. * . . † Ἀμβαλόμεθα : πᾶσα πρόθεσις συγκοπὴν πάσχουσα τοῦ ἐσχάτου φωνήεντος τὸ καταλειπόμενον σύμφωνον . . .
προσδοκήσασα μὲν σύνοικον ἕξειν τὸν Ἰάσονα , δεινότερα δὲ αἰχμαλώτου πάσχουσα : μεθορμίσασθαι : λείπει τὸ ὥστε , ὥστε μεθορμίσασθαι
6127847 πασχει
δὴ ψυχὴ τὸ ἓν ἓν οὖσα καὶ αὐτὴ ἄλλῳ : πάσχει δὲ τοῦτο καὶ αὐτὴ ὑπ ' ἄλλου . Ἆρ
ἐν ὥρῃ μάλιστα γίνεται . Τάδε οὖν ἀπ ' αὐτοῦ πάσχει : βὴξ ἐμπίπτει ξηρὴ , καὶ ῥῖγος , καὶ
6123744 ποιουσα
ἀνδρὸς γυνὴ μηδέποτε παύσαιτο καὶ διὰ τῶν ὑφαινομένων μείζω σοι ποιοῦσα τὸν οἶκον : ἐγὼ δὲ τὸν χιτῶνα τὸν λινοῦν
Ἀλέξανδρον Μακεδονίαν : εἰς μέντοι τἀκριβὲς ἄκρα τίς ἐστιν ἡ ποιοῦσα τὸν κόλπον πρὸς τὸν Ἄθω , πόλιν ἐσχηκυῖα τὴν
6053631 μενουσα
ἀντιλαμβάνεσθαι : ὅλως δὲ ἀμέριστος οὖσα καὶ ἐν ἑνὶ εἴδει μένουσα τῷ αὐτῷ , καθ ' αὑτήν τε ἀσώματος ὑπάρχουσα
. . . ἐξ αὐτῶν θερμασία οὐκ ἐπὶ πολὺν χρόνον μένουσα , ταχὺ δὲ σβεννυμένη : διὸ καὶ ἐγχειρητέον τούτῳ
6024502 αἰσθησις
: αἱ δὲ πρακτικαὶ πάντα κατασκευάζουσι : μικτὴ δέ ἐστιν αἴσθησις μετὰ λόγου καὶ πράξεως καὶ ἡ κιθαρῳδία : ὁ
τὸ μεταλαβὸν καὶ κατὰ κρίσιν μετέσχηκεν , αἰσθητικὸν καλεῖται καὶ αἴσθησις , εἰ δὲ μόνον ἄζων καὶ κρίσεως ἄνευ ἐδέξατο
5988897 κινουσα
: λέγεται στόλος καὶ ἡ πορεία . πυγοστόλος : ἡ κινοῦσα τὴν πυγὴν ἐν τῇ πορείᾳ ἢ ἀποστίλβουσα τὸ σῶμα
πλείω . τέρψιν γάρ , οἶμαι , τινὰ ταύτην τέρπεται κινοῦσα τὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ οὐκ ἐῶσα τοὺς αὐτοὺς ἐπὶ
5975520 γινομενη
τοῖς ἰσαναφόροις : ἐν δὲ Ταύρῳ καὶ Παρθένῳ ἡ παράδοσις γινομένη ἀπὸ τούτων ἀβέβαια καὶ τὰ ἀποτελέσματα δηλοῖ καὶ ὑπερθετικὰ
τι . ” καλεῖται δὲ ὄνομα καὶ πᾶσα φωνὴ ὑποκείμενον γινομένη ἐν προτάσει , καθ ' ὃν λόγον καί τινα
5972807 εἰσκρισις
, περιττὴ καὶ ἐμπόδιος ἡ τῆς αἰσθητικῆς καὶ δοξαστικῆς δυνάμεως εἴσκρισις , ὅπου γε καὶ νῦν , εἰ μὲν ἡ
λέγουσιν εἶναι , ὅτι ἄδηλον τὸ ἀφ ' οὗ ἡ εἴσκρισις , ἡ δὲ ἐκ τοῦ ἀσωμάτου εἰς ὁτιοῦν σῶμα
5876545 καθαρα
μὲν εὐκρινείας αὗται . Λέξις δὲ εὐκρινής , ἥπερ καὶ καθαρά . Σχήματα μὴν εὐκρινείας τὸ κατ ' ἄθροισιν ὡρισμένον
χρή . Χαλβάνη ἐστὶ καλλίστη ἡ λιβανοειδής , χονδρώδης καὶ καθαρά , ἄξυλος , ἔχουσα δέ τι καὶ τοῦ σπέρματος
5832036 παχεια
λοιπὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐλευθεροῦνται . πολλάκις γὰρ ὕλη παχεῖα πλεονάζει ἐν τῷ σώματι , καὶ ταύτην ἤρξατο κενοῦν
ἐκκαλεῖ μολών . ἕλκων ἐφ ' αὑτὸν ὥστε καικίας νέφος παχεῖα γαστὴρ λεπτὸν οὐ τίκτει νόον . † ἀγνοεῖ †
5796563 ἀναθυμιασις
; βρασμώδης στενοχωρία τοῖς ἔνδοθεν ἐπιγίνεται σπλάγχνοις , ἐξ ἧς ἀναθυμίασις πλείστη ὑγρῶν πρὸς τὸν ἐγκέφαλον γίνεται . ὁ δὲ
τριχοῦσθαι τὸ γένειον πέφυκε γίνεσθαι , πλείων καὶ ἡ λιγνυώδης ἀναθυμίασις γίνεται . τό τε οὖν πρᾶγμα ὡς ἐπὶ τὸ
5783902 ἀφανιζεται
τῆς μὲν ἐπιφανείας καὶ τοῦ χρωτὸς τοῦ ὑπὸ τὴν ὄψιν ἀφανίζεται , ὠθεῖται δὲ ἔνδον . ἔνθεν τοι καὶ τῆς
ὤκιστος ὄλεθρος . διαιρεθείσης γὰρ αὐτῆς , ὁ τῆς τροφῆς ἀφανίζεται πόρος . Λαιὰ , ἡ ἀριστερὰ καὶ εὐώνυμος .
5761347 ἐνεργει
, ἀλλ ' ᾗ ἐφ ' ὅσον μὲν ἐνύπνιόν ἐστιν ἐνεργεῖ , παυομένων δὲ τῶν ὕπνων ἀφανίζεται : ὁ δ
ἀρχὴν ἔγγιον : τὸ δέ γε ὁρατὸν οὐ κατὰ πάθος ἐνεργεῖ εἰς τὸ διαφανές , ἐπεὶ μηδὲ τὸ φωτίζον .
5733910 νοησις
δ ' αἰσθητοῦ ἀθροίσματος , τὸν μὲν νοητὸν κόσμον κρίνει νόησις μετὰ λόγου , τουτέστιν οὐκ ἄνευ λόγου , τὸν
, διότι πεπλήρωται τῶν ἀγαθῶν ὅλων ἡ μακαριωτάτη τῶν θεῶν νόησις : οὐ τοίνυν προορῶσι μέν , ὡς σὺ τοπάζεις
5731497 ὀψις
Περὶ ποιητικῆς . : . . . τὸ δὲ τέταρτον ὄψις , οἷον αἵ τε Φορκίδες καὶ Προμηθεὺς καὶ ὅσα
συγκόψειν ἔμελλον καὶ τὰς ναῦς ἐμπρήσειν . οἰκτρὰ δὲ ἡ ὄψις ἦν ἀναιρουμένων θηρίων ἡμέρων τε καὶ σπανίων καὶ νεῶν
5723709 θερμοτης
ἄλλο κατὰ συμβεβηκός : οὐσιώδης μὲν γὰρ ἡ τοῦ πυρὸς θερμότης , οὐσία δὲ οὐκ ἔστιν . πάλιν δὲ ἐνδέχεται
ὄντων τῶν ἔξωθεν . διὰ δὴ τοῦθ ' ἡ ξηρὰ θερμότης ἁρμόττει πρὸς τὰς τήξεις καὶ αὐτὴ λαμβάνουσά τινα συμμετρίαν
5722592 λεπτη
εὔκαρπος , πολύφορος , δικαία . τὸ δ ' ἐναντίον λεπτή , πετρώδης , ψαμμώδης , λιθώδης , ὑπόλιθος ,
φορή . ψυχῆϲ κατάϲταϲιϲ : αἴϲθηϲιϲ ξύμπαϲα καθαρή : διάνοια λεπτή : γνώμη μαντική . προγιγνώϲκουϲι μὲν ὦν πρώτιϲτα μὲν
5720865 ἀλλοιουται
ὃ καὶ φανταστὸν καλεῖται , ἐπιβάλλουσα ἡ ψυχὴ ἡ φανταστικὴ ἀλλοιοῦταί πως , ὡς ἡ αἴσθησις τῷ αἰσθητῷ ὄντι ἐκτός
Ἀνάγκη . Οὐκοῦν ὑπὸ μὲν ἄλλου τὰ ἄριστα ἔχοντα ἥκιστα ἀλλοιοῦταί τε καὶ κινεῖται ; οἷον σῶμα ὑπὸ σιτίων τε
5716521 ἀλλοιωσις
κατὰ βραχύ τι ἂν ἀλλοιωθείη , πλεονάζοντος δὲ καὶ ἡ ἀλλοίωσις πλείων , εἰ δ ' ἐπὶ τοσούτῳ , πλείω
, κρατεῖν τὸ βίᾳ τινὰς εἰς δουλείαν ἄγειν ὑπηκόους . ἀλλοίωσις ἑτεροιώσεως διαφέρει . ἀλλοίωσις μὲν γάρ ἐστι μεταχαρακτηρισμὸς καὶ
5714533 φερομενη
καὶ οἰστρουμένη , τὰς πτέρυγας ἁπλώσασα ὡς ἱστίον , δρόμῳ φερομένη συντόνῳ καὶ ῥοίζῳ ἐσήλατο ἐς τὴν ἑαυτῆς καλιὰν καὶ
, καὶ ἡ δυστυχία ἄλλοτε πρὸς ἄλλον προσιζάνει πλανωμένη καὶ φερομένη ἤγουν ἄστατός ἐστι καὶ οὐκ ἀεὶ τοῦ αὐτοῦ καταφέρεται
5711676 λυομενον
οἷον καὶ τὸ σῶμα , θνητὸν καὶ φθειρόμενον , καὶ λυόμενον , καὶ σηπόμενον , οὐδὲν ἔχω περὶ αὐτῆς σεμνὸν
ἄῤῥωστον , εὗρε σωτήριον τὸ νόσημα καὶ κρινόμενον , οὐ λυόμενον . ζητεῖ λοιπὸν πῶς κριθήσεται . καὶ οὐδαμοῦ νοτὶς
5681310 διανοια
διανοίας , τουτέστι νοούσης , ἔσται διάνοια ὁ ὄγκος , διάνοια δὲ ὢν οὐκ ἔσται τὸ ζητοῦν ἀλλὰ τὸ ζητούμενον
ὃ αἱ προτάσεις συνεπέραναν , δόξα μετὰ λόγου λέγεται . διάνοια δέ ἐστιν ἡ τῶν καθόλου μετὰ λόγου γνῶσις :
5672313 μεταβολη
κόσμον ἡ τοῦ Διονυσίου ἐκ τῶν τηλικούτων ἐς οὕτω ταπεινὰ μεταβολή . Καλῶς τὸ δαιμόνιον ἐπὶ τριγονίαν τυραννίδας μὴ ἄγον
, πλεονασμός , περίφρασις , συζυγία , ἀπὸ κοινοῦ , μεταβολή , ὑποφορά , ἀντίθετον , ἀπόλυτον , ἀσύνδετον ,
5653145 θερμη
πλεονάζῃ τὸ θερμόν . ὑποκείσθω δὴ πάλιν ἐπικρατεῖν μὲν ἡ θερμὴ δυσκρασία , μεμῖχθαι δ ' αὐτῇ τὴν ὑγρότητα :
ἢ ἐρυσιπελατώδης φλεγμονὴ ἢ κατὰ δυσκρασίαν ἄνευ χυμῶν γεγονυῖα ἄκρως θερμὴ διάθεσις , † ὀνίνασθαι , καθάπερ γε καὶ ἀπόστημα
5638972 ζωτικη
ὡρίσθη κατὰ τὴν ὑπόστασιν : συνῆπτε δὲ αὐτὸν καὶ ἡ ζωτική , ἀλλὰ κατὰ τὴν δευτέραν διάκρισιν , καθ '
ἡ τῶν ῥάβδων φύσις καὶ ὅλως οἷον ἀρχή τις αὕτη ζωτική . διὸ καὶ ἐξαιρουμένου καὶ πονήσαντος θνήσκει : ἐπεὶ
5612495 θερμασια
, μαραντικόν , ἀφανιστικόν . Μαλερὸν ἀπὸ τοῦ ἀλέα ἡ θερμασία καὶ τοῦ ῥῶ τὸ φθείρω μαρερὸν καὶ τροπῇ τοῦ
ἀλεωραί : καταφυγαὶ , ἀναπαύσεις : ἀπὸ τοῦ ἀλέα ἡ θερμασία γίνεται ῥῆμα ἀλέω καὶ ἀλεύω τὸ φεύγω , κυρίως
5603670 ὁρασις
ὑπό τινων ὠνομάσθαι , ὅτι καλὰ καὶ χαρίεντα μόνη ἡ ὅρασις παρέχει . ἄλλοι δὲ τὴν ὄψιν τὴν ὅρασιν ὀνομάζουσι
καὶ τὰ πόρρω ὁρᾶν . μὲν καὶ ἡ ἀπὸ ὕψους ὅρασις , λέγεται δὲ καὶ αὐτὸς ὁ ὑψηλὸς τόπος :
5589299 αὐξητικης
παρεξόμεθα : ἐὰν δὲ μὴ ἐμπίπτῃ διήγησις , ἀντὶ διηγήσεως αὐξητικῆς μεμετρημένως τῇ προβολῇ χρησόμεθα , ὡς δέδεικται : τίς
τούτοις , τῆς ἀκμαστικῆς ἐλθούσης ἡλικίας , καὶ παυσαμένης τῆς αὐξητικῆς , τὸ πλεονάζον φλέγμα ἄρχεται , ἐκκρίνεσθαι καὶ διὰ
5585207 ἐνεργεια
ἄλογος . ἡ μὲν οὖν θεία τοῦ θείου σώματος αὐτῆς ἐνέργεια . ἐν μὲν γὰρ αὐτῷ κινεῖται καὶ αὐτὸ κινεῖ
περὶ μὲν τὸ σῶμα ἕξις , κίνησις , σχέσις , ἐνέργεια , δύναμις , ὄρεξις , ὑγίεια , ἰσχύς ,
5578266 ἀρδεται
διεπεράσαμεν , [ καὶ ] ἡμῶν δὲ πᾶσα δύναμις ὑδάτων ἄρδεται . Καὶ γὰρ πάλαι πέττει τὰ νικητήρια . *
ἰδοῦσα καὶ ἐποχετευσαμένη ἀντὶ τοῦ : ἐπελθόντος δὲ τοῦ ἐποχετεύοντος ἄρδεται ὡς ἐπὶ τῶν φυτῶν , ὅταν κατίδῃ τὸ ἐφετόν
5561801 ἀπαλλαγῃ
ἡ δὲ πολυφωνίας καὶ πολυεργίας καὶ διαφωνίας . Ἐπειδὰν γὰρ ἀπαλλαγῇ ψυχὴ ἐνθένδε ἐκεῖσε , ἀποδυσαμένη τὸ σῶμα , καὶ
ὁλόκληρος γενόμενος : ὑγιὴς μὲν τῇ τῶν παθῶν ὡς νοσημάτων ἀπαλλαγῇ , ὃ διὰ τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς παραγίνεται , ὁλόκληρος
5516949 ὑγροτης
κατὰ μέρος δὲ αἰτίων διάγνωσις παρίστησι τὴν ἐνοχλοῦσαν δυσκρασίαν . ὑγρότης δὲ ἢ ξηρότης κατ ' αὐτὰς , βραχύ τι
ἐξαιρεθῇ , συρρεῖ γὰρ εἰς τὸ ἕλκωμα τοῦτο πλείων ἡ ὑγρότης , ἐν δὲ τῇ ἐλάτῃ καὶ τῇ πίτυϊ ὅταν
5513297 διαθεσις
ἔχοι καὶ περὶ τούτων εἰπεῖν . ἡ μὲν οὖν προτέρα διάθεσις εἰ μὲν ἅπαξ συσταίη , δι ' ἐμέτων καθαρθεῖσα
εἶδος τῆς ποιότητος ἐνεργείᾳ θεωρεῖται ἥ τε ἕξις καὶ ἡ διάθεσις , τὸ δὲ δεύτερον δυνάμει : οἱ γὰρ δυνάμει
5502395 ἀσθενεια
μὲν ἔχθραν ἡμῶν τὸ ἀνόμοιον τῆς τύχης ἤδη λέλυκε καὶ ἀσθένεια ἣ ἐγχορεύει φυγάσι , σὺ δὲ τοῦτο καὶ ὑπερῆρας
ὀδύνη , ἔμφραξις δηλοῦται , εἰ δὲ μηδὲν τούτων , ἀσθένεια τῆς ἑλκτικῆς . ἔμετος δὲ γενόμενος τῆς μελαίνης χολῆς
5501727 φυτικη
τῆς δὴ ἀλογίας καὶ ὅλως τοῦ ἐπιθυμητικοῦ γέννημα οὖσα ἡ φυτικὴ κατὰ τὸν Πλάτωνα ὑποβέβηκε μὲν κατ ' οὐσίαν ἀπὸ
ἄλλαι δυνάμεις οὐκ ἀεὶ ἐνεργοῦσιν ἐν αὐτοῖς , ἡ δὲ φυτικὴ ἀδιακόπως τὸ οἰκεῖον δρᾷ , καὶ μάλιστα ἐν τοῖς
5491336 ὑπαρχουσα
, ὡς ἂν εἰδοποιὸς καὶ στοιχεῖον τῶν μετ ' αὐτὴν ὑπάρχουσα : ἡ δὲ δευτέρα μιᾶς μονάδος μετάθεσιν ἕξει ,
, καὶ τίς ὑπάρχουσά τε ἡμῖν δόξα διαφεύξεται καὶ μὴ ὑπάρχουσα προσγενομένη δὲ οὐ προσέσται . Συριανοῦ : Τὸ ἔνδοξον
5489984 ὀγκος
τῶν ἄλλων μερῶν τοῦ σώματος ὡς προείρηται , ὁ σκιρρώδης ὄγκος ἀνώδυνός ἐστιν , ἐπὶ δὲ μαστοῦ γίνεται ὀδύνη οὐ
περὶ τὸν βρόγχον γινόμενος ὄγκος βρογχοκήλη ὠνόμασται : πᾶς γὰρ ὄγκος παρὰ τοῖς ἀρχαίοις κήλη ὠνόμασται : τὸ μὲν οὖν
5470606 αἰσθητηριον
τῶν αἰσθητῶν τὴν αἴσθησιν διατίθεσθαι ἄλλως δὲ ὡς σῶμα τὸ αἰσθητήριον : ἄλλο γὰρ τὸ χρώμασιν ἢ θερμοῖς ἢ χυμοῖς
, ὄσφρησις καὶ αἱ λοιπαὶ αἰσθήσεις ἀκοὴ καὶ ἁφή . αἰσθητήριον ἤτοι ὀφθαλμὸς ἢ ῥὶς ἢ γλῶττα , ἃ καὶ
5466157 ζωη
τοῦτο ἀθάνατον καὶ ἄπαυστον ἐν τοῖς οὖσίν ἐστιν , οἷον ζωή τις ὑπάρχουσα πᾶσι τοῖς ὑπὸ φύσεως συνεστῶσιν . καὶ
ταῦτα πάσχουσιν : φιλοψυχοῦσι μέν , ὅτι † τοῦτο ἢ ζωή ἐστιν ἢ ψυχή : ταύτης οὖν φείδονται καὶ ποθοῦσιν
5460771 κατιουσα
τῆς ἀρετῆς οὐ διαπηδῶσα τὰς διὰ μέσου φύσεις , ἀλλὰ κατιοῦσα ἠρέμα ἀπὸ τῶν ἀρίστων ἐπὶ τοὺς καταδεεστέρους . Καὶ
βίων ὧν ἕνα αἱρεῖται ἡ ψυχὴ πρώτως ἐκ τοῦ νοητοῦ κατιοῦσα . Διὰ ταῦτα καὶ ἄλλα τοιαῦτα πολλὰ οὐκ ἀξιῶν
5451695 στερησις
στέρησιν διὰ τὸν ἀνεπιτήδειον τοῦ χρόνου : ἵνα γὰρ γένηται στέρησις , χρεία χρόνου ἐπιτηδείου καὶ τῶν λοιπῶν τῶν εἰρημένων
. ἀλλὰ καὶ εἴ τις πανσελήνου οὔσης εἴποι ὅτι ἐπειδὴ στέρησις ἐγένετο τοῦ ἐξ αὐτῆς φωτός , ἐξέλιπε , τούτου
5444699 σφιγγει
- τερὴς οὖσα καὶ πρὸς αὑτὴν πεφυκυῖα βούλεσθαι συνιέναι , σφίγγει πάντα καὶ κενὴν χώραν οὐδεμίαν ἐᾷ λείπεσθαι . διὸ
γυῖα καὶ τὰ μέλη : τὰ γὰρ σπάργανα συγκολλᾷ καὶ σφίγγει τὰ τῶν βρεφῶν μέλη . τύμβον δὲ καὶ τάφον
5444525 τρεφεται
* * * * * * * * πιστὸς ἀνὴρ τρέφεται ἐγκρατείᾳ . γνῶθι ῥήματα καὶ κτίσματα θεοῦ καὶ τίμα
Ὄσιρις , ὅπου ὁ βοῦς ὁ Ἆπις ἐν σηκῷ τινι τρέφεται , θεὸς ὡς ἔφην νομιζόμενος , διάλευκος τὸ μέτωπον
5439405 γιγνομενη
ἀέρος . τούτου δὲ ἀεὶ συμβαίνοντος , σαφῶς δείκνυται συστολὴ γιγνομένη τῶν ὑπαρχόντων ἐν τῇ σφαίρᾳ σωμάτων εἰς τὰ παρεμπεπλεγμένα
σωματοπεποιημένη . τπαʹ . Ἄφθα ἐστὶν ἕλκωσις ἐπιπόλαιος ἐν στόματι γιγνομένη . ἐπιπολάζει δὲ αὕτη ἡ ἕλκωσις μάλιστα παιδίοις .
5432692 ἀσωματος
Οἱ Στωικοὶ σῶμα τὴν ὕλην ἀποφαίνονται . Ἰδέα ἐστὶν οὐσία ἀσώματος , αἰτία τῶν οἵα ἐστὶν αὐτή , καὶ παράδειγμα
ἀποστῆναι διαλυθῇ εἰς τὴν ἑαυτῆς ἀταξίαν : ὅτε γὰρ ἦν ἀσώματος ἡ ὕλη , ὦ τέκνον , ἄτακτος ἦν :
5432688 ψυχη
. . οὐρανοῦ καὶ σελήνης γῆν ἀμειψαμένη [ . ἡ ψυχή ] καὶ τὸν ἐπὶ γῆς βίον , ἂν μικρὸν
Κλυταιμνήστρας τάφον : ὡσεὶ ἔλεγεν : ἓν σῶμα καὶ μία ψυχή ἐσμεν . πᾶν γὰρ τὸ καθ ' ἡμᾶς ἓν
5431455 πασχον
χαλάσματος μία καὶ δευτέρα ἀγκύλη γίνεται μετὰ χαλάσματος περὶ τὸ πάσχον κῶλον : ἡ δ ' ἀντικειμένη τοῦ ἱμάντος ἀρχὴ
' ἄμφω δρᾷ , καὶ κατ ' ἄμφω πάσχει τὸ πάσχον , οὐκ ἔστι τοῦτο αἰσθάνεσθαι , ἀλλὰ πάθος ἁπλῶς
5415683 ὑλη
ξὺν τοῖϲι οὔροιϲι κάτω διαπλέει , τάπερ καὶ ϲημήϊα καὶ ὕλη τοῦ πάθεοϲ γίγνεται . ἢν δὲ ἐμφραχθῇ κοτε τῇ
. Τὸ ὡς ἂν ὁ καιρὸς διδῷ οὕτω . τουτέστιν ὕλη καὶ περίστασις καὶ μέθοδος : οἷον ποῖον πρὸς ποῖον
5404054 ἀλογος
κατὰ μέν τινας τὸ αὐτό : κατὰ δέ τινας ἡ ἄλογος καὶ καθ ' ὑπερβολὴν δαπάνη . ἔστι γὰρ λάπτω
οὕτως τὸ μεῖζον πρὸς τὸ ἔλαττον . αὕτη δέ ἐστιν ἄλογος : οὐχ ὑποπίπτει γὰρ ἀριθμῷ . Τοῦτό ἐστι τὸ
5402720 περιποιητικη
ἀρετὴ λέγεται εἶναι τῶν ἀγαθῶν , ᾗ δὲ τραυμάτων [ περιποιητικὴ ] λέγεται εἶναι τῶν κακῶν . ἀλλ ' ἐπὶ
μήτε πλέον μήτε ἔλασσον ἔχουσά τι , καὶ τοῖς λοιποῖς περιποιητικὴ τοῦ τοιούτου αὐτὴ φανήσεται , ὡς ἄν τις δικαιοσύνη
5392030 κουφοτης
οὐσιῶν , οἷον θερμότης ψυχρότης , λευκότης μελανία , βαρύτης κουφότης , καὶ ὅσα τοιαῦτα , καθ ' ἃς ποιότητας
καὶ τὰς δυνάμεις οἷον σκληρότης μαλακότης γλισχρότης κραυρότης πυκνότης μανότης κουφότης βαρύτης καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα : ἡ μὲν γὰρ
5385294 ἀμεσος
φησὶ γοῦν τοὺς μὲν προσμιγνύναι τῶν ὅρων ἀλλήλοις , ὧν ἄμεσος ἡ ἀντίθεσις , οἷον τὸ θερμὸν καὶ οὐ θερμόν
εἴη ; ἢ ἐπειδὴ μετὰ τὸ ὂν ἡ ζωὴ καὶ ἄμεσος ἡ πρὸς τὸ ὂν τῆς ζωῆς συναφή , τὸ
5376859 φαντασια
ποιότητας ἢ ποσότητας ἢ ἄλλο τι τῶν συμβεβηκότων αὐταῖς , φαντασία δὲ τῶν αἰσθήσει φανέντων τύπους καὶ εἰκόνας ἐν αὑτῇ
οὐδέν , ἀλλ ' ἢ ἄλογος : οὐδὲ γὰρ ἡ φαντασία τύπον ἑαυτῆς προβάλλεται , ἀλλὰ τοῦ αἰσθητοῦ , οἷον
5362569 θερμαινεται
ἢν δὲ ξηρὰ ἔῃ καὶ ἀραιῶς κείμενα , πολλῷ ἥσσω θερμαίνεται καὶ σήπεται . Οὕτω δὴ καὶ πυροὶ καὶ κριθαὶ
φύσει θερμὸν , οὐδὲ γὰρ ἄλλο τι ὕδωρ , ἀλλὰ θερμαίνεται : δοκέει δὲ τοῖσι πολλοῖσι φύσει θερμόν . Περὶ
5353247 μεταλαμβανει
ἕκαστον , τῶν δὲ ἰδεῶν ὁμωνύμως τὰ καθ ' ἕκαστον μεταλαμβάνει . τὰς μὲν οὖν ἰδέας διὰ ταῦτα οὐκ ἀνάγκη
δὴ τούτοις ἅπασιν ὃς μὲν ἂν δικαίως διαγάγῃ ἀμείνονος μοίρας μεταλαμβάνει , ὃς δ ' ἂν ἀδίκως , χείρονος :
5344409 ὀδυναται
ἔτι , οὕτως , ἐπάν τις τυγχάνῃ λυπούμενος , ἧττον ὀδυνᾶται , φίλον ἐὰν παρόντ ' ἴδῃ ; Ἆρ '
αὐτὸ μετ ' ὄξουϲ , ἢν μὲν τὸν δεξιὸν κρόταφον ὀδυνᾶται , ἐπίχριε τὸν εὐώνυμον , εἰ δὲ τὸν εὐώνυμον
5337942 μαλθακη
γίνεται , [ ἢ κατὰ συλλογισμόν , ] ἥ ἐστι μαλθακή τις καὶ ἀμυδρὰ οἷον πόρρωθεν μὲν ὁρῶσα , τῇ
ἐς ταύτην ὑποδύεται . Ἐσθὴς δὲ τοῖς μὲν πλουσίοις ὑαλίνη μαλθακή , τοῖς πένησι δὲ χαλκῆ ὑφαντή : πολύχαλκα γὰρ
5332883 ἐξαιματωσις
μὲν ἡ κατὰ φύσιν , ὥσπερ ἡ χυλοποίησις καὶ ἡ ἐξαιμάτωσις , δευτέρα δὲ ἡ παρὰ φύσιν , ὥσπερ ἡ
οὖν διατιθεμένης τῆς ἀλλοιωτικῆς δυνάμεως τοῦ ἥπατος , ἀποτυγχάνει ἡ ἐξαιμάτωσις καὶ ἀπεπτεῖται . καὶ τὸ μὲν λεπτομερὲς αὐτοῦ διεξέρχεται
5329685 καρδια
εὖ ζῆν γεγόνασι : καὶ πρὸς τὸ ζῆν ἐγκέφαλος , καρδία , κοιλία , ἧπαρ καὶ πνεύμων : ὧν παθόντων
ἀρχαὶ δὲ τρεῖς , ὡς πολλάκις μεμαθήκαμεν , ἐγκέφαλος , καρδία καὶ ἧπαρ . ὁ μὲν οὖν ἐγκέφαλος οὐ πάνυ
5322766 ἀδυνατει
καὶ ὁ δειλὸς ὑποπέπτωκε τῷ ἀνδρείῳ : ἡ δὲ σωφροσύνη ἀδυνατεῖ κυκλώσασθαι | τὴν ἐπιθυμίαν καὶ ἡδονήν : χαλεπαὶ γὰρ
πολὺς ἄνθρωπος ἐνταῦθα κατὰ φύσιν μὲν ἐφίεται τοῦ ἀγαθοῦ , ἀδυνατεῖ δὲ διακρῖναι καὶ εὑρεῖν τὸ ὄντως ἀγαθὸν , οὕτω
5312820 ψυχικη
τῶν αἰδοίων ἔπαρσις γίνεται . καὶ περὶ τὸν καιρὸν τοῦτον ψυχική τις αὐτοῖς λύπη ἐντρέχει . περὶ δὲ τὸν αὐτὸν
μὲν ἔχῃ κατὰ δῆμον ἅπαντα . Ἡ δ ' εὐφροσύνη ψυχική τίς ἐστι διάθεσις , ἣν ἄν τις ἐξηγήσαιτο καλὴν
5312239 ἐγγιγνεται
ϲταφυλὴ καὶ τὸ πεπαίνεϲθαι τοῖϲ καρποῖϲ ἅπαϲι παρὰ τῆϲ ἡλιακῆϲ ἐγγίγνεται θερμότητοϲ , εὔδηλον ὡϲ τὸ μὲν ἀτελέϲτερον καὶ ψυχρότερον
διὰ τὴν τῆς κοιλίης σκληρότητα . Τῇσι δὲ γυναιξὶν οἰδήματα ἐγγίγνεται καὶ φλέγμα λευκόν : καὶ ἐν γαστρὶ ἴσχουσι μόλις
5305681 ἐργαζομενη
πρότερον διαγινώσκειν , τίς προτέρα ἐστὶν ἡ τῶν σιτίων νῦν ἐργαζομένη ἄμετρον ὄρεξιν : ἀδύνατον γάρ ἐστιν εὑρεῖν τὴν θεραπείαν
συνδέουσα κάρφεσι τὸν πηλὸν καὶ σχῆμα πολυχωρότατόν τε καὶ ἰσχυρότατον ἐργαζομένη καὶ ἡ μέλιττα θαυμαστὴ τῆς τῶν ἑξαγώνων συνθέσεως ,
5304680 πεφυκυια
, ἐκεῖθεν δῆλον : εὐθὺς γὰρ τοῦ χειμῶνος φανερὰ γίνεται πεφυκυῖα : καὶ διαφέρει πολλοῖς : ἔχει γὰρ τὸ φύλλον
ἰτέον , αὕτη δὲ δὴ ἡμῖν ἡ τοιαύτη καὶ οὕτω πεφυκυῖα ἀπαλλαττομένη τοῦ σώματος εὐθὺς διαπεφύσηται καὶ ἀπόλωλεν , ὥς
5303767 κεχυμενη
σκεδασθεῖσα ἔξω ἡ χολὴ , ἀγαθὸν , ὑπὸ τὸ δέρμα κεχυμένη καὶ ἐσκεδασμένη καὶ εὐπετεστέρη ἔχειν τε τῷ ἔχοντι ,
' οὖν ἀφύλακτος γίνεται ; ἢ ὅταν ἄστεγος μὲν ὅρασις κεχυμένη πρὸς τὰ ὁρατά , ἄστεγος δὲ ἀκοὴ φωναῖς ἁπάσαις
5301735 πληρωσις
πρὸς αὐτοὺς ὁμοιότητα , κατοχή τε συνίσταται εὐθὺς τελεία καὶ πλήρωσις τῆς κρείττονος οὐσίας καὶ δυνάμεως . Οὐχ ὅτι τὸ
που λύσις καὶ λύπη ; Ναί . Ἐδωδὴ δέ , πλήρωσις γιγνομένη πάλιν , ἡδονή ; Ναί . Δίψος δ
5288177 ξηραινεται
τὸ πρόϲωπον τοῦ πάϲχοντοϲ ψυχρόν ἐϲτι καὶ ὕπωχρον , καὶ ξηραίνεται τὸ ϲτόμα . φλεβοτόμει οὖν τὸν οὕτω πάϲχοντα καὶ
τοι κἀπειδὰν ἐπὶ θάτερα τῶν μορίων φέρηται τὸ αἷμα , ξηραίνεται θάτερα . θαυμαστὸν οὖν οὐδέν , εἰ καὶ τὰ
5287753 ἁπτομενη
ἡ μὲν ἐπάνω παχυτέρη , ἡ δὲ λεπτὴ τοῦ ἐγκεφάλου ἁπτομένη , οὐκ ἔτι ἡ αὐτὴ ἐπὴν τρωθῇ . Φλέβες
τὸ πλευρὸν , καὶ προσίσταται σκληρίη ὡς σφαίρη , καὶ ἁπτομένη πονέει ὡς ἀπὸ ἕλκεος , καὶ καταφθίνει , καὶ
5287107 μαλακη
, σαρκῶσαι , μινυθῆσαι , ἡ σκληρὴ δῆσαι , ἡ μαλακὴ λῦσαι , ἡ πολλὴ μινυθῆσαι , ἡ μετρίη σαρκῶσαι
' ὀλίγῳ μὲν εἴη θερμοτέρα , παμπόλλῳ δὲ ὑγροτέρα , μαλακὴ τούτοιϲ ἐϲτὶ καὶ πολλὴ ἡ ϲάρξ , καὶ τὸ
5286984 πραεια
ἡ διὰ τῶν χειρῶν τρῖψις συμβάλλεται ἥσυχος καὶ θερμὴ καὶ πραεῖα , προσέτι καὶ ἡ ἐπίδεσις τῶν ἄκρων . καὶ
Ὑδροχόῳ : ὁ γήμας ὠφεληθήσεται : ἔσται γὰρ ἡ γυνὴ πραεῖα καὶ φρονίμη . Σελήνης Κριῷ : ὁ γήμας βλαβήσεται
5276092 μεταπιπτει
φοβηθεὶς ἐπὶ τὴν Καμπανίαν ἐχώρησεν . Ἐντεῦθεν τὰ ἐν Ἱσπανίαις μεταπίπτει πράγματα , καὶ Σκιπίωνες ἄμφω πίπτουσι μαχόμενοι πρὸς Ἀσδρούβαν
ἢ ἀγαθά : καὶ ἀφ ' ὁκοίων νουσημάτων ἐς ὁκοῖα μεταπίπτει : καὶ ὁκόσα ἐπιτυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροὶ θεραπεύοντες τοὺς
5274762 γευστον
ἡδύ , ὃ πρὸς ἑαυτὸ ἕλκει , καὶ γεῦσιν τὸ γευστόν : ὥστε συμβαίνει τὴν ἀκρασίαν ὑπὸ λόγου γίνεσθαι ,
ἧς εἰπὼν οὐ σιωπήσομαι . Σκευάζεται δὲ ἐκ τούτου καὶ γευστόν , μεγάλην ἐνέργειαν ἐμποιοῦν τῷ γευομένῳ . ἐὰν γάρ
5273116 ἐνεργουσα
θερμαντικόν : ἀναλογεῖ δ ' ἡ δύναμις τῷ προειρημένῳ ἀσθενέστερον ἐνεργοῦσα . Μάρον πόα φρυγανώδης , ὁμοία τῷ ἄνθει ὀριγάνῳ
ἢ δευτέρας ἐρυγῆς ἐκκενοῦσθαι . Ἡ δὲ μετρία θερμασία ἐνδεέστερον ἐνεργοῦσα , διαλύει μὲν τὰ σιτία , κατεργάζεται δὲ οὐκ
5272162 σαρξ
ὕλη φύσιν , πρίν τινα μορφὴν ὑποδέξασθαι , οἱονεὶ δυνάμει σὰρξ καὶ τὸ δυνάμει ὀστοῦν , ὅταν γένηται ὀστοῦν ἐνεργείᾳ
' ἐσχάτων τῶν καιρῶν . τότε ἀναστήσε - ται πᾶσα σὰρξ ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης τῆς μεγάλης ,
5268156 ξηροτης
δ ' ἐκ τεττάρων πέφυκεν . ἄλλη μὲν γὰρ ἐντόμων ξηρότης , τῇ τῶν ἐντέρων τῆς γῆς παραβαλλομένη , ἑτέρα
ὁμοίως δὲ καὶ μαλάχης , καὶ μάλιστα ἐφ ' ὧν ξηρότης ἐστίν : ἐφ ' ὧν δὲ καὶ δήξεις εἰσί
5265696 λογιστικον
οὔτε τὸν κατ ' αὐτὴν θεωρητικὸν ἀλλὰ τὴν κατὰ τὸ λογιστικὸν αὐτῆς ἀρετὴν ἣ καὶ φρόνησις ὀνομάζεται . διὸ καὶ
τόπου καταδεδεγμένου τὸ πάθος , ἐφ ' ᾧ δὴ τὸ λογιστικὸν ἡμῶν ἱδρύσθαι φασίν , οὐκ ἂν καὶ ταῦτα ἔξω
5251576 φερηται
τοῖς ἐντευξομένοις ἐπάρδειν , ἵν ' ὥσπερ ἀπὸ πηγῆς γλυκείας φέρηται νᾶμα πότιμον τοῖς διψῶσιν εὐνομίας . τουτὶ δὲ συμβήσεται
ἢ μανίαν ἢ ἐπιληψίαν ἀγγέλλει , ὅταν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν φέρηται ἡ αἰτία : ὅσα γὰρ οἱ ἐπιληπτικοὶ μεθ '
5244611 ἀναδιδομενη
ἡ τροφὴ πᾶσα ? [ ] οὐ προστίθεται [ ] ἀναδιδομένη τῶι ὅλωι σώματι , [ ἀλλὰ ] ? ?
, νᾶπυ , σκόροδον , καὶ τὰ τούτοις ὅμοια καὶ ἀναδιδομένη ἡ τούτων ποιότης ἐς τὴν καρδίαν ἐκπυρώσει τὸ ἐν
5244611 πεψις
ἐναντιότητες πλείους : ὥστε τοῦτο μὲν φανερόν . Ἡ δὲ πέψις πάντων τῶν καρπῶν γίνεται μὲν ὑπὸ τοῦ θερμοῦ καθάπερ
πεττομένων τῶν χυλῶν λαμβάνει τινὰ τὸ ἄνθος εὐοσμίαν ἐπείπερ ἡ πέψις ἐν μεταβολῇ : ὅσα δ ' εὔοσμα τούτων διὰ
5236396 ἀναπνοη
ἀναδύμεναι : εἰς τὸ ἀνελθεῖν . ἀϋτμή : πνοὴ , ἀναπνοή . Ψυχή . ψυχὴ ἐτυμολογεῖται ἢ ἀπὸ τοῦ ψύχω
αὐτοῦ . ἀϋτμή : πνοὴ , ὀδμὴ , δυσωδία , ἀναπνοή . Θαμά : συχνὰ , συχνῶς . δινεύει :
5234027 αὐξανομενη
τοῖς κριτηρίοις χωρὶς τῶν δ κέντρων οὕτως . Σελήνη γὰρ αὐξανομένη λαμβάνεται εἰς τὸν διώκοντα , ὁ δὲ Ἥλιος εἰς
, ποτὲ δὲ τὰ συνήθη πράττοντος αὐτοῦ δυναμένου κατὰ μικρὸν αὐξανομένη . καὶ οὔτε ἀναπτύουσιν οὐδὲν οὐδὲ ψόφον τινὰ οὐδὲ
5232553 ἐμβρυον
ἐστι θάλλειν καὶ αὔξεσθαι , ἀφ ' οὗ καὶ τὸ ἔμβρυον τὸ ἐν τῇ γαστρὶ αὐξανόμενον . καί τε βρύει
λευκῷ πίνειν , καὶ τὰ καταμήνια καταῤῥήγνυσι τωὐτὸ προσθετὸν καὶ ἔμβρυον ἐκβάλλει . Μητρέων καθαρτικὸν , ὅταν τοῦ παιδίου ἐναποθανόντος
5230254 νευρου
δεηθῶμεν . ἔτι μὴν σφίγγει τε καὶ φρουρεῖ τὴν τοῦ νεύρου τοῦ μαλακοῦ κατάφυσιν . εἰ γοῦν τινος θεάσει προπετέστερον
κρυϲταλλοειδοῦϲ ὑγροῦ : ἡ δὲ ἀμαύρωϲιϲ ἔμφραξίϲ ἐϲτι τοῦ ὀπτικοῦ νεύρου , ὡϲ μηδόλωϲ ὁρᾶν τὸν οὕτω παθόντα καθαρᾶϲ φαινομένηϲ
5224114 φθειρεται
τὸ μὴ ὄν . τὸ μὲν οὖν οὐκ ὂν οὐ φθείρεται : πάσχειν γάρ τι δεῖ τὸ φθειρόμενον . ἀλλ
' ἃς ὀλισθοῦσα , ἡνίκα ἀπὸ τῆς κρήνης ἐπανῄει , φθείρεται . καὶ τῷ ἀδελφῷ μηνύει τὸ γεγονός : ὁ
5202630 γαστηρ
φησιν τὰ παχέα : ] λέγεσθαι γάρ : παχεῖα ? γαστὴρ [ λεπτὸν ] οὐ [ τίκτει ] νόον ?
οἶνον ὑδαρέα , λευκὸν , ὀλίγον : ἢν δὲ ἡ γαστὴρ μὴ ὑποχωρέῃ , ὑποκλύσαι , ἢ βάλανον προσθεῖναι :
5200747 ζωιον
καὶ αἰθέρι εἶναι . μήποτε μέντοι καὶ Ὅμηρος ὡς πρὸς ζῶιόν φησιν : Ἠελίου , ὃς πάντ ' ἐφορᾶι καὶ
? καὶ ἔστιν ποικιλώτερα . ὁ γὰρ ἄνθρωπος - καὶ ζῶιόν ἐστιν καὶ πρὸς τούτωι λογικὸν καὶ θνητόν . τὸ
5198811 ἀρτηρια
, γεννᾶται παρὰ τὸν τοῦ κύειν καιρὸν ἕτερον ἀγγεῖον , ἀρτηρία μὲν ἐπὶ τῷ τῆς ἀρτηρίας στόματι , φλὲψ δ
καὶ ἀνιᾶται , καὶ μεταλαμβάνει τῆς δήξεως ἡ ἀορτὴ καλουμένη ἀρτηρία , καὶ συστέλλεται τὸ ἔμφυτον θερμὸν καὶ συννεύει ὡς
5198662 μεταβαλλει
. οἷον εἰ μεταβάλλει τὸ λευκόν , ἤτοι μένον λευκὸν μεταβάλλει ἢ μὴ μένον . οὔτε δὲ μένον λευκὸν μεταβάλλει
μὲν τῷ αὐτῷ , ἐν ᾧ ἐστιν , ἐξ οὗ μεταβάλλει , οὐ μεταβέβληκεν , εἰ δὲ ἐν ἄλλῳ ,
5197849 χωρεει
ἔμβρυον ἀσκαρίζον ῥήγνυσι τοὺς ὑμένας , καὶ λυθὲν τοῦ δεσμοῦ χωρέει ὁμοῦ ἔξω : καὶ ταῦτα γίνεται ἐν δέκα μησὶ
ξὺν δακρύῳ τε ἐὸν καὶ ὀδύνῃ : εἰ γὰρ δάκρυον χωρέει θερμὸν καὶ ἁλμυρὸν , κίνδυνος τῇ τε κόρῃ ἑλκωθῆναι
5190893 παχυτερα
γεγονότι τεταρταίῳ , ἐξέρυθρα ἂν καὶ σανδαραχώδη οὖρα φανείη , παχύτερα μὲν τοῦ συμμέτρου τυγχάνοντα , μετρίας δὲ καὶ ἀνωμάλους
ξανθὰ ὑπάρχει καὶ κατάκορα , τὰ δὲ φλεγματώδη βραδυπορώτερα καὶ παχύτερα καὶ λευκὰ καὶ ὑπόψυχρα καὶ ναρκώδη εἰσίν . Ὅταν
5182019 κινητικον
τὸ δὲ ἑνὸς εἴδους . καὶ πολλῶν μὲν ὡς τὸ κινητικόν : τὸ γὰρ κινητικὸν ἴδιόν ἐστι τοῦ ζῴου :
τοῦ ἀγρίου ϲπέρμα τελέωϲ ἐϲτὶν ἄφυϲον καὶ οὐρητικὸν καὶ καταμηνίων κινητικόν , ὡϲαύτωϲ δὲ καὶ ἡ πόα . Δάφνηϲ τοῦ
5180437 δαπαναται
συγκοπὴν ἔπλετο * μέγας : σφοδρός * νέμεται : κατασήπεται δαπανᾶται * ὀλοφώιος : πάνυ ὀλέθριος ὀλέθριος * αὐαλέη :
οὕτως : ἀλλ ' οἴχεται καὶ κατὰ μικρὸν διαφθείρεται καὶ δαπανᾶται μὴ μελε - τώμενον . δεινὴ δὲ πρόφασις λήθης
5179383 ἀναδιδοται
ἄλλων , καὶ μάλα εἰκότως : ἃ γὰρ πρῶτα γῆς ἀναδίδοται , μετὰ τοῦ τῆς φύσεως προέρχεται κάλλους : πολλαὶ
εὑρόντα τὴν κοιλίαν ἐπέχει μᾶλλον αὐτήν : τὰ δὲ γλυκέα ἀναδίδοται μᾶλλον . τὰ δ ' ἄποια , μήτε ἡδέα
5179380 φορα
Ἐμπορίαν αἰτεῖς ; ἣν δίδωσιν ναῦς καὶ θάλαττα καὶ πνευμάτων φορά : ἀγορὰ πρόκειται : ὤνιον τὸ χρῆμα . Τί
πάλιν ἠρεμεῖν : οὐ ταὐτὸν δέ ἐστιν περιφορά τε καὶ φορά . δοκεῖ δέ τι μέγα εἶναι καὶ χαλεπὸν γνωσθῆναι
5165663 φθειρομενη
μολύβδῳ , καὶ συντελευτᾷ ἐν τῇ ἰώσει , τούτοις ὡς φθειρομένη , καὶ μάλιστα τότε μὴ δυναμένη φεύγειν : ἅτε
ὕλην καὶ εἶδος φθείρεται , δῆλον ὡς ὅτι καὶ ὕλη φθειρομένη εἰς ὕλην φθαρήσεται : ὥστε ἔσται ἐφθαρμένη πρὸ τῆς
5165578 δεχομενη
ἑνὸς τῶν περιστατικῶν ἐν τῷ νόμῳ κειμένου : ἡ δὲ δεχομένη τὴν ἐξουσίαν τοῖς περιστατικοῖς πάλιν κέχρηται : ἀμφότερα δὲ
κώμης ἐστὶ * καὶ τὸ μέγεθος , τοσοῦτόν γε πλῆθος δεχομένη καὶ τὴν κατασκευὴν ὑπ ' ἐκείνων αὐτῶν κατεσκευασμένη καὶ
5161379 συστασις
ἡ οὐσία σωματική τίς ἐστι σύστασις , ἡ δὲ σωματικὴ σύστασις οὐ δεῖταί τινος , ἐν ᾧ γενομένη τὸ εἶναι
ἡ γὰρ ἐπὶ τοῖς αἰσθητοῖς τοῦ καθόλου συναίσθησίς τε καὶ σύστασις καὶ ἡ ἐπὶ τοῖς πρώτοις καθόλου λῆψις τῆς ἀρχῆς
5161341 μεταβαλλῃ
, κἂν μεταβάλλῃ , μετὰ τροπάς : ἐὰν δὲ μὴ μεταβάλλῃ διέχει ἕως ἰσημερίας , κἀκεῖθεν ὡσαύτως μέχρι Πλειάδος ,
δηλονότι τοσαυταχῶς ἂν εἴη κίνησις , ὁσαχῶς ἂν κινῆται καὶ μεταβάλλῃ τὰ κινούμενα , μεταβάλλει δὲ ἢ κατ ' οὐσίαν
5156696 ὁρμᾳ
κάμνονταϲ ” “ καὶ ὅϲα ἐϲ φλεγμονὴν καὶ ἐϲ ἀκαθαρϲίην ὁρμᾷ καὶ ὅϲα εἰϲ πυρετούϲ . ” καί φηϲιν ,
θαρροῦσα ἔχειν τὸ ἀντιφάρμακον , τρώγει τὸ ἀκόνιτον , εἶτα ὁρμᾷ ἐπὶ τῷ χρήσασθαι τῷ ἀντιφαρμάκῳ , καὶ οὐκ ἐφίκετο
5152391 ὁμαλοτης
σώματι θερμότητα : αὐξηθεῖσα δὲ ἡ θερμότης ὑγεία ἐστίν : ὁμαλότης γὰρ γέγονεν . ἡ οὖν γενομένη θερμότης ἐν τῷ
μὲν , μῆκος ἢ ἐπίδοσις , ὀστέων δὲ , κοτύλης ὁμαλότης , κεφαλῆς φαλακρότης : τὸ ἔθος τρίβον ποιέει :
5145212 φθισις
ὑπὸ ψυχῆς , ἔτι δὲ αὔξη τε καὶ ἀκμὴ καὶ φθίσις ὑπ ' αὐτῆς , πότερον ὅλῃ τῇ ψυχῇ τούτων
πέψις ἀποπνεύσαντος τοῦ ἀλλοτρίου : χρονιζομένου δὲ πάλιν γῆρας καὶ φθίσις . Περὶ δὲ τοῦ ἐκκαυλεῖν τάχιστα μὲν τὰ ἀπὸ

Back