| ἁπάντων τῶν ὡραίων , καὶ μάλιϲθ ' ὅταν ἀκριβῶϲ ᾖ πεπεμμένη . ἧττον δὲ τῶν ϲύκων αἱ ϲταφυλαὶ τρέφουϲιν καὶ | ||
| δὲ τελευταία , καὶ ἡ μὲν ἄπεπτος , ἡ δὲ πεπεμμένη , ἀμφοτέρως ἂν ἐνδέχοιτο τὴν τροφὴν λέγειν καὶ ἐναντίαν |
| αἰσθήσει καθάπερ ἀτμίζοντος ἀεὶ τοῦ σώματος . Ἁλμυρὸς δὲ ὅτι ἄπεπτος , τὸ δὲ πεπεμμένον γλυκὺ , τὸ δ ' | ||
| , ἁπαλόσαρκος , ἄβρωμος , εὐστόμαχος , οὐρητικός , οὐκ ἄπεπτος , ταγηνιστὸς δὲ δύσπεπτος . τρίγλη εὐστόμαχος παραστύφουσα , |
| οὕτω καὶ σύρω συρετός , καὶ πλεονασμῷ τοῦ φ , συρφετός . Σκορακισμὸς καὶ σκορακίζειν . ἀποβολῇ τοῦ σ . | ||
| χεράδος περιχεύας . χερὰς δὲ ὁ μετὰ ἰλύος καὶ λίθων συρφετός . τὸ δὲ τυπτόμενοι ἀντὶ τοῦ τύπτοντες . φάει |
| πλεονάζῃ τὸ θερμόν . ὑποκείσθω δὴ πάλιν ἐπικρατεῖν μὲν ἡ θερμὴ δυσκρασία , μεμῖχθαι δ ' αὐτῇ τὴν ὑγρότητα : | ||
| ἢ ἐρυσιπελατώδης φλεγμονὴ ἢ κατὰ δυσκρασίαν ἄνευ χυμῶν γεγονυῖα ἄκρως θερμὴ διάθεσις , † ὀνίνασθαι , καθάπερ γε καὶ ἀπόστημα |
| αἷμα , προσεοικὸς τῷ ἦρι : τοῖς δὲ ἀκμάζουσιν ἡ ξανθὴ χολή , τῷ θέρει : τοῖς δὲ παρακμάζουσιν ἡ | ||
| προϲενέγκωνται , πολλῷ ῥοίζῳ ξὺν ναυτίῃ ἐϲ ἔμετον διεκθέει χολὴ ξανθὴ κατακορέωϲ , καὶ τὰ διαχωρήματα ὁμοῖα . ϲπαϲμοί , |
| ἁλμυρόν : ὥσπερ παρὰ τὸ τόλμη γίνεται τολμηρόν καὶ ἅλμη ἁλμυρός , ὡς τηρός τυρός . ἢ κυρίως κατὰ Ἀπολλώνιον | ||
| ποταμοῦ : Μάνθυρος : ἑκυρός : ἰσχυρός : βδελυρός : ἁλμυρός . Τὰ παρὰ τὸ ὁρῶ συγκείμενα ὀξύτονα διὰ τοῦ |
| τρίτης κατ ' ἄμφω τάξεως : ὁ δὲ καρπὸς αὐτῆς θερμὸς μὲν ὁμοίως , ξηραίνει δ ' οὐχ ὁμοίως , | ||
| ἕτερον πίων ἀπὸ τευθιάδα καὶ σηπιοπουλυποδείων . . ἁπαλοπλοκάμων . θερμὸς μετὰ ταῦτα παρῆλθεν ἰσοτράπεζος ὅλος μνηστης συνόδων πυρός . |
| , οὐ μὴν οὔτε γεώδης οὔτε ἀερώδης , ἀλλ ' ὑδατώδης μᾶλλον : ἡ δὲ τὰς ἀναστομώσεις κλείουσα παχυμερὴς ψυχρά | ||
| πρώτης : οὐ μετέχει δὲ στύψεως , ἀλλ ' ἐστὶν ὑδατώδης τε καὶ ἥκιστα γεώδης ὁμοίως τῇ μαλάχῃ καὶ κατὰ |
| ἐμβύθιος πίννα , διαυγεστάτην ποιεῖ καὶ καθαρωτέραν καὶ μεγάλην γεννᾷ μαργαρῖτιν . ἡ δ ' ἐπιπολάζουσα καὶ ἀνωφέρης διὰ τὰ | ||
| ἂν πέτραις ἢ σπιλάσι προσφυῶσι , ῥιζοβολοῦσι κἀνταῦθα μένουσαι τὴν μαργαρῖτιν γεννῶσι . ζῳογονοῦνται δὲ καὶ τρέφονται διὰ τοῦ προσπεφυκότος |
| προσήειλους ] Πρὸς ἥλιον ὁρῶντας . καὶ Εὔπολις : αὐλὴ πρόσειλος . * : προσείλους : Ἀντὶ τοῦ θέρμην ποιοῦντας | ||
| : ὁ θᾶττον καὶ πρὸ τοῦ δέοντος πολιὰς ἐσχηκώς . πρόσειλος : πρὸς τὴν τοῦ ἡλίου αὐγὴν τετραμμένος . προσέκειτο |
| τελείαν ἐπέθηκε τῷ αἵματι τὴν βαφὴν , εὔδηλον ὡς οὐδέπω ἐπέφθη . εἰς δὲ τοῦτο τοῦ χρόνου χρῄζει ἡ φύσις | ||
| τελεούμενος πικρὸς ἢ ὀξὺς ἀλλ ' ἤτοι γλυκὺς ἢ οὐκ ἐπέφθη ταύτης δὲ οὐχ ὑπάρχει τοιοῦτος εὐθὺς ἐν τοῖς τελείοις |
| μὲν ἕκαστος ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνει , σύμπασιν δ ' ὑμῖν κοῦφος ἔνεστι νόος . εἰς γὰρ γλῶσσαν ὁρᾶτε καὶ εἰς | ||
| οὐ πολλὰ δὲ ἔτη λευκὸς γίνεται : ἐστὶ δὲ λίαν κοῦφος καὶ τρυφερός . ὁ Μασσαλιήτης καλός : ὀλίγος δὲ |
| πραγμάτων ἠθέλησεν ἐξ ἀποφάσεως καὶ καταφάσεως αὐτὴν ποιήσασθαι , ἵνα ἄφυκτος ὑπάρχῃ καὶ τῷ ὄντι πάντα περιλάβῃ , ὡς ἂν | ||
| ταῖς δυσκολίαις . Τί οὖν ὁ τοῦ κατηγόρου δεινὸς καὶ ἄφυκτος , ὡς οἴεται , λόγος ; πολλοί , φησίν |
| ὑπεροπτηθείσης χολῆς , καὶ ἐφ ' ὅσον τὸ τέως ἐστὶ χολή , τριταϊκὸν ποιεῖται τὸν κλόνον καὶ περίψυξιν . γίνεται | ||
| ἐντέρων ἥκοι , ϲτρόφοι , γαϲτὴρ ὑγρή , φλέγματα καὶ χολή , ἔπειτα ξὺν περιρροῇ αἱμάλωψ ἢ περίπλυϲιϲ ὁκοίη κρεῶν |
| . ἢ ἀπὸ τοῦ ποία ἡ βοτάνη . ἡ πρὶν καλάμην συλλέγουσα καὶ σταχυολογοῦσα . ποιολογεῦσα : ἀσταχυολογοῦσα . κυρίως | ||
| ὁμοίωσιν ἐπὶ τὸ πλεῖστον , οἷον ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ χαλκὸς ἔχευεν . Αἴνιγμά ἐστι φράσις ἐπιτετηδευμένη κακοσχόλως |
| καὶ εἰς ἀπόστασιν μεταβάλλει . Ἀρθρῖτις γίνεται , ὅταν φλέγμα μυξῶδες , ἢ χολὴ ἐπιῤῥεύσῃ ἐν τοῖς συνδεσμοῖς τῶν ἄρθρων | ||
| μὲν , ἢν παρ ' αὐτὸ τὸ ὀστέον ἐγκαταλειφθῇ τὸ μυξῶδες : οὔτε γὰρ ἔτι ἡ σὰρξ ὁμοίως ἅπτεται τοῦ |
| ὀσφὺν ἐκρήγματα , καὶ ἡ κοιλίη κατὰ τὸν τελευταῖον χρόνον ὑγροτέρη . Ἑβδομηκοστῇ , ὁ πυρετὸς ἔξωθεν σφόδρα ἔψυχεν : | ||
| , οὔ . Οἷσι ῥῖνες ὑγρότεραι φύσει καὶ ἡ γονὴ ὑγροτέρη καὶ πλείων , ὑγιαίνουσιν οὗτοι νοσηλότερον : τοῖσι πλείστοισι |
| ἀπ ' αὐτῶν , ἐπειδὰν κινῆται , βαρὺς ὢν καὶ πληκτικὸς τὴν κεφαλὴν ἐνοχλεῖ : διὰ τοῦτο καὶ τὰς ἐμβάσεις | ||
| τῆς μήτρας . ὁ δὲ | οἶνος διὰ τὴν ἀποφορὰν πληκτικὸς καὶ καρώδης οὐ μόνον ἐπὶ τῶν οὕτω τρυφερῶν παίδων |
| πλευρὸν καὶ ἐς τὴν κληῗδα ἐνίοτε , καὶ τὸ σίελον πτύει ὑπό - χολον καὶ ὕφαιμον , ὅταν τύχῃ ῥηγματίας | ||
| : ἐπὴν ἄορτρον σπασθῇ τοῦ πλεύμονος , τὸ πτύσμα λεπτὸν πτύει , ἐνίοτε δὲ αἱματῶδες , ἀφρονέει τε καὶ πυρετὸς |
| γεῦσις γὰρ ἅπασα δι ' ἁφῆς : ἀλλ ' οὐδὲ τροφὴ ὁ χυμός , ἀλλ ' ἥδυσμα τροφῆς . διασαφητέον | ||
| καὶ ἐπαυρίσκεται ἀπὸ τῆς γῆς ἕλκον τὴν ἰκμάδα , καὶ τροφὴ αὐτῷ ἐκεῖθέν ἐστιν : ὥστε μὴ θαυμάζειν ἑτερόκαρπα εἶναι |
| ὑποχωρήματα καὶ μηδεμίαν ἔχοντα ἐπιμιξίαν χολώδους ὕλης . ἡ τοιαύτη ὑποχώρησις καὶ ὠμὴν ἐνδείκνυται τὴν ὕλην καὶ παχεῖαν , ἥτις | ||
| , πυρετὸς καῦσος , ἔμετος χολῆς πουλὺς , καὶ κάτω ὑποχώρησις : ἄγρυπνος : καὶ κατὰ σπλῆνα ἔπαρμα στρογγύλον . |
| ὁ δὲ λευκὸς οἶνος ἀσθενὴς καὶ λεπτός . ὁ δὲ κιρρὸς πέττει ῥᾷον ξηραντικὸς ὤν . περὶ Ἰταλικῶν οἴνων φησὶν | ||
| κεφαλαλγῆ , φοίνικες πάντες , εὔζωμα , τῆλις . ὁ κιρρὸς καὶ αὐστηρὸς οἶνος κεφαλαλγὴς καὶ γνώμης ἅπτεται μᾶλλον τοῦ |
| γάρ τις , ὡς προεῖπον , ἄνωθεν παρὰ τοῖς φυσικοῖς κυλίεται δόξα περὶ τοῦ τὰ ὅμοια τῶν ὁμοίων εἶναι γνωριστικά | ||
| Ἐξ ἄμμου σχοινίον πλέκειν . Στρογγύλα λέγε , ἵνα καὶ κυλίεται . Τὸν ἀτυχῆ καὶ πρόβατον δάκνει . Ὃν ἡ |
| βουφορβίων τε καὶ ποιμνίων καὶ τῶν ἄλλων καταγωγαὶ βοτήρων ἄφθονον ἀναδιδούσης πόαν τῆς αὐτόθι γῆς οὐ μόνον τὴν χειμερινήν , | ||
| ἃς τέμνων ὁ Ἡρακλῆς οὐδὲν μᾶλλον ἐκράτει τῆς Ὕδρας , ἀναδιδούσης ἄλλας ἀντὶ τῶν κοπτομένων κεφαλάς . Ἡ δὲ Ὕδρα |
| πρὸς ἡμᾶς εὔκρατον ζεστότερον ἀκμὴν τῷ νηπίῳ διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν τρυφερίαν τοῦ σώματος . παρεπιχέειν δέ τινα κατὰ λόγον ἁρμόσει | ||
| ἐπ ' ἀσθενῶν ἢ διά τινα νόσον ἢ φυσικήν τινα τρυφερίαν καὶ ἐπὶ παίδων καὶ γυναικῶν καὶ εὐνούχων καὶ ἐπ |
| τῆς δᾳδὸς καὶ πεύκης οὐ δηκτικός , ὅτι πίων καὶ ἐλαιώδης [ ὥσπερ ὁ καπνός ] , οὐκ ἔχων οὐδὲν | ||
| . Ἀνίει δὲ τῶν ξύλων τὰ κέδρινα καὶ ἁπλῶς ὧν ἐλαιώδης ἡ ὑγρότης : δι ' ὃ καὶ τὰ ἀγάλματά |
| εἰς τροφὴν σώματος ἄρτου κριθίνου , ὅσον οὗτος πυρίνου : πέττεται δὲ καὶ ἧττον τῶν κριθίνων ἄρτων ἡ μᾶζα καὶ | ||
| εἰωθυῖαν τροφὴν λαβόντες τούτων προχειρισθέντων ἐνοχλούμεθα . ταῦτα τε οὖν πέττεται μᾶλλον καὶ τὴν λοιπὴν οὐ κωλύει κατεργάζεσθαι τροφήν : |
| , ἵν ' ἐπειδὰν εἰς φῶς προέλθῃ , τὴν περιττεύουσαν ἐκκρίνῃ . τό τε γὰρ μηκώνιον καλούμενον περίττωμα [ ὂν | ||
| μὴ μόνον ἐρυθρὸς ᾖ , ἀλλὰ καὶ ὅταν πολὺ δάκρυον ἐκκρίνῃ . ξηροφθαλμία δέ ἐστιν , ὅταν οἱ κανθοὶ ἑλκώδεις |
| λευκὸς γὰρ ἑρμηνεύεται Λάβαν . ἀφικόμενος δὲ οὐχ ὑψαυχενήσει , φυσώμενος ταῖς τυχηραῖς εὐπραγίαις : μεταληφθεὶς γὰρ ὁ Σύρος ἐστὶ | ||
| πάντα ἐναφανίζεται . πῶς οὖν οὐ μωρὸς ὁ ἐν τούτοις φυσώμενος ἢ σπώμενος ἢ σχετλιάζων ὡς ἔν τινι χρονίῳ καὶ |
| ἀλλὰ προσκακοῖ καθάπερ τὰ τέλεια τῶν σωμάτων οὕτως καὶ τὰ νεοπαγῆ σπέρματα . διόπερ ἀνατάσει χρηστέον . καὶ γὰρ οἱ | ||
| τὸ βέβληται . ἢ τὸν καινὸν καὶ μήπω βεβλημένον ἀλλὰ νεοπαγῆ καὶ ἀκέραιον τὸν ἰὸν ἐν αὑτῷ ἔχοντα . κλίνεται |
| τοῖς ἄνω . ἰᾶται δὲ καὶ οἶνος ἐν ὕδατι ψυχρῷ κεκραμένος ἐπὶ ταῖς ἀθρόαις κενώσεσι καὶ ἐκλύσεσι συγκοπὰς , μάλιστα | ||
| διὰ τὴν ἐρωμένην . πορφύροις : βλύζοις . πορφύροις : κεκραμένος εἴης . σία : λάχανον ὅμοιον σελίνῳ ἐν αὐτῷ |
| , μαραντικόν , ἀφανιστικόν . Μαλερὸν ἀπὸ τοῦ ἀλέα ἡ θερμασία καὶ τοῦ ῥῶ τὸ φθείρω μαρερὸν καὶ τροπῇ τοῦ | ||
| ἀλεωραί : καταφυγαὶ , ἀναπαύσεις : ἀπὸ τοῦ ἀλέα ἡ θερμασία γίνεται ῥῆμα ἀλέω καὶ ἀλεύω τὸ φεύγω , κυρίως |
| τοιούτους ἐργάζεται χυμοὺς πικρούς , [ καὶ ] ἀνεπιτήδειός ἐστι γλυκὺς οἶνος τοῖς πυρέττουσιν , ἀλλὰ καὶ διότι παχεῖς ὄντες | ||
| δὲ τὸ κατερρεῖτο . ὅταν δὲ λέγῃ “ κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰὼν νόστον ὀδυρομένῳ , ” κατ ' ἴσον τῷ |
| ἢ κατὰ τὴν ποιότητα μεταβολή : ἐὰν γὰρ ἐλάττων ἢ ψυχρότερος γίνηται , καταπαύειν περιχέαντα τὸ ἔλαιον , ἀποθεραπεύειν δὲ | ||
| τὸν τῆς τρίψεως καιρόν : εἰ γὰρ ἤτοι θερμότερος ἢ ψυχρότερος εἴη περαιτέρω τοῦ προσήκοντος , ἐν μὲν τῷ θερμοτέρῳ |
| καὶ φιλίτια , ἐπειδὴ φιλίας συναγωγά ἐστι . εὐκράς . εὐκράς : εὔκρατος ἢ εὐκέφαλος , ὡς Εὐριπίδης Ἀντιόπῃ . | ||
| καλεῖται δὲ καὶ φιλίτια , ἐπειδὴ φιλίας συναγωγά ἐστι . εὐκράς . εὐκράς : εὔκρατος ἢ εὐκέφαλος , ὡς Εὐριπίδης |
| δοκεῖ δὲ καὶ ἡ χώρα συμβάλλεσθαι καὶ ὁ τόπος ὁ ἔνικμος πρὸς τὸ διαμένειν . τὰ γὰρ ἐν τοῖς ξηροῖς | ||
| τῶν πυρεσσόντων ἔρευθος καὶ ἡ τῶν ἀγγείων προπάλεια καὶ ὁ ἔνικμος χρὼς καὶ ἡ πλείων θερμασία καὶ ἡ σφοδρότης τῶν |
| κατ ' ἐκείνων τῶν σωμάτων πλῆθος συνέλθῃ χυμῶν παχέων ἅμα πυρετώδει θερμότητι . ἢ ἄλλως . ἐν νεφροῖς γίνονται λίθοι | ||
| πρότερον : τάχιστα δ ' ἔθνησκον , ὅτ ' ἐπιῤῥιγώσειαν πυρετώδει ῥίγει . Τούτους οὐδὲ ἀναστάσει πιεζομένους οὐδὲν ἄξιον λόγου |
| πλέονι Καρρίναν ἐκπολεμήσοντα Πομπήιον . ὁ δὲ καὶ τούτῳ , κουφότερος ὤν , ἐπεφαίνετο ἄφνω καὶ ἀφιπτάμενος ἠνώχλει καὶ πόλεις | ||
| τε κοιλίη ἐφίσταται ἐνίοτε : ὁκόταν δὲ ἀφροδισιάσῃ , δοκέει κουφότερος εἶναι ἐς τὸ παραυτίκα , ἐξ ὑστέρου δὲ μᾶλλον |
| ὁ φλυακογράφος Σώπατρος ἐν Βακχίδος Γάμῳ οὕτως : εἴ που κλίβανος ἦν , πολὺ δέλφαξ σιτευτὸς ἔγρυξεν . δελφάκια δὲ | ||
| σημαίνει γονήν : ἔοικε γὰρ καὶ ἡ ἑστία καὶ ὁ κλίβανος γυναικὶ διὰ τὸ δέχεσθαι τὰ πρὸς τὸν βίον εὔχρηστα |
| . Αἱ ἐν πυρετῷ ἀναυδίαι , κακόν . Κοπιώδεες , ἀχλυώδεες , ἄγρυπνοι , κωματώδεες , ἐφιδροῦντες , ἀναθερμαινόμενοι , | ||
| , φθινοπωρινὰ τὰ νουσήματα προσδέχεσθαι χρή . Νότοι βαρυήκοοι , ἀχλυώδεες , καρηβαρικοὶ , νωθροὶ , διαλυτικοί : ὁκόταν οὗτος |
| ἡ τροφὴ πᾶσα ? [ ] οὐ προστίθεται [ ] ἀναδιδομένη τῶι ὅλωι σώματι , [ ἀλλὰ ] ? ? | ||
| , νᾶπυ , σκόροδον , καὶ τὰ τούτοις ὅμοια καὶ ἀναδιδομένη ἡ τούτων ποιότης ἐς τὴν καρδίαν ἐκπυρώσει τὸ ἐν |
| προσπέσωσι [ πρὸς ] τὰ ὑποχόνδρια , πνίγουσι , καὶ ἐμέει φλέγμα ὀξὺ , καὶ τοὺς ὀδόντας αἱμωδέειν ποιέει , | ||
| ὀφρύες ἐπικρέμασθαι δοκέουσι , καὶ τὴν κεφαλὴν ἀλγέει , καὶ ἐμέει σίαλον θερμὸν καὶ χολὴν πολλήν : ἐνίοτε καὶ κάτω |
| ἀπὸ γὰρ τῶν ὑγραινόντων μετρίως καὶ λουτρῶν καὶ βοηθημάτων μᾶλλον διαφορεῖται τὰ χολώδη περιττώματα ἤπερ ἀπὸ τῶν ἄγαν ξηραινόντων καὶ | ||
| τοιούτων ὁ δὲ οἶνος πλέον τῶν ἄλλων ἀναδίδοται καὶ ῥᾳδίως διαφορεῖται , εἰκότως ἂν διὰ ταῦτα πλείω ποθεὶς καὶ διουρηθείη |
| δ ' ὅπως νέος ἅμα καὶ παλαιὸς ᾖ διὰ τὴν ἀφοβίαν τῶν μελλόντων . μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν | ||
| , ὃς εἴη ἂν ἐν ἐναντίῳ πάθει τῷ κατὰ τὴν ἀφοβίαν ὑπερβάλλοντι , ἐλλείπων δὲ τῷ θαρρεῖν , δειλός . |
| ἑπτά : βήξ τε γὰρ ἴσχει μιν , βληχρὴ καὶ ξηρὴ ἐοῦσα , γαστήρ τε σκληρὴ γίνεται , ἅτε τοῦ | ||
| καὶ μαλακόν : καὶ γὰρ ἡ ὥρη θερμή τε καὶ ξηρὴ , καὶ ποιέει τὰ σώματα καυματώδεα καὶ αὐχμηρά : |
| τί δέ μοι χρέος φαρέτρης , ὅτε τὴν ἐμὴν Κυθήρην ῥοδόεν βέλος δαμάζει ; Ἔλαβεν Κύπρις τὸ τύμμα ἐπὶ γῆς | ||
| σκευασίαν οἶδεν : τὸ γὰρ ῥόδινον οὕτως νῦν εἶπεν ἔλαιον ῥοδόεν . . . Ξ , . , . τῷ |
| ἀμφοτέρῃσι : ῥόος ἐρυθρὸς ἐν τῇσι νεωτέρῃσιν . Καὶ ῥόος ἐρυθρὸς μὲν γίνεται ἐκ πυρετοῦ , μᾶλλον δὲ ἐκ τρωσμοῦ | ||
| ἄλλην ἅπασαν ὕλην διεσθίει . Χαλκὸς κεκαυμένος καλός ἐστιν ὁ ἐρυθρὸς καὶ ἐν τῇ τρίψει κινναβαρίζων , ὁ δὲ μέλας |
| πότην : ποτὸν τὸ πινόμενον , πότης ὁ πίνων , συμπότης ὁ συμπίνων . δεῦρ ' ] ἐλθέ , ἔπελθε | ||
| ὑπηρέτης κατ ' ἐκεῖνο τοῦ καιροῦ , ἀλλ ' οὐ συμπότης ὤν . ἐπεὶ δὲ τοῖς χείλεσι τὴν κύλικα προσῆγεν |
| . πολλοῖς μετὰ τοῦ τὴν κοιλίαν ἐκδιδόναι καὶ οὖρα ἐκκρίνεται ἰχωρώδη σανδαραχίζουσαν ἔχοντα τὴν χροιάν . οὐκ ὀλιγάκις δὲ τὸ | ||
| , ψυχρὰ γὰρ καὶ ταρακτικὰ καὶ δύσπεπτα καὶ βαρέα καὶ ἰχωρώδη καὶ ἔμβρωμα καὶ πλάδων καὶ ναυτίας ποιητικά , μάλιστα |
| ὁ σκοῖτος καπηλεύει . χάλις καὶ ἕρπις ὁ οἶνος , χάλις μὲν παρὰ τὸ χαλᾶν τὴν ἶνα , ἕρπις δὲ | ||
| : μωροὺς , τοὺς κεχαλασμένους τὴν φρόνησιν , ματαιόφρονας : χάλις ὁ οἶνος παρὰ τὸ χαλᾷν τὴν ἶνα . ἄκριτος |
| διαφέρουσι τῶν ἄλλων , ὅσον ἄγριον ἡμέρου . Ὅτι ὁ ῥινόκερως ἐλέφαντος μὲν οὐ λείπεται , τῷ δὲ ὕψει καταδεέστερος | ||
| . Φέρεται δὲ ἀπὸ τῶν τόπων ἐλέφας καὶ χελώνη καὶ ῥινόκερως . Τὰ δὲ πλεῖστα ἐκ τῆς Αἰγύπτου φέρεται εἰς |
| ἑκατέρᾳ τῶν ὑλῶν ψεύδεται , ἥ τε λέγουσα οὐδεὶς ἄνθρωπος ἀναπνεῖ , καὶ οὐδεὶς ἄνθρωπος περιπατεῖ . ἐπὶ δὲ τῆς | ||
| ἢ ἕλκει , ὅ ἐστι σπᾷ τὸν ἀέρα καὶ ὀλίγον ἀναπνεῖ , εἰ καὶ ἐπὶ τῆς ταραχῆς Ὅμηρος αὐτὸ τέθεικεν |
| τὸ ἐπιγάστριον αὐτοῖς πᾶν ἐντείνεται καὶ ἐμπνευματοῦται , καὶ πυρετὸς δριμύτερος ἐπακολουθεῖ , ταῖς νυξὶν ἐπιτεινόμενος μᾶλλον , καὶ κροτάφους | ||
| τοῦ ἡμέρου , τουτέστι θερμότερος καὶ ξηραντικώτερος , ὅσονπερ καὶ δριμύτερος καὶ πικρότερος . Ἐρείκη διαφορητικῆς ἐστι δυνάμεως ἀδήκτου : |
| θερμότης δὲ καὶ ψυχρότης τὰ μάλιστα , καὶ ὑγρότης μὲν πλεονάσασα ἀμβλύνειεν ἂν τὴν κατὰ φύσιν χροιὰν τοῦ οὔρου , | ||
| θέσιν : οἶσθα γὰρ ἀνθρώπων παρακοπῆς ὡς αἰτίη ἐπιτοπολὺ αὕτη πλεονάσασα , ἐπεὶ πᾶσι μὲν φύσει ἐνυπάρχει , ἀλλὰ παρ |
| λευκοῖς τε ἅμα καὶ μετρίως αὐστηροῖς . ὁ δὲ κιρρὸς αὐστηρὸς ἁρμόττει καὶ αὐτὸς τοῖς κατὰ γαστέρα ῥεύμασιν : διττὸς | ||
| κέγχρος , τηγανιστὰ πάντα , λάγεια κρέα , οἶνος ὁ αὐστηρὸς καὶ μέλας ἄνευ γλυκύτητος καὶ ὁ λευκὸς καὶ αὐστηρὸς |
| ' ἀκούσας , φύσεως δ ' ἄμειψε μορφήν , φυτὸν εὐθαλὲς δ ' ἐπήχθη . ὁ δὲ Φοῖβος † ἠὲ | ||
| κᾶπον ὄλωνται , ἠδὲ τὰ χλωρὰ σέλινα τό τ ' εὐθαλὲς οὖλον ἄνηθον ὕστερον αὖ ζώοντι καὶ εἰς ἔτος ἄλλο |
| πάντως καὶ κάλλους τινὸς καὶ εὐρυθμίας , εἴπερ μὴ ὡς ἀγλευκής τις γενήσεσθαι μέλλοι . τούτῳ δ ' ὅτι μὲν | ||
| οὐ γέρων , ἀλλὰ τῶν ἀπὸ βύρσης , ἤδη μὲν ἀγλευκής , ἄπεπτος δὲ ἔτι . Ποτήρια δὲ ἔκειτο παντοῖα |
| οὖρον ἴσχετο : πόμα τὸ ἀπὸ τοῦ καλλιφύλλου ξυνήνεγκεν . Πεντεκαιδεκάτῃ , πάλιν τὸ ἄλγημα . Ἑκκαιδεκάτῃ , ἐς νύκτα | ||
| κατὰ ῥῖνα καὶ κατὰ φάρυγγα : καὶ οὖς ἀριστερόν . Πεντεκαιδεκάτῃ ἵδρωσε σὺν ῥίγει : οὐκ ἐκρίνετο πρὸ τοῦ ῥίγεος |
| , δειλόν , ἄνανδρον καὶ δολερὸν σημαίνουσιν . Τράχηλος πάνυ λεπτὸς δειλὸν καὶ κακοήθη ἄνδρα σημαίνει , εἰ καὶ μακρὸς | ||
| ἄπεφθον τούτοις ἁρμόζει . ποτὸν δὲ οἶνος στυφὸς ὑδαρὴς καὶ λεπτὸς ἤ τι τῶν ἡδέων ἔστω πομάτων . φλεγματικωτέρων δὲ |
| ταῦτα ὁ καλούμενος κρεωκάκκαβος . κρέα δ ' ἐστὶ ταῦτα συγκεκομμένα μεθ ' αἵματος καὶ λίπους ἐν ζωμῷ γεγλυκασμένῳ . | ||
| δὲ ἐν μέσῳ καὶ μικροὶ ἰχθύες καὶ ἄλλα πολλὰ θηρία συγκεκομμένα , καὶ πλοίων ἱστία καὶ ἄγκυραι , καὶ ἀνθρώπων |
| σχεδὸν γὰρ οὗτος σύμβολος οὐ μόνον εὐφημότατος , ἀλλὰ καὶ ὠφελιμώτατος , [ καὶ ] ὅτῳ ἂν ἐντύχῃ ἀνὴρ εὔνους | ||
| οὐ μόνον αὐτὸς ἀβλαβής ἐστι τοῖς ἀνθρώποις , ἀλλὰ καὶ ὠφελιμώτατος : τοὺς γὰρ ὄφεις καὶ τὰ λοιπὰ ἑρπετὰ συλλαμβάνων |
| πάθη καὶ τὰς δυνάμεις οἷον σκληρότης μαλακότης γλισχρότης κραυρότης πυκνότης μανότης κουφότης βαρύτης καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα : ἡ μὲν | ||
| ἰδίας ἑκάστου φύσεις αἱ τοιαῦταί εἰσι διαφοραί , οἷον πυκνότης μανότης βαρύτης κουφότης σκληρότης μαλακότης , ὡσαύτως δὲ καὶ εἴ |
| . Οἷς ἂν ἐν τῷ κώλῳ καὶ ἐντέροις δριμὺς καὶ δακνώδης ἐνιζήσῃ χυμός , βλάπτονται μὲν ὑπὸ τῶν θερμῶν τροφῶν | ||
| σώμασι φιλεῖ , τοιοῦτος ἐν δὴ τοῦ πιόντος τῷ στόματι δακνώδης καὶ βαρὺς καθάπαξ εὑρίσκεται κνησμός : καταποθὲν μὲν οὖν |
| ἀλλ ' ὅτε τις μοίρης τριτάτης πρὸς μέτρον ἐλαύνοι πίνων ἀβλεμέως , τότε δ ' Ὕβριος αἶσα καὶ Ἄτης γίνεται | ||
| ἀμελέως καὶ ἐν ὑπερθέσει ἀλεμέως καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ β ἀβλεμέως . οὕτως Ὠρίων . . . . , . |
| Μεγαρικὸν καὶ Ἀττικὸν καὶ τὸ ἐν Κιλικίᾳ γεννώμενον . Λαγωὸς θαλάττιος ἔοικε μὲν μικρᾷ τευθίδι , δύναται δὲ λεῖος καταχρισθεὶς | ||
| ἐξίλλειν ἔλεγον . ἔξω Γλαῦκε : χειμῶνα γὰρ σημαίνει ὁ θαλάττιος . ἐξωμίς : χιτὼν ἅμα τε καὶ ἱμάτιον : |
| , θερμαίνει , ὁ δὲ λευκὸς ἅμα καὶ αὐστηρὸς καὶ παχὺς καὶ νέος αἰσθητῶς ψύχει . ψύχει δὲ καὶ τὸ | ||
| : ἢν δὲ μὴ , ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν παχὺς , ψυχρὸς , καὶ τὸ φάκινον ἔτνος , καὶ |
| τὴν κεφαλήν : εὔδηλον γὰρ ὅτι διὰ περιουϲίαν ὑγρῶν μοχθηρῶν ἐπιρρεῖ τι ταῖϲ ῥιϲὶν ἐξ αὐτῆϲ . ὅπωϲ δὲ ῥωννύναι | ||
| λέγων οὕτως ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοῖσιν ἐμβαίνουσιν ἕτερα καὶ ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῖ : καὶ ψυχαὶ δὲ ἀπὸ τῶν ὑγρῶν ἀναθυμιῶνται . |
| ἀνιείς , εὐκοίλιος : ὁ δ ' ἀπ ' ἀνθράκων γλυκύτερος καὶ ἁπαλώτερος . βάκχος εὔχυλος , πολύχυλος , εὔτροφος | ||
| τε καὶ μανὸν καὶ ἀσθενές . Τῆς δ ' οἴης γλυκύτερος μὲν ὁ καρπὸς ἧττον δ ' εὐώδης : ἀφαιρεῖται |
| Ξυλόχοισιν : ὄρεσιν . ἔχει φάτις : κρατεῖ φήμη . ἀγρευτήρων : κυνηγῶν . Θῶας : λυκοπάνθηρας , λυκοπανθήρους . | ||
| ' ἀπετίσατο λώβην . ὧδε καὶ ἐν ξυλόχοισιν ἔχει φάτις ἀγρευτήρων θῶας ὑπερφιάλους ἔλαφον πέρι ποιπνύεσθαι ἀγρομένους : οἱ μὲν |
| κολλώδους κατηγορήσει οὐσίαν , δι ' ἣν καὶ πρὸς ἑαυτὰ συνέρχεται πυκνούμενα , ὅτε τοῦτο τύχῃ , τὰ παρυφιστάμενα ὥσπερ | ||
| τὸν Κυδαντίδην τοῦ δήμου προστάξαντος ζητῆσαι τὴν βουλήν , εἰ συνέρχεται τοῖς φυγάσιν εἰς Μέγαρα , καὶ ζητήσασαν ἀποφῆναι πρὸς |
| . Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός . Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ ' ἀναγκάζει φρονεῖν . Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρας | ||
| πού τι χαλεπόν ἐστι τὸ ψευδῆ λέγειν . ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ ' ἀναγκάζει φρονεῖν . ὅσος τὸ κατέχειν ἐστὶ |
| , ἔτι δὲ βορβορίζουσαν τῇ γεύσει : κἂν ἐπ ' ἄνθρακος διαπύρου ἐπιτεθῇ ἡ ἄδολος , ἐπιάζει ἀερόχρους γινομένη . | ||
| ξ , τὰ μὲν εἰς κος , ὡς τὸ ἄνθραξ ἄνθρακος , τὰ δὲ εἰς γος , ὡς τὸ ἅρπαξ |
| τῶν λαχανωδῶν , οἷον βλίτον ἀδράφαξυς ῥάφανος : ἐπεὶ καὶ ἐλάα ποιεῖ πως τοῦτο , καί φασιν ὅταν ἄκρον ἐνέγκῃ | ||
| παρὰ πᾶν τὸ δεῖπνον ἅπαντας αὐτοὺς παραπέμπειν , κἂν ἄρα ἐλάα τις ἢ τυρὸς ἢ σύκον , κἄν τι λάβωσιν |
| , κωματώδης : ἀσώδης , ὅτε διεγείροιτο : οὐ λίην διψώδης : περὶ δὲ ἡλίου δυσμὰς ἐδυσφόρει , παρέλεγεν : | ||
| ἰσχύν : καρδιαλγὴς δὲ καὶ δύσοσμος καὶ ἀτερπὴς καὶ ἄγαν διψώδης : ὅθεν οὐ πονηρῶς ἔνιοι ἀλόῃ μίσγοντες προσφέρουσιν : |
| : γράφω γραμμός τρίβω τριμμός θλίβω θλιμμός . τὸ δὲ ἄμμος καὶ ψάμμος θηλυκά . ἔτι καὶ τὸ μνάμμος βαρύνεται | ||
| “ χώσατο δ ' Ἕκτωρ . ” ψάμαθος ἡ παραθαλάσσιος ἄμμος . ψεδνή ἀραιά , μαδαρά , οἷον ἀπεψιλωμένη . |
| ἄκρῳ ἐκαρποφόρησεν , ὁ δὲ καρπὸς ἦν σῦκα καὶ σταφυλὴ μέλαινα , οὔπω πέπειρος . ταῦτα ἰδόντες ὡς εἰκὸς ἐταράχθημεν | ||
| ϲτίλβουϲα , εὔτονοϲ τῇ ὀϲμῇ καὶ βαρεῖα : ἡ δὲ μέλαινα φαύλη : δολοῦται γὰρ πίττηϲ μιγνυμένηϲ . Ἀψίνθιον βέλτιόν |
| ἡ ξύνδοϲιϲ . ἐπὶ μὲν τῆϲ ἀραιώϲιοϲ τῶν φλεβῶν ἡ ϲτῦψιϲ ἀρκέει : διαρρεῖ γὰρ ὡϲ ὑδρεῖον νέον δευθὲν τῇϲι | ||
| γὰρ τῶν βρωμάτων τε καὶ τῶν πομάτων ψῦξιϲ τε καὶ ϲτῦψιϲ ἐϲ πύκνωϲιν ἄγει τὰ μέρεα : ἀτὰρ οὐδὲ διαβρώϲιεϲ |
| αὐτὸ χρῶμα τοῖς μὲν πρεσβυτέροις ἀμαυρὸν φαίνεται τοῖς δὲ ἀκμάζουσι κατακορές , καὶ φωνὴ ὁμοίως ἡ αὐτὴ τοῖς μὲν ἀμαυρὰ | ||
| ποτὸν χυλὸς ῥαφανῖδος ἢ νίτρον μεθ ' ὕδατος ἢ ἀψίνθιον κατακορές , εἶτ ' ἔμετος ἐκ διαλείμματος καὶ πάλιν τῶν |
| αὐτοκέλευστος ὡρμήθη . . . . παράγγελμα : κρότος τε ἀθρόος οὐκ ἐκ παραγγέλματος ἀλλ ' ἔκ του αὐτοκελεύστου τῆς | ||
| φέρουσαι τὸν ὄμβρον . ἢ τὸν βρόχον . ὄμβρος ὁ ἀθρόος ὑετός , καὶ ὄμβριμον ὕδωρ τὸ ἐξ αὐτοῦ . |
| δὲ διὰ πύκνωϲιν , τοῖϲ ἀραιοῦϲιν , εἶτα τὴν μὲν ϲῆψιν τοῖϲ ῥύπτουϲι καὶ ἀλλοιοῦϲι καὶ μεταβάλλουϲι , τὸν δὲ | ||
| αὑτῶν οὐϲίαϲ . αἷμα γοῦν ἐϲτιν ἐπὶ τούτων τὸ τὴν ϲῆψιν ἀναδεξάμενον . οὕτωϲ δὲ καὶ τὰϲ ἄλλαϲ διαφορὰϲ τῶν |
| στενοχωρεῖν καὶ διατείνειν αὐτούς . οὕτω δὲ καὶ ὁ μελαγχολικὸς χυμὸς οὐ μόνον τῷ ψύχειν καὶ θλίβειν , ἀλλὰ καὶ | ||
| καὶ δριμύτερον ὑφαιρουμένης ταύτης γίνεται . Καὶ ὁ ξανθήχολος ὧδε χυμὸς ἐπιδίδωσι ξηραῖς τε καὶ θερμαῖς αὐξάνων διαθέσεσι καὶ τὰ |
| ὑπολαμβάνειν φρόνησιν μὲν τὴν αἴσθησιν , ταύτην δ ' εἶναι ἀλλοίωσιν , τὸ φαινόμενον κατὰ τὴν αἴσθησιν ἐξ ἀνάγκης ἀληθὲς | ||
| ' αὐτοῦ κράσεις εἶναι τὰς τῶν στοιχείων μίξεις κατ ' ἀλλοίωσιν . , Θ . καὶ οἱ ἀπ ' αὐτοῦ |
| πλεονάζει : ἄτρυτος γὰρ καὶ ἀτρύετος καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ ἀτρύγετος . οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τοῖς Περὶ παθῶν , . | ||
| δὲ παρὰ τὸ τρύειν , πλεονάζει : ἄτρυτος γὰρ καὶ ἀτρύγετος πλεονασμῷ τοῦ γε ' . . . . ἀτραπὸς |
| ' εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσὶ φίλῃσιν εὐρεῖαν : φύλλων γὰρ ἔην χύσις ἤλιθα πολλή , ὅσσον τ ' ἠὲ δύω ἠὲ | ||
| διαμπερές : ὣς ἄρα πυκνὴ ἦεν , ἀτὰρ φύλλων ἐνέην χύσις ἤλιθα πολλή . τὸν δ ' ἀνδρῶν τε κυνῶν |
| , πάντα ἀπὸ δυναμίων γίνεται . Τοῦτο μὲν , ὅταν πικρότης τις ἀποχυθῇ , ἣν δὴ χολὴν ξανθὴν καλέομεν , | ||
| σώματος παχυτέραν τε καὶ γλισχροτέραν ἔχοντες , ἀλλ ' ἡ πικρότης ἀντιπράττει τῷ πάχει , τέμνειν τὰ γλίσχρα καὶ παχέα |
| ἐπιδείκνυται , βλάβην δὲ οὐδεμίαν οὐδενὶ προϲτρίβεται μορίῳ , καὶ μάλιϲθ ' ὅταν μὴ ϲφοδρῷ τινι πυρετῷ περιέχοιτο ὁ ἄνθρωποϲ | ||
| τούτων κοινὸν βοήθημα ἡ τῆϲ γαϲτρὸϲ ϲύμμετροϲ ὑπαγωγή , καὶ μάλιϲθ ' ὅϲοιϲ ἐϲτὶ φύϲει ϲκληροτέρα ἡ γαϲτήρ , κοινὸν |
| μετὰ σκληρῶν τῶν ἀπὸ τῆς τροφῆς περισσωμάτων πρὸς τὴν ἀπόκρισιν διαπίπτει , οὐ συμμιγνύμενον αὐτοῖς . εἰ μὲν οὖν καὶ | ||
| ἐξ ἄλλων τόπων μετάκεινται . καὶ ἐν τοῖς κατὰ μέρος διαπίπτει , οὐκ ὀρθῶς χρώμενος ταῖς λέξεσιν , ὀδυσσαμένοιο τεοῖο |
| προϲαγορευόμενοϲ πυρετὸϲ μιχθέντοϲ τοῦ ϲηπομένου φλέγματοϲ τῷ ϲαπέντι πικροχόλῳ χυμῷ ϲύνθετοϲ ἐξ ἀμφοτέρων γίνεται : τοῦ μὲν οὖν ἀμφημερινοῦ μετὰ | ||
| ἄλλοιϲ περικαέϲιν ἅπαϲι καὶ τοῖϲ ἐν θέρει καὶ θάλπει ϲφοδρῷ ϲύνθετοϲ ἡ διάθεϲιϲ ἐϲτὶν ἐκ θερμότητόϲ τε καὶ ξηρότητοϲ , |
| ] μέζον , ἢν προϲφέρωνται καὶ καταπίνωϲι : ἄϲη , ἀπορίη , ὄψιεϲ ἀμαυραί , ὤτων ἦχοι , βάρεα κεφαλῆϲ | ||
| , δυσφόρως : διψώδης : ἀσώδης : πουλὺς βληστρισμός : ἀπορίη : παρέκρουσεν : ἄκρεα πελιδνὰ , καὶ ψυχρά : |
| βοτάνην ὡς γλῶσσαν οὖσαν , ἐν εἰρίῳ ποιεῖν προσθετόν . Ῥόου ὕδατος προσθετὸν καὶ ἔγχυτον : ἢν γυναικὶ ὕδωρ ῥέῃ | ||
| σμύρνης ὀβολὸν ἐν οἴνῳ τρίβειν αὐστηρῷ μέλανι καὶ πιπίσκειν . Ῥόου καὶ πάσης νούσου ποτὸν , ὅσαι ἀπὸ τῶν ὑστερέων |
| τἀναντία προστιθείς . Φαρμακεύειν ἐν τοῖσι λίην ὀξέσιν , ἢν ὀργᾷ , αὐθημερόν : χρονίζειν γὰρ ἐν τοῖσι τοιουτέοισι κακόν | ||
| ἀρχῇσιν , εἰ μὴ ὀργᾷ : τὰ δὲ πολλὰ οὐκ ὀργᾷ . Ἃ δεῖ ἄγειν , ὅπη ἂν μάλιστα ῥέπῃ |
| . χρὴ δὲ προνοεῖσθαι , ὅπως ἂν εἴη λεπτὸς καὶ εὐανάδοτος , καὶ πολλὴν ὕδατος ἐπιμιξίαν ἔχων , καὶ μὴ | ||
| μάλιστα ὁ κατὰ τὴν Κόπτον πόλιν οὕτως ἐστὶ λεπτὸς καὶ εὐανάδοτος καὶ ταχέως πεπτικὸς ὡς καὶ τοῖς πυρεταίνουσι διδόμενος μὴ |
| , στίμμι , κοράλλιον , ὕαλος ἀργὴ , χαλκὸς , κασσίτερος , μόλυβδος , οἶνος οὐ πολὺς , ὡσεὶ δὲ | ||
| προσεχής , ὡς Διονύσιος ἐν Βασσαρικοῖς . ἐξ ἧς ὁ κασσίτερος . Κασσώπη , πόλις ἐν Μολοσσοῖς , ἐπώνυμος τῇ |
| ἐνιαχοῦ . Καὶ ἡ ἄρκευθος ἐμφαίνει τινὰ τῇ μασήσει κακωδίαν γλυκεῖα οὖσα : τὸ δ ' οὖρον ποιεῖ εὐῶδες . | ||
| ὀπώρας : ἡδονῆς δὲ χάριν καὶ εὐστομαχίας διδόσθω σταφυλὴ λευκὴ γλυκεῖα συμπεπτωκυῖα μετ ' ἄρτου καὶ σῦκα πέπειρα , περιαιρεθέντος |
| τῇ περιπλευμονίῃ : καὶ τὰ οὖρα , χολώδεα μὲν ἢ αἱματώδεα ἐόντα , ἐπίπονα : ξανθὰ δὲ , ἀπονώτερα : | ||
| ξανθὸν καὶ τὰ τοιαῦτα . κηʹ . Κώλυσις ἐπὶ τοῖσιν αἱματώδεα πτύουσιν , ὥρη , πλευρῖτις , χολή . Θαυμαστὸν |
| προσήκει αὐτὴν σφόδρα σιμοτομεῖν ἐν τῇ κλαδείᾳ , ἵνα μὴ πολυφόρος οὖσα ταχέως ἀποκάμνῃ . καὶ ἡ ἄμπελος αὐτὴ σφόδρα | ||
| . ἔστι δὲ πᾶσα ἡ χώρα αὕτη πάμφορός τε καὶ πολυφόρος , ἵπποις δὲ καὶ προβάτοις ἀρίστη : ἡ δ |
| γὰρ ὅτι ἡ πάχνη κατὰ τὴν νύκτα γίνεται . . ἀχθηδὼν ] τὸ βάρος . . ἀχθηδὼν ] βαρύτης , | ||
| χρηϲτῶϲ : ἀλλαγὴ τῶν κατὰ φύϲιν ἐϲ τὸ ἔμπαλιν : ἀχθηδὼν ἐϲ πάντα καὶ φυγὴ καὶ μῖϲοϲ ϲιτίων . ἐπὶ |
| ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθῃ : Ὣς εἰπὼν ἵπποισιν ἐνέπνευσεν μένος ἠΰ . τὼ δ ' ἀπὸ χαιτάων κονίην οὖδας δὲ | ||
| λαοσσόος ὦρσεν Ἀπόλλων ἀντία Πηλεΐωνος , ἐνῆκε δέ οἱ μένος ἠΰ : υἱέϊ δὲ Πριάμοιο Λυκάονι εἴσατο φωνήν : τῷ |
| ἡ χώρη ἐκείνη ἑλώδης ἐστὶ καὶ θερμὴ καὶ ὑδατεινὴ καὶ δασεῖα : ὄμβροι τε αὐτόθι γίγνονται πᾶσαν ὥρην πολλοί τε | ||
| τῇ νήσῳ Λευκή , περίπλους δὲ αὐτῇ σταδίων εἴκοσι , δασεῖα δὲ ὕλῃ πᾶσα καὶ πλήρης ζῴων ἀγρίων καὶ ἡμέρων |
| λοιπὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐλευθεροῦνται . πολλάκις γὰρ ὕλη παχεῖα πλεονάζει ἐν τῷ σώματι , καὶ ταύτην ἤρξατο κενοῦν | ||
| ἐκκαλεῖ μολών . ἕλκων ἐφ ' αὑτὸν ὥστε καικίας νέφος παχεῖα γαστὴρ λεπτὸν οὐ τίκτει νόον . † ἀγνοεῖ † |
| λευκὴν ἔχει τὴν χρόαν , καὶ τοῖς θήλεσιν αὐτῶν οὐκ ἐπιφύεται τὸ καθόλου κέρας . εἰς ταύτας δ ' ἔμποροι | ||
| βοσκήματα λευκὰ μέν ἐστι πάντα , οὐδενὶ δὲ τῶν θηλειῶν ἐπιφύεται κέρας . Ἐν ταύταις ταῖς νήσοις ἰδεῖν ἔστιν ὁρμούσας |