης
λ , ὀπίου ⋖ ιε . ἑψήσας μέρος τοῦ ψυλλίου χύλιζε καὶ τῷ χυλῷ συλλέαινε τὸ ἤλεκτρον καὶ τὴν μαστίχην
4496041 ὀβολον
βᾶριν καλεῖσθαι , τὸ δ ' ἐπίβαθρον [ νόμισμα τὸν ὀβολὸν ] τῷ πορθμεῖ δίδοσθαι , καλουμένῳ κατὰ τὴν ἐγχώριον
κικίδα , σμύρναν , σίδιον , ῥητίνην , πόλιον , ὀβολὸν ἑκάστου , ἐν μέλιτι τρίψασα , προσθέσθω ἐπὶ τρεῖς
4491695 λουε
τὴν ῥίζαν κόψας , ἐς ὕδωρ ἐμβαλὼν , ἀπὸ τούτου λοῦε : χοληγαγὰ δὲ φάρμακα μὴ πίπισκε , ὡς μὴ
αἱ τρεῖς πτισάνης χυλοῦ : κλυζέτω δὲ πλαγίην , καὶ λοῦε ὀλίγῳ . Προστιθέσθω δὲ καὶ βαλάνους ἑπτὰ , τῆς
4488232 μισγε
δ , μυρσίνου # α . ξηρὰ λειώσας τὰ μεταλλικὰ μίσγε τῇ κηρωτῇ ψυγείσῃ καὶ ἀναξυσθείσῃ . Λιθαργύρου , ἡδυόσμου
αἴγειον περιξύσας τὸ αἶσχος , τῶν μὲν ἄλλων ἴσον ἑκάστου μίσγε , ὀριγάνου δὲ καὶ πηγάνου καὶ ψώρας καὶ κικίδος
4487155 χαρτου
πρὸς νομὰς φαρμάκοις κεχρῆσθαι , ὡς τῷ διὰ τοῦ κεκαυμένου χάρτου ξηρῷ καὶ τῷ οἰσυπηρῷ τροχίσκῳ καὶ τοῖς ὁμοίοις ,
τερεβινθίνης # α μίξας συλλέαινε καὶ χρῶ ὡς τὸ διὰ χάρτου , διά τε πυουλκοῦ ἔνιε καὶ διὰ μότου παρατιθείς
4486999 προσθεσθω
μέλι περιχέαι , καὶ προσθέσθαι , ἢ ῥόδινον ἄλειφα καὶ προσθέσθω : ὅσαι δὲ βάλανον προστίθενται , ἐμπήξαντα χρὴ τὸ
, χηνὸς ἔλαιον καὶ νέτωπον καὶ ῥητίνην ξυμμίσγουσα ἡ γυνὴ προσθέσθω , εἰρίῳ ἀνασπογγίζουσα . Ἢν δὲ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος
4482513 συλλεαινε
τὸ ἀείζῳον λειοτριβήσας πρόσβαλε τὸν ἀφρὸν τοῦ νίτρου καὶ πάλιν συλλέαινε : τὰ δὲ τηκτὰ τήξας κατάχεε ἐν τῇ θυΐᾳ
παραχέων τι τοῦ ἐλαίου , ἐπίβαλλε καὶ τὰς λεκίθους καὶ συλλέαινε . τὸ δὲ στέαρ ἐξυμενίσας καὶ κόψας ἐν θυίᾳ
4478425 ἐμπαϲϲειν
Ϲικυωνίῳ ἢ γλευκίνῳ . ἐπὶ δὲ τῶν προβεβηκότων καὶ καϲτόριον ἐμπάϲϲειν τῇ ἐμβροχῇ . ἐπὶ δὲ τῶν αἰφνιδίωϲ παρεθέντων ,
. ἢν γὰρ ἀλκήειϲ τὴν ψυχὴν καὶ καρτερὸϲ ἔῃ , ἐμπάϲϲειν τῶν ἁλῶν , μὴ αὐτοῖϲι τοῖϲι ἕλκεϲι ὡϲ αὐτέων
4478419 ἡμιμεδιμνον
Λυκοῦργος κατ ' Ἀριστογείτονος καὶ Δημοσθένης Φιλιππικοῖς . Ἡμίεκτον καὶ ἡμιμέδιμνον : Δείναρχος ἐν τῇ κατὰ Καλλισθένους εἰσαγγελίᾳ . τοῦ
τὴν συ συλλαβήν : οἷον , ἡμίονος : ἡμίφωνον : ἡμιμέδιμνον εὕρηται δὲ παρὰ τοῖς παλαιοῖς σπανίως μετὰ τῆς συ
4476701 γεμισαι
περὶ τὸν ποταμὸν καὶ βαθεῖαν ὀρύξαι τάφρον , ταύτην δὲ γεμίσαι ἀπὸ ξύλων καὶ τοὺς μὲν πολλοὺς διαβῆναι τὸν ποταμόν
, τὸ σπέρμα πᾶν ἐκκενώσαντα τὴν ἐντεριώνην ἐᾶσαι δεῖ καὶ γεμίσαι ἐλαίῳ , τῷ ἰδίῳ πώματι πωμάσαι νύκτα τε ἐᾶσαι
4471958 χρισαι
καὶ ὕδωρ χλιαρὸν διδόντες , ἐμεῖν προτρέπομεν : ἄμεινον δὲ χρῖσαι θερμῷ ἐλαίῳ χεῖρας καὶ πόδας : ἵστησι δὲ οὐδενὸς
αὐτὴν ἐργάσεται : πλὴν προτοῦ πᾶσσαι τὸ αἰδοῖον , ὀφείλει χρῖσαι τοῦτο μέλιτι : εἰ γὰρ μὴ χρίσαις , ὀγκοῦται
4470556 λυϲαϲ
, μετὰ δὲ τὰϲ μ ἡμέραϲ τῆϲ τοῦ κυνὸϲ ἐπιτολῆϲ λύϲαϲ εὑρήϲειϲ ἐξερρυηκὸϲ τὸ ϲῶμα τῆϲ ϲκίλληϲ : ἀνελόμενοϲ οὖν
γ , μίϲυοϲ ⋖ β , ϲώρεωϲ ⋖ β : λύϲαϲ τὸ ξηρὸν ἐν τῷ ἀφεψήματι καταιόνηϲον ἑπτάκιϲ τῆϲ ἡμέραϲ
4447720 ἀλειφατι
ἄσφαλτον καὶ κριθέων ἄχυρα ὁμοίως . Ἢ κυπαρίσσου ῥίζαν ἐν ἀλείφατι ῥοδίνῳ περιχέας θυμίη . Ἢ καλάμῳ , σχοίνῳ ,
τ ' ὦν πιναρὰ ξὺν οἰϲύπῳ , δευθέντα οἴνῳ καὶ ἀλείφατι τῷ ἀπὸ τῆϲ ἐλαίηϲ τῆϲ ὄμφακοϲ . ἀτὰρ καὶ
4445619 πωματι
ἢ κασσιτέρου , ἢ χαλκοῦ ποιήσαντες , καθαρὰ σφόδρα τῷ πώματι τοῦ πίθου μετὰ κηροῦ προσκολλῶσι , καὶ ἐπιτιθέασι τοῖς
ἐν τῷ μέλιτι θολερῷ ] ἐν θολῷ θολερῷ ] τεταραγμένῳ πώματι ] πῶμα τὸ σκέπασμα , πόμα τὸ πινόμενον ἡμιδαές
4435885 συνεψειν
ῥοφήμασι διαχρεέσθω πτισάνης χυλῷ , μέλι παραχέων , καὶ μὴ συνεψεῖν τὸ μέλι , ἕως ἂν αἱ δεκατέσσαρες ἡμέραι παρέλθωσιν
μὲν ὁ ὄγκος , ἐνδεέστερον δέ , δεῖ ταῖς ἰσχάσι συνεψεῖν ὕσσωπον ἢ ὀρίγανον : εἰ δ ' ἐπιτεῖναι βουληθείης
4432142 δραχμη
: καὶ γὰρ ἠδίκησέ με . πόρνοι μεγάλοι Τιμαρχώδεις Θεόδωρος δραχμὴ χαλαζῶσα ἀγάμητον ἀλείπτριαν ἀντίκλειδες ἀντίπαις ἀπφία , ἀπφίον δεῖπνον
ἐὰν μὲν ὥστε παίζειν καὶ δοκεῖν ἑαυτῷ κάλλιστον εἶναι , δραχμὴ σταθμῷ : ἐὰν δὲ μᾶλλον μαίνεσθαι καὶ φαντασίας τινὰς
4422888 ταλαντον
σκοπεῖτε δὲ μὴ τοῦτο , εἰ μνᾶς ἑκατὸν καὶ πάλιν τάλαντον ἔδωκεν , ἀλλὰ τὴν προθυμίαν καὶ τὸ αὐτὸν ἐπαγγειλάμενον
λαμβανόμενα εἰς σύγκρισιν , οἷον ὅταν σκεπτώμεθα τίνα λόγον ἔχει τάλαντον πρὸς μνᾶν , ὁμογενεῖς ὅρους φαμὲν τὸ τάλαντον καὶ
4421681 διαλιποντα
δι ' εὐφορβίου καὶ τὰ δι ' ἀδάρκης , εἶτα διαλιπόντα ἡμέρας δέκα ἀπ ' ἄλλης ἀρχῆς καθάραντα τῇ ἐπιούσῃ
ἔωσι καὶ ἰσχύωσιν , ἐλλεβορίζειν : ὅταν δὲ γένηται , διαλιπόντα ἡμέρας τρεῖς ἢ τέσσαρας κάτω πῖσαι φάρμακον . Μετὰ
4420988 Ὑγιης
ἐστι τὸ τ ἐν τῷ ῥήματι . οὕτω Φιλόξενος . Ὑγιής : ὁ ἐν ὑγρῷ ὢν καὶ ζῶν , οἷον
, δύνις τις οὖσα , ἐπεὶ κατὰ γῆς δύνει . Ὑγιής . ὁ ἐν ὑγρῷ ὢν καὶ ζῶν , οἷον
4419319 ἀποβρεγματοϲ
μέλλονταϲ ἐλλεβορίζεϲθαι ρκθ Πόϲαι διαφοραὶ τῆϲ δόϲεωϲ ἐλλεβόρου ρλ Περὶ ἀποβρέγματοϲ ἐλλεβόρου ρλα Περὶ ἀφεψήματοϲ ἐλλεβόρου ρλβ Περὶ τοῦ ψαλιϲτοῦ
κλινιδίῳ κρεμαϲτῷ κινεῖν : εἰ δὲ πάνυ ἐνοχλοῖντο πνιγόμενοι , ἀποβρέγματοϲ ἐλλεβόρου τρεῖϲ κυάθουϲ προϲοίϲομεν : τῇ γὰρ ποιότητι ϲυνεργεῖ
4418666 ἐλλεβορου
χυλὸν καὶ ἴρινον μύρον μίξαϲ χλιάναϲ ἐγχυμάτιζε . Ἄλλο . ἐλλεβόρου μέλανοϲ ῥίζαν λείαν μετ ' ὄξουϲ καὶ μέλιτοϲ λεάναϲ
. Ἄλλο ποιεῖ κεχρονιϲμέναιϲ κεφαλαλγίαιϲ ϲκοτωματικοῖϲ ἐπιληπτικοῖϲ κεφαλὴν βαρυνομένοιϲ . ἐλλεβόρου λευκοῦ ⋖ δ νίτρου ϲτρουθίου νίτρου ἐρυθροῦ καϲτορίου πεπέρεωϲ
4407467 κοτυλης
τοῦ ἐκκρεμαμένου ἀπωθέοι ἂν τὴν κεφαλὴν τοῦ μηροῦ ἀπὸ τῆς κοτύλης . Τὴν μέντοι ξὺν τῷ ξύλῳ τῷ ὑποτεινομένῳ μόχλευσιν
ἁλὸς ⋖ Ϛ . τὰ ξηρὰ τρίψας καὶ ἐπιχέας ἐλαίου κοτύλης ἥμισυ πάντα ὁμοῦ ἕψει , καὶ γενομένων ἐμπλαστῶν χρῶ
4401852 μεδιμνους
τὸν οἶνον δωδεκάδραχμον πλουτεῖς εἰκότως , ἐπειδὰν ποιῇς σίτου μὲν μεδίμνους πλέον ἢ χιλίους , οἴνου δὲ μετρήτας ὑπὲρ ὀκτακοσίους
ἀργύριον μηδὲ ἀριθμῷ ἄγειν αὐτόν , ἀλλὰ μεδίμνῳ ἀπομεμετρημένον πολλοὺς μεδίμνους . εἶχε δὲ καὶ αὐτὸς Παρμένων δακτύλιον ἐν τῷ
4401840 τοιουτω
” Φέρε , ὁπόσοι θερμὸν καὶ ψυχρὸν ἤ τινε δύο τοιούτω τὰ πάντ ' εἶναί φατε , τί ποτε ἄρα
εἶτα εἰ δέοι καὶ τῆ ἀρτηριοτομία καὶ μετὰ ταῦτα τῶ τοιούτω κολλυρίω χρῆσθαι : ἐπὶ δὲ τῆς τούτου χρήσεως :
4401453 Κωρυ
μεταξὺ τῶν δύο μεσημβρινῶν διάστασιν , τοῦ τε διὰ τοῦ Κῶρυ ἀκρωτηρίου καὶ τοῦ διὰ τῆς Κούρουλα πόλεως , σταδίων
ιζʹ Ϛʹʹ ἔγγιστα . Ἐδέδεικτο δὲ καὶ ἡ ἀπὸ τοῦ Κῶρυ ἀκρωτηρίου μέχρι τῆς Χρυσῆς Χερσονήσου μοιρῶν λδʹ καὶ τεσσάρων
4394825 Ἀμινναιῳ
ῥόδων νεαρῶν ⋖ οβ : οἴνῳ Φαλερίνῳ ἢ Ϲουρεντίνῳ ἢ Ἀμινναίῳ ἢ Χίῳ αὐϲτηρῷ λείου . ἐγχρίεται τρὶϲ τῆϲ ἡμέραϲ
καὶ πομφολυγίσῃ ὡς σιδήρου σκωρέα : εἶτ ' οἴνῳ σβεννύειν Ἀμινναίῳ , τὴν δ ' εἰς τὰ ψωρικὰ ὄξει :
4392989 Λαβων
. Λίπηται ἀδιάλυτον χρόνον τὸ χλωρόν . ΧΡΥΣΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν τὸν θηλυκὸν πυρίτην καὶ τὸν καὶ ἀργυρίζοντα , ὃν
στήλης ἔχοιμεν τὴν ὑπόμνησιν , οὕτως διασκεπτέον ὑπὲρ φύσιν . Λαβὼν ῥᾶ ποντικὸν , λείωσον οἴνῳ ἀμιναίῳ σκληρῷ , καὶ
4391329 μιξαντα
λαβεῖν ἢ εἰς τὸ ποτήριον ἐμβάλλοντα τὴν ἴσην , μέλι μίξαντα μὴ ἔλασσον ἢ τριπλάσιον , διαχεῖν ὕδατος θερμοῦ δυσὶ
γένη τινὰ τῶν ἀγρίων , καλῶς ἀπηθήσαντα κοτύλας δύο , μίξαντα ἀντ ' ἐλαίου οἶνον εὐώδη . διδόναι καὶ πᾶν
4389219 καταπασσε
β , ἀρσενικοῦ ⋖ α . ὃ βούλῃ σῆψαι ξηρῷ κατάπασσε : εἰ δὲ χοιράδας ἀναιρεῖν ἢ καρκινώματα βούλῃ ,
φακοὺς καὶ ὀρόβους ἑψήσας ἐν ὕδατι , τρίψας λείους , κατάπασσε πέντε ἢ ἓξ ἡμέρας : τῇ δὲ ἑβδόμῃ σπόγγον
4383585 κεδρινῳ
ἡμέραν ἢ τρεῖς . ἄλλο . ἧπαρ ἵππου ἀπόθου ἐν κεδρίνῳ γλωσσοκόμῳ . καὶ ἀπὸ τούτου δίδου μετὰ οἴνου Χίου
πινέτω δὲ καὶ , ὁκόταν μέλλῃ καθεύδειν , βλήχωνα ἐπὶ κεδρίνῳ οἴνῳ . Ἐκβόλιον ἐμβρύου καὶ ὑστέρων : σικύου ἀγρίου
4380838 ὀξυγλυκει
. = , , . καὶ μὴ οἴνῳ ἀλλ ' ὀξυγλυκεῖ Τινὲς λέγουσιν , ὅτι ὀξύμελι λέγει προσφέρειν διὰ τὸ
ἐκπτύειν , ἄρου χηραμίδα καὶ σήσαμον καὶ ἀμύγδαλα καθήρας ἐν ὀξυγλυκεῖ κεκρημένῳ πίνειν : ἢν δὲ μᾶλλον βούλῃ ἄγειν ,
4380783 λιτρᾳ
εἰ μὴ κικίννους ἀξίους λίτραιν δυοῖν . σὺν δὲ τῇ λίτρᾳ καὶ ἄλλα ὠνόμασε νομισμάτων ὀνόματα Ἐπίχαρμος ἐν Ἁρπαγαῖς ὥσπερ
γὰρ ια καὶ ιγ # τοῦ ἐλαίου μίξειϲ τότε τῇ λίτρᾳ τοῦ κηροῦ . Ἐν ταῖϲ ἑψήϲεϲι τῶν φαρμάκων ἡ
4373407 ἀμειψαντες
οὐ πάνυ μηκύνειν . ὡς δὲ τῆς Κιλικίας τὴν ἔφαλον ἀμείψαντες εἰχόμεθα τοῦ Παμφυλίου κόλπου , Χελιδονέας ὑπερθέοντες οὐκ ἀμοχθεὶ
ὑβρίζοντα τῆς παρανομίας ἔπαυσαν , αὐτοὺς δέ , τὴν τύχην ἀμείψαντες , βασιλέας ἀντὶ φυγάδων Πελοποννήσου πάσης εἰργάσαντο : Θρᾳκῶν
4372320 μισεως
ἔχε : λείωσον ἰατρικῶς , προσβάλλων εἰς τὸ σύνθεμα τοῦτο μίσεως ὁμοῦ , χαλκάνθου ἱκανοῦ , κρόκου , ἐλυδρίου τούτων
ἡμέρας μϚʹ . Ἐπὶ δὲ καταβαφῆς , βάλε κρόκου , μίσεως ὠμοῦ , χαλκάνθου , κυανοῦ , ἐλυδρίου ἀνὰ δρ
4372073 σκαμμωνιης
ἤν τε ξὺν πυρετῷ ἤν τε ἄνευ πυρετοῦ , ὀποῦ σκαμμωνίης πέμπτον μέρος πόσιος ἢ σεσέλιος ἢ ἄλλου τινος τῶν
δὶς ἢ τρὶς , μετὰ δὲ τοῦτο τῷ ὀπῷ τῆς σκαμμωνίης , οἶνον δὲ ἐπιχέαι γλυκὺν ὅσον κοτύλην ἀττικὴν καὶ
4368169 Καρκινους
δὲ τὰ φλεγμαίνοντα λιθαργύρῳ λείῳ μεθ ' ὕδατος κατάχριε . Καρκίνους ζῶντας ἐπὶ λοπάδος θεὶς ἐξ ἐρυθροῦ χαλκοῦ καίειν δεῖ
, ἀνέσας δὲ αὐτὰ γάλακτι γυναικείῳ ἢ ὀνείῳ χρῶ . Καρκίνους ποταμίους τρεῖς ἢ πέντε μόνον ἄζυγας ἐπ ' ἀνθράκων

Back