| οἷος , τοῖος , ὁποῖος , τοιοῦτος , ἡλίκος , πηλίκος , ὅσος , τόσος , τοσοῦτος πάντα εἰσὶν ἀναφορικά | ||
| λευκὸς ἢ θερμὸς καὶ τὰ τοιαῦτα , ἐν δὲ τῷ πηλίκος ; μέγας ἢ μικρός , ἐν δὲ τῷ πόσος |
| μὲν , τίνος τέ ἐστιν ὁ πίναξ ἠπείρου , καὶ πόσος , καὶ ποίας περιέχει χώρας , καὶ τίνα λόγον | ||
| ' ἄν τις , ἡλίκα δέδωκεν , εἰ λογίσαιτο , πόσος ἂν ἦν αὐτῷ λόγος ἐπιθέντι τὴν ὀφειλομένην δίκην , |
| πευστικῶν πάντων εἰς ος ληγόντων , οἷον ποῖος πόσος πηλίκος πόστος ποδαπός , τὸ τίς μόνον οὐ λήγει εἰς ος | ||
| λῶστος ῥᾷστος ὑπερθετικὰ ὄντα βαρύνεται : καὶ τὸ δύστος καὶ πόστος ἐκ τοῦ πόσατος γέγονεν . Τὰ εἰς ΤΟΣ ῥηματικὰ |
| πόσον , πηλίκος πηλίκη πηλίκον , πόστος πόστη πόστον , ποδαπός ποδαπή ποδαπόν : οὕτως οὖν καὶ ὁ τίς ἡ | ||
| ἀνθρώποις ἢ τὸ τοῦ Σωκράτους , μηδέποτε πρὸς τὸν πυθόμενον ποδαπός ἐστιν εἰπεῖν ὅτι Ἀθηναῖος ἢ Κορίνθιος , ἀλλ ' |
| ἀναγκάζεται ἔχειν τριγένειαν , ἐπειδὴ πευστικόν ἐστι , τὰ δὲ πευστικὰ ἐν τριγενείᾳ παραλαμβάνονται , οἷον ποῖος ποία ποῖον , | ||
| οὐδέτερον τὸ τί , ἐπειδὴ πευστικόν ἐστι , τὰ δὲ πευστικὰ ἐν τριγενείᾳ παραλαμβάνονται , οἷον ποῖος ποία ποῖον , |
| τίς : τοῦτο γὰρ ποιεῖ οὐδέτερον τὸ τί , ἐπειδὴ πευστικόν ἐστι , τὰ δὲ πευστικὰ ἐν τριγενείᾳ παραλαμβάνονται , | ||
| εἶ ” πολλαχῶς ἔστιν ἀποδοῦναι : ἅπαξ μὲν οὐ τὸ πευστικόν , ἀλλὰ τὸ ἀποφαντικὸν τὸ ἴσον τῷ „ ἐν |
| τὸ συνεστηκὸς ἐξ ἀμφοῖν . καὶ ἔστι κόσμος ὁ ἰδίως ποιὸς τῆς τῶν ὅλων οὐσίας ἤ , ὥς φησι Ποσειδώνιος | ||
| τῆς Παρθένου αἱ ἐν τῷ χορῷ ἀκόλουθοι . ΚΡΙΜΝΙΤΗΣ πλακοῦς ποιὸς διὰ κρίμνων γινόμενος , ὡς Ἰατροκλῆς ἐν τῷ περὶ |
| τὸ τίς αὐτῆς τῆς οὐσίας ἐστὶ ζητητικόν , τῶν ἄλλων πευστικῶν ζητητικῶν ὄντων τῶν περὶ τὴν οὐσίαν , εἰκότως ὡς | ||
| , πευστικὸν δὲ τὸ ποῦκαὶ . ἐπεὶ τὰ μονοσύλλαβα τῶν πευστικῶν , προσθέσει τοῦ ο ἀοριστούμενα , βαρύνεται , οὐκ |
| ἔστι μὲν καὶ αὐτὸς τῶν εἰς ηρ , ὑπάρχει δὲ βαρύτονος , κλίνεται δὲ Πίερος μὴ φυλάττων τὸ Η καὶ | ||
| μεγάλου γράφεται , καὶ διὰ τοῦ ντ κλίνεται : καὶ βαρύτονος μὲν οὖσα ἢ ὀξύτονος , τρέπει τὸ ω : |
| μὴ παρ ' ὄνομα εἴη : τρέμω νέμω δέμω τέμω γέμω χρέμω βρέμω . σεσημείωται τὸ κρεμῶ περισπώμενον , ὁμοίως | ||
| ἡμῖν δεδήλωται . μετά γέ τοι τὴν τεκνοκτονίαν Ἡρακλῆς φησι γέμω κακῶν δὴ κοὐκέτ ' ἔσθ ' ὅποι τεθῇ . |
| κοθόρνους εἶχες , ἂν γνῶναί ς ' ἔτι . Τί δαί ; Τὸ πολὺ τάριχος οὐκ εἴρηκά πω . Μὰ | ||
| τὸ δὲ αἰτοῦμαι τὸ μεθ ' ἱκεσίας . . τί δαί : Σύνδεσμος ἐρωτηματικός : διὰ τὴν ἔκτασιν δὲ διὰ |
| δὲ τοῦ τίς ποῖος πόσος , ἐκλελοίπασιν , ἐπειδὴ τὰ πυσματικὰ περὶ ἀπόντων καὶ ἀγνοουμένων γίνονται προσώπων , αἱ δὲ | ||
| τοῦ τί ποῖος πόσος πηλίκος , ἐκλελοίπασιν , ἐπειδὴ τὰ πυσματικὰ περὶ ἀπόντων καὶ ἀγνοουμένων γίνονται προσώπων , αἱ δὲ |
| εὐοινίᾳ δὲ καὶ ὑπερβάλλειν , ἐν ᾗ γε καὶ εἰς τριγένειαν παραμένειν ἐν ἀπιττώτοις ἄγγεσι τὸν οἶνον : πάμφορον δ | ||
| καὶ τέσσαρες καὶ εἴ τις τοιοῦτος ἀριθμὸς οὐ μοναδικὸς κατὰ τριγένειαν , ἐκλίνετο , τὰ δὲ πέντε καὶ τὰ ὅμοια |
| , πύξος πυξίς , ὄξος ὀξίς . Τὰ εἰς ΠΙΣ διβράχεα ἀπὸ συμφώνου ἢ συμφώνων ἀρχόμενα ὀξύνεται : πραπίς κοπίς | ||
| πρωτός : πρῶτος δὲ ἐπὶ ἀριθμοῦ . Τὰ εἰς ΤΟΣ διβράχεα μονογενῆ βαρύνεται , ὁπότε μὴ ἐπ ' ἀθροίσματος ἢ |
| ἀποροῦσί τινες λέγοντες , τί δήποτε τῶν πευστικῶν ὑπερβαινόντων τὴν μονοσυλλαβίαν , οἷον ποῖος πόσος πηλίκος πόστος ποδαπός , τὸ | ||
| ἐχρὴν βαρύνεσθαι : οὐκ ἦν δὲ τοῦτο πῶς διὰ τὴν μονοσυλλαβίαν : ἀναγκαίως περισπᾶται , ἵνα δυνάμει βαρύνηται : ἀμέλει |
| , πόσος πόση πόσον , πηλίκος πηλίκη πηλίκον , πόστος πόστη πόστον , ποδαπός ποδαπή ποδαπόν : οὕτως οὖν καὶ | ||
| , πόσος πόση πόσον , πηλίκος πηλίκη πηλίκον , πόστος πόστη πόστον , ποδαπός ποδαπή ποδαπόν : οὕτως οὖν καὶ |
| : οἷον τοῦ ἔτυπτον ἡ μετοχὴ τύπτων οὐκ εἰς ς ὀξύτονος : τὸ τρίτον τοίνυν τῶν πληθυντικῶν ἐνδεήσει τε συλλαβῇ | ||
| τύψας : ἡ μετοχὴ εἰς ς μὲν ἀλλ ' οὐκ ὀξύτονος : ἔσται τοίνυν ἐτύψαμεν ἔτυψαν . Ἑνικά . Τέτυφα |
| Ὀλυμπιᾶσιν ἐφεξῆς ἐνίκησεν ὁ δεῖνα “ , ⌈ προπερισπαστέον [ προπερισπᾶται ] . Γ γίνεται γὰρ τὸ μὲν ἀπὸ τοῦ | ||
| ἀφίκηαι ” . ἔστι δὲ μέσος δεύτερος ἀόριστος καὶ οὐ προπερισπᾶται οὐδὲ προσγράφεται τὸ ι . τὸ μέντοι ὄρηαι , |
| τῶν κώλων θεωρία τοιαύτη , ἡ δὲ περὶ τὸν σχηματισμὸν ποδαπή ; οὐκ ἔστιν εἷς τρόπος τῆς ἐκφορᾶς ἁπάντων τῶν | ||
| ποῖ ; ἔχ ' ἀτρέμας : ἐπίσχες τοῦ δρόμου : ποδαπή , εὐράξ , πατάξ ἐπιφθέγματά εἰσι τάχους . Τὸ |
| δὲ ἡ λέξις ἀπὸ τοῦ ὠρῶ τὸ φυλάσσω . μυκητᾶν ἐπίουρε βοῶν : ἀντὶ τοῦ μυκητῶν βοῶν ἤτοι μυκητικῶν . | ||
| ὄμβρον ἀοιδῆς πείσματα φωνήεντα θοῆς ἀνέλυσα μελίσσης . Παγγενέτωρ , ἐπίουρε , θεηγενές , ὄρχαμε κόσμου , σὸν τόκον αὐτοτέλεστον |
| τοῖς ἀργιλώδεσι . Πολυειδὴς δὲ ὁ κιττός : καὶ γὰρ ἐπίγειος , ὁ δὲ εἰς ὕψος αἰρόμενος : καὶ τῶν | ||
| ἐλάᾳ , ὁ δὲ μέλας οἷον ἡ μυρίκη σαρκῶδες : ἐπίγειος δὲ μᾶλλον ὁ λευκός : ἔστι δὲ ὀσμώδης , |
| τῆς μετοχῆς , ὁ τυραννοκτονήσας τιμάσθω . ἡ γὰρ ὁριστικὴ ἔγκλισις ἐπὶ ἐνεστῶσι καὶ παρῳχημένοις ἀναφορικωτέραν τὴν σύνταξιν ποιεῖται , | ||
| ἀνῄρηται τὸ ὀξυτονούμενον , ἄτοπος , φησί , καὶ ἡ ἔγκλισις . . . , : ἰστέον δὲ ὡς δυνατὸν |
| : οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν , ἐπεὶ οὐκέτι τηλίκος ἐσσί . ἦ οὐκ ἀΐεις οἷον κλέος ἔλλαβε δῖος | ||
| προσλαμβάνει , ταῦτα ἀφαιρέσει τοῦ τ δασύνεται , τόσοςὅσος , τηλίκος ἡλίκος : καὶ ἐπεὶ τούνεκα , οὕνεκα δασέως . |
| τε βαρύτονον καὶ τὸ περισπώμενον : ὀπτὴρ ὁ σκοπός : ὄτλος ὁ μόχθος , ὁ πόνος : ὄτλημα ἡ κακοπραγία | ||
| καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς ὀτραλέως . . , : ὄτλος : παρὰ τὸ τλῶ , τὸ κακοπαθῶ , ῥηματικὸν |
| : ἀσπάσω ἀσπάσιος : ἀλέξω ἀλέξιος : κτήσω κτήσιος : μνήσω μνήσιος : τὸ δεξιὸς καὶ ἀνεψιὸς κατὰ τόνον μόνον | ||
| ' ἐμόγησα ἀμφ ' αὐτῷ καὶ παισὶν ἀεικέα τειρομένοισι , μνήσω ἀκηχεμένη , ἵνα οἱ σὺν θυμὸν ὀρίνω . Ὣς |
| ἄμητος καὶ ἀμητός . τὸ δὲ ἑψητός λαλητός ὀξύτονα καὶ ἐπιθετικά : καὶ τὸ ἀλαλητός ἀπὸ τοῦ λαλητὸς προσθέσει τοῦ | ||
| μεθυπλήξ . τὸ ὕσπληξ καὶ ἀντίπηξ βαρύνεται , ὅτι οὐκ ἐπιθετικά . τὸ δὲ χηναλώπηξ καὶ αὐτὸ βαρύνεται , ὡς |
| οὐκ ἔχω σοι δοῦναι οὐδέν . δαιμόνιε ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε ἢ καὶ εὐτυχέστατε . χρῆμα ] | ||
| περισσοτέραν . δίκαιον ] εὔλογον . κακόδαιμον ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε . τὸ ” οὐδὲν “ μετὰ |
| : νωΐτερος σφωΐτερος ὑμέτερος ἡμέτερος σφέτερος : μὴ διὰ τοῦ ΤΕΡΟΣ δὲ ὀξύνονται : ἐμός σός ἑός . Πᾶσα πρόθεσις | ||
| ἡμεδαπός ὑμεδαπός . Αἱ εἰς ΟΣ κτητικαὶ ἀντωνυμίαι διὰ τοῦ ΤΕΡΟΣ μὲν ἐκφερόμεναι προπαροξύνονται : νωΐτερος σφωΐτερος ὑμέτερος ἡμέτερος σφέτερος |
| : ἐναρμόνιος ἐγγράμματος ὡς ἡ τῶν ἀνθρώπων φωνή : ἐναρμόνιος ἀγράμματος ὡς ὁ τῶν ἀνθρώπων στεναγμός : ἐναρμόνιος ἐγγράμματος ὡς | ||
| τοῦ ἐμψύχου φωνῆς ἡ μέν ἐστιν ἐγγράμματος , ἡ δὲ ἀγράμματος . ἐγγράμματος μὲν ἡ τῶν ἀνθρώπων , ἀγράμματος δὲ |
| ἀπὸ τοῦ σκυλεύειν . Ἔστι δὲ καὶ ἄλλος τρόπος ἡ μετωνυμία , λέξις ἐπ ' ἄλλου μὲν κυρίως κειμένη , | ||
| μεταφορά , κατάχρησις , ἀλληγορία , αἴνιγμα , μετάληψις , μετωνυμία , συνεκδοχή , ὀνοματοποιΐα , περίφρασις , ἀναστροφή , |
| ἑλκόμενοι ἦχον ἀποτελοῦσιν , ὡς δοκεῖν καχλάζειν . ὁ τρόπος ὀνοματοποιΐα . καχλάζοντα : ἀντὶ τοῦ ἠχοῦντα . ὁ δὲ | ||
| ἐστὶ λέξις κατὰ παραγωγὴν τοῦ καθωμιλημένου ἐξενηνεγμένη , λέγεται δὲ ὀνοματοποιΐα ἑπταχῶς : κατὰ ἐτυμολογίαν , κατὰ ἀναλογίαν , κατὰ |
| πλέω νύξ ἀντὶ τοῦ πλήρης . . πρός : . πλεῖος πλέος πλέων : Κ , , πλήρης . . | ||
| τούτων κλίνοιτο , οὐκ ἀποκριτέον ἀσκέπτως : ἔστι γὰρ ὁ πλεῖος καὶ ὁ πλείων , Ἄρειος καὶ ἀρείων , καὶ |
| ἐν ἅλῳ κρύπτῃ . ἐπὶ τῶν μὴ δυναμένων λαθεῖν . Εἶμι γὰρ ἐπ ' αὐτὸν ἤδη τὸν κολοφῶνα τοῦ λό | ||
| ἀληθείας , εἰ μὴ καὶ πλείους ἄρα τῶν ἱκανῶν . Εἶμι δ ' ἐπ ' αὐτὸν ἤδη τὸν κολοφῶνα τῶν |
| ἄθετος καὶ εὔθετος καὶ ἵημι ἑτὸς καὶ ἄφετος καὶ δίδωμι δοτὸς καὶ Ἡρόδοτος , καὶ δέδεμαι δετός , οὕτως σχῆμι | ||
| ' ἀδικήμασί τισι τῆς οἰκίας ἐκβληθείς , ἐκποίητος δὲ ὁ δοτὸς εἰς ποιητά . ἀπεκήρυξε καὶ ἐπικήρυξε διαφέρει . κηρύξαι |
| Τελχίς Τελχῖνος Τελχίν , Σαλαμίς Σαλαμῖνος Σαλαμίν , ῥίς ῥινός ῥίν , θίς θινός θίν , διατί τὸ τίς κλινόμενον | ||
| ἐφ ' ὧν τὸ ὕψωμα τῆς ῥινὸς ἐπιδέσεως χρῄζει . ῥίν . Θέντες τὴν ἀρχὴν ἐπὶ ἰνίον ἄγομεν τὴν ἐπείλησιν |
| τοῦτο ἀπὸ κοινοῦ οὐκ ἔστι δὲ ἀπὸ κοινοῦ , ἀλλὰ συνεκδοχή : τὸ γὰρ ἀπὸ κοινοῦ σχῆμα ἐν τῷ πρώτῳ | ||
| καὶ μελαινῶν . γνώμης : ἀντὶ ψήφου . ὁ τρόπος συνεκδοχή , ἀπὸ τοῦ προηγουμένου τὸ ἀκόλουθον . τὸν γὰρ |
| ἔθησεν , ἀλλὰ ὁ κανών φησιν : Ὁ ἀόριστος πρῶτος ἐνεργητικός , εἴτε ἀπὸ βαρυτόνων ῥημάτων παράγεται , εἴτε ἀπὸ | ||
| γέγονε τοῦ βέλεα τείχεα . Ἑνικά . Τετυφώς : ὁ ἐνεργητικός τε καὶ μέσος παρακείμενος τρέπων τὸ α εἰς ως |
| ἄνδρα σαώσαι . , . . : οὗτος ὁ στίχος λαγαρός ἐστι . διὸ Ζηνόδοτος ἴσως μετέγραφε „ Τηλέμαχ ' | ||
| νεκρῶν : ζωγρεῖ , ζῶντας θηρεύει : ζώαξ , θώραξ λαγαρός : ζῴδιον : ζωθάλμιον , τὸν βιώσιμον : ζῶμα |
| παλιγκάπηλος δὲ ὁ ἀπὸ τοῦ ἐμπόρου ἀγοράζων καὶ πωλῶν . μεταβολεὺς δὲ ὁ κατὰ τὴν κοτύλην πωλῶν , ὥσπερ οἱ | ||
| τῶν Ἑλλήνων , τῷ δὲ Λαμάχῳ οὐδέν . Γ # μεταβολεὺς καὶ παλιγκάπηλος . Γ ὁ λοφοποιὸς ἐναντία τοῦ δρεπανουργοῦ |
| λόγον ἐδίδασκεν , ὅτι μετριώτερος μὲν ὁ δῆμος οὐδὲν οὐδὲ χρηστότερος ἔσται διπλασιασθείσης αὐτῷ τῆς ἀρχῆς , ἀνοητότερος δὲ καὶ | ||
| ὀψοφάγος , ὥς φησιν Ἡγήσανδρος , πυθομένου τινὸς αὐτοῦ πότερος χρηστότερος ἰχθύς , γόγγρος ἢ λάβραξ , ὃ μὲν ἑφθός |
| λέγομεν . τὸ δὲ καθαυανεῖ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ χαριεντισμὸς καὶ ἀστεϊσμὸς λέγεται : τὸ γὰρ εἰπεῖν λαμπρυνεῖ τὸν νεκρὸν χάριέν | ||
| λέγομεν . τὸ δὲ καθαυανεῖ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ χαριεντισμὸς καὶ ἀστεϊσμὸς λέγεται : τὸ γὰρ εἰπεῖν λαμπρυνεῖ τὸν νεκρὸν χάριέν |
| δειλὸν δ ' ὁ πλοῦτος καὶ φιλόψυχον κακόν ” . τοιχωρύχος : ἰστέον ὅτι περὶ πολλοῦ ποιοῦνται τὴν ἀσφάλειαν οἱ | ||
| , τραπεζίτης . Παταικίων : ὄνομα κύριον , κλέπτης καὶ τοιχωρύχος . Πεδιακά : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Φιλίππου ἐπιτροπῆς |
| Στύγιος : Μύσιος : Πύθιος : βύθιος : δύϊος : κύκλιος : μύριος , ἡ τῶν δέκα χιλιάδων ἀπαρίθμησις : | ||
| τε στεφθεῖσα χλόα νάρθηκας εἰς ἱεροὺς ῥόμβου θ ' εἱλισσομένα κύκλιος ἔνοσις αἰθερία βακχεύουσά τ ' ἔθειρα Βρομίωι καὶ παννυχίδες |
| ; Ἀθήνηθεν ἐπρέσβευσάν τινες ὡς Φίλιππον τουτονί , Φιλο - κράτης , Αἰσχίνης , Φρύνων , Δημοσθένης . τί οὖν | ||
| , κακότης : μὴ ὄντα σύνθετα παρὰ τὸ κρατῶ ἢ κράτης διὰ τὸ Ἱπποκράτης Ἱπποκράτους , Σωκράτης Σωκράτους : πρόσκειται |
| εἰς ων καταλήξεως : τὰ γὰρ εἰς ων λήγοντα ἢ ὀξύνονται , ὡς τὸ Σαρπηδών Ἑλικών , ἢ βαρύνονται , | ||
| , ὡς ἐμάθομεν , τὰ εἰς ους λήγοντα ὀνόματα οὐδέποτε ὀξύνονται , χωρὶς τοῦ πούς καὶ ὀδούς , ταῦτα γὰρ |
| λῶρος , ὁ ὀλισθηρὸς καὶ διαβατικός . μάσθλης οὖν ὁ πολυγνώμων , ὁ ἄλλο μὲν νοῶν , ἄλλο δὲ ποιῶν | ||
| ] τρυπάνη , δυνάμενος τρύχειν καὶ δαμάζειν . μάσθλης ] πολυγνώμων , μάστιξ , μεμαλαγμένος ⌈ , ἔμπειρος εἰς ἀντιλογίαν |
| ἀνδρῶν δὲ διακοσίων πεντήκοντα ἕξ , καὶ ὁ τούτου ἀφηγούμενος συνταγματάρχης : ὑπ ' ἐνίων δὲ τὸ σύνταγμα τῶν σνϚ | ||
| οἱ δὲ τῆς τάξεως διπλάσιοι σύνταγμα καὶ ὁ ἐπὶ τούτοις συνταγματάρχης . Τοὺς δὲ ἐκτάκτους τὸ μὲν παλαιὸν ἡ τάξις |
| πολλὰ φαύλως περιβεβλῆσθαι πράγματα . ὅταν λέγῃς μὲν πολλά , μανθάνῃς δὲ μή , τὸ σὸν διδάξας τοὐμὸν οὐ μαθὼν | ||
| ὡς εὐεργέτην τιμῶσιν . θυμοῦ κράτει . ἐάν τι παρηκμακὼς μανθάνῃς , μὴ αἰσχυνθῇς : βέλτιον γὰρ ὀψιμαθῆ μᾶλλον ἢ |
| αἱ δ ' ἀνατέλλοντος , αἱ δ ' ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖν ' , αἱ δ ' ἐννυχιᾶν ἀπὸ Ῥιπᾶν . | ||
| εἱλίσσων φλόγα , ὡς δυστυχῆ Θήβαισι τῆι τόθ ' ἡμέραι ἀκτῖν ' ἐφῆκας , Κάδμος ἡνίκ ' ἦλθε γῆν τήνδ |
| : παράσιτον αὐτόσιτον . ἀναρίστητον δ ' εἴρηκεν Εὔπολις . ἀναγκόσιτον δὲ Κράτης . καὶ Νικόστρατος δέ : μειράκιον . | ||
| βίου . Μειράκιον δὲ κατὰ τύχην ὑποσκαφιόκαρτόν τι κεχλαμυδωμένον κατάγεις ἀναγκόσιτον . Ἁλύσεις , καθετῆρας , δακτυλίους , βουβάλι ' |
| αὐτῷ παραστάσης . Τὸ δ ' ἐστὶν οἴνου συγκομιδῆς γεωργοῖς ἀλληγορία , δι ' ὧν φησίν : Ὅς ποτε μαινομένοιο | ||
| : τῇ παριαύων τερπέσθω . Τούτοις παραπλησίως ἔχει καὶ ἡ ἀλληγορία , ἥπερ ἕτερον δι ' ἑτέρου παρίστησιν , οἷόν |
| ἀνδρῶν δ ' ὅτῳ χρὴ τὸν κακὸν διειδέναι , οὐδεὶς χαρακτὴρ ἐμπέφυκε σώματι . ᾧ δὴ καὶ μείζων ἡ τοῦ | ||
| ὁ ψιλός , εἰ τύχοι , τοῦ α ι υ χαρακτὴρ ἐμφανιστικός ἐστι τῆς διχρόνου φύσεως , ἢ τὸ [ |
| , Ρ , οἷον τίλλω , νέμω , κρίνω , σπείρω . Φυλάττει ἡ συζυγία αὕτη τὸ τοῦ ἐνεστῶτος χαρακτηριστικὸν | ||
| τοῦ ὅτι μάλιστα τοῖς ἡγεμόσι δεῖ τὸν φιλόσοφον διαλέγεσθαι : σπείρω δ ' ἄρουραν δώδεχ ' ἡμερῶν ὁδόν , Βερέκυντα |
| θεράποντ ' ὀνόμηνεν : ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι χρύσεος ἀμφιφορεύς , τόν τοι πόρε πότνια μήτηρ | ||
| . . Γ . ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶιν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι , χρύσεος ἀμφιφορεύς , τόν τοι πόρε πότνια |
| . . καὶ μάλιστα κατὰ τοὺς ἀνάπλους τοῦ Νείλου , θαυμαστικὸν ὄντα τῶν τοπικῶν ἰδιωμάτων ἅμα καὶ οὐκ ἀπαίδευτον . | ||
| τῷ τέλει τῶν στίχων κορωνίς . ὅσα δὴ δέδηγμαι : θαυμαστικὸν τὸ “ ὅσα ” , ἀντὶ τοῦ πολλά . |
| ἐὰν δὲ μηδέτερος τῶν φωστήρων βλέπῃ τὸν ὡροσκόπον ξένος καὶ ἀλλοδαπός ἐστιν ὁ κλέπτης . Τὴν δὲ τοῦ κλέπτου μορφὴν | ||
| τε φίλοι καὶ μώνυχες ἵπποι καὶ κύνες ἀγρευταὶ καὶ ξένος ἀλλοδαπός ; ἶσόν τοι πλουτέουσιν , ὅτωι πολὺς ἄργυρός ἐστι |
| ἐκφέρεται δὲ διὰ τοῦ Ζ ἢ δύο ΣΣ , οἷον παίζω , πλήσσω : ἔχει δὲ αὐτῆς ὁ μέλλων ποτὲ | ||
| ποιμνίων ὁ ποιμήν , μεθύων γάλακτι Μούσης , λιγέως ἄριστα παίζω , καλύκων χάριν δοκεύων . Ὁ δὲ Φοῖβος ὀργιάζων |
| λῇς μοι ἀεῖσαι : θέλεις συγκριθῆναί μοι ταῖς ᾠδαῖς ; ἀξιωματικὸς ὁ λόγος . ὅσον θέλω : ἐφ ' ὅσον | ||
| τύραννον ἐοικέναι Θρασυβούλῳ τῷ Λύκου , Ἄλλως . ὁ μὲν ἀξιωματικὸς καὶ αὐθάδης , ὁ δὲ μαινόμενος καὶ , ὡς |
| οἷς ἐγκλινομένη προπερισπᾶται , αἰ γὰρ ἇμιν τούτων μέλοι : ὀξυνομένη τε ἁμὶν δ ' ὑπαυλήσει μέλος , Ἀλκμάν . | ||
| ἀλλ ' ἐπὶ μόνων τῶν φύσει μακρῶν . Πᾶσα λέξις ὀξυνομένη ἐν τῇ συνθέσει τρέπει τὴν ὀξεῖαν εἰς βαρεῖαν , |
| καταφρονούμενον . ἐπιστάτης δὲ γενόμενος τούτων τῶν ἔργων ὁ προσαγορευόμενος Φαίαξ διὰ τὴν δόξαν τοῦ κατασκευάσματος ἐποίησεν ἀφ ' ἑαυτοῦ | ||
| τοῦ ῥήματος , καὶ ἐπιθετικὸν ὑπάρχοι , μὴ ἐθνικὸν : Φαίαξ θώραξ ἄναξ κλῖμαξ αὖλαξ : τὸ διασφάξ ὀξύνεται . |
| ἐπιοῦσαν τὰ μέρη λιπόντες λέγομεν ἕωλα . . , : ζεύγλη : παρὰ τὸ ζεύγω ζεύξω ζεύγλη , ὡς ἀΐσσω | ||
| φύτλη : φύτλη : ἡ φύσις . ὡς ζεύγω ζεύξω ζεύγλη , τρώγω τρώξω τρώγλη , οὕτω φύω φύσω φύτλη |
| τῶν ἀνημέρως δεσποζόντων . Ὅτι Δαμόφιλός τις ἦν τὸ γένος Ἐνναῖος , τὴν οὐσίαν μεγαλόπλουτος , τὸν τρόπον ὑπερήφανος , | ||
| ὁ τύπος τοῖς τὴν Σικελίαν οἰκοῦσιν : Ἱμεραῖος γὰρ καὶ Ἐνναῖος καὶ Καταναῖος φασίν . Ἀγάθυρσοι , ἔθνος ἐνδοτέρω τοῦ |
| ἢ τὰ χρυσία : δύναται γὰρ συστέλλεσθαι καὶ ἐκτείνεσθαι τὸ ᾱ . περὶ δὲ τὸ ὄνομα , ὅταν καινὸν ἢ | ||
| κἀγώ : τέθλιπται γὰρ τὸ ῑ , κέκραται δὲ τὸ ᾱ καὶ ὁ τοῦ ε̄ χρόνος εἰς ᾱ μακρόν . |
| . . . 〚 Ἄλλως . σαρκασμοπιτυοκάμπτης συνετέθη παρὰ τὸ σαρκασμὸς καὶ τὸ πίτυς καὶ τὸ κάμπτω . ἔστι δὲ | ||
| σαρκασμὸς καὶ τὸ πίτυς καὶ τὸ κάμπτω . ἔστι δὲ σαρκασμὸς εἰρωνεία δακνηρὰ καὶ βαρύτης , ὅθεν καὶ τὴν κλῆσιν |
| κανόνα δὲ τοιόνδε : αβαβ ββαα βααβ ββαβ ββαα βααβ αβαβ αβαα βααβ ββαβ αβαα βααβ Τρίμετρον δὲ ἀκατάληκτον τὸ | ||
| λεπτὸν ἔχοις ' ἐπ ' ἀτράκτῳ λίνον κανὼν δὲ αὐτοῦ αβαβ ββαα βαβα βααβ ββαβ αβαα βαββ βαβα . Ἀπ |
| καὶ Λιβάνιος : ” ὡς τὰ αὐτὰ ἐφροντίζομεν “ . τελῶ λέγεται τὸ πληρῶ , ἀφ ' οὗ καὶ τέλος | ||
| καὶ τελευτὴ ὁ θάνατος : τελῶ καὶ τὸ γίνομαι , τελῶ καὶ τὸ μυοῦμαι καὶ τὸ διδάσκομαι , ὡς ἐνταῦθα |
| . . . . ἢ ἀπὸ συμφώνου ἢ συμφώνων μὴ ἀντιστοίχων , περισπᾶται , χωρὶς εἰ μὴ κατ ' ἐπένθεσιν | ||
| εἰς ΝΟΣ ἁπλᾶ ἔχοντα πρὸ τοῦ Ν ἕν τι τῶν ἀντιστοίχων ὀξύνεται , ἐπιθετικὰ ὄντα καὶ μὴ ἔχοντα πρὸ τοῦ |
| ὀξυδερκές . . . . . δόρξ , , : δόρξ : . . . παρὰ τὸ δέρκω δέρξω δὲρξ | ||
| λέξ : πρόξ : κρόξ : φλόξ : ξόρξ : δόρξ . Εἰς ηξ μονοσύλλαβον διὰ τοῦ η γραφόμενα τρία |
| τουτέστιν ὁ βουλόμενος Θύρσιν ὑπογραφέτω , ὁ θέλων Ὠιδήν : Θύρσις γάρ ἐστιν ὁ ποιμὴν ὁ αὐλῶν , ᾠδὴ δὲ | ||
| τρὶς καὶ κισσύβιον ἥδιστον , ὃ καί . Θεοκρίτου Θεοκρίτου Θύρσις ἢ Ὠιδή : τουτέστιν ὁ βουλόμενος Θύρσιν ὑπογραφέτω , |
| δὲ τοῦτο , ἀλλὰ πεπερασμένον , οὕτω τοίνυν κἀνθάδε ἡ συναίρεσις τοῦ πλάτους , εἰς ἐλάχιστον πλάτος καταληγούσης τῆς διανοίας | ||
| ἀλλοίωσις ἐγένετο τῶν φωνηέντων , δηλονότι κρᾶσίς ἐστιν καὶ οὐ συναίρεσις . Καὶ ἄξιόν ἐστι ζητῆσαι , εἰ ἄρα ἐν |
| ποίης τέχνης ἑκάστη ἐπιστατεῖ καὶ τίς ὁ ταύτης ἐν βίῳ ἐφευρέτης ; Κλειὼ δ ' ἱστορίας Ἡρόδοτος , Θάλεια κωμῳδίας | ||
| ποίης τέχνης ἑκάστη ἐπιστατεῖ καὶ τίς ὁ ταύτης ἐν βίῳ ἐφευρέτης ; Κλειὼ δ ' ἱστορίας Ἡρόδοτος , Θάλεια κωμῳδίας |
| ποταμοῦ θυγατέρας ἔφημεν τὰς σειρῆνας . ὁ δὲ Ἀχελῶος ὁ γλυκύτατος τῶν ἁπάντων ποταμῶν - μεταξὺ Αἰτωλίας καὶ Κουρήτιδος τῆς | ||
| Μουσῶν κῆρυξ τῶν τε ἐπισήμων καὶ ἄγαν εὐφήμων ὕμνων κρατὴρ γλυκύτατος . ἠυκόμων : καὶ νῦν τοῦτο σημαίνει : οἷον |
| , οἷον Σωκράτης περιπατεῖ , οὐχ ὅτι τὸ Σωκράτης ὄνομα περιπατεῖ , ἀλλ ' ὅτι τὸ πρᾶγμα τὸ ἔχον τοιοῦτον | ||
| ἦν ἂν δεκτικὸν ψεύδους καὶ ἀληθείας : ὁ γὰρ εἰπὼν περιπατεῖ ἐσήμηνε μέν τινα ἐνέργειαν , οὔτε δὲ ἀληθές τι |
| φωνήεντι βαρύνεται : ἶπος ῥύπος ῥῶπος κῆπος . Τὰ εἰς ΠΟΣ δισύλλαβα παραλήγοντα διχρόνῳ καταλήγοντι εἰς Μ ἢ Π βαρύνεται | ||
| Τὸ δὲ ἕβδομον ἀπὸ τῶν εἰς ΜΟΣ μέχρι τῶν εἰς ΠΟΣ . Τὸ δὲ ὄγδοον ἀπὸ τῶν εἰς ΡΟΣ μέχρι |
| καὶ τὸ Ἄγκυλος κύριον προπαροξύνεται . Τὰ διὰ τοῦ ΥΛΟΣ ὑπερτρισύλλαβα παροξύνεται , εἰ μὴ ἔχοιεν [ ] ἔννοιαν συνθέσεως | ||
| Σέργιος . τὸ δὲ Ἐρχίος παροξύνεται . Τὰ εἰς ΙΟΣ ὑπερτρισύλλαβα ἐπὶ ἀλόγων ζώων ὀξύ - νεται : αἰγυπιός χαραδριός |
| αὐτοῦ τέσσαρα , κανόνα δὲ τοιόνδε : αβαβ ββαα βααβ ββαβ ββαα βααβ αβαβ αβαα βααβ ββαβ αβαα βααβ Τρίμετρον | ||
| : αβαβ ββαα βααβ ββαβ ββαα βααβ αβαβ αβαα βααβ ββαβ αβαα βααβ Τρίμετρον δὲ ἀκατάληκτον τὸ τούτου περιττεῦον συλλαβῇ |
| πρὸ τέλους συλλαβὴν εἰς φωνῆεν ἢ φωνήεντα λήγουσαν περισπᾶται , ὑπεσταλμένων τῶν ἐχόντων τὴν ΟΥ δίφθογγον ἢ τὸ Ε ἐν | ||
| . Πᾶσα μετοχὴ εἰς Σ λήγουσα ἀρσενικὴ μακροκατάληκτος ὀξύνεται , ὑπεσταλμένων τῶν μετοχῶν τοῦ πρώτου ἀορίστου ἐνεργητικοῦ , περὶ οὗ |
| καὶ ὁ δειλὸς ἀμετρίην τὴν ἀνδρείην ὑπείληφε , καὶ ὁ φιλάργυρος τὴν μεγαλοψυχίην , καὶ πᾶσα ἔλλειψις ὑπερβάλλειν δοκέει τὸ | ||
| Γ καὶ σαπρὸς : ἀρχαῖος καὶ παλαιός . οἷον γηράσας φιλάργυρος ἐγένετο . Γ ὅτι γέρων ὢν : † μετὰ |
| αὐτοῦ τῆς συνδέσεως , καὶ οὗτος ὑποτμητέος : εἰ δὲ φῖ ἢ πῖ ἢ κάππα καὶ χῖ μὴ φωνοίη , | ||
| ω τετράγωνον ὕπτιον ℧ καὶ ζ Ζ νήτη διεζευγμένων : φῖ πλάγιον καὶ η ἀμελη - # τικόν # τρίτη |
| ἀκατάληκτον : ὁ βʹ ποὺς ἀνάπαιστος , ὁ δὲ δʹ τρίβραχυς . Τὸ θʹ Ἰωνικὸν δίμετρον καταληκτικὸν ἀπὸ τροχαικῆς εἰς | ||
| τοῦ τροχαίου συλλαβὴ εἰς δύο βραχείας καὶ γίνεται χορεῖος ἤτοι τρίβραχυς : καλεῖται δὲ τοῦτο ἰθυφαλικόν : τὸ γʹ “ |
| : ἀπὸ βασιλέως Ἀθηναίου Κόδρου , ὃς δοκεῖ πρεσβύτατος καὶ εὐγενέστατος γεγενῆσθαι . Πρὸς λέοντα δορκὰς ἅπτεται μάχης : ἐπὶ | ||
| δὲ τὴν Κύπρον Εὐαγόρας ὁ Σαλαμίνιος , ὃς ἦν μὲν εὐγενέστατος , τῶν γὰρ κτισάντων τὴν πόλιν ἦν ἀπόγονος , |
| ἀκριβῶν σκινδαλάμους μαθήσομαι ; ἰτητέον . τί ταῦτ ' ἔχων στραγγεύομαι ἀλλ ' οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν ; παῖ , | ||
| ⌈ ῥῆμα τὸ ἐκθλίβω ⌈ ἤγουν τὸ κοινῶς στραγγίζω . στραγγεύομαι : τί ἐστιν ἡ ἐμὴ προθυμία νωθρὰ καὶ ἀμβλεῖα |
| Ῥωμαίων διαλέκτου . . , : ὀπωπή : παρὰ τὸ ὄπτω ῥῆμα γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν ὀπή , ὡς κόπτω κοπή | ||
| , κλέπτω κλέβδην , κρύπτω κρύβδην , γράφω γράβδην , ὄπτω ὄβδην καὶ ἐσόβδην . καὶ παρὰ τοὺς εἰς ξω |
| , ταῦτα γὰρ ἐν τῇ συνθέσει βαρύνονται , οἷον δικαιοκρίτης ὀνειροκρίτης φιλαλήθης μισαλήθης : ἰδοὺ ταῦτα ἐν τῇ συνθέσει ἐβαρύνθησαν | ||
| φυγῆς ] φυγῇ κατεδικάσθη Ξενοφῶν . . . . οὗτος ὀνειροκρίτης ἦν , καὶ ὡς ἔκρινεν εἴ τι ἀπέβαινεν , |
| μανιάσιν λυσσήμασιν : ταῖς μανιώδεσι λύσσαις . σχῆμα δέ ἐστι περίφρασις : μανιάσιν λυσσήμασιν : ὡς τὸ φοίνικι λίνῳ , | ||
| δὲ διὰ πλειόνων λέξεων τὸ σημαινόμενον ἀποδίδωσιν , ὃ καλεῖται περίφρασις , ὡς ὅταν λέγῃ υἷας Ἀχαιῶν τοὺς Ἀχαιοὺς καὶ |
| . ξυνεδεδέατο : συνδεδεμένοι ἦσαν : ἀπὸ τοῦ δέω τὸ δεσμεύω : ὁ παθητικὸς ὑπερσυντελικὸς , ἐδεδέμην : τὸ τρίτον | ||
| τοῦ ι , γίνεται δ ' ἐκ τοῦ δέω τὸ δεσμεύω δοὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι δοιὸς , ἡ |
| τέσσαρα νῦν τοῦ χοροῦ μαθὼν μέρη τὴν ἔξοδον τὸ πέμπτον ἀκροῶ μέρος , ὅπερ μετ ' ἐμμέλειάν ἐστιν εἰς τέλος | ||
| φορῶ φορέσω , καὶ ἡ δευτέρα τὸ α ὡς τὸ ἀκροῶ ἀκροάσω , γελῶ γελάσω : τέως δὲ ὡς ἐπὶ |
| γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . τί θαλαττοκοπεῖς : ἐθαλαττοκράτουν | ||
| . ἐξολῶ : Ἐξολοθρεύσω . Θ . . ἀφανίσω , φθερῶ , ὄντας κακούς . . ἀνασχετὸν : Ὑπομονητόν . |
| , ὠνήσασθε τὸν συνετώτατον , τὸν ἅπαντα ὅλως ἐπιστάμενον . Ποῖος δέ τις ἐστί ; Μέτριος , ἐπιεικής , ἁρμόδιος | ||
| ἐφόρεσαν , τὸν δὲ ἱματισμὸν τῶν παρθένων οὐκ ἐνεδύσαντο . Ποῖος , φημί , ἱματισμὸς αὐτῶν ἐστι , κύριε ; |
| ἀγαθοποιοὶ μεσουρανοῦντες ποιοῦσι δικαιοκρισίαν . τὸ δὲ δῦνον ἔστω ὁ ἐναγόμενος , καὶ ἐκ τῶν εἰρημένων ἐπὶ τοῦ ὡροσκόπου σχηματισμῶν | ||
| ἀγαθοποιοὶ μεσουρανοῦντες ποιοῦσι δικαιοκρισίας . τὸ δὲ δῦνον ἔστω ὁ ἐναγόμενος , καὶ ἐκ τῶν εἰρημένων ἐπὶ τοῦ ὡροσκόπου σχηματισμῶν |
| κρεμάμενον εἶπε : Καταβαίνεις καὶ ἀπαγγέλλεις ; ἢ ἀναβαίνω καὶ ἀπαρτίζω σε . Λιμόξηρος ἰατρὸς ἰδὼν ἄρτον εἰς τρύπην κείμενον | ||
| εἰ φαρμακοῦμαι Ϙβ εἰ λαμβάνω ληγᾶτον Ϙγ εἰ ὃ ἐπιβάλλομαι ἀπαρτίζω καὶ πληρῶ Ϙδ εἰ θεωρῶ τὴν πατρίδα μου Ϙε |
| ἢ τὸ Υ διὰ τοῦ Ι ἔχουσι τὴν πρώτην ὡς ἐπιτοπλεῖστον , οἷον Ἶρις , δριμύς , πίτυς , βριθύς | ||
| τὰ δὲ λοιπὰ πάντα δίμετρα ἀκατάληκτα τῶν δύο προσώπων ὡς ἐπιτοπλεῖστον δίμετρον κῶλον ἀποτελούντων , ὧν τὸ τελευταῖον κλαύσει : |
| αὐτὸν ἰδόντα , τὰ δὲ καὶ δι ' ἑτέρω τινὸς τρόπω κατανοήσαντα . οὔτε γὰρ ὁ ἐν λογισμοῖς καὶ μαθημάτεσσι | ||
| βάλλεις . μνημονικὸς ] ἐνθυμητικός , οὐκ ἐπιλήσμων . δύο τρόπω : ⌈ ἤτοι [ ἤγουν ] δύο τρόποι καὶ |
| θέλουσιν ἔχειν πρὸ τοῦ ν δίφθογγον , οἷον δελφίν ἀκτίν Σαλαμίν Τιτάν μόσυν Ἕλλην Τροιζήν Πλάτων τρήρων , τούτου χάριν | ||
| τῇ Σαλαμῖνι καὶ τοῖς Μηδικοῖς : “ ὦ Μαραθὼν καὶ Σαλαμίν , νῦν σεσίγησθε . οἵαν σάλπιγγα τῶν ὑμετέρων τροπαίων |
| λέγε τὴν ᾠδήν . ἀντὶ τοῦ πρὸς τὴν αἰθρίαν . βαρβαρίζει δὲ ὁ τοξότης . ἀντὶ τοῦ δρῶ . τοῦτο | ||
| ] τὸ θαρσαλέον , βαρβαριστί , παρὰ τὸ θαρρεῖν . βαρβαρίζει δὲ ὡς δοῦλος . κομψευριπικῶς : ἀντὶ τοῦ εὐριπιδικῶς |
| ἐστι λέξις κεχαραγμένη ἐθνικῶς τε καὶ Ἑλληνικῶς , ἢ λέξις ποταπή , τουτέστι ποιὰ κατὰ διάλεκτον , οἷον κατὰ μὲν | ||
| αὐτὴν εἰς τὴν σωρείαν λαβὼν ἐπεσκόπησα κατὰ τὸ πρόσταγμα , ποταπή τις ὑπάρχει , καὶ εὗρον πρώτην καὶ ἀσύνθετον : |
| . ἰαμβικοὶ τρίμετροι λβʹ , ὧν τελευταῖος χώρει : τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν ; ἄγε δή , κάτειπέ | ||
| ” κυπτάζεις “ : στραγγεύῃ , διατρίβεις οὕτως ἐνταῦθα . κυπτάζεις ] ἀναβάλλῃ . ἀλλ ' ἴθι χαίρων : παράβασις |
| . τὸ δὲ Κριτός καὶ Κλιτός ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΤΟΣ διβράχεα ἐπιθετικὰ μὴ ἐπὶ ἀριθμοῦ ταττόμενα ὀξύνεται : βατός | ||
| . . . . . . . . Τὰ εἰς ΤΟΣ δισύλλαβα παραληγόμενα τῇ ΟΥ ἢ ΟΙ ἢ ΑΙ διφθόγγῳ |
| . . δίδωμι τὸ ἁπλῶς δίδωμι , ἀποδίδωμι δὲ τὸ κεχρεωστημένον . ὀβολὸν ] τουρέσιον . . οὐδενί ] ἀνθρώπῳ | ||
| κριτής παραλόγως ὀξύνεται , τούτου χάριν ἐν τῇ συνθέσει τὸ κεχρεωστημένον ἀναδέχεται , λέγω δὴ τὴν βαρεῖαν τάσιν , οἷον |
| μὴν ἀποίσειν σοι γραφὴν κακώσεως . Ἕλκει δὲ γραμματείδιον ἐκεῖσε δίθυρον καὶ παράστασις , μία δραχμή . Χαῖρ ' ὦ | ||
| , γραμματεῖα γραμματείδια , δέλτους δελτία , ὡς εἰπεῖν γραμματείδιον δίθυρον ἢ τρίπτυχον ἢ καὶ πλειόνων πτυχῶν , ἢ καθ |
| ἢ τὸ ἀηδές : οὕτω Σώφρων . ἄδδιξ : μέτρον τετραχοίνικον . Ἀριστοφάνης : ἀλφίτων μελάνων ἄδδιχα . ἄδην : | ||
| , ἀρτάβη ὡς Ἡρόδοτος . ἡ δ ' ἄδδιξ μέτρον τετραχοίνικον , μάρις δ ' ἑξακότυλον , κοτύλη δὲ τὸ |