| καὶ ἐπιρρίπτεται , καὶ φοινίσσεται μὲν ἱκανῶς τὰ καταπλασθέντα , περιστέλλεται δὲ ῥᾳδίως ἄρτου ἐπιπλασθέντος ἢ κηρωτῆς δι ' ἀμυγδαλίνου | ||
| τε ἔντερα καὶ τὴν γαστέρα : περιτεταμένον γὰρ σφίγγει καὶ περιστέλλεται ῥᾳδίως τε θλίβει τῆς φύσης τὸ μὲν ἄνω , |
| νῆα . ὑποτρόπιος : ὑποκάτωθεν , ὢν , ὑποκάτω τῆς τρόπεως , τῆς . . . . αὶ τὰ συνεργῆ | ||
| ἐπιίστωρ πίαρ ἑλέσθαι . ” ἱστοπέδη ξύλον ὀρθὸν ἀπὸ τῆς τρόπεως , ᾧ προσδέδεται ὁ ἱστός . ἱστοδόκη τὸ διὰ |
| , πρασίου , ἐλλεβόρου λευκοῦ , τῆς Ποντικῆς ῥίζης , ἀνεμώνης , πηγάνου , καὶ μᾶλλον ἀγρίου , καστόρειον , | ||
| ἄνθος φοινικοῦν , ἐνίοτε δὲ λευκόν , ὅμοιον τῷ τῆς ἀνεμώνης : καρπὸς πυρρός : ῥίζα δ ' ὑπομήκης , |
| τῶν λεπτῶν , οὐ συμφύεται . Νεῦρον διακοπὲν , ἢ γνάθου τὸ λεπτὸν , ἢ ἀκροποσθίη , οὐ συμφύεται . | ||
| Καρδίῃ , τῷ Μητροδώρου παιδὶ ἐξ ὀδόντος ὀδύνης σφακελισμὸς τῆς γνάθου , καὶ οὔλων ὑπερσάρκωσις : μετρίως ἐξεπύησεν : ἐξέπεσον |
| τὴν ἰσόσταθμον : αἴσιον γὰρ τὸ καθῆκον λέγει . * ὁλκή : σταθμός σταθμός , βάρος χειροπληθῆ δὲ ὅσον πληρῶσαι | ||
| ' ἁβροτόνοιο δύω κομόωντας ὀράμνους καρδάμῳ ἀμμίγδηνὀδελοῦ δέ οἱ αἴσιος ὁλκή ἐν δὲ χεροπληθῆ καρπὸν νεοθηλέα δαυχμοῦ λειαίνειν τριπτῆρι : |
| ἢν δὲ μὴ ὑπὸ τὸ ὀϲτέον * * * μίμνωϲι οἰδέει τοῦ ὑμένοϲ τὸ ϲημεῖον . καὶ τοῦ μὲν περιγραφὴ | ||
| καθαίρεται ὁκοῖον προβάτου οὖρον πολὺ , χροιὴ λευκὴ , καὶ οἰδέει πᾶσα , καὶ ἐν τῇσι κνήμῃσι πόμφοι ἀνίστανται , |
| ' αὑτοῦ ποτε κινδυνεύσῃ προεωρᾶτο , καὶ διὰ τοῦτο πόρρωθεν ἔτριβε τὰ πράγματα : ἡμεῖς δ ' αὐτῷ τοὐναντίον τοῖς | ||
| ὁ δὲ σιτοποιὸς χειρῖδας ἔχων καὶ περὶ τῷ στόματι κημὸν ἔτριβε τὸ σταῖς , ἵνα μήτε ἱδρὼς ἐπιρρέοι μήτε τοῖς |
| τε , ἀντὶ τοῦ ἀθρόως καὶ ἐλεεινῶς ἀνεστέναξεν , καὶ ἀνέπνευσεν . . . ἀνδανία : πόλις Μεσήνης : τὸ | ||
| * χυτῆς : ἐπιχεομένης λείας * τέλσον : τέρμα εἶθαρ ἀνέπνευσεν : ἤγουν εὐθέως ἀναπνεῦσαι αὐτὸν τῆς κακοπαθείας ἐποίησεν . |
| ἐλαίῳ ἰρινέῳ ] σημείωσαι : ἶρις τὸ κρίνον : ἴριδος μηκύνεται ἡ πρώτη . οἱ δὲ ἄλλοι τὴν ἶριν λέγουσιν | ||
| παραλόγως μηκύνηται τὸ α . οὐδέποτε γάρ , φησί , μηκύνεται προηγουμένου τοῦ ν ἐπὶ τῶν εἰς νω . . |
| παῖδας τὰς σάρκας αὐτῶν ἐσιτοῦντο . βουλόμενος δὲ ἀπὸ τῆς Ἰκαρίας εἰς Νάξον διακομισθῆναι , Τυρρηνῶν λῃστρικὴν ἐμισθώσατο τριήρη . | ||
| οὖν καὶ ἄκρα τις Ἄμπελος βλέπουσά πως πρὸς τὸ τῆς Ἰκαρίας Δρέπανον , ἀλλὰ καὶ τὸ ὄρος ἅπαν ὃ ποιεῖ |
| μέχρι τῶν τῆς Λουσιτανίας ὅρων περίπλους . Λουσιτανίας περίπλους . Ταρρακωνησίας περίπλους . Τῆς καλουμένης Κελτογαλατίας περίπλους . Τὰ δὲ | ||
| Οἰάσσω λεγόμενον τοῦ περίπλου τῆς παρὰ τὸν ὠκεανὸν παραλίας τῆς Ταρρακωνησίας εἰσὶ στάδιοι οὐ πλεῖον ͵͵ατκζʹ , οὐκ ἔλαττον σταδίων |
| νο γ # εʹ ὁ ἐπὶ τῆς ἐμπροσθίας καὶ ἀριστερᾶς δρακός . . . . . . . . Καρκίνου | ||
| κζ γʹ # # εʹ ὁ ἐπὶ τῆς ἐμπροσθίας δεξιᾶς δρακός . . . . . . . . . |
| γενομένη γὰρ νὺξ ἐπέσχε τὸ ἔργον . τὴν Πελωρίδα : Πελωρὶς ἀκρωτήριον Σικελίας τὸ βορειότατον χειρὶ σιδηρᾷ ἐπιβληθείσῃ : δηλονότι | ||
| ὑπὸ Ἑλλήνων γεγονότος . γʹ δὲ ἀκρωτήρια Σικελίας Πάχυνος , Πελωρὶς καὶ Λιλύβαιον . ὀνειράτων οὔτε ἀπὸ τῆς ὄναρ εὐθείας |
| ἀρχὴ διχόμηνος , ἡ πεντεκαιδεκάτη , καθ ' ἣν σελήνη πλησιφαὴς γίνεται , προνοίᾳ τοῦ μηδὲν εἶναι σκότος κατ ' | ||
| ἐπιλάμψεως ἄχρι διχοτόμου ἡμέραις ἑπτά , εἶθ ' ἑτέραις τοσαύταις πλησιφαὴς γίνεται καὶ πάλιν ὑποστρέφει διαυλοδρομοῦσα τὴν αὐτὴν ὁδόν , |
| , πλῆσεν δὲ τιταινόμενον στόμα δειλῆς ἐγχέλυος : πνοιῇ δὲ περιστένεται μογέουσα ἀνδρομέῃ , δέδεται δὲ καὶ ἱεμένη περ ἀλύξαι | ||
| αἵματος : ἐν δέ τε θυμὸς στήθεσιν ἄτρομός ἐστι , περιστένεται δέ τε γαστήρ : τοῖοι Μυρμιδόνων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες |
| , καὶ κάρα Ἵπποκράτορος καὶ Χεὶρ ἐκτεταμένη καὶ κεφαλὴ τοῦ Ἴβεως τοῦ τῆς δωδεκαώρου . τῷ δὲ δευτέρῳ δεκανῷ Ἱπποκράτορος | ||
| δὲ τριτάτῳ δεκανῷ παρανατέλλει Κύκνος καὶ Ἵππου τὰ ὀπίσθια καὶ Ἴβεως τὰ τέλη . Καὶ κλίματα τὸ ζῴδιον καὶ τόπους |
| Ἔστω δὴ καὶ φύλλα τηλεφίου καὶ νεωστὶ πεφυτευμένης ἐν βότρυσιν ἡμερίδος κλῆμα , σπέρμα τε κορίου τῆς ἀγρίας καὶ σκόροδον | ||
| εἶτα παρὰ τόνδε νέα μοσχίδια συκίδων , καὶ τὸ τρίτον ἡμερίδος ὄσχον , ὁ γέρων ὁδί , καὶ περὶ τὸ |
| ἅτε νόσῳ χωρὶς ἰατροῦ κατεσχημένην . Μὴ νομίσῃς δὲ τὴν Ἄγαρ λέγεσθαι ἑαυτὴν ὁρᾶν ἐν γαστρὶ ἔχουσαν διὰ τοῦ „ | ||
| ἔθνους πώποτε . Τῆς γοῦν Περσῶν ἀρχῆς εἰς τοὺς τῆς Ἄγαρ διαλυθείσης καὶ τῆς μὲν Σαρακηνῶν ἐπικρατείας μὴ μόνον Περσίδος |
| παραγενόμενον ἐκ τῆς ἰδίας ἀγέλης τοῦ μεγίστου λαβέσθαι βοὸς τῆς χηλῆς καὶ μὴ ἀνεῖναι , ἕως ὁ ταῦρος ἐλευθερῶν τὸ | ||
| ὁμοίους οὐ μεγάλους , ὁμοίως οὐ μεγάλους ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς χηλῆς βʹ : οἱ πάντες ιηʹ . Οὗτός ἐστι μὲν |
| τῆς σύριγγος στόμιον , δι ' αὐτοῦ καθιέσθω ὁ τῆς μηλωτρίδος πυρὴν καὶ διωθείσθω εἰς τὸ βάθος , ἐπικόπου τε | ||
| δακτυλίῳ , ἔνδοθεν δὲ τοῦ δακτυλίου συντετρημένου , ὁ τῆς μηλωτρίδος πυρὴν εἰς τὸ στόμιον ἐντιθέσθω , καὶ διωθείσθω τὸ |
| ὁ δὲ Κήυξ . παρὰ δὲ τοῖς αἰγιαλοῖς τῆς ἀλκυόνος τικτούσης τὰ ἔγγονα αὐτῆς τὰ κύματα διέφθειρεν . Ζεὺς δὲ | ||
| ἀνάγκη τὴν λεχθεῖσαν ὑγρὰν οὐσίαν μέρος εἶναι γῆς τῆς πάντα τικτούσης , καθάπερ ταῖς γυναιξὶ τὴν φορὰν τῶν καταμηνίων : |
| πρύμναν ἐτέτακτο προστὰς ἐξ ἐναντίου μὲν ἀναπεπταμένη , κύκλῳ δὲ περίπτερος : ἧς ἐν τῷ καταντικρὺ τῆς πρῴρας μέρει προπύλαιον | ||
| δὲ ἐπὶ τὴν πρῷραν οἶκος ὑπέκειτο Βακχικὸς , τρισκαιδεκάκλινος , περίπτερος , ἐπίχρυσον ἔχων τὸ γεῖσον ἕως τοῦ περιτρέχοντος ἐπιστυλίου |
| Κάνωβος κρύπτεται . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τῆς νοτίου Χηλῆς ἑῷος δύνει . Αἰγυπτίοις ἐπισημαίνει . Εὐκτήμονι καὶ Φιλίππῳ | ||
| . δʹ . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τῆς βορείου Χηλῆς κρύπτεται . Αἰγυπτίοις καὶ Καλλίππῳ χειμάζει , δυσαερία . |
| ' ἐν ὄρεσσι : τὸν ἀποφερόμενον ὑγρὸν ὀπὸν εἶπε τῆς φηγοῦ . Κασπίῃ ἐν κόχλῳ : Κάσπιον πέλαγος ἐν τῷ | ||
| ὡς Παλλήνη Παλληνίς . Ἀπολλώνιος „ στεῖραν Ἀθηναίη Δωδωνίδος ἥρμοσε φηγοῦ „ . καὶ Σοφοκλῆς Ὀδυσσεῖ ἀκανθοπλῆγι ” τὰς θεσπιῳδοὺς |
| καὶ τῆς Εὐρώπης , ἄλλ ' οὗτος μὲν ἐπὶ τὰ ἀρκτῶα μέρη ἔστραπται , ὡς βορειοτέραν εἶναι τὴν Εὐρώπην , | ||
| δὲ Γάγγης εἰς τὴν ἀνατολὴν , καὶ ὁ Καύκασος τὰ ἀρκτῶα τοῦ οὐρανοῦ μέρη . Καὶ ταύτην μὲν τὴν χώραν |
| συμβῇ τὴν σταφυλὴν ἔτι οὔσαν ἐν τῇ ἀμπέλῳ ἐπὶ πλέον βραχῆ - ναι , ἢ μετὰ τὸ τρυγηθῆναι τύχῃ ταύτην | ||
| συμβῇ τὴν σταφυλὴν ἔτι οὔσαν ἐν τῇ ἀμπέλῳ ἐπὶ πλέον βραχῆ - ναι , ἢ μετὰ τὸ τρυγηθῆναι τύχῃ ταύτην |
| : Νίκανδρος ] † ἔνθα : ῥωγαλέον φορέουσα περιστιγὲς αἰόλον ἔρφος : τὴν μὲν ὅθ ' ἁδρύνηται ὀροιτύποι οἱ ἀβατῆρες | ||
| ἰλυῶδες , τὸν ῥύπον ἵζει ] καθίζει τετανόν ] τετανυμένον ἔρφος ] δέρμα ἡ ] ἡ τῆς βουπρήστιδος δαμάλεις ] |
| τὸ δ ' ἀφέψημα αὐτῆς κνησμοὺς λουόμενον παύει καὶ εἰς ἐγκάθισμα πρὸς ἐμπνευματώσεις καὶ σκληρίας καὶ ἀποστροφὰς ὑστέρας ἁρμόζει . | ||
| ἢ μυρσίνης ἢ σχίνου ἢ σιδίων . μετὰ δὲ τὸ ἐγκάθισμα κατακλιθείσης αὐτῆς ὑπτίας ἀναρρόπου ὡς ὑψηλότερα ἔχειν τὰ πρὸς |
| ὁ ποταμὸς Ναμνάδιος . Ὁ δὲ κόλπος αὐτὸς ὁ κατὰ Βαρύγαζα στενὸς ὢν τοῖς ἐκ πελάγους ἐρχομένοις ἐστὶ δυσεπίβολος : | ||
| εἰς τούτους τοὺς τόπους εἰσβάλλοντα πλοῖα Ἑλληνικὰ μετὰ φυλακῆς εἰς Βαρύγαζα εἰσάγεται . Μετὰ δὲ Καλλίεναν ἄλλα ἐμπόρια τοπικὰ Σήμυλλα |
| ὁ περὶ ἀνέμων γεγραφώς . ἔστι καὶ ἑτέρα πόλις τῆς Λιγυστικῆς . ἐθνικὸν Μεδμαῖος . Μεδυλλία , πόλις , Ἀλβανῶν | ||
| καλουμένης Γαλατίας τὴν πεδιάδα διεξιὼν ἐποιήσατο τὴν πορείαν διὰ τῆς Λιγυστικῆς . Οἱ δὲ ταύτην τὴν χώραν οἰκοῦντες Λίγυες νέμονται |
| τὴν μεγάλην λίμνην , καθ ' ἣν ἔστι τὰ καλούμενα Βάραθρα , μέρος τῆς δυνάμεως ἀπέβαλε διὰ τὴν ἀπειρίαν τῶν | ||
| πολλοὺς εἶναι τῶν τόπων τελματώδεις καὶ μάλιστα περὶ τὰ καλούμενα Βάραθρα . οἱ δὲ περὶ τὸν Δημήτριον ἐκ τῆς Γάζης |
| τῶν ῥευμάτων τῶν ῥιζῶν ἀποσπασθεῖσαν τοῦ Ἀπεννίνου , κατὰ τὸ Σκύλλαιον ῥαγείσης τῆς ἠπείρου , νῆσον ἀποκαταστῆναι καὶ διὰ τοῦτο | ||
| τῆς περὶ τὸν Παρνασσὸν Δωρίδος ἐξελάσαντος αὐτούς . τὸ δὲ Σκύλλαιον τὸ ἐν Ἑρμιόνῃ ὠνομάσθαι φασὶν ἀπὸ Σκύλλης τῆς Νίσου |
| τύψεν [ ἀλοιητῆρος ] ὑπὸ ῥιπῇσι σιδήρου : ἐτμήθη δὲ φάρυγξ [ ] , κεφαλὴ δ ' ὑπὲρ ἔδραμεν ὤμων | ||
| , δέρη δὲ τὸ ἔμπροσθεν καθ ' ὅ ἐστιν ὁ φάρυγξ . αὖθις καὶ αὖθι διαφέρει . τὸ μὲν γὰρ |
| τόπους παριοῦσα , εἴπερ ἐπὶ τῶν ἐπικαίρων τῆς γενέσεως τόπων τετευχυῖα καταλαμβάνεται . Καὶ ταῦτα μέν , ὦ Μάρκε , | ||
| καὶ οἷον γένεσίς τις ἀπὸ λόγου σπερματικοῦ καὶ ἔκτασις , τετευχυῖα παρὰ τὸ τοιοῦτον τῆς ὀνομασίας , παρ ' ὅσον |
| τὴν ἀηδίαν συναλείφοντες τρισυλλάβως γράφουσιν , διὸ καὶ ἐξετάθη . ἄκυλος : ὁ τῆς πρίνου καρπός . ὑῶν δ ' | ||
| . οὐδ ' ἀκύλοις : ταῖς τῆς πρίνου βαλάνοις : ἄκυλος γὰρ ὁ τῆς πρίνου καρπός . αἱ μὲν γὰρ |
| σμικρὰ , πυκνά : μεγάλα , ἀραιά : σμικρὰ , ἀραιά : πυκνὰ , μεγάλα : ἔξω μεγάλα , εἴσω | ||
| . Πλάτων γὰρ ἐν Τιμαίῳ λέγει Μακροχρονιώτερον . Μανά , ἀραιά : καὶ Μανότης , ἀραιότης : οὕτω Πλάτων . |
| καλεῖται . καὶ τὸ μὲν ἔδαφος τῆς νεὼς κύτος καὶ γάστρα καὶ ἀμφιμήτριον ὀνομάζεται . καλοῖτο δ ' ἂν καὶ | ||
| ὑποκείμενον βάσις , τὸ δ ' ὅλον χώρημα κύτος καὶ γάστρα καὶ κόλπος . τὸ δὲ στόμιον κατὰ μέσον κεῖται |
| Τάνδε κατ ' εὔδενδρον στείβων δρίος εἴρυσα χειρὶ πτώσσουσαν βρομίας οἰνάδος ἐν πετάλοις , ὄφρα μοι εὐερκεῖ καναχὰν δόμῳ ἔνδοθι | ||
| ' ἔχει οἰνωπόν , ἡ δὲ φὰψ μέσον περιστερᾶς καὶ οἰνάδος , ἡ δὲ φάσσα ἀλέκτορος τὸ μέγεθος , χρῶμα |
| προσδέδεται ὁ ἱστός . ἱστοδόκη τὸ διὰ μέσης τῆς νεὼς φράγμα , εἰς ὃ κατακλινόμενος τίθεται ὁ ἱστός . ἱστός | ||
| . καὶ δαίμων τις . ἕρκος εʹ : τεῖχος . φράγμα . στόμα . ἀσφάλεια . καὶ δικτύου εἶδος . |
| κεφαλῆς ἔχων ἐνυφασμένα τὰ δώδεκα στοιχεῖα , ἐμβάται τραγικοί , πώγων ὑπερμεγέθης , ῥάβδος ἐν τῇ χειρὶ μειλίνη . Καὶ | ||
| τὴν εἰς ὀξὺ λήγουσαν ἀκμὴν τοῦ πυρός . καὶ ὁ πώγων γὰρ εἰς ὀξὺ λήγει , ὥσπερ καὶ ἐν ἑτέρωι |
| καὶ δύσπεπτον , καὶ μάλιστα ἢν ἐμπεφραγμένοις σπλάγχνοις καὶ ἄλλως στενοπόροις ἐμπέσῃ : Κοινῶς δὲ τὸ γάλα τρόφιμον καὶ εὒχυμον | ||
| τε δόρατα μέμονε νάϊ ' ὄνομα δι ' ἐμὸν Αὐλίδος στενοπόροις ἐν ὅρμοις . ἰὼ γᾶ μᾶτερ ὦ Πελασγία Μυκηναῖαί |
| πρῶτον δόμον λίθου αἰθιοπικοῦ ποικίλου , τεσσεράκοντα πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης τὸ μέγαθος ἐχομένην τῆς μεγάλης οἰκοδόμησε : ἑστᾶσι δὲ | ||
| , καὶ ὅκως ἂν ἔχοντα τὰ σώματα παραλάβωσιν ἐκ τῆς ἑτέρης ὥρης , καὶ ὁκοιουτινοσοῦν χυμοῦ δυναστεύοντος ἐν τῷ σώματι |
| ἐς Πελοπόννησον : ἡ ἐς ἀντὶ τῆς περί . τὰ ἐπιθαλάσσια : ἡ ἐπί ἀντὶ τῆς παρά . ἐπ ' | ||
| ἀκτὴν εἶναι ἄλσος . πολλὰ γὰρ εὕροι τις ἂν ἄλση ἐπιθαλάσσια . ἰτέαι ὠλεσίκαρποι . † ) σημείωσαι ὅτι ἄκαρπα |
| πολλάκις δὲ καὶ ὀνειρώσσει , τὸ δὲ λάγνευμα ὕφαιμον προέρχεται ὑποπέλιδνον . Τοῦτο τὸ νούσημα γίνεται διὰ θερμασίην τοῦ ἡλίου | ||
| μελανία . τύλωσις , ὅταν σκληρὸν ᾖ καὶ λευκότερον ἢ ὑποπέλιδνον τὸ ἕλκος . μυδὼν σὰρξ σομφή . σῦριγξ ἕλκος |
| δ ' ἔχει τάξιν ἡ μετρίως ἐντείνουσα τοὺς κατ ' ἐπιγάστριον μῦς ὑπὲρ τοῦ τὰ κάτω φρενῶν ἀποθεραπεῦσαι σπλάγχνα . | ||
| στόμα τῆς ὑστέρας , παρ ' ἡμῶν γὰρ διελόντων τὸ ἐπιγάστριον καὶ κομισαμένων τὰ ἐνδοσθίδια , συμπεσόντος τοῦ σώματος εὐχερὴς |
| περὶ μήκωνος περὶ λαγωοῦ θαλασσίου περὶ βδέλλης περὶ μύκητος περὶ σαλαμάνδρας περὶ φρύνου περὶ λιθαργύρου περὶ σμίλου [ ] . | ||
| τὸ γένος ἐσθίοντες καὶ γάλα γυναικεῖον πίνοντες . [ Περὶ σαλαμάνδρας . ] Τοῖς δὲ σαλαμάνδραν λαβοῦσι παρέπεται γλώσσης φλεγμονὴ |
| γ . πρὸς ποδαγρικοὺς καὶ ἀρθριτικοὺς καὶ φλεγμονὰς καὶ τὰ κνησμώδη πάντα κατ ' ἀρχὰς καταχριόμενος . Ἀκακίας μελαίνης καὶ | ||
| πύρωσις κατασβέννυται , τὰ δὲ νύγματα οὐκ ἐκλείπει μέν , κνησμώδη δὲ γίνεται καὶ ἡσυχῇ ναρκώδη , καὶ ὁ ὄγκος |
| δακτύλους ὑποπιπτούσης ἀνωμαλίας σὺν τῷ τοπικῷ πόνῳ , τὸ δὲ ἐμπίεσμα διὰ τῆς κοιλότητος καὶ ἀλγήματος νυγματώδους καὶ νάρκης τοῦ | ||
| τῆς πρὸς τοὺς δακτύλους | ἀνωμαλίας καὶ τοῦ ψόφου , ἐμπίεσμα δὲ διὰ τῆς κοιλότητος καὶ τῆς συνείξεως , ἑπομένης |
| τὸν ] δῆμον κακῶς [ ? ? ] λέγεις . Βραχέα ] δ ' ἔτι πρὸς ὑμᾶς ? εἰπὼν ] | ||
| , ὁ δὲ τῶν κενῶν δοξῶν εἰς ἄπειρον ἐκπίπτει . Βραχέα σοφῷ τύχη παρεμπίπτει , τὰ δὲ μέγιστα καὶ κυριώτατα |
| καὶ τὰ διιστάμενα ὀστᾶ συνάγειν πρὸς τὴν κατὰ φύσιν τῆς ῥαφῆς συναρμογήν , ἔπειτα ὅλην τὴν κεφα - λὴν ἀποξυρᾶν | ||
| τῆς τε διαρθρώσεως αὐτῆς καὶ τοῦ κάτω πέρατος τῆς λαβδοειδοῦς ῥαφῆς . κάμπτουσιν οἱ μύες οὗτοι σὺν τῷ τραχήλῳ τὴν |
| καὶ ὁ ἄρρην ἐπιβαίνειν ἐτῶν γενόμενος εἴκοσιν . ὀχεύει δὲ συγκαθισάσης τῆς θηλείας : ὁ ἄρρην γὰρ ἐπιβαίνει . κύει | ||
| τὰ ἐντόσθια ἔχει ὅμοια ὑί . ὀχεύει δὲ τῆς θηλείας συγκαθισάσης ὁ ἄρρην ἐπιβαίνων . ἔστι δὲ τοῦτο μόνον τῶν |
| - τερὴς οὖσα καὶ πρὸς αὑτὴν πεφυκυῖα βούλεσθαι συνιέναι , σφίγγει πάντα καὶ κενὴν χώραν οὐδεμίαν ἐᾷ λείπεσθαι . διὸ | ||
| γυῖα καὶ τὰ μέλη : τὰ γὰρ σπάργανα συγκολλᾷ καὶ σφίγγει τὰ τῶν βρεφῶν μέλη . τύμβον δὲ καὶ τάφον |
| μιᾷ βλαστῆσαι καὶ τέλειον γενέσθαι : ταχὺ δὲ αὖ πάλιν συστέλλεται καὶ ταπεινοῦται καὶ φθίνει , ψόγου τινὸς προσπεσόντος ἢ | ||
| ἁρμόσει τὸ ὑπερέχον καὶ ἠρέμα παράγειν , ἐπανιέντα μὲν ὅτε συστέλλεται τὸ στόμιον , ἐφελκόμενον δὲ ὅτε διίσταται . καὶ |
| Ἀργώ , Ὕδρος , Κρατήρ , Κόραξ , Κένταυρος , Θηρίον , ὃ κρατεῖ ὁ Κένταυρος καθ ' Ἵππαρχον , | ||
| τῆς Ἀργοῦς τὸ ἔδαφος καὶ τὸ πηδάλιον : εἶτα τὸ Θηρίον καὶ τὸ Θυμιατήριον : ἔτι δὲ τοῦ Τοξότου τὰ |
| θεῶν ἱερατικὸν ὄφελος τριπλοῦν ἐνδίδωσι , τὸ μὲν εἰς ἐπίλαμψιν τεῖνον , τὸ δὲ εἰς κοινὴν ἀπεργασίαν , τὸ δὲ | ||
| , οἷον εἶναι βούλει τὸ χρῆμα , εἴτε πρὸς εὔκλειαν τεῖνον εἴτε πρὸς ἀδοξίαν . ὁποῖον γὰρ ἂν εἴπῃς , |
| τάπητες οἱ ἐκ θατέρου . ὑπαγκώνια στρώματα , περιστρώματα ὑποστρώματα ἐπιβλήματα , ἐφεστρίδες ἀμφιεστρίδες χλαῖναι , ἐπιβόλαια δάπιδες τάπιδες ψιλοδάπιδες | ||
| ἐσθῆτες μὲν τραγικαὶ ποικίλονοὕτω γὰρ ἐκαλεῖτο ὁ χιτώντὰ δ ' ἐπιβλήματα ξυστίς , βατραχίς , χλανίς , χλαμὺς διάχρυσος , |
| μὲν οὖν ταῦτα τοῦ Νείλου στόματα , ὧν τὸ μὲν Πηλουσιακὸν καλεῖται , τὸ δὲ Κανωβικὸν καὶ Ἡρακλειωτικόν : μεταξὺ | ||
| . . . . . . . ξγ λα δʹ Πηλουσιακὸν στόμα . . . . . . . . |
| ' αὐτῇ δέρμα , ὡς ἀκροποσθία καὶ ἀκροπόσθιον τὸ πόσθης προῦχον . ᾧ δὲ τὴν πόσθην ἀπέδουν , τοῦτον τὸν | ||
| κουφότεραί τε οὖσαι καὶ ναυτικωτέρων ἀνδρῶν , ταχυτῆτι καὶ ἐμπειρίᾳ προῦχον , αἱ δὲ Ῥωμαίων ἅτε βαρύτεραι καὶ μείζους ἐμόχθουν |
| δέ φησιν ἐκεῖνον περιπεπλευκότα στόλῳ τὸν κόλπον , ὅτι ἀπὸ Τερηδόνος ἑξῆς ἐν δεξιᾷ ἔχοντι τὴν ἤπειρον ὁ παράπλους ἔχει | ||
| καὶ πόλεις ἀποίκους ἑαυτῶν . διέχουσι δὲ αἱ νῆσοι αὗται Τερηδόνος μὲν δεχήμερον πλοῦν , τῆς δὲ κατὰ τὸ στόμα |
| ἢ ἐς τοὔπισθεν : ἐς ταῦτα τοίνυν τὰ μέρεα καὶ διαστρέφεται , ἐπὴν μὴ καλῶς ἰητρεύηται : καὶ δὴ καὶ | ||
| εἰ δὲ διὰ σπασμόν , ἐφ ' ἑαυτὸ σπᾶται καὶ διαστρέφεται , καθ ' ἣν οἱ στραβισμοὶ γίνονται . καὶ |
| μαντευσόμενος περὶ ταύτης τῆς ἀφορήτου βλάβης , τουτέστι τῆς κρυφίου διακορήσεως . ἡ δέ , ἤγουν ἡ Εὐάδνη , καταθεῖσα | ||
| περινοτίζεται : ὀλίγαις γὰρ παντελῶς καὶ ταύταις ὑπεράκμοις πρὸ τῆς διακορήσεως ἀθροῦν ἐπιφαίνεται , μόνον δέ , ὡς ἔφην , |
| πολλῶν . ὅθεν καὶ κανόνα τινὰ καὶ ἐπὶ ταύτης τῆς πλοκῆς παραδίδωσιν , πότε δυνατόν ἐστι τὰ ἅμα λεγόμενα καὶ | ||
| ἐστὶν εἶδος . Θεόδωρος δ ' ἐν Ἀττικαῖς Γλώσσαις στεφάνων πλοκῆς γένος παρὰ Πλάτωνι ἐν Διὶ Κακουμένῳ . εὑρίσκω δὲ |
| Ἡρακλέα καὶ τὴν Σελήνην καὶ τὴν Σεμέλην . ζώνη καὶ ζώνιον διαφέρει . ζώνη μὲν ἡ τοῦ ἀνδρός , ζώνιον | ||
| διαφέρει . ζώνη μὲν γάρ ἐστιν ἡ τοῦ ἀνδρός , ζώνιον δὲ τὸ τῆς γυναικός . ἠγέρθη καὶ ἀνέστη διαφέρει |
| καὶ φάρμακον ἡ παρ ' ἐκείνου τιμή : καὶ τὸ ἀνέχον τοῦτο ἔστιν . ᾧ βούλομαι μὲν ἀμοιβήν τινα ἀντεισενεγκεῖν | ||
| : ὁ δὲ Φοίζων μνῆμά ἐστι λίθου περιεχόμενον κρηπῖδι , ἀνέχον δὲ οὐ πολὺ ὑπὲρ τῆς γῆς . κατὰ τοῦτο |
| [ ὁ δημότης ] Λουσιεύς . Λουσιτανία , ὅμορος τῆς Βαιτίκης . Μαρκιανὸς ἐν περίπλῳ αὐτῆς . τὸ ἐθνικὸν Λουσιτανοί | ||
| [ ὁ δημότης ] Λουσιεύς . Λουσιτανία , ὅμορος τῆς Βαιτίκης . Μαρκιανὸς ἐν περίπλῳ αὐτῆς . τὸ ἐθνικὸν Λουσιτανοί |
| ἐκφυομένη μὲν ἀπὸ τοῦ κανθοῦ , προϊοῦσα δὲ μέχρι τῆς στεφάνης . ὅταν δὲ ὑπεραυξηθῇ , καὶ τὴν κόρην καλύπτει | ||
| ἐλάτης βάκχοι πυκινὸν περὶ δῶμα . ” ἔστι δὲ καὶ στεφάνης εἶδος , ὡς Νίκανδρος ἐν τῷ περὶ γλωσσῶν ἱστορεῖ |
| τὸ γῆρας : ἀεὶ γὰρ τὸ μάλιστα παχυνόμενον ὡς εἰπεῖν σήπεται καὶ φθείρεται . Παραβλαστήσεις δὲ ἔχει πολλὰς ὡς ὅμοιον | ||
| ἀπολείπουσαι . τὸ δὲ ξύλον τοῦτο μόνον τῶν ἄλλων οὐ σήπεται , βρεχόμενον δὲ καὶ τοῖς βάρεσι θλιβόμενον ἄνω κυρτοῦται |
| , ὡς δ ' Ἔφορος ποταμὸς περὶ Πριήνην , ὃς εἰσρεῖ εἰς λίμνην . Αἰγύπτιος μιαρώτατος τῶν ἰχθύων κάπηλος , | ||
| συνελόντι εἰπεῖν τὰς τῶν θηρίων κοίτας καὶ εὐνὰς τὸ μέλος εἰσρεῖ . καὶ τὰ μὲν πρῶτα παριόντος αὐτοῖς εἰς τὰ |
| καμφθέντα , ὀγκωθέντα , ἐπικαμφθέντα . Κυρτοῦνται : κάμπτονται . κυρτοῦται : ἐξογκοῦται . λύθρον : αἷμα , τὸ σεσημμένον | ||
| : κολποῦται γὰρ ἡ παραλία , πλησιάζουσα δὲ τῇ Χαλκίδι κυρτοῦται πάλιν πρὸς τὴν ἤπειρον . Οὐ μόνον δὲ Μάκρις |
| ἐν Πελοποννήσῳ . καὶ Εἱλωτεία ἡ δουλεία . Εἰρεσιώνη , θαλλὸς ἐλαίας πάντας τοὺς καρποὺς ἔχων ἀπηρτημένους , καὶ στέμμα | ||
| ἡ δουλεία . τὸ δὲ θηλυκὸν Εἱλωτίδες . εἰρεσιώνη : θαλλὸς ἐλαίας ἐστεμμένος ἐρίοις , προσκρεμαμένους ἔχων παντοδαποὺς τῶν ἐκ |
| καὶ ὥσπερ πεπλατυσμένοι . Προσήρηται δὲ ἡ μήτρα κατά τινας ἰνώδεις ἀποφύσεις τῇ τε κύστει καὶ τῷ ἀπευθυσμένῳ , μάλιστα | ||
| πυκνότεραι δὲ ἄλλαι ἄλλων καὶ ξυλωδέστεραι : καὶ αἱ μὲν ἰνώδεις , ὡς αἱ τῆς ἐλάτης , αἱ δὲ σαρκώδεις |
| Βύνη : ἡ Λευκοθέα , ἡ Ἰνώ , οἷον : Βύνης καταλέκτριαι αὐδηέσσης . εἴρηται παρὰ τὸ εἰς βυθὸν δύνειν | ||
| . τὸ δὲ σχῆμά ἐστιν ἐφερμηνευτικόν . τὸ ἑξῆς : Βύνης δὲ καὶ τῆς Ἰνοῦς τῆς καὶ Λευκοθέας σαώσει ἄμπυξ |
| . φόνος δ ' οὐ πολὺς αὐτῶν ἐγένετο , τῆς ὑποχωρήσεως εἰς τὴν πόλιν οὐ διὰ μακροῦ γενομένης καὶ τῶν | ||
| πλῆθος ἦσαν οἱ διώκοντες , εὔδρομα τούτοις ἦσαν τὰ τῆς ὑποχωρήσεως . Ἐπεὶ δὲ πολλοὶ συνέθεον καὶ ὁ ἐκείνου ἵππος |
| οἱ δὲ ἔνδοθεν ἐν μεσογείᾳ . Καὶ ἡ μὲν βορεία Καρμανία ἔρημος , ἡ δὲ νοτία λιπαρά . Πρὸς δὲ | ||
| Φιλίππου δὲ ἦν ἀρχὴ Σογδιανοὶ καὶ Ῥαδαφέρνους Ὑρκανία καὶ Νεοπτολέμου Καρμανία . Πέρσαι δὲ ὑπὸ Πευκέστῃ ἐτάχθησαν . Τὴν δὲ |
| τοῦ Καρμήλου . Καὶ ἐν θʹ Γεωγραφουμένων τὸ αὐτό . Πάλτος , πόλις Συρίας . Ἀρτεμίδωρος ἐν Ἐπιτομῇ . Κρύα | ||
| ἐν τῷ δεκάτῳ βιβλίῳ φησίν ” ἔστι Κάρνος καὶ συνεχῶς Πάλτος , εἶτα Γάβαλα πόλις „ . καὶ ἀναλογεῖ τὸ |
| ὀγδόης καὶ ἑξηκοστῆς ὀλυμπιάδος . Καὶ μὴν ἀπό γε τῆς ἐκβολῆς τῶν βασιλέων ἐπὶ τὸν πρῶτον ἄρξαντα τῆς πόλεως Ῥωμύλον | ||
| θ δίμετρον . ἐκ φυγᾶς ] ἐκ τῆς τοῦ Πολυνείκους ἐκβολῆς . ἰαμβικὰ ζʹ . οὐδ ' ἵκεθ ' ὡς |
| προθυμούμενος , βιαζόμενος , προθυμῶν . Λάχνη : τρίχωσις , ἀκανθώδης τρίχωσις : τὸ σχῆμα ἐμφαντικόν : τοιαύτη θρὶξ τραχεῖα | ||
| ἐνθαῦτα ὁ Κῦρος , ἦν γάρ τις χῶρος τῆς Περσικῆς ἀκανθώδης ὅσον τε ἐπὶ ὀκτωκαίδεκα σταδίους ἢ εἴκοσι πάντῃ , |
| μὴν οὐδ ' ἀρρεπῶς ἴσχει : οὐχ ἧττον γὰρ τῆς δυσαρεστήσεως καὶ αὐτὸ τὸ μὴ εὐαρεστεῖν πρός τε ὄλεθρον τοῦ | ||
| ὑπολειφθεῖσα τῆς θαλάττης ἐπὶ τοῦ σώματος ἰκμὰς παχύνεται καὶ μετὰ δυσαρεστήσεως ἐνίσταται ταῖς γινομέναις διαπνοαῖς . τοὺς δ ' ἐν |
| ἀπ ' ἀλλήλων ἡδονῆς ἀπολαύουσιν . ὅταν δὲ λέγῃ : μεταπιπτούσης δὲ τῆς τοιαύτης ἡδονῆς ταχεῖα ἡ μεταβολή , τῆς | ||
| , καὶ ὃ τὴν αἴσθησιν θέλγει . τῆς ἡλικίας δὲ μεταπιπτούσης καὶ τὰ ἡδέα γίνεται ἕτερα : διὸ ταχέως γίνονται |
| βληχρὸς , ἔσωθεν δὲ καίεται , καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ τρηχείη , καὶ πνεῖ διὰ τῶν ῥινῶν καὶ τοῦ στόματος | ||
| μέλανος μόριόν τι , εἰ πουλὺν χρόνον παραμένοι , καὶ τρηχείη τε καὶ παχείη εἴη , οἵη τε καὶ μνημόσυνον |
| προγάστορας , τὸν δ ' ὑπερβαλλόμενον τῶν νέων τὸ τῆς ζώνης μέτρον ζημιοῦσθαι . ταῦτα μὲν περὶ τῆς ὑπὲρ τῶν | ||
| . μετὰ ταῦτα , ἔφη , κελεύοντος Κύρου ἔλαβον τῆς ζώνης τὸν Ὀρόνταν ἐπὶ θανάτῳ ἅπαντες ἀναστάντες καὶ οἱ συγγενεῖς |
| κοινὴν τὴν ἔκδοσιν , ὥστε εἶναι τρίβον πάντα τόπον τὸν τριβόμενον , ἢ ἐν περιπάτῳ ἢ ἐν καθέδρᾳ ἢ ἐν | ||
| : ἔστι δὲ ἀκανθώδης βοτάνη , ὀπὸν αἱματώδη ἔχουσα : τριβόμενον δὲ αὐτῆς τὸ φύλλον ἡδὺ ὄξει : ταύτην τὴν |
| . Πάφος , πόλις Κύπρου . οἱ πολῖται Πάφιοι . Πάχυνος , ἀκρωτήριον Σικελίας . τὸ ἐθνικὸν Παχύνιος . Πέδα | ||
| : εἰ δέ τι ὀξυτονηθῇ , ἐθνικὸν εὑρέθη : κίνδυνος Πάχυνος πίσυνος βόθυνος . τὸ μέντοι Βιθυνός καὶ Μαριανδυνός ἐθνικά |
| , Ὠρίων ξίφος ἐν χερσὶ κατέχων φασγανῶδες σὺν Ἅρμα τε Ἡνίοχος καὶ ὕπτιος Ὀσίρις , Κύων ἐπάνω τῶν ποδῶν ὁ | ||
| ὁ ἐν μέσῃ τῇ νοτίᾳ χηλῇ . Δύνει δὲ ὁ Ἡνίοχος μικρῷ πλεῖον ἢ ἐν ὥραις τρισίν . Εἰρηκότες δὴ |
| ἐπιφάνεια τῶν ἐντέρων καὶ ἕλκωσις τῶν ἐντέρων ἐπιπόλαιος γένηται , τρυγώδη ἐκκρίνεται καὶ δίαιμα καὶ χολώδη . Βαθυνομένης δὲ τῆς | ||
| τῆς νομῆς προκοπτούσης ἐπὶ τὸ χεῖρον , ξύσματα ἐκκριθήσεται καὶ τρυγώδη ἐμφερόμενα πολλὰ ἔσται καὶ μέλανα καὶ ἀποπλύματα μεγάλα τῶν |
| ' ἔτ ' αἰθομένοισιν ἐοικότες ἀμπνείεσκον . Ἀμφὶ δὲ θώρηκος γύαλον παρεκέκλιτο πολλὸν ἄρρηκτον βριαρόν τε , τὸ χάνδανε Πηλείωνα | ||
| , ⚔ – – ˘ – εἴτ ' ἄκρον ἐπὶ γύαλον ἐναλίῳ Ποσειδαονίῳ θεῷ βούθυτον ἑστίαν ἁγίζων , ἱκοῦ . |
| τὸ λοιπὸν Ὄρνιθος μεγάλου οὐρὰ Ἀνδρομέδας κεφαλὴ καὶ Κῆτος ἕως λοφιᾶς Κηφέως κεφαλὴ καὶ ὦμοι καὶ χεῖρες . Σκορπίου ἀνατέλλοντος | ||
| οἱ δὲ ὠνούμενοι αὐτὰς ἐπιγινώσκουσιν ἐκ τῶν ἀποσπωμένων ἐκ τῆς λοφιᾶς τριχῶν : ᾑμαγμένας γὰρ αὐτὰς ὁρῶντες , νοσεῖν φασι |
| αἰχμὴν ἀκὴν λέγει . καὶ ὅτι κυρίως ἐνταῦθα ἐπὶ τῆς ἐπιδορατίδος τῆς εὖ ἠκονημένης , ἐκεῖ δὲ παρῆκται τὸ τανυήκεας | ||
| καὶ αἰχμὴ ποτὲ μὲν ἡ μάχη , ποτὲ δὲ τῆς ἐπιδορατίδος ἡ ἀκμή , οἷον “ αἰχμὴ δ ' ἐξελύθη |
| ὅτι δμηθεῖεν ὑπ ' ἠέρι νυμφευτῆρι ; ἔπλετο γὰρ κείνη κενεὴ φάτις , ὡς τόδε φῦλον θῆλυ πρόπαν τελέθει καὶ | ||
| ὀξεῖα χρόῃ , λυχνὶς ἠδὲ θρυαλλίς , οὐδὲ μὲν ἀνθεμίδων κενεὴ γηρύσεται ἀκμή οὐδὲ βοάνθεμα κεῖνα τά τ ' αἰπύτατον |
| δὲ φλεγμαίνοντος κατὰ μὲν τὰ πλάγια μέρη πόνος τῆς καταλλήλου λαγόνος γίνεται , σφοδρυνόμενος κατὰ τὴν εἰς τὰ ἐναντία ἐπιστροφήν | ||
| ὦ γαῖα κεραμί , τίς σε Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε κοίλης λαγόνος εὐρύνας βάθος ; ἦ που κατειδὼς τὴν γυναικείαν φύσιν |
| ἀσπίδα , ὡς τῆς Γοργόνος ἐντετυπωμένης ἐν τῇ ἀσπίδι . σάγμα καλεῖται ἡ θήκη τῶν ὅπλων . σάγη γὰρ τὸ | ||
| ὀιστοδόκη ὀιστοθήκη γωρυτός φαρετρεῶνες , καὶ τῆς ἀσπίδος τὸ ἔλυτρον σάγμα , καὶ τοῦ κράνους ἡ θήκη λοφεῖον , δόρατα |
| . . . . . νϚ γʹ λη δʹ τὸ Ποσείδιον . . . . . . . . . | ||
| παρήκει τῆς ἠπείρου μηνοειδὴς καὶ ἀκτὴ μετὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐπὶ Ποσείδιον , ἐκ θαλάσσης μὲν ἀρχομένη τῆς πρὸς ἀνατολάς , |
| : γεννᾶται δὲ καὶ ἐν τῇ Ἰστρίᾳ . ἔστι δὲ θαμνίσκος μικρός , σὺν ταῖς ῥίζαις εἰς δεσμὰς ἀναλαμβανόμενος χειροπλήθεις | ||
| , στρογγύλον ὥσπερ ὀρχίδια κατὰ δύο προσκείμενα : ὅλος ὁ θαμνίσκος σπιθαμιαῖος καὶ μείζων . Λειχὴν ὁ ἐπὶ τῶν πετρῶν |
| τῶν τὰ κέρεα ὑπερμεγάθεά ἐστι τὰ ἐς Ἕλληνας φοιτῶντα . Οὖρος δὲ τοῖσι λέουσί ἐστι ὅ τε δι ' Ἀβδήρων | ||
| , ὃς καὶ φρουρὸς λέγεται : πρόορός τις ὤν . Οὖρος . ἐπὶ ἀνέμου : παρὰ τὸ ὀρούειν καὶ ὁρμῆς |
| δύσιν ἐστὶν , ἀπὸ τοῦ Ἀδριατικοῦ πελάγους , ἡ δὲ Σαρωνικὴ πρὸς ἀνατολάς ἐστι συρομένη . Ἔμπροσθεν δὲ τοῦ Ἰσθμοῦ | ||
| τοῦ Ἰσθμοῦ δύο θάλασσαι κτυποῦσιν ἥ τε Κορινθία καὶ ἡ Σαρωνικὴ , καὶ ἡ μὲν Κορινθία ἐξ ἐναντίας τῆς Ἐφύρης |
| ἐπίκειται . καὶ οὕτω μὲν ἡ κνήμη εἰς τὰ ἄνω διαρθροῦται : ἀλλ ' οἷον ὑποβέβληται * * * πρὸς | ||
| ταύτης ἐστὶ τὰ ἄρθρα : ὡς γάρ φησιν αὐτὸς , διαρθροῦται , οὕτως ἡμεῖς ἀνατρέπομεν αὐτήν . οἱ μέντοι δοξάζοντες |
| ποταμῶν ἐκβολὰς ἀρχὴ τῆς ἐπὶ θάτερα τοῦ Κέρως περιαγωγῆς , Δρέπανον ἐπίκαμπτος ἄκρα . μεθ ' ἣν λόφος ὀξύς , | ||
| καὶ τῷ Συριακῷ κατὰ περιγραφὴν τοιαύτην : μετὰ δὲ τὸ Δρέπανον ἄκρον Φρούριον ἄκρον . . . . . . |
| , ὡς τὰ θειώδη . Λέγει δὲ τὴν καταρχὴν τῆς πήξεως τῶν αὐτῶν φευκτῶν ὑγρῶν ὅτε καὶ βραδύτερα γίνονται πρὸς | ||
| καὶ μακροτέραν ταύτης προθεσμίαν ὁρίζουσιν . ἡμεῖς δ ' ἐπεὶ πήξεως ἕνεκα πρὸς ἀδιάστροφον σχηματισμὸν εὐχρηστεῖν φαμεν τὰ σπάργανα , |
| τὸ ἐθνικὸν Ἀκραῖος καὶ τὸ θηλυκὸν Ἀκραία . θʹ ἔστιν Ἄκρα ὑπὲρ Ἀντιόχειαν τὴν περὶ τὴν Δάφνην . Ἀκραῗται δὲ | ||
| ἐν τῇ Πεσσινουντίων πολιτείᾳ . . . . , : Ἄκρα κατὰ τὴν Ἡράκλειαν , ἣν Ἀχερούσιον καλοῦσιν οἱ ἐγχώριοι |
| ἡμέρα ὡρῶν ἰσημερινῶν ιε : τοῖς δὲ βορειοτέροις οἰκοῦσι τῆς Προποντίδος ἡ μεγίστη ἡμέρα γίνεται ὡρῶν ἰσημερινῶν ιϚ , καὶ | ||
| : καὶ οἱονεὶ , χερόνησός ἐστιν ὑπὸ τοῦ Εὐξείνου τῆς Προποντίδος διεζωσμένη . ἀλκαία ἡ οὐρὰ τοῦ λέοντος : διὰ |
| περόνης ὁ ἀστράγαλος περιλαμβάνεται , τὸ τέτρωρον αὐτοῦ καλούμενον ἄνω νενευκὸς ἔχων . ὑπόκειται δ ' αὐτῷ τὸ μέγιστον ὀστοῦν | ||
| τῷ βάθει , ἀλλὰ πρὸς τὸ κάτω [ εἶναι ] νενευκὸς τρῆμα καλοῦσι οἱ τούτων ἐργάται ὑπαμβές . πλὴν ταῦτα |