ἅτε νόσῳ χωρὶς ἰατροῦ κατεσχημένην . Μὴ νομίσῃς δὲ τὴν Ἄγαρ λέγεσθαι ἑαυτὴν ὁρᾶν ἐν γαστρὶ ἔχουσαν διὰ τοῦ „
ἔθνους πώποτε . Τῆς γοῦν Περσῶν ἀρχῆς εἰς τοὺς τῆς Ἄγαρ διαλυθείσης καὶ τῆς μὲν Σαρακηνῶν ἐπικρατείας μὴ μόνον Περσίδος
6854663 Σικυωνιας
συνάγων καὶ κτώμενος ἀπέστελλεν . Ἤνθει γὰρ ἔτι δόξα τῆς Σικυωνίας μούσης καὶ χρηστογραφίας , ὡς μόνης ἀδιάφθορον ἐχούσης τὸ
! ? . . . . Βουφία : κώμη τῆς Σικυωνίας . Ἔφορος κγ . τὸ ἐθνικὸν Βουφιεύς . .
6790339 διατριβουσης
λήθη τοῦ καλοῦ , πρὸς τῷ ἡδεῖ ἐκείνῳ τῆς ψυχῆς διατριβούσης . τὸ δὲ λιμῷ συνόντα παρεστῶτα ἄλλῳ τοῦ λωτοῦ
τῆς Ἀταλάντης τῆς ἐν τῷ ὄρει διαιτωμένης καὶ κοιμωμένης καὶ διατριβούσης ἐκεῖσε : κυνηγὸς γὰρ ἦν . τὸ δὲ κο
6786650 Δεξαμενη
ἐπὶ τῆς κολυμβήθρας εἰρηκέναι : ἐγὼ δὲ οὔ φημι ἀλλὰ Δεξαμένη τῷ τόνῳ εἶπεν ὡς ποιουμένη . Δεσμεύειν δεδεσμένον Πλάτων
Ἀρσινόη , καὶ τὸ γῆρας ἤδη Λυσίμαχον παρεῖχεν εὐεπιχείρητον . Δεξαμένη δ ' οὖν ἡ Ἀρσινόη τῆς Ἡρακλείας τὴν ἀρχὴν
6782381 νεογαμου
δυσμενὴς ἐμοί . μή , πρός σε γονάτων τῆς τε νεογάμου κόρης . λόγους ἀναλοῖς : οὐ γὰρ ἂν πείσαις
. ἡττηθεὶς οὖν τῷ πολέμῳ ἔφυγεν εἰς Ἔφεσον μετὰ τῆς νεογάμου . ἐν δὲ τῇ δευτέρᾳ ὁ αὐτὸς Πολύβιος ἱστορεῖ
6744741 Ἑλλῃ
. εἷς οὖν κριὸς ἀνθρωπίνῃ φωνῇ χρησάμενος λέγει Φρύξῳ καὶ Ἕλλῃ περὶ τῆς σφαγῆς . φευγόντων οὖν τούτων μετὰ τοῦ
: εἷς οὖν κριὸς ἀνθρωπίνῃ φωνῇ χρησάμενος λέγει Φρύξῳ καὶ Ἕλλῃ περὶ τῆς σφαγῆς . φευγόντων οὖν τούτων μετὰ τοῦ
6725089 παιδισκης
εἰσῆλθε μὲν εἰς τὴν οἰκίαν τὴν ἑαυτοῦ : τῆς δὲ παιδίσκης , ἣν εἶχεν ἐλευθέραν οὖσαν ἐκ Μεγάλης πόλεως ἀνειληφὼς
' ἐξ ἐφήβων ἐγένετο , ἀγαγεῖν αὐτὸν ἐπ ' οἴκημα παιδίσκης καὶ φάναι τοῦτον αὐτῷ πατρῷον εἶναι τὸν γάμον :
6655615 θεραπαινιδος
δὲ καὶ ἡμέρας ἐξιέναι ἄνευ τῶν γυναικονόμων ἀκολουθούσης αὐτῆι μιᾶς θεραπαινίδος , Συβαρῖται , φησίν , ἐξοκείλαντες εἰς τρυφὴν ἔγραψαν
δὲ καὶ ἡμέρας ἐξιέναι ἄνευ τῶν γυναικονόμων ἀκολουθούσης αὐτῇ μιᾶς θεραπαινίδος . Συβαρῖται δὲ νόμον ἔγραψαν τὰς γυναῖκας εἰς τὰς
6524431 Περιβοιας
διὰ φθόνον ὠνειδίζετο ὑπόβλητος . ὁ δὲ πυνθανόμενος παρὰ τῆς Περιβοίας μαθεῖν οὐκ ἠδύνατο : ἀφικόμενος δὲ εἰς Δελφοὺς περὶ
τὸν ἄλλον στόλον τῶν παίδων ἦγεν ἐς Κρήτην , ἐρασθεὶς Περιβοίας , ὥς οἱ Θησεὺς μάλιστα ἠναντιοῦτο , καὶ ἄλλα
6514721 Ἀλβας
παραδιδόναι . ἐτῶν γὰρ διαγενομένων πεντεκαίδεκα μετὰ τὸν ἀφανισμὸν τῆς Ἄλβας πρεσβείας ἀποστείλας ὁ τῶν Ῥωμαίων βασιλεὺς εἰς τὰς ἀποίκους
κλίνεται δὲ Ἄλβας , ὡς Χάραξ . ἔστι καὶ ποταμὸς Ἄλβας , ὁ νῦν λεγόμενος Τίβερις , Τιβερίνου τοῦ βασιλέως
6437146 συστροφης
συνάγουσάν τε αὑτὴν καὶ συσπειρωμένην , εἶτα ἐκ μέσης τῆς συστροφῆς ὀρθουμένην τε τὴν κεφαλὴν ἴδοις ἂν καὶ ὀργῇ ζέουσαν
εὐρυχωρίην , καὶ τοῦ μὲν ὕδρωπος τὸ ἀποκριθὲν ἀπὸ τῆς συστροφῆς ἔρχεται , ἅτε ψυχρότατον καὶ βαρύτατον ἐὸν ἐν τῷ
6432881 παλλακιδος
Ἑλλάδα καλλιγύναικα φεύγων νείκεα πατρὸς Ἀμύντορος Ὀρμενίδαο , ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο καλλικόμοιο , τὴν αὐτὸς φιλέεσκεν , ἀτιμάζεσκε δ
οὐκ ἔδωκεν , ὑπονοήσας μὴ γυναικὸς ἕξειν αὐτὴν τιμὴν ἀλλὰ παλλακίδος : ἔπεμψε δὲ τὴν Ἀπρίου θυγατέρα Νειτῆτιν ὁ δὲ
6428786 γραφομενης
. καʹ . Τὸ ἐπὶ τῆς ἕλικος τῆς ἐν ἐπιπέδῳ γραφομένης θεώρημα προὔτεινε μὲν Κόνων ὁ Σάμιος γεωμέτρης , ἀπέδειξεν
. λδʹ . Δύναται δὲ καὶ διὰ τῆς ἐν ἐπιπέδῳ γραφομένης ἕλικος ἀναλύεσθαι τὸν ὅμοιον τρόπον . ἔστω γὰρ ὁ
6414763 Μεδουσης
δὲ ἐπεὶ αἱ λοιπαὶ Γοργόνες ἐπὶ τόκῳ μυκώμεναι τὴν κεφαλὴν Μεδούσης ἀνεκαλοῦντο . οἱ δὲ Μυχάλην αὐτήν φασιν , ἐπεὶ
ὄφις ἐπὶ τὸν Πηλέα ἐστὶν ὁρμῶν . αἱ δὲ ἀδελφαὶ Μεδούσης ἔχουσαι πτερὰ πετόμενον Περσέα εἰσὶ διώκουσαι : τὸ δὲ
6401035 μιλακος
. Τὸν δὲ Κλέοχον ἀνελέσθαι , καὶ ὀνομάσαι ἀπὸ τῆς μίλακος Μίλητον . Τοῦτον δὲ ἀνδρωθέντα , καὶ φθονούμενον ὑπὸ
δὲ εἰς ὀξὺ προήκοντα καὶ παρακανθίζοντα , καθάπερ τὰ τοῦ μίλακος . καὶ ταῦτα μὲν ἄσχιστα : τὰ δὲ σχιστὰ
6400486 Μηλου
καὶ Κρήτης πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα , πᾶσαι αἱ Κυκλάδες πλὴν Μήλου καὶ Θήρας . τούτων ναυτικὸν παρείχοντο Χῖοι , Λέσβιοι
, καὶ ὁ τόπος τοῦ ἱεροῦ Μαλόεις . ἀπὸ τοῦ Μήλου τῆς Μαντοῦς , ὡς Ἑλλάνικος ἐν Λεσβικῶν πρώτῳ .
6399237 Λοκριδος
νεκρῶν . κρατῶν δὲ τῶν ὑπαίθρων καὶ πολλὴν πορθήσας τῆς Λοκρίδος ἐπανῆλθεν εἰς Δελφοὺς ἐμπεπληκὼς ὠφελείας τοὺς στρατιώτας . μετὰ
αἰγώνεια : πόλις Μηλιέων . . . αἴγωστις : πόλις Λοκρίδος . . . αἰδηψός : πόλις Εὐβοίας . .
6391660 Ἰκαριας
παῖδας τὰς σάρκας αὐτῶν ἐσιτοῦντο . βουλόμενος δὲ ἀπὸ τῆς Ἰκαρίας εἰς Νάξον διακομισθῆναι , Τυρρηνῶν λῃστρικὴν ἐμισθώσατο τριήρη .
οὖν καὶ ἄκρα τις Ἄμπελος βλέπουσά πως πρὸς τὸ τῆς Ἰκαρίας Δρέπανον , ἀλλὰ καὶ τὸ ὄρος ἅπαν ὃ ποιεῖ
6388062 Θαμαρ
γυνή μου Βησουὲ οὐκ ἀφῆκεν : ἐπονηρεύετο γὰρ πρὸς τὴν Θάμαρ , ὅτι οὐκ ἦν ἐκ θυγατέρων Χαναάν , ὡς
καὶ πικραινομένην ἐπὶ ταῖς καταγελάστοις τῶν ἀνθρώπων σπουδαῖς , ὄνομα Θάμαρ , ὁ διαπεμφθεὶς ἐπὶ τὴν ζήτησιν αὐτῆς ἀνευρίσκει .
6380072 Κλεοπατρας
ὁ Αὐλητὴς ὁ καθ ' ἡμᾶς , ὅσπερ ἦν τῆς Κλεοπάτρας πατήρ . ἅπαντες μὲν οὖν οἱ μετὰ τὸν τρίτον
καὶ τέλος τῶν ἔπειτα κακῶν ἐγένετο . ἀποπλευσάσης δὲ τῆς Κλεοπάτρας ἐς τὰ οἰκεῖα , ὁ Ἀντώνιος ἔπεμπε τοὺς ἱππέας
6371374 Ταυτης
ταῦτα ποιεῖν ἐγκαρπότερα καὶ γονιμώτερα καὶ πολυωφελέστερα τοῖς ἀνθρώποις . Ταύτης οὖν , ὦ φίλε , πρὸς αὐτοῦ τοῦ Διὸς
Σικελία , ἐν ᾗ θάψος τις λεγομένη γίγνεται βοτάνη . Ταύτης τῆς θάψου τὴν ῥίζαν τρίψας ὡς μάλιστα ἐπιμελῶς ,
6350410 ἐγεννατο
δὲ τούτοις ἀπὸ τοῦ τραύματος μέλας ἀφρὸς ἀπέρρει καὶ σηπεδὼν ἐγεννᾶτο . αὕτη δὲ νεμομένη ταχέως ἐπέτρεχε τοῖς καιρίοις τόποις
ἐδήλωσα , ὅτε ἐγεννᾶτο , σὺν πολλαῖς δυνάμεσι καὶ ἕξεσιν ἐγεννᾶτο , λογικῇ ψυχικῇ φυτικῇ , ὥστε καὶ αἰσθητικῇ :
6344444 Ἰουδαιας
εὕροντο κάθοδον , τετραρχίας ἀποδειχθείσης ἑκατέρῳ . Ὑπέρκειται δὲ τῆς Ἰουδαίας καὶ τῆς κοίλης Συρίας μέχρι Βαβυλωνίας καὶ τῆς τοῦ
αὖθις εἰς μέγα καὶ πολὺ προελθούσης , Ῥοῦφος ἐπάρχων τῆς Ἰουδαίας , στρατιωτικῆς αὐτῷ συμμαχίας ὑπὸ βασιλέως πεμφθείσης , ταῖς
6339421 πολιχνης
ἀγχωμάλως καὶ διεκρίθησαν ὑπὸ νυκτός . ὅθεν ὁ Πομπήιος ἐπὶ πολίχνης Μαλίας ἤλασεν , ἣν ἐφρούρουν οἱ Νομαντῖνοι . καὶ
ἐποίει . ἄορι τριγλώχινι : τῇ τριαίνῃ . ἀπὸ Ξάνθοιο πολίχνης : ἀπό τινος Ξάνθου βασιλεύσαντος Τροιζῆνος . Χαλκιδικῆς :
6331723 Σελευκειας
τοῦ ἀγάλματος φεύγουσι . χειμασθέντες δὲ ἐξώκειλαν περὶ τὰ τῆς Σελευκείας νῦν λεγομένης μέρη καὶ περὶ Ἀντιόχειαν καὶ τὸ Μελάντιον
μερῶν ἥ τε Αἴγυπτός ἐστι καὶ ἡ ἐφεξῆς παραλία μέχρι Σελευκείας τε καὶ Ἰσσοῦ , πρὸς ἄρκτον δ ' ἥ
6329112 Τιγγιτανης
καὶ ιε κθ ∠ ʹ . Πόλεις δέ εἰσι τῆς Τιγγιτανῆς μεσόγειοι αἵδε [ ἐπίσημοι ] : Ζιλία . .
περίπλους . Τὰ δὲ κατὰ μέρος οὕτως ἔχει . Μαυριτανίας Τιγγιτανῆς περίπλους . Λιβύης τῆς ἐντὸς περίπλους . Περὶ τῶν
6311752 βασιλιδος
“ μέγα δὴ πένθος κατήγγειλε βασιλεῖ , ὡς ἀπολωλυίας τῆς βασιλίδος . ἐπένθουν δὲ Περσῶν οἱ ἐντιμότατοι Στάτειραν πρόφασιν ,
εἴη τοῦτο ἔργον , λέγω δ ' ὁ κόσμος τῆς βασιλίδος ψυχῆς καὶ θεραπεία . μόνῃ γὰρ αὐτῇ οἷόν τε
6306798 Ἀρταξατα
: Ὁ δὲ τῆς Ἀρμενίας βασιλεὺς Πάκορος ἐν τούτῳ περὶ Ἀρτάξατα καὶ τὴν Ὠτηνὴν τῆς Ἀρμενίας διάγων . Τὸ ἐθνικὸν
Ἀκισηνῆς καὶ Ὀδομαντίδος καὶ ἄλλων τινῶν ὁ δὲ τῆς περὶ Ἀρτάξατα , συνηύξησαν ἐκ τῶν περικειμένων ἐθνῶν ἀποτεμόμενοι μέρη ,
6301072 Ῥεβεκκα
τούτων καὶ πάθη . ἐπειδὴ γὰρ πορεύεται ἡ ὑπομονητικὴ ψυχὴ Ῥεβέκκα πυθέσθαι παρὰ θεοῦ , ἀποκρίνεται αὐτῇ , ὅτι „
τὸν θεὸν ἱκετεύσαντος , ἐκ τοῦ ἱκετευθέντος ἔγκυος ἡ ἐπιμονὴ Ῥεβέκκα γίνεται . χωρὶς δὲ ἱκετείας καὶ δεήσεως τὴν πτηνὴν
6289303 ποταμιας
Ἄραγον ἐκ τοῦ Καυκάσου ῥέοντα καὶ ἄλλα ὕδατα διὰ στενῆς ποταμίας εἰς τὴν Ἀλβανίαν ἐκπίπτει : μεταξὺ δὲ ταύτης τε
ῥέουσί τινες ποταμοί . πρὸς δὲ τούτοις ἐν βάθει τῆς ποταμίας τά τε Σύηβα ὄρη , ὧν τὰ πέρατα ἐπέχει
6285832 καλυπτραν
ἀντ ' αὐτοῦ λαβεῖν αὐτόν . ἡ δὲ πιπρασκομένου τὴν καλύπτραν ἀφελομένη τῆς κεφαλῆς ἀντέδωκεν : ὅθεν Ποδάρκης Πρίαμος ἐκλήθη
μὲν δὴ τῆς Ἀφροδίτης ἐστὶν ἡ Μορφώ , κάθηται δὲ καλύπτραν τε ἔχουσα καὶ πέδας περὶ τοῖς ποσί : περιθεῖναι
6283629 σατυρικης
τῆς τραγικῆς ὀρχήσεως εἶδος ἡ προσαγορευομένη ἐμμέλεια , τῆς δὲ σατυρικῆς ἡ σίκιννις , τῆς δὲ κωμικῆς ὁ κόρδαξ ,
μὲν λύειν τὸν βίον , κωμῳδίας δὲ συνιστᾶν αὐτόν , σατυρικῆς δὲ τοιούτοις θυμελικοῖς χαριεντισμοῖς καθηδύνειν αὐτόν . λυρικοὶ δέ
6283600 Φιλιας
ὀξύτονα μέν , οἷον ἀνδριάς , περισπώμενα δέ , οἷον Φιλιᾶς . Ἰστέον δὲ ὅτι πᾶν ὄνομα διὰ τοῦ ιας
ὀξύτονα μέν , οἷον ἀνδριάς , περισπώμενα δέ , οἷον Φιλιᾶς . Ἰστέον δὲ ὅτι πᾶν ὄνομα διὰ τοῦ ιας
6259780 καυθεισαν
καὶ καθέλκει πρὸς ἑαυτήν . εἴ τις δὲ ἐλάφου κέρκον καυθεῖσαν καὶ λειωθεῖσαν μετὰ οἴνου ἀλείψει τοὺς ὄρχεις καὶ τὸ
τῆς κολοκύνθης ἀμφιάσομεν , καὶ τέφραν τὴν ἀπὸ τῶν κολοκυνθῶν καυθεῖσαν ταῖς ῥίζαις περιβαλοῦμεν . Τούτῳ τῷ μηνὶ τῆς κλαδείας
6259726 Μετωπης
ἡ γὰρ χρύσασπις ἐπὶ τῆς ἡρωίδος , ἣν Ἀσωποῦ καὶ Μετώπης τῆς Λάδωνός φασιν . ὁ δὲ νοῦς : ὦ
φασι Κισσέως , ἢ ὡς ἕτεροι λέγουσι Σαγγαρίου ποταμοῦ καὶ Μετώπης . γεννᾶται δὲ αὐτῷ πρῶτος μὲν Ἕκτωρ : δευτέρου
6257004 προσενεχθεισης
Τένην καὶ Ἡμιθέαν ἀφῆκεν εἰς θάλασσαν . τῆς δὲ λάρνακος προσενεχθείσης τῇ τότε Λευκόφρυι νήσῳ , νῦν δὲ ἀπὸ τοῦ
πετάλων ἁψάμενος ἀκινητεῖ καὶ λύκος ἀκίνητος μένει , σκίλλης αὐτῷ προσενεχθείσης . Πελαργοὶ πέταλα πλατάνου ταῖς ἰδίαις νοσσιαῖς ἐπιτιθέασι ,
6256058 περιοχης
, γλοιώδη , μυξώδη , ἰσχνότης τε τῆς τοῦ σώματος περιοχῆς γίνηται , μάλιστα τῆς γαστρὸς συμπιπτούσης , τοῦ τε
κεῖται ἐν αὐτῷ οὔτε παρατάσεώς τινος κατὰ διάστασιν οὔτε τοπικῆς περιοχῆς οὔτε ἀποδιαλήψεως μεριστῆς οὔτε ἄλλης τοιαύτης ἐν τῇ παρουσίᾳ
6254209 Σινωπης
τοῦ Πόντου ἡ Σινώπη , ὠνομασμένη ἀπὸ τῆς Ἀσωποῦ θυγατρὸς Σινώπης : ἣν ἁρπάσας ὁ Ἀπόλλων , κατὰ Φιλοστέφανον ,
Σολύμων τε Ἀσσυρίων τε λεὼν , τρηχὺν δ ' ἀγκῶνα Σινώπης , καὶ Φίλυρας Ναπάτας τε καὶ ἄστεα πυκνὰ Σαπείρων
6252064 Γλαυκης
, οὐκ ἀδελφὸν Πηλέως εἶναι , ἀλλὰ ἀκταίου παῖδα καὶ Γλαύκης τῆς Κυχρέως . . . . , : Ἔοικεν
τί σᾶμά τε καὶ τίς ὑπ ' αὐτῷ : „ Γλαύκης εἰμὶ τάφος τῆς ὀνομαζομένης . „ Γνώσομαι , εἴ
6239409 Πενθεσιλειας
τῶν Ἀμαζόνων , τροφὸς Πενθεσιλείας . αὕτη μετὰ θάνατον τῆς Πενθεσιλείας ἔπλευσε ζητοῦσα αὐτὴν καὶ ἦλθεν ἐν Ἰταλίᾳ καὶ ἐκεῖ
. ἡ δὲ δούλης Κλήτη μία τῶν Ἀμαζόνων , τροφὸς Πενθεσιλείας . αὕτη μετὰ θάνατον τῆς Πενθεσιλείας ἔπλευσε ζητοῦσα αὐτὴν
6239360 Βαλλα
κατὰ τὰς εὐχὰς Ῥαχήλ . Ἡ δὲ μήτηρ μού ἐστι Βάλλα , θυγάτηρ Ῥωθέου , ἀδελφοῦ Δεβόρρας , τῆς τροφοῦ
γεῦσις , ἣ αἰτία τῆς τῶν ζῴων διαμονῆς ἐστι : Βάλλα δὲ ἑρμηνεύεται κατάποσις : ἐκ ταύτης οὖν γίνεται ὁ
6231510 Τριοπιον
ἀπ ' Αἰγύπτου ὁλκάδας προσβαλλούσας ξυλλαμβάνειν : ἔστι δὲ τὸ Τριόπιον ἄκρα τῆς Κνιδίας προύχουσα , Ἀπόλλωνος ἱερόν . πυθόμενοι
Κνιδίαν , ἐν ᾗ κτίσαι τὸ καλούμενον ἀπ ' αὐτοῦ Τριόπιον . ἐντεῦθεν δ ' ὁρμώμενον τήν τε Χερρόνησον κατακτήσασθαι
6230629 Βακτριανης
δὲ τὸν ποταμὸν οὐκ οὔσης ὕλης ἀναγκαῖον ἦν ἐκ τῆς Βακτριανῆς πεζῇ παρακομίζεσθαι τὰ πλοῖα . θεωροῦσα δ ' ἡ
τῆς ἐντὸς Εὐφράτου κύριοι κατέστησαν . ἀφείλοντο δὲ καὶ τῆς Βακτριανῆς μέρος βιασάμενοι τοὺς Σκύθας καὶ ἔτι πρότερον τοὺς περὶ
6229763 Βυνης
Βύνη : ἡ Λευκοθέα , ἡ Ἰνώ , οἷον : Βύνης καταλέκτριαι αὐδηέσσης . εἴρηται παρὰ τὸ εἰς βυθὸν δύνειν
. τὸ δὲ σχῆμά ἐστιν ἐφερμηνευτικόν . τὸ ἑξῆς : Βύνης δὲ καὶ τῆς Ἰνοῦς τῆς καὶ Λευκοθέας σαώσει ἄμπυξ
6225674 κοιμωμενης
ἐθέλει ἡ τυραννὶς ὑπὸ ῥᾳθύμου τε καὶ τρόπον τινὰ ἀεὶ κοιμωμένης διανοίας θηρεύεσθαι , ἀλλὰ τοὐναντίον ὑπὸ δριμείας τε καὶ
γὰρ πολεμοῦσι τοὺς ἐναντίους οἱ ῥήτορες . δυσκολοκοίτου ] δυσκόλως κοιμωμένης . τρυσιβίου ] καταπονούσης τὸν βίον . τρυσιβίου ]
6224484 Ῥοδογουνη
, οἷον τῆς Ἰωνίας Καλλιρόη , τοιοῦτο τῆς Ἀσίας ἡ Ῥοδογούνη . λαβοῦσαι δὲ αὐτὴν αἱ γυναῖκες ἐκόσμουν , ἑκάστη
“ ταῦτα λέγουσα ἔτι ἀπῄει . † ἐπιστᾶσα † δὲ Ῥοδογούνη , Ζωπύρου μὲν θυγάτηρ , γυνὴ δὲ Μεγαβύζου ,
6222690 Ἀσσυριας
Γαραμαίων ἡ Ἀρβηλῖτις χώρα Πόλεις δέ εἰσι καὶ κῶμαι τῆς Ἀσσυρίας παρὰ μὲν τὸ τοῦ Τίγριδος μέρος : Μάρδη .
Κιλικίας Συέννεσις , Φοινίκης καὶ Ἀραβίας Δέρνης , Συρίας καὶ Ἀσσυρίας Βέλεσυς , Βαβυλῶνος Ῥωπάρας , Μηδίας Ἀρβάκας , Φασιανῶν
6219633 νηθουσα
ἢ ἄλλως ἐργαζόμενον . κυρίως δὲ ἐπὶ γυναικὸς , ἣ νήθουσα ταῖς χερσὶ τὰ πρὸς τροφὴν κομίζεται . . χερνήταν
. . : ἌΛΛΩΣ : κυρίως δὲ ἐπὶ γυναικὶ ἣ νήθουσα ταῖς χερσὶ τὰ πρὸς τροφὴν κομίζεται . * :
6216357 συγκαθισασης
καὶ ὁ ἄρρην ἐπιβαίνειν ἐτῶν γενόμενος εἴκοσιν . ὀχεύει δὲ συγκαθισάσης τῆς θηλείας : ὁ ἄρρην γὰρ ἐπιβαίνει . κύει
τὰ ἐντόσθια ἔχει ὅμοια ὑί . ὀχεύει δὲ τῆς θηλείας συγκαθισάσης ὁ ἄρρην ἐπιβαίνων . ἔστι δὲ τοῦτο μόνον τῶν
6215354 Λαπιθου
μετῆν σφισιν : Ἄκτωρ γὰρ πατρὸς μὲν Φόρβαντος ἦν τοῦ Λαπίθου , μητρὸς δὲ Ὑρμίνης τῆς Ἐπειοῦ , καὶ ᾤκισεν
Μόψου τοῦ Μαντοῦς τῆς Τειρεσίου , ἀλλ ' ἀπὸ τοῦ Λαπίθου τοῦ συμπλεύσαντος τοῖς Ἀργοναύταις : ἄλλος δ ' ἐστὶ
6211952 στεφανης
ἐκφυομένη μὲν ἀπὸ τοῦ κανθοῦ , προϊοῦσα δὲ μέχρι τῆς στεφάνης . ὅταν δὲ ὑπεραυξηθῇ , καὶ τὴν κόρην καλύπτει
ἐλάτης βάκχοι πυκινὸν περὶ δῶμα . ” ἔστι δὲ καὶ στεφάνης εἶδος , ὡς Νίκανδρος ἐν τῷ περὶ γλωσσῶν ἱστορεῖ
6205034 Ἀταλαντης
τοῦ † ἀργήπου τοῦ Κηφέως τοῦ Ποσειδῶνος , μητρὸς δὲ Ἀταλάντης τῆς Ἰάσου : Ἀταλάντης γόνος : ταύτην Μειλανίων ἔγημε
Κηφέως τοῦ Ποσειδῶνος , μητρὸς δὲ Ἀταλάντης τῆς Ἰάσου : Ἀταλάντης γόνος : ταύτην Μειλανίων ἔγημε τῇ τέχνῃ τῶν μήλων
6182680 Λευκοθεας
αὐτῷ τὸν ἀγῶνα ἄγουσι . τὴν μὲν δὴ Μολουρίδα πέτραν Λευκοθέας καὶ Παλαίμονος ἱερὰν ἥγηντο : τὰς δὲ μετὰ ταύτην
σχεδίας , νηχόμενος , ὑποβαλλούσης αὐτῷ κρή - δεμνον τῆς Λευκοθέας , ἐκπεσὼν εἰς τὴν Φαιάκων γῆν , ἱκετεύσας βασιλικὴν
6181930 Γεδρωσιας
, ἡνιοχεῖν δὲ παρὰ Ἀθηνᾶς ἔμαθον . Βαρύγαζα , ἐμπόριον Γεδρωσίας τῶν σφόδρα ἐπισήμων . οἱ οἰκοῦντες καὶ ὁ κόλπος
τῆς Καρμανίας ἔθνος παροικεῖ . Καὶ μετὰ τοῦτο τὸ τῆς Γεδρωσίας ἔθνος κείμενον τυγχάνει : ἑξῆς δὲ τούτων ἐστὶν ἡ
6181481 Βρεττανιας
ἰσημερινοῦ μοίρας ξα καὶ γράφεται διὰ τῶν βορείων τῆς μικρᾶς Βρεττανίας . κηʹ . ὅπου δὲ ἡ μεγίστη ἡμέρα ὡρῶν
οὗτος τοῦ ἰσημερινοῦ μοίρας νζ καὶ γράφεται διὰ Κατουρακτονίου τῆς Βρεττανίας . ἔστι δὲ ἐνταῦθα , οἵων ὁ γνώμων ξ
6165455 τελευτησασης
λαβόντα καιρόν . Ὑπὸ δὲ τοῦτον τὸν καιρὸν τῆς Μερρίδος τελευτησάσης , ὑποσχέσθαι τὸν Χενεφρῆν τῷ τε Μωύσῳ καὶ τῷ
γυναῖκα ἐξ ἧς τὴν Ἕλλην καὶ τὸν Φρύξον ἐγέννησε : τελευτησάσης δὲ τῆς μητρὸς αὐτῶν ἔλαβε τὴν Ἰνὼ , ἥτις
6164516 λαρνακος
βίβλον ἢ τὰς βίβλους ὀρύξαντες ἐν μέσῃ τῇ ἀγορᾷ μετὰ λάρνακος κατέχωσαν . * γρώνῳ δὲ τῷ κοίλῳ βερέθρῳ δὲ
Παραδραμόντος δὲ διμηνιαίου χρόνου , παραγενόμενος καὶ τὰ ζύγαστρα τοῦ λάρνακος διανοίξας , ζῶντα κατείληφε , καὶ τὴν λάρνακα πεπληρωμένην
6159405 ἐπικρατησασα
Ἰνοῖ κατοπτεύσασα ἡ Νεφέλη ᾤχετο . Πάλιν δὲ τῆς οἰκίας ἐπικρατήσασα ἡ Ἰνὼ ἐπεβούλευσε τοῖς τῆς Νεφέλης παισίν . Εὑροῦσα
Ἰνοῖ κατοπτεύσασα ἡ Νεφέλη ᾤχετο . πάλιν δὲ τῆς οἰκίας ἐπικρατήσασα ἡ Ἰνὼ ἐπεβούλευσε τοῖς τῆς Νεφέλης παισίν , εὑροῦσα
6154369 Βακχιδος
, ὡς ἀδύνατον ἦν , ᾔτησε τῆς συνουσίας μισθὸν τὸν Βακχίδος ὅρμον , διαβόητον ὄντα . Ὁ δὲ σφοδρῶς ἐρῶν
νῶτον ἐίσας . δελφάκων δὲ σιτευτῶν ὁ φλυακογράφος Σώπατρος ἐν Βακχίδος Γάμῳ οὕτως : εἴ που κλίβανος ἦν , πολὺ
6151565 τροφου
[ φασίν ] . Μάκριν δὲ ἀπὸ Μάκριδος τῆς Διονύσου τροφοῦ , Κέρκυραν δὲ ἀπὸ Κερκύρας τῆς Ἀσωποῦ θυγατρός .
ἱκανῆς οὐ μεταλαμβάνει τροφῆς , ὥσπερ οὐδὲ δύο βρέφη ὑπὸ τροφοῦ μιᾶς ἐκτρεφόμενα . Τὰ ἔνριζα φυτὰ τῶν ἀμπέλων κατὰ
6146557 σπορας
μὲν ἔστιν εὑρεῖν τὸ ὡροσκοποῦν ζῴδιον κατὰ τὴν ὥραν τῆς σπορᾶς τῇ συνεχεῖ πείρᾳ καὶ γυμνασίᾳ , χρωμένους τῇ τῶν
ἄροτον γῆς καὶ ἀλοητόν , ὧν ὁ μέν ἐστιν ἀρχὴ σπορᾶς καρπῶν , | ὁ δὲ τέλος εἰς κάθαρσιν τῶν
6143008 Ῥαχηλ
' ἣν συμβαίνει τὰ πρεσβύτερα καὶ ἡγεμονεύοντα ἀγαθὰ καρποῦσθαι , Ῥαχὴλ δέ , καθ ' ἣν τὰ ὡς ἂν ἐκ
ὁρᾷς ὅτι καὶ τῇ ἐπὶ τῶν εἰδώλων καθεζομένῃ αἰσθήσει τῇ Ῥαχὴλ νομιζούσῃ ἐκ τοῦ νοῦ τὰ κινήματα εἶναι ἐπιπλήττει ὁ
6142119 Λιγυστικης
ὁ περὶ ἀνέμων γεγραφώς . ἔστι καὶ ἑτέρα πόλις τῆς Λιγυστικῆς . ἐθνικὸν Μεδμαῖος . Μεδυλλία , πόλις , Ἀλβανῶν
καλουμένης Γαλατίας τὴν πεδιάδα διεξιὼν ἐποιήσατο τὴν πορείαν διὰ τῆς Λιγυστικῆς . Οἱ δὲ ταύτην τὴν χώραν οἰκοῦντες Λίγυες νέμονται
6140788 Λερναιας
τῶν ἐμῶν σφαγῶν ἐνέγκῃ χερσὶν ᾗ μελαγχόλους ἔβαψεν ἰοὺς θρέμμα Λερναίας ὕδρας , ἔσται φρενός σοι τοῦτο κηλητήριον τῆς Ἡρακλείας
χαλεπωτάτῳ γὰρ ὑπὸ Εὐρυσθέως ἐπιταγεὶς ἄθλῳ , περισχεθεὶς τῷ τῆς Λερναίας ὕδρας ἰῷ , τοῖς τῶν δηγμάτων ἐπονεῖτο ἕλκεσιν .
6139881 ἐλασιας
: αἱ τῶν Δαναῶν γυναῖκες . Τριήρων : τῶν τρεῖς ἐλασίας ἐχουσῶν νηῶν . Δυσώδων : τῶν κακῶς πνεόντων :
συνόντες αὐτοῖς δρουγγιστὶ λανθάνοντες αὐτοὶ μόνοι ἄφνω ὑπεξερχόμενοι μετ ' ἐλασίας ὀξείας τῷ νώτῳ τῶν ἐναντίων ἐπιτίθενται . Αὗται αἱ
6138969 Λυκαονιας
εἰς Ἀθήνας συνοίκια ἑορτὴν κατεστήσατο . : Λάρανδα , πόλις Λυκαονίας : ὁ πολίτης Λαρανδεύς . Χάραξ τρίτῳ Χρονικῶν .
, ὡς τοῦ Μόψου ἑστία Μοψεᾶται . Πίτνισσα , πόλις Λυκαονίας . τὸ ἐθνικὸν Πιτνισσαῖος , ὡς Σκοτουσσαῖος Πιτυουσσαῖος .
6136458 Αὐλωνος
ἐκεῖθεν δὲ χειμῶνι μεγάλῳ περιπεσόντας δεκάτῃ ἐπὶ Χελιδονέας διὰ τοῦ Αὐλῶνος ἐλθεῖν , ἔνθα δὴ παρὰ μικρὸν ὑποβρυχίους δῦναι ἅπαντας
, διὰ τὸ μέσην αὐλῶνος εἶναι . ἀπὸ γὰρ τῆς Αὐλῶνος ὕστερον μετωνομάσθη Καυλωνία , ὡς ἀπὸ Μετάβου ἥρωος τὸ
6124483 φθαρεισα
Κηφεὺς καὶ Λυκοῦργος . Αὔγη μὲν οὖν ὑφ ' Ἡρακλέους φθαρεῖσα κατέκρυψε τὸ βρέφος ἐν τῷ τεμένει τῆς Ἀθηνᾶς ,
καθαρὸν σπέρμα φέρουσα τὸν Ἀσκληπιόν : ἐπειδὴ ὑπ ' Ἀπόλλωνος φθαρεῖσα ἐξ αὐτοῦ εἶχε καθαρὸν τὸν Ἀσκληπιὸν ἀνεπίμικτον θνητοῦ σπορᾶς
6111013 Ἀνδρομεδας
Φρύνιχος , ὃς εἰσήγαγε γραῦν ἐσθιομένην ὑπὸ κήτους κατὰ μίμησιν Ἀνδρομέδας διὰ γέλωτα τῶν θεωμένων . ἴσως δὲ νῦν ἐν
. ὡρῶν ιγ ∠ ʹ : ὁ κοινὸς Ἵππου καὶ Ἀνδρομέδας ἑῷος δύνει . κεʹ . ὡρῶν ιγ ∠ ʹ
6103511 συρτεως
: εἶτα Θένα πόλις παρὰ τὴν ἀρχὴν κειμένη τῆς μικρᾶς σύρτεως : πολλαὶ δ ' εἰσὶ καὶ ἄλλαι μεταξὺ πολίχναι
. τεταρταίους μὲν οὖν φασιν ἀπὸ τοῦ μυχοῦ τῆς μεγάλης σύρτεως τοῦ κατ ' Αὐτόμαλά πως βαδίζοντας ὡς ἐπὶ χειμερινὰς
6103490 συμμιγεις
Γῆς , καὶ Κητοῦς τῆς αὐτοῦ ἀδελφῆς : αὐτῇ γὰρ συμμιγεὶς ταύτας ἀπέτεκε . καὶ αἱ μὲν Φορκίδες ἦσαν τρεῖς
καὶ διαλύσει . λέγει δὲ ὃν ἔμελλε γεννῆσαι ὁ Ζεὺς συμμιγεὶς τῇ Θέτιδι . . . : γάμον γαμεῖν ]
6101187 διεξεπεσε
καλούμενα Τέμπη καὶ τὴν Ὄσσαν ἀποσχίσαντος ἀπὸ τοῦ Ὀλύμπου , διεξέπεσε ταύτῃ πρὸς θάλατταν ὁ Πηνειὸς καὶ ἀνέψυξε τὴν χώραν
καὶ τοὺς ἵππους περιϊστάμενοι ἔκοπτον . ἔστι δὲ ἃ καὶ διεξέπεσε διὰ τῶν τάξεων : διέσχον γάρ , ὥσπερ παρήγγελτο
6098853 Κυρηνης
“ . δοκοῦσι δὲ κατά τινας καὶ οἱ ἀπὸ τῆς Κυρήνης μόνον ἀσπάζεσθαι τὸ ἠθικὸν μέρος , παραπέμπειν δὲ τὸ
Γιλιγαμέων δὲ ἔχονται τὸ πρὸς ἑσπέρης Ἀσβύσται : οὗτοι ὑπὲρ Κυρήνης οἰκέουσι . Ἐπὶ θάλασσαν δὲ οὐ κατήκουσι Ἀσβύσται :
6094535 Ὀθρυος
ἁπλῶς τῆς Θετταλίας : ὁ δ ' Ἐνιπεὺς ἀπὸ τῆς Ὄθρυος παρὰ Φάρσαλον ῥυεὶς εἰς τὸν Ἀπιδανὸν παραβάλλει , ὁ
ἐν τῇ μεσογαίᾳ τὸ Κρόκιον πεδίον πρὸς τῷ καταλήγοντι τῆς Ὄθρυος , δι ' οὗ ὁ Ἄμφρυσος ῥεῖ . τούτου
6091851 ὀρεσκοου
παῖδα καὶ ὠνόμασε αὐτὸν Παρθενοπαῖον . ὀρεσκόου ] ὀρεινῆς . ὀρεσκόου ] ἤγουν τῆς Ἀταλάντης . Ξ ὀρεσκόου ] τῆς
ἑφθὰ καὶ τετηκότα . ὡς ἔκπλεώς γε δαιτός εἰμ ' ὀρεσκόου : ἅλις λεόντων ἐστί μοι θοινωμένωι ἐλάφων τε ,
6089148 δωδεκατης
θέλομεν τῶν ὁρίων : ἀπὸ ζῳδίου πρώτης γὰρ καὶ μέχρι δωδεκάτης ὁ Ζεὺς ἐπέχει καὶ κρατεῖ καὶ δύναμις καλεῖται .
φάλαγγος ἡγεμών ἐστιν : τοῦ δὲ ἀριστεροῦ οἱ χιλίαρχαι τῆς δωδεκάτης . οὕτω δὲ ταχθέντων σιγὴ ἔστω ἔστ ' ἂν
6082483 βραχεισα
καὶ ἀποθετέον τὸν τράγον ἐκ τῆς εὐγενοῦς ὀλύρας . Κριθὴ βραχεῖσα πτίσσεται καὶ ἡλίῳ ξηραίνεται , εἶτ ' ἀποτίθεται οὕτω
συνδραμοῦνται πᾶσαι . καὶ ἀψίνθιον , ἢ σικύου ἀγρίου ῥίζα βραχεῖσα ὕδατι θαλαττίῳ , καὶ ῥανθεῖσα , ταύτας διαφθείρει .
6077930 Λυρας
κρύπτεται . ὡρῶν ιδ ∠ ʹ : ὁ λαμπρὸς τῆς Λύρας ἑσπέριος ἀνατέλλει . Αἰγυπτίοις λὶψ ἢ νότος , ὑετία
καὶ Κρόνου . πάλιν παρανατέλλει λαμπρὸς ἀστὴρ ὁ ἐπὶ τῆς Λύρας ὁ καλούμενος Λυρικὸς μοίρας καʹ , βόρειος , μεγέθους
6074949 περιστελλεται
καὶ ἐπιρρίπτεται , καὶ φοινίσσεται μὲν ἱκανῶς τὰ καταπλασθέντα , περιστέλλεται δὲ ῥᾳδίως ἄρτου ἐπιπλασθέντος ἢ κηρωτῆς δι ' ἀμυγδαλίνου
τε ἔντερα καὶ τὴν γαστέρα : περιτεταμένον γὰρ σφίγγει καὶ περιστέλλεται ῥᾳδίως τε θλίβει τῆς φύσης τὸ μὲν ἄνω ,
6072575 Τρωαδος
φεύγουσι καὶ παντὸς ὁμιλίαν ” . Γάργαρα , πόλις τῆς Τρωάδος ἐπὶ τῇ ἄκρᾳ τῆς Ἴδης , Παλαιγάργαρος καλουμένη ,
. . : Ὀφρύνειον . . . πόλις ἐστὶ τῆς Τρωάδος , ὡς δηλοῖ Ἀνδροτίων ἐν τρίτῃ Ἀτθίδος . .
6071784 Ἰσμηνης
Φερεκύδης δὲ , Ἰνάχου : Κέρκωψ δὲ , Ἄργου καὶ Ἰσμήνης τῆς Ἀσωποῦ θυγατρός : Ἀκουσίλαος δὲ γηγενῆ αὐτὸν λέγει
δέ τι : μόνης τόδ ' ἐστί , δῆλον , Ἰσμήνης κάρα . Πῶς εἶπας , ὦ παῖ ; Παῖδα
6069807 Τιμωναξ
Λαύριον πεδίον τῆς Σκυθίας . Τῆς δὲ Σκυθίας ἔθνη πεντήκοντα Τιμῶναξ ἀναγράφει ἐν πρώτῳ Περὶ Σκυθῶν . Κατὰ δὲ τὸ
δὲ μνημονεύει : Πρὸς τὸ Σινδικὸν διάσφαγμα . , : Τιμῶναξ ἐν πρώτῳ τῶν Σικελικῶν ἐν Κόλχοις φησὶν Ἰάσονα Μήδειαν
6063788 Μηστορος
Μήστωρ , Ἠλεκτρύων , καὶ κοινὴν ἔσχον τὴν βασιλείαν . Μήστορος δὲ θυγάτηρ Ἱπποθόη , ἧς καὶ Ποσειδῶνος Πτερέλαος :
τὴν ψευδορκίαν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Πανοπέως . φασὶ γάρ : Μήστορος καὶ Λυσιδίκης τῆς Πέλοπος θυγάτηρ Ἱπποθόη , ἧς καὶ
6063342 στενοποροις
καὶ δύσπεπτον , καὶ μάλιστα ἢν ἐμπεφραγμένοις σπλάγχνοις καὶ ἄλλως στενοπόροις ἐμπέσῃ : Κοινῶς δὲ τὸ γάλα τρόφιμον καὶ εὒχυμον
τε δόρατα μέμονε νάϊ ' ὄνομα δι ' ἐμὸν Αὐλίδος στενοπόροις ἐν ὅρμοις . ἰὼ γᾶ μᾶτερ ὦ Πελασγία Μυκηναῖαί
6060018 Καλλιστους
μακρὰ Λυκαίου : ἐπὶ τῷ Λυκαίῳ φασὶ χωρίον καλούμενον [ Καλλιστοῦς ] . . . εἰς ὅ φασι τὰ εἰσερχόμενα
: σταδίους δὲ ὡς τριάκοντα καταβάντι ἐκ Κρουνῶν τάφος ἐστὶ Καλλιστοῦς , χῶμα γῆς ὑψηλόν , δένδρα ἔχον πολλὰ μὲν
6057677 Δαναης
παρὰ , καὶ Ἀκρίσιος , ὁ ἄκριτος καὶ ὠμός : Δανάης καλλισφύρου Ἀκρισιώνης . ἐκ τοῦ ἀκρίζω δὲ καὶ Εὐριπίδης
τούτοις δὲ ἦν ἐζωγραφημένος καὶ ὁ Περσεὺς τὸ γέννημα τῆς Δανάης , οὔτε ἁπτόμενος τῆς ἀσπίδος , οὔτε ἐκτὸς τῆς
6055067 ποιμαινων
μὲν οὖν οὗτος τῶν παρὰ τὸν Ὠκεανὸν οἰκούντων Λυσιτανῶν , ποιμαίνων δ ' ἐκ παιδὸς ὀρείῳ βίῳ κατέστη συνήθης ,
εἰροπόκοις ὀίεσσιν : ἀντὶ τοῦ ταῖς ἐπαύλεσιν , ὡς τὸ ποιμαίνων δ ' ἐπ ' ὄεσσι μίγη . . ,
6054351 Μνησαρχος
τεσσάρων λέγεται ἐτῶν ἐζηκέναι τὸν Πυθαγόραν . καὶ ὁ μὲν Μνήσαρχος , εἶς τῶν υἱῶν αὐτοῦ , λέγεται νεώτερος τελευτῆσαι
ἀλλήλους . ἦν δὲ τῆς ἑτέρας τῶν στάσεων ἡγεμὼν ὁ Μνήσαρχος καὶ κατὰ μὲν ἀρχὰς ἀντεδίκει τοῖς Ἀθηναίοις , ὕστερον
6052849 Νικοπολιν
πάντα καθαρεύειν τῆς νόσου . καταλαβὼν δὲ τά τε περὶ Νικόπολιν καὶ Βυδήνην χωρία ὑγιεινά τε ὄντα καὶ κράσεως εὐκαίρου
τὰς πόλεις εἰς μίαν συνῴκισε τὴν ὑπ ' αὐτοῦ κληθεῖσαν Νικόπολιν ἐν τῷ κόλπῳ τούτῳ , ἐκάλεσε δ ' ἐπώνυμον
6050678 Ὀρθωσιας
ἔλαφον θήλειαν ἄξονθ ' , ἅν ποτε Ταϋγέτα ἀντιθεῖς ' Ὀρθωσίας ἔγˈραψεν ἱεράν . τὰν μεθέπων ἴδε καὶ κείναν χθόνα
φησί . ἐγένοντο δ ' αὗται πρὸς τῷ βωμῷ τῆς Ὀρθωσίας Ἀρτέμιδος , τῆς τὴν πολιτείαν ἀνορθούσης . παρειστήκει γὰρ
6041346 σικιννις
ὄρχησις , ὥς φησιν Ἀριστοκλῆς ἐν πρώτῳ περὶ χορῶν , σίκιννις , καὶ οἱ σάτυροι σικιννισταί . τινὲς δέ φασιν
καὶ δικαιότητα . Π . , : ἦν δὲ καὶ σίκιννις κωμικωτέρα , ἣν πρῶτοι ὠρχήσαντο Φρύγες ἐπὶ Σαβαζίωι Διονύσωι
6035312 παραπομπης
οἰκείων κατελθὼν ἐς τὸ ἄστυ μετὰ πάσης εὐφημίας τε καὶ παραπομπῆς τοῦ δήμου ὑποδεχθεὶς ἐς τὴν βασίλειον ἐπανῆλθεν αὐλήν .
ἑωυτῇ μούνῃ αἵρεσιν ἔχουσαν χαρίεσσαν : περιποιήσῃ γὰρ κηφῆνος μετὰ παραπομπῆς ματαιοκοπίην . Εὐκτέη δὲ καὶ διάθεσις ἐκτὸς ἐοῦσα ὀψιμαθίης
6032287 Σκυλλαιον
τῶν ῥευμάτων τῶν ῥιζῶν ἀποσπασθεῖσαν τοῦ Ἀπεννίνου , κατὰ τὸ Σκύλλαιον ῥαγείσης τῆς ἠπείρου , νῆσον ἀποκαταστῆναι καὶ διὰ τοῦτο
τῆς περὶ τὸν Παρνασσὸν Δωρίδος ἐξελάσαντος αὐτούς . τὸ δὲ Σκύλλαιον τὸ ἐν Ἑρμιόνῃ ὠνομάσθαι φασὶν ἀπὸ Σκύλλης τῆς Νίσου
6019232 Ἀντιοχειας
μὲν τὴν Λαοδίκειαν λέγουσιν εἶναι , οἱ δὲ προάστειον εἶναι Ἀντιοχείας . Δύο δέ εἰσιν Ἀραβίαι , ἡ μὲν ἑῴα
Ὀδενάθου τελευτὴν ἐβασίλευσε τῶν ζῴων , αἴρει μὲν αὐτὴν πλησίον Ἀντιοχείας , οὐ καρτερᾶς δεηθεὶς μάχης , ἀπήγαγε δὲ εἰς
6015956 παλλακης
. κατεψεύσθη γὰρ πρὸς τὸν πατέρα ὑπὸ Φθίας τῆς αὐτοῦ παλλακῆς ὅτι δὴ πειραθείη πρὸς εὐνὴν αὐτῇ συνελθεῖν . ἰᾶται
σοφιστῶν ἰατρῶν ἔνιοι , ἀγνοούμενοι τίνι λόγῳ τὸν ἔρωτα τῆς παλλακῆς τοῦ πατρὸς Ἐρασίστρατος ἐγνώρισεν , ἔγραψαν τῶν ἀρτηριῶν [
6013932 Σκυθιας
Π . μον . λ . : Σῆθος , ποταμὸς Σκυθίας , ὡς Φιλοστέφανος . . . . : Φησὶ
Χαλύβων ] ὡς ἀπόλοιτο ? [ ] γένος : Χάλυβες Σκυθίας ) ἔθνος ? ? ? , παρ ' οἷς
6007877 χυσεως
τὸ ἡνωμένον ὑπέστη κατὰ τὴν οἷον πῆξιν τῆς τῶν πολλῶν χύσεως τε καὶ ἀπείρου φύσεως , ἣν ῥύσιν τινὰ τοῦ
' ἀνιαρὰ γίνεται : μεταπίπτει γὰρ εἰς ἀμετρίαν οὕτω γε χύσεως , ὡς διαφορεῖσθαι καὶ λύεσθαι καὶ σκεδάννυσθαι τὴν οὐσίαν
6004291 παρακειμενης
γὰρ πάμπολλα τὰ ζῷα ταῦτα εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἀπὸ τῆς παρακειμένης Λιβύης , τῆς θήρας αὐτῶν τοιαύτης γινομένης . μιμητικὸν
καὶ εἴσω τοῦ θερμοῦ ῥοπή , ὥστε ἱκανῆς μὲν αὐτῷ παρακειμένης τροφῆς . ταύτην κατεργάζεται τὸ θερμὸν καὶ τῷ παντὶ
5994025 μιτραν
γεγονέναι Καύνῳ τῆς ἀπαλλαγῆς , ἀναψαμένην ἀπό τινος δρυὸς τὴν μίτραν ἐνθεῖναι τὸν τράχηλον . λέγεται δὲ καὶ παρ '
καὶ Μήλιοι καὶ ὁπόσοις τὰ Λακωνικὰ ἦν ἐν λόγῳ , μίτραν τε ἀναδοῦνται λευκήν , καὶ γυμνὸν αὐτοῖς βάδισμα καὶ
5992193 Ἐπικαστης
Λάϊος ἀπαντᾷ , θεωρὸς εἰς Δελφοὺς βαδίζων μετὰ τῆς γυναικὸς Ἐπικάστης . Ὁ δὲ κήρυξ , ὅστις συνῆν αὐτοῖς ,
μὲν ὅτι οἱ περὶ Ἀγα - μήδην υἱοὶ Ἀπόλλωνος καὶ Ἐπικάστης , οἱ δὲ Διὸς καὶ Ἰοκάστης , οἱ δὲ
5990397 Ἰωνικης
Μεσσηγὺς δὲ Σάμου καὶ Ἴμβρου , ἵνα χωρίσῃ ἀπὸ τῆς Ἰωνικῆς , οὕτω φησὶ καὶ τὴν Θεσπρωτικὴν Ἔφυραν διαστέλλεσθαι τῷ
Καρικῶν ὅρων μέχρι Φωκαίας καὶ τοῦ Ἕρμου τὸ πέρας τῆς Ἰωνικῆς παραλίας . Ταύτης δέ φησι Φερεκύδης Μίλητον μὲν καὶ

Back