. . Κεραυνὸν σβεννύεις ] ἤτοι τὸν Δία τῆς ὀργῆς παύεις καὶ μειλίχιον καθιστᾷς , ὁπόταν ἀκούῃ σου . *
τῆς ἀριστερᾶς γνάθου ἀποσπάσῃς ὀδόντα τὸν πρῶτον , ῥιγοπύρετον εὐχερῶς παύεις . ὅτι ὁ τροχίλος τὸ ὄρνεον προσφιλὴς αὐτῷ ἐστί
6662727 σβεννυεις
τὸν αἰχματὰν ] Ὃν Ζεὺς δίκην αἰχμῆς φέρει . Κεραυνὸν σβεννύεις ] * Ἤτοι τὸν Δία τῆς ὀργῆς παύεις καὶ
ὁ δὲ νοῦς : καὶ τὸν ἰσχυρὸν καὶ πολεμικώτατον κεραυνὸν σβεννύεις τοῦ διαπαντὸς ὄντος πυρός . ἀφυπνοῖ δὲ τῇ ἡδονῇ
6417069 μεινον
πλήρης λέων δὲ μοῦνος προὐκαλεῖτο θαρσήσας αὑτῷ μάχεσθαι . “ μεῖνον ” εἶπε “ μὴ σπεύσῃς ” ἅνθρωπος αὐτῷ ,
δὲ μὴ δυνηθῇς , φησιν , ἀντιβαλεῖν τὸ ὀστοῦν , μεῖνον , ἵνα σαπῇ καὶ πέσῃ . καὶ πόθεν ἔχω
6307481 ἀνηῃ
. . Ἀνήῃ : εὖτ ' ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνήῃ : σημαίνει καταλείποι . ἔστιν ἀνῷ ἀνῇ ὑποτακτικόν ,
ἦς , τὸ τρίτον ἐὰν ἀνῇ καὶ πλεονασμῷ τοῦ η ἀνήῃ . . . . ἀνήγκακα : ἀπὸ τοῦ ἀναγκάζω
6005757 κακοφατιδα
σύνταξις : πέμψω σοὶ τὴν βοὴν τοῦ νόστου τοῦ προσφθόγγου κακοφάτιδα , ἱὰν καὶ βοὴν κακομέλετον Μαριανδηνοῦ θρηνητῆρος , ἰαχὴν
σοι , ἤγουν χαιρέτισμα πέμψω αὐτὸς ἰαχὴν πολύδακρυν διὰ τὴν κακοφάτιδα βοὴν τῆς ὑποστροφῆς . τινὲς δέ φασι πρὸ τοῦ
5973524 ἑλωμεν
πρὸς ἄγραν τ ' εὐτυχῆ θείης [ μολεῖν ] ὅπως ἕλωμεν ] ἄνδρα δυσσεβέστατον . [ ὅδ ' αὐτός ]
ταύτην τὰ ἐφεξῆς ἅπαντα συνείρειν . ἵνα δὴ τοῦτο διηρθρωμένως ἕλωμεν , ἀναμνησθῆναι χρὴ τῶν εἰρημένων ἐν τοῖς προλαμβανομένοις τῆς
5959110 ἀποθνῃσκω
ὄντι ὡς ἂν δύνωμαι βέλτιστος ὢν καὶ ζῆν καὶ ἐπειδὰν ἀποθνῄσκω ἀποθνῄσκειν . παρακαλῶ δὲ καὶ τοὺς ἄλλους πάντας ἀνθρώπους
ἐποχοῦμαι , ὀργίζομαι , ὀλισθαίνω , λαλῶ , τήκομαι , ἀποθνῄσκω , ἐν φόβῳ ἐγώ , πρὸς φόβου σύ ,
5941807 ἰθ
εἰ δοίης γέ μοι τοὺς Φασιανοὺς οὓς τρέφει Λεωγόρας . ἴθ ' , ἀντιβολῶ ς ' , ὦ φίλτατ '
' ἔασον κἀποκλαύσασθαι κακά . Ἴθ ' , ὦναξ , ἴθ ' , ὦ γονῇ γενναῖε : χερσί τἂν θιγὼν
5940733 καταιγιζοντα
μὲν βορεάδας ἥξεις πρὸς πνοάς , ἵν ' εὐλαβοῦ βρόμον καταιγίζοντα , μή ς ' ἀναρπάσηι δυσχειμέρωι πέμφιγγι συστρέψας ἄφνω
Καλλιμέδοντ ' εἰς τοὔψον , εἰ φιλεῖς ἐμέ , παύσῃς καταιγίζοντα δι ' ὅλης ἡμέρας . ἔργον τυράννων , οὐκ
5938864 προσελθε
ζωοποιήσας τὰ πάντα . Καὶ εἶπε Πεντεφρῆς τῇ Ἀσενέθ : πρόσελθε καὶ φίλησον τὸν ἀδελφόν σου . Καὶ ὡς προσῆλθε
μηδὲν ταραχθῇς . καὶ σὺ δέ , ὦ γύναι , πρόσελθε τῷ κυρίῳ . ” Καλλιρόη μὲν οὖν πρὸς τὸ
5932136 ἀπηλεγεως
καὶ ἄλλος ἀνὴρ ἐρρίγῃσιν ἀρείονα φῶτα μετελθεῖν . ” Ἴσκεν ἀπηλεγέως : ὁ δ ' ἀπὸ θρόνου ὤρνυτ ' Ἰήσων
, ἡνίκα με ἴδῃς σὺν ταῖς Νηρεΐσιν ὑπαντήσασάν σοι . ἀπηλεγέως : ἀναμφιλέκτως . ἀίδηλος ἐδύσατο : ἀφανὴς γενομένη κατέδυ
5931489 ἐξελθε
ἡ τύχη λέγεται δαιμόνων κατάστασις . ὁ δὲ νοῦς : ἔξελθε τῶν οἴκων : οὐ γὰρ ἐν χορείαις καὶ παρθενῶσιν
ὁμοίως : ἴθ ' ὦ ἄνα , πρὸς γονάτων , ἔξελθε καὶ σύγγνωθι τῇ τραπέζῃ . Φασὶν ἀλλήλαις ξυνελθεῖν τὰς
5928789 ἑλξω
λογισμόν : „ ἴσως τὴν ἀπειλὴν πρὸς ἑτέρους οὖσαν αὐτὸς ἕλξω περιεργίας ὁμοῦ καὶ προπετείας καὶ θράσους ὑπόληψιν ἐξενεγκάμενος .
, φησὶ , πρὸς κέντρα οὐ λακτίζω , ἀλλὰ εἴξας ἕλξω τὸν ζυγὸν , ὅ ἐστι τὸ ἔργον τοῦ βίου
5906314 βαρβαρωι
τὸν ἡδονῆς μελωιδὸν εὐάζων χορόν . πηκτὶς δὲ Μούσηι γαυριῶσα βαρβάρωι δίχορδος εἰς σὴν χεῖρα πῶς κατεστάθη ; ἐδέξατ '
' , ἀνθηρὸς μὲν εἱμάτων στολῆι χρυσῶι τε λαμπρός , βαρβάρωι χλιδήματι , ἐρῶν ἐρῶσαν ὤιχετ ' ἐξαναρπάσας Ἑλένην πρὸς
5899564 ὀχον
' ὀργῆς : καί μ ' ὁ πρέσβυς ὡς ὁρᾷ ὄχον παραστείχοντα , τηρήσας μέσον κάρα διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο
] ? σταλάσσ [ - [ ] οντων ? ? ὄχον [ [ ] ων ? κουροτρόφ ? ? [
5898404 ἀπεκοψεν
: καὶ Ὅμηρος : ἄχρις ἀπηλοίησεν , ἀντὶ τοῦ ἀκριβῶς ἀπέκοψεν . ἄχρι δὲ χωρὶς τοῦ σ χρονικὸν ἐπίρρημα .
ἐκεῖ Κρόνον τὸ δρέπανον ἀποκρύψαι , ᾧ τὰ τοῦ πατρὸς ἀπέκοψεν αἰδοῖα . Νίκανδρος ἐν τῷ ηʹ Σικελίας „ καί
5895321 χανουσα
ἔπειτα δόλου πετάσασα θύρετρα , ἐξαπίνης συνέμαρψε καὶ ἔσπασεν εὐρὺ χανοῦσα ἄγρην κερδαλέην , ὅσσην ἕλεν οἰμήσασα . Καὶ μὲν
' ἀλλήλοισιν ὁμιλῆσαι μεμαῶτε συμπεσέτην , ἔχιος δὲ κάρη κατέδεκτο χανοῦσα νύμφη φυσιόωσα : γάμῳ δ ' ἐπιγηθήσαντες ἡ μὲν
5894543 τανυσσαι
. , . τόδε κρήδεμνον τανύσσαι . † ) τὸ τανύσσαι ἀπαρέμφατον διὰ τὸ βαλέειν . . Ο . ἂψ
. Π . . . . , . τόδε κρήδεμνον τανύσσαι . † ) τὸ τανύσσαι ἀπαρέμφατον διὰ τὸ βαλέειν
5886531 δεσμιοι
βοηδρομοῦντες : ἁρμάτων δ ' ἄφνω τροχοί οὐκ ἐστρέφοντο , δέσμιοι δ ' ὣς ἥρμοσαν . ἀπ ' οὐρανοῦ δὲ
χαραχθεὶς κλίμακας ῥάνηι φόνωι , οἱ δ ' ἐν βρόχοισι δέσμιοι λελημμένοι Φρυγῶν ἀρούρας ἐκμάθωσι γαπονεῖν . Ἕκτορ , ταχύνεις
5877721 ἐξαγῃ
τὴν πομπὴν καὶ τὴν πανήγυριν εἶτα , ὅταν ς ' ἐξάγῃ , πορεύεσθαι προσκυνήσας καὶ εὐχαριστήσας ὑπὲρ ὧν ἤκουσας καὶ
αὔριον δ ' ἀντὶ ῥαφάνων ἑψήσομεν βαλάνιον , ἵνα νῷν ἐξάγῃ τὴν κραιπάλην . Εἰ πεύσομαι τὸν ἀηδόνειον ὕπνον ἀποδαρθόντα
5873720 ἀπαιτω
σε σώιζουσιν θανεῖν . καὶ σέ : δεύτερον δ ' ἀπαιτῶ σκῆπτρα καὶ μέρη χθονός . οὐκ ἀπαιτούμεσθ ' :
γέρον , ὃς οἰκεῖς τόνδε λάινον τάφον , ἀπόδος , ἀπαιτῶ τὴν ἐμὴν δάμαρτά σε , ἣν Ζεὺς ἔπεμψε δεῦρό
5872280 κυνε
χορὸν ἡδὺν ἑταίρων : σὺν δέ σφιν καὶ τώδε δρακοντοφόνω κύνε βήτην αὐτομάτω : γλυκερὴ δὲ πέλει περὶ βωμὸν ἄνακτος
δ ' ὠκύποδας λαγὸς ᾕρευν ἄνδρες θηρευταί , καὶ καρχαρόδοντε κύνε πρό , ἱέμενοι μαπέειν , οἳ δ ' ἱέμενοι
5871240 Ὠναξ
; Οὐκ ἀνοίξετε ; Πόθεν βροτοῦ με προσέβαλ ' ; Ὦναξ Ἡράκλεις , τουτὶ τί ἐστι τὸ κακόν ; Ἱπποκάνθαρος
τόν γε σὸν τοῦ πρέσβεως . Ὁ βασιλέως Ὀφθαλμός . Ὦναξ Ἡράκλεις . Πρὸς τῶν θεῶν , ἄνθρωπε , ναύφρακτον
5859221 ὁλκους
ψάμμος . Κύει : συλλαμβάνει , ἐγκυμονεῖ , γεννᾷ . ὁλκούς : σώματα , περιφραστικῶς τὰ συρόμενα σώματα , ἢ
, οἷον : δὴ τότ ' , ἀνοχλίζων τετρηχότος οἴδματος ὁλκούς : τετρηχότος σημαίνει τεταραγμένους , ὁλκοὺς τὰς ἐκχύσεις .
5857132 Τειρεσια
κρᾶτα σεῖσαι πολιόν ; ἐξηγοῦ σύ μοι γέρων γέροντι , Τειρεσία : σὺ γὰρ σοφός . ὡς οὐ κάμοιμ '
βαίνων ἤλυσιν μόλις περῶ . θάρσει : πέλας γάρ , Τειρεσία , φίλοισι σοῖς ἔσθ ' ὁρμίσαι σὸν πόδα :
5856234 μελιφρων
χαλκεᾶν δ ' οὐκ ἔστι σαλπίγγων κτύπος , οὐδὲ συλᾶται μελίφρων ὕπνος ἀπὸ βλεφάρων ἀῷος ὃς θάλπει κέαρ . Συμποσίων
, τὸ πληθυντικὸν ἀνῆμεν . . . . ἀνήῃ : μελίφρων ὕπνος ἀνήῃ . ἀνίημι , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἀνῆν
5849764 Νεκρον
ὁ τάλας βασανίζεται ὥσπερ ὁ πένης . Αὔλει μοι . Νεκρὸν ἐάν ποθ ' ἴδῃς καὶ μνήματα κωφὰ παράγῃς ,
τάλας βασανίζεται ὥσπερ ὁ πένης . αὔλει [ μοι . Νεκρὸν ἐάν ποθ ' ἴδῃς καὶ μνήματα κωφὰ παράγῃς ,
5846076 ἀπολουμαι
Τηλέφου ἐστὶν Εὐριπίδου : ἴθ ' ὅποι χρῄζεις : οὐκ ἀπολοῦμαι τῆς σῆς Ἑλένης οὕνεκα . ἥττων ] ἐμοῦ .
ἐκ τοῦ Τηλέφου Εὐριπίδου ἴθ ' ὅποι χρῄζεις : οὐκ ἀπολοῦμαι τῆς σῆς Ἑλένης οὕνεκα . ἴθι , πορεύου .
5833358 πεμπετ
ὑμῖν , πρόσθε δ ' ἄνασσαν , [ λάβετε φέρετε πέμπετ ' ἀείρετέ μου ] γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι : κἀγὼ
ὕμνος . ἀλλὰ κλύοντες , μάκαρες χθόνιοι , τῆσδε κατευχῆς πέμπετ ' ἀρωγὴν παισὶν προφρόνως ἐπὶ νίκῃ . πάτερ ,
5824996 λυγκος
παρὰ τὸν Νεῖλον ῥινοκέρωτες . κεφ . μϚʹ . περὶ λυγκός . ὅτι δύο εἰσὶ γενεαὶ λυγκῶν : καὶ αἱ
τὸ κατὰ μόνας νεμόμενον : δάκος δὲ τὸ θηρίον . λυγκός : εἶδος θηρίου ὁ λύγξ , οὗ τὸ οὖρον
5823967 Ἰθ
παντός , ὦ δέσποτ ' , ἀγαλοῦμεν ἡμεῖς ἀεί . Ἴθ ' , ἀντιβολῶ ς ' , ἐλέησον αὐτῶν τὴν
' , ὦ πόνηρ ' , οὐ δημοσιεύων τυγχάνω . Ἴθ ' ἀντιβολῶ ς ' , ἤν πως κομίσωμαι τὼ
5822857 κλυεις
ἠξίουν δούλους φονεύειν φασγάνοις ἐλευθέροις . τύχην τοιαύτην σῶν κασιγνήτων κλύεις . ἐγὼ μὲν οὖν οὐκ οἶδ ' ὅτῳ σκοπεῖν
ἀθυμίας : καὶ παραλύεταί μου τὰ μέλη ἐλαύνομαι ] διώκομαι κλύεις ] † ἤγουν ἤκουσας πραχθέντ ' ] ἃ ἐπράχθη
5802134 μελεους
] κατ ' ἀλήθειαν . δῆθ ' ] ἀληθῶς . μελέους ] δυστυχεῖς . μελέους ] ἀθλίους . δόμων ]
κἀγὼ σέ , τὴν δοκοῦσαν Ἰδαίαν πόλιν μολεῖν Ἰλίου τε μελέους πύργους . πρὸς θεῶν , δόμων πῶς τῶν ἐμῶν
5800970 Κυριε
τηρήσῃς αὐτὰς κατὰ τὴν ἐμὴν ἐντολήν . λέγω αὐτῷ : Κύριε , ὃ ἐάν μοι ἐντείλῃ , φυλάξω αὐτό :
γενομένην διὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ σωθῆναι . λέγω αὐτῷ : Κύριε , ἐλπίζω ὅτι πάντες ἀκούσαντες αὐτὰ μετανοήσουσιν . πείθομαι
5785798 πολυπενθη
γόοις ἀκορεστοτάτοις . κἀγὼ δὲ μόρον τῶν οἰχομένων αἴρω δοκίμως πολυπενθῆ . νῦν γὰρ δὴ πρόπασα μὲν στένει γαῖ '
κἀγὼ δὲ διὰ τὸν μόρον τῶν οἰχομένων αἴρω καὶ κινῶ πολυπενθῆ δηλονότι γόον . λείπει δὲ τοῦτο . . αἴρω
5781441 κολῳον
ὅταν τὸν πλανήτην καὶ σῖννιν ξένον ὑπο δέξωνται θήσει βαρὺν κολῳὸν πολὺν θόρυβον καὶ ἀστεργῆ κραυγὴν ἐν μέσαις ταῖς λέσχαις
, αὐτὰρ πασσυδίῃ περιώσιον ὄρνυτ ' ἀυτήν ἀθρόοι , ὄφρα κολῳὸν ἀηθείῃ φοβέωνται νεύοντάς τε λόφους καὶ ἐπήορα δούραθ '
5779447 θἀτερᾳ
. Κἀγὼ βαρυνθεὶς τὴν μὲν οὖσαν ἡμέραν μόλις κατέσχον , θἀτέρᾳ δ ' ἰὼν πέλας μητρὸς πατρός τ ' ἤλεγχον
Λυσιστράτη ; Ὡς ἅνδρες ἡμεῖς οὑτοιὶ τοιουτοιί . Χαὔτη ξυνᾴδει θἀτέρᾳ ταύτῃ νόσος . Ἦ που πρὸς ὄρθρον σπασμὸς ὑμᾶς
5775334 ἰαχην
κορυφήνδε μετασπόμενος κίον ἄκρην , οἳ μὲν ἄρ ' ἐξαπίνης ἰαχὴν ὀξεῖαν ὄρον τε αἰγανέης ἔσσυντο θοώτερον ἠὲ βελέμνου ὑψίκομον
. προφθόγγου σοι ] πρὸ τοῦ σοῦ φθόγγου πέμψω αὐτὸς ἰαχὴν πολύδακρυν διὰ τὴν κακοφάτιδα βοὴν τῆς ὑποστροφῆς : εἶτα
5770320 γραυ
κάνθαρος , σείσων , λύχνος . ὑπηρεσία σοι παντελής , γραῦ , κεραμίων . ζωμὸν ποιῶ θερμὸν ἰχθὺν ἐπαναπλάττων ,
Πρόσφερε δεῦρο δὴ τὴν κεφαλὴν τῆς δέλφακος . Σὲ γὰρ γραῦ συγκατῴκισεν σαπράν ὀρφοῖσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βοράν .
5765726 τετροφας
ταύτην λογίζου , ἀλλ ' ὅτι καὶ τὴν ἀκρασίαν σου τέτροφας , ἐπηύξησας . ἀδύνατον γὰρ ἀπὸ τῶν καταλλήλων ἔργων
. καὶ ἐν Φιαληφόρῳ : . . τὸν μόναυλον ποῖ τέτροφας ; οὗτος Σύρε . ποῖον μόναυλον ; τὸν κάλαμον
5764930 ἀσκηθεις
αὐτῆς παλαίστρας προσεληλυθὼς ἑκάτερος , οὐδὲ ὑπὸ τῷ αὐτῷ παιδοτρίβη ἀσκηθείς , οὐδὲ τὴν αὐτὴν τέχνην ἐκμαθών , οὐδὲ τοῖς
, παρὰ τροπὴν τοῦ χ εἰς κ : καὶ τὸ ἀσκηθείς ἐντεῦ - θεν , ὁ καὶ ἀβλαβής , ἀπὸ
5762287 ποτˈνια
ἀπορία τελέθει , τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας Διὸς Κόρινθος . Ὥρα πότˈνια , κάρυξ Ἀφˈροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων , ἅ τε παρθενηΐοις
ἔνθα κελαινώπεσσι Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν Αἰήτᾳ παρ ' αὐτῷ . πότˈνια δ ' ὀξυτάτων βελέων ποικίλαν ἴϋγγα τετˈράκˈναμον Οὐλυμπόθεν ἐν
5761131 δερμ
, τὴν Ἀχιλλέως μοι Σαρκικὸν γὰρ εἶχε χρῶτα καὶ τὸ δέρμ ' ὅμοιον . Βλαστεῖ δ ' ἐπὶ γῆς δένδρεα
οὐδ ' ἐτρύπησεν κρόκην . πλύνον καταπλυντήριζε . . πολύτορον δέρμ ' ἐχίνου . . . Σκύθης ὄνειον δαῖτα στατῆρσι
5757217 Ἀριστ
ψυχῆς πέρι διαπεράνηται καὶ δείξῃ πρότερον ὂν ψυχὴν σώματος . Ἄριστ ' , ὦ ξένε , δοκεῖς ἡμῖν εἰρηκέναι ,
ποικίλοις οὖσιν ἕπεσθαι τὸν νομοθέτην μηδὲν ὁμοίαις ζημίαις ζημιοῦντα ; Ἄριστ ' , ὦ Κλεινία : σχεδόν τοί με ὥσπερ
5754366 τρυπαν
τὸν πάτον τοῦ ἐπάνω καυκίου με τίποτας ὅπου νὰ ποιήσῃς τρῦπαν ὅσον σακκοράφης , ἢ καὶ μικροτέραν , ὅσον βελόνης
βάλε πῦρ ὀλίγον ἐν ἰσότητι : ἐπίθες δὲ εἰς τὴν τρῦπαν τοῦ ἐπάνω καυκίου μάχαιραν , ὅπου νὰ ἔναι ἡ
5753831 ἐπιθυμησουσι
ὑπάγει . Καίγε πολλοὺς φίλους ὑπὲρ γονεῖς κτήσηται , καὶ ἐπιθυμήσουσι πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων δουλεῦσαι αὐτῷ , καὶ ἀκοῦσαι νόμον
δὲ ὅσῳ ἂν πλείω σπείρωσι , τοσούτῳ μᾶλλον τῆς εἰρήνης ἐπιθυμήσουσι . ταῦτα δ ' εἰπὼν ἀπῄει πεζῇ δι '
5753571 προσφθογγον
] θρηνητὸς τῇ γέννῃ . ἀντὶ τοῦ δυστυχῶς γεννηθείς . πρόσφθογγον ] προσφώνησίν σοι τοῦ νόστου πέμψω , τὴν κακοφάτιδα
βʹ ἑφθημιμερῆ , τὸ δὲ γʹ δίμετρον ἐκ προκελευσματικοῦ . πρόσφθογγον ] τὸ αʹ ἑφθημιμερὲς , τὰ Ϛʹ δὲ μονόμετρα
5747334 ἐκλυες
. πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ ' , ἐπεὶ ἐξ ἐμεῦ ἔκλυες αὐτῆς , ὡς τὸν ξεῖνον ἔμελλον ἐνὶ μεγάροισιν ἐμοῖσιν
' , αἴ ποκα κἀτέρωτα τᾶς ἔμας αὔδως ἀίοισα πήλυ ἔκλυες , πάτρος δὲ δόμον λίποισα , χρύσιον ἦλθες ἄρμ
5742071 τεταγων
' ἄρ ' Ἀγκαῖος Λυκοόργοιο θρασὺς υἱός αἶψα † μέλαν τεταγὼν πέλεκυν μέγαν ἠδὲ κελαινόν ἄρκτου προσχόμενος σκαιῇ δέρος ἔνθορε
παῖδα δ ' ἑλὼν ἐκ κόλπου ἐυπλοκάμοιο τιθήνης ῥῖψε ποδὸς τεταγὼν ἀπὸ πύργου , τὸν δὲ πεσόντα ἔλλαβε πορφύρεος θάνατος
5741896 φιλοσοφεις
ὄντες . ” καὶ ἅμα ἐς τὸν Ἀσκληπιὸν βλέψας „ φιλοσοφεῖς , „ ἔφη ” ὦ Ἀσκληπιέ , τὴν ἄρρητόν
ἂν ταῦτα ᾤου . „ „ σὺ δέ , ἐπειδὴ φιλοσοφεῖς , ὦ βέλτιστε , ” ἔφη ” τί περὶ
5739502 φωνησαντος
γίνεται , ὅταν ὁ πληγεὶς ἀὴρ ὑπὸ τοῦ ψοφήσαντος ἢ φωνήσαντος προσπεσὼν στερεῷ τε καὶ λείῳ καὶ ἑνὶ ὄντι διὰ
οὐκ ἔγωγε . ἐπεὶ δὲ ἅπαντες ἡσθέντες ὅτι ἤκουσαν αὐτοῦ φωνήσαντος προσέβλεψαν , ἤρετό τις αὐτόν : Ἀλλ ' ἐπὶ
5735103 ληγετε
ὥλαφος ἕλκοι , κἠξ ὀρέων τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο . λήγετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι , ἴτε λήγετ ' ἀοιδᾶς .
γ ' ἔλυσεν τὸ τέλος , φίλαι , βίου , λήγετε τοῦδ ' ἄχους : κακῶν γὰρ δυσάλωτος οὐδείς .
5733553 ἀστεργη
σῖννιν ξένον ὑπο δέξωνται θήσει βαρὺν κολῳὸν πολὺν θόρυβον καὶ ἀστεργῆ κραυγὴν ἐν μέσαις ταῖς λέσχαις , ὅταν εὐωχούμενοι κατασπένδωσιν
θεᾶς δ ' ὀφελτρεύσουσι κοσμοῦσαι πέδον δρόσῳ τε φοιβάσουσιν , ἀστεργῆ χόλον ἀστῶν φυγοῦσαι . πᾶς γὰρ Ἰλιεὺς ἀνὴρ κόρας
5730610 ὀπ
. Θ . 〚 ὠὸπ , ὂπ , ὠὸπ , ὂπ : Εἴσθεσις μέλους χοροῦ μονοστροφική : ἧς προτίθεται τὸ
κατὰ Ξέρξου δὲ οἶμαι . Θ . 〚 ὠὸπ , ὂπ , ὠὸπ , ὂπ : Εἴσθεσις μέλους χοροῦ μονοστροφική
5727615 οἰηϊα
θάμβησε δὲ Τῖφυς ἀμύμων , ἄφθογγος δέ οἱ ἧκε χερῶν οἰήϊα νηός Ἀργῴης : οὐ γάρ οἱ ἐέλπετο κῦμα περῆσαι
' ἀνδράσιν ἶφι μάχονται . Ἐς δὲ λίνον χρειὼ στέλλειν οἰήϊα θήρης , καὶ πνοιὴν ἀνέμου φεύγειν ἄνεμόν τε δοκεύειν
5726439 λαβου
κλιτικὴν ἔκτασιν συστείλας τὸ ἴδιον προστακτικὸν ποιεῖ , ἐλαβόμην ἐλάβου λαβοῦ , ἐπραθόμην ἐπράθου πραθοῦ : ταῦτα δὲ παραλόγως Ἀττικοὶ
. . πυθοὺ ] περισπῶσιν Ἀττικοὶ τοῦτο , καὶ τὸ λαβοῦ καὶ ἐμοῦ καὶ τὰ ὅμοια . ἔστι δὲ δεύτερος
5721000 μιασμ
φόνου εἰς σπλάγχν ' ἐχίδνης αὐτόχειρ βάψει ξίφος , κακὸν μίασμ ' ἔμφυλον ἀλθαίνων κακῷ . Ἐμὸς δ ' ἀκοίτης
τῆς ἀποθανούσης : δεῖξον δ ' ἐπειδή γ ' εἰς μίασμ ' ἐλήλυθας : ἐπειδὴ εἰς μίασμα ἐλήλυθας , δεῦρό
5717072 ἐγελας
ὡς ἐλάττων σοι δύναμις ἧς αἰτοῦμεν χάριτος ; καὶ μὴν ἐγέλας οὐδὲν σπουδῆς ἀνιέντος τοῦ Κυρίνου καὶ παρεδήλους ὡς τά
ἐν ταῖς πλευραῖς μὴ τοιαῦτα κερδαίνειν , σὺ μὲν ἴσως ἐγέλας ἐπιβουλευόμενος , ἡμεῖς δὲ ἐφροντίζομεν , εἰ καὶ θαρρεῖν
5716998 ἠνεγκ
. τὸ παιδάριον εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν τὴν ἡμετέραν : ἤνεγκ ' ἐκεῖνος , οὐκ ἐγώ . τῶν ἔνδον ὡμολόγησε
σὺ προσχρῄζεις . Ἤνεγκον κακότατ ' , ὦ ξένοι , ἤνεγκ ' ἀέκων μέν , θεὸς ἴστω : τούτων δ
5716177 κοιμημα
, , : κῶμα : ἀπὸ τοῦ κοιμῶ κοιμήσω γίνεται κοίμημα , συγκοπῇ κοῖμα καὶ τροπῇ τῆς οι εἰς ω
κώματος καταφερόμενοι . κῶμα γὰρ ὁ ὕπνος | καὶ οἷον κοίμημα . οἱ οὖν μετά τινος νωθρείας ἐν καταφορᾷ ὄντες
5714870 μεθυουσα
ἐν Γαδέρ , πλησίον Ἐφραθὰ οἴκου Βηθλεέμ , Βάλλα ἦν μεθύουσα καὶ κοιμωμένη ἀκάλυφος κατέκειτο ἐν τῷ κοιτῶνι : κἀγὼ
ἔλαιον ἀναψήσασθαι , καὶ κύλικ ' εὔζωρον , ὡς ἂν μεθύουσα καθεύδῃ . ΓΘ ἄλλως : Πυανεψίοις καὶ Θαργηλίοις Ἡλίῳ
5714749 ἀπατηθῃ
ὅταν δὲ θήλεια ᾖ ἡ θηρεύουσα , ᾄδει ἕως ἂν ἀπατηθῇ ὁ ἡγεμὼν αὐτῆς . καὶ οἱ ἄλλοι ἁθροισθέντες ἀποδιώκουσιν
ἐξηπάτησεν ” , ὅταν ὑπὸ τοῦ σῴζοντος τὸ σῳζόμενον ⌈ ἀπατηθῇ Γ [ ἐξαπατηθῇ ] . Γ παροιμία χωρὶς τοῦ
5712283 τυπῃ
' ἐνὶ τριόδοισι τύχοις ὅτε δάχμα πεφυζώς περκνὸς ἔχις θυίῃσι τυπῇ ψολόεντος ἐχίδνης , ἡνίκα θορνυμένου ἔχιος θολερῷ κυνόδοντι θουρὰς
τοῦ ποιοῦμαι καὶ τῶν ὁμοίων τῆς πρώτης τῶν περισπωμένων . τυπῇ , τυπεῖται . Δυϊκά . Τυπούμεθον , τυπεῖσθον ,
5708259 ἐνναιων
σοι τάδ ' ἔστ ' , ἐκεῖ χώρας ἀλάστωρ οὑμὸς ἐνναίων ἀεί : ἔστιν δὲ παισὶ τοῖς ἐμοῖσι τῆς ἐμῆς
Παιάν , βακχευτᾷ . εἰς σὲ ζωὰν γὰρ τείνω γυίοις ἐνναίων ῥευστοῖς : οἴκτειρον τόσσον , Τιτάν , ἀνθρώπου δειλοῦ
5700102 στομ
ταγηνίαις : τεμάχη δ ' ἄνωθεν αὐτόματα πεπνιγμένα εἰς τὸ στόμ ' ᾄττει , τὰ δὲ παρ ' αὐτὼ τὼ
ἀνάγκης δεῖ γελᾶν , ἵνα θεωρῶς ' οἱ παρόντες τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ
5688471 ὀτοβον
⋮ – ˘ – × – ˘ × . . ὄτοβον ] ? ὠ [ [ ] πνευμα ? [
τὸν τῶν χνοῶν κτύπον . . τῶν καρουχῶν . . ὄτοβον ] κτύπον . ἁρμάτων ] τῶν πολεμίων . .
5687119 λακτιζει
κέντρα κῶλον ] πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτείνει ὁ βοῦς : λακτίζει γὰρ κεντούμενος ὑπὸ κέντρου : ὥστε λακτίζων πρὸς κέντρον
τοῦ φόβου . ἡ καρδία μου διαπαντὸς ἐκ τοῦ φόβου λακτίζει , σφύζει , καὶ πάλλεται καὶ λακτίζει τὴν φρένα
5685301 ἐξελθ
παῖ παῖ ” , Πολυξένη δηλονότι , “ ἔξελθ ' ἔξελθ ' οἴκων ” . παίζει ⌈ ὁ Ἀριστοφάνης ἐνταῦθα
νυν τὰ πλείον ' ἱστορεῖν , ἐκ τῆσδ ' ἕδρας ἔξελθ ' : ἔχεις γὰρ χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν .
5684289 ἱστω
πρέπει : λέγε μοι , πόσσω κατέβα τοι ἀφ ' ἱστῶ ; μὴ μνάσῃς , Γοργοῖ : πλέον ἀργυρίω καθαρῶ
πρώτη ἐστὶ τῶν εἰς μι : ἀπὸ δὲ τοῦ ἱστάω ἱστῶ , ἥτίς ἐστι δευτέρα τῶν περισπωμένων , γέγονεν ἵστημι
5683740 σεαυτην
ἔοικας , ὦ τέκνον , τὴν μητέρα . σύ τοι σεαυτήν , οὐκ ἐγώ , κατακτενεῖς . ὅρα , φύλαξαι
θορυβῇ , ἐν ἁμαρτίαις τυφλώττουσα ; Μνήσθητι ὅτι ἐὰν ἀνελῇς σεαυτήν , ἡ Σηθῶν , ἡ παλλακὴ τοῦ ἀνδρός σου
5675357 ποδ
! ! ! ! ! ﹙ ! ﹚ στείβοισα ] ποδ [ ! ! ! ! ! ! ] α
ἀκριβολογίαν ποιησόμεθα . † παντὸς μέτρου καὶ τοῦ ὀνομαζομένου κανὼν ποδ . ἐπιπέδου λιθικοῦ πήχ . , ἐφ ' ᾧ
5670705 ἰδηαι
κ ' ἐθέλῃσθα . Οὔθατα γὰρ μήλων ὅτε κεν μινύθοντα ἴδηαι , πῶς ἔρξεις , φίλε τέκνον , ἐπὴν ἐρίφοισι
βοὴν ἀγαθὸν Μενέλαον : σκέπτεο νῦν Μενέλαε διοτρεφὲς αἴ κεν ἴδηαι ζωὸν ἔτ ' Ἀντίλοχον μεγαθύμου Νέστορος υἱόν , ὄτρυνον
5666561 τυψῃ
μέλλοντας τῶν ὁριστικῶν περισπῶσιν οἱ Δωριεῖς , οἷον δεξῇ γραψῇ τυψῇ ποιησῇ καὶ τοὺς ὁμοίους . οὕτω καὶ τὸ λαψῇ
μέλλοντας τῶν ὁριστικῶν περισπῶσιν οἱ Δωριεῖς , οἷον δεξῇ γραψῇ τυψῇ ποιησῇ καὶ τοὺς ὁμοίους . οὕτω καὶ τὸ λαψῇ
5661110 πτολεμου
ὧς ἀμέλησαν ἀποκταμένων ἐνὶ χάρμῃ , ἀλλά σφεας τάρχυσαν ἀπὸ πτολέμου ἐρύσαντες : οὐ γὰρ δὴ κείνους νέφος ἄμπεχεν ,
δὲ πρόπαν ἦμαρ ἐμαρνάμεθ ' : οὐδέ κε πάμπαν παυσάμεθα πτολέμου , εἰ μὴ Ζεὺς λαίλαπι παῦσεν . αὐτὰρ ἐπεί
5660518 ῥιψω
νηπίῳ τίτθη κλαίοντι “ σῖγα . μή σε τῷ λύκῳ ῥίψω . ” λύκος δ ' ἀκούσας τήν τε γραῦν
οὐ πολύ σε ὀνήσει ἡ ἀθανασία , ἐπεὶ ἀράμενός σε ῥίψω ἐπὶ κεφαλὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ , ὥστε μηδὲ τὸν
5655633 πυλαρταο
Ἀπίων διὰ τὸ ἐκ πολλῶν ἱματίων τὰ στρώματα συντίθεσθαι . πυλάρταο Θ . Ν . λ . . , :
πυλάρταο Θ . Ν . λ . . , : πυλάρταο κρατεροῖο : μίαν διάνοιαν αἱρετέον διὰ τῶν δύο λέξεων
5653307 φιλησον
λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . Λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . πολλῶν μαθητῶν γενομένων ἐμοί , Λύκε
τῇ πρὸς τὸ ἀνὰ μέσον ἀρετῆς καὶ κακίας ἀδιαφορίᾳ . φίλησον τὸ ἀνθρώπινον γένος . ἀκολούθησον θεῷ . ἐκεῖνος μέν
5650946 παρεστωσας
πολλαχῆ γῆς φέρουσαι . . ὅπη πημονὰς ἀλύξω ] τὰς παρεστώσας ἐμοὶ κακοδαιμονίας ἐκφεύξομαι . . κλύεις πρόσφθεγμα ] ἀκούεις
τῷ βωμῷ καὶ αἵματι ῥεομένους , πατέρας δὲ καὶ μητέρας παρεστώσας οὐχ ὅπως ἀνιωμένας ἐπὶ τοῖς γιγνομένοις ἀλλὰ καὶ ἀπειλούσας
5645819 ταναον
Ἄρκυας . παγίδας : γρίφους . λύγους : βρόχους . ταναόν : , μακρόν . πάναγρον : . Αἰχμήν :
' εὐθήροιο μέγα πνείοντα φόνοιο , ἄρκυας εὐστρεφέας τε λύγους ταναόν τε πάναγρον δίκτυά τε σχαλίδας τε βρόχων τε πολύστονα
5641875 φυγε
ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις . Ἰσότητα δ ' αἱροῦ καὶ πλεονεξίαν φύγε . Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς . Ἰατρὸς
' ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι . οὐδὲ γὰρ οὐδὲ βίη Ἡρακλῆος φύγε κῆρα , ὅς περ φίλτατος ἔσκε Διὶ Κρονίωνι ἄνακτι
5639900 Σιγα
ταύτῃ τῇ ὁρτῇ ἰακχάζουσι . Πρὸς ταῦτα εἰπεῖν Δημάρητον : Σίγα τε καὶ μηδενὶ ἄλλῳ τὸν λόγον τοῦτον εἴπῃς .
Ἐφέσιον ἐξίχνευσα τοῖς ὀνείρασιν ; ἦ δ ' ὅς , Σίγα , ὦ Κριτία : εἰ ἐχεμυθεῖς , μυσταγωγήσω σε
5639258 ὀλεις
Διὸς ἔκγονος , μέλεος Ἑλλάς , ἃ τὸν εὐεργέταν ἀποβαλεῖς ὀλεῖς μανιάσιν λύσσαις χορευθέντ ' ἐναύλοις . βέβακεν ἐν δίφροισιν
ποτέ . Οὔ φημ ' ἐάσειν . Ἀπό μ ' ὀλεῖς , ἢν προσθίγῃς . Καὶ δὴ μεθίημ ' ,
5639003 ἀκρααντα
δ ' ἐγὼ τήν μοι θεὸς ὤπασε γεινομένῳ περ τλήσομαι ἀκράαντα φέρων τετληότι θυμῷ . οὐδέ τι μοι φίλα γυῖα
: “ τύμβῳ ἐπ ' ἀκροτάτῳ Αἰσυήταο γέροντος . ” ἀκράαντα ἀτελείωτα : “ αὕτως ἀκράαντον . ” ἀκριτόμυθε ἄκριτα
5638598 δακω
θεῶν . ὅπως δ ' ἔρωμαι , μή τι σὴν δάκω φρένα , δέδοιχ ' , ἃ χρήιζω : διὰ
. ὀδάξ : ὀδάξ : τοῖς ὀδοῦσι . παρὰ τὸ δάκω δάξω κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω δὰξ καὶ πλεονασμῷ τοῦ
5638426 πεπληγμαι
, νῦν σοι μοῖρα καθαμερία φθίνει , φθίνει . Ὤμοι πέπληγμαι . Παῖσον , εἰ σθένεις , διπλῆν . Ὤμοι
' οὔ ; στρατὸν ] πῶς δὲ οὐχὶ κόπτομαι καὶ πέπληγμαι καὶ θρηνῶ , τοσοῦτον στράτευμα ὀλέσας ; . τί
5636703 κομιζους
τῷ ἐκκυκλήματι χρώμενος τὸ ἐκκομίζουσα προσέθηκεν περισσῶς : † τήνδε κομίζους ' : τοῦτο σεσημείωκεν Ἀριστοφάνης , ὅτι κατὰ τὸ
ἔκλαυσαν πινυταὶ , Πίνδαρε , θυγατέρες , Ἀργόθεν ἦμος ἵκοντο κομίζους ' ἔνδοθι κρωσσοῦ λείψαν ' ἀπὸ ξείνης ἀθρόα πυρκαϊῆς
5633297 δυστανος
πάρα νυμφοκομήσει . τοῖον εἰς ἕρκος πεσεῖται καὶ μοῖραν θανάτου δύστανος : ἄταν δ ' οὐχ ὑπεκφεύξεται . σὺ δ
οὐ γὰρ ἔχω χεροῖν τὰν πρόσθεν βελέων ἀλκάν , ὦ δύστανος ἐγὼ τανῦν , ἀλλ ' ἀνέδην ὅδε χῶρος ἐρύκεται
5627225 ψηλαφων
μετὰ πολλῆς χαρᾶς κατῆλθεν εἰς τὸν ὑποδειχθέντα αὐτῷ τόπον δρομαίως ψηλαφῶν τὸ χρυσίον . περιτυχὼν δὲ ἐκεῖσε λῃσταῖς συνελήφθη ὑπ
Ξέρξης ἢ αὖθις καὶ πάλιν ἄγχι παμφαλώμενος καὶ περιβλέπων καὶ ψηλαφῶν μόσυνα φηγότευκτον ἤτοι ναῦν , οὕτω δὲ ψηλαφῶν ναῦν
5624739 ἀπελθῃς
] εἴπερ , ἐπεί . ἐς κόρακας ] ἀπελεύσῃ , ἀπέλθῃς , εἰς τὴν ἀπώλειαν . , φθαρῇ . ἰδοὺ
καὶ ἠφανισμένος . εἰ ] ἐπειδή . ἐς κόρακας ] ἀπέλθῃς . ὡς ] ὄντως . ἠλίθιον ] μωρόν .
5621661 λισσομαι
Ἀλκαίου δέξαι με κωμάζοντα , δέξαι , λίσσομαί σε , λίσσομαι . Καταληκτικὸν δὲ δίμετρον τὸ καλούμενον Ἀνακρεόντειον οἷον ὁ
. , : Ἡρακλείδης δὲ ἀγνοεῖν φησι πολλοὺς ὅτι τὸ λίσσομαι κοινολεκτούμενον Ἀτθίδι διαλέκτῳ γέγονε λίττομαι , παρέσει δὲ τοῦ
5620645 ἀναβαλου
' οὑτοσί με νῦν ἀποπνῖξαι βούλεται ; ἔχ ' , ἀναβαλοῦ τηνδὶ λαβών , καὶ μὴ λάλει . τουτὶ τὸ
, ὦ παιδίον , αὐτοῦ παρ ' ἐμὲ στὰν πρότερον ἀναβαλοῦ ' νθαδί . Νῦν αὖθ ' ὁπλοτέρων ἀνδρῶν ἀρχώμεθα
5615741 ὀλεθριας
ψυχρὸν ἀρρώστημα . τοῦτο τὸ σημεῖόν ἐστι καὶ σημεῖον φρενίτιδος ὀλεθρίας καὶ λοιμώδους ἀρρωστήματος καὶ ἀξιολόγων ἐμφράξεων . σημεῖον μετρίου
ποιοῦσιν . ἔμαθον τάδε , ὦ Προμηθεῦ , τὰς σὰς ὀλεθρίας τύχας θεασαμένη . . οὔποτε ] ὃν ὁ Ζεὺς
5615340 ἐπιγνωσῃ
ἀλλ ' οὕτω μὲν τὰ εἰς ης λήγοντα ὀνόματα : ἐπιγνώσῃ δὲ τὰ εἰς ις ἐντεῦθεν . Καν . Ϛʹ
ἰδίαν αἵρεσιν ἄρχεσθαι : ἰσχυροτέρως γὰρ κατὰ τὴν ἡμετέραν ἀγωγὴν ἐπιγνώσῃ , ἐπὶ ποίων ζῳδίων χρηματίζει ἐπιφερόμενος τῆς γενέσεως ὁ
5615330 Σωστρατε
; πάλιν λέγω : ὁ δεσπότης ἐν τῶι φρέατι . Σώστρατε , ἔξελθε δεῦρ ' : ἡγοῦ , βάδιζ '
' ἴσως μᾶλλον παρ ' ἡμῖν . οὐκ ἐθελήσει , Σώστρατε . σύμπεισον αὐτόν . ἂν δύνωμαι . δεῖ πότον
5614343 ἐκβαλω
τὸν τῆς Δήμητρος ὅρκον . ΓΘ ἐκφάγω ] καταναλώσω καὶ ἐκβάλω καὶ ἐκδιώξω . ἐκπίω : ἑξῆς πρὸς τὸ ὑπ
μή ς ' ἐκφάγω : ἐὰν μή σε καταναλώσω καὶ ἐκβάλω ἐκ ταύτης τῆς γῆς καὶ διώξω . τὸ δὲ
5612476 λαλησω
μὴ φοβοῦ , ἀλλὰ ἀνάστηθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου καὶ λαλήσω πρὸς σέ . Καὶ ἀνέστη Ἀσενέθ , καὶ εἶπεν
ὅ ἔστιν ἀψευδῶς , ἐφιδρυμένος . λέγεται γάρ : ” λαλήσω σοι ἄνωθεν τοῦ ἱλαστηρίου , ἀνὰ μέσον τῶν δυεῖν
5610571 ὑπεριδῃς
τοῖς ἀξιολόγοις ἐγχειρίζεται . ΓΘ ἀλλὰ μὴ παρῇς : μὴ ὑπερίδῃς , μὴ ἀπώσῃ , μηδὲ παραπέμψῃ τοιοῦτον καιρὸν παραπεπτωκότα
, ἀλλὰ γυμναῖς ἤδη τῆς δρόσου ; καὶ μηδὲ τραγημάτων ὑπερίδῃς , εἴ τί σοι μεσπίλου μέλει καὶ Διὸς βαλάνων
5609772 φυλαξῃ
ἰδοὺ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου , ἵνα φυλάξῃ σε ἐν τῇ ὁδῷ , ὅπως εἰσαγάγῃ σε εἰς
ἀλλ ' ἐν πᾶσι θεωρουμένη τοῖς μέρεσιν ἁρμονίαν καὶ εὐταξίαν φυλάξῃ . καὶ ὥσπερ ἐν τῷ παντὶ ὁρῶμεν τὰ μὲν
5608328 σχετλι
καὶ λίην σέ γ ' ἔμελλε κιχήσεσθαι κακὰ ἔργα , σχέτλι ' , ἐπεὶ ξείνους οὐχ ἅζεο σῷ ἐνὶ οἴκῳ
” ἀντὶ τοῦ ἐσέβετο : καὶ Ὀδυσσεὺς πρὸς Κύκλωπα “ σχέτλι ' , ἐπεὶ ξείνους οὐχ ἅζεο σῷ ἐνὶ οἴκῳ
5605712 στεναζω
συνεχῶς κινοῦμαι . ἐξ οὗ παράγωγον σκαρίζω , ὡς στένω στενάζω . καὶ ὡς σκαλίζω ἀσκαλίζω κατὰ πρόσθεσιν τοῦ α
πλησιάζοντα καὶ ἐγγὺς ὄντα τοῦ τάφου καὶ τοῦ θανάτου ὁρῶσα στενάζω . ἢ οὕτως : πρὶν ἢ ἐν τῷ τάφῳ
5605003 ἐκλαυσαν
δὲ ἤγγισαν μακρόθεν , οὐκ ἐπεγίνωσκόν με : κράξαντες δὲ ἔκλαυσαν , ῥήξαντες τὴν ἑαυτῶν στολὴν καὶ καταπασάμενοι γῆν παρεκάθισάν
αὐτὰ ἡ γῆ . Ἐκάθισαν δὲ οἱ δύο , καὶ ἔκλαυσαν . Πρωΐας δὲ γενομένης , ἀπέστειλεν Ἱερεμίας τὸν Ἀβιμέλεχ

Back